Σε σχόλιο αναγνώστη μας, με θέμα:
"Αντί συγγνώμης ή έστω να σιωπά μεταμελημένος, ο κ. βουλευτής... μας ζητάει και τα ρέστα;"
Αντρέας είπε:
"Μπορεί κάποιος να ψάξει εάν οι κύριοι βο(υ)λευτές δικαιούνται σύνταξης;
Θεωρώ οτι,η σύνταξη έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα ως συνέχεια του μισθού του εργαζόμενου.
Οι κύριοι αυτοί,παίρνουν αποζημίωση για όσο είναι βουλευτές και δεν μισθοδοτούνται.
Δηλαδή,αποζημιώνονται για το χρόνο που αφιερώνουν στα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα, εις βάρος της κύριας εργασίας τους (όσοι έχουν)και συνεπώς δεν δικαιούνται σύνταξης.
Είναι λογικό,ο χρόνος αυτός,να προσμετράται για τη λήψη σύνταξης από το ταμείο του καθενός."
Το σχόλιο αυτό είναι για διερεύνηση, προς το παρόν τα παρακάτω διαθέσιμα στοιχεία:
Η θέση του ιστοχώρου μας είναι σύμφωνη με το πνευμα του αναγνώστη μας.
Επιπλέον είμαστε και υπέρ της μείωσης του αριθμού των βουλευτών στο μικρότερο, σύμφωνα με την συνταγματική διάταξη του Άρθρου 51 του ελληνικού συντάγματος:
- Ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, δεν μπορεί όμως να είναι μικρότερος από διακόσιους ούτε μεγαλύτερος από τριακόσιους
Αυτό όμως θέλει πολιτική βούληση ή λαική απαίτηση με δημοψηφισμα.
Νάσος
1. Υπολογισμός της σύνταξης με αλληλεγγύη και ανταποδοτικότητα
Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη
Επίκουρη καθηγήτρια ΕΚΠΑ, δικηγόρος
Η
πλειονότητα των πορισμάτων των επιτροπών που από το 1990 και μετά είχαν
συσταθεί για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος συμφωνούν ότι η
διάκριση της βασικής[1] από την ανταποδοτική σύνταξη ενδείκνυται για τον εξορθολογισμό και τη βελτίωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης[2].
Ωστόσο, κατά κανόνα δεν αποσαφηνίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα
υλοποιηθεί η διάκριση της βασικής από την ανταποδοτική σύνταξη και στις
λιγοστές περιπτώσεις που τούτο συμβαίνει[3] δίδονται διαφορετικές απαντήσεις στα εξής κρίσιμα ερωτήματα:
1.
Εφόσον θεσπισθεί η βασική σύνταξη, καταργούνται οι υποχρεώσεις τις
οποίες το κράτος έχει αναλάβει με διάφορους νόμους για τη χρηματοδότηση
της κοινωνικής ασφάλισης[4];
2. Η βασική σύνταξη χορηγείται με κριτήριο την ασφάλιση ή με κριτήριο τη διαμονή στη χώρα;
3.
Η βασική σύνταξη χορηγείται σε όλους όσοι έχουν ασφαλισθεί και
θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα (όπως γίνεται σήμερα με τις
κατώτατες συντάξεις) ή και ανεξαρτήτως της θεμελίωσης του
συνταξιοδοτικού δικαιώματος;
4. Η βασική σύνταξη χορηγείται με βάση εισοδηματικά κριτήρια ή ανεξαρτήτως αυτών;
5. Η βασική σύνταξη αρκεί ή μήπως χρειάζονται και επιπλέον «δίχτυα ασφάλειας», ώστε να προστατευθούν οι περισσότερο φτωχοί ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι;
6.
Η ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται με τρόπο ενιαίο για όλους τους
ασφαλιστικούς οργανισμούς και για όλους τους ασφαλισμένους (παλαιούς και
νέους) ;
7.
Στην περίπτωση που η ανταποδοτική σύνταξη δεν υπολογίζεται με ενιαίο
τρόπο, μήπως έπρεπε για λόγους ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης να
επανεξετασθεί το καθεστώς των κοινωνικών πόρων;
8.
Πώς θα υλοποιηθεί σταδιακά το νέο σύστημα, ώστε να υπάρχει κοινωνική
συναίνεση, να επιφέρει τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα και παράλληλα
να μη θιγούν τα θεμελιωμένα και ώριμα ασφαλιστικά δικαιώματα;
Η
εισαγωγή της διάκρισης της βασικής από την ανταποδοτική σύνταξη
προϋποθέτει σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά και οι απαντήσεις αυτές
πρέπει να τεκμηριώνονται από οικονομικές και αναλογιστικές μελέτες των
υπό εξέταση εναλλακτικών προτάσεων και των τυχόν παραλλαγών τους.
ΙΙ. Η πρόταση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης
Η
εισήγηση, την οποία κατέθεσε στον κοινωνικό διάλογο το Υπουργείο
Ερασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης διακρίνει τη βασική σύνταξη που
καταβάλλεται στους συνταξιούχους από τη βασική σύνταξη που καταβάλλεται
στους ανασφάλιστους
α) Όσοι έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα δικαιούνται τη βασική σύνταξη χωρίς εισοδηματικά κριτήρια.
β)
Οι ανασφάλιστοι δικαιούνται τη βασική σύνταξη στην ηλικία των 65 ετών
με εισοδηματικά κριτήρια, αντίστοιχα αυτών που ισχύουν για τη χορήγηση
της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα από τον ΟΓΑ και με την προϋπόθεση
της 35ετούς διαμονής στη χώρα. Όσον αφορά στην προϋπόθεση της 35ετούς
διαμονής στη χώρα για τους ανασφάλιστους αλλοδαπούς, πρέπει να
διευκρινισθεί ότι με βάση τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ισχύει
για τους ευρωπαίους πολίτες που διαμένουν στη χώρα. Οι Ευρωπαίοι πολίτες
δικαιούνται τη βασική σύνταξη με τη συμπλήρωση του 65 έτους της ηλικίας
τους, ανεξάρτητα του χρόνου διαμονής στη χώρα.
γ)
Δεν είναι σαφές τι γίνεται με τους ασφαλισμένους που δεν θεμελιώνουν
συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Σήμερα πάντως με βάση την ισχύουσα νομοθεσία
δεν δικαιούνται συντάξεως. Θεωρώ στη συνέχεια ότι η εισήγηση τους
εξομοιώνει με ανασφάλιστους και δικαιούνται τη βασική σύνταξη με τις
ίδιες προϋποθέσεις που τη δικαιούνται και οι ανασφάλιστοι.
Από
την εισήγηση, διαφαίνεται ότι η καταβολή της βασικής σύνταξης εξαντλεί
την υποχρέωση του κράτους για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης.
Επομένως, η εγγύηση του κράτος περιορίζεται στο 1/3 των συνολικών
δαπανών της κύριας σύνταξης. Δεν είναι σαφές οι συνολικές δαπάνες της
κύριας σύνταξης σε ποια χρονική στιγμή αναφέρονται και τι
συνυπολογίζεται σε αυτές. Το ποσό αυτό επιμερίζεται σε όσους έχουν
θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, αφού όμως προηγουμένως αφαιρεθούν τα
ποσά που καταβάλλονται για τη σύνταξη αναφάλιστων υπερηλίκων. Τα ποσά
που αφαιρούνται είναι σχετικώς μικρά, αφού ο ΟΓΑ το 2006 συνταξιοδοτούσε
περίπου 65.000 ανασφάλιστους υπερήλικες.
Το ύψος της ανταποδοτικής
σύνταξης, κατά την εισήγηση του ΥΕΚΑ, εξαρτάται από τον χρόνο ασφάλισης
και τις εισφορές και θα προσδιορισθεί, αφού προηγουμένως μελετηθούν
εναλλακτικές εκδοχές για το ποσοστό αναπλήρωσης και τη βάση υπολογισμού
της σύνταξης. Επομένως, η «συνταξιοδοτική φόρμουλα» για την ανταποδοτική
σύνταξη αναμένεται να επανεξετασθεί.
Τέλος,
όσον αφορά στις μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή του συστήματος
αναφέρεται ότι το σύστημα θα εφαρμοσθεί για όσους συνταξιοδοτηθούν μετά
8-10 έτη, χρόνος που κατά την εκτίμησή μου θα έπρεπε να συντομευθεί.
