Σχετικό: Εν ισχύει το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο των δημόσιων υπαλλήλων
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σχετικό: Εν ισχύει το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο των δημόσιων υπαλλήλων
Σε ισχύ έχει τεθεί το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο των δημόσιων υπαλλήλων με τη δημοσίευση του Ν. 4057/2012 «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» στο ΦΕΚ 54/Α’/14-03-2012.
Στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου εμπίπτουν:
1. Οι πολιτικοί υπάλληλοι με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου που υπάγονται στον Υπαλληλικό Κώδικα (άρθρο 2 του ν. 3528/2007).
2. Το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και κατέχει οργανικές θέσεις.
3. Στο προσωπικό αυτό εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που αναφέρονται σε θέματα θέσης σε αργία καθώς και εκείνες με τις οποίες προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές (άρθρο τέταρτο του ν. 4057/2012).
3. Οι πολιτικοί υπάλληλοι με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου των ΟΤΑ α” βαθμού (άρθρο πέμπτο του ν. 4057/2012) και β” βαθμού (άρθρα 146Α και 146Β του ν. 4057/2012 σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 252 του ν. 3852/2010) και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών, οι οποίοι υπάγονται σε όλες τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, εκτός των θεμάτων που αφορούν τους πειθαρχικώς προϊσταμένους, τα οποία ρυθμίζονται ειδικότερα με τις διατάξεις των άρθρων 121 και 191 του ν. 3584/2007 και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 252 του ν. 3852/2010.
4. Το προσωπικό των ΟΤΑ α” βαθμού και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Στο προσωπικό αυτό εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που αναφέρονται σε θέματα θέσης σε αργία καθώς και εκείνες με τις οποίες προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές (παρ. 2, άρθρο πέμπτο του ν. 4057/2012). Mε τις ρυθμίσεις του ν.4057/2012 επέρχεται μια ριζική αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτόν προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι παθογένειες και δυσλειτουργίες του υφιστάμενου μέχρι σήμερα συστήματος.
Οι καινοτομίες
Με τις ρυθμίσεις του νόμου εισάγονται καινοτομίες , κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες:
Α) Προσδιορίζονται σαφώς τα πειθαρχικά παραπτώματα, ούτως ώστε ο δημόσιος υπάλληλος να γνωρίζει εκ των προτέρων το νομικό πλαίσιο και να αποφεύγει πράξεις ή παραλείψεις πειθαρχικά αποδοκιμαστέες ενώ αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα τα παραπτώματα με οικονομικό αντικείμενο. Με τον τρόπο αυτό παύει να υφίσταται ο κίνδυνος των αυθαίρετων κρίσεων, εξυπηρετείται η αρχή της ασφάλειας δικαίου και λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια για τα παραπτώματα με οικονομικό αντικείμενο. Παράλληλα, θεσπίζεται μεγαλύτερος χρόνος παραγραφής ώστε να αντιμετωπίζονται περιπτώσεις μη πειθαρχικής δίωξης λόγω της παρόδου του σύντομου μέχρι σήμερα προβλεπόμενου χρόνου παραγραφής.
Β) Αναμορφώνονται οι πειθαρχικές ποινές με τη θέσπιση αυστηρότερων, την εισαγωγή νέων καθώς και την κλιμάκωση των προβλεπόμενων. Για τα βαρύτερα πειθαρχικά παραπτώματα προβλέπεται κατώτατη επιβαλλόμενη ποινή, όπως επίσης και η δυνατότητα επιβολής, επιπροσθέτως, χρηματικής κύρωσης μέχρις ορισμένου ποσού. Με τον τρόπο αυτό το σύστημα των πειθαρχικών ποινών γίνεται αυστηρότερο, προκειμένου να αντιμετωπισθούν αποφασιστικά φαινόμενα παράνομης συμπεριφοράς στο δημοσιοϋπαλληλικό σώμα, παρέχοντας ταυτόχρονα στο πειθαρχικό συμβούλιο τη δυνατότητα να επιβάλει την πειθαρχική ποινή που προσήκει στη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος.
Γ) Αναμορφώνονται τα πειθαρχικά συμβούλια τα οποία είναι πλέον όργανα διαφορετικά από τα υπηρεσιακά συμβούλια και έχουν ως αποκλειστική αρμοδιότητα την εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων. Προκειμένου δε να διασφαλίζονται οι αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας συμμετέχουν σε αυτά, κατά κύριο λόγο, δικαστικοί λειτουργοί.
ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ
Στο άρθρο 107 παρ. 1 παρατίθενται τα πειθαρχικά παραπτώματα, η τέλεση των οποίων μπορεί να επισύρει την επιβολή πειθαρχικής ποινής . Η παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες, αναγορεύεται σε ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα (περ. β’). Στην περ. δ” και προκειμένου να αντιμετωπισθούν φαινόμενα διαφθοράς , ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών. Στην περ. θ” ορίζεται ως ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα η σοβαρή απείθεια και στην περ. κστ” η απλή απείθεια
Στην περ. ια” ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα η παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 27 του ν. 3528/2007 (υποχρέωση υπαλλήλου να συμπεριφέρεται κατά τρόπο ώστε να καθίσταται άξιος της κοινής εμπιστοσύνης, να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια στους πολίτες και να τους εξυπηρετεί, χωρίς να κάνει διακρίσεις σε όφελος ή σε βάρος των πολιτών εξαιτίας των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών τους πεποιθήσεων), καθώς και η αδικαιολόγητη προτίμηση νεώτερων υποθέσεων με παραμέληση των παλαιότερων και ενοποιούνται έτσι, ως ένα ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα υποχρεώσεις του υπαλλήλου που υπήρχαν ως ξεχωριστές περιπτώσεις παραπτωμάτων στις προϊσχύουσες διατάξεις.
Στην περ. ιβ” ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα η άρνηση παροχής πληροφόρησης όχι μόνο στους πολίτες, αλλά και στις αρχές.
Στην περ. ιη” ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, το Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου.
Στην περ. ιθ” και προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοκρατία και η ισότητα κατά την αξιολόγηση των υπαλλήλων ορίζεται ως ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα η αδικαιολόγητα μη έγκαιρη σύνταξη ή η σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ή η σύνταξη έκθεσης με κρίσεις ή χαρακτηρισμούς που δεν εξειδικεύονται με αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων.
Στην περ. κβ” εκσυγχρονίζεται το περιεχόμενο του πειθαρχικού παραπτώματος της σύναψης στενών κοινωνικών σχέσεων υπαλλήλου με άλλα πρόσωπα προς την κατεύθυνση της τιμωρίας μόνο εκείνων των περιπτώσεων που η σύναψη τέτοιου είδους σχέσεων γίνεται με αφορμή το χειρισμό θεμάτων αρμοδιότητας του υπαλλήλου, από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτώνται ουσιώδη συμφέροντα των προσώπων αυτών.
Στην περ. κζ” ορίζεται ως ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του.
Στην περ. λβ” ορίζεται ως ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα η μη ανάρτηση ή η μη έγκαιρη ανάρτηση στο διαδίκτυο των πράξεων που ορίζονται στο άρθρο 2 του ν.3861/2010. Το εν λόγω πειθαρχικό παράπτωμα αφορά το όργανο που εξέδωσε την πράξη ή τον υπάλληλο που έχει την ευθύνη για την ανάρτηση.
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ
Στο άρθρο 109, όπου αναφέρονται οι πειθαρχικές ποινές, προβλέπονται αφενός νέες και αφετέρου αυστηρότερες σε σχέση με τις προϊσχύουσες. Ειδικότερα, οι νέες πειθαρχικές ποινές είναι η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας
οποιουδήποτε επιπέδου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη καθώς και η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της. Οι συγκεκριμένες ποινές κρίθηκε αναγκαίο να υιοθετηθούν δεδομένου ότι με το ισχύον σύστημα κινητής ιεραρχίας οι υπάλληλοι δεν καταλαμβάνουν τις θέσεις ευθύνης με προαγωγή αλλά ασκούν τα καθήκοντα για ορισμένο χρόνο με συνέπεια η ποινή του υποβιβασμού να μην έχει πλέον την ίδια βαρύτητα .
Θεσπίζεται μεγαλύτερη κλιμάκωση στις πειθαρχικές ποινές, η οποία διαμορφώνεται ως εξής: το όριο της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αυξάνεται έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών. Η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης κυμαίνεται από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες και η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού μπορεί να φτάσει τους δύο (2) βαθμούς (άρθρο 109, παρ. 1). Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι ο υπάλληλος που τιμωρείται με υποβιβασμό δεν κρίνεται για προαγωγή ούτε συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, πριν περάσει από την ημερομηνία εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο που απαιτείται για προαγωγή (άρθρο 144, παρ. 4). Με σκοπό την ουσιαστική αντιμετώπιση των σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων, προβλέπεται κατώτατο όριο ως προς την πειθαρχική ποινή πουμπορεί να επιβληθεί σε περίπτωση διάπραξής τους.
Άρθρο 109 παρ. 5α
Ειδικότερα για τα παραπτώματα:
α. πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία,
β. παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους,
γ. απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,
δ. σοβαρή απείθεια και αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, εφόσον υπερβαίνει τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή τις τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους, δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού.
Με την παρ. 3 του άρθρου 109 προβλέπεται ότι σε περιπτώσεις υπαλλήλων που έχουν υποπέσει σε ιδιαίτερα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει, επιπλέον της πειθαρχικής ποινής, διοικητική κύρωση δηλ. χρηματικό πρόστιμο.
Συγκεκριμένα, όταν επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές της στέρησης του δικαιώματος προαγωγής από ένα (1) έως πέντε (5) έτη ή της στέρησης του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη ή της αφαίρεσης της άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας για τη θητεία ή το υπόλοιπό της ή του υποβιβασμού έως δύο (2) βαθμούς ή της προσωρινής παύσης από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες και συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, το πειθαρχικό συμβούλιο δύναται να επιβάλλει επιπλέον διοικητική κύρωση από τρεις χιλιάδες (3.000) έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Στην περίπτωση που σε υπάλληλο έχει επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης για τα παραπτώματα της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών ή/και της αναξιοπρεπούς ή ανάξιας ή ανάρμοστης για υπάλληλο συμπεριφοράς εντός ή εκτός υπηρεσίας, που σχετίζεται με οικονομικό αντικείμενο, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλλει επιπλέον διοικητική κύρωση από δέκα χιλιάδες (10.000) έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.
