Σχετικό: Οδυσσέας Ελύτης: Τα -Ρ- του έρωτα (1972)
Το Μονόγραμμα είναι το αγαπημένο μου ποίημα...
Αφήγηση: Stelios Weigand-Erotikos 9.48
Για πολλούς, "Το Μονόγραμμα" του Οδυσσέα Ελύτη είναι ένα
από τα πιο ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ.
Άμεσο, συγκινητικό, βαθιά τρυφερό και ερωτικό, το Μονόγραμμα είναι ένα από αυτά τα ποιήματα που κάθε φορά έχουν κάτι καινούριο να πούν, κάτι νέο να μας δείξουν. Αν το διαβάσετε σε διαφορετικές εποχές, ανάλογα με την ψυχική και συναισθηματική σας διάθεση θα σας αγγίξει διαφορετικά.
Το Μονόγραμμα έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης κατά τη διαμονή του στο Παρίσι (1969-1971). Το ποίημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά την Άνοιξη του 1971 στις Βρυξέλλες σε χειρόγραφη μορφή. Στην Ελλάδα τυπώθηκε το φθινόπωρο του 1972.
----------------------------------------------------------
Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο
Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου. ...
II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα "πίστεψέ με" και τα "μη"
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.
III
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.
V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας
Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί
Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!
VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
------------------------------------------------------
Οδυσσέας Ελύτης: Τα ρω του έρωτα (1972)
ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
1. Αρχή του κόσμου πράσινη
Η φωτογραφία είναι από εδώ:
http://eranistis.net/wordpress/2014/07/08/οδυσσέας-ελύτης-τα-ρω-του-έρωτα-1972/
Το Μονόγραμμα είναι το αγαπημένο μου ποίημα...
Αφήγηση: Stelios Weigand-Erotikos 9.48
Για πολλούς, "Το Μονόγραμμα" του Οδυσσέα Ελύτη είναι ένα
από τα πιο ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ.
Άμεσο, συγκινητικό, βαθιά τρυφερό και ερωτικό, το Μονόγραμμα είναι ένα από αυτά τα ποιήματα που κάθε φορά έχουν κάτι καινούριο να πούν, κάτι νέο να μας δείξουν. Αν το διαβάσετε σε διαφορετικές εποχές, ανάλογα με την ψυχική και συναισθηματική σας διάθεση θα σας αγγίξει διαφορετικά.
Το Μονόγραμμα έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης κατά τη διαμονή του στο Παρίσι (1969-1971). Το ποίημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά την Άνοιξη του 1971 στις Βρυξέλλες σε χειρόγραφη μορφή. Στην Ελλάδα τυπώθηκε το φθινόπωρο του 1972.
----------------------------------------------------------
Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο
Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου. ...
II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα "πίστεψέ με" και τα "μη"
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.
III
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.
V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας
Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί
Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!
VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
------------------------------------------------------
Οδυσσέας Ελύτης: Τα ρω του έρωτα (1972)
Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε
ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα
λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό.
Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βα-
στάει στη ζωή. Γι΄ αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γρά-
ψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλ-
λιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά, και από κει και πέ-
ρα το λόγο έχουν αυτοί που θα τ’ ακούσουν. Λένε πως το είδος έχει
ορισμένους κανόνες. Δεν τους ξέρω και, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκα
ή δεν μπόρεσα να τους ακολουθήσω. Δουλεύει ο καθένας όπως
νοιώθει. Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές
όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λό-
για, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν.
ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
ΜΑΡΙΝΑ
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω
λουίζα και βασιλικό
λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω
και τι να πρωτοθυμηθώ
και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια
των Αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ’ αστέρια
και το πηγάδι το βαθύ
και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα
στην άλλη ν άκρη τ’ ουρανού
στην άλλη ν άκρη τ’ ουρανού
Και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα
σαν αδελφή του Αυγερινού
σαν αδελφή του Αυγερινού
Μαρίνα πράσινό μου αστέρι
Μαρίνα φως του Αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού.
και κρίνο του καλοκαιριού.
ΤΑ ΕΛΛΗΝΑΚΙΑ
Τον Μάρτη περικάλεσα
και τον μικρό Νοέμβρη
Τον Αύγουστο τον φεγγερό
κακό να μη μας έβρει
κακό να μη μας έβρει
Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά
είμαστε δυο Ελληνάκια
είμαστε δυο Ελληνάκια
Μες στα γαλάζια πέλαγα
και στ’ άσπρα συννεφάκια
Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά
κι η αγάπη μας μεγάλη
κι η αγάπη μας μεγάλη
Που αν τη χωρέσουμε απ’ τη μια
περσεύει από την άλλη
περσεύει από την άλλη
Κύματα σύρετε ζερβά
κι εσείς τα σύννεφα δεξιά
Φάληρο με Περαία
Φάληρο με Περαία
μια γαλανή σημαία.
Η ΜΑΓΙΑ
Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ’ απ’ τους ουρανούς περνά
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά:
Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
-Καλά. Πως είναι τα παιδιά;
-Καλά. Πως είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά
τα τρώει τ’ αγιάζι κι η ερημιά
-Γι’ αυτό πικραίνεσαι Κυρά
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
-Ευχαριστώ μα ‘ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά
-Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή
Λάμπουνε γύρω τα βουνά
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ’ αποχαιρετά.
φεύγει και μ’ αποχαιρετά.
ΤΑ ‘ΔΑΤΕ ΤΑ ΜΑΘΑΤΕ
Ήταν μια θεία θέληση
κι ενός αγίου τάμα
κι ενός αγίου τάμα
Εμείς οι δυο να σμίξουμε
και να γενεί το θάμα:
και να γενεί το θάμα:
Οι βάρκες ν’ ανεβαίνουνε
ως τα ψηλά μπαλκόνια
ως τα ψηλά μπαλκόνια
Κι οι ορτανσίες να πετούν
καθώς τα χελιδόνια
καθώς τα χελιδόνια
Ν’ ανάβουν οι άγιοι κερί
στη χάρη των δυονώ μας
Και τα ψαράκια να φυλούν
την άκρη των ποδιών μας
την άκρη των ποδιών μας
Όλος ο κόσμος ν’ απορεί
μωρέ τι να ‘ν’ και τούτο
Με το μπουζούκι να λαλεί
και το μικρό λαγούτο:
Με το μπουζούκι να λαλεί
και το μικρό λαγούτο:
-Τα ‘δατε τα μάθατε
μια αγάπη που εγεννήθη
Άνθρωπος δεν την κατελεί
κι ο Άδης ενικήθη.
Άνθρωπος δεν την κατελεί
κι ο Άδης ενικήθη.
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΟΡΙΑ
Του μικρού Βοριά παράγγειλα
να ‘ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα
και στο παραθυράκι
Γιατί στο σπίτι που αγρυπνώ
η αγάπη μου πεθαίνει
Και μες στα δάκρυα την κοιτώ
Και μες στα δάκρυα την κοιτώ
που μόλις ανασαίνει
Με πιάνει το παράπονο
γιατί στον κόσμο αυτόνα
Τα καλοκαίρια τα ‘χασα
Τα καλοκαίρια τα ‘χασα
κι έφτασα στο χειμώνα
Σαν το καράβι που άνοιξε
τ’ άρμενα κι αλαργεύει
θωρώ να χάνονται οι στεριές
θωρώ να χάνονται οι στεριές
κι ο κόσμος λιγοστεύει
Γεια σας περβόλια γεια σας ρεματιές
γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.
γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.
ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
στου γιασεμιού την ευωδιά
Στων φύλλων το μουρμουρητό
στων άστρων τον χρυσό γιαλό
Οι άνθρωποι μ’ αρνήθηκαν
κανείς δε μου σιμώνει
κανείς δε μου σιμώνει
Μόνο μου κάνει συντροφιά
της νύχτας το τριζόνι:
της νύχτας το τριζόνι:
-Έννοια σου λέει έννοια σου
κι εγώ είμαι δω κοντά σου
Για συντροφιά στην έγνοια σου
και για παρηγοριά σου
Για συντροφιά στην έγνοια σου
και για παρηγοριά σου
Τρι και τρι τρι και τρι
τι πικρή που ‘ναι η ζωή
Τι γλυκιά και τι πικρή
τρι και τρι και τρι και τρι
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
στων Αρχαγγέλων τη σκιά
Στην ερημιά του φεγγαριού
στο κυματάκι του γιαλού
στο κυματάκι του γιαλού
Τι να ‘φταιξα της μοίρας μου
κι έτσι με φαρμακώνει
κι έτσι με φαρμακώνει
Μονάχα μου αποκρίνεται
της νύχτας το τριζόνι:
της νύχτας το τριζόνι:
-Είμαι μικρό πολύ μικρό
μα ‘ναι ο Θεός μεγάλος
Αυτό ποτέ δε θα σ’ το πω
μήτε κανένας άλλος
Αυτό ποτέ δε θα σ’ το πω
μήτε κανένας άλλος
Τρι και τρι τρι και τρι
τι πικρή που ‘ναι η ζωή
Τι γλυκιά και τι πικρή
τρι και τρι και τρι και τρι.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΥΡΟ ΚΑΙ ΤΖΙΑ
Ανάμεσα Σύρο και Τζια
μικρή φυτρώνει νεραντζιά
η μικρή μου η κοπελιά
η μικρή μου η κοπελιά
Πόχει τις ρίζες στο βυθό
και τα κλαδιά στον ουρανό
το κορίτσι που αγαπώ
το κορίτσι που αγαπώ
Πλάσμα δεν είναι ανθρωπινό
δεν είναι μήτε ξωτικό
το κορίτσι που αγαπώ
δεν είναι μήτε ξωτικό
το κορίτσι που αγαπώ
Μα ‘χει τον ήλιο φορεσιά
τα κύματα περπατηξιά
η μικρή μου η Παναγιά
τα κύματα περπατηξιά
η μικρή μου η Παναγιά
Χάιντε νύφη της θαλάσσης
τι φαμίλιες θα χαλάσεις
τι φαμίλιες θα χαλάσεις
Νύφη μέσα στα μπουγάζια
με τα πέπλα τα γαλάζια
με τα πέπλα τα γαλάζια
Άνεμος να μη σε πιάσει
λούλουδο μη σου χαλάσει
Κι αν γενεί ποτέ το θάμα
κι αγαπήσεις κάνω τάμα
Να σου στείλω μια μπρατσέρα
με τον Πολικόν Αστέρα.
με τον Πολικόν Αστέρα.
ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
Μια φορά στα χίλια χρόνια
του πελάγου τα τελώνια
Μες στα σκοτεινά τα φύκια
Μες στα σκοτεινά τα φύκια
μες στα πράσινα χαλίκια
Το φυτεύουνε και βγαίνει
Το φυτεύουνε και βγαίνει
πριν ο ήλιος ανατείλει
Το μαγεύουνε και βγαίνει
Το μαγεύουνε και βγαίνει
το θαλασσινό τριφύλλι
Κι όποιος το ‘βρει δεν πεθαίνει
κι όποιος το ‘βρει δεν πεθαίνει
κι όποιος το ‘βρει δεν πεθαίνει
Μια φορά στα χίλια χρόνια
κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
μόνο λένε μόνο λένε:
-Μια φορά στα χίλια χρόνια
-Μια φορά στα χίλια χρόνια
γίνεται η αγάπη αιώνια
Να ‘χεις τύχη να ‘χεις τύχη
Να ‘χεις τύχη να ‘χεις τύχη
κι η χρονιά να σου πετύχει
Κι από τ’ ουρανού τα μέρη
την αγάπη να σου φέρει
την αγάπη να σου φέρει
Το θαλασσινό τριφύλλι
ποιος θα βρει να μου το στείλει
Ποιος θα βρει να μου το στείλει
Ποιος θα βρει να μου το στείλει
το θαλασσινό τριφύλλι.
ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ
Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της
Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες
κι έβγαιναν οι Γοργόνες
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι ‘ όλ’ αποκρίνονταν μαζί:
-Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.
ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ
Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη
και πικρή Σαρακοστή
και πικρή Σαρακοστή
Βάζω πλώρη και κατάρτι
και γυρεύω ένα νησί
που δε βρίσκεται στο χάρτη
και γυρεύω ένα νησί
που δε βρίσκεται στο χάρτη
Το κρατάνε στον αέρα
τέσσερα χρυσά πουλιά
Δε γνωρίζεις εκεί πέρα
Δε γνωρίζεις εκεί πέρα
ούτε κλέφτη ούτε φονιά
ούτε μάνα και πατέρα
ούτε μάνα και πατέρα
Τα λουλούδια μεγαλώνουν
κάθε νύχτα τρεις οργιές
κάθε νύχτα τρεις οργιές
Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν
και τα δέντρα στις πλαγιές
σαν καβούρια σκαρφαλώνουν
σαν καβούρια σκαρφαλώνουν
Μες στης ερημιάς τ’ αγέρι
όλ’ αγιάζουνε μεμιάς
Πιάνεις του Θεού το χέρι
Πιάνεις του Θεού το χέρι
και στα κύματα ακουμπάς
σαν αγριοπεριστέρι
Γεια σας έχτρες γεια σας μίση
και γινάτι καθενός
Άμα βρεις το ερημονήσι
Άμα βρεις το ερημονήσι
όλα τ’ άλλα είναι καπνός
Μια φορά να το ‘χεις ζήσει.
Μια φορά να το ‘χεις ζήσει.
ΝΤΟΥΚΟΥ ΝΤΟΥΚΟΥ ΜΗΧΑΝΑΚΙ
Σκίζει η πλώρη τα νερά
κι αντηχάνε τα βουνά
κι αντηχάνε τα βουνά
Ντούκου ντούκου μηχανάκι
ντούκου το παλιό μεράκι
ντούκου το παλιό μεράκι
Τρίτη Πέμπτη και Σαββάτο
μες στης θάλασσας τον πάτο
Ποιος θα ρίξει ποιος θα πάρει
τ’ ασημένιο το φεγγάρι
τ’ ασημένιο το φεγγάρι
και Δευτέρα και Τετάρτη
ποιος θ’ ανέβει στο κατάρτι
Κι άχου την Παρασκευή
ποιος θα κάτσει στο κουπί
Βρε παπά το θυμιατό σου
γύρισέ το κατά δω
Και με το βασιλικό σου
Και με το βασιλικό σου
ράντισε μας το νερό
Να ‘βγουν και να περπατήσουν
σαν κορίτσια οι νεραντζιές
σαν κορίτσια οι νεραντζιές
Κι όλ’ οι άντρες ν’ αγαπήσουν
μια και δυο και τρεις φορές
μια και δυο και τρεις φορές
Χάιντε χάιντε βρε παιδιά
πάμε στην Αγια-Μαρίνα
Πάμε στην Αγια-Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
Η ΕΛΕΝΗ
Σήκωνε το κλουβί
μια δω μια κει
κι ο ήλιος πήγαινε απ’ την άλλη
ν’ ανάψει τ’ όμορφο κεφάλι
ν’ ανάψει τ’ όμορφο κεφάλι
Μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή
Φώναζε στην αυλή
ψι ψι, ψι ψι
κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
μέσ’ απ’ τα μάτια της να πάρει
μέσ’ απ’ τα μάτια της να πάρει
Ψι ψι, ψι ψι
την αστραπή τους τη χρυσή
Πήγαινε ν’ ανεβεί
σκαλί σκαλί
την αγκαλιά ρούχα γεμάτη
κι έλεγαν οι αγγέλοι να τη
κι έλεγαν οι αγγέλοι να τη
Σκαλί σκαλί
την πιο μικρή μας αδερφή
Κάτασπρο γιασεμί
και μυ- και μυ-
και μυστικέ μου Αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
Και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί.
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Κάθε πρωί όπου ξυπνώ
τρέχω στην πόρτα και κοιτώ
Τρίτη Κυριακή Δευτέρα
κι άλλη μια χαμένη μέρα
Πάνε κι έρχονται ολοένα
τα βαπόρια και τα τρένα
τα βαπόρια και τα τρένα
Ταχυδρόμε ανάθεμα σε
μόνο εμένα δε θυμάσαι
Πιάνει ο κόσμος περιστέρια
κι εγώ μένω μ’ άδεια χέρια
κι εγώ μένω μ’ άδεια χέρια
-Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις
άδικα μην περιμένεις
άδικα μην περιμένεις
Δε σου το ‘χουνε γραμμένο
κι αν σου το ‘χουν πάει άλλου
Άλλος μένει εκεί που μένεις
και το δίνουνε αυτουνού
και το δίνουνε αυτουνού
Ίσως να ‘ναι και σταλμένο
σ’ άνθρωπο του φεγγαριού
Ή και παραπεταμένο
σε μιαν άκρη τ’ ουρανού.
ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΟΚΟΡΙΤΣΟ
Εκεί στης Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσώ
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
Μωρέ του λέω που ‘ν’ το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ’ αγόρι σου;
-Αγόρι εγώ δεν έχω μου αποκρίνεται
βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται
Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
ξανανεβαίνει κι απ’ τη βάρκα πιάνεται
Θε μου συχώρεσέ μου σκύβω για να δω
κι ένα φιλί μου δίνει το παλιόπαιδο
κι ένα φιλί μου δίνει το παλιόπαιδο
Σαν λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε
-Χάιντε μωρό μου ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
Η ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΣΑ
Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα
που’ κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα
που’ κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα
Βρήκα τα φρούτα που ‘χε το πανέρι της
το δαχτυλίδι που ‘πεσε απ’ το χέρι της
το δαχτυλίδι που ‘πεσε απ’ το χέρι της
Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της
τις ρόδες το τιμόνι το πεντάλι της
τις ρόδες το τιμόνι το πεντάλι της
Βρήκα τη ζώνη της βρήκα σε μιαν άκρη
μια πέτρα διάφανη που ‘μοιαζε με δάκρυ
Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα
κι έλεγα που ‘ναι που ‘ναι η ποδηλάτισσα
Την είδα να περνά πάνω απ’ τα κύματα
την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα
την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα
Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα τ’ αχνάρια της
στους ουρανούς άναψαν τα φανάρια της.
Η ΤΕΛΕΤΗ
Σύννεφο σύννεφο που πάς
είδα και πέρασε παπάς
είδα και πέρασε παπάς
Δίχως το καλημαύχι του
κι είχε σταυρό στη ράχη του
Τις ξέρω αυτές τις μυρωδιές
τα γιούλια και τις πασχαλιές
Τις ρόδες που ακουστήκανε
Τις ρόδες που ακουστήκανε
κι οι ξώπορτες κλειστήκανε
Συννέφιασε συννέφιασε
κι έτσι ο Θεός μας έφιασε
Στους έρωτες και στους καιρούς
ν’ αφήνουμε μικρούς σταυρούς.
ν’ αφήνουμε μικρούς σταυρούς.
ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ
Έπεσα για να κολυμπήσω
κι άφησα την καρδιά μου πίσω
Άφησα την καρδιά μου χάμω
σαν το κοχύλι μες στην άμμο
Πέρασαν όλες οι κοπέλες
με τα μαγιό και τις ομπρέλες
Ύστερα πέρασαν οι φίλοι
κανείς δε βρήκε το κοχύλι
Χρόνους και χρόνους κολυμπάω
που να ‘ν’ η αγάπη για να πάω
που να ‘ν’ η αγάπη για να πάω
Έφαγε η θάλασσα το βράχο
κι έμεινε το νησί μονάχο.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ
Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ
που ‘ναι το μαύρο σπίτι το ακατοίκητο
Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή
μες στον αέρα πιάνω
Μια κοριτσίστικη φωνή
Μια κοριτσίστικη φωνή
κι ένα σκοπό στο πιάνο
Μαρία και Βασιλική
χλωμή σαν Παναγίτσα
Με την νταντέλα τη λευκή
Με την νταντέλα τη λευκή
και τη χρυσή καρφίτσα
Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα
σ’ άλλους καιρούς μπορεί και ν’ αγαπήθηκα.
ΣΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΠΑΡΑΓΚΑ
Φθινόπωρο και πάλι μου γυρίζει ο νους
στην ξύλινη παράγκα με τους αίλανθους
Στον Φίλιπ και στην Άννα και στην Αιρήν
που ‘ρχονταν κάθε χρόνο απ’ το Αμπερντήν
Κορίτσι κοριτσάκι που για χάρη του
είχε τσακίσει ο ήλιος το κοντάρι του
Το σήκωσε το πήγε πάνω απ’ τα βουνά
κρατούσε ένα ματσάκι από κυκλάμινα
Έγινε κάτι λάθος μες στα ριζικά
στους ουρανούς δεν ήξεραν εγγλέζικα
Χτύπησε μια μικρή καμπάνα ντιν ντιν ντιν
στην ξύλινη παράγκα και στο Αμπερντήν.
ΣΟΥ ΤΟ ‘ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Σου το ‘πα για τα σύννεφα
σου το ‘πα για τα μάτια τα κλαμένα
για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας
πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα
Στα φανερά και στα κρυφά
σου το ‘πα για τα σύννεφα
Για σένα και για μένα
Για σένα και για μένα
Σου το ‘πα με τα κύματα
σου το ‘πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα
με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
Ψιθυριστά και φωναχτά
σου το ‘πα με τα κύματα
Σου το ‘πα μες στη νύχτα
Σου το ‘πα μες στη νύχτα
Σου το ‘πα τα μεσάνυχτα
σου το ‘πα τη στιγμή που δε μιλούσες
που με το νου μου λίγο μόνο σ’ άγγιζα
κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
που με το νου μου λίγο μόνο σ’ άγγιζα
κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά
σου το ‘πα τα μεσάνυχτα
Με τ’ άστρα που κοιτούσες.
Με τ’ άστρα που κοιτούσες.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα
το λόγο δεν αθέτησα
Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε
Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα ‘κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου
Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα
Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.
Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΛΕΙΔΙ
– Εσείς του κόσμου οι σοφοί
για δώστε απόκριση σωστή:
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
-Ένα κορί- ένα κορί-
ένα κορίτσι το ‘χει
Κι όποιος κι αν το παρακαλεί
όχι του λέει όχι
Κι όποιος κι αν το παρακαλεί
όχι του λέει όχι
Βρε κορίτσι βρε κορίτσι μια ζωή την έχουμε
άνοιξε μας άνοιξε μας άλλο δεν αντέχουμε
άνοιξε μας άνοιξε μας άλλο δεν αντέχουμε
Μάγισσες ρίχτε τα χαρτιά
και μελετήστε τα καλά:
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
Ένα κορί- ένα κορί-
ένα κορίτσι το ‘χει
Κι όποιος κι αν το παρακαλεί
όχι του λέει όχι
Κι όποιος κι αν το παρακαλεί
όχι του λέει όχι
Βρε κορίτσι βρε κορίτσι θα μας φάει η άβυσσο
άνοιξε μας άνοιξε μας λίγο τον Παράδεισο.
άνοιξε μας άνοιξε μας λίγο τον Παράδεισο.
Ο ΓΛΑΡΟΣ
Στο κύμα πάει να κοιμηθεί
δεν έχει τι να φοβηθεί
δεν έχει τι να φοβηθεί
Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
γλάρος είναι και πηγαίνει
γλάρος είναι και πηγαίνει
Από πόλεμο δεν ξέρει
ούτε τι θα πει μαχαίρι
Ο Θεός του ‘δωκε φύκια
και χρωματιστά χαλίκια
Αχ αλί κι αλίμονο μας
μες στον κόσμο το δικό μας
Δε μυρίζουνε τα φύκια
Δε μυρίζουνε τα φύκια
δε γυαλίζουν τα χαλίκια
Χίλιοι δυο παραφυλάνε
σε κοιτάν και δε μιλάνε
Είσαι σήμερα μονάρχης
κι ώσαμ’ αύριο δεν υπάρχεις.
ΤΥΧΗ
Λάμπει τ’ ασημί του σπάρου
μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως
το τραγούδι της Σαπφώς
Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου
μες στην άσπρη κάμαρα μου
Κωπηλάτες του θανάτου
να ‘χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε
Να με πάτε να με πάτε
σαν νησάκι που κοιμάται
Και βουές γεμίζει μόνον
στους αιώνες των αιώνων.
