[Εκχώρηση ανείσπρακτων μισθωμάτων στο Δημόσιο](παρατ. Α. Χριστοπούλου)
(Περίληψη) Απορρίπτεται
κατ’ ουσίαν η ανακοπή κατά ταμειακών βεβαιώσεων που εκδόθηκαν μετά από
εκχώρηση ανείσπρακτων μισθωμάτων στο Ελληνικό Δημόσιο. Απορρίφθηκε ως
κατ’ουσίαν αβάσιμος ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος να ακυρωθούν οι
επίδικες πράξεις για το λόγο ότι δεν όφειλε στους εκχωρητές εκμισθωτές
το ποσό των εκχωρηθέντων μισθωμάτων.
Διατάξεις: άρθρα 361, 455, 460-462, 471, 477 ΑΚ, 1 [παρ. 2], 2 ΚΕΔΕ [...] Από τον συνδυασμό των διατάξεων των
άρθρων 455, 460, 461, 462 και 477 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των
άρθρων 1 παρ. 2, και 2 ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) και 4 παρ. 7 του Ν 2238/1994
«Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» προκύπτει ότι ο υπόχρεος
έναντι του Δημοσίου προς καταβολή φόρου για εισόδημα που αποκτά από την
εκμίσθωση ακινήτου, όπως είναι και ο εκμισθωτής αυτού, σύμφωνα με το
άρθρο 20 του άνω Ν 2238/1994, μπορεί να εκχωρήσει προς το Δημόσιο τα μη
εισπραχθέντα από αυτόν μισθώματα, στην καταβολή των οποίων υποχρεούται ο
μισθωτής καθώς και ο εις ολόκληρο με αυτόν ενεχόμενος τρίτος, ο οποίος
με σύμβαση με τον δανειστή εκμισθωτή αποδέχθηκε σωρευτικώς την καταβολή
αυτών, με σχετική δήλωσή του που υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη
φορολογία του προϊστάμενο της ΔΟΥ, παραδίδοντας συγχρόνως σ’ αυτόν τα
αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαίτησης έγγραφα. Από της δηλώσεως αυτής
του ...
εκχωρητή, με τη βεβαίωση αυτού ότι δεν κατέχει άλλα αποδεικτικά της
εκχωρούμενης απαίτησης έγγραφα, το Δημόσιο ως εκδοχέας της εκχωρούμενης
απαίτησης υποκαθίσταται ως προς την εκχωρούμενη απαίτηση στα δικαιώματα
του εκχωρητή, ως ειδικός διάδοχος αυτού, μη απαιτουμένης, κατά την
ειδικώς ρυθμίζουσα την εκχώρηση αυτή διάταξη του άνω άρθρου 4 παρ. 7 του
Ν 2238/1994, αναγγελίας της εκχωρήσεως προς τον εκχωρούμενο οφειλέτη, η
δε εκχωρούμενη απαίτηση αποτελεί δημόσιο έσοδο που εισπράττεται από τον
εκχωρούμενο οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Στον
εκχωρούμενο οφειλέτη, εναντίον του οποίου επισπεύδεται διοικητική
εκτέλεση προς είσπραξη της άνω ιδιωτικής φύσεως εκχωρηθείσας απαίτησης,
παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά τα άρθρα 73 επ. του ΚΕΔΕ, η
οποία δικάζεται από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα
583-585 ΚΠολΔ. Με την ανακοπή αυτή επιτρέπεται η προβολή κάθε
αντίρρησης, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κατά του νομίμου τίτλου
και της απαίτησης, στην απόδειξη της οποίας υποχρεούται το καθ’ ού η
ανακοπή Δημόσιο (ΑΠ 1245/2010 ΧρΙΔ 2011,513).