Σύμφωνα με το άρθρο 113 παρ. 1 και 2 στην περίπτωση που ο πειθαρχικώς διωκόμενος έχει απολέσει την υπαλληλική ιδιότητα, η καταδικαστική πειθαρχική απόφαση δεν παραμένει πλέον ανεκτέλεστη, αλλά, εάν του επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη του προστίμου, μετατρέπεται από το πειθαρχικό συμβούλιο, ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος, σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών με δυνατότητα επιβολής και διοικητικής κύρωσης.
Με τις διατάξεις των άρθρων 118 και 119 αυξάνεται το εύρος των πειθαρχικών ποινών που μπορούν να επιβάλλουν οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι. Ο υπουργός και το Δ.Σ. νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μπορούν να επιβάλλουν την πειθαρχική ποινή του προστίμου έως και τις αποδοχές τριών (3) μηνών αντί των αποδοχών του ενός (1) μηνός που ίσχυε μέχρι σήμερα. Ανάλογη αύξηση του εύρους των πειθαρχικών ποινών προβλέπεται και για τους λοιπούς πειθαρχικώς προϊστάμενους.
Με το άρθρο 117 γίνεται προσαρμογή του ορισμού των πειθαρχικώς προϊσταμένων στις διατάξεις του ν. 3852/2010. Ειδικότερα, ορίζονται ως πειθαρχικώς προϊστάμενοι ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης αντί του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και ο Ελεγκτής Νομιμότητας για το προσωπικό τους αντίστοιχα.
Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ασκεί πειθαρχική εξουσία και: α) στους υπαλλήλους του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτησή τους, μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, άρνηση συνεργασίας με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) και μη εφαρμογή των περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης της
γραφειοκρατίας διατάξεων, β) στους υπαλλήλους των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα. Ειδικά για τους υπαλλήλους των Κ.Ε.Π. που ανήκουν στους Ο.Τ.Α., ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης μπορεί να ασκεί πειθαρχική δίωξη ενώπιον του αρμοδίου οργάνου κατά την κείμενη νομοθεσία.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ
Με τις διατάξεις του άρθρου 112 αυξάνονται τα χρονικά όρια της παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία στο ν. 3528/2007 ήταν μικρά και επέτρεπαν την αποφυγή της τιμωρίας. Έτσι ο χρόνος της παραγραφής είναι πλέον πέντε (5) έτη από την ημέρα διάπραξης του πειθαρχικού παραπτώματος και επτά (7) έτη εάν επήλθε διακοπή της παραγραφής λόγω κλήσης σε απολογία ή παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο. Ειδικά στις περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων με ιδιαίτερο βαθμό βαρύτητας, όπως η πράξη άρνησης αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψης αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία, η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, η σοβαρή απείθεια και η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, ο χρόνος παραγραφής είναι επτά (7) έτη από την ημέρα διάπραξης και δέκα (10) έτη εάν επήλθε διακοπή της παραγραφής λόγω κλήσης σε απολογία ή παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο. Κατ” εξαίρεση για το πειθαρχικό παράπτωμα της απόκτησης οικονομικού οφέλους ως αφετηρία για την έναρξη της παραγραφής ορίζεται η ημερομηνία που ο πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση της τέλεσης της πράξης.
ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ
Για λόγους επιτάχυνσης της πειθαρχικής διαδικασίας ορίζονται προθεσμίες για τις πράξεις που προηγούνται της πειθαρχικής δίωξης και συντομεύονται οι προθεσμίες ολοκλήρωσης της πειθαρχικής διαδικασίας και έκδοσης της πειθαρχικής απόφασης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 125 η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία ο πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση των περιστατικών, που πιθανόν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή, αν η προκαταρκτική εξέταση διεξάγεται από υπάλληλο ύστερα από εντολή του πειθαρχικώς προϊσταμένου, από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση ανάθεσής της.
Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 126 η ένορκη διοικητική εξέταση περατώνεται εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση ανάθεσης διεξαγωγής της ή εντός τριών (3) μηνών, στην περίπτωση που ο υπάλληλος που τη διεξάγει ζητήσει με πλήρως αιτιολογημένη αίτησή του παράταση της προθεσμίας για ένα (1) μήνα. Ακολούθως με τις διατάξεις του άρθρου 127, παρ.6 η πειθαρχική ανάκριση περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της σχετικής απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου στον υπάλληλο που θα τη διενεργήσει, ο οποίος μπορεί να ζητήσει με πλήρως αιτιολογημένη αίτησή του, παράταση της προθεσμίας αυτής έως ένα (1) μήνα. Με τις διατάξεις του άρθρου 122, παρ.1 προβλέπεται ότι η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός δύο (2) μηνών από την κλήση σε απολογία ή εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραπομπή ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Επίσης στις διατάξεις του άρθρου 146Α, παρ.10 προβλέπεται ότι η εκδίκαση της ένστασης από το Δευτεροβάθμιο Π
ιθαρχικό Συμβούλιο γίνεται εντός έξι (6) μηνών από την περιέλευσή της σε αυτό. Τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 142, παρ.6 η εκδίκαση προσφυγής από το ΣτΕ ή από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο γίνεται εντός οκτώ (8) μηνών από την περιέλευσή της στο οικείο δικαστήριο.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ – ΔΙΑΓΡΑΦΗ
Με το νέο πειθαρχικό δίκαιο καθίστανται αυστηρότερες οι ρυθμίσεις σχετικά με την εκτέλεση των πειθαρχικών ποινών και το χρόνο διαγραφής αυτών. Με τις διατάξεις του άρθρου 141, παρ.6 το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί πλέον να αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης (δηλ. την εκτέλεση πριν την πάροδο της προθεσμίας άσκησης ένστασης ή την εκδίκασή της), αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, εκτός εάν με αυτή έχει επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Ακολούθως με τις διατάξεις του άρθρου 142, παρ.5 η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Τέλος με τις διατάξεις του άρθρου 145, παρ.1 προβλέπεται ότι ο χρόνος διαγραφής της πειθαρχικής ποινής του προστίμου από τον υπηρεσιακό φάκελο του υπαλλήλου αυξάνεται σε οκτώ (8) έτη ενώ στις ποινές που δεν διαγράφονται ποτέ προστίθενται, πέραν της ποινής της οριστικής παύσης, και οι ποινές της προσωρινής παύσης και του υποβιβασμού.
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια (άρθρο 146Β και άρθρο πέμπτο, παρ.4) Προβλέπεται, για πρώτη φορά, η σύσταση πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων στα υπουργεία, τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, τις Περιφέρειες και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με αποκλειστική αρμοδιότητα την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους υπαλλήλους που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ν. 4057/2012. Στα συμβούλια αυτά προβλέπεται να συμμετέχουν ανώτεροι δικαστικοί λειτουργοί και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ώστε να διασφαλίζεται η επαρκής αντιμετώπιση των νομικών ζητημάτων που αναφύονται κατά την εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων. Επίσης, η αμεροληψία και η ουδετερότητα των πειθαρχικών συμβουλίων ενισχύεται από το γεγονός ότι οι προϊστάμενοι των Διευθύνσεων που μετέχουν σε αυτά δεν προέρχονται από τις υπηρεσίες ή τους φορείς που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους. Συγκεκριμένα:
Τα πειθαρχικά συμβούλια είναι τριμελή, συνεδριάζουν δημόσια και αποτελούνται από:
α) Τον Πρόεδρο, ο οποίος είναι πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή εφέτης ή πρόεδρος πρωτοδικών ή πρωτοδίκης των διοικητικών ή των πολιτικών δικαστηρίων ή αντεισαγγελέας εφετών ή εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών με τον αναπληρωτή του.
β) Ένα (1) μέλος, το οποίο είναι πάρεδρος ή δικαστικός αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τον αναπληρωτή του.
γ) Ένα (1) μέλος, το οποίο είναι μόνιμος υπάλληλος, προϊστάμενος Διεύθυνσης Υπουργείου, Αποκεντρωμένης Διοίκησης, Περιφέρειας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υπηρετούν στην έδρα του και δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του οργάνου που εκδίδει την απόφαση σύστασης του οικείου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Οι ανωτέρω υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ύστερα από κλήρωση σε δημόσια συνεδρίαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, σύμφωνα με
τα οριζόμενα στην παρ. 9 του άρθρου 146Β.
Τα πειθαρχικά συμβούλια των Περιφερειών είναι αρμόδια και για το προσωπικό των Δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών. Στην περίπτωση αυτή, ως τρίτο μέλος, προερχόμενο από τη Διοίκηση, μετέχει προϊστάμενος Διεύθυνσης Δήμου της Περιφερειακής Ενότητας στην οποία έχει έδρα η οικεία Περιφέρεια. Ειδικά για τις πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων των Περιφερειών Ιονίων Νήσων, Βορείου Αιγαίου και Νοτίου Αιγαίου, αρμόδια είναι τα πειθαρχικά συμβούλια Δυτικής Ελλάδας και Αττικής αντίστοιχα (άρθρο πέμπτο, παρ. 4).
Τον Οκτώβριο κάθε άρτιου έτους, η Διεύθυνση Διοικητικού / Προσωπικού κάθε Υπουργείου, Αποκεντρωμένης Διοίκησης, Περιφέρειας και νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που έχει ένα ή περισσότερα πειθαρχικά συμβούλια καταρτίζει και αποστέλλει στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατάσταση που συνοδεύεται από έγγραφο με το οποίο ζητεί τον ορισμό, ύστερα από κλήρωση, ενός (1) προϊσταμένου Διεύθυνσης με τον αναπληρωτή του για κάθε πειθαρχικό συμβούλιο. Η κατάσταση αυτή περιλαμβάνει όλους τους προϊσταμένους των Διευθύνσεων, των οποίων ο υπολειπόμενος χρόνος έως την αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής τους σχέσης είναι τουλάχιστον τρία (3) έτη και περιέχει τα εξής στοιχεία: ονοματεπώνυμο, κλάδο, βαθμό και αριθμό φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.). Για τις υπηρεσίες που έχουν και περιφερειακές μονάδες, οι καταστάσεις καταρτίζονται κατά περιφερειακή ενότητα στην οποία εδρεύουν οι υπηρεσίες. Οι Διευθύνσεις Διοικητικού – Προσωπικού των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων είναι αρμόδιες για την κατάρτιση των καταστάσεων με τους προϊσταμένους Διευθύνσεων των Δήμων των Περιφερειακών Ενοτήτων στις οποίες έχουν έδρα οι εποπτευόμενες
από αυτές Περιφέρειες.