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
απ’ την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν’ ανάψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν’ ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΠΑΧΑΝ
Μισοφέγγαρο ασημί
βγαίνει μες στο γιασεμί
Τα κορίτσια το κοιτάν
απ’ τους κήπους του Ισπαχάν
Κι ένας άγγελος με γένια
στέκει πάνω στα μπεντένια:
Τέτοια νύχτα ποιος κοιμάται
το Θεό δεν τον φοβάται;
το Θεό δεν τον φοβάται;
Άγγελε τι μας το λες
φέρε κόκκινες στολές
Να γίνουμε τα μαμούδια
πάνω στα χρυσά λουλούδια
Ράντισέ μας όνειρο
το γαριφαλόνερο
το γαριφαλόνερο
Να γεμίσουμε τη λύπη
από κείνο που μας λείπει
Κάνε τη στερνή τη χάρη
του γερο – περιβολάρη
του γερο – περιβολάρη
και του απαρηγόρητου
να ‘ρθει πια το αγόρι του
Γέρνει ο κήπος με το πλάι
μες στους ουρανούς και πάει
Με το φως επανωφόρι
στέκει ο άγγελος στην πλώρη:
-Κοιμηθείτε κοιμηθείτε
το Θεό παντού θα βρείτε
Στο κρεβάτι και στον τάφο
Στο κρεβάτι και στον τάφο
σας το γράφω σας το γράφω
Μισοφέγγαρο ασημί
γέρνει μες στο γιασεμί
Τραγουδάνε και το παν
τα κορίτσια του Ισπαχάν.
ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
Άντρας δεν είναι ούτε γυναίκα
ούτε μας έρχεται απ’ τη Μέκκα
Είναι παιδί μελαχρινό
μας έρχεται απ’ τον ουρανό
Κι έχει τα πλούτη του εδωπέρα
στη γης και στο χρυσόν αέρα
στη γης και στο χρυσόν αέρα
Έχει μια θάλασσα με φάρους
που ανάβουν μόνο για τους γλάρους
Έχει εκκλησιές που τις πηγαίνει
όπου του λεν οι πικραμένοι
όπου του λεν οι πικραμένοι
Κι ένα λαγωνικό που πιάνει
τις έγνοιες πάνω στο ταβάνι
Κανείς δεν ξέρει πως τον λένε
μια του γελούνε μια του κλαίνε
Και πότε ζει πότε πεθαίνει
πότε τους άλλους ανασταίνει
Τις αλυσίδες όλες σπάει
και μ’ ανοιχτές φτερούγες πάει.
Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
Το επάγγελμα μου το εξασκώ
στο Κάιρο και στη Δαμασκό
στο Κάιρο και στη Δαμασκό
Χρόνους εννιά και πλέον
σαν ένας χαμαιλέων
σαν ένας χαμαιλέων
Πρωί πρωί χαράματα
κόβω απ’ τον ήλιο γράμματα
Στη γλώσσα που διαβάζουνε
Στη γλώσσα που διαβάζουνε
οι αγράμματοι και αγιάζουνε
Κατά τις έντεκα παρά
το στήνω μες στην Αγορά
Πουλάω φως ουράνιο
Πουλάω φως ουράνιο
στίχους απ’ το Κοράνιο
Πουλάω τ’ όχι και το ναι
κι όσα ποτέ δεν είδανε
κι όσα ποτέ δεν είδανε
Στη Λεϊλά στη Λεϊλέ
πουλάω το ροζ και το βιολέ
Στο τζαμί την ώρα που ‘ναι
οι πιστοί και προσκυνούνε
Κάνω κι έρχονται από πέρα
τα ουρί μες στον αέρα
τα ουρί μες στον αέρα
Μια στιγμή στο δειλινό
ρίχνω χρώμα γαλανό
Ύστερα πάνω απ’ τα κάστρα
πάω να καρφώσω τ’ άστρα
Ύστερα πάνω απ’ τα κάστρα
πάω να καρφώσω τ’ άστρα
Δεν είμαι Μωαμεθανός
ούτε και ανήκω κανενός
Σ’ όσους και να πάω τόπους
ίδιους βρίσκω τους ανθρώπους
Το επάγγελμα μου το εξασκώ
στο Κάιρο και στη Δαμασκό
Χρόνους εννιά και πλέον
σαν ένας χαμαιλέων.
σαν ένας χαμαιλέων.
ΟΙ ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΤΑ ΓΑΤΙΑ
Χάιντε-χα δυο παλιογατιά
χάιντε-χα πάνε για καβγά
Χάιντε-χα μ’ αγριοκοιτάνε
χάιντε-χα κι όλο με φυσάνε
Ψουτ τους κάνω και σταματούν
την ουρά τους μόνο κουνούν
την ουρά τους μόνο κουνούν
Φουφ τους κάνω και φουφουλιάζω
βγάζω νύχι και καμπουριάζω
βγάζω νύχι και καμπουριάζω
Χάιντε-χα και σας έφαγα
χάιντε-χα ενιαούρισα
χάιντε-χα ενιαούρισα
Χάιντε-χα το τοιχίο πηδάμε
χάιντε-χα και τρεχοκοπάμε
Τα στριμώχνω σε μια γωνιά
μου πατάνε μια δαγκωνιά
μου πατάνε μια δαγκωνιά
Τη μικρή την ξεμοναχιάζω
μες στα δυο μου πόδια τη βάζω
Χάιντε-χα τι γλυκιά βραδιά
χάιντε-χα που ‘ν’ εδώ ψηλά
Χάιντε-χα βγήκε το φεγγάρι
χάιντε-χα κι έχουμε Γενάρη.
Η ΤΑΡΑΤΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
α’
Στα σύρματα μπουγάδες απλωμένες
φέγγουν οι τοίχοι φέγγουνε οι αντένες
Αύγουστο μήνα μέσα στο φεγγάρι
παν οι ταράτσες παν χωρίς βαρκάρη
Κάπου σε μια κουζίνα πλένουν πιάτα
μυρίζει ψάρι και αγγουροσαλάτα
μυρίζει ψάρι και αγγουροσαλάτα
Κι ένας ψηλός αντίκρυ από μια σκάλα
με το τσιγάρο του κάνει σινιάλα
με το τσιγάρο του κάνει σινιάλα
Ελάτε άγγελοι ώρα σας να βγείτε
με τα δικά σας κιάλια να μας δείτε
Να δείτε που φυλάγω καραούλι
σκαρφαλωμένος πάνω στο πεζούλι.
β’
Όπα και να σου – μέσα στο σκοτάδι
ένα παρά – παράθυρο που ανάβει:
ένα παρά – παράθυρο που ανάβει:
Βλέπω βιβλία βλέπω ένα κομμάτι
απ’ τον καθρέφτη βλέπω το κρεβάτι
και στα σεντόνια μισοξαπλωμένο
ένα κορίτσι – πως το περιμένω!
ένα κορίτσι – πως το περιμένω!
Κάθε που το ‘να γόνατο σηκώνει
μια μυρωδιά κανέλας με λιγώνει
Και κάθε που το χέρι του γυρίζει
στο μέρος που σγουραίνει και μαυρίζει
Με παίρνει τ’ αεράκι και πηγαίνω
στου Παραδείσου τα περβόλια μπαίνω.
ΤΟ «ΤΕΤΡΑΔΙΟΝ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ»
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι προβλήματα
όλα τα πυθαγόρεια θεωρήματα
Τα θαύματα της τριγωνομετρίας
Τα θαύματα της τριγωνομετρίας
μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»
Απ’ την αρχή την Κάθοδο των Αχαιών
τις μάχες των Ελλήνων κατά των Περσών
Να μάθω για τον πόλεμο της Τροίας
μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»
Των αγοριών τα κεφαλαία ονόματα
και τα γυμνά σχεδιασμένα σώματα
Παλιόλογα και λόγια της λατρείας
μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας».
Η ΡΟΥΛΕΤΑ
Βγήκαν τα νιάτα ψεύτικα
στα γηρατειά ερωτεύτηκα
Μεγάλη πόρτα βρήκα
μετάνιωσα – δεν μπήκα
είπα τι κι έτσι τι κι αλλιώς
άλλαξε ρούχα ο Μανολιός
Στο κόκκινο ποντάρισα
πέντε φορές λαχτάρησα
Τ’ ακούμπησα στο μαύρο
Τ’ ακούμπησα στο μαύρο
ποιος τα ‘χασε να τα ‘βρω
Είπα να παίξω και στα δυο
Είπα να παίξω και στα δυο
γύρισε κι ήρθε το ζερό
Μες στη ζωή μας βρε παιδιά
έρχεται πρώτ’ η αναποδιά
Ένα πιάνεις δέκα χάνεις
Ένα πιάνεις δέκα χάνεις
δέκα ζεις μια θα πεθάνεις.