Εν προκειμένω με την υπό κρίση ανακοπή, η
οποία εκτιμάται ότι στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, όπως
εκπροσωπείται από τον κ. Προϊστάμενο της ΔΟΥ Κηφισιάς Αττικής και τον
Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ο ανακόπτων επιδιώκει κατ’ ορθή
εκτίμηση του δικογράφου αυτής, την ακύρωση των περιλαμβανομένων στην υπ’
αριθμ. 5160/31.10.2012 πράξη καθορισμού χρεών του κ. Προϊσταμένου της
ΔΟΥ Κηφισίας, υπ’ αριθμ. 6202/30.10.2012 και 6201/30.10.2012 ταμειακών
βεβαιώσεων (ΣτΕ 1566/2012 ΝΟΜΟΣ) του ιδίου Προϊσταμένου, βάσει των
οποίων επισπεύδεται σε βάρος αυτού με την ιδιότητα του συμμισθωτού ενός
ισογείου καταστήματος, κειμένου στο Χολαργό Αττικής, επί της οδού 17ης
Νοεμβρίου αρ. 13, επιφανείας 174 τ.μ., διοικητική εκτέλεση από την ΔΟΥ
Κηφισιάς, για χρέος του ιδίου προς το καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό
Δημόσιο, ποσού 6.449,99 ευρώ, που προήρθε από την εκχώρηση των
απαιτήσεων εκ μέρους των εκμισθωτών Ν. Τ. και Ευ. συζ. Ν. Τ., από
μισθώματα εις βάρος του ανακόπτοντος ως συμμισθωτού του ανωτέρω
καταστήματος, του οποίου οι ανωτέρω εκμισθωτές ήταν επικαρπωτές κατά
ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, για τους λόγους που διαλαμβάνονται
στην ανακοπή. Επιπλέον ζητεί την καταδίκη του καθ’ου η ανακοπή στη
δικαστική του δαπάνη.
Η ανακοπή, που αφορά δίκη σχετική με την
είσπραξη δημοσίων εσόδων (ΝΔ 356/1974 ΚΕΔΕ), αρμοδίως φέρεται για να
δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό κατά τη διαδικασία των άρθρων 643 και
591 παρ. 1α’ ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 3 του
ΚΠολΔ [όπως αυτό ισχύει μετά την εισαγωγή του με το άρθρο 19 παρ. 4 του Ν 4055/2012 ΦΕΚ
Α’ 51/12.03.2012, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο του υπ’ αρ. 110, τέθηκε
σε ισχύ την 02.04.2012 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθότι η
κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε, δεδομένης της κατάθεσης αυτής στη Γραμματεία
του Δικαστηρίου τούτου, την 27.11.2012] και υπάγεται στην υλική και
τοπική αρμοδιότητα του παρόντος δικαστηρίου (με το αρθρ. 73 παρ.1 του
ΚΕΔΕ και άρθρα 14 παρ. 1 β και 583-585 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι
υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της
ένδικης υπόθεσης, επειδή η υποκείμενη σχέση, ήτοι η σύμβαση μισθώσεως
από την οποία απορρέουν οι αξιώσεις του Δημοσίου και αποτελεί το θεμέλιο
της εκτελέσεως, είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 23/1999 Δνη
40,1697, ΟλΑΠ 5/1995 Δνη 36,589, ΑΠ 473/2000 ΕΕΝ 2001,708, ΕφΛαρ
384/2003 ΝΟΜΟΣ), ασκήθηκε και εμπροθέσμως και παραδεκτώς (άρθρο 85 του
ΚΕΔΕ), δεδομένου ότι εν προκειμένω ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ Κηφισιάς
Αττικής, φέρεται ως εκπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ συγχρόνως
έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με την επίδοση αντιγράφου του
δικογράφου αυτής στον ανωτέρω Προϊστάμενο της ΔΟΥ Κηφισιάς (βλ. την υπ’
αριθμ. 511/10.12.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του
Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Α.) και στον Υπουργό Οικονομικών (βλ. την υπ’
αριθμ. 7095/10.12.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του
Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Λ.), απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών
του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, πρέπει η ανακοπή να γίνει
τυπικά δεκτή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, και να ερευνηθεί
περαιτέρω η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων
361, 455 επ και 471 του ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο
29 του Ν 813/1978 (άρθρ. 44 ΠΔ 34/1995), και στις εμπορικές μισθώσεις,
συνάγεται ότι η μεταβίβαση ολόκληρης της μισθωτικής σχέσης από το
μισθωτή προς τρίτο, εκτός των προβλεπομένων στο άρθρο 6 παρ. 3 και 4 Ν
813/1978 (άρθρ. 12 ΠΔ 34/1995) περιπτώσεων, γίνεται μόνο με το συνδυασμό
εκχώρησης και αναδοχής χρέους κατόπιν συναινέσεως του εκμισθωτή. Με την
εκχώρηση μεταβιβάζεται η σχέση με την ενεργητική της μορφή και με την
αναδοχή χρέους με την παθητική της μορφή. Μόνη η σύμβαση μεταξύ μισθωτή
και τρίτου για μεταβίβαση προς τον δεύτερο της μισθωτικής σχέσης άνευ
συναινέσεως του εκμισθωτή δεν καθιστά τον τρίτο μισθωτή στη σχέση αυτή
και ως εκ τούτου ο τελευταίος δεν αποκτά κανένα δικαίωμα από τη μίσθωση
έναντι του εκμισθωτή (ΑΠ 734/1998 ΝΟΜΟΣ).
Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ο
ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ανακοπτόμενες οι υπ’ αριθμ. 6202/30.10.2012
και 6201/30.10.2012 ταμειακές βεβαιώσεις του προϊσταμένου της ΔΟΥ
Κηφισιάς πρέπει να ακυρωθούν, καθόσον ο ίδιος δεν νομιμοποιείται
παθητικά στην καταβολή των μισθωμάτων στο καθ’ ου, αλλά μόνο η ομόρρυθμη
εταιρεία με την επωνυμία «Π. Μ. – Ι. Π. – Ε. Α. ΟΕ» διότι, βάσει του
υπ’ αριθμ. 3 παρ. 2 όρου του από 14.06.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού
μισθώσεως μεταξύ των εκμισθωτών Ν. Τ. και Ευαγγελίας συζ. Ν. Τ. και των
συμμισθωτών Π. Μ., Ι. Π. (ανακόπτοντος) και Ε. Α. συμφωνήθηκε ρητά η
μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στην ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία, που
πραγματοποιήθηκε την 20.07.2006 και ως εκ τούτου, έκτοτε αποκλειστικά
υπόχρεη για την καταβολή των μισθωμάτων ήταν μόνο η τελευταία και όχι ο
ίδιος ατομικά. Ο υπό κρίση λόγος είναι νόμιμος στηριζόμενος στις
διατάξεις των άρθρων 361, 455 και 471 ΑΚ, 29 Ν 813/1978 και πρέπει να
ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής
του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά στην
καταβολή του ποσού 6.449,99 ευρώ που αφορά ληξιπρόθεσμα μισθώματα από
01.01.2011-31.10.2011 προς το καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, ούτε
ως ομόρρυθμο μέλος της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Π. Μ. – Ι.
Π. – Ε. Α. ΟΕ» διότι, δυνάμει του από 02.11.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού
τροποποιήσεως της συστάσεως της ανωτέρω ομορρύθμου εταιρείας ο ανακόπτων
έπαψε ήδη από το έτος 2009 να αποτελεί ομόρρυθμο μέλος αυτής
μεταβιβάζοντας λόγω πώλησης το εταιρικό του μερίδιο στους Μάρκο και
Νικόλαο Ρωμανίδη και συνεπώς, δεν ευθύνεται για τα χρέη που γεννήθηκαν
μετά την έξοδό του από την ανωτέρω εταιρεία. Ο υπό κρίση λόγος είναι
νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 68 ΚΠολΔ, 22, 42-44, 46
ΕμπΝ, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία του.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του
μάρτυρα του ανακόπτοντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου
τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά
δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, καθώς και από τα
επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, ορισμένα εκ των οποίων
(εγγράφων) μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται
κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, άλλα εκ των
οποίων (εγγράφων) λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Με το από 14.06.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής
μίσθωσης οι Ν. Τ. και Ευ. συζ. Ν. Τ. εκμίσθωσαν στους Π. Μ., Ι. Π.
