Είναι πραγματικά εξοργιστική η υποκρισία κυβέρνησης, αστυνομίας, δικαιοσύνης και ΜΜΕ που καμώνονται, με αφορμή τη σύλληψη των κορυφαίων μελών της ΧΑ, πως τώρα συνειδητοποίησαν τι πραγματικά έκανε και αντιπροσώπευε η ναζιστική συμμορία. Οι εξελίξεις, μετά και την απελευθέρωση των τριών συλληφθέντων είναι πραγματικά ραγδαίες και πολύπλοκες. Ωστόσο, πέρα από τον σχολιασμό της επικαιρότητας και την εξαγωγή συμπερασμάτων, που πολλές φορές είναι βεβιασμένα και αβάσιμα, έχει αξία, τώρα που αχνοφαίνεται ότι ένας μεγάλος κύκλος ανάπτυξης της συμμορίας και συνακόλουθα της ρατσιστικής και φασιστικής βίας κλείνει έστω και προσωρινά, να κάνουμε
μερικές παρατηρήσεις για το πώς κινήθηκε πολιτικά
ένα μεγάλο τμήμα της αριστεράς τα τελευταία χρόνια. Οι απόψεις και οι τακτικές της έχουν προφανή αντίκτυπο στην τωρινή αμηχανία να ερμηνεύσει τα σημερινά γεγονότα και κυρίως να δώσει το σύνθημα για την κατά μέτωπον αντεπίθεση του αντιφασιστικού κινήματος.
Κατ’αρχήν, θα μπορούσε να δει κανείς τρεις βασικούς στόχους πίσω από την κρατική επιχείρηση καταστολής της ΧΑ.
Ο πρώτος είναι η προσπάθεια αποκατάστασης των θεσμών, του κοινοβουλευτισμού, της δικαιοσύνης, της αστυνομίας, των ΜΜΕ και των αστικών πολιτικών κομμάτων, που έχουν πληγεί ισχυρά τα τελευταία χρόνια και απονομμιμοποιηθεί στα μάτια της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό έχει γίνει για πολλούς λόγους και η απροκάλυπτη ανοχή, στήριξη και συνεργασία, λόγω και έργω, με τους ναζί σίγουρα δεν είναι ο πιο ασήμαντος. Η δεξιά, με έντονες ακροδεξιές πινελιές, κυβέρνηση προσπαθεί να κερδίσει ψηφοφόρους και εμπιστοσύνη εν όψει νέων μέτρων σφαγής και παράλληλα προσπαθεί να θωρακίσει τη λειτουργία όπως – όπως ενός συστήματος που της επιτρέπει, όσο γίνεται, να εφαρμόζει τη στρατηγική της με τους ελάχιστους δυνατούς κραδασμούς. Αυτό σημαίνει ότι η ΝΔ βασικά στέλνει το μήνυμα στα αφεντικά ότι...
εξακολουθεί να είναι μακράν η πιο αξιόπιστη λύση για την εμπέδωση της αστικής στρατηγικής υπέρβασης της κρίσης. Σημαίνει επίσης ότι, τουλάχιστον αρχικά, αν και μετά οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες και το ενδιαφέρον περιστρέφεται πλέον αποκλειστικά στους νεοναζί, προσπάθησε να θολώσει τα νερά και να παρουσιάσει την επιχείρηση ενάντια στην ΧΑ ως γενικά επιχείρηση κάθαρσης, εξ ου για παράδειγμα τα διάφορα ευρήματα λαθρεμπορίας στα ΑΤ που ελέγθηκαν. Η αστυνομία, ως ο κατ’εξοχήν μηχανισμός επιβεβαίωσης του μονοπωλίου της βίας εκ μέρους του αστικού κράτους, προσπαθεί να κερδίσει ένα κάποιο κύρος, που θα της επιτρέψει μεγαλύτερη επιχειρησιακή ελευθερία στα δύσκολα που έρχονται. Δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαίο στέλεχος, μιλώντας λίγες μέρες μετά τη δολοφονία Φύσσα στην τηλεόραση, απέκρουσε τις “φήμες” ότι μεγάλο μέρος των μπάτσων ψηφίζει ή υποστηρίζει τη ΧΑ και την ίδια στιγμή έδωσε έμφαση στο ότι η αστυνομία ήταν και είναι αυτή που σε καταστάσεις οριακές, έσωσε το σύστημα και το καθεστώς (αναφερόμενος μόνο στα τελευταία χρόνια). Σημαίνοντα στελέχη της κυβέρνησης επιμένουν να διατηρήσουν για λογαριασμό του κράτους το μονοπώλιο της βίας, είτε αναφερόμενοι γενικώς στην “διατήρηση της τάξης” είτε μη διστάζοντας να αναφερθούν σε αυτό επί λέξει. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η προϊούσα απαξίωση των κρατικών και πολιτικών θεσμών δύσκολα θα ανατραπεί με τις κινήσεις αυτές και στην πραγματικότητα το πιο πιθανό είναι η ΝΔ να ξανατραβήξει μόνο μια παραδοσιακή δεξιά εκλογική πελατεία, καθώς είναι σε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού σαφές ότι η ΧΑ δεν θα γινόταν αυτό που έγινε ή πήγαινε να γίνει, χωρίς τη στοργική φροντίδα των προαναφερομένων. Εξάλλου, το ταξικό ένστικτο λειτουργεί αρκετά αποτελεσματικά για να κατασταλεί τόσο εύκολα. Επομένως, μάλλον η προσπάθεια αυτή θα έχει ταπεινότερα του αναμενομένου αποτελέσματα
Όμως, το γεγονός ότι είναι πιθανόν η εμπέδωση της τάξης τελικά να ευνοήσει την κυβερνητική σταθερότητα δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση, και γενικώς το αστικό πολιτικό προσωπικό, βρίσκεται υποχρεωτικά σε συνεννόηση με τους φασίστες, ή ότι τους ελέγχει, τους αμολάει ή τους περιορίζει πάντα κατά βούληση και με δική της πρωτοβουλία. Δεν θα αναφερθώ εδώ στις εξόφθαλμα αβάσιμες και τελικά αποπροσανατολιστικές και επικίνδυνες θεωρίες συνωμοσίας, αλλά σε πιο ραφιναρισμένες εκτιμήσεις ότι ΝΔ-ΧΑ, κράτος και παρακράτος δηλαδή, πάνε τόσο μαζί, που η μεταξύ τους σύγκρουση είναι αναγκαστικά στημένη. Οι φορείς αυτής της άποψης ταυτίζονται κατά πλειοψηφία με τους φορείς της άποψης περί επικείμενης συγκυβέρνησης ΝΔ-ΧΑ, που ήταν τόσο δημοφιλής τις ημέρες πριν τη δολοφονία. Αυτές οι αναλύσεις όχι μόνο απογυμνώνουν τους αστικούς μηχανισμούς από τις υπαρκτές αντιφάσεις τους, στην όξυνση των οποίων βαρύνουν σαφώς και οι κινηματικές απαντήσεις, αλλά προέρχονται και από ένα θεμελιώδες θεωρητικό σφάλμα. Ο φασισμός δεν είναι απλώς παρακράτος, οι νεοναζί δεν είναι απλώς το μακρύ χέρι κράτους και αστυνομίας, ο Ρουπακιάς δεν είναι απλώς Γκοτζαμάνης. Έχει έναν ιδιαίτερο ιστορικό ρόλο, τον οποίο τα ανώτερα τουλάχιστον στελέχη της ΧΑ γνωρίζουν πολύ καλά (φροντίζουν πάντα, με μια δόση αυταρέσκειας βέβαια, να υπογραμμίζουν ότι δεν είναι άλλη μια ακροδεξιά). Ο ρόλος αυτός υπερβαίνει την συνήθη αστική στρατηγική, ακόμα και τη στρατηγική της αυταρχικής θωράκισης του κράτους, ακόμα και αυτή του αστυνομικού κράτους. Είναι η υπέρμετρη κυριαρχία των ισχυρότερων μερίδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου και η πλήρης διάλυση και εξατομίκευση της εργατικής τάξης.
