Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

O Γκράμσι και η ρωσική επανάσταση του 1917

Άρθρο του Αλέξανδρου Χρύση
(περιοδικό Διάπλους, τεύχος 23- 2008)

Ι. Αντικείμενο της ανάλυσης που ακολουθεί είναι η κριτική παρουσίαση της στάσης του Antonio Gramsci απέναντι στην επαναστατική διαδικασία που εκτυλίχθηκε στη Ρωσία του 1917. Οφείλω να ομολογήσω ότι, πριν ξεκινήσω τη συγγραφή αυτού του κειμένου, διάβασα με πολλή χαρά, στο τελευταίο τεύχος του Διάπλου, άρθρο του φίλου Costanzo Preve πάνω στο ίδιο ακριβώς θέμα.[1] Η ανάγνωση του άρθρου του Preve όχι μόνο δεν κλόνισε την ήδη ειλημμένη απόφαση για τη δική μου συγγραφική απόπειρα, αλλά ενίσχυσε την πεποίθησή μου ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διαπραγμάτευση ενός συγκεκριμένου θέματος μέσα από λιγότερο ή περισσότερο αποκλίνουσες θεωρητικές προσεγγίσεις. Θαρρώ ότι μόνον έτσι εμπλουτίζεται ουσιαστικά ο προβληματισμός μας και καλλιεργείται μια κουλτούρα άμεσου ή έμμεσου διαλόγου σε σημαντικά ή ακόμη και δευτερεύοντα ζητήματα της επαναστατικής θεωρίας και πράξης. ...
Οι γραμμές που ακολουθούν δε συνιστούν, πάντως, ευθεία απάντηση ή ανταλλαγή επιχειρημάτων ανάμεσα στο γράφοντα και στον Preve. Με αυτή την έννοια, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι διεκδικώ την αυτοτέλεια της παρούσας συμβολής απέναντι σε εκείνη του Preve, ενώ στον αναγνώστη απομένει η δυνατότητα μιας ενδεχόμενης συγκριτικής προσέγγισης των δύο άρθρων με αντικείμενο τον τρόπο, με τον οποίο ο Gramsci διάβασε το επαναστατικό συμβάν του 1917 στη δυναμική της ανάπτυξής του. Από την πλευρά μου, αρκούμαι να διευκρινίσω εξαρχής ότι, αν και συμφωνώ με τη γενική μεθοδολογική αρχή που επικαλείται ο Preve αναφερόμενος στη μέθοδο ανάγνωσης της ρωσικής επανάστασης του 1917 από τον ίδιο τον Gramsci, αρχή σύμφωνα με την οποία «πρέπει να περνάει το ‘πνεύμα’ μπροστά από το ‘γράμμα’ των κειμένων»,[2] δεν παύω να θεωρώ κρίσιμη τη σημασία του ‘γράμματος’ στη συνάφειά του προς το ‘πνεύμα’, έτσι ακριβώς όπως επιτάσσει η διαλεκτική μορφής και περιεχομένου. Είναι αυτή, ακριβώς, η σημασία του γράμματος στη διαλεκτική συνάρτησή της προς το πνεύμα των κειμένων, που επιβάλλει από την πρώτη στιγμή τη σαφή οριοθέτηση των πηγών, από τις οποίες καλείται ο ερευνητής να αντλήσει τα στοιχεία, με βάση τα οποία θα διαμορφώσει την εκτίμησή του για το επίδικο αντικείμενο. Και από αυτό το σημείο, ξεκινώ την προσέγγιση του θέματός μου.

ΙΙ. Δεν είναι ο Gramsci των Τετραδίων της Φυλακής, ο θεωρούμενος, πλέον, ώριμος μαρξιστής Gramsci, αλλά εκείνος της περιόδου 1916-1920, ο μαχητικός κομμουνιστής αρθρογράφος του Grido del Popolo, του Avanti!, της Ordine Nuovo, ένας μαρξιστής εν τω γίγνεσθαι, αυτός που αξιολογεί και αποτιμά ‘εν θερμώ’ την επαναστατική διαδικασία στην παγωμένη και φλεγόμενη ταυτόχρονα Ρωσία του ’17. Όχι ότι ο Gramsci των Τετραδίων της Φυλακής θεωρεί δευτερεύουσας σημασίας τον προσδιορισμό της κοινωνικής και ιδεολογικής ταυτότητας της ρωσικής επανάστασης. Είναι, ωστόσο, κατασταλαγμένος όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα. Με διάφορες αφορμές έρχεται και επανέρχεται στην αποτίμηση του επαναστατικού συμβάντος. Λαμβάνει, για παράδειγμα, υπόψη τις ιδιοτυπίες της επαναστατικής διαδικασίας στην Ανατολή, όπου το κράτος ήταν το παν και η κοινωνία των πολιτών τίποτε, προκειμένου να προσδιορίσει τη δέουσα επαναστατική στρατηγική στη Δύση, όπου η σχέση κράτους και κοινωνίας των πολιτών είναι ουσιαστικά αντίστροφη προς εκείνη της Ανατολής. Η άμεση και ‘επί του πεδίου’ γνωριμία του με τις ιδέες και την πράξη των μπολσεβίκων και του ίδιου του Λένιν, με την πολιτική της Γ! Διεθνούς και τη συγκρότηση των κομμουνιστικών κομμάτων ανά την Ευρώπη, έχουν γειώσει πλέον τις θεωρητικές επεξεργασίες και τις πολιτικές εκτιμήσεις του Gramsci στο έδαφος του μαρξισμού, στο έδαφος της λενινιστικής θεωρίας της επανάστασης, του κράτους και του κόμματος, με τρόπο σαφώς πιο στέρεο, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργικό, σε σχέση προς τα χρόνια της επαναστατικής νιότης του.

