Σχετικό: Η_Μνήμη Δεν Αρχειοθετείται
Από το "24grammata"
Ο Μανώλη Δημελλάς είναι ο δημιουργός του μοναδικού ελληνικού ντοκιμαντέρ «LIVE AND LET LIVE – Δημήτρης Τσαφέντας: Ένα οδοιπορικό στην πολυτάραχη ζωή του», (πρόκειται για την πιο αξιόλογη κινηματογραφική έρευνα για τον Τσαφέντα, σε παγκόσμιο επίπεδο).
Παρακάτω, ο Μανώλη Δημελλάς παρουσιάζει, αποκλειστικά για τα 24grammata.com, τη ζωή του Δημήτρη Τσαφέντα
Όταν ο φίλος Νίκος Κλειτσίκας μου έδινε το βιβλίο του, «Η μνήμη δεν αρχειοθετείται», με θέμα τους έλληνες φοιτητές στην Ιταλία κατά το 1970 και την εκεί κρυφή αντιδικτατορική τους δράση, δεν αντιλήφθηκα το μεγαλείο του τίτλου του. Ο φίλος αυτός είναι αυτό που λέμε, σε μικρούς τόπους, καρδιακός. Άνθρωπος με φιλότιμο που δεν στέκεται στη δικιά του γωνιά σε κλειστούς προσωπικούς στόχους μα και σε μονομανίες τις οποίες κατοχυρώνει μέσα από τα...
σώματα μα και τις ψυχές των γύρων του.
Ο Νίκος λοιπόν ήταν και η αφορμή για το ταξίδι μου στην Νότια Αφρική.
Για μια γιορτή του απόδημου Ελληνισμού. Το περίφημο σχολείο Σαχέτι ντυμένο με την γαλανόλευκη, και η μοιραία ανάγκη να προβληθεί και στη Ελλάδα ένας κόσμος που δεν ζει με το όνειρο της επιστροφής, όχι τόσο στο χώρο μα κυρίως στον χρόνο.
Ουσιαστικά ο μετανάστης ψάχνει την ρωγμή του παρόντος για να γλιστρήσει στο παρελθόν, ειδικά σε εκείνα τα χρόνια του που έγραψε στο λευκό χάρτη του μυαλού τους κανόνες της μετέπειτα διαδρομής του.
Ήρθε λοιπόν η πρόταση για ένα νέο ταξίδι, ήρθε μια στιγμή ακόμη που σαν τυχοδιώκτης θα σταματήσω τον χρόνο, αφουγκράζοντας τον ήχο του σήμερα.
Κουρασμένος από τις επαγγελματικές αποστολές, αλλά κυρίως μην βλέποντας την ιστορία που θα μπορούσε να μου προσφέρει, να δώσει ένα ντοκιμαντέρ με δυνατά, ουσιαστικά μηνύματα στην αρχή αρνήθηκα. Άλλωστε τη μπορεί να είναι μια ταινία τεκμηρίωσης αν δεν είναι ο πολιτικός λόγος.
Όσο μου πρότειναν, λοιπόν, σαφάρι και κυνηγητά αγρίων ζώων, τόσο έβλεπα την εννιάωρη πτήση για Γιοχάνεσπουγκ σαν μια βαρετή τουριστική ανοησία.
Λένε πως οι πολιτικοί πριν από τις εκλογές μα και οι ψαράδες μετά το κυνηγητό στο πέλαγος, είναι οι πιο μεγάλοι ψεύτες. Από την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κάρπαθο και κοντά έξι χρόνια μακριά από την αρχή της ιστορίας χάνω, μου λείπει, το ξεκίνημα από την γνωριμία μου με τον Μίμη Τσαφέντα…
…Μόλις έχω βγει από την θάλασσα, με το όπλο μου να έχει καταφέρει να επιβεβαιώσει την αντρική μου φύση. Το ανοιχτό πέλαγος μπροστά μου λικνίζεται σε αραβικά βλαχομπαρόκ τραγούδια. Μόνον αυτά πιάνουν τα ερτζιανά εδώ στο νότο. Ο μικρός τόπος μου αγωνίζεται να σταθεί περιμένοντας ξεπεσμένους ή ψαγμένους, στην ουσία κανείς δεν το ζορίζει πολύ, τουρίστες.
Η σκιά μου δεν είναι δυνατή, ο απογεματινός ήλιος του Απρίλη δεν έχει τα κότσια να με πνίξει στο φως.
Αν πίστευα σε θεούς θα έλεγα πως είναι δαίμονας.
Βρήκε έναν τρόπο και γλίστρησε στα στενά, του έτσι κι αλλιώς αδιόρθωτου μυαλού μου. Σφηνώθηκε. Ο Τσαφέντας άγγιξε τους σκοτεινούς μου φόβους.
Έτσι ξεκινά το ψάξιμο, μια προφιλμική καταγραφή μέσα στο δύσβατο της σιωπής. Ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του δεν άφησε τη λήθη να σκεπάσει τις μνήμες των συνανθρώπων μας που τον γνώρισαν. Όμως μια ιδιότυπη ομερτά.
Ένας απροσδιόριστος φόβος για το μεγαλείο της διαφορετικότητας έντυναν κάθε φορά σκέψεις, και έκαναν τα λόγια μισακά.
