Η φωνή μας είναι η ενεργή δημοσιογραφία των πολιτών.
Στείλτε μας και τις δικές σας απόψεις - κριτικές.
Κάθε ιστολόγιο που κλείνει είναι ένα βαρύ κτύπημα στη δημοκρατία, κάθε νέο ιστολόγιο την ενισχύει και ελέγχει την εξουσία.
Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024
Δραπετσώνα, με αφορμή το τραγούδι σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Δραπετσώνα, με αφορμή το τραγούδι σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός, κάθε καρφί του πέτρα και λυγμός.
Το τραγούδι ύμνος του Τάσου Λειβαδίτη και του Μίκη Θεοδωράκη στην προσφυγιά της Δραπετσώνας.
Στα τέλη του 1922, χιλιάδες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε αυτοσχέδια παραπήγματα στην έρημη, μέχρι τότε, δυτική ακτή του λιμανιού του Πειραιά. Ένας νέος συνοικισμός αναδύθηκε, πέρα από τα όρια του μέχρι τότε οικισμένου χώρου, η Δραπετσώνα. . . .
Εκεί ήταν ο πολυδαίδαλος κόσμος των εργατών και των προσφύγων, των παραπηγμάτων και των βιομηχανικών μονάδων.
Παρακολουθώντας κανείς τη διαδρομή των κατοίκων του συνοικισμού από το 1922 έως το 1967, οι αόρατοι άνθρωποι της προσφυγικής και εργατικής εμπειρίας μετασχηματίζονται σε πρωταγωνιστές της ιστορίας.
Μια ιστορία που συντίθεται από τους μεγάλους κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς, τις καθημερινές αποφάσεις και τις επιλογές των γηγενών και των προσφύγων, που δημιούργησαν έναν ξεχωριστό κόσμο στην άκρη του κόσμου.
Πλάι στα πορνεία των Βούρλων και τους τεκέδες, άρχισαν να ξεπηδούν αυτοσχέδια σπίτια και οικογένειες εργατών να εγκαθίστανται στην περιοχή.
Μοναδική οργανωμένη προσπάθεια εγκατάστασης αποτελούσε ο συνοικισμός των Λιπασμάτων.
Η Δραπετσώνα βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του λιμανιού του Πειραιά. Πήρε την ονομασία της από ρεματιά της περιοχής, μάλλον από ναυτικούς της Σαλαμίνας που μιλούσαν αρβανίτικα. Το "ντράπε" σημαίνει "ρέμα" και Τσώνα ήταν το όνομα του ιδιοκτήτη όλης της περιοχής. Έτσι ονόμασαν την περιοχή "ντράπε τσώνα" και τελικά Δραπετσώνα.
Στην περιοχή από το 1909 και έως το 1993 λειτουργούσε εργοστάσιο λιπασμάτων.
Τα λιπάσματα της Δραπετσώνας ήταν ιδικτησίας επιχειρηματιών και τραπεζιτών, με εκπρόσωπο τον Νικόλαο Κανελλόπουλο.
Ακόμα, από το 1911 και μέχρι πριν από κάποια χρόνια, λειτουργούσε και εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου.
Η περιοχή της Δραπετσώνας είναι κατεξοχήν προσφυγικός δήμος, αφού δέχτηκε αμέσως με την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 μεγάλο κύμα προσφύγων.
Άνθρωποι ξεριζωμένοι, με οικογένειες διαλυμένες που μετρούσαν τους νεκρούς τους, αγωνίστηκαν κάτω από αντίξοες συνθήκες και στάθηκαν στα πόδια τους με πολύ κόπο και θυσίες, γνωρίζοντας την ταπείνωση και πολλές φορές τον εξευτελισμό, όχι μόνο από το επίσημο κράτος αλλά και από τους ντόπιους....
