Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Η Μάχη της Παύλιανης, 3 Ιουνίου 1943 - Νικηφόρου «ΑΝΤΑΡΤΗΣ στα Βουνά της Ρούμελης»


(Νικηφόρου «ΑΝΤΑΡΤΗΣ στα Βουνά της Ρούμελης», Β΄ τόμος)
  Οι μέρες που οι ιταλοί θα άρχιζαν τις μεγάλες επιχειρήσεις τους ζύγωναν κι έπρεπε να βιαστούμε. Μαζευτήκαμε (κι έρχονταν ακόμα) κάπου 1.500 ένοπλοι. Το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτοσωμάτων Ρούμελης μας ονόμασε Συγκρότημα Ανατολικής Στερεάς και μας κοινοποίησε διαταγές ποια ήταν η αποστολή μας.....
Έπρεπε να προβάλουμε αντίσταση στον τομέα μας και ν’ αποκρούσουμε με αγώνα ελιγμών τις απόπειρες του εχθρού να εισχωρήσει στην ελεύθερη περιοχή. Διαθέσανε από το Γενικό Στρατηγείο το λοχαγό Βερμαίο για συντονιστή και ορίστηκε διοίκηση του τομέα ο Βερμαίος με τη διοίκηση του Αρχηγείου Παρνασσίδος. Μας κάλεσε ο Άρης τα στελέχη και κουβεντιάσαμε.
       Πάνω σ’ αυτό, μέσα στη γενική φασαρία, έφτασε η είδηση, ότι σημειώθηκε η πρώτη κίνηση των ιταλών στο 51 χιλιόμετρο. Αμέσως κατόπιν άλλη είδηση: Ο Κρόνος με το Αρχηγείο του (Θήβας) – που ανέβαινε κι αυτός – της ρίχτηκε της ιταλικής φάλαγγας και τη διασκόρπισε. Έπιασε και πέντε-δέκα μεταγωγικά της (μουλάρια). Σκοτωμένους και τραυματίες τους λογάριασαν ως 70.
       Ανάψανε κι εμάς τα αίματα με την καλή είδηση.
       ― Να μου ζήσεις, Κρόνε! – έλεγαν οι αντάρτες και γινόταν πανηγύρι σε όλα τα τμήματα. Ζηλεύαμε.
       Οι σύνδεσμοι και οι πληροφορίες έφταναν ο ένας κοντά στον άλλον από τις οργανώσεις, από Άμφισσα, Γραβιά, Λιδωρίκι, Σκαμνό, Μπράλλο, Λαμία. Ένα γύρω στην περιοχή μας έπαιρναν θέσεις τα ιταλικά στρατεύματα. Από τα προχωρημένα τηλέφωνα μας μεταδίνανε καταλεπτώς για τις κινήσεις της κάθε φάλαγγας, χαμηλά στις δημοσιές του κάμπου ακόμα. Ήταν σα να τις βλέπαμε κι εμείς αυτές τις σκούρες βραδυκίνητες κάμπιες, να ζώνουν μεθοδικά την περιοχή μας, να ετοιμάζονται και η ένταση στην περιοχή μας ανέβαινε.
……….
  Ανεβήκαμε κι εμείς στο Μαυρολιθάρι και βιαστήκαμε να πιάσουμε όλες τις θέσεις στην περιοχή γιατί οι ιταλοί είχαν συμπληρώσει τη συγκέντρωσή τους κι όπου νάταν θ’ άρχιζαν να εξορμούν.
  Σύμφωνα με το σχέδιο ο Λοκρός με 100-150 άντρες έπιασε τη Γκιώνα, ψηλά από το 51 χιλιόμετρο. Ο Μίλτος Παπαθανασίου (Χουαρέζ) με 150-180 έπιασε τις Διπλοπίττες, μπροστά στο 51 χιλιόμετρο. Ο Πέτρος του τάγματος Θηβών (Κρόνου) με μια διμοιρία έπιασε χαμηλά το δρόμο Καστέλλια – Κουκουβίστα. Ο Κρόνος, ο Μυλωνάς, με μικτά τμήματα από τα Αρχηγεία Λοκρίδας και Θήβας κρατούσαν την Κουκουβίστα. Ο Καλλίας με 80 και με τον εφεδρικό λόχο του τομέα Παύλιανης έπιασε τον τομέα Παύλιανη – Κουμαρίτσι. Το Αρχηγείο Δωρίδος έπιασε τις Μουσονίτσες να κρατάει την κοιλάδα του Μόρνου, από Λιδωρίκι. Πήραμε τα μέτρα μας κι από την Οίτη (Υπάτη – Μεξιάτες – Κομποτάδες), με ελαφρές περιπολίες αυτού, να μην έχουμε κανένα αιφνιδιασμό. Τέλος μια γερή δύναμη 300-400 άντρες έμεινε εφεδρεία στο Μαυρολιθάρι.
   Συγκροτήσαμε τα τμήματα του κάθε Τομέα και τα διώξαμε αμέσως. Κατόπιν οργανώσαμε τον εφοδιασμό τους. Πολλά, οι θέσεις τους ήσαν δυο και τρεις ώρες μέσα στα βουνά. Οι οργανώσεις των χωριών, οι γυναίκες ζύμωναν ψωμί. Οι μύλοι άλεθαν καλαμπόκι και σιτάρι. Τα ζώα των χωρικών κουβαλούσαν τα εφόδια. Σύνδεσμοι, αντάρτες και συναγωνιστές από τις οργανώσεις πήγαιναν κι έρχονταν. Βελτιώσαμε και την τηλεφωνική σύνδεση με την Κουκουβίστα και την Παύλιανη. Άλλα συνεργεία από τις οργανώσεις Καστριώτισσα, Δάφνη, Ανατολή, μαζί με αντάρτες, συμπλήρωναν το δίκτυο προς Γαρδίκι Ομιλαίων, εκεί ήταν η έδρα του Γεν. Αρχηγείου…
   Άλλα συνεργεία τακτοποιήσανε τη σύνδεση ανάμεσα Κουκουβίστα και στις προχωρημένες θέσεις, στα Καστέλλια, στο Γαρδικάκι, στην Παύλιανη.
