Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Τα ακούς Βενιζέλο; Η ισλανδία δεν έχει ατιμωρησία πολιτικών (αλλά La loi c'est moi)... διότι εφαρμόζει ισηγορία και ισονομία για όλους τους πολίτες


Διαβάζω το παρακάτω δημοσίευμα και εξοργίζομαι με τους δικούς μας πολιτικούς και ειδικά με τον αμετροεπή λογοπλάνο και πολιτικό υποκριτή Βενιζέλο, ο οποίος είναι ένας από τους εμπνευστές και ο τελευταίος εισηγητής  του κατάπτυστου άρθρου 86 που χαρακτηρίστηκε από την Μαριάννα Πολυχρονιάδου ως
"ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΟΥ 2001" La loi c'est moi*
[εδώ και η απάντηση: Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στην Κ. Ελευθεροτυπία για το άρθρο 86 του Συντάγματος και την ποινική ευθύνη υπουργών]

 Τα ακούς Βενιζέλο; Η ισλανδία δεν έχει ατιμωρησία πολιτικών.. αλλά εφαρμόζει ισονομία για όλους τους πολίτες:
Στην Ισλανδία ολοκληρώθηκε χθες μια ιστορική δίκη. Ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Γκέιρ Χάαρντε έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός στον κόσμο που κλήθηκε να λογοδοτήσει για την οικονομική κρίση.
Αρχές του 2008, ο Γκέιρ Χάαρντε δεν μπορούσε σίγουρα να φανταστεί τι του επεφύλασσε η μοίρα. Ως πρωθυπουργός της Ισλανδίας ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους πολίτες και η χώρα ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον. Λίγους μήνες αργότερα η κρίση ήρθε να ανατρέψει την ειδυλλιακή αυτή εικόνα.
Το φθινόπωρο του 2008 κατέρρευσαν οι σημαντικότερες τράπεζες της Ισλανδίας με αποτέλεσμα πολλοί από τους 320.000 πολίτες να χάσουν τις αποταμιεύσεις τους. Η οργή τους στράφηκε κυρίως εναντίον του πρωθυπουργού, ο οποίος κατηγορήθηκε για ολέθριες παραλείψεις. Εν μια νυκτί ο οικονομολόγος βρέθηκε αντιμέτωπος με τα συντρίμμια της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Εν μέσω μαζικών διαδηλώσεων υπέβαλε τον Ιανουάριο του 2009 την παραίτησή του. ...

Το «μαρτύριό» του όμως δεν τελείωσε εκεί. Μετά από μακρά προετοιμασία ξεκίνησε τελικά στις 5 Μαρτίου του τρέχοντος έτους, η δίκη σε βάρος του για το ρόλο και τις ευθύνες του στην κρίση και την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Σε περίπτωση που κριθεί ένοχος, μπορεί να του επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο ή ακόμη και ποινή φυλάκισης δυο ετών.
Η δίκη ολοκληρώθηκε χθες, ωστόσο άγνωστο παραμένει πότε θα ανακοινωθεί η απόφαση. Ο ίδιος αντέκρουσε τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν σε βάρος του. Κανείς, όπως ισχυρίστηκε, δεν ήταν τότε σε θέση να αντιληφθεί το μέγεθος της κρίσης. Ο ίδιος αισθάνεται ότι αναγκάστηκε να αναλάβει το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου.

Μικροκομματικές σκοπιμότητες

Πολλοί από τους 320.000 πολίτες έχασαν τις αποταμιεύσεις τους
Δεν είναι πάντως λίγοι οι αναλυτές που διατύπωσαν εξαρχής επιφυλάξεις για την νομική εγκυρότητα του κατηγορητηρίου. Όπως σημειώνει ο Κρίστιαν Ρέμπχαν από το Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου:

"Καθότι η δίκη ήρθε να εξυπηρετήσει μικροκομματικές σκοπιμότητες, ήταν πολύ εύκολο για τον Χάαρντε να παρουσιαστεί ως αποδιοπομπαίος τράγος. Εάν η δίκη έχει ουσιαστική νομική βάση, αυτό είναι θέμα ερμηνείας των κανόνων. Στην πραγματικότητα ήταν μια πολιτική και όχι μια νομική απόφαση."

