Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Το Γυμνό Σώμα από την Αρχαιότητα ως τους σύγχρονους πολιτισμούς

«Αν κάτι είναι ιερό,
τότε το ανθρώπινο σώμα είναι ιερό»,
Wait Whitman, I Sing The Body Electric
Η Γύμνια της Πρωτόγονης Ζωής
Πολλοί από εμάς μπορεί να αγνοούμε ότι η γύμνια είναι μια φυσιολογική κατάσταση που επικρατούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης του ανθρώπινου είδους. Ο,τιδήποτε, από την πλήρη γύμνια ως ένα απλό κάλυμμα του σώματος, ήταν ένα στοιχείο του τρόπου ζωής από τα προϊστορικά χρόνια, ως τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και ακόμη πιο μετά μέχρι και μία περίοδο του Μεσαίωνα.
Ακόμη και σήμερα, σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές με θερμότερα κλίματα, οι γυμνές κοινωνίες εξακολουθούν να υπάρχουν με την μορφή πρωτόγονων φυλών των οποίων τα μέλη δεν φορούν ρούχα. Αυτές οι κοινωνίες τονίζουν, μεταξύ άλλων, πόσο δραστικά άλλαξε η στάση μας προς το γυμνό και την κοινωνική οργάνωση σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Δυστυχώς, οι πουριτανικοί νόμοι του σύγχρονου πολιτισμού της ευπρέπειας έχουν κατηγοριοποιήσει τους γυμνούς πολιτισμούς της τροπικής ζώνης ως προσβλητικούς και κατώτερους. Ιεραπόστολοι, έποικοι και έμποροι εξανάγκασαν, με επιτυχή τρόπο, σε συμμόρφωση με το δυτικό κώδικα ντυσίματος, όπου συναντούσαν πρωτόγονους πολιτισμούς. Λόγω αυτής της επιμελούς πρακτικής εξαναγκασμού, είμαστε τώρα σε θέση να ταξιδέψουμε σε όλο τον κόσμο σε εξωτικά νησιά, να συμμετάσχουμε σε αφρικανικά σαφάρι και να εξερευνήσουμε τις ζούγκλες της Νότιας Αμερικής, χωρίς να χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε με «αμηχανία» την εικόνα των γυμνών φυλών.
Έτσι συμβαίνει κάτι το ασυγχώρητο. Καθώς ο πολιτισμός κατακτά πολλούς από αυτούς τους μακρινούς τόπους, οι αυτόχθονες πολιτισμοί συχνά υφίστανται σοβαρές ζημιές ή καταστρέφονται εντελώς από την εισβολή των ιών μιας τεχνολογικά ανώτερης κοινωνίας. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί προσελκύονται από τα μπιχλιμπίδια και τις σύγχρονες ανέσεις και σχεδόν πάντα υποκύπτουν στα έθιμα, στα είδη ένδυσης, στις ασθένειες και τα προβλήματα του παρεμβατικού πολιτισμού μας. ...

Τον Ιανουάριο του 1988, στο 3ο τεύχος των Los Angeles Times γινόταν αναφορά στο γεγονός ότι οι Yanomamis της απομακρυσμένης περιοχής Roraima της βόρειας Βραζιλίας, μια πρωτόγονη και γυμνή φυλή, απειλούνταν με εξαφάνιση, επειδή η κυβέρνηση έχει ανακαλύψει χρυσό και διαμάντια στη γη τους. Οι Yanomamis είναι η μεγαλύτερη γνωστή φυλή που εξακολουθεί να είναι απομονωμένη από τον έξω κόσμο: «Οι Yanomamis κυνηγούν με δηλητηριασμένα βέλη, και πολλοί χρησιμοποιούν πρωτόγονα εργαλεία. Αποφεύγουν τα ρούχα, διακοσμούν το σώμα τους με βαφή από φρούτα και λουλούδια, και ζουν σε τεράστιες καλύβες από φοινικόδεντρα σε κοινότητες των 50 ατόμων. Ο πληθυσμός της Roraima είναι περίπου 100.000 άτομα. Οι ανθρωπολόγοι, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, και οι ομάδες για τα δικαιώματα των Ινδιάνων φοβούνται ότι ο αναγκαστικός εκπολιτισμός από μια εισβολή των λευκών θα μειώσει περαιτέρω τον πληθυσμό της φυλής των Yanomami, σε μεγάλο βαθμό μέσω των ασθενειών. Λόγω της απομόνωσής τους, οι Ινδιάνοι δεν έχουν ανοσία απέναντι σε κοινούς ιούς και μπορεί εύκολα να πεθάνουν από γρίπη ή απλό κρυολόγημα».[1]
Η φυλή Tupari του Rio Branco, στις ζούγκλες του Αμαζονίου της Βραζιλίας, είναι ένα άλλο παράδειγμα γυμνής διαβίωσης μεταξύ Αβοριγίνων. Ο Tibor Sekelj, που έζησε με τα μέλη της φυλής των Tupari για τέσσερις μήνες, έγραψε: «Δεν απορεί κανείς πως ποτέ οι Tupari δεν κατασκεύασαν κάποιο είδος ένδυσης, καθώς ο καιρός είναι πάντα ζεστός και η φυσική γύμνια τους ταιριάζει απόλυτα στο πλαίσιο του περιβάλλοντός τους και, με εξαίρεση την τελετή της διακόσμησής του σώματος, ποτέ δεν σκέφτονται να το καλύπτουν».
Οι άνδρες της φυλής Tupari ξεκινούν πριν την αυγή για να κυνηγήσουν. Οι άνδρες και τα αγόρια που παραμένουν στο χωριό εργάζονται στην προετοιμασία του εδάφους για τη φύτευση ή συλλέγουν καυσόξυλα και οικοδομικά υλικά. Εν τω μεταξύ, οι γυναίκες που παρακολουθούν τα παιδιά, συλλέγουν τα φρούτα, γνέθουν το βαμβάκι, και υφαίνουν αιώρες. Μέχρι τις τρεις η ώρα το απόγευμα, η εργασία της ημέρας έχει τελειώσει. Τότε, οι άνδρες και οι γυναίκες συγκεντρώνονται για να πιουν chica (τοπικό ποτό με φυσική ζύμωση), κατασκευάζουν τόξα, βέλη, περιδέραια, και καπέλα, και διακοσμούν το σώμα τους. Είναι μια ζωή αβίαστης απλότητας.[2]
Αξιοσημείωτο είναι, ότι τέτοιες ειδυλλιακές σκηνές της αρχαίας και ίσως προϊστορικής ζωής εξακολουθούν να συνυπάρχουν με τον εκσυγχρονισμένο, γεμάτο άγχος τρόπο ζωής μας και τις περίπλοκες κυβερνητικές δομές.
Το γυμνό στην πρώιμη Αίγυπτο
Μια συναρπαστική ιστορία αρχέγονης λατρείας του ήλιου και του γυμνού ανακαλύφθηκε το 1887 στο Tελ-ελ-Αμάρνα, ένα μικρό αιγυπτιακό χωριό στις όχθες του Νείλου, περίπου 200 χλμ νότια του Καΐρου. Εκεί μια γυναίκα αραβικής καταγωγής κατά λάθος σκοντάφτει επάνω στα αρχεία από πλάκες ψημένου πηλού του Φαραώ Akhen-Aton (1385-1353 π.Χ.). Έγινε γνωστό μέσα από τη μεταγενέστερη μετάφραση αυτών των αρχείων, ότι ο λαμπρός νεαρός Φαραώ και η εξαιρετικά όμορφη σύζυγός του, βασίλισσα Νεφερτίτη, θεωρούσαν ότι ο ήλιος, με το όνομα Aton, είναι η πραγματική πηγή ζωής και ως εκ τούτου δικαιολογείται η πρακτική του γυμνισμού για την πνευματική και σωματική πρόοδο.[3]
Λόγω της ανακάλυψης αυτών των αρχείων και άλλων αντικειμένων στο Tελ-ελ Αμάρνα, την έδρα της κυβέρνησης του Φαραώ Akhen-Aton, είναι πλέον γνωστό ότι δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος θρησκευτικός μεταρρυθμιστής και μυστικιστής, ο οποίος αμφισβήτησε τον πανθεϊσμό του παραδοσιακού ιερατείου, αλλά και ένας ποιητής με μεγάλη ευαισθησία. Στις διάσπαρτες πέτρες από τις οποίες είχε σχηματιστεί ο αρχικός τοίχος του Ναού του Aton, οι αρχαιολόγοι έχουν βρει και αποκρυπτογραφήσει τον περίφημο «Ύμνο εις τον Aton, τον θεό Ήλιο» του Φαραώ ένα τμήμα του οποίου εμφανίζεται στις Εβραϊκές Γραφές ως Ψαλμός 104 της Παλαιάς Διαθήκης. «Μέσα από αυτό το ποίημα», γράφει ο J. Herman στο King & Queen of the Sun, «ο Φαραώ ο ίδιος αποκαλύπτει πως είναι ένας εραστής της ομορφιάς της φύσης, της τέχνης και του ανθρώπου».[4]
Ωστόσο, ορισμένοι από τους αρχαιολόγους που ανακάλυψαν την ιστορία του Φαραώ-Ήλιου είχαν δυσκολία να αποδεχθούν όσα βρήκαν και έγιναν ιδιαίτερα επικριτικοί προς τον Akhen-Aton και τη Νεφερτίτη. «Μεγαλωμένοι σε ένα περιβάλλον βικτωριανών πουριτανικών αντιλήψεων, καταδίκασαν αυτά τα αναπάντεχα στοιχεία της αιγυπτιακής ιστορίας, επειδή ανακάλυψαν ότι όχι μόνο ο Φαραώ και η σύζυγός του, αλλά και τα παιδιά τους και οι αξιωματούχοι κυκλοφορούσαν με πολύ λίγα και διαφανή ρούχα ή χωρίς ούτε ένα ρούχο και πως γυρνούσαν γυμνοί στο βασιλικό παλάτι, στο βασιλικό κήπο και την πισίνα, πως αγαπούσαν τη φυσική ομορφιά, πως εκτιμούσαν το καλό φαγητό και κρασί και πως ζούσαν μία πραγματικά χαρούμενη ζωή».[5]
Ο αυθορμητισμός, η ελευθερία, και οι ανθρωπιστικές αξίες που ενυπήρχαν στον τρόπο ζωής αυτού του αξιόλογου ζευγαριού δέχτηκε δριμεία κριτική και αντίποινα από τους συντηρητικούς ιερείς της «παλιάς θρησκείας». Μετά το θάνατό του, τον Akhen-Aton διαδέχθηκε ο ανηψιός του, Tutankh-Aton («βασιλιάς Τουταγχαμών» που φημίζεται για τον χρυσό και τα υπέροχα κοσμήματα που βρέθηκαν στον τάφο του, στον εικοστό αιώνα), ο οποίος εξαναγκάσθηκε από τους ιερείς στην εξάλειψη των μεταρρυθμίσεων του Akhen-Aton.
«Εξασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και εφάρμοζαν έναν γυμνικό τρόπο ζωής που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους», γράφει ο Dr. DeHoratev για τον βασιλιά του Ήλιου και τη βασίλισσά του. «Ήρθαν σε μια εποχή που δεν τους κατανοούσε», προσθέτοντας, μάλλον θλιμμένα, «ότι αν και οι μελλοντικές γενιές μπορεί να κατανοούσαν το μήνυμα τους καλύτερα, …ακόμη και στις ημέρες μας τους δίνουμε μια μίζερη αναγνώριση».[6]
Ενώ είναι γνωστό, ότι ο Akhen-Aton και η Νεφερτίτη δεν ήταν οι πρώτοι Αιγυπτίοι που κάθισαν γυμνοί κάτω από τις ακτίνες του ήλιου (ένα σκάλισμα του δέκατου τέταρτου αιώνα π.Χ. ενός γυμνού ιερέα των Σουμερίων σώζεται στο Βρετανικό Μουσείο, και μια ζωγραφιά του δέκατου πέμπτου αιώνα π.Χ. μιας αιγύπτιας νεαρής που παίζει λαούτο βρίσκεται στον τοίχο του τάφου των Θηβών), ο ίδιος και η γοητευτική σύζυγος του είχαν την δική τους «ημέρα στον ήλιο», δίνοντας πνοή σε μια νέα ιδεαλιστική αντίληψη της κοινότητας.
[1] Απόσπασμα από ανώνυμο άρθρο στην εφημερίδα The Los Angeles Times, φύλλο 3ης Ιανουαρίου του 1988.
[2] Tibor Sekelj, «Ζώντας στη Ζούγλα», Γυμνή Ζωή # 39 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1967).
[3] Henry deHoratey, «Ο γυμνιστής Φαραώ», Γυμνή Ζωή # 9 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1962).