Δυο μήνες πριν το ταξίδι με ένα βιβλίο στο χέρι, λιγοστές αράδες σε σκόρπια μπλόκ ιχνογραφίας, και με έναν τρελό να κυριεύει το μυαλό μου, γνωρίζω την προσωπικότητα που ορθώθηκε απέναντι στην πιο ισχυρή στιγμή του απαρτχάιντ.
Ο κολοράτος δολοφόνος του καλού, μορφωμένου και φυσικά λευκού, πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής, Φερβούντ, έδειχνε το δρόμο.
Ο μικρός Μίμης έρχεται στο κόσμο στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, η μάνα του μια μαύρη περνά τα βράδια της με τον Μιχάλη Τσαφαντάκη. Ιδρωμένα κορμιά στην αποθήκη με τα αλεύρια ενός φούρνου στο μεγάλο λιμάνι της Μοζαμβίκης. Το λευκό και το μαύρο έδωσαν ρεσιτάλ ζωής.
Ερωτεύονται, είναι λευκός, εργατικός, καλοσυνάτος μα πάνω από όλα φλογερός έλληνας. Την ποθεί. Αν γνωρίσεις το κορμί μιας μαύρης ή το αγαπάς και το λατρεύεις ή δεν αναγνωρίζεις καμιά πρόκληση, δεν σε ξεσηκώνει. Άλλοτε πάλι, σε καταδικάζει σε αιώνια πάθη.
Μα εκείνα τα χρόνια οι μετανάστες, ρίζωναν στους τόπους, έτσι κι ο Μιχάλης, ο πατέρας του τραγικού και συνάμα φωτισμένου φονιά, με την ευγενική του καταγωγή. Ήταν μεγαλωμένος στην Αλέξάνδρεια της Αιγύπτου δεν αρνείται την σχέση του. Υπάρχει με μια μαύρη, την αναγνωρίζει, οχι σαν γυναίκα το σπουδαίο είναι πως τη βλέπει σαν άνθρωπο. Την χαϊδεύει, την αγγίζει, τη φιλά πριν την ερωτική πράξη.
Η μοίρα ξεκινά να πλέκει την ιστορία από πολύ νωρίς, η Αμιλία Έβανς, η μάνα του Μίμη πεθαίνει με το πρώτο δικό του κλάμα. Το πόσο και ποιός έκλαψε για αυτήν πέρα του παιδιού της που την αναζητούσε μια ζωή ποτέ δεν θα μάθουμε. Άλλωστε όταν γίνουμε σέπια φωτογραφίες δύσκολα θα αναγνωρίζουν εάν το πέρασμα μας ήταν πραγματικό ή μια ιστορία βγαλμένη στα καπάκια του αλκοόλ και μιας άχρωμης νύχτας.
Ο Δημήτρης χωρίς μάνα, μα με πατέρα ευαίσθητο, ελεύθερο από προκαταλήψεις, όσο τουλάχιστον είναι ελεύθερος, ανεπηρέαστος από ένα μίζερο περιβάλλον αναγνωρίζει το παιδί του. Το παιδί που έχει το στίγμα της μοίρας στο χρώμα του. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος, είναι κολοράτος. Φθάνει σε έναν κομματιασμένο κόσμο, μα είναι από μόνος του ένα ξεχωριστό κομμάτι.
Τον στέλνει λοιπόν στην γιαγιά του, στην Αλεξάνδρεια. Εκεί αποκτά καταγωγή ελληνική, αποκτά μόρφωση, ρουφά τα γράμματα, την γνώση σαν σφουγγάρι. Περνά μια νιότη ανέμελη γλυκειά σαν τα ζαχαρωτά της Αιγύπτου που όποιος τα γεύτηκε τα φέρνει μπρος τα μάτια κάθε που καθίζει το μυαλό στα δύσκολα.
Ήδη στα 8 του μιλά 4 ή 5 γλώσσες, αναγνωρίζει την Ελλάδα σαν πατρίδα και έχει ρίζες, περπατά στο λιμάνι της Αλεξάνδειας με την θάλασσα να του δείχνει τους ανοιχτούς δρόμους.
Τότε είναι που η γιαγιά αρρωσταίνει, ο πατέρας σταματά να συγκρούεται με την μοναξιά και φέρνει την νέα Ελληνίδα γυναίκα του για να κάμει οικογένεια. Να αφήσει κάτι πίσω. Που να ήξερε κι αυτός πως έφερε στον κόσμο μια από της σπουδαιότερες μορφές σύγχρονων αγωνιστών.
Ο Νίκος λοιπόν ήταν και η αφορμή για το ταξίδι μου στην Νότια Αφρική.
Για μια γιορτή του απόδημου Ελληνισμού. Το περίφημο σχολείο Σαχέτι ντυμένο με την γαλανόλευκη, και η μοιραία ανάγκη να προβληθεί και στη Ελλάδα ένας κόσμος που δεν ζει με το όνειρο της επιστροφής, όχι τόσο στο χώρο μα κυρίως στον χρόνο.