Γεγονός είναι ότι στην αρχή βρίσκονταν στο στόχαστρο της ειδικής εξεταστικής επιτροπής και ορισμένοι υπουργοί οι οποίοι δεν κλήθηκαν τελικά να λογοδοτήσουν κατόπιν σχετικής ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο. Ο Χάαρντε υποστηρίζει ότι στο εδώλιο έπρεπε να κάθονται και αρκετοί υπουργοί των Σοσιαλδημοκρατών, που ανήκαν τότε στην κυβέρνηση συνεργασίας της οποίας ηγούνταν ο ίδιος. Γεγονός είναι επίσης, ότι επί διακυβέρνησης Χάαρντε υπήρξε ένα καταστροφικό μείγμα νομικών κενών, κωλυσιεργίας των εποπτικών αρχών καθώς και μια διαπλοκή πολιτικής και οικονομίας που κατέστησαν την Ισλανδία το πλέον πρόσφορο έδαφος για κερδοσκόπους.

Όποια κι αν είναι η απόφαση του δικαστηρίου, η δίκη αυτή έχει γράψει ήδη ιστορία. Ο Χάαρντε είναι ο πρώτος κορυφαίος πολιτικός που δικάζεται για την οικονομική κρίση ενώ η υπόθεσή του είναι η πρώτη που εκδικάζεται από το ειδικό δικαστήριο που συστάθηκε το 1905.

Οι ευθύνες της πολιτικής

Η υπόθεση δίνει εδώ και μήνες τροφή σε σχολιαστές και μπλόγκερ σε όλο τον κόσμο. Πολλοί θεωρούν υποδειγματικό τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν οι Ισλανδοί το μείζον αυτό ζήτημα. Άλλοι, όπως ο γερμανός συνταγματολόγος Κρίστιαν Τόμουσατ, διαφωνούν κατηγορηματικά:


Όλα άλλαξαν μέσα σε λίγες εβδομάδες
"Είναι αυτονόητο να λογοδοτούν κορυφαίοι πολιτικοί για λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις. Το ότι όμως παίρνει τη μορφή ποινικού αδικήματος είναι πρωτόγνωρο και μάλλον δεν θα πρέπει να αποτελεί πρότυπο γιατί εντέλει σε μια δημοκρατία την ευθύνη δεν την φέρει ένα και μόνο πρόσωπο. Πρόκειται για ένα ολόκληρο σύστημα διακυβέρνησης το οποίο καλείται να αναλάβει την ευθύνη των αποφάσεων".

Σε μια δημοκρατία άλλωστε, σημειώνει ο ίδιος, οι πολίτες έχουν πάντα την ευκαιρία να τιμωρήσουν την κακή ή λανθασμένη διακυβέρνηση τα αργότερο στις επόμενες εκλογές. Ο καθηγητής παραδέχεται όμως ότι η δίκη αυτή έχει και ένα θετικό στοιχείο: στέλνει ένα σημαντικό μήνυμα προς όλους για πιο υπεύθυνες πολιτικές:

"Ενδέχεται να στείλει ένα μήνυμα για μεγαλύτερη ενασχόληση με τις ευθύνες ενός πολιτικού υπό την έννοια οι πολιτικές αποφάσεις να μην λαμβάνονται μόνον με γνώμονα τις επόμενες εκλογές».

Για τον Γκέιρ Χάαρντε βέβαια δεν θα υπάρξουν επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις παρά μόνον η ετυμηγορία του ειδικού δικαστηρίου. Ο χρόνος μπορεί να αποδειχθεί σύμμαχός του. Χάρη σε δάνεια δις από σκανδιναβικές χώρες αλλά και το ΔΝΤ η Ισλανδία βρίσκεται και πάλι στο δρόμο της ανάκαμψης. Ίσως αυτό να έχει μετριάσει και την οργή του κόσμου. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις πάντως στις αρχές του χρόνου, η πλειονότητα των Ισλανδών είχε ταχθεί κατά της συγκεκριμένης δίκης. Ενδεχομένως να το λάβουν αυτό υπόψη και οι δικαστές.