Το ότι βέβαια ο ρόλος αυτός υπάρχει, σε πείσμα των ανιστόρητων θεωριών περί σταδιακού εκφασισμού του κράτους, δεν σημαίνει ότι η στρατηγική των φασιστών δεν έχει αδυναμίες, αντιφάσεις, πισωγυρίσματα. Είναι σαφές ότι το πολιτικό προσωπικό της ΧΑ στην παρούσα φάση, που δεν είναι στην πραγματικότητα κάτι ποιοτικά ανώτερο από μια δράκα νταβατζήδες, μαχαιροβγάλτες, παιδεραστές, εκβιαστές και μαχαλόμαγκες, δεν μπορεί ανενόχλητο να επιβάλει την στρατηγική του. Αυτό βασικά έχει δύο σκέλη: από τη μία δεν συγκεντρώνει τη σοβαρή και σταθερή υποστήριξη ικανού τμήματος της αστικής τάξης, παρ’όλο που υπάρχουν καπιταλιστές και κυρίως εφοπλιστές που την υποστηρίζουν, υλικά και πολιτικά. Κομμάτι λοιπόν της αστικής τάξης, η οποία είναι κάτι μη ενιαίο και με εγγενώς αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, φλέρταρε με την υποστήριξη στους φασίστες, για να ρίξει βασικά τα μεροκάματα και να τρομοκρατήσει το εργατικό κίνημα, αλλά βλέπει ότι η βάρκα κάνει νερά. Οι χρυσαυγίτες δεν είναι οι ανίκητοι σημαιοφόροι της επιβολής των πιο επιθετικών διαθέσεων της αστικής τάξης, αφού στην πραγματικότητα πολύ λίγα πράγματα, έως ανύπαρκτα, έχουν πετύχει εις βάρος της διάθεσης και συγκρότησης της εργατικής τάξης, είτε σε γειτονιές είτε σε εργασιακούς χώρους. Εδώ συνδέεται και το δεύτερο σκέλος: η πολιτική βάση της ΧΑ, πράγμα που είναι και το διαφοροποιητικό στοιχείο του φασισμού από τη στρατιωτική δικτατορία ή τον αστικό βοναπαρτισμό, είναι ένα μαζικό κίνημα απελπισμένων και συντετριμμένων μικροαστών, η ανθρώπινη σκόνη που εξεγείρεται παραπλανημένη δήθεν ενάντια στην οικονομική ολιγαρχία και στην ουσία σκάβει η ίδια τον λάκκο της. Αυτούς τους μικροαστούς, λοιπόν, φαίνεται ότι η ΧΑ δεν μπορεί να τους κινητοποιήσει με έναν μόνιμο τρόπο. Το μπαράζ ματαιώσεων διαφόρων εκδηλώσεων, τα απανωτά κλεισίματα τοπικών γραφείων και ο φαιδρός θίασος έξω από τη ΓΑΔΑ είναι ενδεικτικός: η ΧΑ δεν είναι η ανίκητη αρμάδα που θα τραβήξει τους εξαχρειωμένους νοικοκυραίους με τη δύναμη και το αήττητό της.
Με μια πιο γενική ιστορική έννοια δε, ο φασισμός αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται ικανός να κατισχύσει και να συντρίψει την εργατική τάξη, καθώς αυτή δεν έχει ηττηθεί ολοκληρωτικά από μια ολομέτωπη αντιπαράθεση με τους καπιταλιστές. Εδώ υπάρχει μια σοβαρή παρανόηση: η νίκη του φασισμού ήταν ιστορικά δυνατή μόνο πάνω στα ερείπια μιας ιστορικής ήττας του εργατικού κινήματος. Ήταν η ήττα της κόκκινης διετίας στην Ιταλία που επέτρεψε στο Μουσσολίνι, μετά από μια φάρσα πορείας προς τη Ρώμη, να καταλάβει την εξουσία. Ήταν η ήττα της επανάστασης στη Γερμανία που έδωσε το κλειδί της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Οι εργαζόμενοι και η νεολαία, λοιπόν, δίνουν τη μάχη και αυτό αφορά τους διάφορους τοπικούς, κλαδικούς, μεμονωμένους αγώνες και τις γενικές απεργίες, με περιορισμένα βέβαια αποτελέσματα, αλλά και τη μάχη με το φασισμό σε δρόμους και γειτονιές, που σίγουρα πάει καλύτερα.
Ένας δεύτερος στόχος της κυβέρνησης είναι η εκβιαστική δημιουργία του ψευδεπίγραφου “συνταγματικού τόξου” και το σύρσιμο της αριστεράς πίσω από αυτό. Στόχος στην ουσία είναι ο ακρωτηριασμός των πιο ριζοσπαστικών τμημάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς και η προσαρμογή της στο κοινοβολευτικό παιχνίδι. Με λίγα λόγια, επιδιώκεται η πλήρης ενσωμάτωση της κοινοβουλευτικής αριστεράς, και βασικά του ΣΥΡΙΖΑ, στην αστική νομιμότητα, που ουσιαστικά έρχεται ως επιστέγασμα της ήδη ακολουθούμενης εκ μέρους του πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή τα γεγονότα, ποσώς κινήθηκε σε μια κατεύθυνση ανάδειξης της κυβερνητικής υποκρισίας και ολομέτωπης αποκάλυψης του ταξικού ρόλου του φασισμού και των εγγενών δεσμών του με τους αστικούς θεσμούς. Αντιθέτως, συνέχισε το “τάραγμα” στη νομιμότητα, επιδιώκοντας ένα νέο Λαϊκό Μέτωπο ενάντια στο φασισμό, συνταγή που είδαμε όχι μόνο πόσο υπηρέτησε τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας, αλλά και πόσο ανάχωμα ήταν για τον ίδιο τον φασισμό. Εκτός από εξοργιστικές, οι εγκωμιαστικές δηλώσεις Τσίπρα μετά από τη συνάντηση με στελέχη της ΕΛΑΣ και οι διαβεβαιώσεις της εμπιστοσύνης που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική δικαιοσύνη, αποτελούν κινήσεις συγκεκριμένης πολιτικής σκοπιμότητας. Οι τοποθετήσεις βουλευτών του άλλωστε πριν τα γεγονότα για πιθανό εξαναγκασμό συγκυβέρνησης με τη ΝΔ ενάντια στη φασιστική απειλή, αν και δεν είναι επίσημη γραμμή του κόμματος (καθώς από τη μια το σοκ των Μνημονίων είναι μεγάλο για να ξεπλυθεί έτσι ελαφρά τη καρδία, και από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απεμπολήσει ακόμα το ενδεχόμενο πρωτιάς και αυτοδυναμίας στις εκλογές), δείχνουν σίγουρα τον δρόμο που ακολουθεί. Σε κάθε περίπτωση, η προσκόλληση της αριστεράς στον ήδη μαζικά απονομιμοποιημένο κοινοβουλευτικό κρετινισμό το μόνο που κάνει είναι να ενισχύει τη ρητορική της ΧΑ που θέλει να εμφανίζεται “εναντίον όλων”.