Η ALFA ROMEO
Θαύμασα τον Παρθενώνα
και στην κάθε του κολόνα
βρήκα τον χρυσό κανόνα
βρήκα τον χρυσό κανόνα
Όμως σήμερα το λέω
βρίσκω το καλό κι ωραίο
σε μια σπορ Alfa Romeo
σε μια σπορ Alfa Romeo
Καλοκαίρια και χειμώνες
να ‘ναι γύρω μου ελαιώνες
πίσω μου όλ’ οι αιώνες
πίσω μου όλ’ οι αιώνες
Κι όπου μπρος μου ο δρόμος βγάζει
και σε πειρασμό με βάζει
δώσ’ του να πατάω το γκάζι
και σε πειρασμό με βάζει
δώσ’ του να πατάω το γκάζι
Με τη δύναμη του λιόντα
και με του πουλιού τα φόντα
πιάνω τα εκατόν ογδόντα
πιάνω τα εκατόν ογδόντα
Γεια σας θάλασσες και όρη
γεια σας κι έχω βάλει πλώρη
για της Αστραπής την Κόρη.
για της Αστραπής την Κόρη.
ΕΧΕΙ ΚΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ ΠΟΥΛΙ
Να ‘χεις στόλους και βαπόρια
και πλεούμενα πελώρια
και πλεούμενα πελώρια
Με το δένε και το λύνε
λίγο βέβαια δεν είναι
λίγο βέβαια δεν είναι
Όμως της ζωής το αλάτι
βρίσκεται μες στο κρεβάτι
Μια μονάχα μες στις δέκα
να ‘ναι αληθινή γυναίκα
να ‘ναι αληθινή γυναίκα
Και τα τέτοια δεν τα θέλει
κύριε Γιώργο κύριε Τέλη
κύριε Γιώργο κύριε Τέλη
Μάθετέ το είναι καιρός
ίδια τα ‘δωκε ο Θεός
ίδια τα ‘δωκε ο Θεός
Τι λιγάκι τι πολύ
έχει κι ο φτωχός πουλί.
ΟΙ ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ
Δύο είν’ οι Παράδεισοι
που λέει κι η παράδοση:
Είν’ ένας μες στους ουρανούς
που μήτε τον χωράει ο νους
που μήτε τον χωράει ο νους
Κι όπου αδερφέ μου για να πας
θα ‘ναι από δίπλα του παπάς
θα ‘ναι από δίπλα του παπάς
Είν’ ένας άλλος έδωνα
κι ας μην τον βλέπεις πουθενά
Όρη θάλασσες και βράχοι
μοιάζει λίγος κι όλα τα ‘χει
Έχει βιόλες έχει κρίνα
Σεραφείμ με μαντολίνα
Έχει γλύκες έχει τρέλες
του διαόλου τις κοπέλες
Μοιάζει λίγος κι όλα τα ‘χει
να βουτάς κι ό,τι σου λάχει.
Τ ‘ ΑΦΑΝΕΡΩΤΑ
ΤΟ ΒΕΓΓΑΛΙΚΟ
Νυχτώθηκα όπως πάντα
στη σκοτεινή βεράντα
Και διάλεξα έν’ αστέρι
Και διάλεξα έν’ αστέρι
το κράτησα στο χέρι
Σε λίγο του ‘πα «φύγε»
Σε λίγο του ‘πα «φύγε»
το φύσηξα και πήγε
Στο αντικρινό μπαλκόνι
Στο αντικρινό μπαλκόνι
όπου καθόταν μόνη
Μελαχρινή κοπέλα
Μελαχρινή κοπέλα
με κάτασπρη κορδέλα
Το πήρε στην ποδιά της
το ‘βαλε στα μαλλιά της
Το φόρεσε βραχιόλι
Το φόρεσε βραχιόλι
και λαμποκόπησε όλη
Έπειτα ήρθε ο μπάτης
Έπειτα ήρθε ο μπάτης
πήρε το κάθισμά της
Τη φύσηξε απ’ το πλάι
Τη φύσηξε απ’ το πλάι
μες στη βραδιά του Μάη
Κι άξαφνα μες στον ουρανό
Κι άξαφνα μες στον ουρανό
κάηκε σαν βεγγαλικά.
ΤΟ ΜΑΓΙΣΣΑΚΙ
Από τους χρόνους τους παλιούς το ‘χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το Μαγισσάκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το Μαγισσάκι
Τ’ άπιαστο σαν αερικό στην εμορφιά του Μάης
που αν κάνεις να τον μυριστείς αλίμονό σου – εκάης
Έβγα έβγα Μαγισσάκι Τι ζουμπούλια και τι κρίνα
χτύπα χτύπα το ραβδάκι Τι κι ετούτα τι κι εκείνα
Ντο και ρε και μι και φα Ντο και ρε και φα και μι
μες στα ροζ τα σύννεφα φούχτα μου και δύναμη
Ποιος θα μου δώκει δύναμη κι ένα μακρύ καμάκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το Μαγισσάκι
Που ‘ναι σπηλιά του ο ουρανός άγγελος η μαμά του
κι αφρός το φουστανάκι του στην άκρια του κυμάτου
κι αφρός το φουστανάκι του στην άκρια του κυμάτου
Χτύπα χτύπα το ραβδάκι Τα παπιά και τα βαπόρια
χύνε το νερό στ’ αυλάκι παν μαζί και πάνε χώρια
χύνε το νερό στ’ αυλάκι παν μαζί και πάνε χώρια
Φα και ρε και μι και ντο Έξι τέσσερα κι οχτώ
μες στο μπλε το ξάγναντο γούρι μου και φυλαχτό
Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές ν’ ανάψω ένα κεράκι
να κάνει θαύμα στα κρυφά για με το Μαγισσάκι
να κάνει θαύμα στα κρυφά για με το Μαγισσάκι
Που να κοιμάμαι ξυπνητός να τρέχω ξαπλωμένος
και να με λεν χωρίς καρδιά μα να ‘μ’ ερωτευμένος.
ΤΑ ΟΣΑ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ’ ΓΡΑΦΕ
Τα όσα η μοίρα μου ‘γραφε
κι άλλος κανείς δεν ξέρει
κι άλλος κανείς δεν ξέρει
Τα βρήκα μέσα στον καφέ
τα διάβασα στο χέρι
τα διάβασα στο χέρι
Ποτάμι βρήκα σκοτεινό
μια σφαλιγμένη πόρτα
μια σφαλιγμένη πόρτα
Κοράκια πάνω στο βουνό
και φίδια μες στα χόρτα
και φίδια μες στα χόρτα
Μακάρι να ‘μουν σαν τα ζα
που βοσκούνε στον κάμπο
Γράμματα να μη γνώριζα
μες στα μυστήρια να ‘μπω
Μυστήρια τέτοια δε συμφέ-
να ψάχνω δε συμφέρει
να ψάχνω δε συμφέρει
Φέρτε μου δεύτερο καφέ
κι αλλάξτε μου το χέρι.
Ο ΤΑΜΕΝΟΣ
Σηκώθηκε ο Πουνέντες και λυσσά
της Παναγίας φτάνει ως τα μισά
της Παναγίας φτάνει ως τα μισά
Στάζουν οι πέπλοι λάμπουν τα χρυσάφια
σκαμπανεβάζουν γύρω τα χωράφια
σκαμπανεβάζουν γύρω τα χωράφια
Από παιδί σαν να ‘σουν εκκλησιά
παλιό μου καλοκαίρι σ’ έζησα
παλιό μου καλοκαίρι σ’ έζησα
Θυμάμαι που οι άγγελοι τρομαγμένοι
ανεβοκατέβαιναν οι καημένοι
ανεβοκατέβαιναν οι καημένοι
Κι όλο ζητούσα πως την Ομορφιά
να τηνε κατεβάσω απ’ τα καρφιά
να τηνε κατεβάσω απ’ τα καρφιά
Κι όλο μ’ έριχνε κάτου θυμωμένος
Εκείνος όπου του ήμουνα ταμένος.