Ralf  Bosen / Κώστας Συμεωνίδης
DW
Υπεύθ. σύνταξης: Μαρία Ρηγούτσου


Σχετικά:
1.
Πώς η (αντι)συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 86 και ο νόμος Βενιζέλου περί ευθύνης υπουργών άνοιξαν πριν από μια δεκαετία την κερκόπορτα για το μνημόνιο
Αν η μετάβαση στο καθεστώς του μνημονίου ισοδυναμεί με καταστρατήγηση του Συντάγματος, η προγενέστερη (αντι)συνταγματική ρύθμιση υπό τη μορφή ψήφισης ενός άρθρου (86) στην αναθεώρηση του 2001 ήταν η Κερκόπορτα που οδήγησε στο μνημόνιο. Πρόκειται βεβαίως για τον Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών που επιφύλασσε την προνομιακή μεταχείριση υπουργών και υφυπουργών έναντι των υπολοίπων πολιτών, ώστε να θεωρεί νόμιμη την παραγραφή ακόμη και αξιόποινων πράξεών τους μετά την παρέλευση πενταετίας.
Εμπνευστής του περιώνυμου νόμου ήταν ο Ευ. Βενιζέλος, ο οποίος κατά δήλωσή του ενώπιον πυκνού ακροατηρίου, στη συζήτηση που επακολούθησε την παρουσία των βασικών θέσεων του εν λόγω άρθρου, παραδέχθηκε ότι «η αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 έγινε με βασικό στόχο την αναθεώρηση του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών» (15.6.2001). Σε ομιλία του δε κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Α. Βγότζα «Η δίκη του Αντρέα Παπανδρέου - 20 χρόνια μετά» υποστήριξε μεταξύ άλλων για την αναγκαιότητα ύπαρξης του νόμου: «Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση πολύ σημαντική: είναι η σχέση μεταξύ πολιτικής και δικαστικής εξουσίας. Ποιους εμπιστεύεσαι να κρίνουν και υπό ποιες προϋποθέσεις και για ποιο σκοπό (σημ. υποθέτουμε αυτούς που εμπιστεύονται και οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί Ελληνες, σε ένα κράτος Δικαίου, δηλαδή τους δικαστές). Δεν υπάρχει κανένα κράτος στον κόσμο θεσμικά συγκροτημένο και ώριμο που να μην αναθέτει τη λήψη της καθοριστικής απόφασης στο κοινοβούλιό του...» (16/5/2009).
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει σε άλλα θεσμικά συγκροτημένα και ώριμα κράτη, σύμφωνα με έναν άλλο συνάδελφο του κ. Βενιζέλου, τον συνταγματολόγο Ν. Αλιβιζάτο, ο οποίος σε άρθρο του υπό τον αποκαλυπτικό τίτλο «Ενα ανήθικο προνόμιο» υποστηρίζει:
«Για το κατάντημα της Βουλής δεν φταίνε οι πολιτικοί, αλλά το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα που τους αναθέτει μιαν αρμοδιότητα, που κανονικά δεν έπρεπε να έχουν (άρθρο 86). Αν ο αφελής συνομιλητής μας το έψαχνε λίγο παραπάνω, πολύ φοβούμαι ότι θα κατατρόπωνε τους 268 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, που το 2001 ψήφισαν το νέο άρθρο 86 του Συντάγματος. Διότι σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα (πλην μερικών του πρώην «υπαρκτού» σοσιαλισμού) το Σύνταγμα δεν αναθέτει στη Βουλή, και μάλιστα κατ' αποκλειστικότητα, την αρμοδιότητα να ασκεί την ποινική δίωξη κατά υπουργών, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι διέπραξαν αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους» (Καθημερινή 10/5/2009).
Ακολουθώντας λοιπόν την υπόδειξη του έγκριτου συνταγματολόγου (ως αφελής συνομιλητής που το ψάχνει λίγο παραπάνω) ας δούμε τι ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα σχετικά με τη λειτουργία αναθεώρησής του:
Σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 το Σύνταγμα, οριοθετεί μια περιοχή του, η οποία καθίσταται παντελώς απρόσβλητη από κάθε εξουσία, συμπεριλαμβανομένης και της αναθεωρητικής. Μορφοποιείται έτσι ένας πρωτογενής σκληρός πυρήνας (ο Μανιτάκης τον αποκαλεί «υπερσύνταγμα»), ο οποίος περιλαμβάνει δύο κατηγορίες διατάξεων οι οποίες δεν επιδέχονται αναθεώρησης: Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις διατάξεις που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία προστατεύεται και ρητά στο 110 παρ. 1 Σ. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει 8 ρητά απαριθμούμενες διατάξεις οι οποίες καλύπτουν ουσιαστικά το περιεχόμενο όλων των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του άρθρου 4 περί ισότητας των πολιτών απέναντι στο νόμο. Βασική προϋπόθεση που θέτει το Σύνταγμα για τη διαδικασία της αναθεώρησής του είναι μεταγενέστερες διατάξεις να μην έρχονται σε σύγκρουση με αυτές τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος.
Με την αναθεώρηση του 2001 είναι προφανές ότι το επίμαχο άρθρο '86 ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τις δύο αυτές θεμελιώδεις διατάξεις, τις οποίες το ίδιο το Σύνταγμα καθιστούσε απρόσβλητες και από την εξουσία της αναθεωρητικής βουλής. Επρόκειτο επομένως για ένα συνταγματικό πραξικόπημα, πολλώ μάλλον που συνέβη σε περίοδο πολιτικής σταθερότητας -δεν φέρει δηλαδή το άλλοθι της σημερινής κρίσιμης οικονομικής κατάστασης επιβολής του μνημονίου- στο οποίο όμως συνετέλεσε η ψήφιση του περιώνυμου άρθρου. Ωστόσο έκπληξη δεν αποτελεί (για τον αφελή συνομιλητή) η στάση αυτών που το εψήφισαν, αρκετοί εκ των οποίων, με προεξάρχοντα τον κ. Βενιζέλο, συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να το υπερασπίζονται διακαώς (είναι πλέον δεδομένη ένεκα αυτού η απαξίωση του συνόλου -δυστυχώς- του πολιτικού κόσμου από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών), αλλά η στάση της δικαστικής εξουσίας, η οποία με δηλώσεις, άρθρα, σχόλια, αφήνει μεν αιχμές κατά του νόμου, πλην όμως κινείται στη ζώνη του «συνταγματικού λυκόφωτος», χωρίς να πράττει το αυτονόητο, που της αναγνωρίζει ο ανώτερος συνταγματικός χάρτης της χώρας: Την τήρηση του Συντάγματος με την μη εφαρμογή νόμου που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς τις θεμελιώδεις αρχές του. Γιατί λοιπόν η Θέμις στην πιο κρίσιμη στιγμή που διέρχεται μεταπολιτευτικά ο τόπος δεν ανέλαβε (και δεν αναλαμβάνει) να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του υπουργού τω υπουργώ; Εξ ιδίων τα βέλη στο απόσπασμα που παραθέτουμε ως απάντηση, του αείμνηστου επίτιμου προέδρου του Αρείου Πάγου Στ. Ματθία: «Η δικαστική λειτουργία διατηρεί μεν κατά βάση την εγγυημένη από το Σύνταγμα ανεξαρτησία της, όμως τα δικαστήρια δεν εκφράζουν δική τους πολιτική βούληση. Εφαρμόζουν απλώς, με κάποια περιθώρια ερμηνείας, τους νόμους που έχουν ψηφιστεί με κυβερνητική πρωτοβουλία. Επιπλέον, η παντοδύναμη κυβέρνηση δύσκολα ανέχεται την ελεγκτική και κυρωτική λειτουργία της Δικαιοσύνης. Και με διάφορες μεθοδεύσεις προσπαθεί να την περιορίζει ή να την κατευθύνει. Συνήθεις πρακτικές είναι: α) οι ευκαιριακές νομοθετικές επεμβάσεις στη σύνθεση και στις αρμοδιότητες των οργάνων αυτοδιοίκησης της Δικαιοσύνης β) η προαγωγή, χωρίς καμία αιτιολόγηση και με κομματικά κατά κανόνα κριτήρια, των προέδρων και αντιπροέδρων των τριών ανώτατων δικαστηρίων, του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, των γενικών επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Διοικητικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, αρμοδιότητα διά της οποίας είναι δυνατός ο επηρεασμός των εκάστοτε «υποψηφίων», που ανέρχονται σε αρκετές δεκάδες ανώτατων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι και στελεχώνουν τα κορυφαία δικαστικά όργανα γ) η εξασφάλιση διαφόρων ευνοιών υπέρ εκείνων που εμφανίζονται ως «συνεργάσιμοι» δ) η νομοθετική «επίλυση» εκκρεμών υποθέσεων (παρά τις καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου για την πρακτική αυτή της «δικαιοδοτούσης Βουλής») ε) η δημόσια μειωτική ή και περιφρονητική κριτική των μη αρεστών δικαστικών αποφάσεων στ) η αυθαίρετη μη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, καίτοι δεσμευτικών για το Δημόσιο ζ) η διατήρηση των δικαστηρίων υπό απόλυτη οικονομική εξάρτηση από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Με τέτοια δεδομένα, μολονότι οι πλείστοι δικαστικοί λειτουργοί παραμένουν σταθερά αφοσιωμένοι στο έργο τους, ανεπηρέαστοι και αληθινά ανεξάρτητοι, η δικαστική λειτουργία, που θα μπορούσε να αποτελέσει τον αποτελεσματικότερο φραγμό κατά της διαφθοράς, τελεί υπό διαρκή σχεδόν υπονόμευση, με αποτέλεσμα να βρίσκεται ενίοτε σε αδυναμία, σε κρίσιμες ιδίως υποθέσεις, να εκπληρώσει με επάρκεια και αποτελεσματικότητα την αποστολή της». (Στ. Ματθίας, πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου, «Επιστήμη και Κοινωνία» τευχ. 15, 2005).
Συμπέρασμα αφελούς συνομιλητού: Το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης δεν είναι το Χρηματιστήριο, η Siemens ή το Βατοπέδι, αλλά ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, που αποτελεί ασπίδα προστασίας τυχόν σκανδάλων. «La loi, c' est moi». Λουδοβίκεια κατάσταση!
Είπαν για το νόμο περί ευθύνης υπουργών:
«Οι δικαστές έφτιαξαν το νόμο περί ευθύνης υπουργών; Εμείς οι δικαστές μετά το νόμο τροποποιήσαμε τον κανονισμό της Βουλής για το ποιο όργανο είναι αρμόδιο για να κρίνει αν και πότε θα αποσταλεί μια υπόθεση, στην οποία εμπλέκονται υπουργοί, στη Βουλή; Γνωρίζει ο λαός μας ότι η σύντομη παραγραφή των αδικημάτων των πολιτικών προσώπων δεν την αποφασίζουν τα δικαστήρια αυθαίρετα, αλλά την ορίζει ο νόμος; Ερωτώ, ποιος φταίει να παραγράφονται τα αδικήματα των υπουργών πριν καλά καλά αποκαλυφθούν;» (Χαρ. Αθανασίου αρεοπαγίτης, πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΔΕ)).
«Μια αναθεώρηση χρειάζεται το άρθρο 86. Την κατάργησή του. Να διώκονται (οι πολιτικοί) όπως όλοι οι πολίτες, Αυτό όμως προϋποθέτει μια πραγματικά ανεξάρτητη δικαστική εξουσία που θα έχει την τόλμη να αναλάβει τις ευθύνες της» (Α. Μανιτάκης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου).
«Η αποδυνάμωση της δικαστικής εξουσίας, με αντίστοιχη μετάθεση αρμοδιοτήτων στη Βουλή, ενισχύθηκε στην αναθεώρηση του Συντάγμτος το 2001, όταν προβλέφθηκε ότι ούτε καν προκαταρκτική εξέταση για υπουργούς επιτρέπεται στις δικαστικές αρχές [...] Δεν είναι όμως μόνο η εκτός της θεσμικής αποστολής της άσκηση ποινικών αρμοδιοτήτων από τη Βουλή. Υπάρχει και άλλος λόγος που καθιστά προβληματική την παραπάνω αρμοδιότητά της. Οι βουλευτές καλούνται να κρίνουν βουλευτές. [...] Ακόμη και να μπορούσαν να αρθούν πάνω από αισθήματα συναδελφικής αλληλεγγύης και πάνω από κομματικές σκοπιμότητες και να κρίνουν κάθε υπόθεση αντικειμενικά, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτή η προς τα έξω αμεροληψία τους» (Μ. Σταθόπουλος, καθηγητής Αστικού Δικαίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης).
*«Ο Νόμος είμαι εγώ», παράφραση της γνωστής ρήσης του Λουδοβίκου ΙΔ' «L' Etat c'est moi».

