Βάζω διακοπή σελίδας, τουτέστιν page break, και όποιος θέλει μπαίνει και διαβάζει ένα χρονογράφημα του Κ. Σνωκ, στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Νέα Αλήθεια, που αναφέρεται στο πώς αντιμετώπισε την κηδεία μιας πόρνης μια συνοικία στο Βαρδάρι και ποιες σκέψεις γεννήθηκαν στο μυαλό του γράφοντα.
Κηδεία σε επαρχιακή πόλη. Η νεκρική πομπή ξεκίνησε για την εκκλησία από το σπίτι. Μπροστά πήγαινε αργά κι επίσημα η νεκροφόρα με τον πεφιλημένο και πίσω ακολουθούσαν πεζή οι συγγενείς και οι φίλοι. Ήταν Οκτώβρης και ο καιρός ήταν γλυκός. Η διαδρομή για την εκκλησία περνούσε από έναν δρόμο ήπιας κυκλοφορίας, με τραπεζάκια δεξιά κι αριστερά, γεμάτα κόσμο. Στο πέρασμα της πομπής, οι άνθρωποι που κάθονταν στις καφετέριες και τα καφενεία σηκώνονταν σιωπηλοί και σοβαροί, σε ένδειξη σεβασμού προς τον άγνωστο μεταστάντα και προς τον πόνο των δικών του. Κάποιοι στέκονταν σε στάση προσοχής, κάποιοι έκαναν τον σταυρό τους.
Δεύτερη εικόνα
Το παρακάτω χρονογράφημα δίνει μια πολύ διαφορετική εικόνα. Στο πέρασμα της φτωχικής πομπής δεν ακούστηκε ευχή για συγχώριο, αλλά ειρωνείες και γέλια. Για ποιο λόγο οι άνθρωποι έδειξαν τέτοια ασέβεια; Επειδή στην κάσα ήταν μια πόρνη και η συνοδεία που τη συνέβγαζε αποτελούταν από μερικές γυναίκες, που η εμφάνισή τους φανέρωνε ότι ήταν του αυτού επαγγέλματος. Έτσι η νεκρική πομπή πέρασε ανάμεσα από ανθρώπους που χλεύασαν ως ύστατο χαιρετισμό.
ΓΕΛΟΥΣΕ
Από μία στενωπό της συνοικίας Βαρδαρίου εξήρχετο η πομπή μιας φτωχικής κηδείας. Μία ερειπωμένη νεκροφόρος, ένα σάπιο φέρετρο και μέσα σ’ αυτό μια γυναίκα, σάπια κι αυτή και σκωληκόβρωτος πριν να έμπει ακόμα στα βάθη της γης. Ακολουθούσαν μερικές γυναίκες μόνο, οικτρές την όψιν, με εμβληματικό τον τύπο της ιδιότητός τους, με φανερωμένη τη μορφή του εμπορίου που μετήρχοντο.
Ήτον μία ιερόδουλος που κηδευόταν.
Τι εντύπωσις; Τα πρόσωπα όλα που αντίκριζαν το θλιβερό πέρασμα εύρισκαν σωστό και πρέπον να χαμογελάσουν. . . .
Γελούσαν, ενώ έπρεπε διπλά να κλαιν. Να κλαιν για την ανθρώπινη ύπαρξι που χάθηκε και να κλαιν γιατί η ύπαρξις αυτή ήτον ίσως θύμα των, να κλαιν από τα απηνή και αλύπητα χτυπήματα μιας συνειδήσεως, αν μπορούμε να παραδεχθούμε ότι αυτή η συνείδησις είχε υπόστασιν στα άδεια κορμιά τους.
Και όμως γελούν. Έτσι πάντα κάνουν στο πέρασμα μιας γυναίκας που σύρθηκε στον δρόμο του κοσμικού χαμού. Έτσι κάνουν και στο πέρασμά της για τον δρόμο του αιωνίου χαμού. Γελούν και δεν ραγίζονται.
Σαν να μην αναγνωρίζουν ότι αυτοί είναι οι φονιάδες που έσκαψαν από προτύτερα βαθιά τη γη, για να θάψουν αργότερα ό,τι τους εξήγειρε την ηδονή, ό,τι τους ενιρβάνισε στις στιγμές της φιλότητος, ό,τι τους έδωκε τα πρώτα φιλιά στο μέτωπο, στο στόμα…
Άνθρωποι κακοί… Ίσως περισσότερο στιγματισμένοι από τη γυναίκα που εστέλλετο άθλια στον τάφο, όπως άθλια πέρασε τη ζωή της.
Άνθρωποι μικροί και τιποτένιοι! Δημιουργοί των κοινωνικών ερειπίων και χλευασταί των θυμάτων τους!