       Άδειασε λίγο το Μαυρολιθάρι, κάπως μπήκανε σε σειρά τα πράγματα, ησύχασαν τ’ αυτιά μας. Τώρα περιμέναμε τους ιταλούς.
       Τα νέα από τις εκκενωμένες περιοχές, σα νάρχονταν από έναν άλλο κόσμο, μακρυνό, άλλης εποχής. Μαθαίναμε αόριστα ότι άρχισαν εκεί. Ανέβηκαν στον Παρνασσό, πάτησαν τις Αγόριανες και τ’ άλλα βουνίσια χωριά. Τι έγινε όμως ακριβώς δεν ξέραμε.
       Ξαφνικά έφτασε η πρώτη είδηση. Ήταν από το Χουαρέζ, στις Διπλοπίττες. Ότι στο 51 φτάνανε κι άλλα τμήματα και είχε μεγάλη κίνηση…

 …….

 Μάχη Παύλιανης, 3 - 6 - 43 (της Αναλήψεως)
 Την άλλη μέρα τα νέα πλάκωσαν από πρωί- πρωί. Οι Διπλοπίττες ειδοποίησαν την Κουκουβίστα ότι οι ιταλοί στο 51 είναι ξεσηκωμένοι από τα χαράματα. Αυτό μόνογια την ώρα. Ήταν όμως αρκετό. Βάλαμε κι εμείς τα τμήματα της εφεδρείας σε συναγερμό. Ειδοποιήσαμε και το Αρχηγείο Δωρίδας στη Μουσονίτσα να βρίσκεται πανέτοιμο στο πόδι.
       Σε λιγάκι η Κουκουβίσταμας καλούσε πάλι. Πλέον έπρεπε να μην ξεκολλάμε από το τηλέφωνο. Οι ιταλοί – μας είπαν – ξεκινήσανε από το 51. Πήρανε και κατεβαίνουν τη δημοσιά-δημοσιά προς τη Γραβιά. Ότι ήταν μια μεγάλη φάλαγγα. Οι Διπλοπίττες αναφέρανε δύναμη της φάλαγγας χίλιους-χίλιους πεντακόσιους άντρες. Μείναμε άφωνοι μόλις τ’ ακούσαμε με το Διαμαντή. Πού ήσαν κρυμμένοι όλοι αυτοί; Θα σπάζαμε τα μούτρα μας αν αποφασίζαμε επίθεση.
       
Σε λίγο μας καλούσε ξανά η Κουκουβίστα. Και στη Γραβιά – Καστέλλια είχε ξεσηκωθεί άλλη φάλαγγα και ξεκινούσε. Ώσπου να τελειώνουμε κι αυτό έφτασε στην Κουκουβίστα άλλος σύνδεσμος από Διπλοπίττες.
       ― Η φάλαγγα του 51, έφτασε στα Βαριανίτικα Παληάμπελα, άφησε τη δημοσιά και μπήκε αριστερά στον Παληοχλωμό (πάνω απ’ τα Καστέλλια).
       Αυτό ήταν! Ο εχθρός ερχόταν. Μπήκε στην περιοχή μας. Το τμήμα μας στις Διπλοπίττες άρχισε να τραβιέται καλυμμένο, στα πλευρά των ιταλών, παρακολουθούσε την κίνησή τους, αλλά σε μεγάλη απόσταση ακόμα κι άβολη τοποθεσία.
       Δώσαμε διαταγή να μη μείνει δίχως έλεγχο το 51. Δεν ξέραμε τι μπορούσε να βγει ακόμα εκεί.
       Ξεσηκωθήκαμε για καλά. Ζύγωνε η ώρα να αναμετρηθούμε με τον εχθρό και μεγάλωνε η αδημονία μας γιατί νοιώθαμε τον τόπο άβολο τόσο ανοιχτά. Θέλαμε να προχωρήσουν, να τελειώσει η εκκρεμότητα, να φανεί πού μας ευνοούσε περισσότερο το μέρος και η διάταξή τους.
       Η φάλαγγα από το 51 σταμάτησε στον Παληοχλωμό, ετοίμαζαν αντίσκηνα. «Τι διάολο, χωριό θα το ρίξουν» απορούσαμε. Δώσαμε διαταγή στο Μίλτο Παπαθανασίου να κρατάει το τμήμα του σε συναγερμό. Αν η φάλαγγα των ιταλών εισχωρήσει προς το Χάνι Ζαγγανάθα την αφήσει να προσπεράσει, θα την παρακολουθεί ακροβολισμένος στα πλευρά της και θα επιτεθεί μόλις άκουγε να τη χτυπούμε με άλλη δύναμη εμείς μπροστά.
 Μέναμε με την απορία τι σκοπεύει η φάλαγγα στον Παληοχλωμό, όταν το τηλέφωνο γέμισε ξανά φωνές και ταραχή. Φώναζε η Παύλιανη αλαφιασμένη. Είχε ανάψει κιόλας το πελεκούδι εκεί. Ο Καλλίας είχε αρπαχτεί στα χέρια. Χίλιοι εκατό άντρες με όλμους και κανόνια ανέβαιναν από το Γαρδικάκι. Τα κανόνια τους τάστησαν με μιας οι ιταλοί κι άρχισαν να χτυπάνε καταιγιστικά το χωριό. Ήρθε ο ίδιος ο Καλλίας στο τηλέφωνο.
