Η Λιλή Ζωγράφου έφυγε μια μέρα σαν σήμερα, το 1998, εδώ στο Ηράκλειο, την πόλη της. Στις 2 Οκτωβρίου 1998. Από τότε δεν την θυμήθηκε ξανά κανείς... Ούτε μια εκδήλωση, ούτε ένας δρόμος σε αυτή την πολιτεία που κάποτε γεννούσε μεγάλα "μυαλά". Όπως τη Λιλή και τον Καζαντζάκη. Κι ας μη "χώνευε" η Λιλή τον Καζαντζάκη. Και το επέδειξε στη μελέτη της το 1959, «Νίκος Καζαντζάκης. Ένας τραγικός».
Μας έγραψε κάποτε ο Ηρακλειώτης, Γιώργος Κανάκης, για την κηδεία της, λίγες ημέρες πριν τις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1998:
"Στην κηδεία της λοιπόν είχαν έλθει θυμάμαι όλοι οι τότε υποψήφιοι δήμαρχοι κρίνοντας ίσως ότι ήταν μια σημαντική προσωπικότητα για τα ελληνικά γράμματα και πόσο αυτοί την τιμούσαν με την παρουσία τους.
Στο διάβα λοιπόν του χρόνου την ξεχάσαμε όλοι. Οι λογοτέχνες‚ οι καλλιτέχνες, οι φιλολογίζοντες, οι αριστεροί, οι δεξιοί, οι υπεύθυνοι για τα πολιτιστικά του δήμου, κανείς λοιπόν δεν σκέφθηκε να τιμήσει μια Ηρακλειώτισσα που τόσο σημαντική παρουσία είχε στα ελληνικά γράμματα, που τόσες χιλιάδες κόσμος έχει διαβάσει τα βιβλία της και που πιστεύω συνεχίζει να τα διαβάζει.
Ένα φιλολογικό μνημόσυνο, μια αναφορά στο έργο της και στην προσωπικότητα της περίσσεψαν για αυτήν !Η μακαρίτισσα δεν τα πήγαινε καλά εν γένει με την εξουσία,της άρεσε όμως ο έπαινος του κόσμου και ο καλός λόγος.
Όλα αυτά τα χρόνια ανοίχτηκαν πάρα πολλοί δρόμοι δόθηκαν τα πιο απίθανα ονόματα, αλλά κανένας δεν περίσσεψε για να δώσουν το δικό της!!
Αυτή λοιπόν την πόλη έχουμε, αυτήν που μας αξίζει!!"
Μεγάλη αλήθεια... Η οποία δεν ανατρέπεται ούτε με μια ονοματοδοσία.
Επάγγελμα πόρνη (Απόσπασμα από το βιβλίο Επάγγελμα πόρνη, Αλεξάνδρεια, 1998)
Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους.
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.
Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του κατεστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.
Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μας ανήκει καν, όπως δε μας ανήκει τίποτα, από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας.
Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ’ έναν πάγκο ή σ’ ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει.
Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο, από το “χάσμα των γενιών” που αποκόβει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τους αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας.
Ο άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί.
Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες.
Ο Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων που πραγματοποιούνται σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη. Η συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά του κυβερνήτη του, εκπρόσωπου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το λαό. Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί.
Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί αλλάζουν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, η συνταγή τροποποιήθηκε.
Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες. Ο λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του.
Γι’ αυτό και μεις, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.Χ., που θα σημαίνει τώρα πια “προ Χούντας”, και μ.Χ., “μετά τη Χούντα”. Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Η Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας.
Λιλή Ζωγράφου, Οκτώβρης 1978 μ.Χ.
Ποια ήταν
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο στις 17 Ιουνίου του 1922, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Καταγόταν από την Νεάπολη Λασιθίου. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας «Ανόρθωση», με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Η Λιλή Ζωγράφου φοίτησε στο «Λύκειο Κοραής» και στο «Καθολικό Γυμνάσιο Ουρσουλινών» της Νάξου . Σπούδασε φιλολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής και ενώ ήταν έγκυος, φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση και γέννησε στην φυλακή την θυγατέρα της, μετέπειτα ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη(1943–2003). Μετά την απελευθέρωση, εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες, ταξιδεύοντας παράλληλα πολύ στην Ευρώπη και στις Ανατολικές χώρες. Την περίοδο 1953–1954 έζησε στο Παρίσι.