Ο Πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου προβαίνει σε κλήρωση, σε δημόσια συνεδρίαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, από συγκεντρωτική κατάσταση κατά Περιφερειακή Ενότητα ώστε να οριστούν τα μέλη των Πειθαρχικών Συμβουλίων τα προερχόμενα από τα Υπουργεία, τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, τις Περιφέρειες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους Δήμους. Ο αριθμός των προϊσταμένων Διευθύνσεων που προκύπτει από την κλήρωση είναι τουλάχιστον διπλάσιος σε σχέση με τον αριθμό των προϊσταμένων που απαιτούνται για όλα τα πειθαρχικά συμβούλια. α πειθαρχικά συμβούλια που προβλέπονται με ειδικές διατάξεις και δεν καταργούνται με το ν. 4057/2012 εξακολουθούν να υφίστανται.
Β) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο (άρθρο 146 Α του άρθρου δεύτερου, άρθρο τέταρτο και άρθρο πέμπτο, παρ. 3) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι πενταμελές και λειτουργεί σε τρία τμήματα. Στο πεδίο αρμοδιοτήτων του εμπίπτει πλέον η κρίση σε δεύτερο βαθμό των πειθαρχικών υποθέσεων και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που κατέχει οργανική θέση των Υπουργείων, των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των Περιφερειών, καθώς και του προσωπικού των Δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών, οι οποίοι υπηρετούν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Επίσης, κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τους ανώτατους υπαλλήλους του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ (παρ. 1, άρθρο 120 του άρθρου δεύτερου του ν. 4057/2012).
Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από:
α) Έναν (1) Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο,
β) Τέσσερις (4) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους, με ισάριθμους αναπληρωτές τους,
γ) Δύο (2) εν ενεργεία προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, με δύο (2) αναπληρωτές τους, εν ενεργεία προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων ή Διευθύνσεων του ίδιου Υπουργείου,
δ) Τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης που είναι αρμόδια για θέματα προσωπικού του Υπουργείου στο οποίο υπάγεται η υπηρεσία ή το οποίο εποπτεύει την υπηρεσία ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπου διαπράχθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα, με αναπληρωτή του άλλο προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης Διεύθυνσης του ίδιου ως άνω Υπουργείου, οριζόμενους πριν από την έναρξη της θητείας με απόφαση του οικείου Υπουργού.
Όταν η πειθαρχική υπόθεση αφορά υπάλληλο Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που εποπτεύεται από το Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετέχει προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης με τον αναπληρωτή του, προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Όταν η πειθαρχική υπόθεση αφορά υπάλληλο Περιφέρειας, στο Συμβούλιο μετέχει ο προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης της Περιφέρειας Αττικής, που είναι αρμόδιος για τα θέματα του προσωπικού, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η διοικητική αυτοτέλεια των Ο.Τ.Α., που καθιερώνεται με το άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος. Η συμμετοχή στο Συμβούλιο του αρμόδιου για θέματα προσωπικού προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης της Περιφέρειας Αττικής, όταν η υπόθεση αφορά υπάλληλο Περιφέρειας, και προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, όταν η υπόθεση αφορά υπάλληλο Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που εποπτεύεται από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στοχεύει στην ευχερέστερη λειτουργία του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, και την αποφυγή ορισμού μελών που θα πρέπει να μετακινούνται από την επαρχία για να παρίστανται στις συνεδριάσεις του.
Για τις πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων των Δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών, αρμόδιο είναι το τρίτο τμήμα του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου (άρθρο πέμπτο, παρ. 3), αποτελούμενο από:
Α) Τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με τον αναπληρωτή του, αντιπρόεδρο ή νομικό σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
Β) Δύο (2) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους με τους αναπληρωτές τους, επιπλέον των μετεχόντων στα άλλα δύο τμήματα του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου,
Γ) Δύο (2) Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων Δήμων από τις Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Αττικής, πλην της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων, με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ύστερα από κλήρωση, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 146Β.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Α. Τα πειθαρχικά συμβούλια του άρθρου 146Β συγκροτούνται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του ν. 4057/2012, ήτοι μέχρι την 14 Ιουνίου 2012. Κατ” εξαίρεση για την πρώτη εφαρμογή, η θητεία των πειθαρχικών συμβουλίων αρχίζει από τη συγκρότησή τους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του μεθεπόμενου έτους. Μέχρι τη συγκρότηση των πειθαρχικών συμβουλίων εξακολουθούν να ασκούν τις πειθαρχικές αρμοδιότητες του ν. 4057/2012 τα υπηρεσιακά συμβούλια του ν.3528/2007, του ν.3584/2007 (άρθρο έβδομο, παρ.3) και του ν. 3852/2010 καθώς και τα υπηρεσιακά συμβούλια που είναι αρμόδια για το προσωπικό που αναφέρεται στις παραγράφους 2,3,5 και 7 του άρθρου έκτου. Οι υποθέσεις που εκκρεμούν στα υφιστάμενα υπηρεσιακά συμβούλια διαβιβάζονται στα πειθαρχικά συμβούλια το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από τη συγκρότησή τους.
Β. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο έχει συγκροτηθεί με την αριθμ. ΔΙΔΚ/Φ.38/2/27385/31-12-2010 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, εξακολουθεί να λειτουργεί και μετά την έναρξη του ανωτέρω νόμου και έως τη λήξη της θητείας του, χωρίς τη συμμετοχή των εκπροσώπων της ΑΔΕΔΥ (άρθρο έβδομο, παρ.2). Όλες οι εκκρεμείς ενστάσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, εξετάζονται από αυτό και εκδίδονται αποφάσεις (άρθρο έβδομο, παρ.4).
Γ. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4057/2012 (14-03-2012) εφαρμόζονται οι διατάξεις του ουσιαστικού πειθαρχικού δικαίου (πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές), οι διατάξεις διαδικαστικού χαρακτήρα και οι διατάξεις του άρθρου πρώτου (θέση σε αυτοδίκαιη ή δυνητική αργία, αναστολή άσκησης καθηκόντων) του ν. 4057/2012 (άρθρο έβδομο, παρ.1). Στις εκκρεμείς πειθαρχικές υποθέσεις εφαρμόζονται οι διαδικαστικής φύσεως διατάξεις του ν. 4057/2012 (άρθρο έβδομο, παρ.4).
ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
1. Σύσταση πειθαρχικών συμβουλίων.
Οι διατάξεις του έβδομου άρθρου ορίζουν ότι μέσα σε τρείς (3) μήνες από τη δημοσίευση του ν. 4057/2012 απαιτείται να συγκροτηθούν τα πειθαρχικά συμβούλια. Προς τούτο οι Διευθύνσεις Διοικητικού – Προσωπικού απαιτείται να προβούν στις κάτωθι ενέργειες:
Α. Έκδοση απόφασης του οικείου Υπουργού για τη σύσταση ενός ή περισσοτέρων και κατ ΄ εξαίρεση κοινών πειθαρχικών συμβουλίων (έκδοση κοινής απόφασης των οικείων Υπουργών). Παρακαλούνται οι υπηρεσίες να εξετάσουν επιμελώς τη δυνατότητα σύστασης κοινών πειθαρχικών συμβουλίων, ενέργεια που συνάδει με το σκοπό του νομοθέτη για την εξοικονόμηση πόρων. Περισσότερα του ενός πειθαρχικά συμβούλια θα συσταθούν με ιδιαίτερη φειδώ και με κριτήριο τον αριθμό των κλάδων προσωπικού καθώς και τον αριθμό των υπηρετούντων σε κάθε κλάδο σύμφωνα και με τη μέχρι τώρα εμπειρία. Η απόφαση σύστασης εκδίδεται από τον οικείο Υπουργό (ή τους οικείους Υπουργούς στην περίπτωση σύστασης κοινών πειθαρχικών συμβουλίων) και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την απόφαση αυτή καθορίζεται η υπηρεσία στην οποία συνιστάται καθώς και η έδρα κάθε πειθαρχικού συμβουλίου.
Β. Αποστολή ερωτήματος προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με το οποίο θα ζητείται η υπόδειξη των δικαστικών, του παρέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του παρέδρου ή του δικαστικού αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους προκειμένου να οριστούν ο πρόεδρος και το υπό στοιχείο β. της παρ.2 του άρθρου 146Β μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου.
Γ. Κατάρτιση των αναφερομένων στην παρ. 9 του άρθρ. 146Β καταστάσεων και αποστολή τους και ηλεκτρονικά στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Οι Διευθύνσεις Διοικητικού/Προσωπικού των Δήμων που ανήκουν σε Περιφερειακή Ενότητα στην οποία έχει έδρα η οικεία Περιφέρεια, εκτός των Δήμων των Περιφερειών Ιονίων Νήσων, Βορείου Αιγαίου και Νοτίου Αιγαίου, καλούνται να αποστείλουν κατάσταση με τα ως άνω αναφερόμενα στοιχεία των Προϊσταμένων των Διευθύνσεών τους στη Διεύθυνση Διοικητικού της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης προκειμένου η υπηρεσία αυτή να καταρτίσει συνολική κατάσταση με τα στοιχεία των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων των Δήμων της Περιφερειακής Ενότητας στην οποία εδρεύει η εποπτευόμενη Περιφέρεια και να τον αποστείλει στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Δ. Κοινοποίηση των αποφάσεων σύστασης -συγκρότησης των πειθαρχικών συμβουλίων στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Τα υπουργεία παρακαλούνται να κοινοποιήσουν άμεσα την παρούσα στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που εποπτεύουν. Οι Δ/νσεις Διοικητικού των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων καλούνται να αποστείλουν την παρούσα στους ΟΤΑ α” και β” βαθμού που εποπτεύουν.
Για προηγούμενη σχετική ανάρτηση, εδώ.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Καταργείται η Συνταγματική αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας!
Η αυτοδίκαιη αργία και το έωλο των ερμηνειών..