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Μικρασιάτη λαϊκού μας δημιουργού Γιάννη Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του, για το πώς ο ίδιος βίωσε εκείνες τις τραγικές στιγμές της προσφυγιάς:
"Μας έφεραν στον Πειραιά, μας έβαλαν σε κάτι αποθήκες γεμάτες σκουλήκια, μας έκαναν καραντίνα και μας έβαλαν τα ρούχα στον κλίβανο. Οι ντόπιοι μας έκλεβαν τα ρούχα, ότι είχαμε, ακόμη και παπούτσια. Πείνα, δυστυχία και προπαντός περιφρόνια, πώς να σου φύγουν από το μυαλό…"
Οι πρόσφυγες στη συνέχεια βρήκαν ξύλα και καρφιά κι έφτιαξαν παράγκες.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, έγιναν οι προσφυγικές πολυκατοικίες και μοιράστηκαν στους κατοίκους μικρά διαμερίσματα.
Είχε μεσολαβήσει η Συνθήκη της Λωζάνης, που ανέφερε ότι οι περιουσίες των Ελλήνων της Μ. Ασίας έπρεπε να ανταλλαγούν με τις περιουσίες που άφησαν οι Τούρκοι στην Ελλάδα, όπως επίσης έπρεπε να δοθεί στους πρόσφυγες ως αποζημίωση ένα χρηματικό ποσό.
Όμως, το μεγαλύτερο μέρος των κτημάτων που άφησαν οι Τούρκοι το καταπάτησαν και το ιδιοποιήθηκαν διάφοροι επιτήδειοι.
Όσο για το χρηματικό ποσό που έπρεπε να καταβάλει η Τουρκία στην Ελλάδα για τους πρόσφυγες, ούτε λόγος να γίνεται.
Η τουρκική κυβέρνηση είχε υποχρέωση να καταβάλλει επιπλέον χρηματικό ποσό, ύψους περίπου 90 εκατομμυρίων λιρών, στους Έλληνες, το οποίο ποτέ δεν καταβλήθηκε διότι παρακρατήθηκε ως πολεμική αποζημίωση της Ελλάδας προς την Τουρκία.
Οι πρόσφυγες τελικά, ήταν οι μόνοι που πλήρωσαν το αντίτιμο της Μικρασιατικής καταστροφής.
Το τραγούδι της Δραπετσώνας καθρεφτίζει απόλυτα τόσο την ιστορία της πόλης, όσο και τον αγώνα των κατοίκων της.
Η "Δραπετσώνα" του Τάσου Λειβαδίτη και του Μίκη Θεοδωράκη είναι το τραγούδι που οι κάτοικοι αποκαλούν εθνικό ύμνο.
Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ' τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το 'δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά
και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι
ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ακούστε ακόμα ένα τραγούδι για τη Δραπετσώνα
Πενήντα χρόνια στάχτη κι αλάτι.
Μουσική/στίχοι : Γιάννης Τσιαντής - Τραγούδι : Κατερίνα Τσιρίδου.
Πενήντα χρόνια στάχτη κι αλάτι
Κι αν φεύγει ο πόνος μένει η σπορά
Η Δραπετσώνα χώμα κι αγκάθι
Πλαγιάζει πόρνη με τον φονιά
Σε καραβιές, δόλια Ελλάδα
Πόντος και Σμύρνη μια γειτονιά
Μοιρολογάει το γάλα η μάνα
Τεκές, νταμίρα και προσφυγιά
Μαύρη κουκούλα, χέρι απλώνει
Φάγαν τον Στέλιο της Κοκκινιάς παιδί
Πέτρινα χρόνια μας ξημερώνει
Ρεμπέτες, φτώχεια και Κατοχή
Αγγέλων είναι γειτονιά είπε ο Μίκης
Κι αν είναι αλήθεια τί με ξυπνάς
Πενήντα χρόνια στάχτη κι αλάτι
Κι αν φεύγει ο πόνος μένει η σπορά
Στις 18 Μαΐου 2020 κυκλοφόρησε το βιβλίο και το ομώνυμο CD "Το κορίτσι του τεκέ... Οδοιπορικό Δραπετσώνα".
Παρακάτω σε βίντεο ένα απόσπασμα - Διαβάζει η Χίλντα Ηλιοπούλου.