ΙΙΙ. Εναλλακτική πρόταση
α) Στόχοι - Αρχές
Η
σύνταξη υπολογίζεται με βάση τις εισφορές που κατέβαλε ο ασφαλισμένος
κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου (στην πρώτη εφαρμογή μπορεί να
υπολογίζεται με βάση τις εισφορές των τελευταίων 10 ετών πριν από τη
συνταξιοδότηση). Εφόσον η σύνταξη αυτή είναι μικρότερη από ένα
καθορισμένο ποσό, τότε συμπληρώνεται κατά τα κατωτέρω από το κράτος
(βασική σύνταξη). Το ποσό που το κράτος καταβάλλει για τη συμπλήρωση της
σύνταξης αποτελεί προνοιακή παροχή και χορηγείται υπό προϋποθέσεις,
π.χ. όριο ηλικίας. Το ποσό της βασικής σύνταξης διαβαθμίζεται
ανάλογα με τις εισφορές που έχουν καταβάλλει οι ασφαλισμένοι για την
ασφάλισή τους. Έτσι, αυτός που εργάσθηκε παραπάνω τελικώς λαμβάνει
μεγαλύτερη σύνταξη από κάποιον που εργάσθηκε λιγότερο ή καθόλου.
Ωστόσο, ακόμη και αυτός που δεν εργάσθηκε καθόλου (π.χ. ανασφάλιστος
υπερήλικας που σήμερα συνταξιοδοτείται από τον ΟΓΑ) δικαιούται υπό
προϋποθέσεις ηλικίας και εισοδήματος της κατώτατης σύνταξης, ως ελάχιστη
προνοιακή παροχή. Η συμμετοχή του κράτους στη σύνταξη που υπολείπεται
του καθορισμένου ορίου υπολογίζεται με βάση τα κατωτέρω αντικειμενικά
κριτήρια, σύμφωνα με τις αρχές της ισότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης
και δικαιοσύνης.
β) Μέθοδος υπολογισμού της σύνταξης
1. Ορισμοί
Ø Ανταποδοτική σύνταξη
καλείται η σύνταξη που αντιστοιχεί στον ασφαλισμένο, ανάλογα με τις
ασφαλιστικές εισφορές τις οποίες έχει καταβάλλει κατά τη διάρκεια όλου
(ή για την πρώτη εφαρμογή του νόμου τμήματος του εργασιακού του βίου) με την τρέχουσα σημερινή αξία τους (Net Present Value)
σε συσχετισμό με την ηλικία που συνταξιοδοτείται και αφού αφαιρεθούν
λειτουργικές και άλλες δαπάνες του ασφαλιστικού οργανισμού. Η
ανταποδοτική σύνταξη συμβολίζεται στη συνέχεια με το γράμμα (Α).
Ø Σύνταξη αναφοράς καλείται
το χρηματικό ποσό που καθορίζεται από τον νόμο ως όριο κάτω από το
οποίο το κράτος συμπληρώνει την ανταποδοτική σύνταξη. Η σύνταξη αναφοράς
συμβολίζεται στη συνέχεια με το γράμμα (Ρ).
Ø Βασική σύνταξη (Β) καλείται η προνοιακή κρατική συμμετοχή στην περίπτωση που η ανταποδοτική σύνταξη υπολείπεται της σύνταξης αναφοράς (Ρ).
Ø Σύνταξη (Σ) νοείται
είτε η ανταποδοτική σύνταξη στην περίπτωση που το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης υπερβαίνει τη βασική
είτε τo άθροισμα της ανταποδοτικής σύνταξης πλέον της βασικής σύνταξης, στην περίπτωση που το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης υπολείπεται της σύνταξης αναφοράς (Ρ).
Ø Κατώτατη σύνταξη καλείται το ποσό που -υπό προϋποθέσεις-
θα λάβει κάποιος από το κράτος, αν η ανταποδοτική του σύνταξη ισούται
με το μηδέν (δίχτυ ασφάλειας), δηλαδή αν δεν εργάσθηκε καθόλου.
Ø H επιβάρυνση του κράτους για τη βασική σύνταξη ισούται με τη διαφορά μεταξύ της Σύνταξης μείον την ανταποδοτική σύνταξη (Β = Σ-Α).
2) Μέθοδος υπολογισμού της σύνταξης στην περίπτωση που το ύψος της ανταποδοτικής υπερβαίνει τη σύνταξη αναφοράς
Όταν η Ανταποδοτική σύνταξη (Α) είναι μεγαλύτερη ή ίση από τη σύνταξη αναφοράς (Ρ), τότε η Σύνταξη (Σ) ισούται με την ανταποδοτική σύνταξη.
Όταν Α > Ρ τότε Σ = Α
3) Μέθοδος υπολογισμού της σύνταξης στην περίπτωση που το ύψος της ανταποδοτικής είναι μικρότερο της σύνταξης αναφοράς
Όταν η Ανταποδοτική σύνταξη (Α) είναι μικρότερη ή ίση της σύνταξης αναφοράς (Ρ), τότε η Σύνταξη (Σ) είναι το άθροισμα δύο τμημάτων, ήτοι της ανταποδοτικής σύνταξης (Α) και της βασικής (Β).
Δηλαδή Β = α (Ρ-Α)
Όπου (α) καλείται ο συντελεστής αλληλεγγύης και κυμαίνεται μεταξύ του 0 και του 1. Τιμές του α μεταξύ του 0 και του 1 καθορίζονται με γνώμονα την άσκηση της κατάλληλης κοινωνικής πολιτικής.
Ø Αν α = 0 τότε Β = 0 και η σύνταξη είναι καθαρά ανταποδοτική.
Ø Αν α = 1, τότε Β = (Ρ-Α) και η σύνταξη ισοπεδώνεται και γίνεται για όλους ίση με το Ρ άσχετα με το πόσο έχει εργασθεί κάθε ασφαλισμένος.
Επομένως
η Σύνταξη (Σ) που είναι το άρθροισμα της ανταποδοτικής και βασικής
ισούται με Σ = Α + Β και επειδή το Β = α (Ρ-Α), το Σ μπορεί να δοθεί από
τον μαθηματικό τύπο Σ = α Ρ + (1-α) Α.
Η σύνταξη ανασφάλιστου που θα λάβει κάποιος που δεν έχει εργασθεί καμία ημέρα (Α = 0) είναι α Ρ
Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν:
Ø Μια
υψηλή σύνταξη αναφοράς (Ρ) συνεπάγεται μεγάλη αναπλήρωση των συντάξεων
και αντίθετα μια μικρή σύνταξη αναφοράς (Ρ) συνεπάγεται μικρή αναπλήρωση
συντάξεων. Αν
για παράδειγμα, η σύνταξη αναφοράς (Ρ) αντιστοιχεί σε ποσό 500 Ευρώ,
τότε κάθε ανταποδοτική σύνταξη μικρότερη των 500 Ευρώ συμπληρώνεται
σύμφωνα με τους παραπάνω μαθηματικούς τύπους από το Κράτος. Εάν πάλι η
σύνταξη αναφοράς (Ρ) είναι 700 Ευρώ, τότε όλες οι συντάξεις κάτω από 700 Ευρώ θα συμπληρώνονται από το Κράτος, κάτι που συνεπάγεται μεγαλύτερη κρατική δαπάνη.
Ø Αν ο συντελεστής αλληλεγγύης κυμαίνεται κοντά στο 0 τότε η κυβερνητική πολιτική δίδει μεγαλύτερο βάρος στην ανταποδοτικότητα και επομένως η σύνταξη είναι σχεδόν καθαρά ανταποδοτική. Αντίθετα, εάν η κυβερνητική πολιτική δίδει μεγαλύτερο βάρος στην αλληλεγγύη και πλησιάσει το α στο 1, τότε η αλληλεγγύη είναι σχεδόν πλήρης
και οι συντάξεις ισοπεδώνονται κοντά στη σύνταξη αναφοράς (Ρ). Και οι
δύο αυτές ακραίες εκδοχές (0 και 1) δεν εξυπηρετούν του στόχους του
συγκερασμού της αλληλεγγύης με την ανταποδοτικότητα και για τον λόγο
αυτό ο συντελεστής αλληλεγγύης θα πρέπει να καθορισθεί σε μια ενδιάμεση
τιμή.
