Πριν όμως μπούμε σε διαδικασία έρευνας καλό θα ήταν μια ματιά πρώτα στο παρακάτω link
http://www.nhs.uk/Conditions/Schizophrenia/Pages/Symptoms.aspx
Επειδή όμως καλό θα ήταν ν’ αναγνωρίζουμε τις αιτίες που δημιουργούν το πρόβλημα:
http://psychcentral.com/ask-the-therapist/2005/11/02/is-schizophrenia-genetic/
http://www.patientlinx.com/schizophrenia/developed.cfm
http://www.nhs.uk/Conditions/Schizophrenia/Pages/Symptoms.aspx
Επειδή όμως καλό θα ήταν ν’ αναγνωρίζουμε τις αιτίες που δημιουργούν το πρόβλημα:
http://psychcentral.com/ask-the-therapist/2005/11/02/is-schizophrenia-genetic/
http://www.patientlinx.com/schizophrenia/developed.cfm
Από τη στιγμή που η (οικονομική) κρίση στην Ελλάδα έγινε αντικείμενο ευρείας συζήτησης στα πρωτοσέλιδα των Νεοφιλελεύθερων Ευρωπαϊκών εφημερίδων και κυρίαρχο θέμα στα δελτία ειδήσεων των διεθνών ΜΜΕ, διαφόρων ειδών ιστορίες εμφανίστηκαν σχετικά με το πως «η χώρα αυτή αγκομαχά εξαιτίας ενός υπερδιογκωμένου δημοσίου», πως «η εργάσιμη εβδομάδα είναι πολύ μικρή», και «οι πολίτες της χώρας αυτής συνταξιοδοτούνται πρόωρα, εργάζονται λίγο και έχουν ως εθνικό τους σπορ να μην πληρώνουν τους φόρους τους» (χαρακτηριστική είναι η δήλωση της Λαγκάρντ μόλις λίγο πριν τις εκλογές: «Πληρώστε τους φόρους σας για να ανακάμψει η χώρα»). Παρόμοιες εξοργιστικές και ρατσιστικές δηλώσεις βλέπουμε επίσης και στα δημοσιεύματα του Κίτρινου Τύπου (κυρίως των φυλλάδων της Γερμανικής Bild και της Βρετανικής Daily Mail) όπου γίνεται λόγος για «τους τεμπέληδες Έλληνες που συνεχώς απεργούν χωρίς κανένα λόγο και περιμένουν από τους σκληρά εργαζόμενους Ευρωπαίους να χρηματοδοτήσουν το δικό τους lifestyle». (Δείτε επίσης το άρθρο του Marxist.com The myth of the “lazy Greek workers”)
Όσοι, όμως, νομίζουν ότι η Γερμανία αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση, είτε πως τα παραπάνω έχουν να κάνουν με περιθωριακού τύπου λαϊκιστικές αντιδράσεις που δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά και όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, βρίσκεται μάλλον εκτός πραγματικότητας. Ακόμα και η «αριστερή» Γαλλική Liberation (που άλλοτε έγραφε ύμνους υπέρ της Ελλάδας) έφτασε στο σημείο να δημοσιεύσει άρθρα με τίτλο:
«Οι Έλληνες το παίζουν θύματα, είναι αχάριστοι»: «οι Έλληνες αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την άθλια κατάσταση της χώρας τους» λέει το άρθρο, και στη συνέχεια καταλήγει ως εξής:
«Η Ελλάδα έχει τάση να το παίζει θύμα και ζητάει συνεχώς χάρες με το επιχείρημα ότι αποτελεί το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Απεναντίας, μετριοπαθέστερες, έως και θετικές, είναι οι δημοσιεύσεις τους για την Ισπανία, την Πορτογαλία, (λιγότερο) για την Ιταλία και πολύ περισσότερο για την Ιρλανδία για την οποία μάλιστα, οι Γερμανικές εφημερίδες της Δεξιάς στην αρχή έγραφαν πως πρόκειται για μια χώρα αναξιοπαθούντων που βασανίζονται άδικα από την ανεργία και την οικονομική κρίση ενώ μερικούς μήνες αργότερα την παρουσίασαν ως παράδειγμα προς μίμηση (δεδομένου μιας πλασματικής ανάκαμψης) σε αντίθεση με την Ελλάδα που αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή, καθώς οι «τεμπέληδες Έλληνες το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να πίνουν ούζο και να ξαπλώνουν στις παραλίες».
Όλα αυτά, τη στιγμή που το κατά κεφαλή χρέος της Ιρλανδίας είναι τριπλάσιο από το Ελληνικό (όπως και το αντίστοιχο της Ιταλίας και της Ισπανίας).
