Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Ομιλία του Μπομπ Ντίλαν στη δεξίωση απονομής του Νόμπελ


Ο Μπομπ Ντίλαν σε σχέδιο του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου.
Η ομιλία του Μπομπ Ντίλαν, η οποία εκφωνήθηκε, κατά τη δεξίωση που ακολούθησε την τελετή απονομής των Νόμπελ, από την Ατζίτα Ράτζι, πρέσβειρα των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σουηδία, στις 10 Δεκεμβρίου 2016. Η μετάφραση είναι της Νίνας Μπούρη για την Athens Review of Books.
Καλησπέρα σας. Στέλνω τους θερμότατους χαιρετισμούς μου στα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας και σε όλους τους εκλεκτούς καλεσμένους που είναι παρόντες απόψε.
Λυπάμαι που δεν μπορώ να είμαι μαζί σας, όμως σας διαβεβαιώ ότι νοερά βρίσκομαι κοντά σας και είναι μεγάλη μου τιμή που λαμβάνω ένα τόσο σημαντικό βραβείο. Η απονομή σε μένα του Βραβείου Νόμπελ για τη Λογοτεχνία ήταν κάτι που δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ή να προβλέψω. Από πολύ μικρός γνώριζα, διάβαζα και αφομοίωνα τα έργα εκείνων που κρίθηκαν άξιοι για μια τέτοια διάκριση: του Κίπλινγκ, του Σω, του Τόμας Μαν, της Περλ Μπακ, του Αλμπέρ Καμύ, του Χέμινγουεϊ. Αυτοί οι γίγαντες της λογοτεχνίας, που τα έργα τους διδάσκονται στα σχολεία, φιλοξενούνται σε βιβλιοθήκες σε όλο τον κόσμο και μνημονεύονται με σεβασμό, πάντα μου προκαλούσαν μεγάλη εντύπωση. Το γεγονός ότι το όνομά μου συγκαταλέγεται τώρα μαζί με τα δικά τους είναι όντως αδιανόητο.
Δεν ξέρω εάν αυτοί οι άντρες και αυτές οι γυναίκες σκέφτηκαν ποτέ πως θα είχαν την τιμή να πάρουν το Νόμπελ, όμως υποθέτω πως οποιοσδήποτε γράφει ένα βιβλίο, ή ένα ποίημα, ή ένα θεατρικό έργο κάπου στη γη, ενδεχομένως βαθιά μέσα του να τρέφει κρυφά αυτό το όνειρο. Μάλλον είναι θαμμένο τόσο βαθιά που δεν ξέρουν καν ότι είναι εκεί.
Εάν κάποιος μου έλεγε ποτέ ότι υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να κερδίσω το Βραβείο Νόμπελ, θα σκεφτόμουν ότι είχα τόσες πιθανότητες όσες και να πατήσω στο φεγγάρι. Μάλιστα, τη χρονιά που γεννήθηκα, και για μερικά χρόνια αργότερα, δεν υπήρξε κανένας στον κόσμο που να θεωρήθηκε αρκετά καλός για να το κερδίσει. Οπότε αναγνωρίζω ότι, αν μη τι άλλο, βρίσκομαι σε πολύ εκλεκτή συντροφιά.
Ήμουν στο δρόμο όταν άκουσα το αναπάντεχο νέο, και χρειάστηκα αρκετά λεπτά για να το επεξεργαστώ. Άρχισα να σκέφτομαι τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, αυτή τη σπουδαία μορφή της λογοτεχνίας. Φαντάζομαι ότι θεωρούσε τον εαυτό του δραματουργό. Αδύνατον να του είχε περάσει από τον νου η σκέψη ότι έγραφε λογοτεχνία. Τα λόγια του γράφονταν για τη σκηνή. Προορίζονταν για απαγγελία, όχι για ανάγνωση. Ενώ έγραφε τον Άμλετ, είμαι σίγουρος ότι έκανε διάφορες σκέψεις:
«Ποιοι είναι οι κατάλληλοι ηθοποιοί γι’ αυτούς τους ρόλους;», «Πώς πρέπει να παρασταθεί αυτό;», «Θέλω πραγματικά να διαδραματίζεται το έργο στη Δανία;». Αναμφίβολα αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν το δημιουργικό του όραμα και οι φιλοδοξίες του, όμως είχε και πιο πεζά ζητήματα να ασχοληθεί. «Υπάρχουν χρήματα;», «Υπάρχουν αρκετές καλές θέσεις για τους χορηγούς μου;», «Πού θα βρω ένα ανθρώπινο κρανίο;». Είμαι βέβαιος ότι το τελευταίο πράγμα που σκεφτόταν ήταν το ερώτημα «Είναι αυτό λογοτεχνία;».