[4] J. Herman, «Ο βασιλιάς και η βασίλισσα του Ήλιου», Γυμνή Περιπέτεια # 15 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1968).
[5] Henry deHoratey, όπ. προηγ.
[6] 6. Στο ίδιο. 

Το Γυμνό Στην Αρχαία Ελλάδα
Αιώνες αργότερα, το πάθος του Φαραώ Akhen-Aton για την ολιστική ζωή ασκείται με ενθουσιασμό από τους αρχαίους Έλληνες. Αν και πολλοί πολιτισμοί έχουν αναγνωρίσει τη συμβολή των αρχαίων Ελλήνων στην νομοθεσία, την πολιτική, τη λογοτεχνία, την τέχνη και τη φιλοσοφία, δεν έχουν διασωθεί πολλά στοιχεία που να εξηγούν αν η επιλογή της γύμνιας των αρχαίων ελλήνων ήταν για πρακτικούς λόγους ή για λόγους ενδεδειγμένης εμφάνισης. Το ένδυμα τόσο της ανώτερης όσο και της κατώτερης τάξης στην ελληνική κοινωνία ήταν, σύμφωνα με τη χαρακτηριστική απλότητα και την ευθύτητά της ελληνικής φιλοσοφίας, ένα πτυχωτό ένδυμα που θα μπορούσε να αφαιρεθεί μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Ακόμη και τα πιο φανταχτερά φορέματα σχεδιασμένα και για τα δύο φύλα, με κοσμήματα ή μεταλλικά κλιπ στον ώμο, έγιναν από ένα ενιαίο κομμάτι όμορφου πτυχωτού υφάσματος.
«Όταν ένας Έλληνας ήθελε να χορέψει ή να εργαστεί, απλά γλιστρούσε έξω από τα ρούχα του και συνέχιζε. Ήταν το φυσικό πράγμα που έπρεπε να κάνει, και κανείς δεν ήταν δυσαρεστημένος από… την όψη ενός γυμνού ανθρώπου που χόρευε ή εργαζόταν. Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει πολλά αγγεία να απεικονίζουν εντελώς γυμνούς καλλιτέχνες σε φεστιβάλ και εργάτες στα χωράφια», γράφει ο Anthony J. Papalas στο άρθρο του Ελληνική στάση απέναντι στο γυμνό.[1]
Οι ιστορικοί αναγνωρίζουν αυτή τη στάση των αρχαίων ελλήνων απέναντι στο γυμνό σώμα, κυρίως όταν γράφουν για την προπόνηση των αθλητών που ελάμβανε χώρα στο Ελληνικό Γυμνάσιο. Η ίδια η λέξη γυμνάσιο βασίζεται στη ρίζα της λέξης γυμνός, το γυμνάσιο ορίζεται, ως εκ τούτου, ως ένα μέρος όπου μπορεί κανείς να ασκηθεί γυμνός.
Ενώ το γυμνό ήταν τόσο κοινό στις απαρχές του ελληνικού αθλητισμού και της γλυπτικής ώστε ιστορικά δεν μπορούσε να αγνοηθεί, οι ιστορικοί τείνουν να υποβαθμίζουν ή να αγνοούν τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά θεμέλια του γυμνισμού στην ελληνική ζωή. Για παράδειγμα, το ελληνικό γυμνάσιο σπάνια παρουσιάζεται ως τόπος γενικής εκπαίδευσης, ενώ στην πραγματικότητα, ήταν ακριβώς αυτό. Ο Paul LeValley, σε ένα άρθρο του στο περιοδικό των γυμνιστών Clothed with the Sun προσφέρει μια πιο ακριβή εικόνα.
«Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να σκεφτούν κανέναν υψηλότερο φόρο τιμής στους θεούς τους παρά να τους μιμηθούν – να γίνουν όσο πιο θεϊκοί γίνεται, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Σημασία είχε ολόκληρο το άτομο: το καλά ανεπτυγμένο μυαλό στο καλά ανεπτυγμένο σώμα. Ο Απόλλωνας, ο θεός του αθλητισμού, ήταν επίσης και ο θεός της μουσικής. Στην πραγματικότητα, οι αθλητές εκπαιδεύονταν με τη μουσική. Στα γυμναστήρια σύχναζαν φιλόσοφοι, όπως ο Σωκράτης. Σχεδόν κάθε μεγάλη σχολή της ελληνικής φιλοσοφίας είχε την έδρα της σε ένα γυμναστήριο… Καθώς η ελληνική θρησκεία παρήκμασε και αντικαταστάθηκε από τη φιλοσοφία, ο Σωκράτης υποστήριζε συχνά το γυμνό ως μια μορφή ειλικρίνειας».[2] Είναι σαφές από τα ανωτέρω ότι οι αρχαίοι Έλληνες αναζήτησαν την ισορροπία – με στόχο τους τη χρυσή τομή στις ατομικές επιτυχίες, καθώς και σε θέματα του κράτους.
Ο Papalas στο προαναφερθέν άρθρο περιγράφει μια τυπική μέρα για τον Έλληνα μαθητή. «Αρχίζει με ασκήσεις με γυμνό σώμα, μετά από αρκετές ώρες δραστηριότητας και οδηγίες σχετικά με το σώμα, πάει στην τάξη του λουσμένος, τις περισσότερες φορές γυμνός, επειδή στο ήπιο κλίμα της Ελλάδας δεν χρειάζονταν ρούχα, εκτός από κάποιες ασυνήθιστα κρύες μέρες του χειμώνα… Οι παιδοτρίβες και οι σχολάρχες προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια ισορροπία μεταξύ του μυαλού και του σώματος. Ο μαθητής, ως εκ τούτου, όφειλε να καταβάλει την ίδια προσπάθεια τόσο στην πρόοδο της φυσικής κατάστασης, όσο και στην πρόοδο της ψυχικής».[3]
Ο Περικλής, ο διάσημος Έλληνας πολιτικός, στρατηγός και αθλητής, είπε ότι οι άνδρες θα πρέπει να εργαστούμε αρμονικά για «την τέλεια ομορφιά του σώματός μας και για τις αντρικές αρετές της ψυχής μας… Είμαστε λάτρεις της ομορφιάς χωρίς να χάνουμε την επιθυμία για απλότητα, και λάτρεις της σοφίας χωρίς να χάνουμε το ανδροπρεπές σθένος».[4]
Ο Δαρείος, ο βασιλιάς των Περσών, επικαλούμενος την έκθεση ενός κατασκόπου που έστειλε να παρατηρήσει τους Έλληνες στην προετοιμασία για τη μάχη, έβγαλε το λάθος συμπέρασμα από τη στάση τους απέναντι στο γυμνό και τη δημοκρατία, ότι οι Έλληνες ήταν αδύναμοι.
Ο κατάσκοπος επέστρεψε στο Δαρείο με μια διήγηση για το πώς οι Έλληνες περνούν τον χρόνο τους τριγυρίζοντας γυμνοί «ή κάθονται, ημίγυμνοι, να ακούν ηλίθιους με γελοίες ιδέες για την ελευθερία και την ισότητα για κάθε πολίτη».[5] Βάσει αυτών των πληροφοριών, ο Δαρείος ανάμενε ότι οι Έλληνες θα είναι ένας εύκολος στόχος, αλλά το γέλιο του μετατράπηκε σε φόβο και θλίψη, όταν ο περσικός στρατός εκδιώχθηκε ως τη θάλασσα στη μάχη του Μαραθώνα από καλά εκπαιδευμένους αντιπάλους.
Αν και οι άνδρες στην αρχαία Ελλάδα είχαν μια εξαιρετική εκπαίδευση ως πολίτες (με την προφανή εξαίρεση των αρρένων δούλων), οι γυναίκες δεν είχαν το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης του γυμνασίου. Αυτή η ανισότητα δικαιολογείτο από τη συλλογιστική ότι οι γυναίκες είχαν λιγότερη ανάγκη για εκπαίδευση επειδή δεν είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε αστικές υποθέσεις, μαζί με τους άνδρες. Τέτοιες διακρίσεις, όμως, μειώθηκαν βαθμιαία για ορισμένες ομάδες γυναικών.
Ανάμεσα στις κατακτήσεις από τις γυναίκες της Σπάρτης ήταν η δημιουργία γυναικείων αθλητικών αγώνων. Κατά τη διάρκεια αυτών των αγώνων, οι γυναίκες αθλούνταν γυμνές, όπως ήταν η πρακτική και για τους άνδρες. «Ο ελληνικός θαυμασμός για το ανθρώπινο σώμα και τη βούληση για επίδειξη του ήταν στενά συνδεδεμένη με την ελληνική ειλικρίνεια και την ευφυΐα. Κανείς δεν σκέφτηκε πως ήταν λάθος τα νεαρά κορίτσια στη Σπάρτη να πηγαίνουν γυμνές στους δημόσιους χορούς και τις λιτανείες. Οι νέοι άνδρες που συγκεντρώνονταν για να τις δουν σε αυτές τις εκδηλώσεις δεν έδειχναν επιθυμία ή λαγνεία. Ο Πλούταρχος (ο έλληνας βιογράφος και ιστορικός), έγραψε ότι η εμφάνιση αυτών των Κορασίδων έγινε δεκτή με θαυμασμό, σεβασμό και χωρίς ντροπή».[6]
Τελικά, το γυμνό, έγινε επίσης μέρος της παράδοσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι αρχαίοι ιστορικοί δείχνουν ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες προέρχονταν ήδη από το 1100 π.Χ.. Ως διαγωνισμοί στα πλαίσια συνθήκης ειρήνης που ενέκριναν οι βασιλιάδες των πόλεων της Πίσας, της Ηλείας και της Σπάρτης. Οι αγώνες πήραν το όνομά τους από την κοιλάδα της Ολυμπίας, όπου διεξάγονταν. Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία, πραγματοποιήθηκαν το 776 π.Χ.. Τουλάχιστον από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ειδικά αφιερωμένοι στους Έλληνες θεούς.
Οι αθλητές από τη Σπάρτη είναι οι πρώτοι ιστορικά που θα απορρίψουν τα ρούχα, καθώς προπονούνται για τους αγώνες. Είναι δυνατόν αυτό να συνέβη ήδη από τον έβδομο αιώνα π.Χ.. Δεδομένου ότι αυτοί οι πρωτοποριακοί αθλητές κέρδισαν ένα ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό των βραβείων, επειδή το σώμα τους δεν περιορίζονται από τα ρούχα, και οι άλλοι Έλληνες αθλητές άρχισαν να μιμούνται τη γύμνια των Σπαρτιατών. Στη συνέχεια, το γυμνό ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της Ολυμπιακής Παράδοσης μέχρι το 393 μ.Χ., όταν ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Θεοδόσιος, ο επονομαζόμενος Μέγας, απαγόρευσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, γιατί τους θεωρούσε παγανιστικές τελετές. Τα γυμνάσια και ό,τι πρέσβευαν, στη συνέχεια αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση. Δεν διεξήχθησαν μέχρι το 1896, περίπου 1.500 χρόνια αργότερα, όπου οι Ολυμπιακοί Αγώνες αναβίωσαν, αλλά χωρίς γυμνό!
«Η ομορφιά στους Έλληνες ήταν η ίδια η ουσία του ανδρισμού. Η τέλεια ισορροπία του μυαλού και του σώματος ακολούθησε την αρχαία ελληνική πίστη στο «Μηδέν Άγαν», που σημαίνει «μηδέν υπερβολή», και στο «καλός και αγαθός (δηλ. «όμορφος και ενάρετος») που ήταν η Λυδία λίθος και το μυστικό της υπεροχής της αρχαίας Ελλάδας για περισσότερα από πεντακόσια χρόνια».[7]
Το γυμνό στην Αρχαία Ινδία
Είναι πλέον γνωστό ότι η κοινωνική γυμνότητα στην αρχαία Ελλάδα είχε ενθαρρυνθεί από την ύπαρξη γυμνού μεταξύ των αγίων ανδρών της Ινδίας. Για παράδειγμα, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος άκουσε τις αφηγήσεις για τους γυμνούς ασκητές στην Ινδία, έστειλε τον Ονησίκριτο, έναν Έλληνα φιλόσοφο, να ερευνήσει για τους Γυμνοσοφιστές (ένα όνομα που δόθηκε από τους Έλληνες σε αυτούς τους γυμνούς φιλόσοφους). Τα ευρήματα του Ονησίκριτου πρέπει να εντυπωσίασαν και να γέμισαν με περιέργεια τον Αλέξανδρο, γιατί στη συνέχεια ταξίδεψε στην Ινδία (το 326 π.Χ.) για να συναντηθεί με μια ομάδα γυμνοσοφιστών, και η συνάντηση αυτή οδήγησε στη συνέχεια σε άλλες ανταλλαγές μεταξύ των δύο τόπων.[8]
Ο Πύρρος από την Ηλεία, ιδρυτής της φιλοσοφίας του σκεπτικισμού, σπούδασε με τους Γυμνοσοφιστές και στην επιστροφή του στην Ηλεία, εφάρμοζε τις διδασκαλίες τους, συμπεριλαμβανομένου και του γυμνισμού.[9] Περαιτέρω, όταν τα ελληνικά στρατεύματα βρέθηκαν στην Ινδία, οι στρατιώτες συμμετείχαν σε πολλές θρησκευτικές εορτές που συνοδεύονταν από γυμνές αθλητικές δραστηριότητες. Για πολλούς αιώνες μετά, γίνονταν περιστασιακές αναφορές στους Έλληνες αθλητές που αγωνίζονταν στην Ινδία, ότι ήταν και γυμνοί και ντυμένοι με διαφανή υφάσματα.