Με βάση τον νέο νόμο 4093/2012 επιβάλλεται αυτοδίκαιη αργία για οποιοδήποτε δημόσιο υπάλληλο από τη στιγμή που παραπέμπεται στο πειθαρχικό συμβούλιο και μόνο, με οποιαδήποτε κατηγορία, πραγματική ή φανταστική!.
Συγκεκριμένα, με το Ν. 4093/2012 τίθενται σε αυτοδίκαιη αργία οι υπάλληλοι που:
α) στερήθηκαν την προσωπική τους ελευθερία με απόφαση ή ένταλμα
β) εκδόθηκε σε βάρος τους ένταλμα προσωρινής κράτησης
γ) παραπέμφθηκαν αμετάκλητα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα, ή για περιοριστικές αναφερόμενα πλημμελήματα, όπως κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, απιστία περί την υπηρεσία και οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας,
δ) τους επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της προσωρινής ή της οριστικής παύσης
ε) παραπέμφθηκαν ενώπιον του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου για ένα από τα αναφερόμενα στη διάταξη πειθαρχικά παραπτώματα, μεταξύ των οποίων π.χ. πράξεις άρνησης αναγνώρισης του συντάγματος, απόκτηση οικονομικού οφέλους κατά την άσκηση των καθηκόντων, αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη συμπεριφορά, σοβαρή απείθεια, αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση καθηκόντων, παράλειψη των πειθαρχικών οργάνων να προβούν σε δίωξη και τιμωρία πειθαρχικού παραπτώματος...
κλπ.
κλπ.
Η κατηγορία, ειδικά, της «αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς» είναι έωλη και εν γένει εντάσσονται όλοι σε αυτήν γιατί π.χ. κάποια στιγμή έξυσαν την μύτη τους!
1. Η «αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφοράς εντός ή εκτός υπηρεσίας είναι εντελώς αόριστη, γιατί ο καθένας την ερμηνεύει όπως θέλει! Πρέπει να προστεθεί η λέξη «σοβαρή ή ασυνήθιστα αναξιοπρεπής ή σοβαρά ανάρμοστη ή σοβαρά ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός υπηρεσίας ή «ιδιαίτερα σοβαρή» εκτός υπηρεσίας», γιατί γίνεται κατάχρηση του όρου «ανάρμοστη συμπεριφορά»!
Σημείωση: Γίνεται κατάχρηση του όρου αναξιοπρεπής συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας και πολλοί υπάλληλοι τέθηκαν σε αυτοδίκαιη αργία, για ανυπόστατα αδικήματα! Πρέπει να οριστεί τι σημαίνει αναξιοπρεπής και ανάρμοστη συμπεριφορά, γατί ο κάθε διενεργών την ΕΔΕ ερμηνεύει τους όρους αυτούς κατά το δοκούν!
Καταργείται η Συνταγματική αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας! Ο ένας αρχίζει σκόπιμα να καταγγέλλει τον άλλον, για άσχετα θέματα, με σκοπό την εκδίκηση του άλλου! Οι υπηρεσίες διαλύονται, το κλίμα συνεργασίας εξανεμίζεται και ο καθένας σκέπτεται, πώς θα «βάλει τρικλοποδιά στον άλλον»!
Προσοχή: Από Σεπτέμβρη οι μισοί Δημόσιοι Υπάλληλοι, θα κάνουν μηνύσεις στους άλλους μισούς και δεν θα υπάρχει πλέον υπάλληλος! Επίσης, οι μηνύσεις θα στραφούν και κατά Υπουργών και Υπηρεσιακών Συμβουλίων και δεν θα υπάρχει ούτε υπηρεσιακό Συμβούλιο. Οι μηνύσεις θα στραφούν και Διευθυντών και δεν θα υπάρχει ούτε Διευθυντής! Τέλος, τα σχολεία, για παράδειγμα, θα μεταβληθούν σε ένα απέραντο ψευδο-δικαστήριο, όπου ο κάθε γονιός, μαθητής, καθηγητής θα καταγγέλλει για ο,τιδήποτε, οποιονδήποτε και θα τιναχτεί το εκπαιδευτικό σύστημα και η διοίκηση σον αέρα!
2. Από μια κακόβουλη ή σκόπιμη καταγγελία ή μήνυση είναι αρκετή για να επιβληθεί το ιδιαίτερα εξοντωτικό μέτρο της αυτοδίκαιης Αργίας. Πρέπει να μπουν όρια σε αυτό. Πολλοί Διευθυντές «στήνουν» αδικήματα, για να διώξουν τους υπαλλήλους, που δεν επιθυμούν. Η μαζική διάθεση υπαλλήλων σε αυτοδίκαιη αργία, στο τέλος θα βλάψει και οικονομικά και διοικητικά το ίδιο το κράτος, αφού, όταν δικαιωθούν θα πάρουν τα χρήματα πίσω!
Σημείωση: Το θέμα μπορούν να το δουν «πονηρά κάποιοι», όπως π.χ. διορίζεται μια καθηγήτρια στην Κάσο και δεν θέλει να πάει, τότε ένας «δικός της» της κάνει σκόπιμα αναφορά και μήνυση για ένα άσχετο θέμα, στην συνέχεια η Καθηγήτρια βγαίνει σε αργία (και κάθεται στην Αθήνα). Στο τέλος μετά από ένα χρόνο η «δικός της» αποσύρει την μήνυση, η Καθηγήτρια παίρνει πίσω τα χρήματα που στερήθηκε και τα μόρια μετάθεσης και έρχεται Αθήνα… εις υγείαν του Νόμου Μανιτάκη!
3. Κατασκευάζονται «επίορκοι» ενώ οι πραγματικοί επίορκοι ή οι υπάλληλοι με «πλαστά πτυχία και προσόντα», οι «καταχραστές δημοσίου χρήματος», μένουν στο «απυρόβλητο», δια της «αρχειοθέτησης της υπόθεσης»!. Α γίνει αμέσως έλεγχος των πτυχίων και τυπικών προσόντων αρχίζοντας από του Πανεπιστημιακούς (όπου βοά η κοινωνία για πλαστά πτυχία και πλασματικές εικονικές προϋπηρεσίες και λοιπά δήθεν προσόντα)!
Επίσης, για να μην βγαίνουν πορίσματα εντελώς αβάσιμα, πρέπει να προστεθεί η φράση: Ο αρμόδιος Προϊστάμενος ή Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά όργανα ή ο αρμόδιος Υπουργός, που λαμβάνει πόρισμα ΕΔΕ ή απόφαση, που οδηγεί τον υπάλληλο σε «αυτοδίκαιη αργία» ή «απόλυση», δύναται να αναπέμψει την ΕΔΕ σε άλλον για «συμπληρωματική διενέργεια ΕΔΕ», όταν η πρόταση ή το πόρισμα της ΕΔΕ είναι εξόφθαλμα αβάσιμο, ή ο υπάλληλος ή μάρτυρας δεν απολογήθηκε ένεκα προβλημάτων ή έγιναν σοβαρές παρατυπίες στην διενέργεια της ΕΔΕ.
Δεν μπορεί να γίνονται χρονικά παράλληλα δύο ή περισσότερες ΕΔΕ για τον ίδιο υπάλληλο. Απαγορεύεται η «στοχοποίηση» υπαλλήλου και η δίωξη και η τιμωρία του για τις προσωπικές, συνδικαλιστικές και κοινωνικές του απόψεις. Διευθυντές ή Προϊστάμενοι, δεν επιτρέπεται να προσβάλλουν την προσωπικότητα του υπαλλήλου, να τον υβρίζουν, να τον διασύρουν και τιμωρούνται για παράβαση εξουσίας.
Υπάλληλοι, που αναμείχθηκαν σύμφωνα με τον νόμο με τα «κοινά» δηλ. συνδικαλιστές, υποψήφιοι σύμβουλοι Δήμων, Περιφέρειας, υποψήφιοι Βουλευτές, δύνανται να έχουν ειδικά μεταχείριση, μήπως οι καταγγελίες είναι προϊόν αντεκδίκησης αντιπάλων ή φθόνου ή σκευωρίας.
Υπάλληλος που κατέθεσε καταγγελίες ή ήταν μάρτυρας κατά της διαφθοράς και κακοδιοίκησης εντός ή εκτός υπηρεσίας, δικαιούται αυτομάτως «Προστασία Μάρτυρα Δημοσίου Συμφέροντος» και προστατεύεται από αντεκδικήσεις από πειθαρχικές διώξεις και αμείβεται αναλόγως της προσφοράς του.
Η αυτοδίκαιη αργία δεν μπορεί να επιβάλλεται για πλημεληματικού χαρακτήρα αδικήματα, τα οποία είναι άσχετα με την υπηρεσιακή δραστηριότητα του δημόσιου υπαλλήλου. Δεν αφορούν την υπηρεσία «αγωγές» που κατατίθενται κατά υπαλλήλου για την δράση του εκτός υπηρεσίας.
Η ανάκληση της αργίας θα πρέπει να γίνεται και με αίτηση του υπαλλήλου εντός διμήνου από την επίδοση στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, αν συντρέχουν ουσιαστικοί λόγοι «μεροληψίας ή εξόφθαλμης αδικίας, αυθαιρεσίας εναντίον του υπαλλήλου» με νόμιμη διαδικασία, αλλά και για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους.
Να καταργηθεί η επιβολή της Αυτοδίκαιης Αργίας για τα πειθαρχικά παραπτώματα όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 περίπτωση ε του ν.4093/12 όπως η «αναξιοπρεπή συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας», κλπ τα οποία δεν έχουν τελεσιδικήσει.
Υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας. Ουδείς υπάλληλος δεν διώκεται ή τίθεται σε αυτοδίκαιη αργία, αν δεν αποδειχτεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή Ποινικού Δικαστηρίου η ενοχή του
4. Οι αδυναμίες του Νόμου Μανιτάκη. Στην πρώτη του εφαρμογή ο νέος Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας και το Πειθαρχικό Δίκαιο, έφερε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντί να διωχτούν οι «πράγματι επίορκοι», διώχτηκαν οι «κατασκευασμένοι επίορκοι»!