Δεν χρειάζεται και πολύ κόπο για να καταλάβει κανείς για ποιό λόγο έχει χυθεί τόσο έντονο ρατσιστικό δηλητήριο για αυτήν την χώρα που πριν από τρία χρόνια υπήρξε το επίκεντρο του πρώτου μαζικού ξεσηκωμού στην μετά-καναλωτική εποχή της κρίσης (βλ. Δεκέμβρης του 2008), ένας ξεσηκωμός που λίγο έλειψε να μεταδοθεί και σε πολλές χώρες της Δύσης), εν αντιθέσει με την παθητική στάση των Ιρλανδών οι οποίοι πειθάρχησαν στις εντολές της Ε.Ε και του ΔΝΤ δίχως ιδιαίτερες διαφωνίες.
Οι διαμαρτυρίες και η πολιτική ανυπακοή δεν συμβαδίζουν πάντα με το προτεσταντικό φαντασιακό (την πεμπτουσία της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού) το οποίο, κατά τον κοινωνιολόγο Max Weber, θέτει ως κεντρικό πυρήνα κάθε ανθρώπινης επιδίωξης τον εξορθολογισμό, την εργασία και την επιχειρηματικότητα. Ιδιαίτερα για τους Καλβινιστές η άρνηση της εργασίας ακόμη και κάτω από χαμηλές απολαβές αποτελεί παράπτωμα και δείγμα έλλειψης χάριτος.
Η σκληρή εργασία (για τους ίδιους) πάντα ανταμείβεται δεδομένου ότι «αποτελεί θεϊκή εντολή». Αυτά τα ήθη έχοντας αρχικά εκκοσμικευτεί και ριζώσει στην καθημερινότητα των ανθρώπων των χωρών του βορρά, καλλιεργούν και τρέφουν τον ανάλογο κοινωνικο-κεντρισμό, και ταυτόχρονα την λογική του ποβερισμού.
Με βάση την λογική αυτή, κανείς δεν θα πρέπει να ζει παραπάνω από τις δυνατότητές του.
Αυτή η έκφραση δεν αφορά την ολιγάρκεια, την ορθολογική κατανάλωση, αλλά στην πιο χυδαία μορφή δικαιολόγηση της ένδειας, δηλαδή της έλλειψης βασικών πόρων διαβίωσης ως αποτέλεσμα ανθρώπινων προσπαθειών και όχι κοινωνικών, πολιτικών ή οικονομικών συνθηκών. Δηλαδή, μόνο αυτοί που θεωρούνται άξιοι και ικανοί θα μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς, οι υπόλοιποι είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συνθήκες φτώχειας μέχρι να πάψουν να είναι «τεμπέληδες».
Έτσι, κάθε οικονομική αποτυχία αντανακλά κάποιου είδους οκνηρία (ή στις πιο ακραίες περιπτώσεις, η αποτυχία οφείλεται και σε βιολογικούς/γενετικούς παράγοντες, όπως πχ χαμηλό δείκτη ευφυίας): όπως άλλωστε και οι νεοφιλελεύθεροι ιεροκήρυκες ισχυρίζονται, «μόνο οι τεμπέληδες είναι αυτοί που υποφέρουν καθώς το αόρατο χέρι της αγοράς φροντίζει ν’ ανταμείβει τους σκληρά εργαζόμενους».
Αυτή η θρησκευτικού τύπου αντίληψη πως «η σκληρή δουλειά πάντα οδηγεί στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων», παγιώθηκε στις Η.Π.Α την δεκαετία του 50 και 60, πάνω στην οποία χτίστηκε η υπόσχεση του Αμερικάνικου Ονείρου. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί παράδοξο όταν οι πολιτικές επιλογές λιτότητας που αποβλέπουν αύξηση των ωρών εργασίας με ταυτόχρονη μείωση των μισθών στις χώρες του Νότου (όπου το Καλβινιστικό φαντασιακό ουδέποτε υπήρξε βασική θεσμίζουσα κοινωνική συνιστώσα) απορρίπτονται από μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, ενώ για τους κατοίκους βόρειων χωρών η καταδίκη τους αποτελεί πράξη προς αποφυγή και η κοινωνική ανυπακοή δείγμα μή συμμόρφωσης με την κοινωνική πραγματικότητα, η οποία (με βάση το σκεπτικό του προτεσταντισμού) ανταμείβει πάντα αυτούς που προσπαθούν!