Ουσιαστικά ο μετανάστης ψάχνει την ρωγμή του παρόντος για να γλιστρήσει στο παρελθόν, ειδικά σε εκείνα τα χρόνια του που έγραψε στο λευκό χάρτη του μυαλού τους κανόνες της μετέπειτα διαδρομής του.
Ήρθε λοιπόν η πρόταση για ένα νέο ταξίδι, ήρθε μια στιγμή ακόμη που σαν τυχοδιώκτης θα σταματήσω τον χρόνο, αφουγκράζοντας τον ήχο του σήμερα.
Κουρασμένος από τις επαγγελματικές αποστολές, αλλά κυρίως μην βλέποντας την ιστορία που θα μπορούσε να μου προσφέρει, να δώσει ένα ντοκιμαντέρ με δυνατά, ουσιαστικά μηνύματα στην αρχή αρνήθηκα. Άλλωστε τη μπορεί να είναι μια ταινία τεκμηρίωσης αν δεν είναι ο πολιτικός λόγος.
Όσο μου πρότειναν, λοιπόν, σαφάρι και κυνηγητά αγρίων ζώων, τόσο έβλεπα την εννιάωρη πτήση για Γιοχάνεσπουγκ σαν μια βαρετή τουριστική ανοησία.
Λένε πως οι πολιτικοί πριν από τις εκλογές μα και οι ψαράδες μετά το κυνηγητό στο πέλαγος, είναι οι πιο μεγάλοι ψεύτες. Από την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κάρπαθο και κοντά έξι χρόνια μακριά από την αρχή της ιστορίας χάνω, μου λείπει, το ξεκίνημα από την γνωριμία μου με τον Μίμη Τσαφέντα…
…Μόλις έχω βγει από την θάλασσα, με το όπλο μου να έχει καταφέρει να επιβεβαιώσει την αντρική μου φύση. Το ανοιχτό πέλαγος μπροστά μου λικνίζεται σε αραβικά βλαχομπαρόκ τραγούδια. Μόνον αυτά πιάνουν τα ερτζιανά εδώ στο νότο. Ο μικρός τόπος μου αγωνίζεται να σταθεί περιμένοντας ξεπεσμένους ή ψαγμένους, στην ουσία κανείς δεν το ζορίζει πολύ, τουρίστες.
Η σκιά μου δεν είναι δυνατή, ο απογεματινός ήλιος του Απρίλη δεν έχει τα κότσια να με πνίξει στο φως.
Αν πίστευα σε θεούς θα έλεγα πως είναι δαίμονας.
Βρήκε έναν τρόπο και γλίστρησε στα στενά, του έτσι κι αλλιώς αδιόρθωτου μυαλού μου. Σφηνώθηκε. Ο Τσαφέντας άγγιξε τους σκοτεινούς μου φόβους.
Έτσι ξεκινά το ψάξιμο, μια προφιλμική καταγραφή μέσα στο δύσβατο της σιωπής. Ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του δεν άφησε τη λήθη να σκεπάσει τις μνήμες των συνανθρώπων μας που τον γνώρισαν. Όμως μια ιδιότυπη ομερτά.
Ένας απροσδιόριστος φόβος για το μεγαλείο της διαφορετικότητας έντυναν κάθε φορά σκέψεις, και έκαναν τα λόγια μισακά.
Δυο μήνες πριν το ταξίδι με ένα βιβλίο στο χέρι, λιγοστές αράδες σε σκόρπια μπλόκ ιχνογραφίας, και με έναν τρελό να κυριεύει το μυαλό μου, γνωρίζω την προσωπικότητα που ορθώθηκε απέναντι στην πιο ισχυρή στιγμή του απαρτχάιντ.
Ο κολοράτος δολοφόνος του καλού, μορφωμένου και φυσικά λευκού, πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής, Φερβούντ, έδειχνε το δρόμο.
Ο μικρός Μίμης έρχεται στο κόσμο στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, η μάνα του μια μαύρη περνά τα βράδια της με τον Μιχάλη Τσαφαντάκη. Ιδρωμένα κορμιά στην αποθήκη με τα αλεύρια ενός φούρνου στο μεγάλο λιμάνι της Μοζαμβίκης. Το λευκό και το μαύρο έδωσαν ρεσιτάλ ζωής.
Ερωτεύονται, είναι λευκός, εργατικός, καλοσυνάτος μα πάνω από όλα φλογερός έλληνας. Την ποθεί. Αν γνωρίσεις το κορμί μιας μαύρης ή το αγαπάς και το λατρεύεις ή δεν αναγνωρίζεις καμιά πρόκληση, δεν σε ξεσηκώνει. Άλλοτε πάλι, σε καταδικάζει σε αιώνια πάθη.
Μα εκείνα τα χρόνια οι μετανάστες, ρίζωναν στους τόπους, έτσι κι ο Μιχάλης, ο πατέρας του τραγικού και συνάμα φωτισμένου φονιά, με την ευγενική του καταγωγή. Ήταν μεγαλωμένος στην Αλέξάνδρεια της Αιγύπτου δεν αρνείται την σχέση του. Υπάρχει με μια μαύρη, την αναγνωρίζει, οχι σαν γυναίκα το σπουδαίο είναι πως τη βλέπει σαν άνθρωπο. Την χαϊδεύει, την αγγίζει, τη φιλά πριν την ερωτική πράξη.