Τρίτος στόχος, και σε συνάρτηση με τους άλλους δύο, είναι και η προσπάθεια αναθέρμανσης και ισχυροποίησης της ρητορικής των δύο συμμετρικών “άκρων”. Στην πραγματικότητα, βέβαια, το κυβερνητικό πολιτικό προσωπικό, και δη σε περίοδο απεργίας, που στην αρχή τουλάχιστον πήγαινε πολύ καλά, δεν θέλησε να ανοίξει ανοιχτό διμέτωπο αγώνα. Έτσι αυτή η προσπάθεια δεν κράτησε πολύ: οι αναφορές στα άκρα έγιναν βασικά από τον ακροδεξιό συνεργάτη του Σαμαρά Φαήλο Κρανιδιώτη, που μίλησε για βραχιολάκια, για “σφαίρες” ενάντια στον πραγματικό εχθρό. Ο ίδιος ο Σαμαράς από τις ΗΠΑ χαρακτήρισε ως εξτρεμισμό τις φωνές ενάντια στην ΕΕ και το Ευρώ, αλλά είναι σαφές βέβαια ότι δεν ετοιμάζονται μαζικές συλλήψεις ενάντια σε όσους έχουν αυτές τις φωνές. Τη δουλειά της όμως η ρητορική την έκανε, γιατί βρήκε πρόσφορο έδαφος: ο ΣΥΡΙΖΑ αναλώθηκε στο να αποδεικνύει πόσο απέχει από τα άκρα, βιάστηκε να καταδικάσει διάφορες ενέργειες, όπως ο βανδαλισμός των γραφείων της φυλλάδας Πρώτο Θέμα, εδώ και μια τριετία ανεπίσημου οργάνου της ΧΑ, για να αποδείξει πόσο πολύ σέβεται την νομιμότητα, ουσιαστικά υποκύπτοντας άνευ όρων στις κυβερνητικές πιέσεις, πριν καν αυτές ακριβώς ασκηθούν. Την ίδια στιγμή βέβαια, η αστυνομία δεν εμποδίζεται σε μια νέα καταδρομική επιχείρηση στη Χαλκιδική προσάπτοντας στους συλληφθέντες αγωνιστές τις ίδιες περίπου κατηγορίες (για σύσταση συμμορίας και εγκληματικής οργάνωσης) με τους ναζί.
Ας πάμε όμως ένα βήμα παραπέρα. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που υπαγορεύει ότι απέναντι στο φασιστικό άκρο η αριστερά θα πρέπει να στρογγυλεύει τη ρητορική και την πολιτική της γιατί απευθύνεται σε νοικοκυραίους τους οποίους δεν θέλει να τρομάξει, είναι ουσιαστικά πανομοιότυπη με την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας στο μεσοπόλεμο, αλλά και των φιλελεύθερων κατά τις κοινωνικές επαναστάσεις στην Ευρώπη του 1848 και των συντηρητικών της Γαλλικής Επανάστασης. Η κοινή συνισταμένη είναι ότι οι ακρότητες και οι υπερβολές είναι που επιφέρουν τη σκλήρυνση της αντίδρασης. Για να μείνουμε στο πιο πρόσφατο και συναφές παράδειγμα, επαναλαμβάνεται η καταστροφική θέση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας: “ο φασισμός είναι η τιμωρία που η μεγαλοαστική τάξη επιβάλλει στο προλεταριάτο για την κομμουνιστική προπαγάνδα”. Η μετριοπάθεια λοιπόν προβάλλεται ως η λύση απέναντι στην εξαλλοσύνη του φασισμού.
Αυτή η λογική, δυστυχώς, εκτός από το συνήθη ύποπτο, διαπερνά και τους λιγότερο ή καθόλου ασυνήθεις: μεγάλα κομμάτια της επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με διαφορετικό προκάλυμμα και διαφορετικό σκοπό, τσαλαβουτάνε ομοίως στα ρηχά νερά της μετριοπάθειας και της υπευθυνότητας. Είναι συνήθης η άποψη ότι η ΧΑ έλαβε μεγάλη ώθηση από το γεγονός ότι η αριστερά αδιαφόρησε απέναντι στα πραγματικά προβλήματα του “ελληνικού λαού” και βασικά απέναντι στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όσοι ζουν στις “γκετοποιημένες” γειτονιές παρέα με πολλούς μετανάστες (προσοχή: αναφερόμαστε αποκλειστικά στα “προβλήματα” των Ελλήνων). Αποκορύφωμα αυτής της λογικής είναι η μνημειώδης αγωνία για τους εργαζόμενους που αναρωτιούνται “πόσους μετανάστες χωράει η χώρα”. Ομοίως, αναγνωρίζεται ως λάθος η μη επαρκής ανάδειξη του θέματος της υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Δυστυχώς, όχι μικρά κομμάτια της κατά συνθήκην μη ρεφορμιστικής αριστεράς υιοθετούν τη λογική ότι η χώρα είναι προτεκτοράτο της Γερμανίας ή αποικία της ΕΕ, ότι δέχεται παραβιάσεις του εναέριου χώρου από τον τουρκικό επεκτατισμό ή ότι κινδυνεύει από τον μεγαλοϊδεατισμό των Μακεδόνων και των Αλβανών. Θεωρείται ότι η μονοπώληση του πατριωτισμού -εντάξει, και η συνακόλουθη διαστρέβλωση- από τους μαυροφαλαγγίτες της ΧΑ είναι που τους δίνει τεράστια αβάντα. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: ο πατριωτισμός και η υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που βρίσκεται σε μια ενδιάμεση βαθμίδα καπιταλιστικής ανάπτυξης (θέση η οποία βέβαια διακυβεύεται με την κρίση και τα Μνημόνια) και που συμμετέχει πρόθυμα σε όλους τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς (ΝΑΤΟ, ΕΕ) δεν μπορεί παρά να είναι αλλότριος προς τα συμφέροντα των εργαζόμενων στη χώρα και αντικειμενικά εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης και της εθνικής της ενότητας.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη λυδία λίθο της αποδοχής ή όχι των ορίων που βάζει η εθνική αστική τάξη: τα σύνορα. Η πεισματική άρνηση της υιοθέτησης του συνθήματος των ανοιχτών συνόρων για την εργασία και όχι μόνο για το κεφάλαιο (που ισχύει τώρα και ίσχυε πρακτικά πάντα) γίνεται με την επιχειρηματολογία είτε ότι είναι ένα επικίνδυνο για την εθνική κυριαρχία αίτημα, είτε ότι είναι “απογειωμένο” και ανεύθυνο. Δεν αναφερόμαστε εδώ στις πιο σκανδαλιστικές απόψεις ότι η μετανάστευση είναι στην ουσία της ένα αντιδραστικό φαινόμενο, που ως συνέπεια έχει την πτώση των μισθών. Η λογική είναι ίδια: ο ρόλος της αριστεράς είναι να έχει “ρεαλιστικές” και “υπεύθυνες” προτάσεις, που να μην “τρομάζουν τον κόσμο”. Στην πραγματικότητα, όμως, δείχνει ανάγλυφα και τον εγκλωβισμό στη λογική ότι οι μετανάστες είναι στην ουσία “ένα εξωτερικό μέγεθος”, μπορεί -και πρέπει- να γίνουν σύμμαχοι των ντόπιων εργαζόμενων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι οργανικό τμήμα της εργατικής τάξης της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αντίθεση με τη δολοφονία Φύσσα, οι πολλές επιθέσεις σε μετανάστες, και οι δολοφονίες ακόμα, κινητοποιούσαν μέχρι τώρα τους συνήθεις υπόπτους. Η αδυναμία, λοιπόν, της αριστεράς να συγκρουστεί με την κυρίαρχη ιδεολογία του εθνικισμού και να αρθρώσει έναν πραγματικό διεθνιστικό εργατικό λόγο απέναντι στην κυρίαρχη ατζέντα, και όχι η “κοσμοπολίτική” εμμονή, μας έκανε ζημιά. Ο ρεφορμισμός φυσικά εδώ έχει τη μερίδα του λέοντος στην ευθύνη.
Η ιστορία, όμως,αποδεικνύει ότι σε τέτοιες περιόδους οικονομικής και πολιτικής κρίσης, η μετριοπάθεια δεν είναι αυτή που ελκύει τις εργαζόμενες μάζες και τα λαϊκά στρώματα. Ακόμα περισσότερο: όπως περιέγραψε ο ευστοχότερος αναλυτής του φασιστικού φαινομένου την εποχή που αυτό αναπτυσσόταν, ο Τρότσκι, οι μάζες αρχικά στρέφονται προς τα αριστερά και μετά κοιτάνε προς το φασισμό. Η εργατική τάξη και οι μικροαστοί, όταν όλα καταρρέουν, θα στοιχηματίσουν στο άλογο που θα κερδίσει. Συνεπώς, αν η επαναστατική αριστερά και το εργατικό κίνημα δεν δημιουργήσουν μια εναλλακτική και δεν προκαλέσουν σοβαρές ρήξεις με το σύστημα, κι έτσι χρεοκοπήσουν τελικά, είναι πιο “ρεαλιστικό” οι μάζες να γοητευθούν από τη δυναμική ρητορική του φασισμού. Είναι πιο ρεαλιστικό να στηρίζουν τους ναζί για να “τιμωρήσουν τον εκφυλισμένο κοινοβουλευτισμό”, παρά όσους προσπαθούν να περισώσουν τα συντρίμια του. Στο τελευταίο θέμα μας, είναι πιο πιθανό να στηρίξουν την πρόταση “έξω όλοι οι ξένοι”, παρά την πρόταση “να δούμε πόσοι χωράνε, να εφαρμόσουμε μια ρεαλιστική διαχειριστική λύση”.