Και όμως, παραμένει γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Gramsci των Τετραδίων της Φυλακής δε θα μιλήσει ποτέ ξανά με τον άμεσο, το βιωματικό τρόπο που μιλά για τη ρωσική επανάσταση στα πολιτικά κείμενά του της περιόδου 1916-1920. Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σε μια κρίσιμη μεθοδολογική, αλλά, σε τελική ανάλυση, και πολιτική ασυμμετρία, την οποία δε δικαιούμαστε να αγνοούμε. Ο Gramsci που διατυπώνει με ευθύ και άμεσο τρόπο τη γνώμη, τις θέσεις του για τη Ρωσία του ’17 δεν έχει ωριμάσει, από μαρξιστική άποψη, θεωρητικά και πολιτικά. Αντιθέτως, ο ήδη διαμορφωμένος μαρξιστής Gramsci είναι αυτός, που αντιμετωπίζει τη ρωσική επανάσταση ως μέσο, ως δεδομένο σημείο αναφοράς για τις ανάγκες της στρατηγικής και τακτικής του σύγχρονου Ηγεμόνα στις συνθήκες της Δυτικής Ευρώπης.

Στη βάση μιας τέτοιας οριοθέτησης, μπορώ πλέον να θέσω το ερώτημα: ποια σημασία μπορεί να έχει στο πλαίσιο μιας σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας της επανάστασης, ο τρόπος με τον οποίο ο νεαρός Gramsci αντιμετώπισε τα επαναστατικά δρώμενα στη Ρωσία του ’17; Καταρχάς, η ανάγνωση της ρωσικής επανάστασης από τον νεαρό ιταλό κομμουνιστή αποκαλύπτει τη σχέση συνέχειας και ασυνέχειας στην πορεία ολοκλήρωσης μιας γκραμσιανής θεωρίας της επανάστασης. Σχολαστικό θέμα, θα μπορούσε κάποιος να αντιλέξει. Όχι ακριβώς! Από διαλεκτική άποψη, το σφάλμα αποτελεί ‘στιγμή’, βαθμίδα μέσα στο γίγνεσθαι της αλήθειας. Και όχι μόνον αυτό. Ποιος βεβαιώνει άραγε ότι ένα γκραμσιανό σφάλμα δεν μπορεί, μέσα από την πολλαπλή ανάγνωση και επεξεργασία του, να αποδειχθεί πολύ πιο γόνιμο για μια σύγχρονη θεωρία της επανάστασης από πολλές θεωρούμενες επαναστατικές ‘αλήθειες’ της εποχής μας; Και, τέλος, ποιος μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να αμφισβητήσει, ότι η μετατόπιση του ίδιου του Gramsci από τις αρχικές θέσεις και εκτιμήσεις του, εν προκειμένω από αυτές που αφορούν τη ρωσική επανάσταση του ’17, δεν έχει κάτι σημαντικό να μας υποδείξει για την αναγκαιότητα μιας δικής μας αναμέτρησης με τα δικά μας λάθη, τις δικές μας αστοχίες και, κυρίως, τις δικές μας ‘βεβαιότητες’; Ας προσεγγίσουμε, συνεπώς, στα όρια που μας αναλογούν, την ανάγνωση της ρωσικής επανάστασης από το νεαρό Gramsci.


ΙΙΙ. Με ενθουσιασμό ανάλογο εκείνου, που, ως ένδειξη της ηθικής καταβολής η οποία χαρακτηρίζει το ανθρώπινο γένος, αναγνώριζε ο Immanuel Kant στον εξ αποστάσεως παρατηρητή της γαλλικής επανάστασης του 1789,[3] θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι υποδέχεται ο Antonio Gramsci τη ρωσική επανάσταση του 1917. Λίγες μόνο μέρες μετά τη διατύπωση των Θέσεων του Απρίλη από τον Λένιν, ο Gramsci, σε άρθρο του με τίτλο «Σημειώσεις για τη ρωσική επανάσταση», το οποίο δημοσιεύεται με την υπογραφή A.G. στις 29 Απριλίου 1917 στο Il Grido del Popolo, αναδεικνύοντας το ερώτημα: «Γιατί η ρωσική επανάσταση είναι προλεταριακή;», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο επαναστατικός χαρακτήρας των διαδικασιών, που εκτυλίσσονται στη Ρωσία εκείνες τις μέρες, προκύπτει από το γεγονός ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατεξοχήν ηθική πράξη, δηλαδή μια αλυσίδα σκόπιμων και συνειδητών από την πλευρά του συλλογικού υποκειμένου ενεργειών, ενεργειών που κατατείνουν όχι σε μια απλή αντικατάσταση μιας εξουσίας από μια άλλη, αλλά στη ριζική αλλαγή ενός τρόπου ζωής στο σύνολό του.