Ειδικά στην παιδεία η κατάσταση «ξέφυγε» και ο κάθε Διευθυντής, μαθητής ή γονέας ή κάποιος που είχε «χρόνιες διαφορές» με εκπαιδευτικό εκβιάζει ανοικτά πλέον τον καθηγητή για να «μην του κάνει καταγγελία», που σημαίνει «ανάρμοστη συμπεριφορά εκτός ή εντός υπηρεσίας», άρα Πειθαρχικό, άρα «αυτοδίκαιη αργία»! Μερικοί Διευθυντές ασκούν πλέον ανοικτά ψυχολογικό πόλεμο και τρομοκρατία με το φόβητρο της ΕΔΕ! Πολλά σχολεία και υπηρεσίες διαλύονται από «αλληλο-κατηγορίες», που δεν οδηγούν πουθενά!
5. Το παράλογο: Διευθυντές σχολείων, που διενεργούν ΕΔΕ μετατρέπονται σε Εισαγγελείς, ενώ δεν έχουν τις απαραίτητες νομικές γνώσεις, όπως προβλέπει ο νομικός κώδικας και το Διοικητικό Δίκαιο. Για παράδειγμα με το υπάρχον καθεστώς, αν ο διενεργών την ΕΔΕ σκοπίμως παρατυπήσει δεν μπορεί να τον σταματήσει κανείς, αφού «αποφανθεί», ότι ο υπάλληλος οδηγείται σε Πειθαρχικό, άρα αυτοδίκαιη αργία, άρα διαπιστωτική πράξη, χωρίς έλεγχο από κανέναν. Επομένως ο διενεργών την ΕΔΕ, μετατρέπεται σε «υπερεισαγγελέα» , υπερδικαστή, και υποσκελίζει και τον Υπουργό που υπογράφει «αμελλητί» την «διαπιστωτική πράξη»!
Εδώ να προστεθεί η φράση: Ο αρμόδιος Προϊστάμενος που λαμβάνει πόρισμα ΕΔΕ, που οδηγεί τον υπάλληλο σε αυτοδίκαιη αργία, ή απόλυση δύναται να αναπέμψει την ΕΔΕ σε άλλον για «συμπληρωματική διενέργεια ΕΔΕ», όταν η πρόταση ή το πόρισμα της ΕΔΕ είναι εξόφθαλμα αβάσιμο, ή έγιναν σοβαρές παρατυπίες στην διενέργεια της ΕΔΕ.
Επίσης αρμόδιος Υπουργός, που υπογράφει διαπιστωτικές πράξεις σε αυτοδίκαιη αργία ή απόλυση δύναται είτε αυτοδίκαια να αναπέμψει την ΕΔΕ σε άλλον για «συμπληρωματική διενέργεια ΕΔΕ», όταν η πρόταση ή το πόρισμα της ΕΔΕ ή η απόφαση είναι εξόφθαλμα αβάσιμο, ή έγιναν σοβαρές παρατυπίες στην διενέργεια της ΕΔΕ, είτε βάσει ειδικής αιτήσεως του υπαλλήλου.
Αυτοδίκαιη αργία
Με τη διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου του νόμου Νόμου 4093/12 ΦΕΚ Α222/ 12/11-12 διευρύνονται οι περιπτώσεις υπό τη συνδρομή των οποίων οι υπάλληλοι τίθενται σε αυτοδίκαιη αργία, ώστε να επιτυγχάνεται η άμεση απομάκρυνση όσων διώκονται ή τιμωρούνται για σοβαρά ποινικά αδικήματα και πειθαρχικά παραπτώματα. Η διάταξη καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην ΕτΚ (περ. 7 της υποπαρ. Ζ.3) υποθέσεις, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της μη συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής. Συνεπώς, από την επομένη της δημοσίευσης του ν.4093/2012 τίθενται σε αυτοδίκαιη αργία:
α) οι υπάλληλοι που στερήθηκαν την προσωπική τους ελευθερία ύστερα από πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή ένταλμα προσωρινής κράτησης,
β) οι υπάλληλοι κατά των οποίων εκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησης και στη συνέχεια ήρθη η προσωρινή κράτηση ή αντικαταστάθηκε με περιοριστικούς όρους,
γ) οι υπάλληλοι οι οποίοι παραπέμφθηκαν αμετάκλητα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα ή για τα πλημμελήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης (κοινής και στην υπηρεσία), απάτης, εκβίασης, πλαστογραφίας, δωροδοκίας, καταπίεσης, απιστίας περί την υπηρεσία, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά τη γενετήσιας ελευθερίας ή για έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής,
δ) οι υπάλληλοι στους οποίους επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής ή της προσωρινής παύσης,
ε) οι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν παραπεμφθεί στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο για τα παραπτώματα των περιπτώσεων α', γ', δ', ε', θ', ι', ιδ', ιη', κγ', κδ', κζ' και κθ' του άρθρου 107 του ν. 3528/2007, όπως ισχύει, ή αντίστοιχα παραπτώματα του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012, ή αντίστοιχα παραπτώματα του προϊσχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999).
Για τη διευκόλυνση των υπηρεσιών επισυνάπτεται, ως Παράρτημα Ι, κατάλογος με τα πειθαρχικά παραπτώματα της περ. (ε), στην ακριβή νομοτεχνική διατύπωση των διατάξεων του άρθρου δεύτερου του ν. 4057/2012, του άρθρου 107 του ν. 3528/2007, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του ε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012 και του άρθρου 107 ν. 2683/1999.
Υπάλληλος ο οποίος τέθηκε σε αργία στις περιπτώσεις α΄ έως γ΄,της παρ. 1 του άρθρου 103 του ν.3528/2007, όπως αντικαταστάθηκε με την περ.1 της υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου του παρόντος νόμου, ασκεί εκ νέου τα καθήκοντα του αν αθωωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η αργία της περίπτωσης δ΄ της ιδίας παραγράφου του ίδιου άρθρου και νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με την περ. 1 της υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου του παρόντος νόμου αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της πειθαρχικής απόφασης και λήγει με την έναρξη της εκτέλεσης της πειθαρχικής ποινής της οριστικής ή προσωρινής παύσης που του επιβλήθηκε ή με την έκδοση απόφασης σε δεύτερο βαθμό ή δικαστικής απόφασης που είτε απαλλάσσει τον υπάλληλο από την πειθαρχική ευθύνη είτε του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση. Η αργία της περίπτωσης ε΄ της ιδίας παραγράφου του ίδιου άρθρου και νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με την περ. 1 της υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου του παρόντος νόμου αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο του παραπεμπτηρίου εγγράφου και λήγει με την έκδοση πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης που τον απαλλάσσει ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση.
Επισημαίνεται ότι υπάλληλος που υπάγεται σε μία από τις ως άνω περιπτώσεις τελεί αυτοδικαίως σε καθεστώς αργίας. Συνεπώς, η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία, που εκδίδεται αμελλητί από το αρμόδιο για διορισμό του υπαλλήλου όργανο, ανατρέχει στο χρόνο που συντελέστηκαν οι προϋποθέσεις επιβολής της, όπως ειδικότερα ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο.
Δυνατότητα αναστολής της αυτοδίκαιης αργίας.
Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 103 του ν. 3528/2007, όπως αντικαταστάθηκε με την περ.1 της υποπαραγράφου Ζ.3 του άρθρου πρώτου του παρόντος νόμου προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής της αυτοδίκαιης αργίας, υπό προϋποθέσεις. Με τη διάταξη αυτή ο θεσμός της αυτοδίκαιης αργίας εξοπλίζεται με ευελιξία και προσφέρει στα αρμόδια όργανα τη δυνατότητα, αφού λάβουν υπόψιν τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και κρίνουν αιτιολογημένα ότι δεν είναι εξ αντικειμένου αναγκαία η συνέχιση της παραμονής του υπαλλήλου εκτός υπηρεσίας, να αποφασίζουν την αναστολή της αργίας και να επαναφέρουν τον υπάλληλο στα καθήκοντά του ή να τον μετακινούν. Η αναστολή της αργίας μπορεί να ζητηθεί και από τον υπάλληλο που έχει τεθεί σε αργία, ο οποίος διατηρεί παράλληλα και το δικαίωμα να επιδιώξει δικαστικά την αναστολή. Από την ρύθμιση αυτή εξαιρούνται οι υπάλληλοι που στερήθηκαν την προσωπική τους ελευθερία ύστερα από πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή με ένταλμα προσωρινής κράτησης και οι τιμωρηθέντες με την ποινή της οριστικής παύσης.
Συγκεκριμένα, όπως ορίζεται στην ως άνω διάταξη, εφόσον έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία στις ως άνω περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ και ε΄, η οποία δεν έχει αρθεί λόγω εξάλειψης των λόγων για τους οποίους τέθηκε ο υπάλληλος σε αργία και δεν έχει επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, το πειθαρχικό συμβούλιο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση γνωμοδοτεί μετά την πάροδο ενός έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία και κάθε επόμενο έτος σχετικά με την τυχόν συνδρομή λόγων που καθιστούν μη αναγκαία τη συνέχισή της.
Το όργανο που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει, μετά την ανωτέρω γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ή μετά από γνωμοδότηση του ίδιου συμβουλίου που μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε, ότι με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της αργίας, μπορεί να διατάσσει την αναστολή της και την επάνοδο του υπαλλήλου στα καθήκοντά του ή τη μετακίνησή του. Η αναστολή της αργίας μπορεί να διατάσσεται και για ορισμένο χρόνο και να ανακαλείται οποτεδήποτε, εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας και ιδίως σε περίπτωση υποτροπής, που οφείλεται στην τέλεση οποιουδήποτε νέου παραπτώματος από τον υπάλληλο.
Εδώ πρέπει να προστεθεί. Ο Υπάλληλος μπορεί αμέσως να προσφύγει στο αρμόδια όργανα ή στον αρμόδιο Υπουργό για την αναστολή της αργίας του μέχρι της εκδίκασης της υπόθεσης. Υπάλληλος που δικαιώθηκε τελεσίδικα, δικαιούται αναδρομικά όλες τις αποδοχές του τα μισθολογικά του κλιμάκια επανέρχεται στην οργανική του θέση αν επιθυμεί και αποκαθίσταται διοικητικά και ηθικά.
Παρακαλούμε την τροποποίηση του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων και την προστασία του Δημοσίου και των Υπαλλήλων από καταχρηστικές ΕΔΕ και παράλογες ερμηνείες της ανάρμοστης συμπεριφοράς» και τις «αυτοδίκαιες αργίες»!