Δημοσίευσε μικρά έργα της σε λογοτεχνικά περιοδικά και πρωτοεμφανίστηκε στην βιβλιογραφία το 1949 με την συλλογή από νουβέλες με τίτλο «Αγάπη». Έγινε ευρύτερα γνωστή 10 χρόνια αργότερα, με το βιβλίο της για τον Νίκο Καζαντζάκη, «Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός». Kατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967–1974) δημοσίευε στο δεκαπενθήμερο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ – που απευθυνόταν σε καλλιεργημένες γυναίκες της μέσης τάξεως – άρθρα με ανατρεπτικό και πολιτικά τολμηρό περιεχόμενο που έκρυβαν τον κίνδυνο να εξοργίσουν την στρατιωτική εξουσία. Εξέφρασε έτσι τις δυνάμεις της νεολαίας που επρόκειτο αργότερα να κάνουν τη δική τους εξέγερση. Τα άρθρα εκείνα έμπασαν στον Τύπο της εποχής ένα καινούργιο ρεύμα ελευθερίας και ανανεώσεως και έγιναν σημεία αναφοράς και ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον – όχι μόνον για τις γυναίκες αναγνώστριες του περιοδικού, που είδε την κυκλοφορία του να απογειώνεται. Έδινε τότε διαλέξεις και οι αίθουσες ήταν κατάμεστες από νέο κυρίως κόσμο. Το 1971 έγραψε και το βιβλίο της για τον Ελύτη, «Ελύτης Ο Ηλιοπότης», το οποίο είχε δώσει στον ίδιο να το διαβάσει πριν δημοσιευτεί. Ο Ελύτης δεν το ενέκρινε, την απέτρεψε – σχεδόν της απαγόρευσε – να το δημοσιεύσει. Εκείνη όχι απλώς το δημοσίευσε αλλά και σε δημόσιες διαλέξεις της φανέρωσε, με πολλή στενοχώρια, την αποδοκιμασία του ποιητή για το βιβλίο της.
Ο Ελύτης, ο οποίος αργότερα βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ίσως ήταν ευαίσθητος να μην «παρερμηνεύεται» η ποίησή του, αλλά και η Λιλή Ζωγράφου υπερασπίστηκε το δικαίωμά της να γράφει αυτά που είδε στην ποίησή του. Αυτή η πνευματική ελευθερία, η εγρήγορση και η έντιμη μαχητικότητα είναι χαρακτηριστική της Ζωγράφου σε όλα όσα έκανε και έγραψε, ακόμη και στα «λάθη» της. Δημοσίευσε 24 βιβλία (μυθιστορήματα, νουβέλες και δοκίμια) που έχουν κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις. Έγραψε σημαντικά δοκίμια για Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Επιπλέον, το μυθιστόρημά της «Η αγάπη άργησε μια μέρα» (1994) διασκευάστηκε για την ελληνική τηλεόραση. Ο λόγος της υπήρξε αντισυμβατικός και χαρακτηρίστηκε ως η σκοτεινή θεά Εκάτη της λογοτεχνίας μας.
Εργογραφία:
Αγάπη (1949),
Νίκος Καζαντζάκης – Ένας τραγικός (1959),
Βιογραφία – Άπαντα Μ.Πολυδούρη (1961),
Και το χρυσάφι των κορμιών τους (1961),
Οι καταραμένες (1962),
Οι Εβραίοι κάποτε (Μίκαελ) (1966),
Ο ηλιοπότης Ελύτης (1971),
Παιδεία ώρα μηδέν, ή της εκμηδένησης (1972),
Τι απόγινε κείνος που ήρθε να βάλει φωτιά (Θέατρο, 1972),
Αντιγνώση, τα Δεκανίκια του Καπιταλισμού (1974),
17 Νοέμβρη 1973 – Η νύχτα της μεγάλης σφαγής (1974),
Κ. Καρυωτάκης – Μ. Πολυδούρη, Η αρχή της αμφισβήτησης (1977),
Επάγγελμα: Πόρνη (1978),
Η γυναίκα που χάθηκε καβάλα στο άλογο (1981),
Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο παρακαλώ; (1983),
Η γυναίκα σου η αλήτισσα (1984),
Η Συβαρίτισσα (1987),
Νύχτωσε αγάπη μου, είναι χτες (1990),
Που έδυ μου το κάλλος (1992),
Παραλήρημα σε ντο μείζονα (1992),
Σύγχρονός μας ο Κάφκα (1993),
Η αγάπη άργησε μια μέρα (1994),
Από τη μήδεια στη Σταχτοπούτα – η ιστορία του φαλλού (1998)
Νίκος Καζαντζάκης – Ένας τραγικός (1959),
Βιογραφία – Άπαντα Μ.Πολυδούρη (1961),
Και το χρυσάφι των κορμιών τους (1961),
Οι καταραμένες (1962),
Οι Εβραίοι κάποτε (Μίκαελ) (1966),
Ο ηλιοπότης Ελύτης (1971),
Παιδεία ώρα μηδέν, ή της εκμηδένησης (1972),
Τι απόγινε κείνος που ήρθε να βάλει φωτιά (Θέατρο, 1972),
Αντιγνώση, τα Δεκανίκια του Καπιταλισμού (1974),
17 Νοέμβρη 1973 – Η νύχτα της μεγάλης σφαγής (1974),
Κ. Καρυωτάκης – Μ. Πολυδούρη, Η αρχή της αμφισβήτησης (1977),
Επάγγελμα: Πόρνη (1978),
Η γυναίκα που χάθηκε καβάλα στο άλογο (1981),
Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο παρακαλώ; (1983),
Η γυναίκα σου η αλήτισσα (1984),
Η Συβαρίτισσα (1987),
Νύχτωσε αγάπη μου, είναι χτες (1990),
Που έδυ μου το κάλλος (1992),
Παραλήρημα σε ντο μείζονα (1992),
Σύγχρονός μας ο Κάφκα (1993),
Η αγάπη άργησε μια μέρα (1994),
Από τη μήδεια στη Σταχτοπούτα – η ιστορία του φαλλού (1998)
Παλαιοπώλης Αναμνήσεων (1998)
=========================="O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.