Στην εποχή του Αλεξάνδρου (356-323 π.Χ.), υπήρχε μια σειρά από ασκητικές αιρέσεις στην Ινδία, των οποίων τα μέλη περιφέρονταν γυμνά ως μέρος της πνευματικής τους πειθαρχίας.
Η μεγαλύτερη αίρεση, η Ajivikas, απαιτούσε την πλήρη γύμνια των μαθητών της. Η ομάδα αυτή διήρκεσε περίπου δύο χιλιάδες χρόνια πριν από τη πλήρη εξάλειψη της. Ο Βούδας ήταν ένας γυμνός ασκητής προτού ιδρύσει τη δική του θρησκεία, και έχει υπονοηθεί ότι έβαλε τους οπαδούς του να φορούν ράσα, κυρίως για να τους διακρίνουν από τις άλλες αιρέσεις.[10]
Σήμερα, οι περισσότεροι από τους γυμνούς αγίους άνδρες της Ινδίας σχετίζονται με την Jains, τα μέλη μιας μεγάλης ινδικής θρησκείας που ίδρυσε το 500 π.Χ. ο Μαχαβίρα, που επέμεινε στην πλήρη γύμνια των μοναχών ως μέρος του όρκου τους να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια. Με τον καιρό υπήρξε μια διάσπαση σε αυτή την ομάδα, καθώς η γύμνια ήταν μια δυσκολία για όσους οπαδούς της Jains ζούσαν στις ψυχρότερες βόρειες περιοχές της Ινδίας. Αυτοί οι βόρειοι φόρεσαν ράσα και έγιναν γνωστοί ως Suetambaras ή τέσσερα «λευκά ράσα», ενώ οι νότιοι στη συνέχεια αναφέρονται ως Digambaras, ή «ντυμένοι με τον ουρανό». Οι Jains έχουν πολλούς οπαδούς στην Ινδία σήμερα.[11]
Ο Paul LeValley, στο άρθρο του «Αρχαία Ινδία», συγκρίνει τους Έλληνες με τους Γυμνοσοφιστές: «Οι λόγοι που δώσανε για τον γυμνό ασκητισμό τους ή τους γυμνούς αθλητές τους ήταν εντυπωσιακά όμοιοι… Έκαναν λόγο για απόδοση… Κάθε γνωστή ομάδα γυμνών ινδών ασκητών εξήρε τις αξίες της απλής ζωής που το γυμνό ενθαρρύνει, ο νομοθέτης της Σπάρτης, υποστήριξε το γυμνό μεταξύ των πολιτών του για τον ίδιο λόγο… επί πλέον και για λόγους υγείας… Οι Γυμνοσοφιστές εξήραν το γυμνό ως μέθοδο οικοδόμησης της αντοχής, όπως και οι Έλληνες». Ένας άλλος λόγος που προβάλλεται το γυμνό ήταν ότι προωθείται «η ανεξάρτητη σκέψη και η αυτοπεποίθηση…».
Ο LeValley αναφέρει περαιτέρω, ότι «ο Μαχαβίρα επέπληξε τους Έλληνες, οι οποίοι περιορίζουν ως επί το πλείστον τη γύμνια τους στο γυμναστήριο, ότι είναι λιγότερο ασφαλείς από τους ινδούς ασκητές. Ο Μαχαβίρα αναφέρεται συχνά στο γυμνό ως μέθοδο απελευθέρωσης από τα δεσμά… να νιώθεις ικανοποίηση χωρίς ρούχα…».[12] Ινδοί και Έλληνες συμφώνησαν ότι η γύμνια αντιπροσώπευε μια κατάσταση καθαρότητας και εντιμότητας.
Ο LeValley επισημαίνει, επίσης, την διαφορά μεταξύ των δύο πολιτισμών, όπως η Ελληνική έμφαση στην ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, ένα θέμα πολύ μικρότερης σημασίας στην θρησκευτική φιλοσοφία της Ινδίας. Οι Γυμνοσοφιστές της Ινδίας αναφέρονται στη γύμνια τους, ως «βήμα προς την επίτευξη της ενότητας με ολόκληρο το σύμπαν, ή moksha («η ευδαιμονία του διαφωτισμού»)», ενώ οι Έλληνες θεωρούν το γυμνό ως βάση και έκφραση της ολότητας του ατόμου και της κοινωνίας των πολιτών. Οι Έλληνες δίνουν, έτσι, μεγαλύτερη έμφαση στη διασκέδαση, τη μουσική, το χορό και τη σωματική ευχαρίστηση.
«Ίσως η μεγαλύτερη αξία που και οι δύο ομάδες είχαν κοινή», συνεχίζει ο Levalley, «… ήταν η ένωση του ινδικού ασκητισμού και των Ελλήνων αθλητών με την ιδέα της ειρήνης».[13] Η βάση για την Ολυμπιάδα, για παράδειγμα, ήταν να φέρει σε επαφή εχθρικές Ελληνικές πόλεις-κράτη για τον ειρηνικό συναγωνισμό και τη φιλία, ενώ οι Jains, από την πλευρά τους, ασκούσαν τη μη βία (ahimsa) και τη χορτοφαγία. Ως σήμερα, μερικοί Jains κρατούν αυτές τις αρχές σε μια ακραία μορφή, φορώντας πάντα στη μύτη και το στόμα μάσκες, ώστε να προστατεύονται τα έντομα από την τυχαία παγίδευση. Ο Γκάντι βάσισε το πολιτικό και κοινωνικό κίνημα μεταρρύθμισης σε αυτή την πρακτική των Jains της μη βίας (ahimsa).
Κατά τη διάρκεια της Βρετανικής κατοχής της Ινδίας, η πρακτική της γύμνιας τους είχε σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί. Ωστόσο, τώρα που υπάρχει μια ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ινδίας, οι Jains μπορούν και πάλι απρόσκοπτα να ασκούν την θρησκευτική πρακτική της γύμνιας. Στην Ινδία σήμερα, μερικές γυναίκες έχουν ενταχθεί επίσης στις τάξεις των γυμνών ασκητών Jains.
Οι Σακκά, μια αίρεση Hindu της Ινδίας, έχουν μεταδώσει τις δικές τους παραδόσεις για το γυμνό στη σύγχρονη Ινδία μέσα από τις χιλιάδες των γυμνών γλυπτών που παραμένουν στους τοίχους της πόλης Khajurako. Χτισμένος περίπου το 1000 μ.Χ., ο ναός στο Khajurako προβάλλει τις αξίες των Σακκά στον σύγχρονο επισκέπτη με μια αμεσότητα που δεν αφήνει τίποτα στη φαντασία. «Δεκάδες χιλιάδες μορφές ανθρώπων και ζώων χορεύουν χαρούμενα πάνω και γύρω από την πρόσοψη των κτιρίων αυτών… Οι βασιλιάδες και οι κοινοί άνθρωποι απεικονίζονται σε χαρούμενη σεξουαλική ένωση, εντελώς γυμνοί εκτός από τα κοσμήματα που φορούν –χάντρες, βραχιόλια– και από την υπόλοιπη διακόσμηση… Η ομορφιά του σώματος εξυψώνεται, αλλά επιδεικνύεται κιόλας. Και, εφ’ όσον η σεξουαλική λειτουργία είναι κι αυτή μέρος του σώματος, εξυψώνεται και αυτή».[14]
Ο ναός Khajurako δεν αποτελεί μεμονωμένο παράδειγμα μεγάλης ανοχής στον γυμνισμό στην αρχαία Ινδία. Άλλοι ινδικοί ναοί, όπως τα ιερά στην Konarak και την Ellora, εμφανίζουν επίσης άκρως ρεαλιστικά ερωτικά γλυπτά. Οι παραστάσεις αυτές, προφανώς, δεν θεωρούνταν άσεμνες από τους ανθρώπους που έζησαν την εποχή που δημιουργήθηκαν. Η αμεσότητα της όψης τους και η τοποθέτησή τους σε κεντρικούς δημόσιους χώρους δείχνει ότι ήταν ένα ουσιαστικό μέρος της ζωής της κοινότητας, μέρος του ιστού της κοινωνικής, εκπαιδευτικής και θρησκευτικής ζωής τους.
Ο ιστορικός τέχνης Mulk Raj Anand συζητά σχετικά με αυτά τα δημόσια ερωτικά γλυπτά στο βιβλίο του Kama Kala, για να εξηγήσει τις διαφορές μεταξύ ανατολικής και δυτικής νοοτροπίας σχετικά με το ανθρώπινο σώμα και τη σεξουαλικότητα. Μιλώντας για αυτόν τον εορτασμό της ζωής, λέει: «Υπάρχει μια αμοιβαία απόλαυση που δεν προκαλεί γέλιο, αλλά ευλάβεια… η λατρεία του ήλιου εκδηλωνόταν με την ενέργεια που φέρνει τα ανδρόγυνα μαζί… Οι ανδρικές και γυναικείες μορφές εκφράζουν έτσι την δυαδικότητα που επιθυμεί ο Ανώτατος Θεός, τα γήινα σύμβολα της ανδροπρέπειας και της αναπαραγωγής. Και ακριβώς όπως η ανθρώπινη αγάπη μας θεωρείται σύμβολο της μεγάλης αγάπης του Ανώτατου Θεού, έτσι η χαρά της φυσικής Ένωσης εκφράζει την απεριόριστη χαρά της θεότητας στη δημιουργία».[15]
Ο Mulk Raj Anand σημειώνει ότι το σεξ έχει οδηγηθεί σε «κρυμμένες γωνιές» στη δύση. Πιστεύει ότι οι σύγχρονες τάσεις της σεμνοτυφίας που προέρχονται από τη δυτική θρησκευτική διδασκαλία είναι ένα ατυχές μέρος του δυτικού πολιτισμού γενικότερα και δεν επιτρέπουν την απόλαυση ή την ανοιχτή συζήτηση για την τρυφερότητα της πρακτικής της συνουσίας.
Ενώ οι σύγχρονοι ινδοί ξεναγοί δεν μπορούν να αποφύγουν να δείχνουν αυτά τα γυμνά γλυπτά του Khajurako, της Konarak και της Ellora σε τουρίστες από άλλες χώρες, έχει αναφερθεί από πολλούς παρατηρητές ότι δεν είναι άνετοι με αυτό. Είναι προφανές ότι η ελευθερία του σώματος που απεικονίζεται στη δημόσια τέχνη των αρχαίων ναών δεν έχει ενσωματωθεί στον δυτικόστροφο τρόπο ζωής της σύγχρονης Ινδίας.
(Συνεχίζεται)
[1] Anthony J. Papalas, «Ελληνική Στάση Απέναντι στο Γυμνό», Γυμνή Περιπέτεια # 13 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1967).
[2] Paul LeValley, «Αρχαία Ινδία» Ντυμένοι με τον Ήλιο, Vol.6.4 (Oσκός, Ουισκόνσιν: The Naturists, Inc, Χειμώνας, 1986-1987).
[3] Papalas, όπ. προηγ.
[4] Lynn Poole and Gray Pool, Ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων (New York: Ivan Obolensky Publishers, 1963).
[5] Στο ίδιο.
[6] Papalas, όπ. προηγ.
[7] Poole, όπ. προηγ.
[8] LeValley, όπ. προηγ.
[9] Henry deHoratey, όπ. προηγ.
[10] LeValley, όπ. προηγ.
[11] Στο ίδιο.
[12] Στο ίδιο.
[13] Στο ίδιο.
[14] Murray Wren, «Η Κοινωνική Ιστορία υπό το Πρίσμα των Γυμνιστών», Γυμνή Περιπέτεια # 9 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1966).
[15] Mulk Raj An and, Kama Kala (Nagel Publishers, 1959), (από μια κριτική βιβλίου στην Evergreen Review για την οποία γίνεται αναφορά στη Γυμνή Ζωή # 2), (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1961).