Αθήνα 23-7-2013
Με τιμή
Δρ Κουτσούκος Αναστάσιος
Κολοκοτρώνη 7
Πρόεδρος Ελληνοδιεθνής ΜΚΟ
Πεύκη 15121 Αθήνα
Τηλ. 6980203968
Υ.Γ. Κατατέθηκε στις 23-7-2017 στο γραφείο του κ. Μητσοτάκη και της κ. Χριστοφιλοπούλου με αρ. Πρωτ. 417/23-7-2013
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σχετικό: Εν ισχύει το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο των δημόσιων υπαλλήλων
Σε ισχύ έχει τεθεί το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο των δημόσιων υπαλλήλων με τη δημοσίευση του Ν. 4057/2012 «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» στο ΦΕΚ 54/Α’/14-03-2012.
Στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου εμπίπτουν:
1. Οι πολιτικοί υπάλληλοι με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου που υπάγονται στον Υπαλληλικό Κώδικα (άρθρο 2 του ν. 3528/2007).
2. Το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και κατέχει οργανικές θέσεις.
3. Στο προσωπικό αυτό εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που αναφέρονται σε θέματα θέσης σε αργία καθώς και εκείνες με τις οποίες προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές (άρθρο τέταρτο του ν. 4057/2012).
3. Οι πολιτικοί υπάλληλοι με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου των ΟΤΑ α” βαθμού (άρθρο πέμπτο του ν. 4057/2012) και β” βαθμού (άρθρα 146Α και 146Β του ν. 4057/2012 σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 252 του ν. 3852/2010) και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών, οι οποίοι υπάγονται σε όλες τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, εκτός των θεμάτων που αφορούν τους πειθαρχικώς προϊσταμένους, τα οποία ρυθμίζονται ειδικότερα με τις διατάξεις των άρθρων 121 και 191 του ν. 3584/2007 και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 252 του ν. 3852/2010.
4. Το προσωπικό των ΟΤΑ α” βαθμού και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Στο προσωπικό αυτό εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που αναφέρονται σε θέματα θέσης σε αργία καθώς και εκείνες με τις οποίες προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές (παρ. 2, άρθρο πέμπτο του ν. 4057/2012). Mε τις ρυθμίσεις του ν.4057/2012 επέρχεται μια ριζική αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτόν προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι παθογένειες και δυσλειτουργίες του υφιστάμενου μέχρι σήμερα συστήματος.
Οι καινοτομίες
Με τις ρυθμίσεις του νόμου εισάγονται καινοτομίες , κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες:
Α) Προσδιορίζονται σαφώς τα πειθαρχικά παραπτώματα, ούτως ώστε ο δημόσιος υπάλληλος να γνωρίζει εκ των προτέρων το νομικό πλαίσιο και να αποφεύγει πράξεις ή παραλείψεις πειθαρχικά αποδοκιμαστέες ενώ αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα τα παραπτώματα με οικονομικό αντικείμενο. Με τον τρόπο αυτό παύει να υφίσταται ο κίνδυνος των αυθαίρετων κρίσεων, εξυπηρετείται η αρχή της ασφάλειας δικαίου και λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια για τα παραπτώματα με οικονομικό αντικείμενο. Παράλληλα, θεσπίζεται μεγαλύτερος χρόνος παραγραφής ώστε να αντιμετωπίζονται περιπτώσεις μη πειθαρχικής δίωξης λόγω της παρόδου του σύντομου μέχρι σήμερα προβλεπόμενου χρόνου παραγραφής.
Β) Αναμορφώνονται οι πειθαρχικές ποινές με τη θέσπιση αυστηρότερων, την εισαγωγή νέων καθώς και την κλιμάκωση των προβλεπόμενων. Για τα βαρύτερα πειθαρχικά παραπτώματα προβλέπεται κατώτατη επιβαλλόμενη ποινή, όπως επίσης και η δυνατότητα επιβολής, επιπροσθέτως, χρηματικής κύρωσης μέχρις ορισμένου ποσού. Με τον τρόπο αυτό το σύστημα των πειθαρχικών ποινών γίνεται αυστηρότερο, προκειμένου να αντιμετωπισθούν αποφασιστικά φαινόμενα παράνομης συμπεριφοράς στο δημοσιοϋπαλληλικό σώμα, παρέχοντας ταυτόχρονα στο πειθαρχικό συμβούλιο τη δυνατότητα να επιβάλει την πειθαρχική ποινή που προσήκει στη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος.
Γ) Αναμορφώνονται τα πειθαρχικά συμβούλια τα οποία είναι πλέον όργανα διαφορετικά από τα υπηρεσιακά συμβούλια και έχουν ως αποκλειστική αρμοδιότητα την εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων. Προκειμένου δε να διασφαλίζονται οι αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας συμμετέχουν σε αυτά, κατά κύριο λόγο, δικαστικοί λειτουργοί.
ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ
Στο άρθρο 107 παρ. 1 παρατίθενται τα πειθαρχικά παραπτώματα, η τέλεση των οποίων μπορεί να επισύρει την επιβολή πειθαρχικής ποινής . Η παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες, αναγορεύεται σε ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα (περ. β’). Στην περ. δ” και προκειμένου να αντιμετωπισθούν φαινόμενα διαφθοράς , ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών. Στην περ. θ” ορίζεται ως ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα η σοβαρή απείθεια και στην περ. κστ” η απλή απείθεια
Στην περ. ια” ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα η παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 27 του ν. 3528/2007 (υποχρέωση υπαλλήλου να συμπεριφέρεται κατά τρόπο ώστε να καθίσταται άξιος της κοινής εμπιστοσύνης, να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια στους πολίτες και να τους εξυπηρετεί, χωρίς να κάνει διακρίσεις σε όφελος ή σε βάρος των πολιτών εξαιτίας των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών τους πεποιθήσεων), καθώς και η αδικαιολόγητη προτίμηση νεώτερων υποθέσεων με παραμέληση των παλαιότερων και ενοποιούνται έτσι, ως ένα ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα υποχρεώσεις του υπαλλήλου που υπήρχαν ως ξεχωριστές περιπτώσεις παραπτωμάτων στις προϊσχύουσες διατάξεις.
Στην περ. ιβ” ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα η άρνηση παροχής πληροφόρησης όχι μόνο στους πολίτες, αλλά και στις αρχές.
Στην περ. ιη” ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, το Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου.
Στην περ. ιθ” και προκειμένου να ενισχυθεί η αξιοκρατία και η ισότητα κατά την αξιολόγηση των υπαλλήλων ορίζεται ως ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα η αδικαιολόγητα μη έγκαιρη σύνταξη ή η σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ή η σύνταξη έκθεσης με κρίσεις ή χαρακτηρισμούς που δεν εξειδικεύονται με αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων.
Στην περ. κβ” εκσυγχρονίζεται το περιεχόμενο του πειθαρχικού παραπτώματος της σύναψης στενών κοινωνικών σχέσεων υπαλλήλου με άλλα πρόσωπα προς την κατεύθυνση της τιμωρίας μόνο εκείνων των περιπτώσεων που η σύναψη τέτοιου είδους σχέσεων γίνεται με αφορμή το χειρισμό θεμάτων αρμοδιότητας του υπαλλήλου, από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτώνται ουσιώδη συμφέροντα των προσώπων αυτών.
Στην περ. κζ” ορίζεται ως ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του.
Στην περ. λβ” ορίζεται ως ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα η μη ανάρτηση ή η μη έγκαιρη ανάρτηση στο διαδίκτυο των πράξεων που ορίζονται στο άρθρο 2 του ν.3861/2010. Το εν λόγω πειθαρχικό παράπτωμα αφορά το όργανο που εξέδωσε την πράξη ή τον υπάλληλο που έχει την ευθύνη για την ανάρτηση.
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ
Στο άρθρο 109, όπου αναφέρονται οι πειθαρχικές ποινές, προβλέπονται αφενός νέες και αφετέρου αυστηρότερες σε σχέση με τις προϊσχύουσες. Ειδικότερα, οι νέες πειθαρχικές ποινές είναι η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας
οποιουδήποτε επιπέδου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη καθώς και η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της. Οι συγκεκριμένες ποινές κρίθηκε αναγκαίο να υιοθετηθούν δεδομένου ότι με το ισχύον σύστημα κινητής ιεραρχίας οι υπάλληλοι δεν καταλαμβάνουν τις θέσεις ευθύνης με προαγωγή αλλά ασκούν τα καθήκοντα για ορισμένο χρόνο με συνέπεια η ποινή του υποβιβασμού να μην έχει πλέον την ίδια βαρύτητα .
Θεσπίζεται μεγαλύτερη κλιμάκωση στις πειθαρχικές ποινές, η οποία διαμορφώνεται ως εξής: το όριο της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αυξάνεται έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών. Η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης κυμαίνεται από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες και η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού μπορεί να φτάσει τους δύο (2) βαθμούς (άρθρο 109, παρ. 1). Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι ο υπάλληλος που τιμωρείται με υποβιβασμό δεν κρίνεται για προαγωγή ούτε συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, πριν περάσει από την ημερομηνία εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο που απαιτείται για προαγωγή (άρθρο 144, παρ. 4). Με σκοπό την ουσιαστική αντιμετώπιση των σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων, προβλέπεται κατώτατο όριο ως προς την πειθαρχική ποινή πουμπορεί να επιβληθεί σε περίπτωση διάπραξής τους.
Άρθρο 109 παρ. 5α
Ειδικότερα για τα παραπτώματα:
α. πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία,
β. παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους,
γ. απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,
δ. σοβαρή απείθεια και αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, εφόσον υπερβαίνει τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή τις τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους, δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού.
Με την παρ. 3 του άρθρου 109 προβλέπεται ότι σε περιπτώσεις υπαλλήλων που έχουν υποπέσει σε ιδιαίτερα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει, επιπλέον της πειθαρχικής ποινής, διοικητική κύρωση δηλ. χρηματικό πρόστιμο.
Συγκεκριμένα, όταν επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές της στέρησης του δικαιώματος προαγωγής από ένα (1) έως πέντε (5) έτη ή της στέρησης του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη ή της αφαίρεσης της άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας για τη θητεία ή το υπόλοιπό της ή του υποβιβασμού έως δύο (2) βαθμούς ή της προσωρινής παύσης από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες και συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, το πειθαρχικό συμβούλιο δύναται να επιβάλλει επιπλέον διοικητική κύρωση από τρεις χιλιάδες (3.000) έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Στην περίπτωση που σε υπάλληλο έχει επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης για τα παραπτώματα της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών ή/και της αναξιοπρεπούς ή ανάξιας ή ανάρμοστης για υπάλληλο συμπεριφοράς εντός ή εκτός υπηρεσίας, που σχετίζεται με οικονομικό αντικείμενο, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλλει επιπλέον διοικητική κύρωση από δέκα χιλιάδες (10.000) έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.