Ας δούμε, έπειτα, και η στάση του τύπου απέναντι στην «Ισπανική κρίση»: στη συγκεκριμένη χώρα τον τελευταίο χρόνο έχουν αρχίσει ν’ αναπτύσσονται δυναμικά και οριζόντια κινήματα τα οποία μπορεί να μην συγκρίνονται με αυτά που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, αλλά κάνουν αισθητή την ύπαρξή τους στην πολιτική ζωή του τόπου (με αποκορύφωμα τις συγκρούσεις ανθρακωρύχων και αστυνομίας στην περιοχή Αστούριας) ξεπερνώντας τον γραφικό πασιφισμό των Indignados. Γιατί, όμως, δεν βλέπουμε τα διεθνή ΜΜΕ να επιτίθεται τόσο ωμά εναντίον των Ισπανών δεδομένου ότι και οι ίδιοι (λόγω ιστορικο-πολιτικών συγκυριών) ελάχιστα έχουν επηρεαστεί από τα Καλβινιστικά ήθη;
Ούτε, φυσικά, οι ευρωκράτες επεμβαίνουν απροκάλυπτα και ανοιχτά στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας; Εδώ έχουμε και μια άλλη έκφανση του ίδιου του προβλήματος:
ο νεοελληνικός τρόπος ζωής φανερά ενσωματώνει πολλά μή Δυτικά στοιχεία, σε αντίθεση με την Ισπανία η οποία θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι του Δυτικού πολιτισμικού μπλοκ. (Είναι άλλωστε αλήθεια ότι η ελληνική κοινωνία προσπάθησε να ξεγελάσει τον εαυτό της, καταφέρνοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα να κρύψει τον πραγματικό της οριενταλιστικό της εαυτό, ζώντας μέσα στην εισαγόμενη καταναλωτική φρενίτιδα και θεωρώντας τον εαυτό της κομμάτι της Δύσης (με την οποία ουδέποτε κατάφερε – καλώς ή κακώς – να ενσωματωθεί). Τί καταλαβαίνουμε, λοιπόν, εδώ;
Ότι ο διασυρμός της Ελλάδας στην ουσία αντανακλά πολιτισμικές διαφορές και συγκρούσεις, έναν ύπουλο κοινωνικο-κεντρισμό που καλλιεργεί τον ρατσισμό των Βορειοευρωπαίων ενάντια σε οτιδήποτε διαφορετικό, στοιχεία που υποβόσκουν της όλης κατάστασης.
Οι συγκρούσεις αυτές, φυσικά, όσο η ευημερία και οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης κυριαρχούσαν, φάνταζε παρωχημένη και ξεπερασμένη. Ήταν όμως αρκετό το ξέσπασμα της κρίσης για να την φέρει και πάλι στην επιφάνεια.
Ποιά θα πρέπει να είναι η στάση μας, ωστόσο, μπροστά σε αυτήν την ολική αποσύνθεση των αξιών του ανθρωπισμού; Τη στιγμή που μεγάλο κομμάτι του Ελληνικού πληθυσμού παραμένει πολιτικά ανενεργό, περιμένοντας να έρθει η στιγμή που θα περάσει η μπόρα, όπου όλοι θα ξαναγυρίσουν πίσω στις προμνημονιακές «δόξες», ήρθε ο καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι τα χρόνια της ψεύτικης ευημερίας και του Ευρωπαϊκού ονείρου, στο οποίο οι περισσότεροι πιστέψαμε ελπίζοντας ότι θα μπορούμε να ζούμε πλουσιοπάροχα, αποτελούν πλέον παρελθόν.
Οι μέρες του καταναλωτισμού έχουν παρέλθει, όπως και η εποχή που ο μύθος της φιλελεύθερης Δύσης και των καπιταλιστικών παραδείσων (που στο φαντασιακό του μέσου Έλληνα παρέχουν τα πάντα ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια απατηλή βιτρίνα κοινωνιών που παραπαίουν).
Έτσι, λοιπόν, βλέποντας τις Δυτικές κοινωνίες αργά και σταθερά εισέρχονται στην εποχή του ποβερισμού, την απόλυτη δηλαδή εξύψωση του πιο ακραίου εξελικτισμού και του πιο ξεδιάντροπου συμβιβασμού με την εξαθλίωση (που στα επίσημα δίκτυα ενημέρωσης προωθείται ως η ρεαλιστική λύση) στο σημείο αυτό ας αναρωτηθούμε το εξής:
Κατά πόσο η σημερινή εικόνα της «πολιτισμένης» Δύσης και της εμμονής με τις φιλοευρωπαϊκές πολιτικές αποτελεί αντίδοτο στον (κακώς θεωρούμενο) «παρωχημένο» οριενταλιστικό στοιχείο που διάχυτο συναντά κανείς μέσα στην νεοελληνική κοινωνία;
Κατά πόσο η ιστορική λήθη και η απο-πολιτικοποίηση που μαστίζει τον Δυτικό κόσμο ολόκληρο είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε, έτσι ώστε αντί να αυτό-οργανωνόμαστε βολευόμαστε με συνθήματα του τύπου «Ελλάς Ελλάς Αντώνης Σαμαράς», αναζητώντας και πάλι το αποκούμπι μας, την σιγουριά που δήθεν εμπνέει το ευρωπαϊκό όνειρο (το οποίο αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε ότι έχει πια μετατραπεί σε έναν θλιβερό εφιάλτη;)
Όχι μόνο αυτο-οργάνωση δεν βλέπουμε (πρωτοβουλίες και κινήματα), όχι μόνο η ψευδαίσθηση της ανάκαμψης και της επιστροφής στην παλιά Ευρώπη των ευκαιριών και την προ-μνημονιακή κραιπάλη (μαζί με την Τρο-ΜΜΕ-κρατία) μας παγιδεύουν στην ηλιθιότητα του Σαμαρά και της παρέας, αλλά ταυτόχρονα και όλος αυτός ο συρφετός που πιστεύει ότι ένα καθεστώς σαν του Στάλιν ή του Μάο Τσε Τουνκ θα μπορούσε ν’ αποτελεί μια καλή εναλλακτική λύση στα προβλήματά μας, μαζί και οι υποστηρικτές του ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής.
