«Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και το θάνατο...»
(Γιάννης Ρίτσος, «Σονάτα του σεληνόφωτος»).
Τελικά, τον έρωτα τον βιώνουμε ο καθένας μόνος, ανεξάρτητα από τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας, τον δεσμό μας με εκείνον και την κοινή ζωή;
Άλλωστε, αν ρωτήσεις δύο εραστές για τη σχέση τους, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ιστορίες δεν θα διηγηθούν;
Γράφει η Χριστίνα Κουμπαρου (ethnos)
Και τι είναι έρωτας;Έρωτας είναι η απόλυτη κατάθεση ψυχής ή πηγάζει από τον ανθρώπινο εγωισμό;
Ερωτευόμαστε αυθόρμητα ή ερωτευόμαστε όταν και εάν το θέλουμε οι ίδιοι;
Όπως ο Τόμας την Τερέζα στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»...
«Ηταν μάλλον η υστερική αντίδραση ενός άντρα που, καταλαβαίνοντας στα τρίσβαθά του την ανικανότητά του να προσαρμοστεί στον έρωτα, άρχιζε να παίζει στον εαυτό του την κωμωδία του έρωτα...», γράφει ο Μίλαν Κούντερα.
Αρα, πρόκειται για κωμωδία, για υστερία ή για ανάγκη;
Ανάγκη να καλύψουμε τις δικές μας ανασφάλειες, ανάγκη να σταθούμε αντάξιοι στις προσδοκίες του περίγυρου, ανάγκη να «πολεμήσουμε» τη μοναξιά μας;
Και έτσι καταλήγουμε να παίζουμε αυτή την... υστερική κωμωδία;
Τη μεγαλύτερη μοναξιά όμως οι περισσότεροι δεν τη βιώνουμε μέσα σε σχέση παρά εκτός;
Οπως και να ‘χει ο έρωτας σίγουρα είναι υπερεκτιμημένος.
«Δεν υπάρχει έρωτας, μόνο εγωισμός», λέει η Λένα Κιτσοπούλου στη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της, ένα «ζόρικο» σόλο, με μεγάλες αλήθειες ζωής, που κανείς δεν τολμά να παραδεχτεί ούτε στον ίδιο του τον εαυτό.
Και έρχεται η Μαρία Πρωτόπαππα, συγκλονιστική στον ρόλο της 37χρονης αυτόχειρα που βιώνει μια... άλλου τύπου κατάθλιψη, εκείνης του «δουλεύω, βγαίνω, γνωρίζω ανθρώπους, μιλάω, γελάω και όλα αυτά με μεγάλη όρεξη, ΑΛΛΑ...» (αυτή την κατάθλιψη δεν βιώνουμε οι περισσότεροι;),
να επιβεβαιώσει: «Παιδιά, λίγο μάπα το καρπούζι».
Με την τραγική διαπίστωση (όλες οι μεγάλες αλήθειες δεν είναι τραγικές και «δύσκολες» άλλωστε;): «Αυτό που με απωθούσε ως στάση ζωής, έφτασε η ώρα να το εκτιμήσω αρκετά και, το χειρότερο από όλα, να το έχω και ανάγκη...» (κάτι που δεν αφορά μόνο τον έρωτα βέβαια).
Τελικά σήμερα, «έρως ανίκατε μάχαν» ή έχασε το παιχνίδι στα... πέναλτι;
--------------------------------------------------------------------------
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ.Το έργο είχε τιμηθεί το 1956 με το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης.Ακούγεται το Moonlight shadow του Μπετόβεν.
Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.
Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής.
Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο: Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. Άφησέ με να έρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να έρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του. Άφησε με να έρθω μαζί σου.....
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν, κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου, κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα, μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους, δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, (δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου). Άφησε με να έρθω μαζί σου
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να έρθω μαζί σου....
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε, τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό, οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει - μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι, πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνίας, ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα, τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.
Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια, όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο, τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίζω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου, ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια....
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες - 8, 16, 32, 64, - κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια, (συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, - κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σου λεγα για την πολυθρόνα ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο, μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; - έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε, και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να έρθω μαζί σου...
========================================================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.