       ― Να, ακούτε τις οβίδες; – φώναζε χαρούμενος.  
       Αλήθεια, τις ακούγαμε. Ρόχαζε ο τόπος όλος. Μας μετέδωσε κι εμάς το κέφι του ο Καλλίας.
       ― Κρατάτε τους! Ερχόμαστε! – του είπαμε (και τα τμήματα έξω συγκεντρώνονταν, οι σάλπιγγες σήμαιναν συναγερμό). ― Από πού νομίζεις πιο καλά ναρθούμε;
       Σκέφτηκε λιγάκι.
       ― Από τις Βρίζες – Αγια-Τριάδα πιο καλά– φώναξε, ο αξέχαστος πολεμιστής.
       ― Βγάλε συνδέσμους να μας περιμένουν.
       Και πεταχτήκαμε δρομαίοι έξω.
       Στην πλατεία έβραζε ο τόπος– αντάρτες και λαός. Οι αντάρτες χοροπατούσαν ανυπόμονοι.
       ― Συναγωνιστές! Εμπρός! – φωνάξαμε.
       Αντήχησε μια μυριόστομη ιαχή και οι λόχοι όρμησαν σε φάλαγγα κατ’ άνδρα μες από τους δρόμους του χωριού. Φεύγανε τρέχοντας οι ομάδες η μια κοντά στην άλλη και πίσω η συγκέντρωση σωνόταν, σαν κουβάρι που το ξετυλίγουν βιαστικά-βιαστικά. Οι μαυρολιθαρίτες, άντρες και γυναίκες, πετιούνταν λαχταρισμένοι στις αυλές των σπιτιών τους, στα παράθυρα, στο δρόμο, εύχονταν κατευόδιο. Χύθηκε πίσω απ’ τους πεζούς και ο ουλαμός με τα αντιαρματικά, η βιασύνη των ανθρώπων μεταδόθηκε και στα μουλάρια. Τίναζαν τα κεφάλια τους τα ζωντανά, ξεφυσούσαν και το μάτι τους λαίμαργο αλαφιασμένο. Οι αντάρτες έτρεχαν, ρίχναν μεταξύ τους ιαχές: ― Άαα! Φούσκωσ’ τον! Αέραα!
       Ώσπου να σκαπετήσουμε, φτάσανε τρέχοντας από κοντά και η μαχητική του Μαυρολιθαριού, είκοσι-εικοσιπέντε παλληκάρια.
       Διακόσιοι ογδόντα λογάριασα είμασταν. Είχαμε καλέσει στο τηλέφωνο και το Αρχηγείο Δωρίδας ν’ ακολουθήσει. Έλειπε όμως από το χωριό στη Μουσονίτσα. Από το προηγούμενο βράδυ μας είχανε ρωτήσει αν μπορούσαν να πάνε στις στρούγκες γιατί ξημέρωνε Ανάληψη. Όχι μόνο τους απαγορέψαμε, αλλά τους μιλήσαμε και αυστηρά και που το σκέφτηκαν ακόμα. Κι εν τούτοις σηκωθήκανε και πήγανε απ’ το πρωί τη μέρα εκείνη στις στρούγκες. Μείναμε άναυδοι μόλις τακούσαμε, αχαρακτήριστη η διαγωγή τους. Κι έφυγε αμέσως σύνδεσμος από τη Μουσονίτσα να τους ειδοποιήσει.

       Γρήγορα μερικοί δεν μπορούσαν να τη φτάσουν τη φάλαγγα. Ήταν όμως λίγοι και πάλευαν φιλότιμα. Λέω στο Διαμαντή και στο Βερμαίο:
       ― Πάω μπροστά εγώ!
       Ως του Ζήση το Χάνι πήγαμε καλά, κατήφορος ήταν και κουτρουβαλούσαμε. Από κει και πέρα όμως, ως τις Βρίζες, μαρτυρήσαμε. Αφρίσαμε στον ιδρώτα. Στην αρχή πιάστηκαν τα πόδια μας, καίγανε τα στήθια μας από το λαχάνιασμα.
       Ύστερα λιγάκι συνηθίσαμε. Στις Βρίζες επιτέλους ξανασάναμε. Στην Αγια-Τριάδα πήραμε ξανά κατήφορο. Δε σταματήσαμε στιγμή να τρέχουμε. Αναρόχαζε ο τόπος απ’ τη μάχη, χαμηλά αριστερά μας. Κράταγαν λοιπόν τα παλληκάρια! Οι αχοί, σαν άγρια φίδια μέσα από τις ρεματιές, ζώναν από παντού τα βουνά, τινάζονταν ψηλά στα διάσελα.
       Βρήκαμε μπροστά μας τους πρώτους συνδέσμους που μας περίμεναν.
       ― Από δω! Από δω, συναγωνιστές! – μας καλούσαν κι αρχίζανε κι αυτοί να πηλαλάνε δίπλα μας να μας προλαβαίνουν.
       ― Βαστάμε! Βαστάμε! – λέγανε κι αστράφτανετα μάτια τους.
       Η φάλαγγα μ’ αυτό το ξέφρενο πηλαλητό είχε κοπεί, κάμποσα κομμάτια. Φώναζα στους συνδέσμους:
       ― Εσύ εδώ! ώσπου να περάσει όλη η φάλαγγα!...