Την εικόνα της πολιτισμικής και ανθρωπολογικής αυτής κατάπτωσης συμπληρώνουν οι δηλώσεις του προέδρου του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, Μάρτιν Σουλτζ:
«Η χαοτική κατάσταση στην Ελλάδα και (η) άνοδος των ριζοσπαστικών κομμάτων είναι κάτι τρομακτικό να το φανταστεί κανείς». Όταν για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, φτάνουμε στο σημείο να εκλάβουμε έννοιες όπως «ριζοσπαστισμός» και «εναλλακτικές πολιτικές ιδέες» ως ένα καθ’ αυτό πρόβλημα που εγκυμονεί κινδύνους, σε συνδυασμό με το γεγονός όπου ένα μεγάλο ποσοστό Ευρωπαίων (κυρίως οι ψηφοφόροι των κεντρο-ακρο-δεξιών κομμάτων), που σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία, επιλέγει να ενημερώνεται από φασιστοφυλλάδες τύπου Bild και Daily Mail, διψώντας για αίμα λαών που είναι «κατώτεροι» ή «παράσιτα», τότε μάλλον θα πρέπει να ξανασκεφτούμε αν αυτές οι κοινωνίες που ο κομφορμισμός τις έχει διαβρώσει ολοκληρωτικά αποτελούν για εμάς πρότυπα. Είναι άλλωστε φανερό ότι και οι ίδιες αδυνατούν να έρθουν σ’ επαφή με την εν γένει πραγματικότητα που δημιουργούν, αδυνατούν να θέσουν σε αμφισβήτηση τους θεσμούς και τις νόρμες που μέχρι στιγμής τυφλά ακολουθούσαν.
Η παράλυση αυτή του αυθορμητισμού τους και η σχεδόν παγιωμένη πλέον ανικανότητά τoυς ν’ αμφισβητούν τον εαυτό τους σε συνδυασμό με την έλλειψη νοήματος, η νέκρωση κάθε πραγματικής πολιτικής σκέψης που μαστίζει τον Δυτικό κόσμο, σε συνδυασμό με την υποχώρηση των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων των δεκαετιών του ’50-’70, αποτελεί βασικότερο παράγοντα που ο συντηρητισμός αναδύεται ενώ ταυτόχρονα η ιδεολογική στειρότητα αφήνει ανοιχτό το δρόμο για την επέλαση του νεοφασισμού, τη στιγμή που οι τεχνοκράτες κυριαρχήσουν στον «πολιτικό» λόγο, αυτοεπιβαλλόμενοι ως «ειδικοί» και «αυθεντίες» ποντάροντας ακριβώς στην αδυναμία διαύγασης των καταστάσεων εκ μέρους της πλειοψηφίας των πολιτών, ως ατόμων, και των κοινωνιών.
Παρά την τελμάτωση της πολιτικής σκέψης και την βύθιση κάθε οράματος στον βούρκο της εθελοδουλίας, μια αχτίδα φωτός φαίνεται να ξεπροβάλει στο σκοτάδι. Είναι αυτή που μας λέει πως το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν είναι μόνο αναποτελεσματικό, αλλά, πλέον, και γερασμένο, και πως τα κινήματα των πλατειών που δημιουργήθηκαν και έδρασαν εκτός από την Ελλάδα, στην Ισπανία, στις Η.Π.Α (με το περίφημο Occupy Wall Street) έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στην κινηματική νεότερη ιστορία, αναδεικνύοντας νέα ελευθεριακά προτάγματα, όπως αυτό της άμεσης δημοκρατίας και της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας.
