Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 η δρεπανοφόρος Άτροπος Μοίρα επέλεξε τον Χορτιάτη να ακοντίσει τα δικά της αιματοβαμμένα μηνύματα.
Να θερίσει 149 μίσχους, να κόψει με μια απότομη κίνηση τα χρώματα της ίριδας που ρίζωναν στους πρόποδες του Χορτιάτη και να αφήσει μόνο μαύρο και κόκκινο, καπνό και αίμα.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ο Χορτιάτης πλήρωσε βαρύ τίμημα για την αντιστασιακή του δράση. Πλήρωσε με 149 αθώες ζωές και τη σχεδόν εκ βάθρων καταστροφή του, διότι δεν έσκυψε το κεφάλι στον κατοχικό ζυγό, δεν έπλευσε στα δύσκολα χρόνια κόστα-κόστα, ούτε έμεινε στα ρηχά, μα έστρεφε το ακρόπρωρό του στα ανοικτά, μπήκε στις τρικυμίες με υψωμένη την αντιστασιακή παντιέρα.
Ο θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη σε μια ένοπλη συμπλοκή στην περιοχή Καμάρα μεταξύ ανταρτών και Γερμανών, που συνόδευαν το όχημα της εταιρείας ύδρευσης -το οποίο όπως κάθε Σάββατο ανηφόριζε στο χωριό, ώστε να απολυμάνει τις πηγές της Αγίας Παρασκευής- ήταν μόνο η αφορμή που ζητούσαν οι κατοχικές δυνάμεις.
Λίγη ώρα αργότερα οι γερμανικές δυνάμεις συνεπικουρούμενες από ορδές ταγματασφαλιτών θα φτάσουν στον Χορτιάτη έτοιμες να εφαρμόσουν ένα προμελετημένο σχέδιο. ...
Ξεσπούν σε πράξεις παράφορης βίας, σκοτώνουν βρέφη, βιάζουν, εκτελούν εν ψυχρώ, καίνε και λεηλατούν.
Συγκεντρώνουν όσους δεν έχουν εγκαταλείψει το χωριό στο φούρνο του Γκουραμάνη και το σπίτι του Νταμπούδη, μετατρέποντας τους δύο χώρους σε νέα κρεματόρια. Ο απολογισμός θα είναι τραγικός:
149 άτομα θα καούν ζωντανά ή θα εκτελεστούν, από τα οποία τα 51 κάτω των 18 ετών.
Ο Χορτιάτης θα ζήσει ένα Ολοκαύτωμα, θα γραφεί για πάντα στις σελίδες της ιστορίας ως ένας μαρτυρικός τόπος, που μπορεί να γνώρισε τη φρίκη, την καταστροφή και το θάνατο, αλλά δεν υπέκυψε.
Θα γίνει ένα διαχρονικό σύμβολο αντίστασης, αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία, ιδεών και ιδανικών.
ΑΜΕΣΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΝΑ ΤΣΙΜΕΝΤΟΠΟΙΗΘΕΙ Ο ΧΩΡΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΤΗΣ «ΟΙΚΙΑΣ ΝΤΑΜΠΟΥΔΗ»
εκδηλώσεις μνήμης που διοργάνωσε ο δήμος Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, με αφορμή τη συμπλήρωση 66 χρόνων από το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944, όπου 149 άνθρωποι βρήκαν φρικτό θάνατο από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες τους, παραβρέθηκε ο βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς, Γρηγόρης Ψαριανός. Χθες βράδυ παρακολούθησε τη συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου Χορτιάτη ενώ σήμερα κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο των 149 θυμάτων. Στο πλαίσιο της επίσκεψής του στον Χορτιάτη, συναντήθηκε με τους τοπικούς δημάρχους Πανοράματος , Χορτιάτη και Πυλαίας, συζητώντας τα προβλήματα που ανακύπτουν εν όψει της ενοποίησης των δήμων στο σχήμα του Καλλικράτη. Σε δηλώσεις του στην ΕΤ3, τόνισε: «το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη αλλά και των υπολοίπων ελληνικών μαρτυρικών χωριών θα πρέπει να μείνουν στην ιστορία ως σημεία αναφοράς της ανθρώπινης θηριωδίας». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τη σχεδιαζόμενη από την κυβέρνηση αύξηση της φορολόγησης του πετρελαίου θέρμανσης, είπε: «Η κυβέρνηση προσπαθεί να εξομοιώσει τις τιμές όλων των τύπων των καυσίμων, ανεξάρτητα από το κόστος διύλισης και επεξεργασίας τους. Επιπλέον, κάνει λαθρεμπόριο καυσίμων και μαύρη αγορά, καθώς περίπου τα 2/3 της τιμής των καυσίμων είναι φόροι, συνεχίζοντας έτσι τη φοροληστρική επιδρομή που ακολουθείται χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις». Το Ολοκαύτωμα