Είναι
φανερό ότι η βασική σύνταξη μειώνεται όσο αυξάνει η ανταποδοτική
σύνταξη, αλλά με τρόπο που η συνολική σύνταξη συνεχώς αυξάνει όσο
αυξάνει και η ανταποδοτική σύνταξη με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνητρο για
την ασφάλιση και την παραμονή στην εργασία. Επομένως αυτή η μέθοδος
υπολογισμού επιτρέπει στο κράτος να ασκήσει την κατάλληλη κοινωνική
πολιτική και να διαμορφώσει την κρατική συμμετοχή σε υψηλότερο ή
χαμηλότερο επίπεδο ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες και τις
κοινωνικές προτεραιότητες.
Επίσης
υπάρχει δυνατότητα αυτοί που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα που
αντιστοιχεί στη σύνταξη αναφοράς Ρ να λαμβάνουν ένα εξπιπλέον ποσό, ώστε
να υπάρχει ένα ακόμη κίνητρο για την συμπλήρωση ενός ελαχίστου ορίου
ημερών ασφάλισης.
4) Παραδείγματα υπολογισμού σύνταξης όταν η ανταποδοτική σύνταξη είναι μικρότερη της βασικής
Ø Παράδειγμα με συντελεστή αλληλεγγύης α = 0,50 και σύνταξη αναφοράς (Ρ) = 600 Ευρώ
i. Έστω
ότι ασφαλισμένος δικαιούται ανταποδοτική σύνταξη (Α) ποσό 300 Ευρώ,
τότε θα λάβει Σύνταξη (Σ) = 0,50 Χ 300 + (0.50) Χ 600 = 450 Ευρώ
ii. Έστω ότι ο ασφαλισμένος δικαιούται ανταποδοτική σύνταξη 500 Ευρώ, τότε η Σ = 0,50 Χ 500 + 0.50 Χ 600 = 550 Ευρώ.
iii. Κάποιος που δεν έχει εργασθεί καθόλου (Α = 0) θα λάβει την κατώτατη σύνταξη που είναι 300 Ευρώ (0,50 Χ 600).
Ø Παράδειγμα με συντελεστή αλληλεγγύης (α) = 0,50 και σύνταξη αναφοράς (Ρ) = 700 Ευρώ.
i. Έστω ότι ο ασφαλισμένος δικαιούται ανταποδοτική σύνταξη 300 Ευρώ, τότε η Σ = 0,5 Χ 300 + 0,5 Χ 700 = 500 Ευρώ.
ii. Έστω ότι ο ασφαλισμένος δικαιούται ανταποδοτική σύνταξη 500 Ευρώ, Σ = 0,50 Χ 500 + 0,50 Χ 700 = 600 Ευρώ.
iii. Κάποιος που δεν έχει εργασθεί καθόλου θα λάβει την κατώτατη σύνταξη που είναι 350 Ευρώ (0,50 Χ 700).
Ø Παράδειγμα με συντελεστή αλληλεγγύης (α) = 0,45 και σύνταξη αναφοράς (Ρ) = 800 Ευρώ
i. Έστω ότι ο ασφαλισμένος δικαιόυται ανταποδοτική σύνταξη 300 Ευρώ, τότε Σ = 0,45 Χ 800 + 0,55 Χ 300 = 525 Ευρώ.
ii. Έστω ότι ο ασφαλισμένος δικαιούται ανταποδοτική σύνταξη 500 Ευρώ, τότε Σ = 0,45 Χ 800 + 0,55 Χ 500 = 635 Ευρώ
iii. Κάποιος που δεν έχει εργασθεί καθόλου θα λάβει την κατώτατη σύνταξη που είναι 360 Ευρώ (800 Χ 0,45).
5. Η βασική σύνταξη μπορεί να χορηγείται από τις ΔΟΥ με τη
μορφή της επιστροφής φόρου. Οι ασφαλιστικοί οργανισμοί θα περιορίζονται
στη χορήγηση της ανταποδοτικής σύνταξης ή του ανταποδοτικού τμήματος
της σύνταξης. Έτσι, ξεκαθαρίζει τι καταβάλλει το κράτος για τη σύνταξη
κάθε ασφαλισμένου και τι αναλογεί σε κάθε ασφαλισμένο με βάση τις
εισφορές του. Εξάλλου, με τον τρόπο αυτό περιττεύουν τα εισοδηματικά
κριτήρια αφού η επιστροφή θα γίνεται λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό
εισόδημα στο οποίο προστίθεται η βασική σύνταξη και επομένως το ύψος της
βασικής σύνταξης εξαρτάται από το εισόδημα που έχει ο δικαιούχος και
μειώνεται ανάλογα με το εισόδημά του και σύμφωνα με τη φορολογική του
κλίμακα.
6.
Ο παραπάνω υπολογισμός της σύνταξης καταλαμβάνει κάθε ασφαλισμένο
(παλαιό ή νέο) που θα υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης ύστερα από ένα
χρονικό σημείο που θα οριστεί στον νόμο. Έτσι, θα αρθούν οι ανισότητες
μεταξύ των νέων και παλαιών ασφαλισμένων και οι αδικές μεταξύ των
διαφορέτικών καθεστώτων. Δεν αποκλείονται και άλλες μεταβατικές
διατάξεις, ώστε η μετάβαση από το παλαιό στο νέο καθεστώς να γίνει
ομαλά.
V. Συγκριτική αξιολόγηση των προτάσεων
1.
Η πρόταση του Υπουργείου και η παραπάνω εναλλακτική πρόταση διαφέρουν
κατ’ αρχήν ως προς τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης. Ωστόσο, οι
διαφορές τους αυτές θα μπορούσαν μελλοντικά να εξαλειφθούν, αν θεωρηθεί
ότι η πρόταση του Υπουργείου αποτελεί το πρώτο βήμα για τη σταδιακή
μετάβαση στη δεύτερη.
2. Η κύριες διαφορές της προτάσεως του Υπουργείου και της ως άνω εναλλακτικής πρότασης είναι δύο.
α) Η πρώτη είναι ότι η βασική σύνταξη διαβαθμίζεται για όσους δεν θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα ανάλογα με το ύψος της ανταποδοτικής τους, με τρόπο όμως που η τελική σύνταξη πάντοτε αυξάνει ανάλογα με την αύξηση της ανταποδοτικής, έτσι ώστε να υπάρχει πάντα κίνητρο για την ασφάλιση.
β)
Η δεύτερη διαφορά είναι ότι το Υπουργείο δεν προβλέπει τη χορήγηση
σύνταξης (αθροίσματος βασικής και ανταποδοτικής) σε όσους είναι μεν
ασφαλισμένοι, αλλά δεν θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Προβλέπεται η
χορήγηση μόνο της βασικής σύνταξης με βάση εισοδηματικό κριτήριο και η
σύνταξη αυτή είναι ίση για όλους, δηλαδή άσχετη με τον χρόνο ασφάλισης
και συνακόλουθα με το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης.
Η
πρόταση του Υπουργείου ακολουθεί το ισχύον δίκαιο που αποκλείει από τη
σύνταξη όσους δεν έχουν θεμελιώσει ασφαλιστικό δικαίωμα. Τούτο κατά την
άποψή μου αποτελεί σοβαρό αντικίνητρο για την ασφάλιση, αφού στην ουσία
εξισώνει τον ανασφάλιστο με τον ασφαλισμένο που δεν θεμελιώνει
συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Επομένως ο εργαζόμενος που διαβλέπει ότι δεν θα
ωφεληθεί από την ασφάλισή του, διότι δεν συμπληρώνει τουλάχιστον 4.500
Ημέρες Ασφάλισης για να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, στρέφεται
προς την ανασφάλιστη εργασία. Εξάλλου, δεν συνάδει με τον σκοπό της
κοινωνικής ασφάλισης να αποκλείονται από την προστασία όσοι έχουν μικρό
χρόνο ασφάλισης και μικρές εισφορές και συνακόλουθα αυξημένη ανάγκη
προστασίας.