       Παρακάτω σε άλλον το ίδιο.
       ― Εσύ εδώ!
   Κάναμε και λιγάκι κράτει να φτάσουν οι άλλοι.
       Πέσαμε στην Κορομηλιά στο διάσελοπίσω από τη ράχη του Αετού, εκατό-διακόσια μέτρα μένανε ακόμα ν’ ανεβούμε και θάμασταν στη ράχη πάνω απ’ τα πλευρά των Ιταλών. Βρήκαμε στο διάσελο τέσσερες-πέντε του εφεδρικού, ήταν και ο δάσκαλος της Γκούρας ο Στάθης Αγοριανίτης, διοικητής του εφεδρικού τάγματος της περιοχής. Ήταν ακόμα εκεί κι ο Κώστας ο Κριάρας, πολιτικός του εφεδρικού λόχου Παύλιανης.
       ― Από δω! Από δω! – μας λένε ξαναμμένοι (ο Κριάρας ήξερε καλά το μέρος).
   ― Ε! Πώς πάμε; – τους ρωτάμε.
       ― Πάνω στην ώρα φτάνετε! – μας λένε.
       Έφτανε ολόκληρη η φάλαγγα. Ήρθαν κι ο Βερμαίος με το Διαμαντή. Ξεκινήσαμε αμέσως πάλι.
       
Μόλις πεταχτήκαμε στη ράχη, φαινόταν με μιας η κατάσταση, ας ήταν δασωμένη η πλαγιά, ελατιάς πυκνός. Κάτω και αριστερά μας κράταγε γερά ο Καλλίας. Ίσια κάτω μπροστά μας βροντούσαν τα ιταλικά κανόνια, κακάριζαν βαρειά κι οκνά τα πολυβόλα τους. Μακρυά στο δεξιό μας μάκραινε η πλαγιά, φαινόταν ανάμεσα στα έλατα ένα κομμάτι δρόμος και σουλατσάριζαν πέρα-δώθε ξένοιαστα ιταλοί κρατώντας από τα χαλινάρια μεγάλα μουλάρια ξεφόρτωτα που βοσκούσαν. Τρεις λόχους είχαμε μαζί μας. Και τα αντιαρματικά. Ο ήλιος έφευγε. Ήμουνα μπροστά στη φάλαγγα με το Θησέα. Τρέχαμε πιο πολύ από τους άλλους δυο. Συνεννοηθήκαμε αμέσως. Πήρε εκείνος τον πρώτο λόχο και γρήγορα κάτω και λοξά δεξιά. Άξονας δικός τους ίσια στα μουλάρια εκείνα εκεί κάτω!
       Ώσπου ν’ ανεβεί ο άλλος λόχος έτρεξα κι εγώ μαζί τους στον ακροβολισμό τους. Αραίωναν λιγάκι αυτού τα έλατα και πύκνωνε η άλλη βλάστηση, η χαμηλή. Φώναζα:
       ― Μια-μια ομάδαθα εμπλέκεταιακουμπώντας στα πλευρά των ιταλών. Θησέα, μην αφήσετε δεξιά σας δύναμη ιταλική να μπορεί να σας αναδιπλώσει. Στο αριστερό σας θα ριχτεί άλλος λόχος.
       Τότε ακούσαμε από πίσω μας έντρομες φωνές, ο δάσκαλος ο Αγοριανίτης:
       ― Νικηφόρε! Νικηφόρε! Έχετε το νου σας! Αυτός ο βράχος μπρος σας! Τον έχουνε πιασμένον.
Κύτταξα ανάστατος και χύθηκε με μιας το αίμα στο κεφάλι μου. Πίσω απ’ το βραχάκι αυτό, κατάρραχα, λαγιασμένοι ιταλοί – ούτε εκατό μέτρα μπροστά μας. Ώσπου να το καλοκαταλάβω γέμισε φλογίτσες το βραχάκι και μας θέριζαν.
       ― Αέρααα! – κάνουμε τότε μια, μανιασμένοι οι αντάρτες από το ξαφνικό και καβαλικεύαμε μ’ άγρια οργή τα κέδρα και τα κοντολάτια ίσια πάνω στις φωτιές των ιταλών.
       Και αυτό μας έσωσε! Λάκησαν οι ιταλοί. Τους είδαμε, κατάπινε τις πλάτες τους ο βράχος.
       ― Αέραα! Αέραα! – από πίσω τους κι εμείς (ανακουφισμένοι, η αλήθεια).
       Στάθηκα ξεπνοημένος. Δεν πίστευα τα μάτια μου ότι είχαμε γλυτώσει από τέτοιον κίνδυνο.
       Είμασταν ολωσδιόλου στη διάθεσή τους κι εντελώς ακάλυπτοι. Και ο βράχος, κοφτός, δυσκολοπάτητος από το μέρος μας.
       ― Άει, έλεγα, είχαμε τύχη. Εδώ-δα θα μέναμε απόψε.
       Και γύριζα στον άλλο λόχο που πετιόταν αλέστα κι αυτός στη ράχη. Φτάσανε κι ο Διαμαντής με το Βερμαίο. Οδηγήσαμε τον επόμενο λόχο, ίσια κάτω. Όρμησαν κι αυτοί τον κατήφορο. Είχε ένα μέρος ανοιχτό, χωράφια με καταπράσινο και τρυφερό σιτάρι. Πηδούσαν οι αντάρτες ανάλαφρα, γοργά τους όχτους, τα όπλα τους χερακωμένα δυνατά. Μαζί μ’ αυτό το λόχο κατηφόρισε κι ο Διαμαντής.