(ανακόπτων) και Ε. Α. ένα κατάστημα με πατάρι, που βρίσκεται στο ισόγειο
πολυκατοικίας κείμενης στο Χολαργό Αττικής, επί της οδού …, αριθμ. …,
επιφανείας 174 τ.μ. του καταστήματος και 85 τ.μ. του παταριού, του
οποίου οι εκμισθωτές φέρονται ως συνεπικαρπωτές κατά ποσοστό 50% εξ
αδιαιρέτου έκαστος, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τους συμμισθωτές
ως κατάστημα παροχής υπηρεσιών internet.
Η διάρκεια της παραπάνω μίσθωσης ορίστηκε εξαετής και συγκεκριμένα για
το διάστημα από 15.06.2006 έως 14.06.2012 (όρος 1ος) και το μηνιαίο
μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 2.000 ευρώ για το πρώτο έτος της
μίσθωσης, προσαυξανόμενο σε ποσοστό 6% κατ’ έτος επί του καταβαλλόμενου
μηνιαίου μισθώματος του προηγούμενου έτους, αναπροσαρμοζόμενο μετά την
τυχόν εξακολούθηση της μίσθωσης πέραν της εξαετίας κατά τα ειδικότερα
οριζόμενα στο ιδιωτικό συμφωνητικό (όρος 2ος). Επίσης, συμφωνήθηκε ότι
το μίσθωμα θα καταβάλλεται σε δήλη ημέρα και συγκεκριμένα την 15η ημέρα
κάθε μήνα. Εξάλλου, με το ανωτέρω συμφωνητικό δεν εισήχθη συγκεκριμένη
πρόβλεψη σχετικά με το ποσοστό συμμετοχής έκαστου μισθωτή στο
καταβαλλόμενο μίσθωμα και έτσι, κατ’ εφαρμογή του κανόνα της διάταξης
του άρθρου 480 ΑΚ, κάθε οφειλέτης – μισθωτής είχε υποχρέωση να καταβάλει
και κάθε δανειστής – εκμισθωτής να λάβει ίσο μέρος. Με τον 3ο όρο του
μισθωτηρίου, συμφωνήθηκαν επί λέξει τα εξής: «Το μίσθιο θα
χρησιμοποιηθεί για χρήση η οποία ρητώς επιτρέπεται και ρητώς δεν
απαγορεύεται από τον κανονισμό των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας στην
οποία ανήκει το ακίνητο, όχι όμως για την εμπορία ή αποθήκευση εύφλεκτων
υλών. Η ολική η μερική υπεκμίσθωση ή, ή για οποιαδήποτε αιτία
παραχώρησης της χρήσης, καθώς και η αλλαγή της χρήσης του μισθίου,
απαγορεύεται, επιτρεπόμενης όμως της σύστασης οποιοσδήποτε μορφής
εταιρείας, υποχρεουμένων των μισθωτών να εγχειρίσουν στους εκμισθωτές
αντίγραφο του καταστατικού». Οι ανωτέρω συμμισθωτές κάνοντας χρήση του
άνω όρου του μισθωτηρίου, συνέστησαν μεταξύ τους την 05.06.2006 την
ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «Π. Μ. – Ι. Π. – Ε. Α. ΟΕ», της
οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι είναι οι ίδιοι, η οποία έκανε έκτοτε χρήση του
μισθίου, χρησιμοποιώντας αυτό ως κατάστημα παροχής υπηρεσιών internet
και η οποία, δια των νομίμων εκπροσώπων της, που ήσαν οι συμμισθωτές,
αποδέχθηκε τον όρο του μισθωτηρίου συμφωνητικού, ότι η υπ’ αυτών