Βεβαίως,
η χορήγηση σύνταξης (βασική + ανταποδοτική) χωρις εισοδηματικό κριτήριο
στους ασφαλισμένους που δεν θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα έχει
κόστος. Ωστόσο, επειδή η βασική σύνταξη υπόκειται σε συντελεστή
φορολογίας ανάλογο με το εισόδημα, το κόστος σε γενικές γραμμές μπορεί
να καλυφθεί. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο, αν προβλεφθεί αυξημενος
φορολογικός συντελεστής για το εισόδημα από τη βασική σύνταξη, οπότε
επέρχεται μια οιονεί αναδιανομή μεταξύ των ασφαλισμένων. Ένας άλλος
τρόπος για να καλυφθεί το σχετικό κόστος είναι να προβλεφθεί ότι η
σύνταξη του ανασφάλιστου είναι π.χ. 330 Ευρώ και η σύνταξη του
ασφαλισμένου που δεν θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα κλιμακώνεται από
τη σύνταξη ανασφάλιστου μέχρι π.χ. τα 400 Ευρώ ανάλογα με
τις Ημέρες Ασφάλισης και μέχρι τον χρόνο θεμελίωσης συνταξιοδοτικού
δικαιώματος. Τέλος, επειδή υπάρχει κίνητρο για να ασφαλισθεί κανείς αφού
θα αυξηθεί η σύνταξή του, έστω και αν δεν συμπληρώσει τις 4.500 Ημέρες
Εργασίας, θα υπάρξει οικονομικό όφελος για τον ασφαλιστικό οργανισμό.
Η
λογική της χορηγήσεως της βασικής σύνταξης σε όσους θεμελιώνουν
συνταξιοδοτικό δικαίωμα ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων, την οποία
προτείνει το ΥΕΚΑ στην πραγματικότητα απαντά στην κριτική ότι οι
ανταποδοτικές συντάξεις είναι χαμηλές και ότι το κράτος ευθύνεται για
την «απουσία κοινωνικού κεφαλαίου και την αδυναμία μερικής έστω χρηματοδοτήσεως των εκταμιεύσεων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από τις αποδόσεις του κοινωνικού κεφαλαίου...»[5].
Από την άλλη όμως παραγνωρίζεται ότι ο σκοπός της κοινωνικής ασφάλισης
είναι να προστατευθούν όλοι οι ασφαλισμένοι και πρωτίστως όσοι δεν
θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα κατά τρόπο πάντως που να αποτελεί
κίνητρο για την ασφάλιση και τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Η
εναλλακτική πρόταση που εισηγούμαι αποτελεί μια ευέλικτη και διαφανή
μέθοδο για την άσκηση της εκάστοτε επιθυμητής κοινωνικής πολιτικής, αφού
η πολιτική ηγεσία μπορεί να καθορίζει τη σύνταξη αναφοράς και τον
συντελεστή αλληλεγγύης και να εισάγει επιπλέον προϋποθέσεις για την
ασφάλιση π.χ. όρια ηλικίας κ.λπ. Επίσης, ξεκαθαρίζει την έκταση της
συλλογικής και της ατομικής ευθύνης, παρέχει κίνητρα για την ασφάλιση,
ενισχύει και τους ασφαλισμένους που δεν έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό
δικαίωμα χωρίς όμως να παρέχει αντικίνητρα στην ασφάλιση. Τέλος, ως
μέθοδος είναι εύκολη στην εφαρμογή της αφού μετά τον υπολογισμό της
ανταποδοτικής σύνταξης από τον ασφαλιστικό οργανισμό και εφόσον η
ανταποδοτική σύνταξη είναι μικρότερη από τη σύνταξη αναφοράς αρκεί ένας
μαθηματικός τύπος και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής αυτόματα υπολογίζει τη
βασική σύνταξη και την Σύνταξη συνολικά.
Εν
κατακλείδι, θα έπρεπε να εξετασθεί ειδικότερα το αναμενόμενο κοινωνικό
και οικονομικό κόστος και όφελος και να εξετασθούν περισσότερες
παραλλαγές των παραπάνω προτάσεων.
[1]
Αντί του όρου «βασική» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος «κοινωνική» ή
και ο όρος «εθνική» που παραπέμπουν ευθέως στην εθνική κοινωνική
αλληλεγγύη.
[2] Ενδεικτικά βλ. το πόρισμα Φακιολά (1992) όπου προτείνεται η διάκριση της κοινωνικής ασφάλισης από την πρόνοια και επι λέξει αναφέρεται: «Από
τώρα και στο εξής να διαχωρισθεί η κοινωνική ασφάλιση από την κοινωνική
πρόνοια. Όπου υπάρχουν προνοιακές παροχές να διατηρηθούν και να
χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό με βάση τον υπολογισμό
της σχετικής επιβάρυνσης». Η επιτροπή Βακαλόπουλου (1994), αναφέρεται σε συντάξεις δύο ή τριών επιπέδων. Το 1997 στο πόρισμα Σπράου
αναφέται ότι πρέπει να θεσπισθεί ένα σύστημα τριών πυλώνων που να
αντιστοιχεί σε τρεις διαφορετικούς σκοπούς α) κοινωνική πρόνοια = γενική
φορολογία, β) αναπλήρωση εισοδήματος = εισφορές – διανεμητικό σύστημα
και γ) κλαδική αποταμίευση = επαγγελματική ασφάλιση (σ. XXVIII).
[3] Η Ά. Αναγνώστου – Δεδούλη στο άρθρο
της «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση = Νέο ασφαλιστικό σύστημα», δημοσιευμένο
στην ιστοσελίδα της Ένωσης για την Προστασία των Κοινωνικών Δικαιωμάτων
(ΕΠΚΟΔΙ), http://www.epkodi.gr εισηγείται δύο επίπεδα προστασίας και διπλό δίκτυ ασφάλειας. Ειδικότερα η συγγραφέας θέτει προς συζήτηση δύο εναλλακτικές προτάσεις:
α)
Η πρώτη πρόταση προβλέπει σύστημα τριών πυλώνων και σύνταξη δύο
επιπέδων. Το πρώτο επίπεδο ασφαλιστικής προστασίας είναι ή εθνική ή
κοινωνική σύνταξη, δηλαδή ενιαίο ποσό που χορηγείται σε όλους τους
εργαζόμενους άνω των 65 ετών με κρατική επιβάρυνση ή σε όλους τους
διαμένοντες στη χώρα άνω των 65 ετών. Το δεύτερο επίπεδο ασφαλιστικής
προστασίας συνδέεται με ένα εθνικό κατώτατο όριο διαβίωσης ίσο με το
εκάστοτε όριο της φτώχειας ή με τον εκάστοτε κατώτατο μισθό της ΕΓΣΣΕ.
Το κράτος επιβαρύνεται με την χορήγηση της τυχόν διαφοράς μεταξύ της
εθνικής – κοινωνικής σύνταξης και της ανταποδοτικής από το όριο
διαβίωσης και με βάση εισοδηματικά κριτήρια.
β)
Η δεύτερη εναλλακτική της πρώτης πρόταση συνοψίζεται σε σύστημα τριών
πυλώνων και σύνταξη τριών επιπέδων. Το τρίτο επίπεδο που προστίθεται
λειτουργεί με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα με τη μετατροπή είτε
μέρους του ποσοστού των ασφαλιστικών εισφορών της κύριας σύνταξης π.χ.
2% ή 5% σε κεφαλαιοποιητική λειτουργία ή με την ενσωμάτωση της
επικουρικής στο τρίτο αυτό επίπεδο και τη μετατροπή του διανεμητικού της
συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό.
Η πρόταση της κας. Ά.
Αναγνώστου - Δεδούλη υπερβαίνει τον απλό διαχωρισμό της βασικής από την
ανταποδοτική σύνταξη και συνδέεται με ευρύτερες δομικές αλλαγές του
συστήματος. Όσον αφορά στον διαχωρισμό της βασικής από την ανταποδοτική
σύνταξη και στο διπλό δίχτυ ασφάλειας θεωρώ ότι η συμπλήρωση από το
κράτος του ποσού που λείπει από το άθροισμα της βασικής μέχρι την
ανταποδοτική και μέχρι το καθορισμένο όριο διαβίωσης πάσχει ως προς το
ότι εξισώνει εκείνον που εργάσθηκε πολύ με εκείνον που εργάσθηκε
λιγότερο και δεν δίδει κίνητρα για την ασφάλιση και τη θεμελίωση
συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Στην πρόταση που κατωτέρω εισηγόυμαι (υπό ΙΙΙ) υποστηρίζω τη διαβάθμιση της
βασικής σύνταξης όσων δεν θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ανάλογα
με τις εισφορές που έχουν καταβάλλει για την ασφάλισή τους. Έτσι, αυτός
που εργάσθηκε παραπάνω τελικώς λαμβάνει μεγαλύτερη σύνταξη (άθροισμα
ανταποδοτικής και βασικής) από κάποιον που εργάσθηκε
λιγότερο ή καθόλου. Τούτο κατά την άποψή μου αποτελεί κίνητρο για την
ασφάλιση και είναι κοινωνικά περισσότερο δίκαιο.