ΟΛΑ ΤΑ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία
το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα
Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ
το λέω και τ’ ομολογώ
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα
μες στη ζωή πορεύτηκα
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα ‘ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
Πάντα πάντα θα ‘ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Γρήγορα που σκοτεινιάζει. Φθινοπώριασε
δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο. Χώρια εσέ
Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου
προδομένος απομένει – ποιος; Ο φίλος σου
προδομένος απομένει – ποιος; Ο φίλος σου
Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου-
που σου ‘μελλε να το ‘βρεις απ’ τη γυναίκα σου
Ασ’ τον άνεμο να λέει άσ’ τον να λυσσά
κάποιος θα ‘ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα
Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις – ποιος; Ο νικητής
αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης
αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης
Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετράει στα δάχτυλα της η γυναίκα σου.
θα μετράει στα δάχτυλα της η γυναίκα σου.
ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
1. Αρχή του κόσμου πράσινη
κι αγάπη μου θαλασσινή
Την κλωστή σου λίγο λίγο
τραγουδώ και ξετυλίγω
Την κλωστή σου λίγο λίγο
τραγουδώ και ξετυλίγω
2. Διαβάζω μέσα στο νερό
το άλφα το βήτα και το ρω
Τα δυο γυμνά σου πόδια
Τα δυο γυμνά σου πόδια
τους κήπους με τα ρόδια
3. Σ’ έκανα πουκάμισό μου
σε φορώ και περπατάω
Με το σώμα το μισό μου
Με το σώμα το μισό μου
στο δικό σου που κρατάω
4. Σου ‘χτισα μια Σαντορίνη
με καμάρες και πορτιά
Να γυρνάς σαν το λυθρίνι
μες στη δροσερή φωτιά
Να γυρνάς σαν το λυθρίνι
μες στη δροσερή φωτιά
5. Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο
την απαλάμη των χαδιώ
Θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
την Τύχη κι άμε να τη βρεις
Θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
την Τύχη κι άμε να τη βρεις
6. Έλα να γίνουμε δυο ζώα
σε μακρινούς να πάμε τόπους
Όπου τα πλάσματα τ’ αθώα
Όπου τα πλάσματα τ’ αθώα
να μας φαντάζονται γι’ ανθρώπους
7. Άκουσα μες στον ύπνο σου
που κολυμπούσε ο κύκνος σου
Τα δύο μας τα ονόματα
ν’ αλλάζουν χίλια χρώματα
8. Τα χέρια μου τ’ αδίσταχτα
πιάναν την άνοιξη πριν φτάσει
Τα μάτια σου τ’ ανύσταχτα
Τα μάτια σου τ’ ανύσταχτα
της ρίχνανε άνθη να χορτάσει
9. Βγήκε απ’ το κόκκινο το μαύρο
και τώρα που να πάει δεν ξέρει
Κόκκινα που ‘ναι όλα τα μέρη
Κόκκινα που ‘ναι όλα τα μέρη
Το ‘να που απόμεινε ίσως θα ‘βρω
10. Μου ‘φυγ’ ένα συννεφάκι
πάει τη λύπη στα βουνά
Ψάχνει να χτίσει ένα σπιτάκι
στο πάντα και στο πουθενά
Ψάχνει να χτίσει ένα σπιτάκι
στο πάντα και στο πουθενά
11. Σ’ ένα λιμανάκι μωβ
ξύπνησα τα χαράματα
Όχι να μη γίνω Ιώβ
Όχι να μη γίνω Ιώβ
μήτε να μάθω γράμματα
12. Στήνει καρτέρι ο κεραυνός
χώρια να μας πετύχει
Μα ‘ναι μεγάλος ο ουρανός
και τοσοδούλα η Τύχη
Μα ‘ναι μεγάλος ο ουρανός
και τοσοδούλα η Τύχη
13. Φύγε από κει μωρέ πουλί
και γέρνει η βάρκα μας πολύ
Μόνο σου πέταξε και δες:
Μόνο σου πέταξε και δες:
ίσα που παίρνει δυο καρδιές
14. Σταμάτα μου την αστραπή
ν’ ανάψω ένα τσιγάρο
Και πες του σύννεφου να πει
πως θα ‘ρθω να σε πάρω
Και πες του σύννεφου να πει
πως θα ‘ρθω να σε πάρω
15. Την αγάπη μια τη λες
την ντύνεσαι τη γδύνεσαι
Όσο που γίνονται πολλές
και πάλι σ’ όλες δίνεσαι
Όσο που γίνονται πολλές
και πάλι σ’ όλες δίνεσαι
16. Περνώντας απ’ τις λυγαριές
κάποιος μου το μουρμούρισε
Το ‘παν οι σκύλοι στις αυλές
κι η γάτα το χουρχούρισε
Το ‘παν οι σκύλοι στις αυλές
κι η γάτα το χουρχούρισε
17. Κάνε με Μωαμεθανό
να προσκυνώ στη Μέκκα
Και να σε πάρω μια και δυο
κι εφτά φορές γυναίκα
Και να σε πάρω μια και δυο
κι εφτά φορές γυναίκα
18. Ο που ξέρει ελληνικά
πέντε κι έξι έντεκα
Κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ’ αλλιώτικα
Κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ’ αλλιώτικα
19. Η χαρά μου για να παίξει
διάλεξε κοπέλες έξι
Καθεμιά κι από μια λέξη
Καθεμιά κι από μια λέξη
να τη λέει ώσπου να φέξει
20.Ένα κύμα μέσα σ’ όλα
έγια λέσα έγια μόλα
Πήρε τα κρυφά μας λόγια
να τα κάνει κομπολόγια
Πήρε τα κρυφά μας λόγια
να τα κάνει κομπολόγια
21. Αυτό που λέμε «σ’ αγαπώ»
στα δέντρα θα το τρίξω
Με τον αέρα να σ’ το πω
και να σου το φυσήξω
Με τον αέρα να σ’ το πω
και να σου το φυσήξω
22. Λένε πως κατιτίς κοιμάται
μέσα στης θάλασσας τον πάτο
Κάποια που πια δεν το θυμάται
Κάποια που πια δεν το θυμάται
μ’ έχασε σαν σταυρό εκεί κάτω
23. Σαν κάποιος ν’ αναστέναξε
ή να ‘κοψ’ έναν μενεξέ
Ραγίστηκεν ο ουρανός
Ραγίστηκεν ο ουρανός
και φάνηκε ο κατάμονος
24. Τι να ‘γινε το μαξιλάρι
που ‘χε απ’ τα λόγια μας γεμίσει
Στον ουρανό θα το ‘χει πάρει
άγγελος για ν’ αποκοιμίσει
κάτι που πια δε θα γυρίσει
Στον ουρανό θα το ‘χει πάρει
άγγελος για ν’ αποκοιμίσει
κάτι που πια δε θα γυρίσει
25. Μόνο που κοιτάχτηκες
μέσα στο πηγάδι
Στην ηχώ σου πιάστηκες
σαν σε παραγάδι
Στην ηχώ σου πιάστηκες
σαν σε παραγάδι
26. Να σου δένω τα μαλλιά
με χρυσόν αστάχυ
Και να λένε τα πουλιά:
Και να λένε τα πουλιά:
ο που τα ‘βρε ας τα ‘χει
27. Μες στου κήπου το σκοτάδι
φέγγεις μόνο με το χάδι
Όμως όταν μπεις στο σπίτι
σβήνεις τον Αποσπερίτη
Όμως όταν μπεις στο σπίτι
σβήνεις τον Αποσπερίτη
28. Να ‘χα μια γομολάστιχα
να πιάνει στα Γραμμένα
Να σβήσω τα τετράστιχα
και να κρατήσω εσένα.
Να σβήσω τα τετράστιχα
και να κρατήσω εσένα.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΡΕΧΤ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
Μια φορά κι έναν καιρό
ζούσ’ ένα παιδί καλό
που το πότιζαν φαρμάκι
που το πότιζαν φαρμάκι
κι είχε μείνει τ’ ορφανό
δίχως φαΐ δίχως νεράκι
δίχως φαΐ δίχως νεράκι
Παιδί παιδάκι της οχιάς
παιδί παιδάκι μου καρτέρα
κάποτε θα ‘ρθει θα ‘ρθει η μέρα
όπου θα πιεις όπου θα φας
όπου θα πιεις όπου θα φας
όπου θα βρεις άλλη μητέρα.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ
Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν
για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν
Μα ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε
ο δεύτερος στις κακουχίες δεν άντεχε
ο τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο
κι ο τέταρτος φοβότανε το κρύο
κι ο τέταρτος φοβότανε το κρύο
Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
αλλά δε φτάνουνε ποτέ στο Ιράν.