Κάποιοι φωνάζουν Λευτεριά
Ζήτω, Ζήτω η Ελλάς
Τη Μάντρα τούτη να τιμάς
Είμαστε οι Λεύτεροι της Κοκκινιάς
Αχ αγόρι μου
Να μην κλάψεις κόρη μου
Δεν σκοτώνει Λευτεριά
Βόλι Γερμανού φονιά
Κάποιοι φωνάζουν Λευτεριά
Ζήτω, Ζήτω η Ελλάς
Τη Μάντρα τούτη να τιμάς
Πλοία έδεναν στη Νήσο
Για χολέρα και χτικιό
Κάποιοι πέθαιναν ξοπίσω
Τσέτες καίγανε το βιός
Άμαν , άμαν
Άνθρωπε λυπήσου με
Κι όταν φτάναν στα λιμάνια
Πειραιά και Αλμυρό
Μια λύρα η κούπα γάλα
Και νερό θαλασσινό
Τούρκων σπόροι τους φωνάζαν
Στένεψε η γη γι’ αυτούς
Πέθαιναν στο δρόμο αράδα
Μάνες θρήνησαν τους γιούς
Άμαν , άμαν
...Νωρίς το μεσημέρι, οι Τούρκοι λούσανε με πετρέλαιο σπίτια και δρομάκια μαχαλάδων. Οι πρώτες φωτιές ανάψανε στη συνοικία των Αρμενίων, μέχρι το απόγευμα εξαπλώθηκαν ως την προκυμαία. Πυροβολισμοί, ποδοβολητά, ουρλιαχτά…
- Ακριβούλα, Βαγγελάκι έρχονται! Κρυφτείτε στο υπόγειο!
Δεν πρόκαμαν! Οι Τούρκοι έσπασαν την πόρτα και χωρίς δεύτερη κουβέντα πυροβόλησαν τον πατέρα στο κατώφλι. Τον Βαγγελάκι άρπαξε ένα χέρι κι εξαφανίστηκε. Η Ακριβούλα πρόλαβε να τρυπώσει στο μπαούλο. Η μάνα ούρλιαζε και ικέτευε. Κρατώντας την τέσσερις, την ρίξανε μπρούμυτα στο πάτωμα με το σαγόνι σπασμένο από μπουνιές και κλοτσιές. «Πέρασαν» από πίσω της, ο ένας μετά τον άλλονε. Βιάστηκε με λύσσα από μια αγέλη ληστών που ζητωκραύγαζε για τα επινίκια του οθωμανικού. Στρίγκλιζε από ντροπή και μίσος μέχρι το τελικό γρονθοκόπημα που ήταν και μοιραίο. Έσπασε ο σβέρκος και γύρισε η γλώσσα της ενώ ο τελευταίος αγκομαχούσε να τελειώσει στα πεθαμένα σκέλια της.
Η Σμύρνη καιγόταν από άκρη σ’ άκρη. Τσέτες λεηλατούσαν σπίτια και εκκλησίες, ατίμαζαν κορίτσια, σφάζανε κι αποκεφάλιζαν όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Ο κόσμος αλλόφρων έτρεχε στην προκυμαία να σωθεί. Βάρκες και καΐκια λιγοστά, έτοιμα να βουλιάξουν από το παραφόρτωμα. Χιλιάδες βούτηξαν στη θάλασσα και κολυμπώντας προσέγγιζαν τα πολεμικά πλοία. Πολλοί πνίγηκαν, οι λιγοστοί που προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν στα συμμαχικά καράβια, τους κοπανάγανε τα χέρια ή τους κόβανε τα δάκτυλα για να πέσουν ξανά στη θάλασσα. Ένας κόλπος σκεπασμένος από φλόγες και στάχτη, κόχλαζε από χιλιάδες απέλπιδα χέρια και πόδια ανάμεσα σε τουμπανιασμένα πτώματα! Μαχαλάδες και λιθόστρωτα πλημμυρισμένα στο αίμα και στο πετρέλαιο είχαν γεμίσει με χαβούζες και σκαμμένους λάκκους από ακέφαλους πατεράδες και ακρωτηριασμένες μάνες που τις ξερίζωσαν τα βρέφη τους απ’ τις μασχάλες…
Στα ανοιχτά ένα γιαπωνέζικο εμπορικό πλοίο περισυνέλεξε σχεδόν αναίσθητη την Ακριβούλα...