Η μοίρα ξεκινά να πλέκει την ιστορία από πολύ νωρίς, η Αμιλία Έβανς, η μάνα του Μίμη πεθαίνει με το πρώτο δικό του κλάμα. Το πόσο και ποιός έκλαψε για αυτήν πέρα του παιδιού της που την αναζητούσε μια ζωή ποτέ δεν θα μάθουμε. Άλλωστε όταν γίνουμε σέπια φωτογραφίες δύσκολα θα αναγνωρίζουν εάν το πέρασμα μας ήταν πραγματικό ή μια ιστορία βγαλμένη στα καπάκια του αλκοόλ και μιας άχρωμης νύχτας.
Ο Δημήτρης χωρίς μάνα, μα με πατέρα ευαίσθητο, ελεύθερο από προκαταλήψεις, όσο τουλάχιστον είναι ελεύθερος, ανεπηρέαστος από ένα μίζερο περιβάλλον αναγνωρίζει το παιδί του. Το παιδί που έχει το στίγμα της μοίρας στο χρώμα του. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος, είναι κολοράτος. Φθάνει σε έναν κομματιασμένο κόσμο, μα είναι από μόνος του ένα ξεχωριστό κομμάτι.
Τον στέλνει λοιπόν στην γιαγιά του, στην Αλεξάνδρεια. Εκεί αποκτά καταγωγή ελληνική, αποκτά μόρφωση, ρουφά τα γράμματα, την γνώση σαν σφουγγάρι. Περνά μια νιότη ανέμελη γλυκειά σαν τα ζαχαρωτά της Αιγύπτου που όποιος τα γεύτηκε τα φέρνει μπρος τα μάτια κάθε που καθίζει το μυαλό στα δύσκολα.
Ήδη στα 8 του μιλά 4 ή 5 γλώσσες, αναγνωρίζει την Ελλάδα σαν πατρίδα και έχει ρίζες, περπατά στο λιμάνι της Αλεξάνδειας με την θάλασσα να του δείχνει τους ανοιχτούς δρόμους.
Τότε είναι που η γιαγιά αρρωσταίνει, ο πατέρας σταματά να συγκρούεται με την μοναξιά και φέρνει την νέα Ελληνίδα γυναίκα του για να κάμει οικογένεια. Να αφήσει κάτι πίσω. Που να ήξερε κι αυτός πως έφερε στον κόσμο μια από της σπουδαιότερες μορφές σύγχρονων αγωνιστών.
Στην επιστροφή του ο Δημήτρης γνωρίζει την απόρριψη. Ξεκινά η αντίστροφή μέτρηση για την τελική του πράξη. Για την νέα μάνα, την Μαρίκα, είναι ένα μπάσταρδο. Ένας κοπρίτης και μάλιστα χρωματιστός.
Όσο ο πατέρας στέκεται τον στέλνει σε καλό μα εσώκλειστο σχολείο.
Πάλι η μόρφωση, η παιδεία πάνω στον Μίμη, μα άγγιγμα, ανοιχτές καρδιές δεν υπάρχουν για αυτόν.
Δεν είναι μόναχα η μάνα όλος ο τόπος βράζει από την ανισότητα, την διαφορά, τίποτε δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αρμονική ύπαρξη. Είναι μονάχος, στην εφηβεία και λίγο πριν τα μυθικά ταξίδια γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Το μόνο που δέχεται τους κολοράτους. Εκείνους που δεν είναι καταμαύροι.
Οι εντάσεις στο σπίτι υπερβολικές. Τα «σπάει», βράζει το αίμα του. Έξυπνος όπως είναι αναγνωρίζει την δεδομένη ανυπαρξία του. Φωνάζουν γιατρό, που τον χαρακτηρίζει idiota, η αδελφή του Ελένη ξεσπάει, «μας κατάστρεφε, σιγά σιγά, από μικρός.»
Όσο ο πατέρας στέκεται τον στέλνει σε καλό μα εσώκλειστο σχολείο.
Πάλι η μόρφωση, η παιδεία πάνω στον Μίμη, μα άγγιγμα, ανοιχτές καρδιές δεν υπάρχουν για αυτόν.
Δεν είναι μόναχα η μάνα όλος ο τόπος βράζει από την ανισότητα, την διαφορά, τίποτε δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αρμονική ύπαρξη. Είναι μονάχος, στην εφηβεία και λίγο πριν τα μυθικά ταξίδια γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Το μόνο που δέχεται τους κολοράτους. Εκείνους που δεν είναι καταμαύροι.
Οι εντάσεις στο σπίτι υπερβολικές. Τα «σπάει», βράζει το αίμα του. Έξυπνος όπως είναι αναγνωρίζει την δεδομένη ανυπαρξία του. Φωνάζουν γιατρό, που τον χαρακτηρίζει idiota, η αδελφή του Ελένη ξεσπάει, «μας κατάστρεφε, σιγά σιγά, από μικρός.»
Ναυτικός λοιπόν, αυτό ταιριάζει σε ένα παιδί που όλοι πιέζουν, βιάζουν να γίνει άντρας, δίχως να μιλά και με κεφάλι σκυμμένο υποταγμένο στο χρώμα της μοίρας που σκούρο ακαθόριστο όπως είναι καθορίζει, προδιαγράφει μιαν μοιραία πορεία.