«Ξέρουμε ότι η επανάσταση έγινε από προλετάριους […]. Μα αρκεί να γίνει μια επανάσταση από προλετάριους, για να είναι η επανάσταση προλεταριακή; […]

Είναι αναγκαίο να αποδειχθεί η επαναστατική πράξη, εκτός από φαινόμενο εξουσίας και εθιμικό φαινόμενο, να αποδειχθεί ηθική πράξη.»[4]

Και από την άποψη αυτή, συγκλονιστική προβάλλει και αποτυπώνεται στη συνείδηση του νεαρού κομμουνιστή η αναγγελία της είδησης για την απελευθέρωση των κρατουμένων, των καταδίκων του κοινού ποινικού δικαίου, από τις φυλακές της τσαρικής Ρωσίας χάρη στην δυναμική παρέμβαση των επαναστατών:

«Οι επαναστάτες δε φοβήθηκαν να αφήσουν ελεύθερους ανθρώπους, που η αστική δικαιοσύνη σημάδεψε με το επονείδιστο στίγμα του μιάσματος, που η αστική επιστήμη ταξινόμησε στους διάφορους τύπους των εγκληματιών υποδίκων. Μόνο σε μια ατμόσφαιρα κοινωνικού πάθους μπορεί να συμβεί ένα τέτοιο γεγονός, όταν το έθιμο έχει αλλάξει, όταν η κυρίαρχη νοοτροπία έχει αλλάξει. Η ελευθερία κάνει τους ανθρώπους ελεύθερους, πλαταίνει τον ηθικό ορίζοντα, κάνει το χειρότερο κακοποιό κάτω από ένα αυταρχικό καθεστώς, μάρτυρα του καθήκοντος, ήρωα. […]

Είναι αυτό το πιο καταπληκτικό φαινόμενο, που ποτέ δεν παρήγαγε ανθρώπινο έργο. Ο άνθρωπος που ήταν κοινός κακοποιός, έγινε, στη ρωσική επανάσταση, ο άνθρωπος που ο Εμανουέλε Καντ, ο θεωρητικός της απόλυτης ηθικής είχε κηρύξει, ο άνθρωπος που λέει: απεραντοσύνη του ουρανού έξω από μένα, η προσταγή της συνείδησής μου μέσα μου. Είναι η απελευθέρωση των πνευμάτων, αποκατάσταση μιας νέας ηθικής συνείδησης, που μας αποκαλύπτουν αυτές οι μικρές ειδήσεις. Είναι η άφιξη μιας νέας τάξης πραγμάτων, που συμπίπτει με όλο αυτό που οι δάσκαλοι μας είχαν διδάξει.»[5]

Χωρίς αμφιβολία, ο νεαρός αντι-γιακωβίνος Gramsci[6] υποδέχεται με ενθουσιασμό εκείνη τη συλλογική εμπειρία που δείχνει να αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σύμφωνα με την κατηγορική προσταγή του συγγραφέα των Θεμελίων της Μεταφυσικής των Ηθών, δηλαδή ως αυταξία, ως (αυτό)σκοπό και ποτέ μόνον ως μέσο. Αυτό αποτελεί ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό ως επαναστατικής της διαδικασίας που εκτυλίσσεται στο ρωσικό έδαφος. Σε τελική ανάλυση, όλα κρίνονται με γνώμονα την ανάδειξη ενός ριζικά διαφορετικού προς τον καπιταλιστικό τρόπου ζωής, όλα αξιολογούνται με ρυθμιστική αρχή τη διαμόρφωση μιας κοινότητας ελεύθερων προσωπικοτήτων και όχι μια τυπική αλλαγή του μηχανισμού και της τεχνικής άσκησης της εξουσίας. Υπάρχει σε αυτή τη νεανική γκραμσιανή θεώρηση της ρωσικής επανάστασης η προσφυγή σε ένα κανονιστικό ιδεώδες, η αναγωγή σε ένα υψηλό ιδανικό, σημάδι μιας ιδεαλιστικά ακόμη νοούμενης ηθικής, που εμπεριέχει, ωστόσο, μια κατά πολύ μεγαλύτερη ανατρεπτική ισχύ από εκείνη των άψυχων θεωρητικών κατασκευών ενός μηχανιστικού και εξελικτικού υλισμού, όπως αυτός των οικονομιστών της ΙΙ Διεθνούς.

