Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Mea Culpa: Ημερολόγιο 300

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα στάχυ που είχε φυτρώσει σε ένα χωράφι. Το χωράφι αυτό δεν ήταν σπαρμένο, όχι όμως επειδή ήταν στείρο, αλλά επειδή το είχαν αφήσει για να «ξεκουραστεί» από την προηγούμενη σοδειά. Είχε φυτρώσει λοιπόν, αυτό το στάχυ, σε ένα κατά βάση άδειο χωράφι.

Κατά βάση άδειο, αλλά όχι κατά κυριολεξία. Γιατί τα χωράφια που μένουν άσπαρτα, αφήνουν χώρο για ένα σωρό ζιζάνια να μεγαλώσουν. Φυτά που τα φέρνει ο άνεμος, που αλλού ήτανε να πάνε και κατέληξαν εδώ από καθαρή τύχη.

Πρέπει να πω εδώ ότι όσοι πιστεύουν ότι τα φυτά δε μιλάνε κάνουν μεγάλο λάθος! Μιλάνε και πάρα πολύ μάλιστα! Και σε κανονικές καταστάσεις, τους είναι πολύ ευχάριστο να συζητάνε μεταξύ τους. Όμως εδώ, σ’ αυτό το χωράφι με τα λογιών – λογιών φυτά, το πράγμα δυσκόλευε. Βλέπετε, τα φυτά μιλάνε, αλλά όχι την ίδια γλώσσα! Για την ακρίβεια, η κάθε οικογένεια, έχει τη δική της γλώσσα που διαφέρει πολύ από τις άλλες. Βάλε τώρα με το νου σου, τι γινόταν εκεί! Κανονική Βαβέλ που λέει ο λόγος!

Ήταν, λοιπόν, αυτό το στάχυ, εκεί, στη νοτιοδυτική πλευρά του χωραφιού, ακριβώς εκεί από όπου περνούσε κάθε πρωί ένα σμάρι μέλισσες πηγαίνοντας προς την κυψέλη τους. Και ήταν βαθιά θλιμμένο, γιατί έβλεπε όλα εκείνα τα αλητόχορτα και τα λουλουδάκια που είχαν ... φυτρώσει εδώ κι εκεί αλλά δεν μπορούσε ούτε μια καλημέρα να ανταλλάξει μαζί τους. Τα φυτά δεν έχουν χέρια για να μπορούν να χειρονομούν, έτσι αν δεν γνωρίζουν τη γλώσσα του γείτονά τους, έχουν σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας. Ήταν τόσο απέραντη η μοναξιά του που δεν ήξερε που να τη χωρέσει. Στεκόταν λοιπόν κι αυτό έτσι και περίμενε πότε θα περάσει κάποια μέλισσα ή ο άνεμος για να σπάσει λίγο η μονοτονία της ζωής του.

Κάποια μέρα όμως του ήρθε η πιο υπέροχη ιδέα! Τι πειράζει, σκέφτηκε, αν δεν μπορώ να επικοινωνήσω με τα λόγια! Υπάρχει κι άλλος τρόπος! Και κάνοντας μεγάλη προσπάθεια, μιας και ήταν Αύγουστος και δεν φυσούσε σχεδόν καθόλου, έγειρε προς το ψηλό φυτό που είχε ξεφυτρώσει στο πλάι του και του χάρισε ένα σπυρί από την ήρα του, εκείνο που βρισκόταν στην κορυφή. Ο γείτονας του χάρηκε πάρα πολύ με αυτή του τη χειρονομία, για κακή τους τύχη όμως, άτσαλος καθώς ήταν, του ‘πεσε από τα φύλλα και έπεσε στο χώμα, ακριβώς από κάτω του. Ωστόσο, ευχαρίστησε το στάχυ στην ακατανόητη διάλεκτό του και συνέχισε τη φωτοσύνθεσή του. Ούτως ή άλλως ήταν πάρα πολύ ψηλό για να μπορέσει να πιάσει το σπυρί και, βέβαια, δεν είχε νόημα κάτι τέτοιο γιατί αυτό που πραγματικά μετρούσε ήταν η πράξη και όχι ένα τόσο δα σπυρί.