Θ’ αγνοήσουμε την προσφορά τους μένοντας απαθείς και ζώντας ως σύγχρονοι δούλοι, δίχως ουσιαστικές πολιτικές ελευθερίες, παρά μόνο με την ψευδαίσθηση πως είμαστε κυρίαρχοι του παιχνιδιού λόγω του ότι μια φορά στα τέσσερα χρόνια έχουμε το δικαίωμα να επιλέξουμε ποιός θα είναι ο ηγέτης μας, (ο οποίος, φυσικά, ελάχιστα έως τίποτα θα πράξει από αυτά που προ-εκλογικά μας υποσχέθηκε);
Ή μήπως θα μείνουμε παγιδευμένοι σε χρεοκοπημένες ιδεολογίες, αναζητώντας πρόχειρες λύσεις και αναπαράγοντας τον ντετερμινισμό του «τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει»;
Εάν, λοιπόν, θέλουμε μια καλύτερη κοινωνία, τότε θα πρέπει όλοι μαζί, βόρειοι και νότιοι, ανατολικοί και δυτικοί, να κοιτάξουμε το μέλλον μέσα από τον καθρέφτη του εαυτού μας, να πάρουμε τις τύχες στα χέρια μας αφήνοντας πίσω το μίζερο παρελθόν.
Εάν, όμως, επιλέξουμε μείνουμε απαθείς δούλοι, τότε ας υποστούμε τις συνέπειες των πράξεών μας!
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Όσοι, όμως, νομίζουν ότι η Γερμανία αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση, είτε πως τα παραπάνω έχουν να κάνουν με περιθωριακού τύπου λαϊκιστικές αντιδράσεις που δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά και όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, βρίσκεται μάλλον εκτός πραγματικότητας. Ακόμα και η «αριστερή» Γαλλική Liberation (που άλλοτε έγραφε ύμνους υπέρ της Ελλάδας) έφτασε στο σημείο να δημοσιεύσει άρθρα με τίτλο:
«Οι Έλληνες το παίζουν θύματα, είναι αχάριστοι»: «οι Έλληνες αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την άθλια κατάσταση της χώρας τους» λέει το άρθρο, και στη συνέχεια καταλήγει ως εξής:
«Η Ελλάδα έχει τάση να το παίζει θύμα και ζητάει συνεχώς χάρες με το επιχείρημα ότι αποτελεί το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Απεναντίας, μετριοπαθέστερες, έως και θετικές, είναι οι δημοσιεύσεις τους για την Ισπανία, την Πορτογαλία, (λιγότερο) για την Ιταλία και πολύ περισσότερο για την Ιρλανδία για την οποία μάλιστα, οι Γερμανικές εφημερίδες της Δεξιάς στην αρχή έγραφαν πως πρόκειται για μια χώρα αναξιοπαθούντων που βασανίζονται άδικα από την ανεργία και την οικονομική κρίση ενώ μερικούς μήνες αργότερα την παρουσίασαν ως παράδειγμα προς μίμηση (δεδομένου μιας πλασματικής ανάκαμψης) σε αντίθεση με την Ελλάδα που αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή, καθώς οι «τεμπέληδες Έλληνες το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να πίνουν ούζο και να ξαπλώνουν στις παραλίες».
Όλα αυτά, τη στιγμή που το κατά κεφαλή χρέος της Ιρλανδίας είναι τριπλάσιο από το Ελληνικό (όπως και το αντίστοιχο της Ιταλίας και της Ισπανίας).
Δεν χρειάζεται και πολύ κόπο για να καταλάβει κανείς για ποιό λόγο έχει χυθεί τόσο έντονο ρατσιστικό δηλητήριο για αυτήν την χώρα που πριν από τρία χρόνια υπήρξε το επίκεντρο του πρώτου μαζικού ξεσηκωμού στην μετά-καναλωτική εποχή της κρίσης (βλ. Δεκέμβρης του 2008), ένας ξεσηκωμός που λίγο έλειψε να μεταδοθεί και σε πολλές χώρες της Δύσης), εν αντιθέσει με την παθητική στάση των Ιρλανδών οι οποίοι πειθάρχησαν στις εντολές της Ε.Ε και του ΔΝΤ δίχως ιδιαίτερες διαφωνίες.
Οι διαμαρτυρίες και η πολιτική ανυπακοή δεν συμβαδίζουν πάντα με το προτεσταντικό φαντασιακό (την πεμπτουσία της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού) το οποίο, κατά τον κοινωνιολόγο Max Weber, θέτει ως κεντρικό πυρήνα κάθε ανθρώπινης επιδίωξης τον εξορθολογισμό, την εργασία και την επιχειρηματικότητα. Ιδιαίτερα για τους Καλβινιστές η άρνηση της εργασίας ακόμη και κάτω από χαμηλές απολαβές αποτελεί παράπτωμα και δείγμα έλλειψης χάριτος.