Στο ίδιο μήκος κύματος, αν και με άλλη “θεωρητική” κάλυψη, βρίσκεται και η άρνηση της ανάγκης περιφρούρησης των αντιφασιστικών συγκεντώσεων/πορειών. Δυστυχώς, λίγους μήνες πριν τις εκλογές ακόμα, κυκλοφορούσαν άρθρα στον τύπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που έκαναν λόγο για την εικόνα των δύο άκρων, αναφερόμενα στις αντισυγκεντρώσεις βασικά των αντιεξουσιαστών ενάντια στη ΧΑ στην περιοχή του Αγ.Παντελεήμονα. Αλλά και μέχρι πρόσφατα, η ίδια λογική έφτανε να χαρακτηρίσει μια αντιφασιστική συγκέντρωση στα Πατήσια ως “αντιπαράθεση γαύρων με βάζελους”. Η άρνηση της αυτοάμυνας απέναντι στις φασιστικές προκλήσεις εμπίπτει σε μια προφανή λογική μετριοπάθειας. Κι εδώ να θυμηθούμε ότι εκτός από την ιστορική ήττα του κατ’εξοχήν εργατικού κινήματος, ήταν και η άρνηση του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος να υποστηρίξουν την ένοπλη σύγκρουση (με πρωτοπορία τους Arditi del Popolo) με τους φασίστες του Μουσσολίνι, που στις περιπτώσεις που πραγματικά έγινε κατέφερε συντριπτικά πλήγματα στους μελανοχίτωνες, και η αντίστοιχη άρνηση στη Γερμανία, που έστρωσαν το δρόμο στη μη αναπόφευκτη νίκη του φασισμού. Στην πραγματικότητα, βέβαια, εδώ το πρόβλημα βρίσκεται και στην ίδια την άρνηση της ανάγκης συγκρότησης ενωτικού αντιφασιστικού μετώπου, με πρόσχημα αόριστες επικλήσεις σε κάποιο αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο που δεν μπορεί να στενέψει στην αντιπαράθεση με την φασιστική συμμορία.
Έτσι, πλάι στη σοσιαλδημοκρατική, έχουμε και την σταλινική τριτοπεριοδίστικη πολιτική αμαρτία που βαραίνει την ελληνική αριστερά, βασικά το ΚΚΕ (το οποίο όμως απέχει συνεπώς από το αντιφασιστικό κίνημα, οπότε η κριτική απέναντι του σε ένα τέτοιο κείμενο δεν κρίνεται σκόπιμη), αλλά και άλλες προερχόμενες απ’αυτό και συμμεριζόμενες τις αναλυτικές του μεθόδους οργανώσεις. Για πολλά χρόνια, ήταν σταθερή η άρνηση αυτών των δυνάμεων να συμμετέχουν πχ σε αντιρατσιστικά φεστιβάλ, εξαιτίας του πολιτικού περιεχομένου τους (τώρα ότι το δικό τους πολιτικό περιεχόμενο για το θέμα ήταν κατώτερο από αυτό της πλειοψηφίας όσων συμμετείχαν στα φεστιβάλ είναι άλλο θέμα). Για τον ίδιο λόγο απέφευγαν κοινές δράσεις ενάντια στους φασίστες, όπως οι κινητοποιήσεις υποστήριξης στα δικαστήρια ανθρώπων που δέχτηκαν δολοφονικές επιθέσεις, αλλά και οι σποραδικές αντιφασιστικές συγκεντρώσεις που γίνονταν τα χρόνια πριν την άνοδο της ΧΑ, βασικά σε κάποιες εκδηλώσεις-ορόσημα. Στην πραγματικότητα, πίσω από τα μεγάλα λόγια καλυπτόταν η παντελής απουσίας δράσεων και πρωτοβουλιών. Ακόμα και σήμερα, αρνούνται να αναγνωρίσουν την αυτονομία του φασιστικού φαινομένου και επιμένουν ότι η πάλη ενάντια στο φασισμό είναι η πάλη ενάντια στα Μνημόνια, τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και την ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά πηγάζουν από ένα αριστερίστικο στα λόγια, ηττοπαθές στην πράξη λάθος ανάλυσης: ότι αφού ο φασισμός είναι μια πιθανή επιλογή της αστικής τάξης για την επιβολή της κυριαρχίας της στην κρίση (που είναι βέβαια σωστό), και αφού οι πολιτικές επιλογές των αστικών κομμάτων στρώνουν τον δρόμο στο φασισμό (και αυτό σωστό), περίπου όλα τα κόμματα στην κρίση είναι φασιστικά και όλες οι πολιτικές διαχείρισής της φασισμός. Αυτό, πέρα από τη θεωρητική σύγχυση που φανερώνει, εμπεριέχει και τον κίνδυνο να υποτιμηθεί ο πραγματικός κίνδυνος του φασισμού και τα ποσοτικά και ποιοτικά ανώτερα δεινά που επιφυλάσσει στην μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Μία τελευταία παρατήρηση: η πολιτική κριτική απέναντι στους φασίστες (εκτός φυσικά από το καθαρά ποινικό της σκέλος και το αντίστοιχο ιδεολογικό, τον ρατσισμό), πολλές φορές περιορίζεται κυρίως σε ένα δικό μας ένδοξο, αλλά ηττημένο σε τελική ανάλυση, παρελθόν. Είναι βέβαια σωστό και χρήσιμο να αναδεικνύεται ο ρόλος των ομοϊδεατών των χρυσαυγιτών, δηλαδή των γερμανών ναζί και των ανά τόπους συνεργατών τους, στα εγκλήματα που διαπράχτηκαν πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο αυτό, ειδικά όταν γίνεται από τη σκοπιά μιας εθνικής αφήγησης που θέλει τους ναζί απλώς προδότες του έθνους, δεν φτάνει και μάλλον δεν αποκαλύπτει τον πραγματικό ταξικό ρόλο του φασισμού. Αν και φασισμός χωρίς πολεμική βιομηχανία και πολεμικές περιπέτειες στο εξωτερικό μάλλον δεν μπορεί να υπάρξει, αυτό δεν είναι κάτι χειροπιαστό που πείθει αναγκαστικά τον εξαχρειωμένο μικροαστό. Είναι αλήθεια βέβαια ότι οι φασίστες ιστορικά δεν ήταν ποτέ κάτι διαφορετικό από τα πιστά σκυλιά των αφεντικών και των απανταχού ισχυρών, γεγονός που δεν συνεπάγεται κανένα ηθικό ή πολιτικό μεγαλείο, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Το να περιοριζόμαστε όμως στην επίκληση στην ηρωική εθνική αντίσταση δεν αρκεί, από τη στιγμή μάλιστα που οι ήρωές της κυνηγήθηκαν ανηλεώς, ενώ οι συνεργάτες ενσωματώθηκαν μαζικά στον μεταπολεμικό κρατικό μηχανισμό. Η ηθική ανωτερότητα και ευαισθησία της αριστεράς, που γίνεται παραδεκτή και από “σοβαρούς” αστούς πολιτικούς και τους τσανακογλύφτες τους (Κρανιδιώτης, Μπακογιάννη, Πρετεντέρης το έχουν κατά καιρούς αναφέρει), δεν δημιουργεί ταξικούς συσχετισμούς δύναμης, δεν αποτρέπει τον μικροαστό από το να γίνει εγκληματίας. Επομένως, πλάι στην καταγγελία ότι στηρίζοντας τη ΧΑ τα χέρια του είναι εξ ορισμού λερωμένα με αίμα, κολλάει και το ότι ο ίδιος δεν έχει καν να κερδίσει κάτι, αφού ο φασισμός ανεβαίνει στην εξουσία πατώντας πάνω στην μικροαστική κινητοποίηση, ταξικά όμως πραγματώνει τα συμφέροντα των μεγάλων καπιταλιστών, συντρίβοντας αυτούς που τον έφεραν εκεί.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
μερικές παρατηρήσεις για το πώς κινήθηκε πολιτικά
ένα μεγάλο τμήμα της αριστεράς τα τελευταία χρόνια. Οι απόψεις και οι τακτικές της έχουν προφανή αντίκτυπο στην τωρινή αμηχανία να ερμηνεύσει τα σημερινά γεγονότα και κυρίως να δώσει το σύνθημα για την κατά μέτωπον αντεπίθεση του αντιφασιστικού κινήματος.