Το στάχυ τις επόμενες ημέρες χάρισε σπυριά και σε όλα τα υπόλοιπα φυτά που ήταν κοντά του. Μάλιστα, όταν μετά από μια απίστευτα δυνατή μπόρα, από εκείνες που μόνο καλοκαίρι ξεσπούνε, εμφανίστηκε μια ανεμώνη, πανέμορφη, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να της χαρίσει όλα τα σπυριά που του είχαν απομείνει για να τη φλερτάρει. Ήταν τόσο όμορφη, και έτσι όπως την έλουζε το φως του ήλιου φαινόταν σαν μια αληθινή νεράιδα… Έσκυψε λοιπόν, διακριτικά όπως πάντα, προς το μέρος της και λικνίστηκε ελαφρώς, για να μην την τρομάξει. Τίποτα! Ξαναπροσπάθησε, αλλά και πάλι οι προσπάθειές του αποδείχτηκαν μάταιες. Και τότε συνειδητοποίησε πως δεν του είχε απομείνει τίποτα για να χαρίσει στην ανεμώνη! Τα είχε σκορπίσει όλα για να κάνει φίλους και τώρα που χρειαζόταν κάτι για την αγαπημένη του δεν είχε ούτε μισό σπυρί…

Πλησίαζε το φθινόπωρο και το στάχυ ήταν σε πολύ μεγάλες στεναχώριες. Και ποιος άλλωστε δεν θα ήταν, αν ήξερε ότι όπου να ’ναι θα πεθάνει. Τα σημάδια δεν άφηναν περιθώριο για αμφιβολία. Το κορμί του είχε ξανθύνει εντελώς και είχε γίνει πολύ λεπτό. Είχε χάσει τη στιβαρότητά του και ακόμα και το πιο απαλό αεράκι ήταν ικανό να το λυγίσει στα δύο. Αλλά δεν ήταν αυτός ο καημός του. Είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του και τώρα έφτανε στο τέλος της διαδρομής. Δεν ήταν λοιπόν αυτό που το στεναχωρούσε τόσο πολύ. Εκείνο που του έτρωγε τα σωθικά ήταν ότι, έτσι όπως είχε μοιράσει όλους τους σπόρους του, δεν είχε τίποτα να αφήσει πίσω του και έτσι θα χανόταν για πάντα. Κανένας δεν θα το θυμόταν σε λίγες μέρες και έτσι θα ήταν σαν να μην είχε ζήσει ποτέ.

Στην αρχή έβλεπε τα σποράκια του γύρω – γύρω στο χώμα. Πόσο να κρατηθούν κι αυτά τα καημένα πάνω σε ένα φύλλο ή σε ένα πέταλο. Έπεφταν το ένα μετά το άλλο κάτω και, από τη ντροπή τους, κρύβονταν σιγά – σιγά κάτω από την επιφάνεια, να μη τα βλέπουν όλοι έτσι μικρά κι ανυπεράσπιστα στην πείνα των πουλιών και των ζώων που περνούσαν τις μέρες και τις νύχτες τους στο χωράφι. Έτσι, σε λίγο μόνο καιρό το στάχυ δεν έβλεπε τίποτα που να του είναι οικείο. Τι θλίψη, αλήθεια, να τελειώσει ένα στάχυ τις μέρες του, μόνο, στη νοτιοδυτική άκρη ενός χωραφιού χωρίς ούτε έναν δικό του κοντά..

Οι μέρες του Σεπτέμβρη ήρθαν και μαζί τους έφεραν δυνατές βροχές και αέρηδες δροσάτους. Το στάχυ παράπαιε και ψυχορραγούσε μέσα σε ένα πέλαγος μελαγχολίας.

Θα ήταν ίσως λίγες ώρες πριν την τελευταία του στιγμή στη ζωή, όταν είδε, δειλά, στα πόδια του φυτού που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του, μια πράσινη κορφούλα, πολύ μικρή κι ευάλωτη, αλλά τόσο γνώριμη στα θολά του μάτια, να ξεφυτρώνει από το αφράτο και ξεκούραστο χώμα. Έπειτα κι άλλη, κι άλλη..

Σβήνοντας, έχοντας γείρει πια τελείως στη γη που το γέννησε, το στάχυ ήταν τόσο μα τόσο ευτυχισμένο…

. ==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.