[4] α) Κατά το άρθρο
4 παράγρ. 1 του Ν. 3029/2002 το κράτος συμμετέχει για το χρονικό
διάστημα 2003 - 2032 στη χρηματοδότηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ειδικότερα, κατά
την πρώτη περίοδο 2003 –2008, το κράτος χρηματοδοτεί το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με κυμαινόμενα κατ’ έτος ποσά, που αντιστοιχούν κατά μέσο όρο σε ποσοστό 1% του ΑΕΠ. Κατά τη δεύτερη περίοδο 2009 – 2032, το κράτος το χρηματοδοτεί με ποσό ίσο με το 1% του ΑΕΠ.
β)
Από την κρατική χρηματοδότηση της πενταετίας 2009 - 2014 μπορεί να
χορηγείται ετησίως μέχρι και 10% του συνολικού ποσού για να καλύπτεται
τμήμα των δαπανών για την ένταξη άλλων ταμείων κύριας ασφάλισης μισθωτών στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Η
χρηματοδότηση αυτή, κατά την παράγρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3029/2002
λαμβάνει τη μορφή: α) επιχορηγήσεως από τον τακτικό προϋπολογισμό για
την κάλυψη των ελλειμμάτων και β) ειδικών πολυετών ομολόγων που δεν
είναι ρευστοποιήσιμα πριν από τη λήξη τους για τον σχηματισμό
αποθεματικού και για τη χρηματοδότηση των μελλοντικών ελλειμμάτων. Τα
διαθέσιμα προσδιορίζονται σε ποσό ίσο με το προβλεπόμενο αναλογιστικό
έλλειμμα για την επόμενη περίοδο. Τα ειδικά ομόλογα χορηγούνται για να
αυξήσουν τα πλεονάσματά του. Το δημόσιο χρέος αυξάνεται κατά τον
μελλοντικό χρόνο της ρευστοποιήσεώς τους. Οι αποδόσεις των διαθεσίμων
υπολογίζονται σε 3% ετησίως, όπως και των ειδικών ομολόγων. Τα έσοδα από
τα ειδικά ομόλογα θα χρησιμοποιηθούν μετά το 2020, όταν το σύστημα θα
απαιτεί πρόσθετη χρηματοδότηση.
γ) Επιπλέον, κατά την παρ. 4 του
άρθρου 4 του Ν. 3029/2002, προβλέπεται ότι αν εξελιχθούν δυσμενώς οι
προβλέψεις του συνόλου των οικονομικών μεγεθών που επηρεάζουν το
αναλογιστικό έλλειμμα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, τότε το κράτος
καταβάλλει τους απαιτούμενους επιπλέον χρηματοδοτικούς πόρους για την
πλεονασματική λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος.
δ) Κατά το άρθρο 22,
Ν. 2084/1992 καθιερώθηκε υποχρεωτική τακτική (ετήσια) κρατική
συνεισφορά για τη χρηματοδότηση της κύριας κοινωνικής ασφάλισης και
της ασθένειας των νέων ασφαλισμένων και αυτοαπασχολουμένων. Αρχικά
προβλεπόταν και για τους μισθωτούς πλην των ασφαλισμένων στα ταμεία
τύπου, αλλά με τον Ν,. 3029/2002 καταργήθηκε η σχετική πρόβλεψη.
ε)
Το κράτος χρηματοδοτεί διάφορες προνοιακού τύπου παροχές, όπως για
παράδειγμα τις συντάξεις ανασφάλιστων υπερηλίκων που χορηγεί ο ΟΓΑ, το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ), η
συνταξιοδότηση των πολιτικών προσφύγων (ν. 1359/85), των Ελλήνων
υπηκόων και ομογενών από την Αίγυπτο (Π.Υ.Σ 165/63), την Τουρκία (ν.δ.
4378/64), τη Ρουμανία (ν.δ. 4581/66), τη Βόρεια Ηπειρο (ν.δ. 4577/66,
α.ν. 76/67), καθώς και των Ελλήνων και ομογενών από άλλες χώρες (ν.
1469/84), επίσης, η περίθαλψη και εκπαίδευση αναπήρων παίδων (ν.
861/79), η συνταξιοδότηση και εκπαίδευση τυφλών, παραπληγικών κ.λπ.(ν.
612/77, ν. 1579/88, ν. 1902/90) κ.λπ.
Στην πράξη πάντως το κράτος δεν έχει τηρήσει με συνέπεια τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με τους
παραπάνω νόμους με αποτέλεσμα οι ασφαλιστικοί οργανισμοί να έχουν
περιέλθει σε δυσχερή οικονομική θέση και ορισμένοι από αυτούς για να
αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους να αναγκάζονται να ρευστοποιούν
ομόλογα και κινητές εν γένει αξίες. Βλ. Α. Αναγνώστου – Δεδούλη, «Ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης», δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της Ενωσης για την Προάσπιση των Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΠΚΟΔΙ), http://www.epkodi.gr.
[5] Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ, «Αναλογιστική μελέτη του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα», ΕΔΚΑ, 2001, σ. 263. Η ΓΣΕΕ αναφέρεται στις διατάξεις του ΑΝ 1611/1950 σύμφωνα με τις οποίες οι ασφαλιστικοί οργανισμοί υποχρεούνταν
να καταθέτουν μέρος από τα αποθεματικά τους στην Τράπεζα της Ελλάδος με
χαμηλά επιτόκια. Ταυτόχρονα όμως, εάν είχαν ανάγκη δανεισμού το επιτόκιο που δανείζονταν ήταν το τρέχον της αγοράς. Θεωρεί ότι οι διατάξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα το έτος 2000 να αντιστοιχεί η περιουσία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σε
ποσό ύψους περίπου 5,6 τρις δρχ., ενώ χωρίς τις δεσμεύσεις του παραπάνω
νόμου, κατά τους υπολογισμούς της, θα αντιστοιχούσε σε ποσό περίπου 20
τρις.
2. Σύνταξη 1.400 ευρώ με μία τετραετία στη Βουλή...
Στα 4.500 ευρώ η ανώτερη σύνταξη, τη στιγμή που ο μισθός τους μπορεί να φτάσει και τα 10.000. Πλήθος προνομίων με ατέλειες, δωρεάν γραφείο και διαμονή και απόκτηση ΙΧ μέσω leasing
«Χρυσά» συνταξιοδοτικά προνόμια έχουν εξασφαλίσει οι Ελληνες βουλευτές, καθώς δικαιούνται σύνταξη με 4 χρόνια βουλευτικής θητείας -συνεχούς ή διακεκομμένης- (συμπληρωμένους 48 μήνες) που ισοδυναμεί με 1.400 ευρώ η κατώτερη, ενώ απολαμβάνουν το δικαίωμα πλήρους σύνταξης στα 17
Η ανώτερη σύνταξη διαμορφώνεται περίπου στα 4.500 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 80% της εκάστοτε βουλευτικής αποζημίωσης, που ξεπερνά σήμερα τα 5.600 ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται η αύξηση του 3,5% για τη νέα χρονιά.Ωστόσο, το καθαρό εισόδημα του βουλευτή κυμαίνεται μεταξύ 6.500 και 7.500 ευρώ (προστίθενται τα επιδόματα γραφείου, έξοδα κίνησης, ταχυδρομικά τέλη, οικογενειακή παροχή), ενώ ανάλογα με τον αριθμό συμμετοχών τους στις επιτροπές (κατά μέσο όρο 4 με 5 τον μήνα) μπορεί να αυξήσει το εισόδημά του το λιγότερο από 1.100 έως 1.400 ευρώ.
Χαρακτηριστικά, τον Οκτώβριο που πέρασε, οι βουλευτές - μέλη της επιτροπής Οικονομικών που συνεδρίασε 10 φορές πήραν «μπόνους» συμμετοχής 2.800 ευρώ, εκτοξεύοντας το εισόδημά τους στα 10.000 ευρώ!