Κατ’αρχήν, θα μπορούσε να δει κανείς τρεις βασικούς στόχους πίσω από την κρατική επιχείρηση καταστολής της ΧΑ.
Ο πρώτος είναι η προσπάθεια αποκατάστασης των θεσμών, του κοινοβουλευτισμού, της δικαιοσύνης, της αστυνομίας, των ΜΜΕ και των αστικών πολιτικών κομμάτων, που έχουν πληγεί ισχυρά τα τελευταία χρόνια και απονομμιμοποιηθεί στα μάτια της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό έχει γίνει για πολλούς λόγους και η απροκάλυπτη ανοχή, στήριξη και συνεργασία, λόγω και έργω, με τους ναζί σίγουρα δεν είναι ο πιο ασήμαντος. Η δεξιά, με έντονες ακροδεξιές πινελιές, κυβέρνηση προσπαθεί να κερδίσει ψηφοφόρους και εμπιστοσύνη εν όψει νέων μέτρων σφαγής και παράλληλα προσπαθεί να θωρακίσει τη λειτουργία όπως – όπως ενός συστήματος που της επιτρέπει, όσο γίνεται, να εφαρμόζει τη στρατηγική της με τους ελάχιστους δυνατούς κραδασμούς. Αυτό σημαίνει ότι η ΝΔ βασικά στέλνει το μήνυμα στα αφεντικά ότι...
εξακολουθεί να είναι μακράν η πιο αξιόπιστη λύση για την εμπέδωση της αστικής στρατηγικής υπέρβασης της κρίσης. Σημαίνει επίσης ότι, τουλάχιστον αρχικά, αν και μετά οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες και το ενδιαφέρον περιστρέφεται πλέον αποκλειστικά στους νεοναζί, προσπάθησε να θολώσει τα νερά και να παρουσιάσει την επιχείρηση ενάντια στην ΧΑ ως γενικά επιχείρηση κάθαρσης, εξ ου για παράδειγμα τα διάφορα ευρήματα λαθρεμπορίας στα ΑΤ που ελέγθηκαν. Η αστυνομία, ως ο κατ’εξοχήν μηχανισμός επιβεβαίωσης του μονοπωλίου της βίας εκ μέρους του αστικού κράτους, προσπαθεί να κερδίσει ένα κάποιο κύρος, που θα της επιτρέψει μεγαλύτερη επιχειρησιακή ελευθερία στα δύσκολα που έρχονται. Δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαίο στέλεχος, μιλώντας λίγες μέρες μετά τη δολοφονία Φύσσα στην τηλεόραση, απέκρουσε τις “φήμες” ότι μεγάλο μέρος των μπάτσων ψηφίζει ή υποστηρίζει τη ΧΑ και την ίδια στιγμή έδωσε έμφαση στο ότι η αστυνομία ήταν και είναι αυτή που σε καταστάσεις οριακές, έσωσε το σύστημα και το καθεστώς (αναφερόμενος μόνο στα τελευταία χρόνια). Σημαίνοντα στελέχη της κυβέρνησης επιμένουν να διατηρήσουν για λογαριασμό του κράτους το μονοπώλιο της βίας, είτε αναφερόμενοι γενικώς στην “διατήρηση της τάξης” είτε μη διστάζοντας να αναφερθούν σε αυτό επί λέξει. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η προϊούσα απαξίωση των κρατικών και πολιτικών θεσμών δύσκολα θα ανατραπεί με τις κινήσεις αυτές και στην πραγματικότητα το πιο πιθανό είναι η ΝΔ να ξανατραβήξει μόνο μια παραδοσιακή δεξιά εκλογική πελατεία, καθώς είναι σε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού σαφές ότι η ΧΑ δεν θα γινόταν αυτό που έγινε ή πήγαινε να γίνει, χωρίς τη στοργική φροντίδα των προαναφερομένων. Εξάλλου, το ταξικό ένστικτο λειτουργεί αρκετά αποτελεσματικά για να κατασταλεί τόσο εύκολα. Επομένως, μάλλον η προσπάθεια αυτή θα έχει ταπεινότερα του αναμενομένου αποτελέσματα
Όμως, το γεγονός ότι είναι πιθανόν η εμπέδωση της τάξης τελικά να ευνοήσει την κυβερνητική σταθερότητα δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση, και γενικώς το αστικό πολιτικό προσωπικό, βρίσκεται υποχρεωτικά σε συνεννόηση με τους φασίστες, ή ότι τους ελέγχει, τους αμολάει ή τους περιορίζει πάντα κατά βούληση και με δική της πρωτοβουλία. Δεν θα αναφερθώ εδώ στις εξόφθαλμα αβάσιμες και τελικά αποπροσανατολιστικές και επικίνδυνες θεωρίες συνωμοσίας, αλλά σε πιο ραφιναρισμένες εκτιμήσεις ότι ΝΔ-ΧΑ, κράτος και παρακράτος δηλαδή, πάνε τόσο μαζί, που η μεταξύ τους σύγκρουση είναι αναγκαστικά στημένη. Οι φορείς αυτής της άποψης ταυτίζονται κατά πλειοψηφία με τους φορείς της άποψης περί επικείμενης συγκυβέρνησης ΝΔ-ΧΑ, που ήταν τόσο δημοφιλής τις ημέρες πριν τη δολοφονία. Αυτές οι αναλύσεις όχι μόνο απογυμνώνουν τους αστικούς μηχανισμούς από τις υπαρκτές αντιφάσεις τους, στην όξυνση των οποίων βαρύνουν σαφώς και οι κινηματικές απαντήσεις, αλλά προέρχονται και από ένα θεμελιώδες θεωρητικό σφάλμα. Ο φασισμός δεν είναι απλώς παρακράτος, οι νεοναζί δεν είναι απλώς το μακρύ χέρι κράτους και αστυνομίας, ο Ρουπακιάς δεν είναι απλώς Γκοτζαμάνης. Έχει έναν ιδιαίτερο ιστορικό ρόλο, τον οποίο τα ανώτερα τουλάχιστον στελέχη της ΧΑ γνωρίζουν πολύ καλά (φροντίζουν πάντα, με μια δόση αυταρέσκειας βέβαια, να υπογραμμίζουν ότι δεν είναι άλλη μια ακροδεξιά). Ο ρόλος αυτός υπερβαίνει την συνήθη αστική στρατηγική, ακόμα και τη στρατηγική της αυταρχικής θωράκισης του κράτους, ακόμα και αυτή του αστυνομικού κράτους. Είναι η υπέρμετρη κυριαρχία των ισχυρότερων μερίδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου και η πλήρης διάλυση και εξατομίκευση της εργατικής τάξης.