Η σκληρή εργασία (για τους ίδιους) πάντα ανταμείβεται δεδομένου ότι «αποτελεί θεϊκή εντολή». Αυτά τα ήθη έχοντας αρχικά εκκοσμικευτεί και ριζώσει στην καθημερινότητα των ανθρώπων των χωρών του βορρά, καλλιεργούν και τρέφουν τον ανάλογο κοινωνικο-κεντρισμό, και ταυτόχρονα την λογική του ποβερισμού.
Με βάση την λογική αυτή, κανείς δεν θα πρέπει να ζει παραπάνω από τις δυνατότητές του.
Αυτή η έκφραση δεν αφορά την ολιγάρκεια, την ορθολογική κατανάλωση, αλλά στην πιο χυδαία μορφή δικαιολόγηση της ένδειας, δηλαδή της έλλειψης βασικών πόρων διαβίωσης ως αποτέλεσμα ανθρώπινων προσπαθειών και όχι κοινωνικών, πολιτικών ή οικονομικών συνθηκών. Δηλαδή, μόνο αυτοί που θεωρούνται άξιοι και ικανοί θα μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς, οι υπόλοιποι είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συνθήκες φτώχειας μέχρι να πάψουν να είναι «τεμπέληδες».
Έτσι, κάθε οικονομική αποτυχία αντανακλά κάποιου είδους οκνηρία (ή στις πιο ακραίες περιπτώσεις, η αποτυχία οφείλεται και σε βιολογικούς/γενετικούς παράγοντες, όπως πχ χαμηλό δείκτη ευφυίας): όπως άλλωστε και οι νεοφιλελεύθεροι ιεροκήρυκες ισχυρίζονται, «μόνο οι τεμπέληδες είναι αυτοί που υποφέρουν καθώς το αόρατο χέρι της αγοράς φροντίζει ν’ ανταμείβει τους σκληρά εργαζόμενους».
Αυτή η θρησκευτικού τύπου αντίληψη πως «η σκληρή δουλειά πάντα οδηγεί στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων», παγιώθηκε στις Η.Π.Α την δεκαετία του 50 και 60, πάνω στην οποία χτίστηκε η υπόσχεση του Αμερικάνικου Ονείρου. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί παράδοξο όταν οι πολιτικές επιλογές λιτότητας που αποβλέπουν αύξηση των ωρών εργασίας με ταυτόχρονη μείωση των μισθών στις χώρες του Νότου (όπου το Καλβινιστικό φαντασιακό ουδέποτε υπήρξε βασική θεσμίζουσα κοινωνική συνιστώσα) απορρίπτονται από μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, ενώ για τους κατοίκους βόρειων χωρών η καταδίκη τους αποτελεί πράξη προς αποφυγή και η κοινωνική ανυπακοή δείγμα μή συμμόρφωσης με την κοινωνική πραγματικότητα, η οποία (με βάση το σκεπτικό του προτεσταντισμού) ανταμείβει πάντα αυτούς που προσπαθούν!
Ας δούμε, έπειτα, και η στάση του τύπου απέναντι στην «Ισπανική κρίση»: στη συγκεκριμένη χώρα τον τελευταίο χρόνο έχουν αρχίσει ν’ αναπτύσσονται δυναμικά και οριζόντια κινήματα τα οποία μπορεί να μην συγκρίνονται με αυτά που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, αλλά κάνουν αισθητή την ύπαρξή τους στην πολιτική ζωή του τόπου (με αποκορύφωμα τις συγκρούσεις ανθρακωρύχων και αστυνομίας στην περιοχή Αστούριας) ξεπερνώντας τον γραφικό πασιφισμό των Indignados. Γιατί, όμως, δεν βλέπουμε τα διεθνή ΜΜΕ να επιτίθεται τόσο ωμά εναντίον των Ισπανών δεδομένου ότι και οι ίδιοι (λόγω ιστορικο-πολιτικών συγκυριών) ελάχιστα έχουν επηρεαστεί από τα Καλβινιστικά ήθη;
Ούτε, φυσικά, οι ευρωκράτες επεμβαίνουν απροκάλυπτα και ανοιχτά στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας; Εδώ έχουμε και μια άλλη έκφανση του ίδιου του προβλήματος:
ο νεοελληνικός τρόπος ζωής φανερά ενσωματώνει πολλά μή Δυτικά στοιχεία, σε αντίθεση με την Ισπανία η οποία θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι του Δυτικού πολιτισμικού μπλοκ. (Είναι άλλωστε αλήθεια ότι η ελληνική κοινωνία προσπάθησε να ξεγελάσει τον εαυτό της, καταφέρνοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα να κρύψει τον πραγματικό της οριενταλιστικό της εαυτό, ζώντας μέσα στην εισαγόμενη καταναλωτική φρενίτιδα και θεωρώντας τον εαυτό της κομμάτι της Δύσης (με την οποία ουδέποτε κατάφερε – καλώς ή κακώς – να ενσωματωθεί). Τί καταλαβαίνουμε, λοιπόν, εδώ;
Ότι ο διασυρμός της Ελλάδας στην ουσία αντανακλά πολιτισμικές διαφορές και συγκρούσεις, έναν ύπουλο κοινωνικο-κεντρισμό που καλλιεργεί τον ρατσισμό των Βορειοευρωπαίων ενάντια σε οτιδήποτε διαφορετικό, στοιχεία που υποβόσκουν της όλης κατάστασης.