Αλλά μη γελάτε, άνθρωποι. Το γέλιο σας είναι μια ρυπαρότης όταν γίνεται για μια τέτοια αιτία, για το λείψανο της γυναίκας της αμαρτωλής.
Ω, της αμαρτωλής! Αλλά δεν ήταν αυτή η γυναίκα που σας έδωκε τα πρώτα ρίγη της ηδονής, με το σφικταγκάλιασμα της οποίας εδώσατε μέτρο και ρυθμό εις το αίσθημα της αγάπης, και από μέσα απ’ την καρδιά της οποίας, σαν από φακόν κρυστάλλινο, εκυτάξατε τον κόσμο στην ομορφιά του και στην ασχημία του!
Γελάτε με το άθλιο σκήνο που περνάει· γελοιοποιημένο μέσα στο σαπισμένο κιβούρι του χωρίς η μικρή και πρόστυχη σκέψι σας να θελήσει να γυρίσει λίγο πίσω, χρόνια ή μήνες ή μέρες, που γι’ αυτό εκεί το πτώμα ξεχνούσανε καθετί γήινο.
Και δεν ξέρω πόσος θα περάσει ακόμα καιρός και δεν ξέρω ποια θα είναι η στιγμή κατά την οποία θα λησμονήσετε το σαρκαστικό γέλιο σας αυτό και θα σκύψετε στο χαρτί, για να γράψετε ολίγους στίχους σε μιαν άλλη γυναίκα, που δεν θα διαφέρει καθόλου από την αθλίαν αυτήν, για να της πείτε ότι «πεθαίνετε γι’ αυτήν κ.λ.π.»
Και τότε θα είστε όλος θυσία και στα γόνατά της πεσμένος θα χύνητε τόσα δάκρυα, όσα θα χρειασθούν ως αντιστάθμισμα για τα κατοπινά γέλια απάνω στο λείψανό της!
Άνθρωποι υποκριταί! Γελάτε που περνά στον δρόμο ο θάνατος σιωπηλά. Γελάτε. Κι όμως κατά την ώραν του αποχωρισμού οι άνθρωποι κλαίουν μόνον.
Κ. ΣΝΩΚ
Νέα Αλήθεια, Σάββατο 23-5-1931
Της Λυδίας Βλάχου στην σελίδα Παλιές Αναμνήσεις.
Η φωτογραφία από το ίδιο δημοσίευμα.
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου
Εσύ που είσ' ακόμα εκεί
στης αμαρτίας το στρατί
και στο μικρό σου το κορμί
έχεις για πάντα φορτωθεί
της γης όλα τα λάθη
Εσύ που σου 'δωσαν να πιεις
απ' της ζωής το κατακάθι
Είσαι για μένα ο πιο πικρός
μέσα στη νύχτα στεναγμός
κάπου σαν ίσκιος σκοτεινός
μοιάζεις ο ίδιος μου εαυτός
Να γίνονταν να φορτωθώ
τα κρίματα σου να σωθώ
Εσύ μοιράζεις το φιλί
κι η κοινωνία τη ντροπή
ένα τραγούδι τι να πει
όταν στο βούρκο η ζωή
ανοίγει μονοπάτι
Αχ η ελπίδα η κοινή
δε βρίσκει απόψ' έναν πελάτη..
Σημείωση:
Όταν παρουσιάστηκε με πρωτοβουλία των Proud Seniors Greece το βιβλίο μου «Κάτι να μείνει από μένα-Πόρνες στα Βούρλα, ο πρόεδρος διευκρίνισε στο ακροατήριο ότι η χρήση της λέξης πόρνη, δεν έχει υποτιμητική έννοια, αλλά οπωσδήποτε δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον σύγχρονο όρο σεξεργασία, όταν μιλάμε για τη δεκαετία του ’30. Όσο για τη λέξη ιερόδουλος, που χρησιμοποιεί ο Σνωκ, αυτή σπάνια χρησιμοποιείται σήμερα.
Όταν παρουσιάστηκε με πρωτοβουλία των Proud Seniors Greece το βιβλίο μου «Κάτι να μείνει από μένα-Πόρνες στα Βούρλα, ο πρόεδρος διευκρίνισε στο ακροατήριο ότι η χρήση της λέξης πόρνη, δεν έχει υποτιμητική έννοια, αλλά οπωσδήποτε δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον σύγχρονο όρο σεξεργασία, όταν μιλάμε για τη δεκαετία του ’30. Όσο για τη λέξη ιερόδουλος, που χρησιμοποιεί ο Σνωκ, αυτή σπάνια χρησιμοποιείται σήμερα.
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.