Το ότι βέβαια ο ρόλος αυτός υπάρχει, σε πείσμα των ανιστόρητων θεωριών περί σταδιακού εκφασισμού του κράτους, δεν σημαίνει ότι η στρατηγική των φασιστών δεν έχει αδυναμίες, αντιφάσεις, πισωγυρίσματα. Είναι σαφές ότι το πολιτικό προσωπικό της ΧΑ στην παρούσα φάση, που δεν είναι στην πραγματικότητα κάτι ποιοτικά ανώτερο από μια δράκα νταβατζήδες, μαχαιροβγάλτες, παιδεραστές, εκβιαστές και μαχαλόμαγκες, δεν μπορεί ανενόχλητο να επιβάλει την στρατηγική του. Αυτό βασικά έχει δύο σκέλη: από τη μία δεν συγκεντρώνει τη σοβαρή και σταθερή υποστήριξη ικανού τμήματος της αστικής τάξης, παρ’όλο που υπάρχουν καπιταλιστές και κυρίως εφοπλιστές που την υποστηρίζουν, υλικά και πολιτικά. Κομμάτι λοιπόν της αστικής τάξης, η οποία είναι κάτι μη ενιαίο και με εγγενώς αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, φλέρταρε με την υποστήριξη στους φασίστες, για να ρίξει βασικά τα μεροκάματα και να τρομοκρατήσει το εργατικό κίνημα, αλλά βλέπει ότι η βάρκα κάνει νερά. Οι χρυσαυγίτες δεν είναι οι ανίκητοι σημαιοφόροι της επιβολής των πιο επιθετικών διαθέσεων της αστικής τάξης, αφού στην πραγματικότητα πολύ λίγα πράγματα, έως ανύπαρκτα, έχουν πετύχει εις βάρος της διάθεσης και συγκρότησης της εργατικής τάξης, είτε σε γειτονιές είτε σε εργασιακούς χώρους. Εδώ συνδέεται και το δεύτερο σκέλος: η πολιτική βάση της ΧΑ, πράγμα που είναι και το διαφοροποιητικό στοιχείο του φασισμού από τη στρατιωτική δικτατορία ή τον αστικό βοναπαρτισμό, είναι ένα μαζικό κίνημα απελπισμένων και συντετριμμένων μικροαστών, η ανθρώπινη σκόνη που εξεγείρεται παραπλανημένη δήθεν ενάντια στην οικονομική ολιγαρχία και στην ουσία σκάβει η ίδια τον λάκκο της. Αυτούς τους μικροαστούς, λοιπόν, φαίνεται ότι η ΧΑ δεν μπορεί να τους κινητοποιήσει με έναν μόνιμο τρόπο. Το μπαράζ ματαιώσεων διαφόρων εκδηλώσεων, τα απανωτά κλεισίματα τοπικών γραφείων και ο φαιδρός θίασος έξω από τη ΓΑΔΑ είναι ενδεικτικός: η ΧΑ δεν είναι η ανίκητη αρμάδα που θα τραβήξει τους εξαχρειωμένους νοικοκυραίους με τη δύναμη και το αήττητό της.
Με μια πιο γενική ιστορική έννοια δε, ο φασισμός αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται ικανός να κατισχύσει και να συντρίψει την εργατική τάξη, καθώς αυτή δεν έχει ηττηθεί ολοκληρωτικά από μια ολομέτωπη αντιπαράθεση με τους καπιταλιστές. Εδώ υπάρχει μια σοβαρή παρανόηση: η νίκη του φασισμού ήταν ιστορικά δυνατή μόνο πάνω στα ερείπια μιας ιστορικής ήττας του εργατικού κινήματος. Ήταν η ήττα της κόκκινης διετίας στην Ιταλία που επέτρεψε στο Μουσσολίνι, μετά από μια φάρσα πορείας προς τη Ρώμη, να καταλάβει την εξουσία. Ήταν η ήττα της επανάστασης στη Γερμανία που έδωσε το κλειδί της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Οι εργαζόμενοι και η νεολαία, λοιπόν, δίνουν τη μάχη και αυτό αφορά τους διάφορους τοπικούς, κλαδικούς, μεμονωμένους αγώνες και τις γενικές απεργίες, με περιορισμένα βέβαια αποτελέσματα, αλλά και τη μάχη με το φασισμό σε δρόμους και γειτονιές, που σίγουρα πάει καλύτερα.
Ένας δεύτερος στόχος της κυβέρνησης είναι η εκβιαστική δημιουργία του ψευδεπίγραφου “συνταγματικού τόξου” και το σύρσιμο της αριστεράς πίσω από αυτό. Στόχος στην ουσία είναι ο ακρωτηριασμός των πιο ριζοσπαστικών τμημάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς και η προσαρμογή της στο κοινοβολευτικό παιχνίδι. Με λίγα λόγια, επιδιώκεται η πλήρης ενσωμάτωση της κοινοβουλευτικής αριστεράς, και βασικά του ΣΥΡΙΖΑ, στην αστική νομιμότητα, που ουσιαστικά έρχεται ως επιστέγασμα της ήδη ακολουθούμενης εκ μέρους του πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή τα γεγονότα, ποσώς κινήθηκε σε μια κατεύθυνση ανάδειξης της κυβερνητικής υποκρισίας και ολομέτωπης αποκάλυψης του ταξικού ρόλου του φασισμού και των εγγενών δεσμών του με τους αστικούς θεσμούς. Αντιθέτως, συνέχισε το “τάραγμα” στη νομιμότητα, επιδιώκοντας ένα νέο Λαϊκό Μέτωπο ενάντια στο φασισμό, συνταγή που είδαμε όχι μόνο πόσο υπηρέτησε τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας, αλλά και πόσο ανάχωμα ήταν για τον ίδιο τον φασισμό. Εκτός από εξοργιστικές, οι εγκωμιαστικές δηλώσεις Τσίπρα μετά από τη συνάντηση με στελέχη της ΕΛΑΣ και οι διαβεβαιώσεις της εμπιστοσύνης που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική δικαιοσύνη, αποτελούν κινήσεις συγκεκριμένης πολιτικής σκοπιμότητας. Οι τοποθετήσεις βουλευτών του άλλωστε πριν τα γεγονότα για πιθανό εξαναγκασμό συγκυβέρνησης με τη ΝΔ ενάντια στη φασιστική απειλή, αν και δεν είναι επίσημη γραμμή του κόμματος (καθώς από τη μια το σοκ των Μνημονίων είναι μεγάλο για να ξεπλυθεί έτσι ελαφρά τη καρδία, και από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απεμπολήσει ακόμα το ενδεχόμενο πρωτιάς και αυτοδυναμίας στις εκλογές), δείχνουν σίγουρα τον δρόμο που ακολουθεί. Σε κάθε περίπτωση, η προσκόλληση της αριστεράς στον ήδη μαζικά απονομιμοποιημένο κοινοβουλευτικό κρετινισμό το μόνο που κάνει είναι να ενισχύει τη ρητορική της ΧΑ που θέλει να εμφανίζεται “εναντίον όλων”.
Τρίτος στόχος, και σε συνάρτηση με τους άλλους δύο, είναι και η προσπάθεια αναθέρμανσης και ισχυροποίησης της ρητορικής των δύο συμμετρικών “άκρων”. Στην πραγματικότητα, βέβαια, το κυβερνητικό πολιτικό προσωπικό, και δη σε περίοδο απεργίας, που στην αρχή τουλάχιστον πήγαινε πολύ καλά, δεν θέλησε να ανοίξει ανοιχτό διμέτωπο αγώνα. Έτσι αυτή η προσπάθεια δεν κράτησε πολύ: οι αναφορές στα άκρα έγιναν βασικά από τον ακροδεξιό συνεργάτη του Σαμαρά Φαήλο Κρανιδιώτη, που μίλησε για βραχιολάκια, για “σφαίρες” ενάντια στον πραγματικό εχθρό. Ο ίδιος ο Σαμαράς από τις ΗΠΑ χαρακτήρισε ως εξτρεμισμό τις φωνές ενάντια στην ΕΕ και το Ευρώ, αλλά είναι σαφές βέβαια ότι δεν ετοιμάζονται μαζικές συλλήψεις ενάντια σε όσους έχουν αυτές τις φωνές. Τη δουλειά της όμως η ρητορική την έκανε, γιατί βρήκε πρόσφορο έδαφος: ο ΣΥΡΙΖΑ αναλώθηκε στο να αποδεικνύει πόσο απέχει από τα άκρα, βιάστηκε να καταδικάσει διάφορες ενέργειες, όπως ο βανδαλισμός των γραφείων της φυλλάδας Πρώτο Θέμα, εδώ και μια τριετία ανεπίσημου οργάνου της ΧΑ, για να αποδείξει πόσο πολύ σέβεται την νομιμότητα, ουσιαστικά υποκύπτοντας άνευ όρων στις κυβερνητικές πιέσεις, πριν καν αυτές ακριβώς ασκηθούν. Την ίδια στιγμή βέβαια, η αστυνομία δεν εμποδίζεται σε μια νέα καταδρομική επιχείρηση στη Χαλκιδική προσάπτοντας στους συλληφθέντες αγωνιστές τις ίδιες περίπου κατηγορίες (για σύσταση συμμορίας και εγκληματικής οργάνωσης) με τους ναζί.