...Σε όποιο καράβι διαπιστωνόταν η ύπαρξη νεκρού, ο μακαρίτης πετιόταν στη θάλασσα και το πλοίο έδενε στα ξερονήσια τύπου καραντίνας με τον πρόσχημα απολύμανσης των επιβατών από την υποτιθέμενη μεταδιδόμενη ασθένεια. Στα ερημονήσια, αφού τους γυμνώνανε και τους περνάγανε από ψεκασμούς και απολύμανση, έπειτα τους αφήνανε ξεβράκωτους και νηστικούς για μήνες. Κάμποσοι πέθαναν πάνω στα καράβια από αφυδάτωση κι ασθένειες, πολλοί ηλικιωμένοι δεν άντεξαν τη δίψα και το αλμυρό νερό της Μακρονήσου, κάποιες μητέρες γέννησαν εν πλω, αρκετά βρέφη πέθαναν από ασιτία στον Αϊ Γιώργη.
...Από την ακτή Μιαούλη έως το λιμάνι της Κρεμμυδαρού έβλεπες ταλαιπωρημένους Μικρασιάτες, άλλους κατάχαμα να παρακαλούν για μια χούφτα νερό και άλλους να οργώνουν την ακτή μπας και βρουν κανένα απάγκιο να πλαγιάσουν. Αρχικά, πολλοί από τους ντόπιους ήταν διστακτικοί, δεν τους καλοήθελαν στα πόδια τους. «Ήρθαν οι τουρκομερίτες και οι τουρκόσποροι να μας πάρουν τις δουλειές», μουρμουρούσαν...
«Μια λίρα η κούπα γάλα, μαντάμ»,
«Δυο μηνιάτικα μπροστά και κάθε πρώτη του μηνός… Έλα, τώρα, μη μου κατσουφιάζεις, ολόκληρη οικογένεια χωράει το κοτέτσι της αυλής, μένεις κανένα χρονάκι και μετά βλέπεις τι κάνεις»
«Για σένα, μίστερ, δυο χρυσαφικά το κομμάτι λαμαρίνας, τζάμπα πράμα, το μισό για υπόστεγο και τ’ άλλο το κάνεις σκάφη για την κυρά σου»
«Κοπελιά, θα σου ‘χω σπίτι και φαγί. Εσύ το μόνο που θα κάνεις, δυο τρεις ξεπέτες την ημέρα με κανέναν λοχαγό ή καπετάνιο, μόνο και μόνο για να βγάλεις την υποχρέωση από πάνω σου».
"H Ελλάδα μάζευε τα κομμάτια της. Η Δραπετσώνα περήφανη για τα αλήτικα χρόνια της. Γέννησε μέσα από τη φτώχεια και το σεργιάνι το ρεμπέτικο. Πάντρεψε το σπαραγμό της Μικράς Ασίας με το περιθωριακό νταηλίκι του Περαία σαν μια μήτρα που αναβλύζει πολιτισμό και ιστορία. Εργατοώρες και ντάγκλες μια μεθυστική αγκαλιά επιβίωσης φάμπρικας και τεκέ. Τα πέτρινα χρόνια δεν λύγισαν αξιοπρέπεια και φιλότιμο.
Σπίτι η λαμαρίνα με τις τρυπιοδεκάρες.
Ανάσα το θαλασσινό οξυγόνο των ξερονησιών.
Φαγητό η κατσαρόλα της γειτονιάς…
Και όλα αυτά να μοιάζουν με ζωή και γλέντι. Μια ευτυχία αλλιώτικη από τη δική μας. Κάπως μακρινή, λίγο σιχαμένη και πολύ κακότροπη..."
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.