Οι συγκρούσεις αυτές, φυσικά, όσο η ευημερία και οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης κυριαρχούσαν, φάνταζε παρωχημένη και ξεπερασμένη. Ήταν όμως αρκετό το ξέσπασμα της κρίσης για να την φέρει και πάλι στην επιφάνεια.
Ποιά θα πρέπει να είναι η στάση μας, ωστόσο, μπροστά σε αυτήν την ολική αποσύνθεση των αξιών του ανθρωπισμού; Τη στιγμή που μεγάλο κομμάτι του Ελληνικού πληθυσμού παραμένει πολιτικά ανενεργό, περιμένοντας να έρθει η στιγμή που θα περάσει η μπόρα, όπου όλοι θα ξαναγυρίσουν πίσω στις προμνημονιακές «δόξες», ήρθε ο καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι τα χρόνια της ψεύτικης ευημερίας και του Ευρωπαϊκού ονείρου, στο οποίο οι περισσότεροι πιστέψαμε ελπίζοντας ότι θα μπορούμε να ζούμε πλουσιοπάροχα, αποτελούν πλέον παρελθόν.
Οι μέρες του καταναλωτισμού έχουν παρέλθει, όπως και η εποχή που ο μύθος της φιλελεύθερης Δύσης και των καπιταλιστικών παραδείσων (που στο φαντασιακό του μέσου Έλληνα παρέχουν τα πάντα ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια απατηλή βιτρίνα κοινωνιών που παραπαίουν).
Έτσι, λοιπόν, βλέποντας τις Δυτικές κοινωνίες αργά και σταθερά εισέρχονται στην εποχή του ποβερισμού, την απόλυτη δηλαδή εξύψωση του πιο ακραίου εξελικτισμού και του πιο ξεδιάντροπου συμβιβασμού με την εξαθλίωση (που στα επίσημα δίκτυα ενημέρωσης προωθείται ως η ρεαλιστική λύση) στο σημείο αυτό ας αναρωτηθούμε το εξής:
Κατά πόσο η σημερινή εικόνα της «πολιτισμένης» Δύσης και της εμμονής με τις φιλοευρωπαϊκές πολιτικές αποτελεί αντίδοτο στον (κακώς θεωρούμενο) «παρωχημένο» οριενταλιστικό στοιχείο που διάχυτο συναντά κανείς μέσα στην νεοελληνική κοινωνία;
Κατά πόσο η ιστορική λήθη και η απο-πολιτικοποίηση που μαστίζει τον Δυτικό κόσμο ολόκληρο είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε, έτσι ώστε αντί να αυτό-οργανωνόμαστε βολευόμαστε με συνθήματα του τύπου «Ελλάς Ελλάς Αντώνης Σαμαράς», αναζητώντας και πάλι το αποκούμπι μας, την σιγουριά που δήθεν εμπνέει το ευρωπαϊκό όνειρο (το οποίο αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε ότι έχει πια μετατραπεί σε έναν θλιβερό εφιάλτη;)
Όχι μόνο αυτο-οργάνωση δεν βλέπουμε (πρωτοβουλίες και κινήματα), όχι μόνο η ψευδαίσθηση της ανάκαμψης και της επιστροφής στην παλιά Ευρώπη των ευκαιριών και την προ-μνημονιακή κραιπάλη (μαζί με την Τρο-ΜΜΕ-κρατία) μας παγιδεύουν στην ηλιθιότητα του Σαμαρά και της παρέας, αλλά ταυτόχρονα και όλος αυτός ο συρφετός που πιστεύει ότι ένα καθεστώς σαν του Στάλιν ή του Μάο Τσε Τουνκ θα μπορούσε ν’ αποτελεί μια καλή εναλλακτική λύση στα προβλήματά μας, μαζί και οι υποστηρικτές του ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής.