Τα... δώραΟσον αφορά τα υπόλοιπα προνόμια, αυτά αφορούν την τηλεφωνική ατέλεια (πρόσφατα ρυθμίστηκαν οφειλές από υπερβάσεις πολλών ετών ύψους 34,3 εκατ. ευρώ), απόκτηση ΙΧ μεγάλου κυβισμού μέσω leasing, δωρεάν γραφείο για τους βουλευτές επαρχίας και δωρεάν διαμονή σε κεντρικό ξενοδοχείο (ή καταβολή ενοικίου για αναζήτηση σπιτιού) και προσωπικό πέντε ατόμων.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω είναι υπό αίρεση από τη στιγμή που εκκρεμεί η αύξηση των αποδοχών των δικαστικών, που θα συμπαρασύρει προς τα πάνω τη βουλευτική αποζημίωση και, κατ επέκταση, τη σύνταξη του βουλευτή.
Παράλληλα, άγνωστο παραμένει ποια στάση θα κρατήσουν οι βουλευτές σχετικά με τα αναδρομικά που έχουν πάρει οι δικαστές, καθώς αρκεί να προσφύγει στα δικαστήρια ένας συνταξιούχος βουλευτής σίγουρος ότι θα δικαιωθεί και, μαζί του, όλοι οι άλλοι.
ΠλεονέκτημαΟι βουλευτές έχουν το πλεονέκτημα να λαμβάνουν δύο ή και περισσότερες παράλληλες συντάξεις, κάτι που συμβαίνει σε περιπτώσεις λ.χ. πρώην συνδικαλιστών ή πρώην δημάρχων ή νομαρχών (τους καταβάλλεται χορηγία), οι οποίοι μπορούν να πάρουν και τρίτη σύνταξη από τον ασφαλιστικό τους φορέα (το επάγγελμα που ασκούσαν πριν εκλεγούν βουλευτές).
Σημειώνεται πως μετά την εφαρμογή του επαγγελματικού ασυμβιβάστου (από 1.1.2003) κάθε χρόνο ο προϋπολογισμός της Βουλής -και κατ επέκταση ο Ελληνας φορολογούμενος- βαρύνεται από τις εισφορές για την κύρια σύνταξη, την επικουρική ασφάλιση και την πρόνοια στους ασφαλιστικούς φορείς που υπάγονταν οι βουλευτές πριν εκλεγούν.
Επιπλέον, στα συντάξιμα χρόνια ενός βουλευτή υπολογίζονται τα χρόνια που ενδεχομένως έκανε ως ευρωβουλευτής, της θητείας του (αν υπάρχει αυτή) ως εξωκοινοβουλευτικού υπουργού ή υφυπουργού, ενώ προσμετράται ο χρόνος που διετέλεσε κάποιος βουλευτής, αδιακρίτως αν έπειτα από ένταση έχασε την έδρα.
ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
Το Συνταξιοδοτικό με αριθμούς
Οσοι έχουν εκλεγεί μέχρι το 1990 θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης με τη συμπλήρωση 48 μηνών βουλευτικής θητείας (4 χρόνια) και εφόσον έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους.
Από το 1993 και μετά, δικαίωμα σύνταξης θεμελιώνουν όσοι έχουν συμπληρώσει 48 μήνες βουλευτικής θητείας (4 χρόνια) και με τη συμπλήρωση του 65ου έτους.
Στην πράξη χρειάζονται δύο κοινοβουλευτικές θητείες, καθώς από το 93 και μετά καμία κυβέρνηση δεν συμπλήρωσε 4ετία.
Η σύνταξη του βουλευτή ισοδυναμεί με το 25% (1/4) της εκάστοτε βουλευτικής αποζημίωσης, η οποία προσαυξάνεται κατά 25% για κάθε έτος βουλευτική θητείας πέραν του 4ου έτους μέχρι τον 10ο χρόνο και 10% για κάθε έτος πέραν του 10ου και μέχρι το 17ο, οπότε ο βουλευτής δικαιούται πλήρη σύνταξη.
Η σύνταξη αυτή αντιστοιχεί στο 80% της βουλευτικής αποζημίωσης. Αυτή τη στιγμή, με τη βουλευτική αποζημίωση περίπου στα 5.600 ευρώ το ανώτατο πλαφόν της σύνταξης διαμορφώνεται κοντά στα 4.500 .
Για τα άτομα με ειδικές ανάγκες προβλέπεται θεμελίωση σύνταξης με 2 χρόνια βουλευτικής θητείας και όριο ηλικίας τα 55.
ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Μείον 8,5 εκατ. από τα φορο-δώρα
Στα 8,5 εκατ. ευρώ ετησίως υπολογίζονται οι απώλειες εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού από τις φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν οι βουλευτές και οι δικαστικοί.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα εισοδήματα των βουλευτών και των δικαστικών φορολογούνται αυτοτελώς, χωρίς να συναθροίζονται με τα εισοδήματα που έχουν από άλλες πηγές (ακίνητα, κινητές αξίες κ.λπ.), τα οποία φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις.
Στη διακριτική τους ευχέρεια είναι, επίσης, από ποια εισοδήματα θα εκπέσουν οι δαπάνες που αναγνωρίζονται από την Εφορία (ενοίκια, ιατρικά, τόκοι δανείων κ.λπ.), ώστε τελικά να πληρώσουν λιγότερους φόρους.
Για παράδειγμα, βουλευτής με ετήσια έσοδα 84.000 ευρώ από βουλευτική αποζημίωση και 30.000 ευρώ από ακίνητα πληρώνει φόρο 27.600 ευρώ, ενώ αν φορολογηθεί όπως όλοι οι άλλοι φορολογούμενοι, ο φόρος που αναλογεί στα εισοδήματά του φτάνει τα 39.000 ευρώ.
ΠΑΣΟΚ - ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Οχι για έκτακτη παροχή σε δικαστικούς
Την αντίθεσή τους στη ρύθμιση που προβλέπει τη χορήγηση έκτακτης παροχής συνολικού ύψους 900 εκατομμυρίων ευρώ στους συνταξιούχους αλλά και στους εν ενεργεία δικαστικούς -η οποία θα καταβληθεί μέσα στην επόμενη πενταετία- και πιθανότατα ανοίγει τον δρόμο για την αναπροσαρμογή και των μισθών των βουλευτών, διατύπωσαν χθες στη Βουλή όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης πλην του ΛΑΟΣ.
Αποσπασματική χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη ρύθμιση ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ Γ. Μαγκριώτης, ενώ η εισηγήτρια του ΚΚΕ Ελπίδα Παντελάκη έκανε λόγο για «ρύθμιση κατόπιν συμφωνίας».
Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Π. Λαφαζάνης επεσήμανε ότι «η διάταξη είναι επιλεκτική και πάσχει σοβαρά, αφού ο υπουργός τελικά καλείται να καθορίσει το ύψος της έκτακτης παροχής», ενώ ο εισηγητής του ΛΑΟΣ Μαυρουδής Βορίδης δήλωσε ότι το κόμμα του θα ψηφίσει τη ρύθμιση με την οποία «ουσιαστικά τακτοποιείται μια εκκρεμότητα».
Η ψηφοφορία του νομοσχεδίου για τις αυξήσεις των συντάξεων του Δημοσίου θα γίνει σήμερα.
ΤΡΕΙΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥΝ ΤΑ... ΕΝΣΗΜΑ ΤΟΥΣ
Β. ΜΑΓΓΙΝΑΣ
Με 14 χρόνια θητεία σύνταξη 4.000 ευρώ
Εχει προ πολλού θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, καθώς εκλέγεται βουλευτής από το 1993. Αν αποφάσιζε σήμερα να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική δράση, η σύνταξή του θα έφτανε στα 4.000 ευρώ με 14 χρόνια θητείας στα βουλευτικά έδρανα.
Αντίστοιχα, βέβαια, ένας ασφαλισμένος του ΙΚΑ, αν βγει στη σύνταξη μέχρι το τέλος του 2007 μπορεί να επωφεληθεί από μια μεταβατική διάταξη, η οποία επιτρέπει τη συνταξιοδότηση με 11,5 χρόνια και να πάρει το ποσό των 280 ευρώ... Διαφορετικά θα πρέπει να συμπληρώσει το όριο ηλικίας και 15ετία, ώστε να εισπράξει την κατώτατη σύνταξη, που είναι 463,17 ευρώ.