Το γυμνό στην Ανατολή
Μέχρι τον εικοστό αιώνα, η ιαπωνική έννοια της σεμνότητας διέφερε έντονα από εκείνη της Ευρώπης ή της Αμερικής. Το κοινόχρηστο μπάνιο όπου όλοι μπαίνουν γυμνοί, για παράδειγμα, ήταν ένα βασικό γεγονός της καθημερινής ζωής μέχρι αρκετά πρόσφατα και εξακολουθεί να υπάρχει στις αγροτικές περιοχές, που είναι απομακρυσμένες από τις δυτικότροπες μεγάλες πόλεις της Ιαπωνίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Bernard Rudofsky στο βιβλίο του Είναι τα ρούχα μοντέρνα; επισημαίνει ότι το γυμνό δεν ήταν αποδεκτό θέμα για τους παραδοσιακούς Ιάπωνες καλλιτέχνες». Ακόμα και οι εραστές ξαπλωμένοι σε κρεβάτια κάτω από στρώσεις παπλωμάτων -ένα αγαπημένο θέμα στην Ιαπωνική Τέχνη- είναι πάντα ντυμένοι, όχι επειδή οι καλλιτέχνες ήταν σεμνότυφοι, αλλά επειδή οι Ιάπωνες φαίνεται να αρέσκονται στο να κάνουν έρωτα μπλεγμένοι στα ενδύματα του άλλου… [Αυτή η μη-χριστιανική κουλτούρα] όχι μόνο υπερπηδούσε το προπατορικό αμάρτημα, αλλά ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να το υιοθετήσει».[1]
Ωστόσο, οι Ιάπωνες απείχαν πολύ από το να είναι σεμνότυφοι! Η στάση τους πως ό,τι είναι φυσικό είναι ηθικό αποκαλύπτεται στα «νυφικά βιβλία», που δημοσιεύονταν για εκατοντάδες χρόνια στην Ιαπωνία ως μέσο για την πρακτική εκπαίδευση στο σεξ για τις νεαρές γυναίκες. Μέσα από περιγραφικά κείμενα και ρεαλιστικές εικόνες, αυτό το είδος του βιβλίου προετοίμαζε την παρθένα γιαπωνέζα γυναίκα για τη σεξουαλική συμπεριφορά που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να λάβει χώρα μετά το γάμο της. Τα έμπειρα ζευγάρια ήταν επίσης εφοδιασμένα με «μαξιλαρο-βιβλία», που φυλάσσονταν κοντά στο κρεβάτι. Αυτά περιελάμβαναν ερωτικές διεγερτικές εικόνες για την ενίσχυση της συζυγικής απόλαυσης.
Τα μέλη της κινεζικής ανώτερης τάξης ήταν πολύ πιο συνεσταλμένα και ακόμη θεωρούν τους ημίγυμνους αγρότες υποδεέστερους. Το γυμνό, ακόμα και στην τέχνη, θεωρήθηκε ανήθικο. Στο δοκίμιό του Το μέλλον της γύμνιας, ο John Langdon-Davies αφηγείται μια ιστορία για τους Ιησουίτες ιερείς, οι οποίοι τρομοκρατημένοι έμαθαν ότι οι Κινέζοι θεωρούν τα Χριστιανικά βιβλία, που περιέχουν όμορφες χρωματιστές θρησκευτικές εικόνες των αρσενικών και θηλυκών αγίων με κλασικές ενδυμασίες πτυχωτών υφασμάτων, ως πορνογραφία.[2]
Στην αρχαία Κίνα, το αυστηρό έθιμο εμπόδιζε ακόμη και μια γυναίκα της υψηλής βαθμίδας από το να είναι γυμνή παρουσία του γιατρού της. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να επικοινωνήσει με το γιατρό της σχετικά με σωματικά προβλήματά της, ήταν να επισημάνει την αντίστοιχη θέση σε μια μικρογραφία γλυπτού από ελεφαντόδοντο ή αλάβαστρο. Αυτά τα μικρά αγάλματα, στοιχεία με μεγάλη σημασία για κάθε αξιοσέβαστο κινέζικο νοικοκυριό στους πιο αρχαίους χρόνους, μπορούν ακόμα να αγοραστούν από τους τουρίστες στα κινεζικά τμήματα των μοντέρνων πόλεων σε όλο τον κόσμο.[3]
Εξετάζοντας το πως γίνεται το λουτρό σε έναν πολιτισμό, είναι δυνατό να καθοριστεί η αντίληψη περί της εικόνας του σώματος με κάποια ακρίβεια. Οι Ιάπωνες, οι Τούρκοι, και οι σκανδιναβικοί λαοί τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, έχουν απολαύσει παραδοσιακά τον δημόσιο γυμνισμό, όπως γινόταν και στους πρώιμους πολιτισμούς τους. Στην ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία, μέχρι την παρακμή της, τα δύο φύλα συνήθως αναμειγνύονται κατά τη διάρκεια του δημόσιου γυμνισμού, επειδή ο πολιτισμός έδινε έμφαση στην καθαριότητα, την υγεία και την κοινωνικοποίηση και όχι στις διαφορές της φυσιολογίας της γενετήσιας περιοχής. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατέστειλε τέτοιες πρακτικές.[4] Ωστόσο, ο δημόσιος γυμνισμός, όπου τα δύο φύλα ήταν συνήθως διαχωρισμένα επιβίωσε σε περιοχές της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης έως ότου, τελικά, το σύγχρονο κίνημα γυμνιστών εισήγαγε την τωρινή χαλαρή ευρωπαϊκή στάση απέναντι στον κοινό γυμνισμό και των δύο φύλων σε ιαματικές πηγές, λουτρά και παραλίες.
Ο δυτικός κόσμος, από τον Μεσαίωνα μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα, δεν φημίζονταν για την καθαριότητα του σώματος. Δεδομένου ότι το γυμνό κορμί θεωρήθηκε αμαρτωλό, οι αισθησιακές πρακτικές της βύθισης σε μια μπανιέρα ή σε ένα κοινόχρηστο λουτρό (όπως τα πολυτελή λουτρά της Ανατολής που προσφέρουν διάφορες περιποιήσεις) όχι μόνο δεν ήταν διαθέσιμες στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, αλλά ήταν αδιανόητες και μη αποδεκτές. Το έθιμο ήταν η καθαριότητα να γίνεται με ένα σφουγγάρι ή με «κουβά» και η χρήση των αρωμάτων ήταν περισσότερο ένα υποκατάστατο του λουτρού, που σπάνια έπαιρναν, παρά ένα μέσο για σεξουαλική γοητεία.
Τα τουρκικά λουτρά, που χρησιμοποιούν ιαματικές πηγές, είχαν κατασκευαστεί όπου εκτεινόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, εισάγοντας σε πολλά μέρη της Ευρώπης, τον ευχάριστο και προωθητικό για την υγεία κύκλο της γυμνής κολύμβησης, της εφίδρωσης και του αναζωογονητικού μασάζ. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσαν τα λουτρά ως κοινωνικό κέντρο, αλλά πάντα με τα δύο φύλα να διαχωρίζονται.
Ωστόσο, στην Ιαπωνία, που είναι μια χώρα ευλογημένη με φυσικές ηφαιστειακές θερμές πηγές, το γυμνό οικογενειακό και μικτό κοινόχρηστο μπάνιο εγκρίθηκε από τις επικρατούσες θρησκείες για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Μερικά από τα δημόσια λουτρά στην Ιαπωνία σήμερα έχουν ιδιωτικά δωμάτια διαφόρων μεγεθών, όπου οικογένειες ή κοινωνικές ομάδες μπορούν να δοκιμάσουν τις πισίνες ατμού με διακριτικότητα. Η πιο συνηθισμένη, όμως, είναι η μεγάλη κοινή πισίνα.
Αρχικά, σε μια ιεροτελεστία εξαγνισμού Σίντο, η πρακτική της γυμνής κοινωνικής κολύμβησης εξαπλώθηκε σε όλη την Ιαπωνία και έγινε ένα μέρος της ιαπωνικής καθημερινής ζωής, όπως η ανατολή του ήλιου. Ο Σιντοϊσμός (κρατική θρησκεία της Ιαπωνίας), πριν από το 1945, δίνει έμφαση στην προσωπική καθαριότητα, τόσο πνευματικά, όσο και σωματικά. Ωστόσο, ακόμα και οι βουδιστές μοναχοί έχτισαν μεγάλα μπάνια στα συγκροτήματα των ναών τους. Στην αρχή της κάθε ημέρας, οι μοναχοί συγκέντρωναν κλαδιά από πεύκα, πουρνάρια, ή άλλα κλαδιά στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη θέρμανση της «εστίας» από χοντρά τοιχώματα κόκκινου πηλού, που ήταν τοποθετημένη πάνω σε ένα πέτρινο δάπεδο. Οι πόρτες άνοιγαν για το κοινό όταν ο ατμός άχνιζε. Σε μερικά λουτρά γίνονται τελετές τσαγιού, ενώ σε άλλα προσφέρονται φρούτα και τρόφιμα. Υπήρχαν sansulces (νεαρά αγόρια) και παρθένες που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους για τρίψιμο της πλάτης.
Ως εκ τούτου, οι περισσότεροι Ιάπωνες άνδρες και οι γυναίκες έχουν μεγαλώσει συνηθισμένοι στο γυμνό και τη θέα της γύμνιας των άλλων, σε όλες τις ηλικίες. Ωστόσο, με τον ταχύτερο ρυθμό της ζωής που χαρακτηρίζει πλέον τις μεγαλύτερες πόλεις στην Ιαπωνία και με τη δυτικοποίηση της αρχιτεκτονικής των κατοικιών, το λουτρό της γειτονιάς χάνει την προηγούμενη σημασία του. Οι κοινόχρηστες ιαματικές πηγές γυμνιστών, ωστόσο, παραμένουν πολύτιμα σημεία για διακοπές. Σε πολλές περιοχές της Ιαπωνίας, οι χειμώνες είναι πολύ κρύοι, και οι φυσικές θερμές πηγές ήταν παραδοσιακά ένα ευχάριστο και υγιεινό καταφύγιο. Οάσεις ατμού που αχνίζει βρίσκονται σε απόκρημνα βουνά και πλούσια δάση. Μερικές από αυτές τις πισίνες έχουν γίνει πλέον τοποθεσίες πολυτελών ξενοδοχείων.
H παρούσα δημοφιλής χρήση των θερμών λουτρών/σπα στις Ηνωμένες Πολιτείες προφανώς προέρχεται από αυτά τα αρχαία και παραδοσιακά έθιμα των κοινόχρηστων λουτρών που είναι τόσο συνήθη στην Ιαπωνία, τη Σκανδιναβία και την Τουρκία.
Μαγεία και Σατανισμός
Σε πολλούς ανθρώπους, η λέξη μαγεία φέρνει στο νου εικόνες από διαβολικές μάγισσες του Χαλλογουίν πάνω σε σκουπόξυλα ή παράξενες και ίσως διεφθαρμένες τελετουργίες γυμνισμού και σεξουαλικών πράξεων. Ωστόσο, ορισμένοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η μαγεία είναι η αρχαιότερη θρησκεία του κόσμου και, ως εκ τούτου, θεωρείται αρκετά σεβαστή, παρά τις διαδεδομένες ενάντιες προκαταλήψεις του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Οι ιστορικοί που ασχολούνται με τις θρησκείες υποστηρίζουν πως οι τελετές γονιμότητας της μαγείας είναι μονάχα μια λατρευτική τελετή, που υμνεί τη φύση και τελείται ως ένδειξη δέους προς αυτήν και ότι τα μηνιαία εσμπάτ της νέας σελήνης («Esbats») και τα εποχιακά νεοπαγανιστικά σαμπάτ («Sabbats») είναι μόνο εορταστικά τελετουργικά ως δέηση στους θεούς να δώσουν γονιμότητα στη γη και τους κατοίκους της. Η λέξη μαγεία, για παράδειγμα, στα αγγλικά (witchcraft) στην πραγματικότητα σημαίνει «τέχνη των σοφών», από το Wicca, τη ρίζα του witch, που σημαίνει «σοφός». Με την ανάπτυξη του πολιτισμού, αυτή η παλιά θρησκεία έγινε ένα μίγμα από τις λατρείες της γονιμότητας, τον αιγυπτιακό αποκρυφισμό και τις αρχαίες Καββαλιστικές μελέτες.[5]
Η προκατάληψη αυτή οδήγησε σε τέτοιες ακρότητες, ώστε να δολοφονηθεί στο παρελθόν τεράστιος αριθμός αθώων ανθρώπων. Είναι πλέον γνωστό, ότι η πλειοψηφία από αυτά τα ατυχή θύματα δεν είχε καμία σχέση με κάποια λαθεμένη πρακτική εκτός από το να έχει χαρακτηριστεί ως ανήθικο και διαβολικό στοιχείο από τους φοβισμένους γείτονες και τους εχθρούς του. Φυσικά, είναι κατανοητό ότι υπήρχαν μερικές μάγισσες εκείνη την εποχή, που χρησιμοποιούσαν τα φίλτρα και τα χάπια τους για προσωπικό όφελος και εκδίκηση, όπως ισχυρίζονταν οι κατήγοροί τους, ακριβώς όπως και κάποιες μάγισσες πρέπει να είχαν «καταραστεί» τους διώκτες τους με μεγάλη θέρμη. Αλλά η παράδοση της Μαγείας (Wicca) στο σύνολό της ήταν μια θρησκεία που υμνούσε τη χαρά, την υγεία και την γόνιμη συγκομιδή.