συσταθείσα εταιρεία θα έχει τη χρήση του μισθίου. Μάλιστα, οι
συμμισθωτές και νόμιμοι εκπρόσωποί της εγχείρισαν το καταστατικό της
εταιρείας αυτής στους εκμισθωτές, όπως όριζε το ανωτέρω άρθρο του
μισθωτηρίου. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι κατά το έτος 2011 οι συμμισθωτές
και ο ανακόπτων δεν κατέβαλαν στους στους εκμισθωτές τα οφειλόμενα
μισθώματα και συγκεκριμένα για την περίοδο από 01.01.2011 έως 31.10.2011
δεν κατέβαλαν στον εκμισθωτή Ν. Τ. το συνολικό ποσό των 26.050 ευρώ
(12650 + 13400) και ειδικότερα ο ανακόπτων το ποσό των 4.341,66 ευρώ
(26.050 ευρώ : 3 : 2) και στην εκμισθώτρια Ευ. συζ. Ν. Τ. για την
περίοδο από 01.01.2011 έως 31.05.2011 οι συμμισθωτές δεν κατέβαλαν το
ποσό των 12.650 ευρώ και ειδικότερα ο ανακόπτων το ποσό των 2.108,33
ευρώ (12650 ευρώ : 3 : 2) και ως εκ τούτου, οι ανωτέρω εκμισθωτές
προκειμένου να απαλλαγούν από τη φορολογική τους υποχρέωση για τα μη
εισπραχθέντα από αυτούς ως άνω μισθώματα, με σχετικές τους δηλώσεις τους
(υπ’ αριθμ. πρωτ. 10605/19.06.2012 και με α/α 145/2012 και
10645/19.06.2012 Δηλώσεις Εκχώρησης προς τη ΔΟΥ Ν. Φιλαδέλφειας και ήδη
ΔΟΥ Ν. Ιωνίας του Ν. Τ. και υπ’ αριθ. πρωτ. 10652/19.06.2012 και με α/α
148/2012 Δήλωση Εκχώρησης τη Ευ. Τ. προς τη ΔΟΥ Ν. Φιλαδέλφειας και ήδη
ΔΟΥ Ν. Ιωνίας) σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 7 του Ν 2238/1994, εκχώρησαν
την αναλογούσα σε καθέναν απαίτηση επί των μισθωμάτων εις βάρος του
ανακόπτοντος στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο δια του αρμοδίου
προϊσταμένου του Δημοσίου Ταμείου της ΔΟΥ Κηφισίας βεβαίωσε με τις
ανακοπτόμενες υπ’ αριθμ. 6202/30.10.2012 και 6201/30.10.2012 πράξεις του
το συνολικό ποσό των 6.449,99 ευρώ ως δημόσιο έσοδο εις βάρος του
ανακόπτοντος ως οφειλέτη και απέστειλε προς αυτόν τις ανακοπτόμενες
ατομικές ειδοποιήσεις για την πληρωμή του βεβαιωθέντος ποσού. Ο
ανακόπτων με τους προαναφερόμενους λόγους ζητεί την ακύρωση των άνω
πράξεων για το λόγο δεν όφειλε στους εκχωρητές εκμισθωτές το ποσό των
εκχωρηθέντων μισθωμάτων, διότι η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία δυνάμει του
άρθρου 3 παρ. 2 του ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως ήταν πλέον η
μισθώτρια και μόνη υπόχρεη και διότι την 02.11.2009 εξήλθε από την
εταιρεία αυτή μεταβιβάζοντας λόγω πώλησης το εταιρικό του μερίδιο στους
Μ. και Ν. Ρ. και συνεπώς, δεν ευθύνεται ως ομόρρυθμο μέλος αυτής για τα
χρέη που γεννήθηκαν μετά την αποχώρησή του το έτος 2011.