«Τράνταζε
σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης, και ακόντιζε μηνύματα με
κόκκινη βαφή», γράφει στο ποίημά του «Θεσσαλονίκη ΙΙ» ο Νίκος Καββαδίας.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 η δρεπανοφόρος Άτροπος Μοίρα επέλεξε
τον Χορτιάτη να ακοντίσει τα δικά της αιματοβαμμένα μηνύματα. Να
θερίσει 149 μίσχους, να κόψει με μια απότομη κίνηση τα χρώματα
της ίριδας που ρίζωναν στους πρόποδες του Χορτιάτη και να αφήσει
μόνο μαύρο και κόκκινο, καπνό και αίμα.
1
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ο Χορτιάτης πλήρωσε βαρύ τίμημα για
την αντιστασιακή του δράση. Πλήρωσε με 149 αθώες ζωές και τη
σχεδόν εκ βάθρων καταστροφή του, διότι δεν έσκυψε το κεφάλι στον
κατοχικό ζυγό, δεν έπλευσε στα δύσκολα χρόνια κόστα-κόστα, ούτε έμεινε
στα ρηχά, μα έστρεφε το ακρόπρωρό του στα ανοικτά, μπήκε στις
τρικυμίες με υψωμένη την αντιστασιακή παντιέρα.
Ο
θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη σε μια ένοπλη συμπλοκή στην
περιοχή Καμάρα μεταξύ ανταρτών και Γερμανών, που συνόδευαν το
όχημα της εταιρείας ύδρευσης -το οποίο όπως κάθε Σάββατο
ανηφόριζε στο χωριό, ώστε να απολυμάνει τις πηγές της Αγίας
Παρασκευής- ήταν μόνο η αφορμή που ζητούσαν οι κατοχικές
δυνάμεις.
Λίγη
ώρα αργότερα οι γερμανικές δυνάμεις συνεπικουρούμενες από ορδές
ταγματασφαλιτών θα φτάσουν στον Χορτιάτη έτοιμες να εφαρμόσουν
ένα προμελετημένο σχέδιο. Ξεσπούν σε πράξεις παράφορης βίας,
σκοτώνουν βρέφη, βιάζουν, εκτελούν εν ψυχρώ, καίνε και λεηλατούν.
Συγκεντρώνουν όσους δεν έχουν εγκαταλείψει το χωριό στο φούρνο
του Γκουραμάνη και το σπίτι του Νταμπούδη, μετατρέποντας τους δύο
χώρους σε νέα κρεματόρια. Ο απολογισμός θα είναι τραγικός: 149 άτομα
θα καούν ζωντανά ή θα εκτελεστούν, από τα οποία τα 51 κάτω
των 18 ετών.
Ο
Χορτιάτης θα ζήσει ένα Ολοκαύτωμα, θα γραφεί για πάντα στις
σελίδες της ιστορίας ως ένας μαρτυρικός τόπος, που μπορεί να
γνώρισε τη φρίκη, την καταστροφή και το θάνατο, αλλά δεν υπέκυψε.
Θα γίνει ένα διαχρονικό σύμβολο αντίστασης, αγώνα για ελευθερία
και ανεξαρτησία, ιδεών και ιδανικών.
Θεσσαλονίκη ΙΙ Στίχοι: Καββαδίας Νίκος Μουσική: Ξέμπαρκοι Πρώτη εκτέλεση: Ξέμπαρκοι Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή. Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί. Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της. Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού. Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι. Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού. Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει, μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ -της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι- και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό. Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια. Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί. Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια, κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί. Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά. Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά. Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει. Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά. Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει, Μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά. ==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.