Αυτή η παλιά θρησκεία ζει μια αναγέννηση σήμερα, ως μέρος της «Νέας Εποχής» ενδιαφέροντος για τη μεταφυσική και τα ψυχικά φαινόμενα. Ο διαλογισμός και η ύπνωση, παραδοσιακά εργαλεία της μαγείας, είναι τώρα δημοφιλείς μέθοδοι «αφύπνισης της συνείδησης» για την επίτευξη προσωπικών και παγκόσμιων αλλαγών.[6] Τα λουλούδια, τα βότανα και οι λίθοι, τα φυσικά ιερά σύνεργα της παλιάς θρησκείας, επίσης, χρησιμοποιούνται ευρέως από σύγχρονους οπαδούς της μαγείας στις θεραπευτικές τελετές τους.
Μεγάλο μέρος του σατανικού στοιχείου που έχει αποδοθεί στην μαγεία είναι στην πραγματικότητα μέρος των πολύ διαφορετικών παραδόσεων του σατανισμού ή /και της Λατρείας του Διαβόλου. Αποκρυφιστικές θρησκείες αυτού του τύπου βασίστηκαν στον αθεϊστικό ηδονισμό και όχι στην λατρεία της φύσης. Όπως οι μάγοι και οι μάγισσες, τα μέλη ασκούσαν επίσης τελετουργική γυμνότητα, αλλά με έμφαση στην οργιαστική σεξουαλικότητα. Το «μαυροντυμένο πλήθος» τους βρισκόταν γύρω από μια γυμνή γυναίκα τοποθετημένη πάνω σε έναν βωμό και το τελετουργικό τους περιελάμβανε ελεύθερη χρήση ναρκωτικών και παραισθησιογόνων φίλτρων.
Η θεολογία τους ήταν και εξακολουθεί να είναι διαφορετική. Ο Άντον Λαβέυ, του οποίου η Εκκλησία του Σατανά ιδρύθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1966, ευαγγελίζεται ότι ακόμη και αν υπάρχει Θεός, δεν είναι σε θέση να παρέμβει σε ανθρώπινα γεγονότα. Ο Σατανάς, σύμφωνα με τους θιασώτες του Λαβέυ, είναι το σύμβολο του υλικού κόσμου και η σαρκική φύση του ανθρώπου, έτσι μετατρέπεται σε λατρευτικό είδωλο. Κάποια στιγμή, ο σατανισμός είχε αναγνωριστεί ως μια υπαρκτή θρησκεία (ή αντι-θρησκεία) στην Ευρώπη, αλλά ποτέ δεν ήταν μια διαδεδομένη πρακτική.
Διαμέσου των αιώνων, οι τελετές αντεκδίκησης μέσω θυσιών ζώων και ανθρωποθυσιών και οι παράξενες ιστορίες για τελετουργικά με γυμνά πτώματα συσχετίστηκαν με τον σατανισμό. Ενώ η πιθανότητα για την ύπαρξη μυστικών σατανιστικών πρακτικών στην σύγχρονη εποχή δεν μπορεί να αγνοηθεί, η Εκκλησία του Σατανά του Λαβέυ φαίνεται να είναι μια μη-απειλητική εκδοχή της λατρείας του Διαβόλου. Όμως, από καιρού εις καιρόν, αποκαλύπτονται κάποιες ιστορίες τρόμου περί δολοφονιών και σεξουαλικής κακοποίησης και συχνά αποδίδονται στις τελετές των «λατρειών του διαβόλου.» Για παράδειγμα, σε μια τηλεοπτική εκπομπή (1989), ο Γκεράλντο Ριβέρα πήρε συνέντευξη από έναν αστυνομικό ο οποίος δήλωσε ότι η διαβόητη αίρεση του κατά συρροή δολοφόνου Τσαρλς Μάνσον είχε συνδεθεί με την ομάδα «ο Γιός του Σαμ», που φιλοδοξούσε να είναι μια αίρεση σατανιστών.
Οι πρωτοχριστιανοί γυμνιστές
Υπάρχουν, στο σύγχρονο κίνημα γυμνιστών, κάποιοι κληρικοί και ιερείς. Στην πραγματικότητα, το σύγχρονο κίνημα γυμνιστών οργανώθηκε σε μεγάλο βαθμό από χειροτονημένους θρησκευτικούς ηγέτες. Οι θρησκευτικοί ηγέτες αιτιολογούν τη γύμνια παραθέτοντας τα πολλά σημεία στην ιουδαϊκή-χριστιανική Αγία Γραφή, που μιλούν για την αποδοχή του ανθρώπινου σώματος χωρίς ντροπή (όπως τις αναφορές όπου οι Απόστολοι, που ήταν ψαράδες, εργάζονταν γυμνοί). Οι θρησκευτικοί γυμνιστές χρησιμοποιούν αυτές τις αναφορές ως απάντηση στους φονταμενταλιστές ιεροκήρυκες, που κηρύττουν το αίτημα του Θεού για ένδυση του σώματος.
Για παράδειγμα, ο αιδεσιμότατος Μάρτιν Γουέηντστοουν, συγγραφέας του βιβλίου «Γυμνισμός και Χριστιανισμός», γράφει: «Στην πραγματικότητα, υπό το φως της Αγίας Γραφής, δεν υπάρχει αμαρτία στην ίδια την γύμνια. Αλλά, αν ένα άτομο χρησιμοποιεί το γυμνό για λάγνους ή ανήθικους σκοπούς, το έχει χρησιμοποιήσει με λάθος τρόπο, και αυτό αποτελεί αμαρτία. Η Αγία Γραφή δεν μιλάει εναντίον του γυμνού, ούτε διδάσκει ότι το σώμα είναι ντροπή. Υπάρχει αναφορά στην ντροπή για το γυμνό, αλλά αυτή η ντροπή δημιουργήθηκε στο μυαλό του ανθρώπου, όχι από τη θεία εντολή.»[7]
Αυτή ήταν και η πεποίθηση σε τουλάχιστον πέντε ομάδες στην ιστορία του χριστιανισμού: στους Καρποκράτες, τους Αδαμίτες, τους Αδαμιάνες, τους Εγκρατίτες και τους Μαρκοσιανούς. Οι περισσότερες από τις ιστορικές πληροφορίες που έχουμε σχετικά με τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές αυτών των πρώτων χριστιανών βρίσκονται, πράγματι, στις καταγεγραμμένες επικρίσεις και διατριβές των επίσημων αρχών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό τα γραπτά όσων θεωρούσαν αιρετικούς.
Ο φιλόσοφος Καρποκράτης, οπαδός της Πλατωνικής φιλοσοφίας, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα. Πίστευε σε έναν Θεό ως δημιουργό του κόσμου και όλων των πραγμάτων μέσα σε αυτόν. Συνδύασε το χριστιανικό ιδεώδες της αδελφότητας του ανθρώπου με τμήματα της Πολιτείας του Πλάτωνα, υποστηρίζοντας ότι τα μεγαλεία του Θεού δεν πρέπει να μένουν κρυφά. Προέτρεψε τους Χριστιανούς, άνδρες και γυναίκες, να δουν το φυσικό σώμα με ευγνωμοσύνη για τη δημιουργική δύναμη της θεϊκής αγάπης. Οι μαθητές του λοιδορούντο και μερικές φορές αντιμετώπιζαν σοβαρές διώξεις, αλλά συνέχισαν τις πρακτικές τους στον τέταρτο μ.Χ. αιώνα. Ντοκουμέντα δείχνουν ότι φιλοτεχνήθηκαν γυμνά αγάλματα και δημιουργήθηκε ένα μουσείο για να τιμήσουν αυτή την αίρεση. Οι Καρποκράτες ήταν οι πρώτοι που απεικόνισαν το σώμα του Χριστού στην γνωστή γυμνή του μορφή με την οποία εμφανίζεται ως αυτήν την ημέρα.
Οι Αδαμιάνες υπήρξαν το δεύτερο και τρίτο αιώνα μ.Χ. Ήταν μια ομάδα που ήλπιζε να ανακτήσει την αθωότητα που η ανθρωπότητα είχε χάσει στον Κήπο της Εδέμ και, ως εκ τούτου, ασκούσαν τις λατρευτικές τους τελετές γυμνοί και ζούσαν ως κοινότητα γυμνιστών. Πιστεύεται ότι οι ομάδες των Αδαμιανών χρησιμοποιούσαν εγκαταλελειμμένους ειδωλολατρικούς ναούς για τα τελετουργικά τους.
Μερικές γενιές αργότερα, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Εγκρατίτες και οι Μαρκοσιανοί, που αναπτύχθηκαν από την παράδοση των Αδαμιανών. Οι Εγκρατίτες ήταν χορτοφάγοι και πολλοί από αυτούς, αν όχι όλοι, ασκούσαν τον γυμνισμό. Στην αρχαία Γαλατία (Γαλλία), ο Γνωστικιστής δάσκαλος Μάρκους και οι οπαδοί του, που έγιναν γνωστοί ως Μαρκοσιανοί ζούσαν καλά εγκατεστημένοι στην κοιλάδα του Ροδανού, από τον τρίτο αιώνα. Ο Ειρηναίος, ένας συντηρητικός Χριστιανός συγγραφέας της εποχής, επέκρινε τη γύμνια τους και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, παρατηρώντας: «Ο Μάρκους θεωρείται από αυτούς τους παράλογους και μανιακούς ως θαυματοποιός.»[8]
Οι Αδαμίτες (καμία σχέση με τους Αδαμιανούς) ήταν ενεργή αίρεση στην Βοημία κατά τη διάρκεια του δέκατου πέμπτου αιώνα μ.Χ. Ήταν μέρος της Χουσίτικης/Ουσσίτικης Μεταρρύθμισης. Αυτή η ομάδα είχε συστήσει πολλές θρησκευτικές κοινότητες γυμνιστών.
Οι Χριστιανοί που ζούσαν σε κοινότητες γυμνιστών αποκαλούνταν από τους παραδοσιακούς ως «Γνωστικιστές αιρετικοί», επειδή τα χριστιανικά δόγματά τους επηρεάστηκαν από εσωτερικές διδασκαλίες και την Ανατολική μυστικιστική σκέψη. Ο Χένρυ ντε Οράτεφ έχει γράψει ότι, ενώ κατά μία έννοια θα μπορούσε να θεωρηθούν Γνωστικιστές, «δεν ήταν Γνωστικιστές, αλλά απλά ριζοσπάστες Χριστιανοί.»[9]
Αυτές οι «γυμνιστικές» θρησκευτικές ομάδες δεν ήταν επιδειξίες, προτιμούσαν να ζουν σε απομονωμένες και δυσπρόσιτες περιοχές, προστατευμένοι από τα δάση της Γαλατίας, τις ερήμους της Αιγύπτου, και τα νησιά της Ελλάδας.