Ο ισχυρισμός αυτός του ανακόπτοντος που
αφορά τη μεταβίβαση ολόκληρης της μισθωτικής σχέσεως από τους
συμμισθωτές και τον ίδιο προς την ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία την
επωνυμία «Π. Μ. – Ι. Π. – Ε. Α. ΟΕ», πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία
αβάσιμος διότι, η μεταβίβαση αυτή γίνεται μόνο με το συνδυασμό
εκχωρήσεως και αναδοχής χρέους, κατόπιν συναινέσεως των εκμισθωτών, η
οποία δεν αποδείχτηκε ότι υπήρξε, ώστε να υπεισέλθει η ανωτέρω ομόρρυθμη
εταιρεία στη μισθωτική σχέση. Το γεγονός δε και μόνο ότι η ανωτέρω
ομόρρυθμη εταιρεία κατέβαλε απευθείας στους εκμισθωτές το μίσθωμα και
τις συμφωνηθείσες αναπροσαρμογές, δεν υποδηλώνει άνευ ετέρου συναίνεση
των τελευταίων στη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως. Μάλιστα, κατά το
άρθρο 3 παρ. 2 του από 14.06.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως
επιτρεπτή ήταν μόνο η μεταβίβαση του δικαιώματος της παραχώρησης χρήσης
του μισθίου στην εταιρεία που επρόκειτο να συστήσουν οι συμμισθωτές,
υποχρεουμένων αυτών να εγχειρίσουν στους εκμισθωτές αντίγραφο του
καταστατικού αυτής, η οποία (παραχώρηση χρήσης) δεν επιφέρει
υποκειμενικώς αλλοίωση της μισθωτικής σχέσεως. Κατά συνέπεια, μη
υφιστάμενης της μεταβιβάσεως της μισθωτικής σχέσεως στην ομόρρυθμη
εταιρεία ο ανακόπτων εξακολουθεί να οφείλει ως συμμισθωτής τα ανωτέρω
εκχωρηθέντα μισθώματα στο καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο, απορριπτομένων ως
ουσία αβασίμων του πρώτου και του δευτέρου λόγου ανακοπής. Κατ’
ακολουθία των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής προς εξέταση, η
ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά
έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος
ανακόπτοντος (άρθρο 176 ΚΠολΔ). [...]
Παρατηρήσεις
Η δημοσιευόμενη απόφαση έκρινε επί ανακοπής
κατά ταμειακής βεβαίωσης που εκδόθηκε μετά από εκχώρηση ανείσπρακτων
μισθωμάτων στο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, η διάταξη της παρ. 7 του
άρθρου 4 του Ν 2238/1994 «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» (ΦΕΚ
Α’ 151/16.9.1994) ορίζει ότι: «Εισοδήματα από την εκμίσθωση ακινήτων
και από τόκους δανείων που θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί κατά τις
διατάξεις του παρόντος και τα οποία αποδεδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί
από το δικαιούχο, επιτρέπεται να μη συνυπολογίζονται στο συνολικό καθαρό
εισόδημά του, εφόσον εκχωρηθούν στο Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα. Η
εκχώρηση γίνεται με απλή έγγραφη δήλωση του υπόχρεου σε φόρο, η οποία
υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας μέσα στο οικονομικό έτος στο οποίο τα εισοδήματα
αυτά υπόκεινται σε φόρο. Μαζί με τη δήλωση αυτή παραδίδονται στον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τα αποδεικτικά έγγραφα
της εκχωρούμενης απαίτησης και με την ίδια δήλωση ο εκχωρών βεβαιώνει
ότι δεν κατέχει κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το Δημόσιο
υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή …».
Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι ο
εκχωρητής εισοδήματος εξ οικοδομών με τη δήλωση εκχώρησης που προβλέπει ο
νόμος, εκχωρεί στο Δημόσιο το δικαίωμα είσπραξης των μισθωμάτων αυτών.
Από τη δήλωση αυτή του εκχωρητή, με τη βεβαίωσή του ότι δεν κατέχει άλλα
αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαίτησης έγγραφα, το Δημόσιο, ως
εκδοχέας, υποκαθίσταται ως προς την εκχωρούμενη απαίτηση στα δικαιώματα
του εκχωρητή, ως ειδικός διάδοχος αυτού, η, δε, εκχωρούμενη απαίτηση
αποτελεί δημόσιο έσοδο που εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του
ΚΕΔΕ. [...]
Αθηνά Δ. Χριστοπούλου,Δικαστική Πληρεξούσια ΝΣΚ, ΜΔΕ Πολιτικής Δικονομίας
Πηγή: ΕφΑΔ 3/3014, 267
Εάν είστε συνδρομητής, για να δείτε το πλήρες κείμενο, υποσημειώσεις, παραπομπές σε νομολογία και άλλα, παρακαλώ συνδεθείτε στην βάση μας nbonline.gr πατώντας εδώ. Εάν δεν είστε συνδρομητής μας μπορείτε να εγγραφείτε στην βάση μας για να δείτε το πλήρες κείμενο.
ΜΠρΑθ 7140/2013
=========================="O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.