Όταν άρχισα να γράφω τραγούδια στην εφηβεία μου, ακόμα και όταν άρχισα να αποκτώ κάποια φήμη για τις ικανότητές μου, οι φιλοδοξίες μου για τα τραγούδια αυτά ήταν συγκρατημένες. Πίστευα ότι θα ακούγονταν σε καφέ και μπαρ, και ίσως αργότερα σε μέρη όπως το Κάρνεγκι Χολ και το Λόντον Παλάντιουμ. Εάν έκανα πραγματικά μεγάλα όνειρα, ίσως να φανταζόμουν ότι θα κατάφερνα να βγάλω κανέναν δίσκο και να ακούσω τα τραγούδια μου στο ραδιόφωνο. Στο δικό μου μυαλό, αυτό ήταν το πραγματικά μεγάλο βραβείο. Εάν έβγαζες δίσκους και ακούγονταν τα τραγούδια σου στο ραδιόφωνο έφτανες σε μεγάλο κοινό και ίσως κατάφερνες να συνεχίσεις να κάνεις αυτό που είχες βάλει σκοπό να κάνεις.
Λοιπόν, πολλά χρόνια τώρα κάνω αυτό που είχα βάλει σκοπό εξαρχής. Έβγαλα δεκάδες δίσκους και έδωσα χιλιάδες συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Όμως, στο ζωτικό κέντρο σχεδόν όλων όσων κάνω βρίσκονται τα τραγούδια μου. Έχουν βρει μια θέση στη ζωή πολλών ανθρώπων από πολλές διαφορετικές κουλτούρες και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.
Πρέπει ωστόσο να πω ένα πράγμα. Ως μουσικός έχω παίξει και για πενήντα χιλιάδες θεατές και για πενήντα θεατές, και μπορώ να σας πω ότι είναι πιο δύσκολο να παίζεις για πενήντα. Οι πενήντα χιλιάδες έχουν ένα πρόσωπο, οι πενήντα όχι. Ο καθένας τους έχει τη δική του, ξεχωριστή ταυτότητα, ένας ολόκληρος κόσμος από μόνος του. Αυτός αντιλαμβάνεται τα πράγματα πιο καθαρά. Εκεί δοκιμάζεται η εντιμότητά σου και η σχέση της με το βάθος του ταλέντου σου. Εκτιμώ πάρα πολύ το γεγονός ότι η επιτροπή του Νόμπελ είναι τόσο μικρή.
Ωστόσο, όπως τον Σαίξπηρ, με απασχολούν και εμένα συχνά οι δημιουργικές μου αναζητήσεις και τα πεζά ζητήματα κάθε πτυχής της ζωής. «Ποιοι είναι οι καλύτεροι μουσικοί γι’ αυτά τα τραγούδια;», «Ηχογραφώ στο σωστό στούντιο;», «Είναι αυτό το τραγούδι στον κατάλληλο τόνο;». Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, ούτε σε 400 χρόνια.
Δεν είχα το χρόνο ούτε μία φορά να αναρωτηθώ «Είναι τα τραγούδια μου λογοτεχνία
Γι’ αυτό ευχαριστώ τη Σουηδική Ακαδημία, τόσο για το χρόνο που αφιέρωσε σε αυτό ακριβώς το ερώτημα, όσο και γιατί, εν τέλει, έδωσε μια τόσο υπέροχη απάντηση.
Τις καλύτερες ευχές μου σε όλους,
Μπομπ Ντίλαν
© The Nobel Foundation 2016
— Μετάφραση: Νίνα Μπούρη

~~~*~~~

Μπομπ Ντίλαν
A Hard Rain’s A-Gonna Fall
[Άγρια βροχή θα πέσει]
Ω πού ήσουνα, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω πού ήσουνα, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Σκαρφάλωσα σε δώδεκα βουνών μ’ ομίχλη τις πλαγιές
Βάδισα και σύρθηκα σ’ έξι άγριες δημοσιές
Βρέθηκα χαμένος σ’ εφτά δάση θλιβερά
Και σε δώδεκα ωκεανών ξανοίχτηκα τα μαύρα τα νερά
Κι έκανα δέκα χιλιάδες μίλια γυρνώντας σ’ ένα κοιμητήρι
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει
Ω, και τι είδες, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω, και τι είδες, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Είδα ένα νεογέννητο παιδί, κι ολόγυρά του λύκοι άγριοι πολλοί
Είδα μια δημοσιά ν’ αστράφτει από διαμάντια
Και πάνω της ούτε ψυχή
Είδα αίμα να στάζει από ένα κατάμαυρο κλαδί
Είδα μια κάμαρα με άντρες που ματωμένα κρατούσανε σφυριά
Είδα μια σκάλα άσπρη να “χει πνιγεί μες στα νερά
Δέκα χιλιάδες είδα ομιλητές κι είχαν γλώσσες ραγισμένες
Είδα σε χέρια μικρών παιδιών σπαθιά και όπλα
Και σημαίες πυρπολημένες
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει
Και τι άκουσες, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω, και τι άκουσες, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Άκουσα τον κεραυνό να πέφτει, και πριν μια τρομερή βροντή
Άκουσα ένα κύμα να βρυχάται, να θέλει να πνίξει όλη ιη γη
Άκουσα εκατό τυμπανιστές τα τύμπανα να χτυπάνε δυνατά
Άκουσα χίλιους να ψιθυρίζουν και κανείς να μην ακούει προσεκτικά
Άκουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς να γελάνε βροντερά
Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε
Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι
Άκουσα έναν παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει
Και κανείς να μην τον θέλει
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει
Και ποιον συνάντησες, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω, ποιον συνάντησες, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Συνάντησα ένα παιδί μικρό πλάι σ’ ένα άλογο νεκρό