Έχτισαν ανθεκτικούς πέτρινους τοίχους για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την προστασία από τις εχθρικές κοινότητες που βρίσκονταν γύρω τους. Ο Ντε Οράτεφ αναλογίζεται: «Πόσο λυπηρό είναι το γεγονός ότι τα μόνα στοιχεία που έχουμε από τους πρώτους χριστιανούς γυμνιστές μάς τα δίνουν οι εχθρικοί λογοκριτές! Ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα, σε κάποιο ευρωπαϊκό ή αφρικανικό μοναστήρι ή τάφο, θα ανακαλυφθεί εκεί μια κρύπτη με τα χαμένα βιβλία των Γνωστικιστών, που θα ρίξουν νέο φως στις διωκόμενες ομάδες των γυμνιστών της αρχαιότητας, όπως ακριβώς και οι Πάπυροι της Νεκράς Θάλασσας έφεραν μια νέα αντίληψη για την παλιά Εβραϊκή λογοτεχνία.»[10]
Το γυμνό ως διαμαρτυρία
Η γύμνια έχει χρησιμοποιηθεί σε όλη την διάρκεια της ιστορίας ως μια μορφή διαμαρτυρίας, καθώς και ως έκφραση των θετικών ανθρώπινων αξιών. Αν ο στόχος κάποιου είναι να τραβήξει την προσοχή, σε μια κοινωνία ντυμένων ανθρώπων το ξεγύμνωμα είναι σίγουρα μια αποτελεσματική μέθοδος για να το κάνει. Αυτή ήταν μια τακτική που χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους χίπις στη δεκαετία του 1960, αλλά και από μια σειρά θρησκευτικών διαδηλωτών σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Για παράδειγμα, όσον αφορά τον περίφημο Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης: «Όταν τον επέπληξε ο επίσκοπός του, έβγαλε τα ρούχα του και περπάτησε γυμνός στους δρόμους.»[11]32
Ενώ είναι δυνατό, φυσικά, να ερμηνευτεί αυτό ως πράξη θρησκευτικής ταπεινότητας και όχι διαμαρτυρίας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την διαμαρτυρία που εξέφρασαν οι Ντούχομπορς του Καναδά, που έφυγαν από την Ρωσία το 1898 και εξακολουθούν να ζουν σε μικρές αποικίες στα βόρεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια ακραία και ατομικιστική αίρεση αναρχικών που διαχωρίστηκε από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία το 1785, οι Ντούχομπορς αριθμούσαν περίπου 15.000 άτομα, όταν έφτασαν για πρώτη φορά στον Καναδά. Αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «Γιούς της Ελευθερίας», βρίσκονταν συνεχώς σε μπελάδες με το νόμο λόγω της άρνησής τους να συμμορφωθούν με την καναδική νομοθεσία σχετικά με τα εκπαιδευτικά, πολιτικά και πολιτιστικά πρότυπα. Οι Ντούχομπορς συχνά διαμαρτύρονταν μαζικά γυμνοί. Η πρώτη γυμνή παρέλαση τους ήταν το 1903 και παρ’ όλο που οι διαδηλωτές είχαν διωχθεί και φυλακιστεί, συνέχισαν να διαδηλώνουν με αυτό το μοναδικό τρόπο για αρκετές δεκαετίες.
Η ελευθερία του σώματος σχετίζεται με τη θέση των γυναικών
Ακόμα και μετά την εφαρμογή αυστηρών περιορισμών στην ελευθερία του σώματος και τη σεξουαλική απόλαυση από τις ευρωπαϊκές θρησκευτικές πρακτικές, υπήρχαν περίοδοι με χαλαρή στάση προς το γυμνό, ίσως ως αντίδραση στην παρατεταμένη κοινωνική και σεξουαλική καταπίεση. Ο Τζωρτζ Λεβίνσκι, συγγραφέας του Οι Γυμνοί και Το Γυμνό, σημειώνει ότι μερικοί ιστορικοί συνδέουν τέτοιες διαφοροποιήσεις, με την αλλαγή της θέσης των γυναικών σε αυτούς τους πολιτισμούς. Τονίζει τις αρχές του Μεσαίωνα, όπου ήταν μια εποχή αυστηρά πατριαρχική, που κυριαρχούταν από ιερείς με κατασταλτική στάση απέναντι στη γύμνια και το φύλο. Ο ύστερος Μεσαίωνας, όμως, είναι γνωστός για την ιπποσύνη, τους τροβαδούρους, το θαυμασμό των γυναικών, και μια πιο χαλαρή στάση. Η Αναγέννηση ήταν μια εποχή μεγαλύτερου γοήτρου για τις γυναίκες, με τα ελληνορωμαϊκά φορέματα του και την εκτίμησή του για τους μη θρησκευτικούς γυμνούς πίνακες. Η αυξημένη ελευθερία του σώματος φαίνεται να σχετίζεται με την άνθηση του κίνηματος των τεχνών της περιόδου αυτής.
Στη συνέχεια ήρθαν ο Καλβίνος και ο Λούθηρος, οι οποίοι επανέφεραν την πατριαρχική ηθική καταστολή κατά τη διάρκεια του κινήματος της Μεταρρύθμισης. Αυτό και πάλι ακολουθήθηκε από μια χαλάρωση των ηθών κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα, η οποία, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αποκατέστησε την κοινωνική θέση των γυναικών. Στη συνέχεια, έγινε μια βαθιά βουτιά στην περιοριστική, πατριαρχική βικτωριανή περίοδο – από την οποία ο φεμινιστικός ήλιος του εικοστού αιώνα, δεν έχει ακόμη πλήρως ανατείλει.[12]
(Συνεχίζεται)

[1] Bernard Rudofsky, Είναι τα Ρούχα Μοντέρνα; (Σικάγο: Paul Theobald Publishers, 1947).
[2] William Hartman, Marilyn Fithian, and Donald Johnson, Κοινωνία Γυμνιστών (Νέα Υόρκη: Crown Publishers, Inc, 1970).
[3] Marvin Κ. Opler, «Η Απουσία Ρούχων δεν Σημαίνει Απουσία Ηθικής», Sexual Behavior Magazine (Ιανουάριος, 1973).
[4] L. Clovis Hirning, «Ρούχα και Γυμνισμός», Encyclopedia of Sexual Behavior, εκδ. Albert Ellis and Albert Abarbanee (Νέα Υόρκη: Hawthorn Βooks, 1961).
[5] Ναθάνιελ Λαντ, Τρόποι Σκέψης, Τρόποι Ζωής (Λος Άντζελες: Price/Stern/Sloan, 1976).
[6] Τζαστίν Γκλας, Μαγεία, η Έκτη Αίσθηση (Βόρειο Χόλλυγουντ, Καλιφόρνια: Wilshire Book Company, 1974).
[7] Μάρτιν Γουέηντστοουν, «Γυμνισμός και Χριστιανισμός», Ηλιακό ρολόι # 19 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1964).
[8] Χένρυ Ντε Οράτεφ, «Πρωτοχριστιανοί γυμνιστές,» Γυμνή Ζωή # 2 (Λος Άντζελες: Elysium, Inc, 1961).
[9] Στο ίδιο.
[10] Στο ίδιο.
[11] Μπέρναρντ Ρουντόφσκυ, Το Ντεμοντέ Ανθρώπινο Σώμα (Γκάρντεν Σίτυ, Νέα Υόρκη, Doybleday & Company, 1971).
[12] Τζωρτζ Λεβίνσκυ, Το Γυμνό και Οι Γυμνοί (Νέα Υόρκη: Harmony Books, 1987).

Ολόκληρος ο άνθρωπος από την κορυφή μέχρι τα νύχια παραμένει έτσι, όπως ήταν, βουτηγμένος σε μια πλημμύρα κακίας, έτσι ώστε κανένα τμήμα να μην μένει αναμάρτητο και έτσι τα πάντα που πηγάζουν από αυτόν να θεωρούνται ως αμαρτία. Ιωαννης Καλβίνος, Μεταρρυθμιστής του 16ου αιώνα)
Η αδυναμία μας δεν έγκειται στα έργα μας, αλλά στη φύση μας. Η προσωπικότητά μας, η φύσή μας, καθώς και ολόκληρη η ύπαρξή μας έχουν διαφθαρεί εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος του Αδάμ. (Μαρτίνος Λούθηρος, Μεταρρυθμιστής του 16ου αιώνα).
Η Πουριτανική Ηθική, η Βικτωριανή Εποχή και η Ντροπή για το Σώμα
Ο Καλβίνος, ένας Γάλλος, ο οποίος εξοργίστηκε από τον πλούτο, τον στόμφο και την ελευθεριότητα των ηθών της ηγεμονευούσης Καθολικής Εκκλησίας, έγινε ηγέτης του κινήματος της Μεταρρύθμισης. Αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του, όμως έλαβε αναγνώριση στην Ελβετία ως ιδρυτής του προτεσταντικού Πρεσβυτεριανιασμού. Απέκτησε φήμη ως ιδρυτής της «πουριτανικής ηθικής».
Ο Μαρτίνος Λούθηρος, ένας Γερμανός μοναχός, ήταν ο «πατέρας της Μεταρρύθμισης». Το 1517 αποσπάστηκε από την παπική εξουσία για να σχηματίσει την Προτεσταντική Λουθηρανική Εκκλησία, επαναστατώντας ενάντια σε αυτό που θεωρούσε ως χαλάρωση των ηθών και υπερβολές της Καθολικής Εκκλησίας και της αριστοκρατίας της. Ο Λούθηρος έφερε μια φονταμενταλιστική, απέριττη θρησκεία σε μια έτοιμη και πρόθυμη μεσαία τάξη.
Με την έλευση του Προτεσταντισμού ήρθαν βιβλικές ερμηνείες που τόνιζαν, όσο ποτέ άλλοτε, ότι η ακαθαρσία και η αμαρτία ενυπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα. Επίσης, τόνιζαν τον φόβο για τον διάβολο. Ενώ ο Θεός ήταν το μυαλό και το πνεύμα, ο διάβολος αντιπροσώπευε το κακό και τον δελεαστικό αισθησιασμό του σώματος. Γυναίκες ύποπτες ότι ήταν μάγισσες είχαν διωχθεί και καταδικαστεί σε θάνατο με την παραμικρή φημολογία. Μια δοκιμασία για την ανίχνευση τού εάν μια γυναίκα ήταν μάγισσα στην Αγγλία (καταργήθηκε το 1219, αλλά λέγεται ότι την εφάρμοζαν ως τον 18ο αιώνα) περιγράφεται στο Αιρέσεις και Αποκρυφισμός του Ρόμπερτ Τ. Σμιθ. «Πρώτα την ξεγύμνωναν. Στη συνέχεια, έδεναν τον αντίχειρα του δεξιού χεριού στο μεγάλο δάχτυλο του αριστερού ποδιού. Έπειτα, τον αντίχειρα του αριστερού χεριού στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού. Στη συνέχεια την πέταγαν σε ένα ποτάμι ή μια λίμνη. Αν αυτή βυθίζονταν και πνιγόταν, δεν ήταν μια μάγισσα. Εάν επέπλεε, είχε τη βοήθεια του Διαβόλου και θα την τραβούσαν έξω ώστε να εκτελεστεί.»[1]
Η πουριτανική ηθική ήρθε στην Αμερική με το Μέυφλαουερ. Οι πρώτοι άποικοι ήταν εργατικοί προτεστάντες πρωτοπόροι προσκυνητές που δεν είχαν ούτε χρόνο, ούτε διάθεση για επιπολαιότητες. Η ενοχή του σώματος και η ντροπή έγινε νόμος στη χώρα και ο νόμος αυτός ήταν ακόμα πιο ακραίος στις Ηνωμένες Πολιτείες απ’ ότι ήταν στο εξωτερικό. Στην Ευρώπη, η ακραία σεμνοτυφία περιορίζονταν σε μεγάλο βαθμό στη μεσαία τάξη, δεδομένου ότι η αριστοκρατία και οι κατώτερες τάξεις είχαν δυνατότητα να ασκήσουν περισσότερες ελευθερίες σύμφωνα με τους κανόνες των θρησκευτικών ηθικολόγων. Ωστόσο, στην Αμερική, η ηθική απαγόρευση κατά των λεγόμενων «πράξεων του Διαβόλου» ήταν ισχυρότερη.