Ας πάμε όμως ένα βήμα παραπέρα. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που υπαγορεύει ότι απέναντι στο φασιστικό άκρο η αριστερά θα πρέπει να στρογγυλεύει τη ρητορική και την πολιτική της γιατί απευθύνεται σε νοικοκυραίους τους οποίους δεν θέλει να τρομάξει, είναι ουσιαστικά πανομοιότυπη με την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας στο μεσοπόλεμο, αλλά και των φιλελεύθερων κατά τις κοινωνικές επαναστάσεις στην Ευρώπη του 1848 και των συντηρητικών της Γαλλικής Επανάστασης. Η κοινή συνισταμένη είναι ότι οι ακρότητες και οι υπερβολές είναι που επιφέρουν τη σκλήρυνση της αντίδρασης. Για να μείνουμε στο πιο πρόσφατο και συναφές παράδειγμα, επαναλαμβάνεται η καταστροφική θέση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας: “ο φασισμός είναι η τιμωρία που η μεγαλοαστική τάξη επιβάλλει στο προλεταριάτο για την κομμουνιστική προπαγάνδα”. Η μετριοπάθεια λοιπόν προβάλλεται ως η λύση απέναντι στην εξαλλοσύνη του φασισμού.
Αυτή η λογική, δυστυχώς, εκτός από το συνήθη ύποπτο, διαπερνά και τους λιγότερο ή καθόλου ασυνήθεις: μεγάλα κομμάτια της επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με διαφορετικό προκάλυμμα και διαφορετικό σκοπό, τσαλαβουτάνε ομοίως στα ρηχά νερά της μετριοπάθειας και της υπευθυνότητας. Είναι συνήθης η άποψη ότι η ΧΑ έλαβε μεγάλη ώθηση από το γεγονός ότι η αριστερά αδιαφόρησε απέναντι στα πραγματικά προβλήματα του “ελληνικού λαού” και βασικά απέναντι στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όσοι ζουν στις “γκετοποιημένες” γειτονιές παρέα με πολλούς μετανάστες (προσοχή: αναφερόμαστε αποκλειστικά στα “προβλήματα” των Ελλήνων). Αποκορύφωμα αυτής της λογικής είναι η μνημειώδης αγωνία για τους εργαζόμενους που αναρωτιούνται “πόσους μετανάστες χωράει η χώρα”. Ομοίως, αναγνωρίζεται ως λάθος η μη επαρκής ανάδειξη του θέματος της υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Δυστυχώς, όχι μικρά κομμάτια της κατά συνθήκην μη ρεφορμιστικής αριστεράς υιοθετούν τη λογική ότι η χώρα είναι προτεκτοράτο της Γερμανίας ή αποικία της ΕΕ, ότι δέχεται παραβιάσεις του εναέριου χώρου από τον τουρκικό επεκτατισμό ή ότι κινδυνεύει από τον μεγαλοϊδεατισμό των Μακεδόνων και των Αλβανών. Θεωρείται ότι η μονοπώληση του πατριωτισμού -εντάξει, και η συνακόλουθη διαστρέβλωση- από τους μαυροφαλαγγίτες της ΧΑ είναι που τους δίνει τεράστια αβάντα. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: ο πατριωτισμός και η υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που βρίσκεται σε μια ενδιάμεση βαθμίδα καπιταλιστικής ανάπτυξης (θέση η οποία βέβαια διακυβεύεται με την κρίση και τα Μνημόνια) και που συμμετέχει πρόθυμα σε όλους τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς (ΝΑΤΟ, ΕΕ) δεν μπορεί παρά να είναι αλλότριος προς τα συμφέροντα των εργαζόμενων στη χώρα και αντικειμενικά εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης και της εθνικής της ενότητας.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη λυδία λίθο της αποδοχής ή όχι των ορίων που βάζει η εθνική αστική τάξη: τα σύνορα. Η πεισματική άρνηση της υιοθέτησης του συνθήματος των ανοιχτών συνόρων για την εργασία και όχι μόνο για το κεφάλαιο (που ισχύει τώρα και ίσχυε πρακτικά πάντα) γίνεται με την επιχειρηματολογία είτε ότι είναι ένα επικίνδυνο για την εθνική κυριαρχία αίτημα, είτε ότι είναι “απογειωμένο” και ανεύθυνο. Δεν αναφερόμαστε εδώ στις πιο σκανδαλιστικές απόψεις ότι η μετανάστευση είναι στην ουσία της ένα αντιδραστικό φαινόμενο, που ως συνέπεια έχει την πτώση των μισθών. Η λογική είναι ίδια: ο ρόλος της αριστεράς είναι να έχει “ρεαλιστικές” και “υπεύθυνες” προτάσεις, που να μην “τρομάζουν τον κόσμο”. Στην πραγματικότητα, όμως, δείχνει ανάγλυφα και τον εγκλωβισμό στη λογική ότι οι μετανάστες είναι στην ουσία “ένα εξωτερικό μέγεθος”, μπορεί -και πρέπει- να γίνουν σύμμαχοι των ντόπιων εργαζόμενων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι οργανικό τμήμα της εργατικής τάξης της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αντίθεση με τη δολοφονία Φύσσα, οι πολλές επιθέσεις σε μετανάστες, και οι δολοφονίες ακόμα, κινητοποιούσαν μέχρι τώρα τους συνήθεις υπόπτους. Η αδυναμία, λοιπόν, της αριστεράς να συγκρουστεί με την κυρίαρχη ιδεολογία του εθνικισμού και να αρθρώσει έναν πραγματικό διεθνιστικό εργατικό λόγο απέναντι στην κυρίαρχη ατζέντα, και όχι η “κοσμοπολίτική” εμμονή, μας έκανε ζημιά. Ο ρεφορμισμός φυσικά εδώ έχει τη μερίδα του λέοντος στην ευθύνη.
Η ιστορία, όμως,αποδεικνύει ότι σε τέτοιες περιόδους οικονομικής και πολιτικής κρίσης, η μετριοπάθεια δεν είναι αυτή που ελκύει τις εργαζόμενες μάζες και τα λαϊκά στρώματα. Ακόμα περισσότερο: όπως περιέγραψε ο ευστοχότερος αναλυτής του φασιστικού φαινομένου την εποχή που αυτό αναπτυσσόταν, ο Τρότσκι, οι μάζες αρχικά στρέφονται προς τα αριστερά και μετά κοιτάνε προς το φασισμό. Η εργατική τάξη και οι μικροαστοί, όταν όλα καταρρέουν, θα στοιχηματίσουν στο άλογο που θα κερδίσει. Συνεπώς, αν η επαναστατική αριστερά και το εργατικό κίνημα δεν δημιουργήσουν μια εναλλακτική και δεν προκαλέσουν σοβαρές ρήξεις με το σύστημα, κι έτσι χρεοκοπήσουν τελικά, είναι πιο “ρεαλιστικό” οι μάζες να γοητευθούν από τη δυναμική ρητορική του φασισμού. Είναι πιο ρεαλιστικό να στηρίζουν τους ναζί για να “τιμωρήσουν τον εκφυλισμένο κοινοβουλευτισμό”, παρά όσους προσπαθούν να περισώσουν τα συντρίμια του. Στο τελευταίο θέμα μας, είναι πιο πιθανό να στηρίξουν την πρόταση “έξω όλοι οι ξένοι”, παρά την πρόταση “να δούμε πόσοι χωράνε, να εφαρμόσουμε μια ρεαλιστική διαχειριστική λύση”.