αλλά δε φτάνουνε ποτέ στο Ιράν.
ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΕΓΩ
Ανάγκη να σε πάρω εγώ
που έτσι σ’ απαρατήσανε
μονάχο κι έρμο κι ορφανό
παιδάκι μου που σ’ αγαπώ
σε μαύρες μέρες και σκληρές
μη μου ζητάς το αδύνατο
μη μου ζητάς το αδύνατο
Δρόμο σε πήγα δρόμο μακρινό
νυχτόημερα βαδίζοντας
νυχτόημερα βαδίζοντας
πείνασα και ματώθηκα
κι ήταν το γάλα σου ακριβό
μα να σ’ αφήσω δεν μπορώ
παιδάκι μου σε πόνεσα
παιδάκι μου σε πόνεσα
Το ρούχο το μεταξωτό
μες στο ποτάμι το ‘ριξα
φτωχά κουρέλια σου φορώ
πλένω σε και βαφτίζω σε
πλένω σε και βαφτίζω σε
με το κατάψυχρο νερό
μην κλαις και μου πικραίνεσαι.
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Την ώρα που ο λεβέντης στον πόλεμο κινούσε
η αγαπημένη του έκλαιγε και τον παρακαλούσε
Μακριά στη μάχη σαν βρεθείς καλέ μου έχε το νου σου
φυλάξου από τη μάνητα κι απ’ το σπαθί του εχτρού σου
φυλάξου από τη μάνητα κι απ’ το σπαθί του εχτρού σου
Μπροστά πολύ μην προχωρείς πίσω μην απομένεις
φωτιά μπροστά πίσω φωτιά καταμεσής να μένεις
φωτιά μπροστά πίσω φωτιά καταμεσής να μένεις
Τι οι πρώτοι πάντα είναι γραφτό θερίζονται και πάνε
κι οι πίσω μέσα στο σωρό πέφτουν και ξεψυχάνε
κι οι πίσω μέσα στο σωρό πέφτουν και ξεψυχάνε
Μονάχα ξέρει ο μεσιανός να τρέξει να πηδήσει
κι αυτός μονάχα σπίτι του μια μέρα θα γυρίσει.
κι αυτός μονάχα σπίτι του μια μέρα θα γυρίσει.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ
ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΝΕΜΕΝΗΣ
Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη
χορεύει κι έρχεται με χάρη
μέσ’ από δάφνες και μυρτιές
κι από το φως ασημωμένη
κι από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη
Ως τη θωρεί πετιέται ορθός
ο Άνεμος ο ακοίμιστος
ο Άνεμος ο ακοίμιστος
άντρας ο άτιμος κοιτάει
γλείφεται γλώσσες τις εννιά
κι απέ γλυκά της τραγουδάει:
-Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ιδώ
το φουστανάκι σου να ιδώ
άσε με λίγο να σ’ αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν’ ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό
Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η Παινεμένη
ξοπίσω της ακολουθεί
Άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα σπάθα αστραφτερή
Αχού το κύμα πως στενάζει
ο ελιώνας αχού πως χλωμιάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινόν αέρα:
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινόν αέρα:
-Τρέχα τρέχα Παινεμένη
τι όπου να ‘ναι σε προφταίνει
ο Άνεμος χιμάει να
ο Άνεμος χιμάει να
γλείφεται γλώσσες τις εννιά
Βρίσκει ένα σπίτι η Παινεμένη
χώνεται μέσα τρομαγμένη
χώνεται μέσα τρομαγμένη
της δίνουνε κάτι να πιει
κι εκείνη λέει κι ανιστορεί
Ενώ απ’ τη λύσσα του θηρίο
γυρνάει ο Άνεμος στο κρύο
δέρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει.
Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ
Βουνά και σύγνεφα μακριά
σ’ όλα τα γύρω σιγαλιά
σ’ όλα τα γύρω σιγαλιά
Κάμποι και δέντρα μες στη ζέστη
και τα τοιχία μες στον ασβέστη
και τα τοιχία μες στον ασβέστη
Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί
κεντά η καλόγρια η μικρή
Άχου τι όμορφα κεντάει
το χεράκι της πως πάει
Βάνει πουλιά βάνει δεντρά
βάνει και τ’ άστρα τα χρυσά
Βάνει στις τέσσερις τις κόχες
τέσσερις αγριομολόχες
τέσσερις αγριομολόχες
Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί
κεντά η καλόγρια η μικρή
Μα κάθε τόσο αναστενάζει
και κάτι με το νου της βάζει
Λίγο το χέρι σταματά
μες στον αέρα και κοιτά
Στα μάτια της που ανοιγοκλειούν
δυο καβαλάρηδες περνούν
δυο καβαλάρηδες περνούν
Κι υστέρα πάλι στο πανί
κεντά η καλόγρια η μικρή
Τι ποτάμια! Τι χορτάρια!
Τι λιοτρόπια! Τι φεγγάρια!
Πλάσματα της αρεσιάς της
της ονειροφαντασιάς της.
της ονειροφαντασιάς της.
Η ΚΥΡΑ Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ
Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που απ’ τα σκοτεινά
η Κυρά η Παντέρμη ροβολά
Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια
-Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
-Κι αν είναι κάτι να ζητώ
πε μου σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω κείνο που ζητώ
Ζητάω κείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε
-Παντέρμη πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;
-Ποιος ο καημός μου; Μαύρη πίσσα
‘γίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί
‘γίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί
-Παντέρμη λούσε το κορμί σου
λούσ’ το χελιδονονερό
κι άσε Κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ τηνε να ‘βρει αναπαμό
κι άσε Κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ τηνε να ‘βρει αναπαμό
Άχου τσιγγάνικες ψυχές
όλο κρυφές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.
ΧΑΜΟΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ
-Τι να ‘ναι κείνο που φωτά
Μάνα στα δώματα ψηλά;
-Κοιμήσου γιε μου κι είναι αργά
σήμανε η ώρα έντεκα
σήμανε η ώρα έντεκα
-Μάνα στα μάτια μου για δες
λάμπουνε τέσσερις φωτιές
-Δεν είναι τίποτα έλα πια
είν’ τα μπακίρια αστραφτερά
Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη
φέγγαν οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη
Τη φυσαρμόνικα γλυκά
παίζανε Σεραφείμ μικρά
-Μάνα μου ευθύς που ξεψυχήσω
μηνύσετέ το στους ανθρώπους
Κατά Βοριά κατά Νοτιά
μαντάτα στείλετε πικρά
Οι πόρτες τ’ ουρανού χτυπούσαν
όλα τα δάση αχολογούσαν
όλα τα δάση αχολογούσαν
Ψηλά δεν έβλεπες κανένα
κι οι φλόγες φούντωναν ολοένα.
ΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ
Είκοσι τρεις του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν παν και του λένε:
αν το μπορείς δυστυχισμένε
αν το μπορείς δυστυχισμένε
Στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε
Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλ’ από κάτου τ’ όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες
Πάρε κεριά πάρε λαμπάδες
τα χέρια μάθε να σταυρώνεις
και πόνου από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά
Τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στα σάβανα
θα κείτεσαι στα σάβανα
Στους ουρανούς ψηλά προβαίνει
ο Ταξιάρχης και πηγαίνει
ο Ταξιάρχης και πηγαίνει
πόχει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δε μιλεί
Κι είκοσι τρεις του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
μέσα στην έρμη την αυλή
Τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
Κι είκοσι τρεις του Αυγούστου
γέρνει και τα σφαλεί.
γέρνει και τα σφαλεί.