       Έφτασε κι ο τρίτος λόχος.
       ― Εσείς, κάτω και αριστερά, συναγωνιστές – είπαμε. ― Το δεξιό σας να κρατάει επαφή με το λόχο δεξιά. Το αριστερό σας, θα ζητήσ’τε επαφή με τον Καλλία. Τον ακούτε; Γρήγορα.
       Κι έφυγαν κι αυτοί. Σ’ όλους είπαμε πού περίπου θα κινείται η διοίκηση.
       Έφτασαν και τα αντιαρματικά. Τάχαν ξεφορτώσει οι λεβέντες της Λοκρίδας στο πίσω διάσελο και τα κουβαλούσαν στους ώμους. Φτάσανε κι αυτοί λαχανιασμένοι , ανυπόμονοι, έκαιγε φωτιά το μάτι τους. Δίπλα μας περίμεναν οι σαλπιγκτές, έτοιμες οι σάλπιγγες. Και πιάσαμε όλοι μαζί να κατεβαίνουμε, μέσα από το ξέφωτο, τα σπαρμένα χωράφια. Είδαν οι αντιαρματικοί τα μουλάρια των ιταλών στο τέλος της φάλαγγας. Λέει ένας τότε:
       ― Να τους καπνίσουμε μερικές εκεί κάτω;
       ― Καπνίστε τους μερικές – είπαμε κι εμείς.
Τα τμήματα είχαν προχωρήσει, δε βλέπαμε πλέον κανέναν, χώθηκαν στο δάσος κάτω από το ξέφωτο.
       Όρμησαν και οι σκοπευτές των αντιαρματικών, πέσανε σε κατάλληλες θέσεις, ετοιμάστηκαν και σκόπευσαν.
       ― Και οι σάλπιγγες! – φωνάζουμε τότε.
       Άρχισαν οι σάλπιγγες, άρχισαν και τα αντιαρματικά. Ένα ιταλικό μουλάρι, τόδαμε διαμελίστηκε στο τέλος της φάλαγγα κι έγινε εκεί μια φοβερή αναστάτωση. Τρέχανε οι φασίστες σκυφτοί, αλαλιασμένοι, να κρυφτούν.
       ― Κεραυνός τους ήρθε! – είπαμε.
       Και τότε ήρθε και σε μας ο κεραυνός. Οι ιταλοί οδηγημένοι από τις σάλπιγγες και τ’ αντιαρματικά, γύρισαν απάνω μας τα ολμίδιά τους. Σκόπευαν στην τύχη, αλλά πέτυχαν καλά. Άρχισαν να πέφτουν γύρω μας βροχή τα βλήματα και σκάγανε σα μανιασμένα. Ριχτήκαμε κάτω και αριστερά να χάσουν το στόχο μας. Οι σάλπιγγες έπαψαν. Και τα αντιαρματικά, γιατί δεν είχαν πλέον στόχο. Μας παρακολουθούσαν όμως τα ολμίδια. Άσχημαείχαμε μπλέξει – άναβε ο τόπος γύρω μας. Μπήκαμε τρέχοντας στα πυκνά έλατα, κάτω και λοξάαριστερά. Τότε οι όλμοι σκάγανε και ψηλά, βρίσκανε στα κλωνάρια των ελατιών, άστραφτε ολούθε φωτιά, πέφταν απάνω μας τα πετσοκομμένα ελατοκλώναρα.
       Τα χρειάστηκα. Είμαστε δέκα-δεκαπέντε εκεί-δα, αδύνατο – έλεγα – να μη χτυπηθεί κάποιος απ’ όλους μας. Ξάφνου τότε βγάζει ένα ωχ! ο Αυγέρης Αυγερόπουλος, της μαχητικής της Γκούρας και τον βλέπουμε, είχε αρπάξει και κρατούσε αγωνιώντας τα σκέλια με τα δυο του χέρια, είχε  χουφτώσει τ’ αχαμνά του κατάχλωμος και σφιγγόταν.
       ― Χτυπήθηκες!... πηδήσαμε κοντά του.
       ― Χτυπήθηκα... – έλεγε αχνά.
       Φάνηκαν αίματα στην γκυλότα του. Τον ξαπλώσαμε και τον ξεκουμπώσαμε.
― Πίσω! Γρήγορα! – είπαμε και τον πήραν μερικοί σηκωτόν κι άρχισαν να ανεβαίνουν στην πλαγιά.
       ― Ορέ, το δαίμονα πού πήγε να τον βρει τον άνθρωπο! – έκαμε με δέος ένας αντάρτης.
       Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε χαμηλά μεγάλος αλαλαγμός, ιαχές, άναψε όλη η πλαγιά μπροστά μας, απ’ άκρη σ’ άκρη και καταλάβαμε, οι λόχοι μας πέφτανε πλέον απάνω στους ιταλούς. Πολύ καλά πηγαίναμε.
       Τότε φύτρωσε ανάμεσά μας κι ο Καλλίας.
       ― Ο Καλλίας! ξεφωνίσανε ενθουσιασμένοι οι αντάρτες.
       Ερχόταν γελαστός και πρόσχαρος. Εμείς, λιγάκι αλαφιασμένοι ακόμα με τα ολμίδια, αυτός τάχε συνηθίσει όλα απ’ το πρωί.
       ― Έλα! Πες μας! Πώς τα πάτε; – τούπαμε.
       ― Καλά τους μπήκατε από δω – είπε αυτός. Δε θα κρατηθούν πολύ τώρα.
       Μιλούσε απλά, σα να ήταν ρυθμισμένα όλα.
