Η πολιτική ανυπακοή (civil disobedience)
είναι όρος που αναφέρεται στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία, ενώ στην
ηπειρωτική, μεταξύ της οποίας και η ελληνική, γίνεται χρήση του όρου
δικαίωμα αντίστασης. Είναι εύλογο πως η διαφορά ορολογίας
αντικατοπτρίζει διαφορετικές νομικές και φιλοσοφικές- φιλοσοφίας του
δικαίου- παραδόσεις.[1]
Ωστόσο μία συγκριτική εξέταση θα
υπερέβαινε κατά πολύ το μέγεθος ενός άρθρου, και γι’ αυτό θα περιοριστώ
στη διατύπωση σκέψεων σχετικών με την πολιτική ανυπακοή.
Κατ’ αρχήν υπάρχει συμφωνία ως προς τον
πυρηνικό ορισμό της πολιτικής ανυπακοής.
Ως πολιτική ανυπακοή λοιπόν
λογίζεται η πράξη, που παραβαίνει το νόμο με στόχο την κατάργηση ή
μεταρρύθμιση αυτού ή άλλου νόμου, η οποία γίνεται δημόσια και φανερά
συνήθως χωρίς την άσκηση βίας.[2]
Τα στοιχεία, που τονίζονται από τους μελετητές, είναι η δημόσια άσκησή της σε συνδυασμό με τον ανατρεπτικό/ μεταρρυθμιστικό της σκοπό.
Τα δύο
ανωτέρω συμπλέκονται, στο βαθμό που ο ανατρεπτικός σκοπός δύναται να
εξυπηρετηθεί μόνον μέσα από τη δημόσια άσκηση της ανυπακοής.
Σε
διαφορετική περίπτωση πρόκειται για άρνηση υπακοής για λόγους
συνειδησιακούς, αλλά χωρίς ανατρεπτικό σκοπό· στόχος δηλαδή του αρνητή,
του αντιρρησία συνείδησης, δεν είναι η κατάργηση ή μεταρρύθμιση του
νόμου, αλλά η μη συμμετοχή του στην αδικία, που παράγεται από το νόμο.
Εκείνο το σημείο, όπου υπάρχουν έντονα
διαφορετικές αντιλήψεις, είναι η δυνατότητα άσκησης βίας στο πλαίσιο της
πολιτικής ανυπακοής. Ο John Rawls θεωρεί ασυμβίβαστη τη χρήση βίας με
την πολιτική ανυπακοή.
Ωστόσο μάλλον υπάρχει η τάση να εντάσσονται οι
βίαιες πρακτικές ή η δυνατότητα εμφάνισης βίαιων πρακτικών στους
επιχειρούμενους ορισμούς ή περιγραφές της πολιτικής ανυπακοής
(Bedau, Zin, Σπυρόπουλος κ.ά.). Εξ άλλου αυτό που έχει σημασία είναι ο
ορισμός να περιγράφει κατά το δυνατόν πληρέστερα μία υπαρκτή κατάσταση,
παρά να κατασκευάζει μία ιδεατή, βάσει της οποίας να αξιολογείται η
πράξη. ...
Τα όρια της βίας
Η πολιτική ανυπακοή, όπως υπονοήθηκε
παραπάνω, δεν αποτελεί επαναστατική πράξη, αλλά απλώς ανατρεπτική ως
προς συγκεκριμένο νόμο ή πολιτικές αποφάσεις. Είναι συνεπώς προφανές πως
η ασκούμενη βία στο πλαίσιό της σχετίζεται με τους σκοπούς της και ως
εκ τούτου μάλλον ασκείται συμβολικά (καταλήψεις κτηρίων, φορά
ιδιοκτησίας κ.ο.κ.) και κατά κανόνα δεν κατευθύνεται, τουλάχιστον
εμπρόθετα, εναντίον ανθρώπων.