2.
Εύκολοι μύθοι και δύσκολες αλήθειες για το άρθρο 86 του Συντάγματος
και την ποινική ευθύνη υπουργών


Στο πασχαλινό φύλλο της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», δημοσιεύτηκε ολοσέλιδο άρθρο της κας Μαριάννας Πολυχρονιάδου με τον τίτλο «La loi c’ est moi», υπέρτιτλο «το συνταγματικό πραξικόπημα του 2001» και υπότιτλο «πώς η (αντι)συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 86 και ο νόμος Βενιζέλου περί ευθύνης υπουργών άνοιξαν πριν από μία δεκαετία το δρόμο την κερκόπορτα για το μνημόνιο»!

Οι τίτλοι συνοψίζουν και την επιχειρηματολογία της συνεργάτιδός σας που θεωρεί, επιπλέον των άλλων, το νόμο περί ευθύνης υπουργών ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης.   

Είναι δυστυχώς συνηθισμένο να κυκλοφορούν γύρω από μεγάλα θέματα του δημοσίου βίου εύκολοι μύθοι οφειλόμενοι είτε σε άγνοια είτε σε δημαγωγία.

Είδα στο ηλεκτρονικό αρχείο της εφημερίδας σας, σε προγενέστερα κείμενα της κας Πολυχρονιάδου να υπογράφει ως διδάκτωρ της επιστήμης των ΜΜΕ. Αυτό με καθησυχάζει κάπως, γιατί καταλαβαίνω ότι η κ. Πολυχρονιάδου δεν είναι νομικός.

Αν όμως δεν είναι νομικός, πριν υποστηρίξει με τόση βεβαιότητα και δημοσιεύσει σε μεγάλη κυριακάτικη εφημερίδα αυτές τις απόψεις θα έπρεπε να διασταυρώσει τις πληροφορίες της με κάποιον που γνωρίζει στοιχειωδώς τα θέματα.

Ας επαναλάβουμε λοιπόν ορισμένα πράγματα για την Αναθεώρηση του 2001 και ειδικότερα για το άρθρο 86.

Η Αναθεώρηση του 2001 ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1995, μετά το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, που ταυτόχρονα ανακοίνωσε την πρόθεση της τότε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΠΑΣΟΚ να αναστείλει τις ποινικές διαδικασίες που είχαν κινηθεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος κατά του πρώην Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη και υπουργών της κυβέρνησης του.

Το άρθρο 86 είναι όμως μόνο μία από τις 89 συνολικά διατάξεις που κατέστησαν αντικείμενο της αναθεωρητικής διαδικασίας η οποία ολοκληρώθηκε επτά χρόνια αργότερα.

Η Αναθεώρηση του 2001 ήταν εκτεταμένη (σχεδόν ολική) και πρωτίστως  συναινετική καθώς, όπως επιβάλλει άλλωστε το ίδιο το άρθρο 110 του Συντάγματος, υπερψηφίστηκε από την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή πρακτικά τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από τη Νέα Δημοκρατία, είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη φάση τη διαδικασίας.

Το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, όπως διαμορφώθηκε το 2001 και έμεινε ευτυχώς αλώβητο το 2008, είναι το βασικό θεσμικό όπλο κάθε πολίτη που αγωνίζεται για το σεβασμό των δικαιωμάτων του.

Το άρθρο 24 και η προστασία του Περιβάλλοντος, οι Ανεξάρτητες Αρχές, το νέο θεσμικό πλαίσιο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που οδήγησε στον «Καλλικράτη», οι νέοι κανόνες για τις προσλήψεις στο Δημόσιο, η πλήρης συνταγματική θεμελίωση της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι νέοι κανόνες λειτουργίας της Βουλής σε κρίσιμα θέματα, όπως ο προϋπολογισμός, η απαγόρευση της απροσδόκητης και άμεσης αλλαγής του εκλογικού νόμου, η εναλλακτική θητεία των αντιρρησιών συνείδησης, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και της γενετικής ταυτότητας, η αρχή της τριτενέργειας, δηλαδή της ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, η αρχή της αναλογικότητας και όλο το περιεχόμενο του άρθρου 25 που συνιστά την ολοκλήρωση του κράτους δικαίου, οφείλονται στην Αναθεώρηση του 2001.

Είναι ατύχημα για το δημόσιο βίο ότι η συζήτηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος περιορίστηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στο επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών. Η κατάργηση της διάταξης αυτής το 2008 απέδειξε εξ αποτελέσματος πόσο άδικη ήταν η επίθεση κατά της θέσπισής του.

Το να γνωρίζουμε το περιεχόμενο του Συντάγματος είναι προϋπόθεση όχι μόνο για το σεβασμό του, αλλά και για την αξιοποίηση του προς όφελος του πολίτη και της κοινωνίας των πολιτών.

Είναι προφανές ότι η κα Πολυχρονιάδου νομίζει ότι το άρθρο 86 εισήχθη για πρώτη φορά το 2001 στο ελληνικό Σύνταγμα. Αγνοεί ότι η διάταξη αυτή βρίσκεται μονίμως στα ελληνικά συντάγματα από το 1844 έως σήμερα, σε πρώιμη δε μορφή από το 1822 έως σήμερα. Είναι επίσης προφανές πως θεωρεί ότι η Ελλάδα αποκλίνει στο ζήτημα αυτό από τα διεθνώς κρατούντα, ενώ η αλήθεια είναι ότι ανάλογες ρυθμίσεις υπάρχουν σε όλα σχεδόν τα θεσμικώς ανεπτυγμένα συντάγματα των δυτικών κρατών, σε πολλά μάλιστα από αυτά  (όπως στις ΗΠΑ), το Κοινοβούλιο είναι αρμόδιο όχι μόνο για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας αλλά και για την εκδίκαση της υπόθεσης ως δικαστήριο. Η Ελλάδα ανήκει συνεπώς στο κεντρικό ρεύμα των δυτικών χωρών από την άποψη αυτή.