       ― Μόνο προσέξτε! Αυτού μπροστά σας – (και μας έδειξε με το σαγόνι του ένα εξογκωμένο πύκνωμα κέδρα και κοντολάτια που από το απάνω μέρος το έζωνε ημικύκλιο άλλο πράσινο χωράφι με σιτάρι). Τόχουν πιάσει, ένα τμήμα, και κάνουν σα λυσσασμένοι.
       ― Πού; Αυτού; – κάμαμε όλοι ταραγμένοι.
       Γιατί ήταν μόνο πενήντα-εβδομήντα μέτρα μπρος μας και πηγαίναμε ίσια απάνω τους. Ευτυχώς ήταν λίγο ανάποδα το μέρος και δε μπορούσαν να μας βάλουν χέρι.
       ― Είχαν βγάλει πλαγιοφυλακή να μας πάρουν απ’ τα πλευρά – μας έλεγε συνέχεια ο Καλλίας –αλλά τους χτυπήσαμε κι έχουν μουλώξει. Είναι όμως σκυλιά.
       Η τύχη μάς τον είχε στείλει εκείνη την ώρα! Ρουθούνι δε θα μέναμε. Παραπάνω ακολουθούσε μια διμοιρία επονίτες εφεδρεία. Τους ειδοποιήσαμε να το ξέρουν και να τους επιτεθούν.
       Είπα και στον Καλλία:
       ― Πάρε πέντε-έξη κι εσύ κι έμπα τους από κάτω. Εμείς θα τους χτυπήσουμε από δω.
       ― Τι λες! – είπε ζωηρά. ― Από πού να πάμε αυτού; Θα μας φάνε όλους!
       Αυτήν ακριβώς τη στιγμή, άκουσαν φαίνεται τις κουβέντες μας κι άρχισαν να μας χτυπάνε. Πέσαμε κάτω στις ρίζες των ελατιών, λεπτοί όμως οι κορμοί τους και δε μας κάλυπταν τελείως. Ο Καλλίας ωστόσο έμεινε ορθός, έπιασε μονάχα με την πλάτη έναν κορμό κι αυτός κι εξακολουθούσε να μας λέει τι έγινε από την αρχή της μάχης.
       ― Δεν είσαι καλά αυτού – του είπα – πέσε κάτω.
       Χαμογέλασε κι έμεινε ορθός κυττάζοντας το φαρμακερό σύδεντρο. Φώναξα τότε όσους από μας είχαν αυτόματα να ρίξουν μερικές ριπές γαζωτά μέσα εκεί. Χειροβομβίδες, δε βοηθούσε το μέρος να ρίξουμε, θα χτυπιόμασταν οι ίδιοι.
       
Τότε βλέπουμε, φάνηκαν οι πρώτοι επονίτες από το απάνω μέρος, βγήκαν ακροβολισμένοι στο χωράφι με το πράσινο σιτάρι. Λίγο αμήχανοι, όμως, μέσα στη γενική βοή δε μπορούσαν να αντιληφθούν καλά τι έχουν μπροστά τους. Σαν οχιές τότε άρχισαν να τους γαζώνουν οι κρυμμένοι εχθροί. Γκρεμίστηκαν με μιας ένα-δυο παιδιά μας. Πάνε οι λεβέντες. Αναστατωθήκαμε, ότι θα γινόταν μακελειό. Οι άλλοι τάχασαν και πέσανε αμέσως κάτω ή τραβήχτηκαν ξανά μέσα στο δάσος. Στείλαμε αμέσως ένα σύνδεσμο  να τους πει να φυλαχτούν και να δοκιμάσουν να τους πάρουν από αριστερώτερα ή να κατεβούν ακόμα χαμηλότερα, ανοιχτά, να τους πάρουν από κάτω.
       Εμείς τραβηχτήκαμε ξανά πιο πίσω και πιάσαμε να κατηφορίζουμε, πίσω απ’ το μεσαίο λόχο μας. Έφυγε και ο Καλλίας να πάει στο λόχο του για την τελική έφοδο. Αλλά δεν ήταν ανάγκη πια. Η εχθρική φάλαγγα είχε κιόλας σκορπίσει κι έφευγαν οι ιταλοί πανικόβλητοι, μπουλούκια-μπουλούκια μέσα στις βαθειές λαγκαδιές και οι δικοί μας να τους κυνηγάνε στο κοντό. Ακούονταν δυνατές και χαρούμενες οι φωνές των δικών μας, συνεννοούνταν μεταξύ τους αποτελειώνοντας τον εχθρό…
   … Η μέρα σωνόταν. Η μάχη είχε σχεδόν πάψει. Πήγαμε στο καθορισμένο μέρος, ανάμεσα Αετό και Αγία Τριάδα. Νύχτωσε όμως στο μεταξύ τελείως, πίσσα θεοσκόταδο μέσα στο πυκνό δάσος… Έπρεπε να βολευτούμε να ξενυχτήσουμε κι ανάψαμε φωτιά. Το μέρος καλά προφυλαγμένο… Φωτίστηκαν τα έλατα ένα γύρω κι από πάνω μας. Σα θόλος εκκλησιάς. Τι συντροφιά τέτοιες ώρες μια φωτιά! Ρίξαμε πρόχειρα λατσούδια κάτω και καθήσαμε…
   …Τότε φτάσανε από κάτω δυο-τρεις μ’ ένα μουλάρι. Είδαν από παρακάτω τη φωτιά κι είπαν «δόξα σοι ο Θεός».
      Όταν έφτασαν κοντά μας και βγήκαν από το σκοτάδι στο φως της φωτιάς ανακαθήσαμε άναυδοι. Απάνω στο μουλάρι είχαν φορτωμένον, ίσιον, κοκκαλωμένον πέρα-δώθε, ένα νεκρό.