Ταξιδεύει, γυρνά τον κόσμο και γίνεται θρύλος, ένας ζωντανός μύθος. Η αλήθεια και το ψέμμα συναγωνίζονται στη ζωή του.
Από τους λιγοστούς φίλους και τα γράμματα που έστελνε στην οικογένεια που μόνον εκείνος την ένιωθε κοντά του, εκείνος είχε την ανάγκη να ακουμπήσει φαίνεται μια πολυτάραχη διαδρομή.
Από μούτσος στα βαπόρια, καθηγητής ξένων γλωσσών, εμπορικός αντιπρόσωπος, οριακός τρόφιμος τρελλοκομείου, σερβιτόρος, ακόμη και αναγνωρισμένος εκπρόσωπος του Μωάμεθ.
Φτάνει στην κεντρική Ευρώπη πεινασμένος, μιλά ακατάπαυστα στις γλώσσες τους αλλα θέλει τροφή, ζεστασιά, σε πόλεις και ανθρώπους κλειστούς και εξαιρετικά κουμπωμένους. Μπαινοβγαίνει σε φρενοκομεία που έτσι κι αλλιώς χειρίζεται με άνεση, μιλά για το θηρίο που έχει μέσα του, κάτι που του καθορίζει την όρεξη, για φαγητό, για γνώση, για ζωή. Ξεκινά το καλοκαίρι, βαριέται θυμάται την Άγκυρα της Τουρκίας. Εκεί καθηγητής αγγλικών σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών αγαπούσε τους μαθητές του και δεν έχανε ευκαιρία να μιλά για τα τοπία της Αφρικής που λάμπανε στα μάτια του.
Σε μια από τις αποδράσεις του όπως αφηγείται μετέπειτα στη φυλακή, δεμένος με σεντόνια την κοπανάει από τα μπαλκόνια του τέταρτου ορόφου, χάνει τον καλύτερο φίλο του από την πτώση. Ήταν και η τελευταία φορά που μπήκε σε ψυχιατρείο στην Ευρώπη.
Ζητά απεγνωσμένα να γυρίσει στο Γιοχάνεσμπουργκ, περιμένει πρόσκληση, που τελικά του κάνει ο γαμπρός του.
Στην Ελλάδα τριγυρνά στη γειτονιά μου στην Καστέλλα, παίζει προπό, λατρεύει τον Ολυμπιακό και δεν χάνει ευκαιρία να χαζεύει τα βιβλιοπωλεία και να διαβάζει, να καταπίνει βιβλία και γνώση. Έτσι χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο όπως συνήθιζε να λέει.
Οι κοινές μας διαδρομές στο Πειραιά άρχισαν σιγά σιγά να με τρώνε, έχανα και εγώ την επαφή μου με το παρόν, περπατούσα γύρω από το λιμάνι, θωρούσα πως στο πλάι της μπουκαπόρτα ενός πλοίου θα τον συναντήσω.
Ο Μίμης σε ένα τελευταίο γράμμα, ζητά να του στείλουν καφέ και λίγο από χυμό ροδάκινο, του λείπουν οι γεύσεις, τα συναισθήματα που γεννούν τα οικεία πράγματα. Ταξιδιώτης μέσα στο χρόνο αποκωδικοποιεί με ευκολία τους γύρω του μα μόνιμα κολλημένος με το θλιβερό, πιεσμένο, έρημο παρελθόν του.
Στην Παλαιστίνη φτάνει μαζί με έντονα καιρικά φαινόμενα. Η βροχή που κράτησε μέρες θεωρήθηκε πως ήταν δικία του ευλογία. Ο λόγος του σε αυτά τα μέρη έτσι κι αλλιώς αγίασμα για τους ντόπιους.
Στην επιστροφή έρχεται αντιμέτωπος με την χειρότερη πραγματικότητα που θα μπορούσε να φανταστεί.
Το καθεστώς σαρώνει κάθετι διαφορετικό. Ξεκινάμε με το χρώμα.
Περιοχές μόνο για μαύρους. Πεζοδρόμια μοναχά για λευκούς.
Το δέρμα καθορίζει την διαδρομή.
Το χρώμα είναι που δίνει ή παίρνει τη ζωή.
Ο Μίμης πέρα και έξω από κάθε ρατσισμό. Σε κανέναν κύκλο δεν εντάσσεται. Ούτε στους δούλους μα ούτε και στους αφέντες.
Η οικογένεια τον διώχνει, τον φοβάται, μιλά, έχει άποψη για το δράμα που ανεβαίνει στη σκηνή της ζωής.
Είναι μια ανάσα πριν την κατάθλιψη.
Φεύγει, κατεβαίνει στο Κέηπ Τάουν, στο μεγάλο λιμάνι στη μάνα θάλασσα και πάλι.
Ερωτεύεται μιαν κατάμαυρη. Μπαίνει σε μια οικογένεια χριστιανών.
Εντυπωσιάζεται από την αγνότητα και τα παρασύρεται στην ιδέα της φαμίλιας. Πάντα αυτό έβαζε φωτιά στα σωθικά του μυαλού του.