Την εικόνα της πολιτισμικής και ανθρωπολογικής αυτής κατάπτωσης συμπληρώνουν οι δηλώσεις του προέδρου του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, Μάρτιν Σουλτζ:
«Η χαοτική κατάσταση στην Ελλάδα και (η) άνοδος των ριζοσπαστικών κομμάτων είναι κάτι τρομακτικό να το φανταστεί κανείς». Όταν για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, φτάνουμε στο σημείο να εκλάβουμε έννοιες όπως «ριζοσπαστισμός» και «εναλλακτικές πολιτικές ιδέες» ως ένα καθ’ αυτό πρόβλημα που εγκυμονεί κινδύνους, σε συνδυασμό με το γεγονός όπου ένα μεγάλο ποσοστό Ευρωπαίων (κυρίως οι ψηφοφόροι των κεντρο-ακρο-δεξιών κομμάτων), που σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία, επιλέγει να ενημερώνεται από φασιστοφυλλάδες τύπου Bild και Daily Mail, διψώντας για αίμα λαών που είναι «κατώτεροι» ή «παράσιτα», τότε μάλλον θα πρέπει να ξανασκεφτούμε αν αυτές οι κοινωνίες που ο κομφορμισμός τις έχει διαβρώσει ολοκληρωτικά αποτελούν για εμάς πρότυπα. Είναι άλλωστε φανερό ότι και οι ίδιες αδυνατούν να έρθουν σ’ επαφή με την εν γένει πραγματικότητα που δημιουργούν, αδυνατούν να θέσουν σε αμφισβήτηση τους θεσμούς και τις νόρμες που μέχρι στιγμής τυφλά ακολουθούσαν.
Η παράλυση αυτή του αυθορμητισμού τους και η σχεδόν παγιωμένη πλέον ανικανότητά τoυς ν’ αμφισβητούν τον εαυτό τους σε συνδυασμό με την έλλειψη νοήματος, η νέκρωση κάθε πραγματικής πολιτικής σκέψης που μαστίζει τον Δυτικό κόσμο, σε συνδυασμό με την υποχώρηση των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων των δεκαετιών του ’50-’70, αποτελεί βασικότερο παράγοντα που ο συντηρητισμός αναδύεται ενώ ταυτόχρονα η ιδεολογική στειρότητα αφήνει ανοιχτό το δρόμο για την επέλαση του νεοφασισμού, τη στιγμή που οι τεχνοκράτες κυριαρχήσουν στον «πολιτικό» λόγο, αυτοεπιβαλλόμενοι ως «ειδικοί» και «αυθεντίες» ποντάροντας ακριβώς στην αδυναμία διαύγασης των καταστάσεων εκ μέρους της πλειοψηφίας των πολιτών, ως ατόμων, και των κοινωνιών.
Παρά την τελμάτωση της πολιτικής σκέψης και την βύθιση κάθε οράματος στον βούρκο της εθελοδουλίας, μια αχτίδα φωτός φαίνεται να ξεπροβάλει στο σκοτάδι. Είναι αυτή που μας λέει πως το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν είναι μόνο αναποτελεσματικό, αλλά, πλέον, και γερασμένο, και πως τα κινήματα των πλατειών που δημιουργήθηκαν και έδρασαν εκτός από την Ελλάδα, στην Ισπανία, στις Η.Π.Α (με το περίφημο Occupy Wall Street) έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στην κινηματική νεότερη ιστορία, αναδεικνύοντας νέα ελευθεριακά προτάγματα, όπως αυτό της άμεσης δημοκρατίας και της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας.
Θ’ αγνοήσουμε την προσφορά τους μένοντας απαθείς και ζώντας ως σύγχρονοι δούλοι, δίχως ουσιαστικές πολιτικές ελευθερίες, παρά μόνο με την ψευδαίσθηση πως είμαστε κυρίαρχοι του παιχνιδιού λόγω του ότι μια φορά στα τέσσερα χρόνια έχουμε το δικαίωμα να επιλέξουμε ποιός θα είναι ο ηγέτης μας, (ο οποίος, φυσικά, ελάχιστα έως τίποτα θα πράξει από αυτά που προ-εκλογικά μας υποσχέθηκε);
Ή μήπως θα μείνουμε παγιδευμένοι σε χρεοκοπημένες ιδεολογίες, αναζητώντας πρόχειρες λύσεις και αναπαράγοντας τον ντετερμινισμό του «τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει»;
Εάν, λοιπόν, θέλουμε μια καλύτερη κοινωνία, τότε θα πρέπει όλοι μαζί, βόρειοι και νότιοι, ανατολικοί και δυτικοί, να κοιτάξουμε το μέλλον μέσα από τον καθρέφτη του εαυτού μας, να πάρουμε τις τύχες στα χέρια μας αφήνοντας πίσω το μίζερο παρελθόν.
Εάν, όμως, επιλέξουμε μείνουμε απαθείς δούλοι, τότε ας υποστούμε τις συνέπειες των πράξεών μας!
28/06/2012
=========================="O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.