       ― Ποιος είναι αυτός; – κάμαμε και σηκωνόμασταν απάνω.
       ― Της μαχητικής ομάδας του Μαυρολιθαριού – είπανε οι συναγωνιστές – Ανδρατσουλάς.
       Θυμήθηκα με μιας τα είκοσι-εικοσιπέντε παλληκάρια που μας φτάναν τρέχοντας από κοντά στο Μαυρολιθάρι…
    Βοηθήσαμε να κατεβάσουμε το νεκρό. Δε μπορείς να το πιστέψεις πόσο φριχτά αλύγιστος γίνεται ο άνθρωπος νεκρός και κρυωμένος. Τον πιάσαμε άλλοι από τα πόδια, άλλοι από το κεφάλι και τους ώμους, τον σηκώσαμε ευλαβικά πάνω απ’ το σαμάρι και τον αποθέσαμε κατόπιν μαλακά κάτω, ένα-δυο μέτρα παραπέρα απ’ τη φωτιά. Αφήσαμε ανοιχτή τη θέση του. Στέριωνε αυτού άλλη μια ανάμνηση της γενηάς μας, άλλο ένα νοερό μνημείο του αγώνα μας.
       Κάθησαν γύρω στη φωτιά και οι συναγωνιστές που τον έφεραν, λιγόλογοι, πικροί και κουρασμένοι. Μας είπαν πού σκοτώθηκε, αν έχει οικογένεια, παιδιά. Ρωτήσαμε και για τη μάχη, μήπως ξέρανε νεώτερα, για άλλους νεκρούς...
       ― Έξη σίγουρα – μας είπαν. ― Τέσσερες επονίτες ψηλά στην πλαγιά σ’ ένα σιτάρι.
       Κυτταχτήκαμε με το Βερμαίο.
       Για τους ιταλούς, –πάνε αυτοί!– μας είπαν. ― Διαλύσανε! Άφησαν και τους όλμους και τα κανόνια τους και πάνε.
       ― Κανόνια! – είπαμε.
       ― Ναι – μας αποκρίθηκαν αυτοί, ήσυχα πάντα – είναι δυο. Ψάχνουν οι δικοί μας μήπως βρουν τα σκοπευτικά τους μηχανήματα.
       ― Δηλαδή; Τι «ψάχνουν να τα βρουν».
       ― Δεν τ’ άφησαν απάνω στα κανόνια οι ιταλοί. Ούτε και των όλμων. Κι ένας δικός μας βρήκε τυχαία το ένα κρυμμένο μέσα στα βράχια κι άρχισαν να ψάχνουν και για τ’ άλλα.
       ― Ιταλοί σκοτωμένοι;– ρωτήσαμε κατόπιν.
       ― Μετρήσαμε 45. Έχουμε και 25 αιχμαλώτους. Τους πήραμε κι ένα ωραίο άλογο. Κι άλλα εικοσιπέντε με τριάντα μεταγωγικά.
       ― Και ολμάκια – είπε ο άλλος – μπόλικα ολμάκια.
       ― Πόσα δηλαδή;
       Δε θυμάμαι πόσα μας είπαν. Σπουδαία νέα όμως!...
       Ξεχάσαμε και το νεκρό. Αλλά λέξη-λέξη τους τα βγάζαμε, με το τσιμπίδι…
   …….
   Χαράματα πεταχτήκαμε στο πόδι και κατηφορίσαμε ξανά για την Παύλιανη. Τώρα κατεβαίναμε αριστερώτερα, ίσια στο χωριό… Περάσαμε κι εμείς τη ρεματιά κι ανεβήκαμε κοντά τους (σ.σ. στους αντάρτες)…
   Πιάσαμε κουβέντα.
       ― Σκοτωθήκανε ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε – άρχισαν να λένε. Ήρθαν ολοζώντανες μπροστά μας οι φυσιογνωμίες τους. Ο μικρός Σεβερίνος Σκούφος, επονίτης από την Ιτιά. Ή μάνα του ή ο πατέρας του (ο ένας απ’ τους δυο) ιταλός. Ήρθαν οι ιταλοί να τον τελειώσουν στην Παύλιανη.
       Ρωτήσαμε για το Διαμαντή.
       ― Κάτω είναι. Παλεύουν με τα λάφυρα – μας είπαν.
       Κατεβήκαμε κι εμείς στο δρόμο και προχωρήσαμε. Ανυπόφορη γινόταν η ζέστα. Γεμάτος ο τόπος ιταλούς σκοτωμένους και πράγματα σκόρπια. Λοιπόν, έχει μια μυρουδιά ο θάνατος. Σα να ξενεύει και να σκληραίνει ο τόπος όπου έγινε το θανατικό. Πεσμένοι σε όλες τις στάσεις οι σκοτωμένοι. Είχαν αρχίσει να μαζεύονται απάνω τους οι μύγες.
       Συναντήσαμε πιο πέρα αντάρτες.
       ― Τους δώσαμε να καταλάβουν! – λέγανε περήφανοι, ξαναμμένοι ακόμα.
       Συναντήσαμε και χωριανούς μου, της μαχητικής ομάδας. Ρώτησα πώς πήγαν.
   ― Όλοι εν τάξει! – αποκρίθηκαν.
       Κι άρχισαν γελώντας να λένε «ο τάδε έτσι, ο τάδε αλλοιώς», γουστόζικα επεισόδια από τη μάχη. Φάνηκαν από πέρα άλλοι αντάρτες. Κουβαλούσαν από πέντε-έξη όπλα ο καθένας τους στον ώμο.