Γιατί άραγε όλα τα σύγχρονα δυτικά κράτη έχουν ειδικές διατάξεις περί ευθύνης υπουργών; Για να προστατεύσουν τους εγκληματούντες πολιτικούς; Ή μήπως γιατί χωρίς τέτοιου είδους διατάξεις δεν είναι δυνατόν να κυβερνηθεί μία χώρα και να ληφθούν οι αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις που διαφορετικά θα μετατρεπόντουσαν όλες σε ποινικές δικογραφίες, τουλάχιστον για παράβαση καθήκοντος

Το 2001 η σχετική ρύθμιση του Συντάγματος του 1975 έγινε από πολλές πλευρές αυστηρότερη. Διπλασιάστηκε ο χρόνος μέσα στον οποίο μπορεί να επιληφθεί η Βουλή. Μέχρι το 2001 ο χρόνος αυτός ήταν η πρώτη σύνοδος της κοινοβουλευτικής περιόδου που ακολουθεί την τέλεση της πράξης. Τώρα ο χρόνος αυτός εκτείνεται μέχρι το τέλος της Β΄ τακτικής συνόδου. Η Βουλή περιορίζεται τώρα στη διενέργεια προκαταρτικής εξέτασης, ενώ η ανάκριση και κυρίως η παραπομπή στο ακροατήριο ανατίθεται σε πενταμελές δικαστικό συμβούλιο. Το 2001 ρυθμίστηκε η μεταχείριση των συμμέτοχων έτσι ώστε αυτοί να μην μπορούν να διαφύγουν από τη δικαιοδοσία της κοινής ποινικής δικαιοσύνης. Το 2001 καταργήθηκαν οι κατήγοροι βουλευτές και η εισαγγελική αρμοδιότητα ανατέθηκε  σε μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται. Όλα αυτά υπερψηφίστηκαν πράγματι το 2001 από τους 268 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Όταν όμως δύο χρόνια αργότερα ήλθε ο εκτελεστικός νόμος «Περί ευθύνης υπουργών» (νόμος 3126/2003) με εισήγηση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης και νυν Προέδρου της Βουλής Φίλιππου Πετσάλνικου, αυτός υπερψηφίστηκε από τους βουλευτές και του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δόθηκε η ευκαιρία να θυμηθεί η Βουλή σε πρόσφατη συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων.

Τι άλλαξε όμως το 2007-2009 σε σχέση με τα δεδομένα του 2001; Το 2001 ο δημόσιος βίος βρισκόταν ακόμη μέσα στο κλίμα  της περιόδου 1989-1994. Το ζήτημα τότε ήταν  η νέα κυβέρνηση να μην ποινικοποιεί τις επιλογές της προηγούμενης κυβέρνησης για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ή «βεντέτας». Από το 2007 με τις υποθέσεις του Βατοπεδίου και των Ομολόγων, η ίδια η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αρνήθηκε να αξιολογήσει ποινικά στοιχεία που παρέπεμψε ενώπιον της Βουλής η Δικαιοσύνη και που αφορούσαν στελέχη της παρούσας τότε Κυβέρνησης. Εν τέλει αυτό οδήγησε  στην τεχνητή διαμόρφωση των προϋποθέσεων παραγραφής αδικημάτων με την πρόωρη διάλυση της Βουλής. Όλα αυτά πολύ φυσιολογικά συγκλόνισαν την κοινή γνώμη και δημιούργησαν ένα νέο δεδομένο που δεν αφορούσε τις σχέσεις πολιτικής και δικαστικής εξουσίας ούτε τις σχέσεις Κυβέρνησης και Αντιπολίτευσης, αλλά τον τρόπο που κάθε κυβέρνηση και κάθε κοινοβουλευτική πλειοψηφία αντιλαμβάνεται το Σύνταγμα και την ερμηνεία του.