Κατά τη διάρκεια του 1600 και του 1700, οποιαδήποτε απόκλιση από τον κανόνα είτε στη συμπεριφορά είτε στον τρόπο ζωής ήταν ύποπτη. Υστερικοί ζηλωτές πραγματοποιούσαν κυνήγι μαγισσών που ήταν ακόμη πιο παράλογο από τα κυνήγια μαγισσών στην Ευρώπη. Επίσης, ένας νόμος σε ισχύ, εν όσω το Νιού Τζέρσευ ήταν ακόμα βρετανική αποικία, καταλόγιζε την ίδια ποινή με τις μάγισσες για όσες γυναίκες: «… είτε παρθένες, είτε υπηρέτριες, είτε χήρες που μετά την ψήφιση αυτού του Νόμου, επιβληθούν, αποπλανήσουν, ή προδώσουν τον γάμο τους με οποιοδήποτε υπήκοο της Αυτού Μεγαλειότητας μέσω αρωμάτων, καλλυντικών, βαφών, χρωμάτων, τεχνητών δοντιών ή ψηλοτάκουνων παπουτσιών.»[2]
Στην Ευρώπη, μετά τα λίγα χρόνια της φυσικής και συναισθηματικής ελευθερίας του σώματος που σημειώθηκαν κατά την περίοδο του Ναπολέοντα, έγινε μεταστροφή προς την πουριτανική καταστολή, γνωστή στην ιστορία ως Βικτωριανή περίοδος. Αναπτυσσόταν μια ηθική της μεσαίας τάξης που έδινε έμφαση στην αυτοδυναμία, τον αυτοέλεγχο και την αγάπη για την εργασία. Αυτό ταιριάζει γάντι με τις απόψεις των θρησκευτικών ηθικολόγων, των οποίων τις πεποιθήσεις υποστήριζε πλέον η ηγεμονεύουσα μοναρχία. Στην Αγγλία, η Βασίλισσα Βικτωρία (η οποία βασίλεψε μεταξύ 1837 και 1901) και ο πρίγκιπας Αλβέρτος έθεσαν ένα σύνολο προτύπων συμπεριφοράς που έγιναν αποδεκτά ως η νέα ηθική της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.[3]
Η ντροπή για τις σεξουαλικές επιθυμίες και τις σεξουαλικές δραστηριότητες έφτασαν σε τέτοια άκρα, που μια γυναίκα στα μέσα της δεκαετίας του 1800 καταπίεζε και έκρυβε όλα τα μέρη του σώματος της εκτός από το πρόσωπό. Φορούσε στρώματα από μεσοφόρια και ήταν τυλιγμένη με ρούχα, όπως μπλούζες με ψηλό λαιμό ως φούστες με έξτρα ύφασμα στο πίσω μέρος και με μήκος ως το πάτωμα, με σκούφια που να καλύπτει τελείως το κεφάλι της και με σάλι να τυλίγεται γύρω από όλο της το σώμα. Ακόμα και τα χέρια μιας γυναίκας ήταν κρυμμένα. Ένα περιοδικό του 1840 για κυρίες της Βικτωριανής εποχής, συμβούλευε, ότι «Τα γάντια είναι πάντα χαριτωμένα για μια κυρία μέσα στο σπίτι εκτός από την ώρα του γεύματος. Και μερικές γυναίκες δεν εμφανίζονταν ούτε στο τραπέζι «με γυμνά χέρια». Φορούσαν γάντια χωρίς δάχτυλα.»[4] Οι άνδρες, επίσης, αναμενόταν να είναι «σωστοί», τόσο στον τρόπο ενδυμασίας όσο και στους καλούς τρόπους.
Ωστόσο, το να εξαφανίζεται το σώμα δεν ήταν επαρκές για την ηθική της βικτωριανής περιόδου. Οι σεξουαλικές λέξεις και οι αναφορές σε μέρη του σώματος αφαιρέθηκαν από τη «σωστή» γλώσσα για να αποφευχθεί η διέγερση της αμαρτωλής σεξουαλικής επιθυμίας. Ήταν προσβλητικό να γίνει αναφορά στο ανθρώπινο σώμα σε μικτή παρέα της ευγενικής κοινωνίας. Τα πόδια έγιναν «άκρα», το «μπούτι κοτόπουλου» έγινε «σκούρο κρέας» και το «στήθος κοτόπουλου» «λευκό κρέας». Μερικοί άνθρωποι έφτασαν την σεμνότητα στα άκρα της και έφτασαν να καλύπτουν στοιχεία όπως τα πόδια του πιάνου. Ο Τόμας Μπόουντλερ έφερε το «σέβας» στον Σαίξπηρ, δημοσιεύοντας δέκα τόμους των έργων του και αφαιρώντας όλες τις λέξεις που υπαινίσσονταν το σεξ ή την γύμνια.
Η βικτωριανή εποχή διήρκεσε από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα έως τις αρχές του εικοστού. Δημιούργησε μια κοινωνία αντιφάσεων με το να θέσει ταμπού σε φυσιολογικές βιολογικές λειτουργίες και ορμές του σώματος. Ιατρικά βιβλία της εποχής έγραφαν ότι κάθε γυναίκα που είχε σεξουαλική ευχαρίστηση ήταν ανώμαλη. Η ψυχρότητα για τις γυναίκες κρίθηκε επιθυμητή, και οι γιατροί συνταγογραφούσαν ηρεμιστικά για όσες δεν ήταν ψυχρές. Ενώ ήταν αποδεκτό για τους άνδρες να έχουν σεξουαλικές επιθυμίες, το ιατρικό επάγγελμα προειδοποιούσε ότι οι άνδρες θα οδηγηθούν σε μια μόνιμη αποστράγγιση των ψυχικών και σωματικών τους πόρων.
Παρ’ όλα αυτά, η υπερηφάνεια του βικτωριανού συζύγου που έχει μια «σωστή» γυναίκα ήταν ένα προσωπείο που έκρυβε μια σκοτεινή πλευρά. Υπήρξαν περισσότερες πόρνες ανά κάτοικο στους δρόμους του Λονδίνου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας εκείνης της πόλης. Υπήρξε άνθηση της πορνογραφίας και του κερδοφόρου εμπορίου παρθένων. Νεαρά κορίτσια απήχθησαν: «Το ποσοστό στην παράνομη αγορά κυμαίνονταν μεταξύ πέντε και σαράντα λιρών ανάλογα με την ηλικία και την ομορφιά τους.»[5] Αφού τις είχαν ξεπαρθενιάσει, τα κορίτσια αυτά συχνά εντάσσονταν στις τάξεις των ιερόδουλων. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα των «γαλλικών καρτ-ποστάλ», τυπωμένες φωτογραφίες γυμνών κοριτσιών, που με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσαν να θεωρηθούν κάτι λίγο περισσότερο από πονηρές ή απλά υπαινικτικές. Ωστόσο, αυτές οι κάρτες ήταν αναμφίβολα «ερεθιστικές» για τους στερημένους άνδρες που δεν είχαν καμία άλλη ευκαιρία για να ικανοποιήσουν τη φυσική τους περιέργεια για το γυναικείο σώμα. Σε αυτά τα πλαίσια, αναφέρεται ότι οι ποιητές-σύμβολα του ρομαντισμού του δέκατου ένατου αιώνα, Ελίζαμπεθ Μπάρρετ και ο σύζυγός της, ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, δεν είδαν ποτέ γυμνό ο ένας το σώμα του άλλου.
Υπήρχε λογοκρισία στα βιβλία, την τέχνη, το θέατρο και τον χορό. Ωστόσο, το γυμνό επιτράπηκε σε έργα ζωγραφικής με αλληγορικό ή χερουβικό χαρακτήρα. Ήταν επίσης αποδεκτό το να δεις τον βασανισμό γυμνών ή ντυμένων με διαφανή υφάσματα αγίων και εικόνες από τον αισθησιακό, πάσχοντα Σωτήρα σε αξιοσέβαστα σπίτια. «Στο ημίφως ενός παρεκκλησίου, ο Άγιος Σεβαστιανός θριάμβευσε σε καμβά και γλυπτό ως ένα δοξασμένο ελκυστικό μοντέλο των ευσεβών, ενώ θα μπορούσαμε πάντα να βασιστούμε στον Αδάμ και την Εύα, τους αιώνιους επιδειξίες, για να σώσουν τη γύμνια από τη λήθη. Στο απλό φως της ημέρας, ωστόσο, το ανθρώπινο σώμα ήταν επιμελώς κρυμμένο από τα μάτια. Τα ρούχα δεν άφηναν κανένα περιθώριο στα βλέμματα.»[6]
Ωστόσο, η απεικόνιση της πραγματικότητας στην κοσμική τέχνη προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις κατά τη διάρκεια της βικτωριανής περιόδου. Γνωστά έργα, όπως οι Λουόμενοι του Γκυστάβ Κουρμπέ και το Μεσημεριανό στο Γρασίδι του Μανέ και η Ολυμπία, είχαν θεωρηθεί άσεμνα. Ενώ ο Γάλλος συγγραφέας Εμίλ Ζολά υπερασπίστηκε με πάθος τον Μανέ, η εκτεταμένη συλλογή ελληνικών και ρωμαϊκών αγαλμάτων που εμφανίζονται στο Βατικανό ήταν ντυμένα με φύλλα συκής στα επίμαχα σημεία. Τα γυμνά γλυπτά που αποστέλλονταν σε μουσεία από τους ιεραποστόλους ήταν ακρωτηριασμένα ή καλυμμένα με υφάσματα στις οσφυϊκές χώρες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, είχε ανατεθεί σε μια ομάδα από το περιοδικό Λάιφ (Life) να τραβήξει τις πρώτες έγχρωμες φωτογραφίες της διάσημης Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό. Οι Εκκλησιαστικές αρχές συνεργάστηκαν υπό έναν όρο. Όλες οι φωτογραφίες της διάσημης οροφής του Μιχαήλ Αγγέλου έπρεπε να λογοκριθούν πριν από τη δημοσίευση για να αφαιρεθεί η εμπρόσθια γυμνότητα των απεικονιζόμενων προσώπων. Ωστόσο, δεν υπήρχε κανένας περιορισμός σχετικά με τη φωτογράφηση των τοιχογραφιών στους κάτω τοίχους. Έγινε γνωστό ότι ένας από τους προηγούμενους πάπες είχε αναθέσει σε έναν καλλιτέχνη να αναλάβει τη φροντίδα του γυμνού του κάτω επιπέδου ζωγραφίζοντας κλαρωτά κομμάτια υφάσματος πάνω από τα εκτεθειμένα επίμαχα σημεία. Καθώς η περίφημη οροφή ήταν τόσο απρόσιτη, τα εικονιζόμενα πρόσωπα της δεν είχαν υποβληθεί σε… ντύσιμο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τον Άντονυ Κόμστοκ, διαβόητο για τις σταυροφορίες του ενάντια σε οτιδήποτε που να υποδηλώνει το φύλο ή τον αισθησιασμό. Ένας ειδικός πράκτορας στο Ταχυδρομείο των ΗΠΑ ξεκίνησε, το 1868, να εξαπολύει μια αδυσώπητη μάχη κατά του «πορνό», με αποτέλεσμα την κατάσχεση αριστουργημάτων διάσημων ζωγράφων και συγγραφέων, όπως ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, ο Τολστόι, ο Ζολά, ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, και ο Φλωμπέρ. Η δύναμη λογοκρισίας του περιόρισε την ελευθερία του σώματος, την τέχνη και τα αναγνώσματα σε εθνικό επίπεδο για τέσσερις δεκαετίες. Και οι κατασταλτικές εντολές του παρέμειναν μέρος του αμερικανικού ταχυδρομικού κανονισμού για πολλά χρόνια μετά το θάνατό του.[7]
Οι λόγιοι της εποχής εκείνης βρίσκονταν συνεχώς σε πόλεμο με τον Κόμστοκ. Οι συγγραφείς και οι κριτικοί παραπονέθηκαν ότι «… σε πολλές περιπτώσεις τα εν λόγω βιβλία και θεατρικά έργα και οι πίνακες ήταν πορνογραφικά μόνο στην πιο άγρια φαντασία.»[8] Η εμμονή του Κόμστοκ σχετικά με αυτό που θεωρείται πορνό, τον μύησε σε πολλά από τα αριστουργήματα της σημερινής ερωτικής τέχνης, όπως τα έργα του Ντέηβιντ Χ. Λώρενς και του Χένρυ Μίλλερ, το ναό τέχνης Κάμα Κάλα της Ινδίας, καθώς και σε πολλά γλυπτά και ζωγραφικά έργα του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα. Ίδρυσε επίσης την Εταιρεία της Νέας Υόρκης για την Καταστολή της Διαστροφής, του έδωσαν αστυνομικές εξουσίες, και οπλοφορούσε, όταν έψαχνε για διεστραμμένους παραβάτες. «Σε μια περίπτωση μπήκε σε έναν οίκο ανοχής και πρόσφερε σε τρεις γυναίκες δεκατέσσερα δολάρια για να γδυθούν, στη συνέχεια, τις συνέλαβε μόλις το έκαναν.»[9] Ο προκάτοχος του Κόμστοκ ήταν ο ιερέας «θα καείτε στην κόλαση» Τζον Ρ. ΜακΝτάουελ. Αυτός ο προστάτης των μαζών από τα δεινά της ασέλγειας ήταν κρυφά ένας συλλέκτης πορνογραφικού υλικού.[10]
Ίσως η πιο σκληρή και καταστροφική εκδήλωση της Βικτοριανής ηθικής ήταν η κακή μεταχείριση των ιθαγενών πολιτισμών από τις θρησκευτικές ιεραποστολές και τους ευρωπαίους αποίκους. Χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η γηγενής υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια, τα θρησκευτικά έθιμα τους, ούτε η πρακτικότητα των ενδυμάτων και του τρόπου ζωής τους, η αλαζονική βικτωριανή ηθική απαίτησε τη συμμόρφωση με τα ευρωπαϊκά έθιμα. Ο εξαναγκασμός να φορέσουν ρούχα οι λαοί, των οποίων οι πολιτισμοί τους επέτρεπαν προηγουμένως να βιώσουν την ελευθερία του σώματος, δεν ήταν μόνο εξευτελιστική και ταπεινωτική, αλλά και μια αποτελεσματική και διαρκής υπενθύμιση της «κατώτερης» κληρονομιάς και θέσης. Μια έκθεση του 1894 από έναν πρώην κυβερνήτη ενός χωριού Τόνγκα περιγράφει αυτούς τους όρους: «Τιμωρούταν με πρόστιμο και φυλάκιση αν φορούσε την τοπική ενδυμασία. Τιμωρούταν με πρόστιμο και φυλάκιση αν άφηνε μακριά μαλλιά ή εάν στόλιζε το κεφάλι με ένα στεφάνι από λουλούδια. Τιμωρούταν με πρόστιμο και φυλάκιση αν πάλευε ή αν έπαιζε μπάλα. Τιμωρούταν αν δεν φορούσε πουκάμισο και παντελόνι και, σε ορισμένες περιοχές, πανωφόρι και παπούτσια επίσης…».[11]
Οι Χριστιανοί ιεραπόστολοι δημιούργησαν ενδύματα από οποιαδήποτε πηγή ήταν διαθέσιμη. Συχνά ανάγκαζαν τους ντόπιους να φορούν ενδύματα σαν σακιά, ή τους έβαζαν να φορέσουν περίεργα ενδύματα που τα είχαν απορρίψει στην Ευρώπη και τα έστελναν εκεί. Ο Ρίτσαρντ Χάρινγκτον λέει, πως είδε «έναν γεροδεμένο μαύρο αχθοφόρο στην Λέοπολντβίλ να φορά τη ροζ σκούφια ενός παιδιού, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν γελοίο στα μάτια του λευκού ανθρώπου. Έχω δει αφρικανές γυναίκες με παλιούς στηθόδεσμους τοποθετημένους επάνω από τα στήθη τους για χρήση ως τσέπες.»[12]
«Δεδομένου ότι οι ντόπιοι δεν είχαν μάθει να πλένουν ή να επιδιορθώνουν τα ρούχα, τους πήρε πολύ χρόνο για να προσαρμοστούν στον ευρωπαϊκό τρόπο ενδυμασίας, ντύνονταν με ρούχα που αρχικά τα φορούσαν έως να λιώσουν. Υπήρξε μια μεγάλη μείωση στο επίπεδο της σωματικής καθαριότητας με αποτέλεσμα δερματικές παθήσεις και άλλες λοιμώξεις».[13] Οι ντόπιοι είχαν υποβληθεί στο ίδιο είδος αμηχανίας, όταν τους έβλεπαν ντυμένους, όπως εμείς, σε μια κοινωνία ντυμένων ανθρώπων, θα αισθανόμασταν αν μας ανάγκαζαν να τα βγάλουμε. Είναι θαύμα πως δεν κατέληξαν στη χύτρα του κανίβαλου περισσότεροι ιεραπόστολοι!