Σύμφωνα με το άρθρο 113 παρ. 1 και 2 στην περίπτωση που ο πειθαρχικώς διωκόμενος έχει απολέσει την υπαλληλική ιδιότητα, η καταδικαστική πειθαρχική απόφαση δεν παραμένει πλέον ανεκτέλεστη, αλλά, εάν του επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη του προστίμου, μετατρέπεται από το πειθαρχικό συμβούλιο, ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος, σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών με δυνατότητα επιβολής και διοικητικής κύρωσης.
Με τις διατάξεις των άρθρων 118 και 119 αυξάνεται το εύρος των πειθαρχικών ποινών που μπορούν να επιβάλλουν οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι. Ο υπουργός και το Δ.Σ. νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μπορούν να επιβάλλουν την πειθαρχική ποινή του προστίμου έως και τις αποδοχές τριών (3) μηνών αντί των αποδοχών του ενός (1) μηνός που ίσχυε μέχρι σήμερα. Ανάλογη αύξηση του εύρους των πειθαρχικών ποινών προβλέπεται και για τους λοιπούς πειθαρχικώς προϊστάμενους.
Με το άρθρο 117 γίνεται προσαρμογή του ορισμού των πειθαρχικώς προϊσταμένων στις διατάξεις του ν. 3852/2010. Ειδικότερα, ορίζονται ως πειθαρχικώς προϊστάμενοι ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης αντί του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και ο Ελεγκτής Νομιμότητας για το προσωπικό τους αντίστοιχα.
Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ασκεί πειθαρχική εξουσία και: α) στους υπαλλήλους του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτησή τους, μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, άρνηση συνεργασίας με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) και μη εφαρμογή των περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης της
γραφειοκρατίας διατάξεων, β) στους υπαλλήλους των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα. Ειδικά για τους υπαλλήλους των Κ.Ε.Π. που ανήκουν στους Ο.Τ.Α., ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης μπορεί να ασκεί πειθαρχική δίωξη ενώπιον του αρμοδίου οργάνου κατά την κείμενη νομοθεσία.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ
Με τις διατάξεις του άρθρου 112 αυξάνονται τα χρονικά όρια της παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία στο ν. 3528/2007 ήταν μικρά και επέτρεπαν την αποφυγή της τιμωρίας. Έτσι ο χρόνος της παραγραφής είναι πλέον πέντε (5) έτη από την ημέρα διάπραξης του πειθαρχικού παραπτώματος και επτά (7) έτη εάν επήλθε διακοπή της παραγραφής λόγω κλήσης σε απολογία ή παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο. Ειδικά στις περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων με ιδιαίτερο βαθμό βαρύτητας, όπως η πράξη άρνησης αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψης αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία, η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, η σοβαρή απείθεια και η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, ο χρόνος παραγραφής είναι επτά (7) έτη από την ημέρα διάπραξης και δέκα (10) έτη εάν επήλθε διακοπή της παραγραφής λόγω κλήσης σε απολογία ή παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο. Κατ” εξαίρεση για το πειθαρχικό παράπτωμα της απόκτησης οικονομικού οφέλους ως αφετηρία για την έναρξη της παραγραφής ορίζεται η ημερομηνία που ο πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση της τέλεσης της πράξης.
ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ
Για λόγους επιτάχυνσης της πειθαρχικής διαδικασίας ορίζονται προθεσμίες για τις πράξεις που προηγούνται της πειθαρχικής δίωξης και συντομεύονται οι προθεσμίες ολοκλήρωσης της πειθαρχικής διαδικασίας και έκδοσης της πειθαρχικής απόφασης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 125 η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία ο πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση των περιστατικών, που πιθανόν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή, αν η προκαταρκτική εξέταση διεξάγεται από υπάλληλο ύστερα από εντολή του πειθαρχικώς προϊσταμένου, από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση ανάθεσής της.
Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 126 η ένορκη διοικητική εξέταση περατώνεται εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση ανάθεσης διεξαγωγής της ή εντός τριών (3) μηνών, στην περίπτωση που ο υπάλληλος που τη διεξάγει ζητήσει με πλήρως αιτιολογημένη αίτησή του παράταση της προθεσμίας για ένα (1) μήνα. Ακολούθως με τις διατάξεις του άρθρου 127, παρ.6 η πειθαρχική ανάκριση περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της σχετικής απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου στον υπάλληλο που θα τη διενεργήσει, ο οποίος μπορεί να ζητήσει με πλήρως αιτιολογημένη αίτησή του, παράταση της προθεσμίας αυτής έως ένα (1) μήνα. Με τις διατάξεις του άρθρου 122, παρ.1 προβλέπεται ότι η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός δύο (2) μηνών από την κλήση σε απολογία ή εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραπομπή ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Επίσης στις διατάξεις του άρθρου 146Α, παρ.10 προβλέπεται ότι η εκδίκαση της ένστασης από το Δευτεροβάθμιο Π
ιθαρχικό Συμβούλιο γίνεται εντός έξι (6) μηνών από την περιέλευσή της σε αυτό. Τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 142, παρ.6 η εκδίκαση προσφυγής από το ΣτΕ ή από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο γίνεται εντός οκτώ (8) μηνών από την περιέλευσή της στο οικείο δικαστήριο.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ – ΔΙΑΓΡΑΦΗ
Με το νέο πειθαρχικό δίκαιο καθίστανται αυστηρότερες οι ρυθμίσεις σχετικά με την εκτέλεση των πειθαρχικών ποινών και το χρόνο διαγραφής αυτών. Με τις διατάξεις του άρθρου 141, παρ.6 το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί πλέον να αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης (δηλ. την εκτέλεση πριν την πάροδο της προθεσμίας άσκησης ένστασης ή την εκδίκασή της), αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, εκτός εάν με αυτή έχει επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Ακολούθως με τις διατάξεις του άρθρου 142, παρ.5 η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Τέλος με τις διατάξεις του άρθρου 145, παρ.1 προβλέπεται ότι ο χρόνος διαγραφής της πειθαρχικής ποινής του προστίμου από τον υπηρεσιακό φάκελο του υπαλλήλου αυξάνεται σε οκτώ (8) έτη ενώ στις ποινές που δεν διαγράφονται ποτέ προστίθενται, πέραν της ποινής της οριστικής παύσης, και οι ποινές της προσωρινής παύσης και του υποβιβασμού.
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια (άρθρο 146Β και άρθρο πέμπτο, παρ.4) Προβλέπεται, για πρώτη φορά, η σύσταση πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων στα υπουργεία, τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, τις Περιφέρειες και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με αποκλειστική αρμοδιότητα την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους υπαλλήλους που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ν. 4057/2012. Στα συμβούλια αυτά προβλέπεται να συμμετέχουν ανώτεροι δικαστικοί λειτουργοί και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ώστε να διασφαλίζεται η επαρκής αντιμετώπιση των νομικών ζητημάτων που αναφύονται κατά την εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων. Επίσης, η αμεροληψία και η ουδετερότητα των πειθαρχικών συμβουλίων ενισχύεται από το γεγονός ότι οι προϊστάμενοι των Διευθύνσεων που μετέχουν σε αυτά δεν προέρχονται από τις υπηρεσίες ή τους φορείς που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους. Συγκεκριμένα:
Τα πειθαρχικά συμβούλια είναι τριμελή, συνεδριάζουν δημόσια και αποτελούνται από:
α) Τον Πρόεδρο, ο οποίος είναι πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή εφέτης ή πρόεδρος πρωτοδικών ή πρωτοδίκης των διοικητικών ή των πολιτικών δικαστηρίων ή αντεισαγγελέας εφετών ή εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών με τον αναπληρωτή του.
β) Ένα (1) μέλος, το οποίο είναι πάρεδρος ή δικαστικός αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τον αναπληρωτή του.
γ) Ένα (1) μέλος, το οποίο είναι μόνιμος υπάλληλος, προϊστάμενος Διεύθυνσης Υπουργείου, Αποκεντρωμένης Διοίκησης, Περιφέρειας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υπηρετούν στην έδρα του και δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του οργάνου που εκδίδει την απόφαση σύστασης του οικείου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Οι ανωτέρω υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ύστερα από κλήρωση σε δημόσια συνεδρίαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, σύμφωνα με
τα οριζόμενα στην παρ. 9 του άρθρου 146Β.
Τα πειθαρχικά συμβούλια των Περιφερειών είναι αρμόδια και για το προσωπικό των Δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών. Στην περίπτωση αυτή, ως τρίτο μέλος, προερχόμενο από τη Διοίκηση, μετέχει προϊστάμενος Διεύθυνσης Δήμου της Περιφερειακής Ενότητας στην οποία έχει έδρα η οικεία Περιφέρεια. Ειδικά για τις πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων των Περιφερειών Ιονίων Νήσων, Βορείου Αιγαίου και Νοτίου Αιγαίου, αρμόδια είναι τα πειθαρχικά συμβούλια Δυτικής Ελλάδας και Αττικής αντίστοιχα (άρθρο πέμπτο, παρ. 4).
Τον Οκτώβριο κάθε άρτιου έτους, η Διεύθυνση Διοικητικού / Προσωπικού κάθε Υπουργείου, Αποκεντρωμένης Διοίκησης, Περιφέρειας και νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που έχει ένα ή περισσότερα πειθαρχικά συμβούλια καταρτίζει και αποστέλλει στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατάσταση που συνοδεύεται από έγγραφο με το οποίο ζητεί τον ορισμό, ύστερα από κλήρωση, ενός (1) προϊσταμένου Διεύθυνσης με τον αναπληρωτή του για κάθε πειθαρχικό συμβούλιο. Η κατάσταση αυτή περιλαμβάνει όλους τους προϊσταμένους των Διευθύνσεων, των οποίων ο υπολειπόμενος χρόνος έως την αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής τους σχέσης είναι τουλάχιστον τρία (3) έτη και περιέχει τα εξής στοιχεία: ονοματεπώνυμο, κλάδο, βαθμό και αριθμό φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.). Για τις υπηρεσίες που έχουν και περιφερειακές μονάδες, οι καταστάσεις καταρτίζονται κατά περιφερειακή ενότητα στην οποία εδρεύουν οι υπηρεσίες. Οι Διευθύνσεις Διοικητικού – Προσωπικού των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων είναι αρμόδιες για την κατάρτιση των καταστάσεων με τους προϊσταμένους Διευθύνσεων των Δήμων των Περιφερειακών Ενοτήτων στις οποίες έχουν έδρα οι εποπτευόμενες
από αυτές Περιφέρειες.