Κάνει αίτηση να θεωρείται πλέον μαύρος, θέλει να την παντρευτεί, την θέλει πλάι του. Ψηλός, ωραίος άντρας ο Τσαφέντας.
Του ακυρώνουν κάθε σκέψη, ολάκερη η υπαρξιακή του οντότητα τρίζει συθέμελα. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος.
Ο Μίμης δεν υπάρχει. Νιώθει την πείνα του στομαχιού, της καρδιάς του, τόσο μα τόσο έντονα.
Η εξαιρετική μόρφωση και η έφεση στις γλώσσες, -λένε πως μιλούσε άπταιστα 7 ή 8 γλώσσες-, του δίνουν την άνεση να εργαστεί στο δεύτερο κοινοβούλιο της Νοτίου Αφρικής. Όχι κάτι σπουδαίο, κουβαλά χαρτιά, ένα ποτήρι με νερό, κάνει τα θελήματα των βουλευτών.
Εκεί παίρνει την μεγάλη απόφαση να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Να δώσει ένα ουσιαστικό χτύπημα σε ένα καθεστώς που χωρίζει τους ανθρώπους. Να τιμωρήσει, σαν νέμεσις, τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ. Να τον δολοφονήσει.
Τριγυρνά στα ελληνικά πλοία, ψάχνει στην αρχή για ένα περίστροφο, του πουλούν, σε ένα κασσιώτικο φορτηγό, ένα ψεύτικο ένα πασχαλιάτικο, πιστόλι.
Απογοητεύεται, αλλάζει ρότα, αγοράζει μαχαίρι και το αφήνει για μέρες μέσα σε δηλητήριο.
Μεσημέρι, ο πρωθυπουργός στο βήμα εξηγεί για ακόμη μιαν φορά της αρχές, την ουσία των φυλετικών διακρίσεων. Κάνει πράξη την σκέψη. Διαλύει τους ανθρώπους.
Ο Τσαφέντας, με σταθερό βήμα ανεβαίνει με ένα ποτήρι νερό. Σε περίπτωση που ο λαιμός του πρωθυπουργού σταθεί.
Βγάζει από την κάλτσα του ποδιού του το 20 εκατοστών μαχαίρι, καταφέρνει 4 μαχαιριές μια εκ των οποίων στη καρδιά.
Το πρώτο χτύπημα, η πρώτη κίνηση στον αγώνα κατά του ρατσισμού, η ωδή της λογικής. Ένας φόνος. Μέσα στο κοινοβούλιο, μέσα στο σπίτι της δημοκρατίας, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου.
Ακολούθησε μια τραγική πορεία.
Βασανίστηκε, χτυπήθηκε, φυλακίστηκε.
Δεν δικάστηκε ποτέ, δεν βόλευε να αναγνωριστεί σαν μάρτυρας.
Θεωρήθηκε τρελός. Ο ίδιος έλεγε πως ένα σκουλήκι που είχε μέσα του, έδινε τις εντολές και τις κατευθύνσεις. Ο δικηγόρος του, ο διάσημος Γιώργος Μπίζος, που ήταν και ο νομικός σύμβουλος του Μαντέλα υπερασπίστηκε έναν παρανοϊκό. Τον εξέτασαν αρκετοί ψυχίατροι. Κατέληξαν, δεν υπάρχει συνείδηση στον Μίμη.
Το σύστημα δεν έπρεπε να βληθεί να χτυπηθεί. Τον κρύβουν σε μια φυλακή, με θανατοποινίτες, οι συγκρατούμενοι του εντυπωσιάζονται από την προσωπικότητα του αλλά και αυτοί, ο καθένας για δικούς του λόγους δεν του αναγνωρίζουν την πρωτοπορία.
Το τέλος της ζωής του δίνεται στην ψυχιατρική κλινική-φυλακή Στέρκφονταιν. Λιγοστοί άνθρωποι γύρω του. Ελάχιστοι εκείνοι που θέλουν να θυμούνται την πράξη του.
Στην κηδεία του 4 μοναχά τον συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία ο Δημήτρης ο έλληνας παπάς που στην συνέχεια ξεπέρασε το «ράσο» και έκανε την κηδεία παρότι όλη η κοινότητα πίεζε να μην τελεστεί η εξόδιος ακολουθία. Η Λίζα Καίη αφήνει ένα σημείωμα στον φέρετρο. «Δημήτρης Τσαφέντας, Κομμουνιστής, Χριστιανός, ένας σπουδαίος άνθρωπος.»
Ξαναγυρνώ το χρόνο πίσω. Οι Έλληνες μετανάστες κοιτούσαν τη δουλειά τους. Δεν άνοιγαν μέτωπα, άφηναν το χρόνο να κυλά και τον χώρο να εξελίσσεται ερήμην τους.
Όχι όλοι, όσο κι αν κρύβουμε την ιστορία θα έρχονται στιγμές, μικρές στιγμές που θα γυρνά σε πρόσωπα όπως ο Μίμης που έδωσαν με μια κίνηση μιαν άλλη φορά στο τρόπο που γυρνά η γή.
Χρειάζεται ακόμη ανηφόρα, εκείνος ο δόκιμος χρόνος για να αντιληφθούμε το μέγεθος της πράξης του.