Ωστόσο, πάντα υπήρχαν φωνές διαμαρτυρίας κατά των ηθικολογικά, αντισεξουαλικά και γεμάτα ντροπή για το σώμα διαταγμάτων της βικτωριανής περιόδου, κυρίως από τις μορφωμένες τάξεις. Το 1833, ο Τόμας Καρλάιλ έγραψε ένα πολυσυζητημένο βιβλίο, το Sartor Resartus (ντύνοντας ξανά τον ράφτη), στο οποίο αμφισβήτησε το δόγμα του απαραίτητου χαρακτήρα των ενδυμάτων. Θα συζητήσει την ηθική, θρησκευτική, και πολιτική επιρροή των ρούχων, παρατηρώντας χιουμοριστικά ότι αν υπήρχε γύμνια στη Βουλή των Λόρδων, η δύναμη τους θα μειωνόταν. Επίσης, ο ίδιος εξέτασε φιλοσοφικά τη δυνατότητα ενός γυμνού κόσμου.[14]
Ο Βενιαμίν Φρανγκλίνος έγραψε σχετικά με την καθημερινή τελετουργία του, που ήταν να κάνει ένα γυμνό μπάνιο στον ψυχρό αέρα κάθε πρωί, ενώ διάβαζε ή έγραφε. Φέρεται να τον έχουν δει να κολυμπά στον Τάμεση στο Λονδίνο, χωρίς ρούχα. Στην πόλη Λέυσιν, στην Ελβετία, ο Δρ Τσάρλς Ρόλιερ έβρισκε την θεραπεία κατά της φυματίωσης και άλλων ασθενειών συνταγογράφοντας την ηλιοθεραπεία ως στοιχείο της θεραπείας. Βρετανοί συγγραφείς και καλλιτέχνες, όπως ο Τζωρτζ Μπέρναντ Σω, ο Όσκαρ Γουάιλντ, και ο Όμπρευ Μπήρντσλευ, γελοιοποίησαν τα ήθη της κοινωνίας τους και απέδειξαν τις πεποιθήσεις τους φορώντας κατά καιρούς ακραία ρούχα ή έχοντας αντισυμβατική συμπεριφορά. Στην Αμερική, ο συγγραφέας Χένρυ Ντέιβιντ Θόρο και ο ποιητής Γουάλτ Γουίτμαν εξέφρασαν έντονα συναισθήματα για την ανάγκη της επιστροφής στη φύση αθωότητα και την ελευθερία του σώματος.
Ο Μοντερνισμός του Εικοστού Αιώνα
Στην αρχή του αιώνα, η διάσημη Αμερικανίδα χορεύτρια Ισιδώρα Ντάνκαν άρχισε να φορά χαλαρά κλαρωτά ρούχα στην καθημερινή ζωή και στη σκηνή, λέγοντας: «Ζω στο σώμα μου σαν ένα πνεύμα σε ένα σύννεφο.» Είχε γοητεύσει το κοινό στην Αμερική και την Ευρώπη με την χαριτωμένη νέα ελευθερία και την εκφραστικότητα των παραστάσεων της με τους αέρινους, ριχτούς ελληνικούς χιτώνες. Με την αντισυμβατικότητα της, η Ντάνκαν όχι μόνο ξεκίνησε μια νέα μόδα στο χορό αλλά και άνοιξε το δρόμο στον μοντερνισμό του εικοστού αιώνα στα είδη ένδυσης, καθιστώντας τον κορσέ παρωχημένο.
Η εξέγερση εναντίον της βικτωριανής ένδυσης πήρε άλλη τροπή στη Γερμανία, όπου, το 19O3, ο Ρίτσαρντ Ούνγκεβιτερ έγραψε ένα βιβλίο, το Die Nacktheit, στο οποίο υποστήριζε την επιστροφή στην αρχαία ελληνική στάση απέναντι στο γυμνό για λόγους υγιεινής και ηθικολογίας. Το 1905 ο Πωλ Ζίμερμαν άνοιξε το πρώτο θέρετρο για τον κοινωνικό και οικογενειακό γυμνισμό, το πάρκο Freilichtpark. Την ίδια στιγμή ένας άλλος γερμανός, ο Δρ Χάινριχ Πούντορ, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Nacktcultur, στο οποίο συζήτησε τα οφέλη του γυμνού στην αλληλομόρφωση και υποστήριξε την απόλαυση του αθλητισμού χωρίς δυσκίνητα ρούχα. «Ο Δρ Πούντορ ονόμαζε την γύμνια αριστοκρατική και τα ρούχα ένα χαρακτηριστικό των πληβείων, δηλώνοντας ότι όλα τα έθνη που αγνοούν τα δικαιώματα των λαών τους στη γύμνια γρήγορα γίνονται παρακμιακά.»[15] Το κίνημα των γυμνιστών (που σήμερα έχει λάβει παγκόσμια διάσταση) ξεπήδησε από αυτούς τους απλούς ανθρώπους, που αψήφησαν έντονα αυτό που για έναν αιώνα ήταν η νοοτροπία της άρνησης του σώματος.
Το κίνημα των γυναικών σουφραζετών είχε αρχίσει να αμφισβητεί το κατεστημένο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά δεν ήταν παρά μετά τον πόλεμο που η ασφυκτική βασιλεία της κατασταλτικής ηθικής άρχισε να κλυδωνίζεται. Όταν οι άνδρες τους πήγαν στον πόλεμο, οι γυναίκες ανέλαβαν την ευθύνη της διαχείρισης των οικογενειών τους και εργάστηκαν σε θέσεις εργασίας, που ποτέ πριν δεν ήταν στη διάθεσή τους. Από το 1920 οι γυναίκες είχαν οι ίδιες πετάξει τα καταπιεστικά φορέματα και έδειχναν το σώμα τους με στενές μπλούζες και κοντές φούστες. Οι γυναίκες απέρριπταν ακόμη και το στέμμα της θηλυκότητας κόβοντας τα μαλλιά τους «αγορίστικα». Η περιέργεια για τη γύμνια αντικαταστάθηκε από το γυμνό σε δημόσια θέα στην ψυχαγωγία. Το στριπτίζ μπουρλέσκ, το έργο Ζίγφελντ Φολίζ (στμ. βαριετέ), το μιούζικαλ Βάνιτιζ του ιμπρεσάριου Έρλ Κάρολ, καθώς και τα Σκάνδαλα του Τζωρτζ Γουάιτ ήταν εντυπωσιακές και αισθησιακές εκδηλώσεις της χαράς και της ομορφιάς του γυναικείου σώματος. Στις πιο τολμηρές Παρισινές σκηνές, οι μουσικές παραγωγές περιελάμβαναν πλήρη γυμνότητα.
Ωστόσο, η ανεκτική αίγλη της «επιπόλαιης» δεκαετίας του 1920 μετριάζεται από τη μεγάλη ύφεση που ακολούθησε. Ως εκείνη την εποχή το σώμα είχε απελευθερωθεί από τα δυσκίνητα ρούχα, η σεξουαλικότητα είχε αναγνωριστεί δημόσια, και δεν φαινόταν να μπορεί να γυρίσει στο παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν και υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι ο πολιτισμός μας στο σύνολό του δεν έχει αποκοπεί εντελώς από την κληρονομιά της ενοχής και της ντροπής που είναι ριζωμένες στο «προπατορικό αμάρτημα» το οποίο περιγράφεται στις βιβλικές ρίζες.
Το γυμνό σώμα εξακολουθεί να θεωρείται αφύσικο. Το γυμνό στην αμερικανική τηλεόραση είναι σπάνιο. Κατά τη διάρκεια των πρωινών ωρών, όταν τα παιδιά παρακολουθούν τηλεόραση, το γυμνό δεν είναι επιτρεπτό. Τα παιδιά προστατεύονται από τις «καταστροφικές» συνέπειες τού να δουν ένα φυσικό, φυσιολογικό και ακίνδυνο ανθρώπινο σώμα, αλλά η σωματική βία συγχωρείται θεωρούμενη ως ψυχαγωγία για τα παιδιά μας και για εμάς τους ίδιους. Είναι τόση η σύγχυση που υπάρχει σ’ αυτά τα συστήματα αξιών, που βοηθούν ώστε να κλειστούν θέσεις για το ανάκλιντρο του ψυχιάτρου!
Από το βιβλίο της Aileen Goodson, «Θεραπεία, Γυμνισμός και Χαρά».
Η μετάφραση των κειμένων που δημοσιεύθηκαν στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.128,129,130 έγινε από την Κ.

[1] Ρόμπερτ Τ. Σμιθ, Αιρέσεις και Αποκρυφισμός (Μιννεάπολις: Winston Press, 1973).
[2] Λώρενς Λάνγκνερ, Η Σημασία του να Φοράς Ρούχα (Νέα Υόρκη: Hastings Rouse Press, 1959).
[3] Έντμουντ Κήμαν, «Ο 19ος αιώνας και το γυμνό», Γυμνή Ζωή # 1 (Λος Άντζελες: Elysium Publishing, Inc, 1961).
[4] Έμιλυ Κόλμαν και Μπέτυ Έντουαρτς, Απελευθέρωση του Σώματος (Λος Άντζελες: JP Tarcher, Inc, 1977).
[5] Λεβίνσκυ, στο ίδιο.
[6] Ρουντόφσκυ, Το Ντεμοντέ Ανθρώπινο Σώμα, στο ίδιο.
[7] Λεβίνσκυ, στο ίδιο.
[8] Χάρτμαν και άλλοι, στο ίδιο.
[9] Ντένις Κρεγκ Σμιθ και Δρ. Γουίλιαμ Σπαρκς, Μεγαλώνοντας χωρίς ντροπή (Λος Άντζελες: Elysium Growth Press, 1986).
[10] Λεβίνσκυ, στο ίδιο.
[11] Ρουντόφσκυ, Το Ντεμοντέ Ανθρώπινο Σώμα, στο ίδιο.
[12] Ρίτσαρντ Χάρινγκτον, «Το Γυμνό που Χάνεται», Γυμνή Ζωή # 27 (Λος Άντζελες: Elysium Publishing, Inc, 1965).
[13] Χίρνινγκ, στο ίδιο.
[14] Κίρναν, στο ίδιο.
[15] Όπως Προηγ

https://athens.indymedia.org/post/1589985/


=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.