Ο ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟΡΡΕΣ ΧΕΡΕΝΤΙΑ
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΕΒΙΛΛΙΑΣ
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΕΒΙΛΛΙΑΣ
Κάτου στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι περπατάει
το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς
ο Αντόνιο Τόρρες ο Χερέντια
και στη Σεβίλλια πάει
Τα κατσαρά του γυαλιστά
πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαψός
στην όψη του είναι μελαψός
από του φεγγαριού το φως
Κάποτε λίγο σταματά
κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει
και να το χρυσαφώσει
Εκεί στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι να: τον φτάνουν
κάτω απ’ τα κλώνια μιας φτελιάς
χωροφυλάκοι και τον πιάνουν
Αποβραδίς η ώρα οχτώ
τον σούρνουν σε κελί μικρό
απόξω κάθονται φυλάνε
απόξω κάθονται φυλάνε
πίνουν ρακί και βλαστημάνε.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟΡΡΕΣ ΧΕΡΕΝΤΙΑ
Ξάφνου στον ποταμό από πέρα
φωνές ξέσκισαν τον αέρα
φωνές ξέσκισαν τον αέρα
Ωσάν του κάπρου δαγκωνιές
έμπηγε στα ποδήματα
χίμαγε κι έκανε βουτιές
χίμαγε κι έκανε βουτιές
και δελφινιού πηδήματα
Η τραχηλιά του η κρεμεζιά
μούσκεψε μες στα αίματα
μα οι κάμες ήταν έξι
μα οι κάμες ήταν έξι
δεν μπόρειε πια ν’ αντέξει
Αχ Αντονίτο ελ Καμπορίο
φεγγαρομελαψέ μου
κι αντρογαρούφαλέ μου
κι αντρογαρούφαλέ μου
αχ Αντονίτο ελ Καμπορίο
π’ άξιζες μια Βασίλισσα
π’ άξιζες μια Βασίλισσα
μνημόνεψε την Παναγιά
τι τώρα θα σε φάει το κρύο
τι τώρα θα σε φάει το κρύο
τι τώρα θα πεθάνεις πια
Στην άκρη εκεί του ποταμού
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
κι ανάγειρε την κεφαλή
κι ανάγειρε την κεφαλή
με τα σφιγμένα χείλη
Μα τότε πια καμιά φωνή
μόνο φωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός
ήρθε και τ’ άναψε καντήλι.
Η ΜΙΚΡΟΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ
Πέρα στην ακροποταμιά
την πήγα και την ξάπλωσα
ήτανε μικροπαντρεμένη
ήτανε μικροπαντρεμένη
Μα εγώ τη νόμιζα κορίτσι
που κάτι άλλο περιμένει
που κάτι άλλο περιμένει
Μεμιάς σβηστήκαν τα λαμπιόνια
κι άναψαν όλα τα τριζόνια
κι άναψαν όλα τα τριζόνια
Τα δυο της στήθη τα μικρά
μέσα στα μισοσκότεινα
μέσα στα μισοσκότεινα
τ’ άγγιξα και μυρίσανε
σαν γυάκινθοι που ανθίσανε
Από το γύρο του λαιμού
έβγαλα τη γραβάτα μου
Εκείνη όσο που να το πεις
έβγαλε το φουστάνι της
έβγαλε το φουστάνι της
Εγώ τη ζώνη την πιστόλα
εκείνη τα λινά της όλα
εκείνη τα λινά της όλα
Τέτοιο δέρμα τέτοια χείλη
δεν τα βρίσκεις σε κοχύλι
τέτοιο θάμπος τέτοια χάρη
σε γυαλί και σε φεγγάρι
σε γυαλί και σε φεγγάρι
Το σώμα της σπαρταριστό
σαν ψάρι φρεσκοτράβηχτο
μισό φωτιά μισό δροσιά
μου άφηνε μες στα σωθικά
Τι μου ‘λεγε δε θα το πω
γεμάτος άμμο και φιλιά
την πήρα και τη σήκωσα
την πήρα και τη σήκωσα
Τον άνεμο από μια μεριά
σπάθιζαν τα νερόκρινα.
σπάθιζαν τα νερόκρινα.
ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ
Καταμεσής στη ρεματιά
λάμπουνε τα μαχαίρια
λάμπουνε τα μαχαίρια
Ωσάν ψάρια αστραφτερά
που κανείς δεν τα προφταίνει
και το αίμα τα ομορφαίνει
και το αίμα τα ομορφαίνει
Μες στις άγριες πρασινάδες
ανεβαίνουν με το πλάι
πάνω σ’ αψηλές φοράδες
ανεβαίνουν με το πλάι
πάνω σ’ αψηλές φοράδες
Άγγελοι μαύροι έφερναν
μέσα στο φως το αγριωπό
μαντίλες και χιονόνερο
μαντίλες και χιονόνερο
Ο Χουάν Αντόνιο στην πλαγιά
πέφτει με μια λαβωματιά
πέφτει με μια λαβωματιά
Έχει ανεμώνες στο πλευρό
και ρόδι έχει στον κρόταφο
Κατάκοπο από τις φωνές
το απόβραδο μες στις συκιές
σωριάζεται λιπόθυμο
σωριάζεται λιπόθυμο
Κι οι μαύροι άγγελοι ολοένα
με τα μεγάλα τους φτερά
πετούσαν μες στο ηλιόγερμα.
Η ΣΕΛΗΝΗ ΣΤΟ ΣΙΔΕΡΑΔΙΚΟ
Μπήκε στα κλεφτά η Σελήνη
με τ’ άσπρο της το νυχτικό
με τ’ άσπρο της το νυχτικό
μπήκε στο σιδεράδικο
τ’ αγόρι στο περβάζι
τ’ αγόρι στο περβάζι
κάθεται και κοιτάζει
Στην αχνή που τηνε τυλίγει
τα μπράτσα η Σελήνη ανοίγει
και το παιδί κοιτάει κοιτάει
δυο στήθη από σκληρό καλάι
-Μη Σελήνη φύγε φύγε
τι αν έρθουν οι τσιγγάνοι
την καρδιά σου θα την κάνουν
δαχτυλίδι και γιορντάνι
την καρδιά σου θα την κάνουν
δαχτυλίδι και γιορντάνι
Μες στα λιόφυτα περνάνε
οι τσιγγάνοι κι όλο πάνε
οι τσιγγάνοι κι όλο πάνε
με τα κεφάλια τους στητά
τα βλέφαρα μισόκλειστα
Αχ τι λέει το νυχτοπούλι
μες στα δέντρα τι μεράκι
αψηλά η Σελήνη πάει
αψηλά η Σελήνη πάει
κι απ’ το χέρι της κρατάει
ένα μελαψό αγοράκι.
ένα μελαψό αγοράκι.
ΥΠΝΟΒΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Όλα η ψυχή μου τα ζήτα
πράσινα να ‘ναι πράσινα
τον άνεμο τη φυλλωσιά
τ’ άλογο πάνω στα βουνά
τη βάρκα μες στη θάλασσα
Μες στη σκιά που τηνε ζώνει
ρεμβάζει επάνω στο μπαλκόνι
πράσινο δέρμα και μαλλί
το μάτι κρύο και ασημί
το μάτι κρύο και ασημί
– Σύντροφε πάρε τ’ άλογο μου
κι όλ’ η αρματωσιά δικιά σου
το σπίτι σου να ‘ναι δικό μου
το σπίτι σου να ‘ναι δικό μου
να ‘ναι δική μου η φαμελιά σου
Σύντροφε καταματωμένος
έρχομαι απ’ τ’ αψηλό φαράγγι
αχ έτσι το ‘φερε η ανάγκη
αχ έτσι το ‘φερε η ανάγκη
-Έννοια σου γιε μου κι αν μπορούσα
ευθύς το πράγμα θα το κλειούσα
μα δεν ορίζω πια δικό μου
μα δεν ορίζω πια δικό μου
κάνε μήτε το σπιτικό μου
– Σύντροφε πες μου και πατέρα
που ‘ναι η πικρή σου θυγατέρα;
-Χρόνους και χρόνους εκεί μένει
και πάντα εκεί θα περιμένει
όμορφη μελαψή και μόνη
όμορφη μελαψή και μόνη
πάνω στο πράσινο μπαλκόνι
Όλα η ψυχή μου τα ζήτα
πράσινα να ‘ναι πράσινα
τον άνεμο τη φυλλωσιά
τ’ άλογο πάνω στα βουνά
τη βάρκα μες στη θάλασσα.
Η φωτογραφία είναι από εδώ:
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.