Ταξιδεύει, γυρνά τον κόσμο και γίνεται θρύλος, ένας ζωντανός μύθος. Η αλήθεια και το ψέμμα συναγωνίζονται στη ζωή του.
Από τους λιγοστούς φίλους και τα γράμματα που έστελνε στην οικογένεια που μόνον εκείνος την ένιωθε κοντά του, εκείνος είχε την ανάγκη να ακουμπήσει φαίνεται μια πολυτάραχη διαδρομή.
Από μούτσος στα βαπόρια, καθηγητής ξένων γλωσσών, εμπορικός αντιπρόσωπος, οριακός τρόφιμος τρελλοκομείου, σερβιτόρος, ακόμη και αναγνωρισμένος εκπρόσωπος του Μωάμεθ.
Φτάνει στην κεντρική Ευρώπη πεινασμένος, μιλά ακατάπαυστα στις γλώσσες τους αλλα θέλει τροφή, ζεστασιά, σε πόλεις και ανθρώπους κλειστούς και εξαιρετικά κουμπωμένους. Μπαινοβγαίνει σε φρενοκομεία που έτσι κι αλλιώς χειρίζεται με άνεση, μιλά για το θηρίο που έχει μέσα του, κάτι που του καθορίζει την όρεξη, για φαγητό, για γνώση, για ζωή. Ξεκινά το καλοκαίρι, βαριέται θυμάται την Άγκυρα της Τουρκίας. Εκεί καθηγητής αγγλικών σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών αγαπούσε τους μαθητές του και δεν έχανε ευκαιρία να μιλά για τα τοπία της Αφρικής που λάμπανε στα μάτια του.
Σε μια από τις αποδράσεις του όπως αφηγείται μετέπειτα στη φυλακή, δεμένος με σεντόνια την κοπανάει από τα μπαλκόνια του τέταρτου ορόφου, χάνει τον καλύτερο φίλο του από την πτώση. Ήταν και η τελευταία φορά που μπήκε σε ψυχιατρείο στην Ευρώπη.
Ζητά απεγνωσμένα να γυρίσει στο Γιοχάνεσμπουργκ, περιμένει πρόσκληση, που τελικά του κάνει ο γαμπρός του.
Στην Ελλάδα τριγυρνά στη γειτονιά μου στην Καστέλλα, παίζει προπό, λατρεύει τον Ολυμπιακό και δεν χάνει ευκαιρία να χαζεύει τα βιβλιοπωλεία και να διαβάζει, να καταπίνει βιβλία και γνώση. Έτσι χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο όπως συνήθιζε να λέει.
Οι κοινές μας διαδρομές στο Πειραιά άρχισαν σιγά σιγά να με τρώνε, έχανα και εγώ την επαφή μου με το παρόν, περπατούσα γύρω από το λιμάνι, θωρούσα πως στο πλάι της μπουκαπόρτα ενός πλοίου θα τον συναντήσω.
Ο Μίμης σε ένα τελευταίο γράμμα, ζητά να του στείλουν καφέ και λίγο από χυμό ροδάκινο, του λείπουν οι γεύσεις, τα συναισθήματα που γεννούν τα οικεία πράγματα. Ταξιδιώτης μέσα στο χρόνο αποκωδικοποιεί με ευκολία τους γύρω του μα μόνιμα κολλημένος με το θλιβερό, πιεσμένο, έρημο παρελθόν του.
Στην Παλαιστίνη φτάνει μαζί με έντονα καιρικά φαινόμενα. Η βροχή που κράτησε μέρες θεωρήθηκε πως ήταν δικία του ευλογία. Ο λόγος του σε αυτά τα μέρη έτσι κι αλλιώς αγίασμα για τους ντόπιους.
Στην επιστροφή έρχεται αντιμέτωπος με την χειρότερη πραγματικότητα που θα μπορούσε να φανταστεί.
Το καθεστώς σαρώνει κάθετι διαφορετικό. Ξεκινάμε με το χρώμα.
Περιοχές μόνο για μαύρους. Πεζοδρόμια μοναχά για λευκούς.
Το δέρμα καθορίζει την διαδρομή.
Το χρώμα είναι που δίνει ή παίρνει τη ζωή.
Ο Μίμης πέρα και έξω από κάθε ρατσισμό. Σε κανέναν κύκλο δεν εντάσσεται. Ούτε στους δούλους μα ούτε και στους αφέντες.
Η οικογένεια τον διώχνει, τον φοβάται, μιλά, έχει άποψη για το δράμα που ανεβαίνει στη σκηνή της ζωής.
Είναι μια ανάσα πριν την κατάθλιψη.
Φεύγει, κατεβαίνει στο Κέηπ Τάουν, στο μεγάλο λιμάνι στη μάνα θάλασσα και πάλι.
Ερωτεύεται μιαν κατάμαυρη. Μπαίνει σε μια οικογένεια χριστιανών.
Εντυπωσιάζεται από την αγνότητα και τα παρασύρεται στην ιδέα της φαμίλιας. Πάντα αυτό έβαζε φωτιά στα σωθικά του μυαλού του.