Είναι εναντίον αυτών των άκαμπτων δογματικών σχημάτων, που θα στρέψει τα βέλη της κριτικής του ο Gramsci στο πολυσυζητημένο άρθρο του «Η επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο», δημοσιευμένο στο Avanti! με την υπογραφή Antonio Gramsci στις 24 Νοεμβρίου 1917. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παρερμηνείες της συγκεκριμένης επαναστατικής διαδικασίας,[7] παρερμηνεία που έδωσε τη δυνατότητα σε σωρεία αντιπαραθέσεων με κρίσιμο θεωρητικό και πολιτικό περιεχόμενο ανάμεσα σε επιμέρους ρεύματα και υποστηρικτές της ίδιας της ρωσικής επανάστασης ανά την Ευρώπη και μέχρι τις μέρες μας.

Προκειμένου να τηρήσω την αρχική μεθοδολογική δέσμευσή μου, να παρακολουθήσω δηλαδή το πνεύμα των κειμένων στη διαλεκτική συνάφειά τους με το γράμμα τους, ας επιτρέψει ο αναγνώστης την καταγραφή του κρισιμότερου, κατά τη γνώμη μου, αποσπάσματος του συγκεκριμένου άρθρου, πριν προχωρήσω στην αξιολόγηση του γκραμσιανού επιχειρήματος, που περικλείεται στις γραμμές του:

«Η επανάσταση των μπολσεβίκων υλοποιήθηκε με ιδεολογίες παρά με γεγονότα. (Γι’ αυτό κατά βάθος λίγο μας ενδιαφέρει να ξέρουμε περισσότερα από όσα ξέρουμε). Είναι η επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο του Κάρολου Μαρξ. Το Κεφάλαιο του Μαρξ ήταν στη Ρωσία το βιβλίο των αστών περισσότερο από ότι των προλετάριων. Ήταν η κριτική απόδειξη της αναπόφευκτης αναγκαιότητας να σχηματιστεί μια αστική τάξη στη Ρωσία, να αρχίσει μια καπιταλιστική εποχή, να ανορθωθεί ένας πολιτισμός δυτικού τύπου, πριν να μπορέσει το προλεταριάτο ούτε καν να σκεφτεί την εξέγερσή του, τις ταξικές του διεκδικήσεις, την επανάστασή του. Τα γεγονότα ξεπέρασαν τις ιδεολογίες. Τα γεγονότα έκαναν να εκραγούν τα κριτικά σχήματα μέσα στα οποία η ιστορία της Ρωσίας θα έπρεπε να εξελιχθεί σύμφωνα με τους κανόνες του ιστορικού υλισμού. Οι μπολσεβίκοι απαρνούμενοι τον Κάρολο Μαρξ αποδεικνύουν με τη μαρτυρία της αναπτυσσόμενης δράσης, των πραγματοποιημένων κατακτήσεων, ότι οι κανόνες του ιστορικού υλισμού δεν είναι τόσο σιδερένιοι όσο θα μπορούσαμε να σκεφτούμε και σκεφτήκαμε.

Ωστόσο, […], αν οι μπολσεβίκοι απαρνιούνται μερικές διαπιστώσεις του Κεφαλαίου δεν απαρνούνται την ενυπάρχουσα ζωογόνα σκέψη. Αυτοί δεν είναι ‘μαρξιστές’ εδώ είναι όλο. Δε συνέθεσαν πάνω στο έργο του Δάσκαλου μια εξωτερική διδασκαλία δογματικών και ασυζήτητων διαπιστώσεων. Ζουν τη μαρξιστική σκέψη, εκείνη που δεν πεθαίνει ποτέ, που είναι η συνέχιση της ιταλικής και γερμανικής ιδεαλιστικής σκέψης με θετικιστικά και φυσιοκρατικά επιθέματα που έχει δεχθεί ο Μαρξ. Και αυτή η σκέψη τοποθετεί πάντα ως μέγιστο παράγοντα της ιστορίας όχι τα οικονομικά γεγονότα, ωμά, αλλά τον άνθρωπο, αλλά τις κοινωνίες των ανθρώπων, των ανθρώπων που πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, αλληλοκατανοούνται, αναπτύσσουν διαμέσου αυτών των επαφών (πολιτισμός) μια κοινωνική συλλογική θέληση και κατανοούν τα οικονομικά γεγονότα και τα κρίνουν, τα προσαρμόζουν στη θέλησή τους μέχρι που αυτή γίνεται η κινητήρια δύναμη της οικονομίας, η πλαστουργός της αντικειμενικής πραγματικότητας, που ζει και κινείται και αποκτά χαρακτήρα λάβας σε αναβρασμό που μπορεί να διοχετευτεί όπου αρέσει στη θέληση, όπως αρέσει στη θέληση.»[8]

Σπεύδω να διατυπώσω τη θέση μου με όσο το δυνατό σαφέστερο τρόπο, και με επίγνωση μιας ενδεχόμενης αντίδρασης και κριτικής από φανατικούς υποστηρικτές του Gramsci, που, κατά τη γνώμη μου, υπερασπιζόμενοι το συγκεκριμένο γκραμσιανό επιχείρημα δεν μπορούν παρά να βρεθούν πολύ μακριά τόσο από τη μαρξική, όσο και από την ώριμη γκραμσιανή θεωρία, ακόμη και αν αυτό δεν είναι στις προθέσεις του.