Το αντεπιχείρημα στην ανυπακοή
Η αντίθετη στους ανυπάκουους πλευρά
επικαλείται συνήθως το «νόμο και την τάξη», ένα δόγμα, που αναβιβάζει το
θετό δίκαιο σε υπέρτατη και απαραβίαστη αρχή. Όταν δε η πολιτική
ανυπακοή ενέχει βίαιες πρακτικές (εμπρόθετα ή λόγω συνθηκών),
αντιπαραθέτουν μία γραμμική και επομένως απλοϊκή σύνδεση των συμβολικά
βίαιων πρακτικών με πράξεις ύψιστης βίας, που προσβάλλουν τα υπέρτατα
δικαιώματα της ζωής και της αξιοπρέπειας. Η πρακτική αυτή τελικά
λειτουργεί αποπροσανατολιστικά· αντί να εξετασθεί ο νόμος ή η πολιτική
απόφαση, που προκάλεσε αντιδράσεις, μετατοπίζεται η συζήτηση στις
πρακτικές των ανυπάκουων και στον «ενδεχόμενο» κίνδυνο πλήρους
κατάρρευσης της νομιμότητας.
Επιλογικά παραθέτω:
«Τη δεκαετία του ’60, ένας φοιτητής στη νομική του Χάρβαρντ απευθύνθηκε στους γονείς και τους καθηγητές με τα εξής λόγια:
Στους
δρόμους της χώρας έχουμε αναταραχές. Τα πανεπιστήμια είναι γεμάτα με
φοιτητές που επαναστατούν. Οι κομμουνιστές προσπαθούν να καταστρέψουν
την πατρίδα μας. Η Ρωσία μάς απειλεί με τη δύναμή της και η δημοκρατία
κινδυνεύει. Ναι! Κινδυνεύει από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.
Χρειαζόμαστε νόμο και τάξη! Χωρίς νόμο και τάξη το έθνος μας δεν μπορεί
να επιβιώσει.
Ακολούθησε παρατεταμένο χειροκρότημα. Όταν καταλάγιασε, ο φοιτητής είπε με σιγανή φωνή στο ακροατήριο: «Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν το 1932 από τον Αδόλφο Χίτλερ».»[3]
_________________________________________
[1] Ξενοφών Γιαταγάνας, Δικαίωμα αντίστασης και πολιτική ανυπακοή: νομιμοποίηση κατά της νομιμότητας, Αθήνα, Κριτική, 2010, 40.
[2] John Rawls, A Theory of
Justice, Κέιμπριτζ, Belknap Press of Harvard University Press, 2005,
364, όπου γράφει: ‘I shall begin by defining civil disobedience as a
public, nonviolent, conscientious yet political act contrary to law
usually done with the aim of bringing about a change in the law or
policies government’· Hugo Adam Bedau, ‘Civil Disobedience and Personal
Responsibility for Injustice’, στο ο ίδιος (επιμ.), Civil Disobedience
in focus, Λονδίνο, Routledge, 1991,
51, όπου παραθέτει έναν ανεπτυγμένοορισμό με βασικά σημεία: την παραβατικότητα, τη δημοσιότητα, τη συνειδητότητα· για έναν πολύ εύστοχα εκπεφρασμένο ορισμόστα ελληνικά βλ. Φίλιππος
Σπυρόπουλος, Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του
Συντάγματος, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας, 1987, 107, όπου το χωρίο:
‘ενσυνείδητη, ομαδική ή ατομική, συνήθως ειρηνική και όχι βίαιη,
παράβαση ενός ή περισσοτέρων κανόνων του θετικού δικαίου, που
επιχειρείται δημόσια και φανερά, στο όνομα μίας αρχής ή μιας ιδέας
ανώτερης από τον κανόνα, δηλαδή στο όνομα του φυσικού δικαίου, της
ηθικής, της δικαιοσύνης κ.λπ. με σκοπό την κατάργηση ή την τροποποίηση
του κανόνα’· Χάουαρντ Ζιν, Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας, Δημήτρης
Κωνσταντίνου (μετάφρ.), Αθήνα, Εκδόσεις Εξάρχεια, 2009, 130.
[3] Ζιν, Διακηρύξεις, 131.
(Το
κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή προφορική παρουσίαση στο μεταπτυχιακό
σεμινάριο «Αστικές τάξεις και μεσαία στρώματα στη νεότερη και σύγχρονη
Ευρώπη» του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Ε.Κ.Π.Α.)
Του Βαγγέλη Σαράφη
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Συναφές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.