Ο κ. Μαγγίνας είναι σήμερα 58 ετών. Προκειμένου να αρχίσει να εισπράττει τη σύνταξή του θα πρέπει να περιμένει 7 χρόνια, μέχρι να φτάσει τα 65 έτη, οπότε και θα έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, εφόσον συμπληρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, μπορεί να πάρει πρόσθετη σύνταξη και από το Ταμείο Νομικών, ως δικηγόρος.
Δήλωση «πόθεν έσχες» 2006. Εισοδήματα: από βουλευτική αποζημίωση: 96.490 ευρώ. Καταθέσεις: 96.500 ευρώ και 15.500 δολάρια ΗΠΑ. Ακίνητα: Οικόπεδο 7,6 στρέμματα και σπίτι 146 τ.μ. στο Κορωπί Αττικής, από κοινού με τη σύζυγο και την κόρη του.
Η σύζυγός του δηλώνει διαμέρισμα στο Ν. Ψυχικό Αττικής 153 τ.μ. και μια αποθήκη στη Θεσσαλονίκη 930 τ.μ. σε οικόπεδο 3.550 τ.μ. Επίσης κατέχει ένα Ι.Χ. 1.600 κ.ε.
Θ. ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
Με μία θητεία στη Βουλή σύνταξη 1.400 ευρώ
Θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα συμπληρώνοντας 4ετία στα έδρανα της Βουλής - εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Επικρατείας τον Μάρτιο του 2004. Το ποσό που θα εδικαιούτο να πάρει, αν για κάποιο λόγο εγκατέλειπε τότε (Μάρτιος 2008) τον πολιτικό στίβο, θα ήταν 1.404 ευρώ με μόλις τέσσερα χρόνια δουλειάς ως βουλευτής...
Ο κ. Ρουσόπουλος θα πρέπει να περιμένει, ωστόσο, μέχρι τα 65 του, ώστε να του καταβληθεί η σύνταξή του ως βουλευτής.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, θα πάρει, εφόσον συμπληρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, πρόσθετη σύνταξη και από το ΤΣΠΕΑΘ, για τα χρόνια που εργάστηκε ως δημοσιογράφος.
Δήλωση «πόθεν έσχες» 2006. Εισόδημα από βουλευτική αποζημίωση 91.823 ευρώ. Ακίνητα: διαμέρισμα 100 τ.μ. και πάρκινγκ 19 τ.μ. στην Καισαριανή, διαμέρισμα 54 τ.μ. στην Ανάβυσσο, τρία αγροτεμάχια συνολικής έκτασης 5,2 στρέμματα με σπίτι 388 τ.μ. και πισίνα 133 τ.μ. στο Καπανδρίτι.
Επίσης, οικία 80 τ.μ. σε οικόπεδο 488 τ.μ. στη Λακωνία, στον Πύργο Διρού. Επίσης 4.467 μετοχές διαφόρων εταιρειών.
Καταθέσεις 45.582 ευρώ, 11.834 δολάρια ΗΠΑ, καθώς και 1.831 ευρώ υπόλοιπα διαθεσίμων σε χρηματιστηριακές εταιρείες.
Η σύζυγός του δηλώνει εισόδημα 185.186 ευρώ, καταθέσεις 55.782 ευρώ, οικία 46 τ.μ. σε οικόπεδο 145 τ.μ. στον Πύργο Διρού στη Λακωνία, οικόπεδο 120 τ.μ. στον ίδιο νομό, και (κατά 50%) αγροτεμάχιο 2 στρεμμάτων στο Καπανδρίτι Αττικής, ΙΧ αυτοκίνητο 1.587 κ.ε.
Τα παιδιά δηλώνουν εισόδημα 547,20 ευρώ και 320 μετοχές.
Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ
11 χρόνια στα έδρανα μεταφράζονται σε 3.650
Εχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, καθώς εκλέγεται από το 1996. Με 11 χρόνια στα βουλευτικά έδρανα θα έπαιρνε ως σύνταξη -αν αποφάσιζε σήμερα, για κάποιο λόγο, να εγκαταλείψει την πολιτική του σταδιοδρομία- 3.650 ευρώ.
Ωστόσο θα πρέπει να κάνει κι αυτός... υπομονή μέχρι τα 65 του, ώστε να συμπληρώσει το όριο ηλικίας, για να του καταβληθεί η σύνταξή του ως βουλευτή.
Δήλωση «πόθεν έσχες» 2006. Εισόδημα από βουλευτική αποζημίωση 92.733 ευρώ και λοιπά εισοδήματα 13.203 ευρώ.
Ακίνητα: διαμέρισμα 243,90 τ.μ. στην 3ης Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, συμμετέχει με διάφορα ποσοστά σε οικόπεδα στη Φωκίδα περίπου 40 στρεμμάτων με οικίες 328 τ.μ. και 410 τ.μ., έχει οικόπεδο 3,4 στρεμμάτων στην Εύβοια και ποσοστά οικοπέδου 5,2 στρεμμάτων στη Βοιωτία.
Ομόλογα αξίας κτήσης 60.000 ευρώ. Καταθέσεις 79.050 ευρώ στην Εθνική Τράπεζα, 22.230 λίρες Αγγλίας, ενώ σε λογαριασμό από κοινού με τη σύζυγό του έχει άλλες 52.445 λίρες Αγγλίας.
Η σύζυγός του έχει εισόδημα 197.381 ευρώ, οικία 465 τ.μ. σε έκταση 518 τ.μ. στη Νέα Ερυθραία και το 50% οικίας 496,40 τ.μ. σε έκταση 578 τ.μ. στη Σύμη Δωδεκανήσου, έχει καταθέσεις 40.600 λίρες Αγγλίας και 139.800 ευρώ, διαθέτει επίσης 3.878 μετοχές αξίας 16.541 ευρώ, ενώ συμμετέχει από το 1993 σε επιχείρηση παροχής υπηρεσιών με κεφάλαιο εισφοράς 17.640 ευρώ.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΓΑΛΑΝΟΣ
galanos@parliament.gr
3. Για το θεαθήναι οι επιτροπές για τα Ταμεία
Εντονα δυσαρεστημένος ο Ευ. Δημητρακάκης για τη μη αξιοποίηση της Αρχής. Τίτλοι τέλους και για την Επιτροπή Σοφών
Σοβαρό πλήγμα για την αξιοπιστία της κυβέρνησης στο Ασφαλιστικό
αποτελεί η απόφαση του προέδρου της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής
Ευάγγελου Δημητρακάκη να αποχωρήσει από τη θέση του.
Ο πρόεδρος έχει καταστήσει σαφές πως σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί
την ανανέωση της θητείας του τον Ιανουάριο, εφόσον δεν ληφθούν δραστικά
μέτρα για την ουσιαστική αξιοποίηση της επιτροπής.
Πρόκειται για τη δεύτερη παραίτηση μέσα σε λίγες εβδομάδες, καθώς ήδη
οι τίτλοι του τέλους έπεσαν για την επιτροπή «σοφών» και ο Νίκος
Αναλυτής έχει διαμηνύσει στο υπουργείο Οικονομίας πως... ολοκλήρωσε το
έργο! Τώρα έρχεται ένα ακόμη χτύπημα και μάλιστα σε μία κρίσιμη χρονικά
στιγμή, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, την ερχόμενη Τετάρτη θα
συνεδριάσουν εκ νέου οι επιτροπές της Βουλής. Σύμφωνα με απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες, ο Ευ. Δημητρακάκης είναι έντονα δυσαρεστημένος για τη μη αξιοποίηση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής στον διάλογο για το Ασφαλιστικό.
Παρά το ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να συμβάλει με την επεξεργασία των μελετών στην απεικόνιση της πραγματικής κατάστασης του συστήματος, ακόμη δεν έχει στελεχωθεί με τους απαραίτητους αναλογιστές! Κύκλοι προσκείμενοι στον πρόεδρο σημείωναν με νόημα πως περισσότερο ενδιαφέρον έδειξαν οι δημοσιογράφοι για τις θέσεις της Αναλογιστικής Αρχής, παρά οι αρμόδιοι που «ουδέποτε ζήτησαν τη βοήθεια της Αρχής».
Μάλιστα, επεσήμαιναν πως «δεν μπορεί να λυθεί το Ασφαλιστικό, χωρίς να έχει γίνει σωστή επεξεργασία των μελετών».