Η τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία παραβίασε ευθέως το άρθρο 86 του Συντάγματος. Αυτό κατέστησε συνεπώς αναγκαία τη θέσπιση πρόσθετων εγγυήσεων. Ήδη από το 2007 έχω προτείνει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής αυτό που θεσπίστηκε τελικά με τον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο περί ευθύνης υπουργών που εισηγήθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Χάρης Καστανίδης : Την συγκρότηση συμβουλίου από δικαστικούς λειτουργούς για τον προκαταρτικό έλεγχο της κατηγορίας και την υποβοήθηση του έργου της Βουλής ήδη από το πρώτο στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης. Είναι δε απολύτως αναγκαίο πράγματι, στην επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, η αρμοδιότητα του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου να ενεργοποιείται πολύ νωρίτερα έτσι ώστε να υποβοηθείται η Βουλή αλλά και να καθίσταται πρακτικά αδύνατη η καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων από μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θέλει να προστατεύσει παρανομούντα στελέχη της. Είναι άλλωστε διεθνώς πάρα πολύ συνηθισμένο  να χρειάζεται  συμπλήρωση ή τροποποίηση διατάξεων επειδή όχι μόνον η πολιτική αλλά και η δικαστική εξουσία τους παρερμηνεύει ή τους καταστρατηγεί.

Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση Επιτροπής Προκαταρτικής Εξέτασης για την υπόθεση των υποβρυχίων την περίοδο 1998-2002, δηλαδή μία περίοδο κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, δείχνει ότι η παρούσα ρύθμιση δεν υπαγορεύει το πολιτικό ήθος της εφαρμογής της, αλλά το πολιτικό ήθος είναι αυτό που προσδίδει περιεχόμενο στη διάταξη.

Το τραγικότερο όμως είναι ότι η αρθρογράφος σας εκλαμβάνει κάθε υπουργό ως άκρως πιθανό εγκληματία. Θεωρεί δε προφανώς ότι η κυβέρνηση Καραμανλή που ευθύνεται για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της περιόδου 2004-2009, που οδήγησε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην παρούσα οξεία δημοσιονομική κρίση, πρέπει να αντιμετωπιστεί ποινικά στο πλαίσιο του άρθρου 86 του Συντάγματος και άρα να παραπεμφεί στο Ειδικό Δικαστήριο. Για αυτό μάλιστα ακόμη δεν έχουν εξαντληθεί οι προθεσμίες του άρθρου 86 του Συντάγματος. Αυτό ίσως να σημαίνει στο μέλλον ότι κάθε Κυβέρνηση που αποκλίνει από τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να αντιμετωπίζεται όχι με βάση τις αρχές της δημοκρατικής αντιπαράθεσης και αξιολόγησης αλλά με βάση το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και την ποινική δικονομία.

Νομίζει η αρθρογράφος σας, με άλλα λόγια, ότι το πρόβλημα της χώρας είναι ποινικό και όχι πολιτικό, αναπτυξιακό ή κοινωνικό. Ότι χρειαζόμαστε εισαγγελείς και δικαστές και όχι άλλου τύπου κόμματα, άλλο πολιτικό σύστημα, άλλο διοικητικό σύστημα, άλλο δικαστικό σύστημα και κυρίως πολίτες με πολύ πιο αυστηρά πολιτικά κριτήρια. Αυτή είναι μία προσέγγιση απλουστευτική αλλά και απολύτως αδιέξοδη.

Άλλωστε η εφαρμογή του άρθρου 86 του Συντάγματος έχει πλέον εμπλουτιστεί από το νέο δεδομένο της ποινικής μεταχείρισης της διακίνησης μαύρου χρήματος που δεν εμπίπτει στα χρονικά όρια του άρθρου 86 εφόσον διασώζεται το προϊόν του εγκλήματος. Αυτό είναι μία ευκαιρία να συμφωνήσουμε ευρύτερα στον δημόσιο διάλογο ότι είναι άλλο εσφαλμένες ή και επιβλαβείς επιλογές που γίνονται με πολιτικά κριτήρια αλλά χωρίς ποινικό δόλο και χωρίς προσωπικό όφελος και άλλο τα άθλια φαινόμενα της δωροδοκίας ή της διακίνησης μαύρου χρήματος η ποινική αντιμετώπιση των οποίων δεν παρεμποδίζεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως και αν αυτό ερμηνευτεί. 

Αντί λοιπόν να αναπαράγουμε εύκολους μύθους και απλουστευτικές προσεγγίσεις, θα παρακαλούσα να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε λίγο πιο συγκεκριμένα και λίγο πιο σφαιρικά γύρω από τόσο κρίσιμα θέματα του δημόσιου βίου.


* Το άρθρο του Ευ. Βενιζέλου αποτελεί απάντηση σε άρθρο της δημοσιογράφου Μαριάννας Πολυχρονιάδου στο φύλλο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας της 23.4.2011 με τίτλο «La loi c'est moi» και δημοσιεύται στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 30.04.2011

==========================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.