Στο ίδιο μήκος κύματος, αν και με άλλη “θεωρητική” κάλυψη, βρίσκεται και η άρνηση της ανάγκης περιφρούρησης των αντιφασιστικών συγκεντώσεων/πορειών. Δυστυχώς, λίγους μήνες πριν τις εκλογές ακόμα, κυκλοφορούσαν άρθρα στον τύπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που έκαναν λόγο για την εικόνα των δύο άκρων, αναφερόμενα στις αντισυγκεντρώσεις βασικά των αντιεξουσιαστών ενάντια στη ΧΑ στην περιοχή του Αγ.Παντελεήμονα. Αλλά και μέχρι πρόσφατα, η ίδια λογική έφτανε να χαρακτηρίσει μια αντιφασιστική συγκέντρωση στα Πατήσια ως “αντιπαράθεση γαύρων με βάζελους”. Η άρνηση της αυτοάμυνας απέναντι στις φασιστικές προκλήσεις εμπίπτει σε μια προφανή λογική μετριοπάθειας. Κι εδώ να θυμηθούμε ότι εκτός από την ιστορική ήττα του κατ’εξοχήν εργατικού κινήματος, ήταν και η άρνηση του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος να υποστηρίξουν την ένοπλη σύγκρουση (με πρωτοπορία τους Arditi del Popolo) με τους φασίστες του Μουσσολίνι, που στις περιπτώσεις που πραγματικά έγινε κατέφερε συντριπτικά πλήγματα στους μελανοχίτωνες, και η αντίστοιχη άρνηση στη Γερμανία, που έστρωσαν το δρόμο στη μη αναπόφευκτη νίκη του φασισμού. Στην πραγματικότητα, βέβαια, εδώ το πρόβλημα βρίσκεται και στην ίδια την άρνηση της ανάγκης συγκρότησης ενωτικού αντιφασιστικού μετώπου, με πρόσχημα αόριστες επικλήσεις σε κάποιο αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο που δεν μπορεί να στενέψει στην αντιπαράθεση με την φασιστική συμμορία.
Έτσι, πλάι στη σοσιαλδημοκρατική, έχουμε και την σταλινική τριτοπεριοδίστικη πολιτική αμαρτία που βαραίνει την ελληνική αριστερά, βασικά το ΚΚΕ (το οποίο όμως απέχει συνεπώς από το αντιφασιστικό κίνημα, οπότε η κριτική απέναντι του σε ένα τέτοιο κείμενο δεν κρίνεται σκόπιμη), αλλά και άλλες προερχόμενες απ’αυτό και συμμεριζόμενες τις αναλυτικές του μεθόδους οργανώσεις. Για πολλά χρόνια, ήταν σταθερή η άρνηση αυτών των δυνάμεων να συμμετέχουν πχ σε αντιρατσιστικά φεστιβάλ, εξαιτίας του πολιτικού περιεχομένου τους (τώρα ότι το δικό τους πολιτικό περιεχόμενο για το θέμα ήταν κατώτερο από αυτό της πλειοψηφίας όσων συμμετείχαν στα φεστιβάλ είναι άλλο θέμα). Για τον ίδιο λόγο απέφευγαν κοινές δράσεις ενάντια στους φασίστες, όπως οι κινητοποιήσεις υποστήριξης στα δικαστήρια ανθρώπων που δέχτηκαν δολοφονικές επιθέσεις, αλλά και οι σποραδικές αντιφασιστικές συγκεντρώσεις που γίνονταν τα χρόνια πριν την άνοδο της ΧΑ, βασικά σε κάποιες εκδηλώσεις-ορόσημα. Στην πραγματικότητα, πίσω από τα μεγάλα λόγια καλυπτόταν η παντελής απουσίας δράσεων και πρωτοβουλιών. Ακόμα και σήμερα, αρνούνται να αναγνωρίσουν την αυτονομία του φασιστικού φαινομένου και επιμένουν ότι η πάλη ενάντια στο φασισμό είναι η πάλη ενάντια στα Μνημόνια, τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και την ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά πηγάζουν από ένα αριστερίστικο στα λόγια, ηττοπαθές στην πράξη λάθος ανάλυσης: ότι αφού ο φασισμός είναι μια πιθανή επιλογή της αστικής τάξης για την επιβολή της κυριαρχίας της στην κρίση (που είναι βέβαια σωστό), και αφού οι πολιτικές επιλογές των αστικών κομμάτων στρώνουν τον δρόμο στο φασισμό (και αυτό σωστό), περίπου όλα τα κόμματα στην κρίση είναι φασιστικά και όλες οι πολιτικές διαχείρισής της φασισμός. Αυτό, πέρα από τη θεωρητική σύγχυση που φανερώνει, εμπεριέχει και τον κίνδυνο να υποτιμηθεί ο πραγματικός κίνδυνος του φασισμού και τα ποσοτικά και ποιοτικά ανώτερα δεινά που επιφυλάσσει στην μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Μία τελευταία παρατήρηση: η πολιτική κριτική απέναντι στους φασίστες (εκτός φυσικά από το καθαρά ποινικό της σκέλος και το αντίστοιχο ιδεολογικό, τον ρατσισμό), πολλές φορές περιορίζεται κυρίως σε ένα δικό μας ένδοξο, αλλά ηττημένο σε τελική ανάλυση, παρελθόν. Είναι βέβαια σωστό και χρήσιμο να αναδεικνύεται ο ρόλος των ομοϊδεατών των χρυσαυγιτών, δηλαδή των γερμανών ναζί και των ανά τόπους συνεργατών τους, στα εγκλήματα που διαπράχτηκαν πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο αυτό, ειδικά όταν γίνεται από τη σκοπιά μιας εθνικής αφήγησης που θέλει τους ναζί απλώς προδότες του έθνους, δεν φτάνει και μάλλον δεν αποκαλύπτει τον πραγματικό ταξικό ρόλο του φασισμού. Αν και φασισμός χωρίς πολεμική βιομηχανία και πολεμικές περιπέτειες στο εξωτερικό μάλλον δεν μπορεί να υπάρξει, αυτό δεν είναι κάτι χειροπιαστό που πείθει αναγκαστικά τον εξαχρειωμένο μικροαστό. Είναι αλήθεια βέβαια ότι οι φασίστες ιστορικά δεν ήταν ποτέ κάτι διαφορετικό από τα πιστά σκυλιά των αφεντικών και των απανταχού ισχυρών, γεγονός που δεν συνεπάγεται κανένα ηθικό ή πολιτικό μεγαλείο, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Το να περιοριζόμαστε όμως στην επίκληση στην ηρωική εθνική αντίσταση δεν αρκεί, από τη στιγμή μάλιστα που οι ήρωές της κυνηγήθηκαν ανηλεώς, ενώ οι συνεργάτες ενσωματώθηκαν μαζικά στον μεταπολεμικό κρατικό μηχανισμό. Η ηθική ανωτερότητα και ευαισθησία της αριστεράς, που γίνεται παραδεκτή και από “σοβαρούς” αστούς πολιτικούς και τους τσανακογλύφτες τους (Κρανιδιώτης, Μπακογιάννη, Πρετεντέρης το έχουν κατά καιρούς αναφέρει), δεν δημιουργεί ταξικούς συσχετισμούς δύναμης, δεν αποτρέπει τον μικροαστό από το να γίνει εγκληματίας. Επομένως, πλάι στην καταγγελία ότι στηρίζοντας τη ΧΑ τα χέρια του είναι εξ ορισμού λερωμένα με αίμα, κολλάει και το ότι ο ίδιος δεν έχει καν να κερδίσει κάτι, αφού ο φασισμός ανεβαίνει στην εξουσία πατώντας πάνω στην μικροαστική κινητοποίηση, ταξικά όμως πραγματώνει τα συμφέροντα των μεγάλων καπιταλιστών, συντρίβοντας αυτούς που τον έφεραν εκεί.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.