Εκπληξη προκάλεσε και η ταχύτητα με την οποία επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το Ασφαλιστικό, με δεδομένο πως «σε άλλα κράτη ο διάλογος κράτησε δέκα χρόνια και έγινε με τη συμμετοχή όλων των εταίρων».
Εντονη επιφυλακτικότητα εκφράζεται και για το κατά πόσο θα λυθεί το θέμα με τις αποσπασματικές κινήσεις, καθώς «δεν είναι δυνατόν με επιτροπές και παραεπιτροπές να συντονιστεί το έργο της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης».
Αναμένονται στοιχείαΣημειώνεται πως η παραίτηση του Ευ. Δημητρακάκη έχει ιδιαίτερη σημασία, με δεδομένο πως μέχρι τον Φεβρουάριο αναμένονται πλήρη στοιχεία από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας για την κατάσταση των Ταμείων. Κανονικά τα στοιχεία αυτά έπρεπε να τα επεξεργαστεί η αρμόδια επιτροπή και στη συνέχεια να διαβιβαστούν στο υπουργείο Απασχόλησης.
Είναι πια σαφές πως η κυβέρνηση έχει κρυφό σχέδιο για το Ασφαλιστικό και όλα τα υπόλοιπα γίνονται για το θεαθήναι. Δεν είναι τυχαίο πως τόσο η επιτροπή σοφών όσο και η διοίκηση της εθνικής αναλογιστικής αρχής παραιτήθηκαν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη αξιοποίησή τους (επομένως γεννάται το ερώτημα γιατί επελέγησαν από την κυβέρνηση;)
Ενδεικτικό της σημασίας που δίνει η κυβέρνηση στην επιτροπή σοφών είναι το ότι ο πρόεδρος αλλά και τα μέλη της δεν είχαν πάρει πρόσκληση για τον διάλογο που έγινε στη Βουλή για το Ασφαλιστικό. Μάλιστα, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του... αμφιλεγόμενου πορίσματός τους, έγινε προσπάθεια «υποβάθμισής» του από διάφορα στελέχη της κυβέρνησης.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΚΚΑΛΙΑΡΗ
kokkaliari@pegasus.gr
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΤΟ ΕΤΑΤ
Επίθεση από σύσσωμη την αντιπολίτευση για την Alpha Βank
Επίθεση από σύσσωμη την αντιπολίτευση δέχθηκε χθες στη Βουλή η κυβέρνηση, με αφορμή την άρνησή της να αποσύρει την επίμαχη τροπολογία που προβλέπει την υπαγωγή των εργαζομένων και των συνταξιούχων της Alpha Bank στο Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ).
Ο υπουργός Οικονομίας, πάντως, επιχείρησε να αμβλύνει τις αντιδράσεις που αγγίζουν και το εσωτερικό της ΝΔ (τη διαφωνία του έχει διατυπώσει ο Γ. Μανώλης), ανακοινώνοντας προσθήκη στην τροπολογία που αναφέρεται, όπως είπε ο κ. Αλογοσκούφης, στην αυθεντική ερμηνεία του νόμου 3371, σύμφωνα με τον οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι το ΕΤΑΤ βαρύνονται εξ ολοκλήρου από το κόστος που θα προκύψει από προγράμματα εθελουσίας εξόδου.
Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Θεόδωρος Πάγκαλος ερμήνευσε την προσθήκη αυτή ως σάλπισμα -όπως το χαρακτήρισε- για προγράμματα εθελουσίας εξόδου από τις τράπεζες και εξέφρασε την ανησυχία του για ενδεχόμενο ρεύματος μαζικής φυγής.
Επανέλαβε δε τη θέση του κόμματός του για απόσυρση της τροπολογίας, ενώ έγινε γνωστό ότι σήμερα όπου θα συζητηθεί στη Βουλή η τροπολογία το ΠΑΣΟΚ θα καταθέσει αίτημα για ονομαστική ψηφοφορία.
Ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ Γιώργος Καρατζαφέρης κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι είναι όμηρος του κεφαλαίου. Οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, Ελπίδα Παντελάκη και Παναγιώτης Λαφαζάνης έκαναν λόγο για σκανδαλώδη και χαριστική ρύθμιση.
Ο υπ. Οικονομίας, αναφορικά με τη διαφορά των 1,1 δισ. ευρώ υπέρ της τράπεζας που έχει προκύψει μεταξύ της τροπολογίας και της αναλογιστικής μελέτης του συλλόγου εργαζομένων, είπε ότι οι μελετητές του συλλόγου δεν προσήλθαν στο υπουργείο και εκείνος ζήτησε από τις υπηρεσίες του να κάνουν μια αποτίμηση των δύο μελετών την οποία -όπως είπε- θα παρουσιάσει σήμερα.
ΕΠΙΤΥΧΗΣ Η ΑΠΕΡΓΙΑ, ΛΕΝΕ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙΤο 80% έφτασε, σύμφωνα με τον σύλλογο εργαζομένων, στην Alpha Bank η συμμετοχή του προσωπικού της τράπεζας στην απεργία, που ξεκίνησε χθες και συνεχίζεται σήμερα. Μάλιστα σήμερα πραγματοποιούν 3ωρη στάση εργασίας (12.15 έως 15.15) όλοι οι τραπεζικοί υπάλληλοι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις εξελίξεις στο Ασφαλιστικό. Το ποσοστό συμμετοχής στη χθεσινή απεργία αμφισβητήθηκε, πάντως, από την τράπεζα, που επεσήμανε πως τα περισσότερα καταστήματα λειτούργησαν κανονικά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΚΟΥΛΑΣ
ΕΝΤΟΣ ΝΔ
Αντιδράσεις από βουλευτές -δημοσιογράφους
Από τους δημοσιογράφους - βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, υπήρξαν οι πρώτες αντιδράσεις για τη μετωπική επίθεση που εξαπολύει η κυβέρνηση κατά των εργαζoμένων στον χώρο του Τύπου.
Ο κ. Γ. Κοντογιάννης, με γραπτή δήλωσή του χθες το απόγευμα, επισημαίνει τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν στον τρόπο εργασίας στον συγκεκριμένο χώρο και καλεί την κυβέρνηση να λάβει υπόψη της τα δεδομένα αυτά.
«Τα Ταμεία Τύπου» - σημείωσε χαρακτηριστικά ο βουλευτής Ηλείας της ΝΔ- «είναι Ταμεία υγιή, εύρωστα και έχουν δικούς τους πόρους. Ποτέ δεν επιβάρυναν το Δημόσιο και εκπροσωπούν μια κοινωνική ομάδα με ιδιαιτερότητες στον τρόπο εργασίας.
Ολα αυτά πρέπει να ληφθούν υπ όψιν. Πολύ περισσότερο όταν ο πρωθυπουργός έχει τονίσει ότι η εξυγίανση των Ταμείων θα γίνει χωρίς πρόσθετες εισφορές, χωρίς αύξηση των ορίων ηλικίας, χωρίς μείωση των συντάξεων».
Εν τω μεταξύ, προειδοποίηση στην κυβέρνηση ότι θα είναι αντίθετος σε όποιο σχέδιο δεν περιλαμβάνει τις προεκλογικές δεσμεύσεις του πρωθυπουργού, απηύθυνε χθες ο πρώην υφυπουργός κ. Γ. Σαλαγκούδης.
«Είμαι σίγουρος» -διευκρίνισε- «ότι η κυβέρνηση θα κινηθεί μέσα σε αυτές τις προδιαγραφές που ο πρωθυπουργός έχει τονίσει».
Τέλος, ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ, κ. Μ. Εβερτ, ζήτησε να μην υπάρχει «κρυφή ατζέντα» από την κυβέρνηση και να γίνει «ανοιχτός διάλογος για το Ασφαλιστικό.
«Να γίνει η συζήτηση και θα έλεγα ακόμη και με ανοιχτές τις πόρτες.
Δεν υπάρχει τίποτα να κρύψει η κυβέρνηση και δεν πρέπει να θέλει να κρύψει τίποτα η κυβέρνηση. Θα ήταν λάθος κάτι τέτοιο. Για να ενημερωθεί ο ελληνικός λαός», επεσήμανε (ρ/ς real).
4. http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/E-ASIMVI-EIS.pdf
5. http://www.capital.gr/NewsPrint.asp?id=183533
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.