Δε χωρεί αμφιβολία ότι, υποστηρίζοντας την επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο, ο ιταλός κομμουνιστής έχει, αρχικά, απέναντί του το λεγόμενο μαρξισμό της Β! Διεθνούς. Αλλά όχι μόνον αυτόν. Τοποθετεί στο στόχαστρο της κριτικής του τον ίδιο τον Marx ή, τουλάχιστον, μια εκδοχή του, την οποία αυτός κατασκευάζει με τα ελλιπή, αν μη τι άλλο, βιβλιογραφικά υλικά, που έχει στη διάθεσή του εκείνες τις κρίσιμες ώρες.[9]

Ο νεαρός Gramsci είναι σαφής: οι μπολσεβίκοι «απαρνούμενοι τον Κάρολο Μαρξ», αποδεικνύουν ότι «οι κανόνες του ιστορικού υλισμού δεν είναι τόσο σιδερένιοι όσο θα μπορούσαμε να σκεφτούμε και σκεφτήκαμε.» Αλλά είναι εξίσου σαφής και στη γενική εκτίμησή του για τη μαρξιστική σκέψη των μπολσεβίκων: η σκέψη αυτή, ισχυρίζεται, αποτελεί συνέχεια της ιταλικής και γερμανικής ιδεαλιστικής σκέψης «με θετικιστικά και φυσιοκρατικά επιθέματα που έχει δεχθεί από τον Marx.»! Πώς είναι δυνατόν μια τέτοια θέση να θεωρείται ότι στρέφεται αποκλειστικά εναντίον του μαρξισμού της Β! Διεθνούς;[10]

Ο επαναστατικός βιταλισμός του νεαρού Gramsci αποτελεί, ασφαλώς, άμεση συνέπεια της εσφαλμένης εκτίμησής του για τη σχέση συνέχειας του μαρξισμού των μπολσεβίκων προς την ιδεαλιστική φιλοσοφική παράδοση ή κάποιες, έστω, εκδοχές της. Ταυτόχρονα, η σχηματική αντιπαράθεση ζωής και επιστήμης -αντιπαράθεση στο πλαίσιο της οποίας, όπως θα υποστήριζε ίσως ένας Μπακούνιν ή ένας Nietzsche, η επιστήμη ισοδυναμεί με το θάνατο-[11] λειτουργεί ως το εννοιολογικό εργαλείο, με το οποίο ο γκραμσιανός λόγος επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει το μήνυμα της ρωσικής επανάστασης του ’17.

Ας μου επιτραπεί λοιπόν η προκλητική διατύπωση ενός διλήμματος, που δεν μπορεί να αποφύγει όποιος θέλει να μιλάει ως κομμουνιστής (και) στις αρχές του 21ου αιώνα: ή με το νεαρό Gramsci ή με τον Marx! Το γράμμα του γκραμσιανού κειμένου προδίδει το πνεύμα του. Στην προσπάθειά του να συγκρουστεί με τον οικονομισμό, ο μαχόμενος κομμουνιστής Antonio Gramsci αρνείται όχι απλά μια εκδοχή ή παρερμηνεία του ιστορικού υλισμού, αλλά την ίδια την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, όπως την είχε συλλάβει και διατυπώσει ο Karl Marx.


ΙV. Και όμως! Αυτή η άρνηση της μαρξικής υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας, άρνηση που αποτυπώνεται, επιμένω, στις πρώτες ερμηνευτικές απόπειρες της ρωσικής επανάστασης του 1917 από την πλευρά του ιταλού επαναστάτη διανοούμενου, δεν έμελλε να διαρκέσει επί μακρόν. Και δεν παραπέμπω, εν προκειμένω, στο μαρξιστικό θεωρητικό θησαυρό, που μας παρέδωσε ο Antonio Gramsci με τα Τετράδια της Φυλακής. Δεν παραπέμπω καν στις βιωματικές και πολιτικές εμπειρίες, που σημάδεψαν αναμφίβολα τον μετέπειτα ηγέτη του ΙΚΚ διαμέσου της συμμετοχής του στις διαδικασίες της Γ! Διεθνούς και της διετούς παραμονής (1922-1923) στο ρωσικό έδαφος, όπου εκτυλίσσεται η επαναστατική διαδικασία.

Η διαλεκτική υπέρβαση του ιδεαλιστικού παρελθόντος, η επαναστατική διόρθωση αυτής της θεωρητικής και πολιτικής στάσης, που χαρακτήρισα με τον όρο ‘επαναστατικός βιταλισμός’, εκτιμώ ότι ξεκινά αρκετά πιο πριν, από τα μέσα περίπου του 1918, διαμέσου της συνεχούς και ανανεούμενης επιστροφής του Gramsci στην ερμηνεία των γεγονότων και της δυναμικής της ρωσικής επανάστασης. Τοποθετώ συμβατικά το βατήρα αυτής της εκκίνησης στο άρθρο του κομμουνιστή επαναστάτη «Ο δικός μας Marx», δημοσιευμένο χωρίς υπογραφή στις 4 Μαΐου 1918 στο Il Grido del Popolo.[12] Είναι σε αυτό το κείμενο, που ο Gramsci, δεν αρκείται στην αντίστιξη του δικού του Marx προς το μαρξισμό της Β! Διεθνούς, αλλά προτείνει την αμφίσημη οριοθέτηση του μαρξικού έργου αφενός μεν απέναντι στον ‘ηρωικό ρομαντισμό’ του Carlyle και αφετέρου απέναντι στο ‘βιολογικό θετικισμό’ του Spencer.[13]