Κάνει αίτηση να θεωρείται πλέον μαύρος, θέλει να την παντρευτεί, την θέλει πλάι του. Ψηλός, ωραίος άντρας ο Τσαφέντας.
Του ακυρώνουν κάθε σκέψη, ολάκερη η υπαρξιακή του οντότητα τρίζει συθέμελα. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος.
Ο Μίμης δεν υπάρχει. Νιώθει την πείνα του στομαχιού, της καρδιάς του, τόσο μα τόσο έντονα.
Η εξαιρετική μόρφωση και η έφεση στις γλώσσες, -λένε πως μιλούσε άπταιστα 7 ή 8 γλώσσες-, του δίνουν την άνεση να εργαστεί στο δεύτερο κοινοβούλιο της Νοτίου Αφρικής. Όχι κάτι σπουδαίο, κουβαλά χαρτιά, ένα ποτήρι με νερό, κάνει τα θελήματα των βουλευτών.
Εκεί παίρνει την μεγάλη απόφαση να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Να δώσει ένα ουσιαστικό χτύπημα σε ένα καθεστώς που χωρίζει τους ανθρώπους. Να τιμωρήσει, σαν νέμεσις, τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ. Να τον δολοφονήσει.
Τριγυρνά στα ελληνικά πλοία, ψάχνει στην αρχή για ένα περίστροφο, του πουλούν, σε ένα κασσιώτικο φορτηγό, ένα ψεύτικο ένα πασχαλιάτικο, πιστόλι.
Απογοητεύεται, αλλάζει ρότα, αγοράζει μαχαίρι και το αφήνει για μέρες μέσα σε δηλητήριο.
Μεσημέρι, ο πρωθυπουργός στο βήμα εξηγεί για ακόμη μιαν φορά της αρχές, την ουσία των φυλετικών διακρίσεων. Κάνει πράξη την σκέψη. Διαλύει τους ανθρώπους.
Ο Τσαφέντας, με σταθερό βήμα ανεβαίνει με ένα ποτήρι νερό. Σε περίπτωση που ο λαιμός του πρωθυπουργού σταθεί.
Βγάζει από την κάλτσα του ποδιού του το 20 εκατοστών μαχαίρι, καταφέρνει 4 μαχαιριές μια εκ των οποίων στη καρδιά.
Το πρώτο χτύπημα, η πρώτη κίνηση στον αγώνα κατά του ρατσισμού, η ωδή της λογικής. Ένας φόνος. Μέσα στο κοινοβούλιο, μέσα στο σπίτι της δημοκρατίας, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου.
Ακολούθησε μια τραγική πορεία.
Βασανίστηκε, χτυπήθηκε, φυλακίστηκε.
Δεν δικάστηκε ποτέ, δεν βόλευε να αναγνωριστεί σαν μάρτυρας.
Θεωρήθηκε τρελός. Ο ίδιος έλεγε πως ένα σκουλήκι που είχε μέσα του, έδινε τις εντολές και τις κατευθύνσεις. Ο δικηγόρος του, ο διάσημος Γιώργος Μπίζος, που ήταν και ο νομικός σύμβουλος του Μαντέλα υπερασπίστηκε έναν παρανοϊκό. Τον εξέτασαν αρκετοί ψυχίατροι. Κατέληξαν, δεν υπάρχει συνείδηση στον Μίμη.
Το σύστημα δεν έπρεπε να βληθεί να χτυπηθεί. Τον κρύβουν σε μια φυλακή, με θανατοποινίτες, οι συγκρατούμενοι του εντυπωσιάζονται από την προσωπικότητα του αλλά και αυτοί, ο καθένας για δικούς του λόγους δεν του αναγνωρίζουν την πρωτοπορία.
Το τέλος της ζωής του δίνεται στην ψυχιατρική κλινική-φυλακή Στέρκφονταιν. Λιγοστοί άνθρωποι γύρω του. Ελάχιστοι εκείνοι που θέλουν να θυμούνται την πράξη του.
Στην κηδεία του 4 μοναχά τον συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία ο Δημήτρης ο έλληνας παπάς που στην συνέχεια ξεπέρασε το «ράσο» και έκανε την κηδεία παρότι όλη η κοινότητα πίεζε να μην τελεστεί η εξόδιος ακολουθία. Η Λίζα Καίη αφήνει ένα σημείωμα στον φέρετρο. «Δημήτρης Τσαφέντας, Κομμουνιστής, Χριστιανός, ένας σπουδαίος άνθρωπος.»
Ξαναγυρνώ το χρόνο πίσω. Οι Έλληνες μετανάστες κοιτούσαν τη δουλειά τους. Δεν άνοιγαν μέτωπα, άφηναν το χρόνο να κυλά και τον χώρο να εξελίσσεται ερήμην τους.
Όχι όλοι, όσο κι αν κρύβουμε την ιστορία θα έρχονται στιγμές, μικρές στιγμές που θα γυρνά σε πρόσωπα όπως ο Μίμης που έδωσαν με μια κίνηση μιαν άλλη φορά στο τρόπο που γυρνά η γή.
Χρειάζεται ακόμη ανηφόρα, εκείνος ο δόκιμος χρόνος για να αντιληφθούμε το μέγεθος της πράξης του.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.