Συνάντησα έναν σκύλο μαύρο μ’ έναν άνθρωπο λευκό
Μια νέα γυναίκα συνάντησα που το κορμί της ήταν καυτό
Συνάντησα μια κοπέλα που μου δώρισε ένα ουράνιο τόξο γελαστό
Συνάντησα έναν άντρα που ο έρωτας τον είχε λαβώσει
Συνάντησα κι άλλον ένα που το μίσος τον είχε ματώσει
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει
Ω, και τι θα κάνεις τώρα, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω, τι θα κάνεις τώρα, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Θα βγω απ’ τη δημοσιά προτού πλακώσει η βροχή
Θα χαθώ σε δάση σκοτεινά
Κει που τα χέρια όλων είναι αδειανά
Κει που το σπίτι στην κοιλάδα γίνεται λερή και βάναυση φυλακή
Κει που το δηλητήριο μανιάζει σ’ όλα τα νερά
Κει που του δήμιου το πρόσωπο είναι καλά κρυμμένο
Και που είναι λησμονημένη η ψυχή και το παιδί
Πεθαίνει από την πείνα, το καημένο
Κει που κάθε αριθμός είν’ το μηδέν, και μαύρο το κάθε χρώμα
Και θα το πω και θα το δω και θα το ανασάνω ακόμα
Και θα το ζωγραφίσω στο ψηλό βουνό για να το δούνε όλοι
Και θα πάω στον ωκεανό και θα πνιγώ πολύ μακριά απ’ την πόλη
Αλλά θα ξέρω το τραγούδι πολύ προτού αρχίσει
Το στόμα μου βραχνά για να το τραγουδήσει
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει.
*
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Verse 1]
Oh, where have you been, my blue-eyed son?
Oh, where have you been, my darling young one?
I’ve stumbled on the side of twelve misty mountains
I’ve walked and I’ve crawled on six crooked highways
I’ve stepped in the middle of seven sad forests
I’ve been out in front of a dozen dead oceans
I’ve been ten thousand miles in the mouth of a graveyard
And it’s a hard, and it’s a hard, it’s a hard, and it’s a hard
And it’s a hard rain’s a-going to fall

[Verse 2]
Oh, what did you see, my blue-eyed son?
Oh, what did you see, my darling young one?
I saw a newborn baby with wild wolves all around it
I saw a highway of diamonds with nobody on it
I saw a black branch with blood that kept dripping
I saw a room full of men with their hammers a-bleeding
I saw a white ladder all covered with water
I saw ten thousand talkers whose tongues were all broken
I saw guns and sharp swords in the hands of young children
And it’s a hard, and it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard
And it’s a hard rain’s a-going to fall

[Verse 3]
And what did you hear, my blue-eyed son?
And what did you hear, my darling young one?
I heard the sound of a thunder, it roared out a warning
Heard the roar of a wave that could drown the whole world
Heard one hundred drummers whose hands were a-blazing
Heard ten thousand whispering and nobody listening
Heard one person starve, I heard many people laughing
Heard the song of a poet who died in the gutter
Heard the sound of a clown who cried in the alley
And it’s a hard, and it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard
And it’s a hard rain’s a-going to fall

[Verse 4]
Oh, who did you meet, my blue-eyed son?
Who did you meet, my darling young one?
I met a young child beside a dead pony
I met a white man who walked a black dog
I met a young woman whose body was burning
I met a young girl, she gave me a rainbow
I met one man who was wounded in love
I met another man who was wounded with hatred
And it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard
It’s a hard rain’s a-going to fall

[Verse 5]
Oh, what will you do now, my blue-eyed son?
Oh, what will you do now, my darling young one?
I’m a-going back out ’fore the rain starts a-falling
I’ll walk to the depths of the deepest black forest
Where the people are many and their hands are all empty
Where the pellets of poison are flooding their waters
Where the home in the valley meets the damp dirty prison
Where the executioner’s face is always well hidden
Where hunger is ugly, where souls are forgotten
Where black is the color, where none is the number
And I’ll tell it and think it and speak it and breathe it
And reflect it from the mountain so all souls can see it
Then I’ll stand on the ocean until I start sinking
But I’ll know my song well before I start singing
And it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard
It’s a hard rain’s a-going to fall


==========================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.