Αν και σε αυτό το άρθρο, ο Gramsci εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι με τον Marx «η ιστορία συνεχίζει να είναι κυριαρχία των ιδεών, του πνεύματος, της συνειδητής δραστηριότητας μεμονωμένων ή συνεργαζομένων ατόμων», ωστόσο σπεύδει, πλέον να διευκρινίσει ότι «η υπόσταση [αυτών των ιδεών] βρίσκεται στην οικονομία, στην πρακτική δραστηριότητα, στα συστήματα και στις σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής. Η ιστορία σαν γεγονός είναι καθαρή πρακτική δραστηριότητα (οικονομική και ηθική). Μια ιδέα πραγματοποιείται όχι στο βαθμό που είναι λογικά συνεπής με την καθαρή αλήθεια, με την καθαρή ανθρώπινη φύση (που υπάρχει μόνο ως πρόγραμμα, ως γενικός ηθικός σκοπός των ανθρώπων), αλλά στο βαθμό που βρίσκει στην οικονομική πραγματικότητα την αιτιολογία της, το εργαλείο για να καταξιωθεί. Για να γνωρίσουμε με ακρίβεια ποιοι είναι οι ιστορικοί σκοποί μιας χώρας, μιας κοινωνίας, μιας ομάδας, πρώτα απ’ όλα ενδιαφέρει να γίνει γνωστό ποια είναι τα συστήματα και οι σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής εκείνης της χώρας, εκείνης της κοινωνίας.»[14]

Αυτή η υλιστική μετατόπιση του Gramsci στο πεδίο της θεωρίας, αυτή η απομάκρυνση από τις ιδεαλιστικές θεωρίες ενός Croce, ενός Gentile, ενός Sorel, δεν μπορεί παρά να βρει την ομόλογη εφαρμογή της στην ερμηνευτική προσέγγιση της ρωσικής επανάστασης από την πλευρά του ιταλού στοχαστή. Και την βρίσκει! Πράγματι, σε σειρά άρθρων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από το δεύτερο εξάμηνο του 1918 και καθ’ όλη τη διάρκεια του 1919 η οπτική, μέσα από την οποία αντιμετωπίζει ο Gramsci την επαναστατική δυναμική στη Ρωσία του ’17, αλλάζει ουσιαστικά. Αναφέρω ενδεικτικά το άρθρο Ουτοπία, δημοσιευμένο στις 25 Ιουλίου 1918 στο Avanti!, όπου εξαίρεται ο ρεαλισμός των ρώσων επαναστατών, αλλά και το κατά τι μεταγενέστερο άρθρο με τίτλο «Το έργο του Λένιν», με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1918, όπου ο Gramsci αντιπαραθέτει με τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο τον ουτοπικό ιδεαλισμό και ανθρωπισμό της παρ’ ολίγον δολοφόνου του Λένιν, Καπλάν, με τον επαναστατικό ρεαλισμό του ηγέτη των μπολσεβίκων:

«Στο επεισόδιο [της απόπειρας εναντίον της ζωής του Λένιν] βρίσκεται όλο το δράμα της ρωσικής επανάστασης. Ο Λένιν είναι ο ψυχρός μελετητής της ιστορικής πραγματικότητας, που τείνει οργανικά να χτίσει μια νέα κοινωνία σε βάσεις στέρεες και διαρκείς, σύμφωνα με τα διδάγματα της μαρξιστικής αντίληψης. Είναι ο επαναστάτης που χτίζει χωρίς να δημιουργεί μανιώδεις αυταπάτες, υπακούοντας στη λογική και στη φρόνηση. Η Ντόρα Καπλάν ήταν μια ανθρωπίστρια, μια ουτοπίστρια, μια πνευματική κόρη του γαλλικού γιακωβινισμού, που πιστεύει ότι σοσιαλισμός σημαίνει άμεση ειρήνη ανάμεσα στους ανθρώπους, ειδυλλιακός παράδεισος χαράς και αγάπης, που δεν κατανοεί πόσο περίπλοκη είναι η κοινωνία και πόσο δύσκολο το έργο των επαναστατών μόλις γίνουν χειριστές της κοινωνικής ευθύνης.»[15]

Συμπεραίνω και συνοψίζω:

Ένα περίπου χρόνο μετά τη συγγραφή των «Σημειώσεων για τη ρωσική επανάσταση» και της «Επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο», ο Antonio Gramsci αρχίζει να ξεκαθαρίζει, και μάλιστα με γρήγορους ρυθμούς τους λογαριασμούς του με τη μέχρι τότε ιδεαλιστική συνείδησή του. Στο δίλημμα «ή με το νεαρό Gramsci ή με τον Marx», ο ιταλός κομμουνιστής κλίνει, ολοένα και καθαρότερα, προς την πλευρά του Marx και της υλιστικής θεωρίας του για την επανάσταση, όπως την υιοθετούν και την προωθούν στα πρώτα δύσκολα χρόνια της ρωσικής εμπειρίας οι μπολσεβίκοι επαναστάτες.


V. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, δικαιούμαι, θαρρώ, αντί επιλόγου, να θέσω ένα ερώτημα, που, αν και φαινομενικά παραπέμπει τον ανώνυμο αποδέκτη του στο πεδίο της θεωρητικής αναζήτησης, έχει ουσιαστικά πολιτικό χαρακτήρα:

Αν ο νεαρός Antonio Gramsci μετακινήθηκε με τόσο γοργούς ρυθμούς από τον ιδεαλισμό του «Η επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο» προς τη συγκρότηση μιας υλιστικής, μιας μαρξιστικής αντίληψης της Ιστορίας, σε ποιους θα μπορούσε να προσφέρει επιχειρήματα εκείνη η νεανική ανάγνωση της ρωσικής επανάστασης του ’17, που ο ίδιος έσπευσε να διορθώσει;

Δε χρειάζεται να διεκδικεί κανείς τον, έτσι κι αλλιώς, φαύλο ρόλο του φύλακα μιας ‘μαρξιστικής ορθοδοξίας’, για να αντιληφθεί ποια σημασία μπορεί να έχει στους δίσεκτους καιρούς που διανύουμε, η ταύτιση της επαναστατικής θεωρίας του Marx με την οικονομιστική καρικατούρα της, ή η δήθεν διάσωσή της κάτω από το δηλητηριώδη μανδύα του ιδεαλισμού, του ιδεαλισμού που δεν έπαψε να αναδύεται ισχυρότερος στο σαθρό έδαφος της καπιταλιστικής κοινωνίας, κάθε φορά που το ρεύμα της επανάστασης υποχωρεί. Ο υποψιασμένος αναγνώστης μπορεί, θαρρώ, εύκολα να βγάλει τα συμπεράσματά του, μελετώντας τα λάθη του Gramsci του ’17 με αφετηρία το μαρξιστικό πλούτο των γκραμσιανών Τετραδίων της Φυλακής, έναν πλούτο που, αφού προηγουμένως έγινε αντικείμενο ιδεολογικής εκμετάλλευσης από ευρωκομμουνιστική κατεύθυνση, λεηλατείται τόσο ανάλγητα στις μέρες μας από τους πανεπιστημιακούς των ‘cultural studies’ και τους θεωρητικούς εκπροσώπους του μεταμοντέρνου.

-------------------------

Σημειώσεις

1. Κοστάντζο Πρέβε, «Ο Αντόνιο Γκράμσι και η ρωσική επανάσταση του 1917. Ένα ιστορικό και φιλοσοφικό μάθημα πάντα επίκαιρο», Διάπλους, τεύχος 22(Οκτώβριος-Νοέμβριος 2007), σσ.20-26.

2. Ο.π., σ.20.

3. Kant, “[Πάλι το ζήτημα] αν το ανθρώπινο γένος βρίσκεται σε σταθερή πρόοδο προς το καλύτερο”, όπως περιλαμβάνεται στο Kant, Δοκίμια, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1971, σσ.184-195.

4. «Σημειώσεις για τη ρωσική επανάσταση» (29.4.1917), όπως περιλαμβάνεται στη συλλογή Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, Εκδόσεις «Στοχαστής», Αθήνα 1982, σσ.121-122.

5. Ο.π., σσ.124-125.

6. Οι προδιαγραφές έκτασης αυτού του άρθρου δεν επιτρέπουν την ανάλυση του αντι-γιακωβινισμού του νεαρού Gramsci. Προκειμένου, πάντως, να γίνει σαφές στον αναγνώστη το περιεχόμενο του νεανικού γκραμσιανού αντι-γιακωβινισμού, παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τις «Σημειώσεις για τη ρωσική επανάσταση», ο.π., σσ.122-123: «Η ρωσική επανάσταση αγνόησε το γιακωβινισμό […] Ο γιακωβινισμός είναι φαινόμενο καθαρά αστικό: χαρακτηρίζει την αστική επανάσταση στη Γαλλία. […] Γιατί οι ρώσοι επαναστάτες δεν είναι γιακωβίνοι, δηλαδή δεν αντικατέστησαν τη δικτατορία του ενός με τη δικτατορία μιας μειοψηφίας τολμηρής και αποφασιστικής για όλα, προκειμένου να επιτευχθεί ο θρίαμβος του προγράμματός της; Γιατί αυτοί δεν ακολουθούν ένα ιδανικό που είναι μόνο των λίγων […]. Οι επαναστάτες σοσιαλιστές δεν μπορεί να είναι γιακωβίνοι.»