Ο Πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου προβαίνει σε κλήρωση, σε δημόσια συνεδρίαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, από συγκεντρωτική κατάσταση κατά Περιφερειακή Ενότητα ώστε να οριστούν τα μέλη των Πειθαρχικών Συμβουλίων τα προερχόμενα από τα Υπουργεία, τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, τις Περιφέρειες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους Δήμους. Ο αριθμός των προϊσταμένων Διευθύνσεων που προκύπτει από την κλήρωση είναι τουλάχιστον διπλάσιος σε σχέση με τον αριθμό των προϊσταμένων που απαιτούνται για όλα τα πειθαρχικά συμβούλια. α πειθαρχικά συμβούλια που προβλέπονται με ειδικές διατάξεις και δεν καταργούνται με το ν. 4057/2012 εξακολουθούν να υφίστανται.
Β) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο (άρθρο 146 Α του άρθρου δεύτερου, άρθρο τέταρτο και άρθρο πέμπτο, παρ. 3) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι πενταμελές και λειτουργεί σε τρία τμήματα. Στο πεδίο αρμοδιοτήτων του εμπίπτει πλέον η κρίση σε δεύτερο βαθμό των πειθαρχικών υποθέσεων και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που κατέχει οργανική θέση των Υπουργείων, των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των Περιφερειών, καθώς και του προσωπικού των Δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών, οι οποίοι υπηρετούν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Επίσης, κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τους ανώτατους υπαλλήλους του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ (παρ. 1, άρθρο 120 του άρθρου δεύτερου του ν. 4057/2012).
Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από:
α) Έναν (1) Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο,
β) Τέσσερις (4) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους, με ισάριθμους αναπληρωτές τους,
γ) Δύο (2) εν ενεργεία προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, με δύο (2) αναπληρωτές τους, εν ενεργεία προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων ή Διευθύνσεων του ίδιου Υπουργείου,
δ) Τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης που είναι αρμόδια για θέματα προσωπικού του Υπουργείου στο οποίο υπάγεται η υπηρεσία ή το οποίο εποπτεύει την υπηρεσία ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπου διαπράχθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα, με αναπληρωτή του άλλο προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης Διεύθυνσης του ίδιου ως άνω Υπουργείου, οριζόμενους πριν από την έναρξη της θητείας με απόφαση του οικείου Υπουργού.
Όταν η πειθαρχική υπόθεση αφορά υπάλληλο Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που εποπτεύεται από το Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετέχει προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης με τον αναπληρωτή του, προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Όταν η πειθαρχική υπόθεση αφορά υπάλληλο Περιφέρειας, στο Συμβούλιο μετέχει ο προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης της Περιφέρειας Αττικής, που είναι αρμόδιος για τα θέματα του προσωπικού, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η διοικητική αυτοτέλεια των Ο.Τ.Α., που καθιερώνεται με το άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος. Η συμμετοχή στο Συμβούλιο του αρμόδιου για θέματα προσωπικού προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης της Περιφέρειας Αττικής, όταν η υπόθεση αφορά υπάλληλο Περιφέρειας, και προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, όταν η υπόθεση αφορά υπάλληλο Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που εποπτεύεται από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στοχεύει στην ευχερέστερη λειτουργία του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, και την αποφυγή ορισμού μελών που θα πρέπει να μετακινούνται από την επαρχία για να παρίστανται στις συνεδριάσεις του.
Για τις πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων των Δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών, αρμόδιο είναι το τρίτο τμήμα του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου (άρθρο πέμπτο, παρ. 3), αποτελούμενο από:
Α) Τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με τον αναπληρωτή του, αντιπρόεδρο ή νομικό σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
Β) Δύο (2) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους με τους αναπληρωτές τους, επιπλέον των μετεχόντων στα άλλα δύο τμήματα του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου,
Γ) Δύο (2) Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων Δήμων από τις Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Αττικής, πλην της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων, με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ύστερα από κλήρωση, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 146Β.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Α. Τα πειθαρχικά συμβούλια του άρθρου 146Β συγκροτούνται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του ν. 4057/2012, ήτοι μέχρι την 14 Ιουνίου 2012. Κατ” εξαίρεση για την πρώτη εφαρμογή, η θητεία των πειθαρχικών συμβουλίων αρχίζει από τη συγκρότησή τους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του μεθεπόμενου έτους. Μέχρι τη συγκρότηση των πειθαρχικών συμβουλίων εξακολουθούν να ασκούν τις πειθαρχικές αρμοδιότητες του ν. 4057/2012 τα υπηρεσιακά συμβούλια του ν.3528/2007, του ν.3584/2007 (άρθρο έβδομο, παρ.3) και του ν. 3852/2010 καθώς και τα υπηρεσιακά συμβούλια που είναι αρμόδια για το προσωπικό που αναφέρεται στις παραγράφους 2,3,5 και 7 του άρθρου έκτου. Οι υποθέσεις που εκκρεμούν στα υφιστάμενα υπηρεσιακά συμβούλια διαβιβάζονται στα πειθαρχικά συμβούλια το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από τη συγκρότησή τους.
Β. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο έχει συγκροτηθεί με την αριθμ. ΔΙΔΚ/Φ.38/2/27385/31-12-2010 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, εξακολουθεί να λειτουργεί και μετά την έναρξη του ανωτέρω νόμου και έως τη λήξη της θητείας του, χωρίς τη συμμετοχή των εκπροσώπων της ΑΔΕΔΥ (άρθρο έβδομο, παρ.2). Όλες οι εκκρεμείς ενστάσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, εξετάζονται από αυτό και εκδίδονται αποφάσεις (άρθρο έβδομο, παρ.4).
Γ. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4057/2012 (14-03-2012) εφαρμόζονται οι διατάξεις του ουσιαστικού πειθαρχικού δικαίου (πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές), οι διατάξεις διαδικαστικού χαρακτήρα και οι διατάξεις του άρθρου πρώτου (θέση σε αυτοδίκαιη ή δυνητική αργία, αναστολή άσκησης καθηκόντων) του ν. 4057/2012 (άρθρο έβδομο, παρ.1). Στις εκκρεμείς πειθαρχικές υποθέσεις εφαρμόζονται οι διαδικαστικής φύσεως διατάξεις του ν. 4057/2012 (άρθρο έβδομο, παρ.4).
ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
1. Σύσταση πειθαρχικών συμβουλίων.
Οι διατάξεις του έβδομου άρθρου ορίζουν ότι μέσα σε τρείς (3) μήνες από τη δημοσίευση του ν. 4057/2012 απαιτείται να συγκροτηθούν τα πειθαρχικά συμβούλια. Προς τούτο οι Διευθύνσεις Διοικητικού – Προσωπικού απαιτείται να προβούν στις κάτωθι ενέργειες:
Α. Έκδοση απόφασης του οικείου Υπουργού για τη σύσταση ενός ή περισσοτέρων και κατ ΄ εξαίρεση κοινών πειθαρχικών συμβουλίων (έκδοση κοινής απόφασης των οικείων Υπουργών). Παρακαλούνται οι υπηρεσίες να εξετάσουν επιμελώς τη δυνατότητα σύστασης κοινών πειθαρχικών συμβουλίων, ενέργεια που συνάδει με το σκοπό του νομοθέτη για την εξοικονόμηση πόρων. Περισσότερα του ενός πειθαρχικά συμβούλια θα συσταθούν με ιδιαίτερη φειδώ και με κριτήριο τον αριθμό των κλάδων προσωπικού καθώς και τον αριθμό των υπηρετούντων σε κάθε κλάδο σύμφωνα και με τη μέχρι τώρα εμπειρία. Η απόφαση σύστασης εκδίδεται από τον οικείο Υπουργό (ή τους οικείους Υπουργούς στην περίπτωση σύστασης κοινών πειθαρχικών συμβουλίων) και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την απόφαση αυτή καθορίζεται η υπηρεσία στην οποία συνιστάται καθώς και η έδρα κάθε πειθαρχικού συμβουλίου.
Β. Αποστολή ερωτήματος προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με το οποίο θα ζητείται η υπόδειξη των δικαστικών, του παρέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του παρέδρου ή του δικαστικού αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους προκειμένου να οριστούν ο πρόεδρος και το υπό στοιχείο β. της παρ.2 του άρθρου 146Β μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου.
Γ. Κατάρτιση των αναφερομένων στην παρ. 9 του άρθρ. 146Β καταστάσεων και αποστολή τους και ηλεκτρονικά στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Οι Διευθύνσεις Διοικητικού/Προσωπικού των Δήμων που ανήκουν σε Περιφερειακή Ενότητα στην οποία έχει έδρα η οικεία Περιφέρεια, εκτός των Δήμων των Περιφερειών Ιονίων Νήσων, Βορείου Αιγαίου και Νοτίου Αιγαίου, καλούνται να αποστείλουν κατάσταση με τα ως άνω αναφερόμενα στοιχεία των Προϊσταμένων των Διευθύνσεών τους στη Διεύθυνση Διοικητικού της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης προκειμένου η υπηρεσία αυτή να καταρτίσει συνολική κατάσταση με τα στοιχεία των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων των Δήμων της Περιφερειακής Ενότητας στην οποία εδρεύει η εποπτευόμενη Περιφέρεια και να τον αποστείλει στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Δ. Κοινοποίηση των αποφάσεων σύστασης -συγκρότησης των πειθαρχικών συμβουλίων στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Τα υπουργεία παρακαλούνται να κοινοποιήσουν άμεσα την παρούσα στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που εποπτεύουν. Οι Δ/νσεις Διοικητικού των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων καλούνται να αποστείλουν την παρούσα στους ΟΤΑ α” και β” βαθμού που εποπτεύουν.
Για προηγούμενη σχετική ανάρτηση, εδώ.
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.