       ― Μπόλικο πράγμα, καπετάνιε! – έλεγαν γελώντας και προχωρούσαν για το χωριό. Ένας μας είπε:
       ― Μην ξεθαρρεύετε με τους σκοτωμένους, μπορεί και να κάνει τον ψόφιο κοριό κανένας.
   Ρωτήσαμε για τα κανόνια. Τάχαν κουβαλήσει, αλλά μόνο από το ένα βρήκαν το σκοπευτικό μηχάνημα.
       ― Πώς τα κουβαλήσατε; – παραξενευτήκαμε.
       ― Τα ψάξαμε από δω, τα ψάξαμε από κει, τα λύσαμε και τα φορτώσαμε. Με είδαν που τους κύτταζα παραξενεμένος.
      ― Όπως-όπως τα φορτώσαμε– είπε ένας παληός στρατιώτης.
       Ανησυχούσα για τα κανόνια. Αν χανόταν ένα κομμάτι ήσαν άχρηστα παληοσίδερα όλα τα υπόλοιπα. Είπα σ’ έναν απ’ αυτούς που κουβαλούσαν τα όπλα.
       ― Να βρεις το Διαμαντή και να τον ρωτήσεις αν έβαλε ειδική ομάδα να φροντίσει για τη μεταφορά των κανονιών. Αν δεν έβαλε, να στείλει αμέσως και να τους ορίσει απολύτως υπεύθυνους…
   Γυρίσαμε για το χωριό. Φαινόταν αντίκρυ το μισό και περισσότερο.
   ― Να εκείνο το σπίτι στην άκρη, δεξιά, βλέπετε πού το τρύπησε η οβίδα; – μας είπε ένας.
   Πραγματικά, το είδαμε. Έχασκε μια στρογγυλή τρύπα στον τοίχο, ψηλά, δίπλα στο ανώγειο παράθυρό του.
   Κόσμος και αντάρτες, πήγαιναν κι έρχονταν. Ο κόσμος φορτωμένοι κουβαλούσαν από τα σπίτια τους τα πράγματά τους γύρω στους λόγγους. Τέλειωναν απ’ αυτό κι έτρεχαν να βοηθήσουν για τα λάφυρα. Είδα τότε ένα κόκκινο άλογο, το πήγαινε καλπασμό ένας αντάρτης.
   ― Τι είναι αυτό; – ρώτησα ξαφνιασμένος.
   ― Χμ – αυτή είναι η Έντα! – είπανε γελώντας οι αντάρτες.
   Την είχαν βαφτίσει κιόλας.
   Ώσπου να φτάσουμε στο χωριό, πλάκωσαν πάλι τα αεροπλάνα. Σα μανιασμένες σφήκες λύσσαγαν πάνω από όλη την περιοχή Παύλιανη – Κουκουβίστα. Κρυβόμαστε να ξεμακρύνει το ένα, έφτανε όμως το άλλο και μας κρατούσαν καθηλωμένους. Έπιασαν οι αντάρτες και βάζανε κλαριά στα κεφάλια τους και προχωρούσαν.
   ― Προσέχετε! – βάλαμε τις φωνές – είναι και οι ίσκιοι μας!
   Τέλος φτάσαμε στο χωριό. Ήταν μισοάδειο. Και τα λάφυρα όλα σχεδόν είχαν φύγει για το Μαυρολιθάρι, εξόν εκείνα που μέναν για τα τμήματα, οπλισμός, προπαντός όλμοι, ολμάκια , σφαίρες και άρβυλα, χιτώνια κ.λ.π. Με τα κανόνια είχα συνέχεια το φόβο ότι δε θάβγαιναν ακέρηα απάνω. Και δε βγήκαν.
   Είχε φτάσει μεσημέρι. Ανταμώσαμε και με το Διαμαντή. Μας είπε πιο υπεύθυνες πληροφορίες για όλα. Σαράντα-σαρανταπέντε λογάριαζε τους σκοτωμένους και 25 ήσαν αιχμάλωτοι. Εμείς είχαμε 6 σκοτωμένους και μερικούς τραυματίες. Τους είχαν ανεβάσει στο δάσος τους τραυματίες, τους είχε αναλάβει η οργάνωση και οι γυναίκες του χωριού. Για τους νεκρούς, βγήκε συνεργείο να τους θάψει.
   Τότε άρχισε ν’ ακούγεται νέα μάχη, μακρυά, προς το μέρος της Κουκουβίστας κι αλαφιαστήκαμε πάλι.
   Ακούγονταν και καθαρά κακαρίσματα οπλοπολυβόλα αγνάντια στα υψώματα της Αγια-Τριάδας, ακούγονταν και βαθειά απαχάσματα όλμοι και πυροβολικό, το πίσω μέρος προς τη μεγάλη ρεματιά της Κουκουβίστας. Βογγούσε σαν αποκαμωμένος ο τόπος.
   Αρχίσαμε να πηγαίνουμε τρέχοντας για όλες τις δουλειές, έπρεπε να τελειώνουμε να προλάβουμε και στην καινούρια εμπλοκή.
   Βραδυάζοντα έφυγαν κι ο Διαμαντής με το Βερμαίο, με την πιο μεγάλη δύναμη. Έφυγαν με τα υλικά και θα φέρναν βόλτα το βουνό στις Βρίζες να βγούνε στην Κουκουβίστα κι αυτοί. Έμεινα πίσω στην Παύλιανη μ’ ένα λόχο.

   Νυχτώνοντας είμασταν έτοιμοι κι εμείς.

===================== "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.