7. Όπως ορθά επισημαίνει ο Luciano Gruppi, στην κλασική πλέον μελέτη του Η έννοια της ηγεμονίας στον Γκράμσι, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1977, σ.63, «πρέπει να πάρουμε υπόψη μας πόσο λίγα πράγματα μπορούσαν να ξέρουν τότε στην Ιταλία για την οχτωβριανή επανάσταση, όχι μόνο λόγω της απόστασης της Ρωσίας, αλλά εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης και της λογοκρισίας.» Κινούμενος στην ίδια κατεύθυνση, ο Alistair Davidson, στο “Gramsci and Lenin”, The Socialist Register 1974, pp.125-150, ιδίως pp.128-129, μας πληροφορεί ότι τη βασική πηγή πληροφόρησης του Avanti! και του Gramsci, εκείνη την περίοδο, αποτελούσαν οι αναφορές του προσκείμενου στους σοσιαλεπαναστάτες του Τσερνόφ ρώσου μετανάστη Σουχόμλιν.

8. «Η επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο» (24.11.1917), όπως περιλαμβάνεται στη συλλογή Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ο.π., σσ.143-145.

9. Όπως μας πληροφορεί ο Davidson, ο.π., p.126, περί το 1917, ο Gramsci είχε διαβάσει, από το σύνολο του μαρξικού έργου, μόνο την Αγία Οικογένεια, την Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία και τη Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας.

Ας λάβει υπόψη του ο αναγνώστης ότι ο νεαρός επαναστάτης αγνοούσε προφανώς, εκτός των άλλων, την αλληλογραφία του Marx με τους ρώσους λαϊκιστές για την επαναστατική σημασία της ρωσικής κομμούνας, αλλά και τη μαρξική θέση για τη δυνατότητα ρωσικής επανάστασης, που θα μπορούσε να «αποτελέσει το σύνθημα για μια προλεταριακή επανάσταση στη Δύση, έτσι που οι δυο μαζί να συμπληρώνουν η μία την άλλη, [οπότε] η τωρινή ρωσική κοινή ιδιοκτησία της γης [να] μπορεί να χρησιμεύσει για μια κομμουνιστική εξέλιξη.» (Από τον πρόλογο των Marx και Ενγκελς στη ρωσική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, με ημερομηνία 21.1.1882, όπως περιλαμβάνεται στην έκδοση του έργου από τις Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2004, σσ.12-13.)

10. Η γενικότερη ιδεαλιστική τάση του νεαρού Gramsci, που υπηρετεί αρχικά, αλλά όχι αποκλειστικά, τις ανάγκες της κριτικής εναντίον των οικονομιστών, αποτυπώνεται, μεταξύ πολλών άλλων, και στο εξής απόσπασμα από το άρθρο του «Οι ρώσοι μαξιμαλιστές» (28.7.1917), όπως περιλαμβάνεται στη συλλογή Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ο.π., σ.130: «[Ο Λένιν] και οι μπολσεβίκοι σύντροφοί του είναι πεισμένοι ότι κάθε στιγμή είναι δυνατή η πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Είναι θρεμμένοι με την μαρξιστική σκέψη. Είναι επαναστάτες, όχι εξελικτικιστές. Και η επαναστατική σκέψη αρνείται το χρόνο ως συντελεστή προόδου.» (η έμφαση δική μου)

11. Βλ., για παράδειγμα, τις διατυπώσεις του Μιχαήλ Μπακούνιν στο έργο του Θεός και Κράτος, αλλά και του Friedrich Nietzsche στο δεύτερο από τους Παράκαιρους Στοχασμούς του

12. Σε αντίθεση με τη μετατόπιση του νεαρού Gramsci, όπως την οριοθετώ και προτείνω σε αυτό το σημείο, η Maria-Antonietta Macchiochi, , Pour Gramsci, Éditions du Seuil, Paris 1974, p.56, αντιμετωπίζει ενιαία τα γκραμσιανά άρθρα «Η επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο» και «Ο δικός μας Marx». Από την πλευρά της, η Christine Buci-Glucksmann, στην πυκνή μελέτη της Ο Γκράμσι και το κράτος, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σσ.161-162, τοποθετεί τη ‘στιγμή’ της μετατόπισης στο άρθρο «Το έργο του Λένιν», και πάντως μέσα στο 1918, δηλαδή πολύ κοντά στο σημείο, που και προσωπικά υποστηρίζω. Αλλά και ο François Ricci, επιμελητής του τόμου των Éditions Sociales, Gramsci dans le texte, τοποθετεί τη γκραμσιανή μετατόπιση μέσα στο 1918, προτείνοντας ως κείμενο-αφετηρία το άρθρο «Εσχάτη προδοσία», δημοσιευμένο στο Avanti!, με ημερομηνία 3.1.1918.

13. «Ο δικός μας Μαρξ», (4.5.1918), όπως περιλαμβάνεται στη συλλογή Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ο.π., σ.191.

14. Ο.π., σσ.192-193.

15. «Το έργο του Λένιν», (14.9.1918), όπως περιλαμβάνεται στη συλλογή Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ο.π., σσ.251-252.

16.  Άρθρο του Αλέξανδρου Χρύση
 
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.