"Ο κοσμοπολιτισμός χωρίς πατρίδα, που αρνείται τα εθνικά αισθήματα και την ιδέα της πατρίδας, δεν έχει τίποτα κοινό με τον προλεταριακό διεθνισμό" - Γκεόργκι Δημητρόφ
Εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός
Με την ένταση της οικονομικής κρίσης αναπτύσσεται ραγδαία ένας ακραίος, αμυντικός εθνικισμός και στον δημόσιο χώρο και σε αυτόν της πολιτικής πρακτικής. Λόγω αυτού αξίζει τον κόπο να εξετάσει κανείς τις αλληλοσυνδεόμενες έννοιες του εθνικισμού, του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού- έννοιες που παίζουν κεντρικό ρόλο στις διαμάχες περί έθνους και εθνικής ταυτότητας.
Ο εθνικισμός, στην κλασική εκδοχή του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κράτος-έθνος- όπως αυτό αναπτύχθηκε στον 19ο και στον 20ό αιώνα. Το κράτος-έθνος κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιφέρεια της κοινωνίας σε βαθμό που ήταν αδιανόητος σε προνεωτερικές εποχές, κατόρθωσε δηλαδή να κινητοποιήσει και να εντάξει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας επικράτειας στο εθνικό κέντρο. Αυτό σήμαινε τη σταδιακή έκλειψη της παραδοσιακής κοινότητας και τη συγκέντρωση στα χέρια εθνικών ελίτ όχι μόνο των μέσων οικονομικής και πολιτισμικής παραγωγής αλλά και των μέσων κυριαρχίας. Σήμαινε με άλλα λόγια τη μετατόπιση υλικών και άυλων πόρων από την περιφέρεια στο κέντρο. Σήμαινε τέλος ένα πέρασμα από την ταύτιση του ατόμου με την τοπική κοινότητα στην ταύτιση με τη «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους-έθνους (Ρ. Αnderson). Ετσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, η τοπική ταυτότητα ήταν συχνά ισχυρότερη της εθνικής. Σταδιακά όμως η δεύτερη υπερισχύει της πρώτης. ...
Στην ελληνική περίπτωση, για παράδειγμα, πριν από την Επανάσταση του 1821 η ελληνική ταυτότητα ήταν εθνοτική (βασιζόταν στη θρησκεία και στη συνέχεια της γλώσσας) και τοπικιστική (το υποκείμενο ταυτιζόταν με την κοινότητά του και όχι με το οθωμανικό κράτος). Με το όραμα ενός ελληνικού κράτους, την ίδρυσή του και την εδραίωσή του περνάμε από το εθνοτικό στο εθνικό. Από το τοπικό στο υπερτοπικό.
Το κράτος-έθνος δεν κατάφερε μόνο να εντάξει τον πληθυσμό στο εθνικό κέντρο. Κατάφερε επίσης να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό μιας επικράτειας είτε με ειρηνικά μέσα (σχολείο, στρατιωτική θητεία κτλ.), είτε με βίαια (π.χ. η εξολόθρευση των Αρμενίων στην Τουρκία). Ο εθνικισμός, ως ιδεολογία, ήταν χρήσιμος, αν όχι απαραίτητος, στη δημιουργία σύγχρονων κρατών, ιδίως στις περιπτώσεις διάλυσης δυναστικών αυτοκρατοριών, όπως αυτές των Αψβούργων και των Οθωμανών. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εθνικισμός ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη και για την ανεξαρτησία και, στο εσωτερικό της επικράτειας, για την πάταξη τοπικιστικών δυνάμεων που αντετίθεντο στη δημιουργία ισχυρού εθνικού κέντρου. Και βέβαια, ο εθνικισμός στα Βαλκάνια υπήρξε βάση πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των νέων ανεξάρτητων χωρών που είχαν ανταγωνιστικούς στόχους.
Τα πράγματα αλλάζουν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Δύση η αποικιοκρατία καταρρέει, ενώ οι φρικιαστικές εκατόμβες και η γενοκτονία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων (αποτελέσματα ενός ακραίου, παρανοϊκού γερμανικού εθνικισμού) κάνουν τους πολίτες και των ηττημένων δυνάμεων του Αξονα και των Συμμάχων να κοιτάζουν με καχυποψία τους σοβινιστικούς εθνικισμούς- είτε αυτοί παίρνουν αποικιοκρατική μορφή είτε τη μορφή αλυτρωτικών διεκδικήσεων.
Οι ευρωπαίοι πολίτες και στο κέντρο και στη νοτιοανατολική ημιπεριφέρεια αρχίζουν σταδιακά να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη «δόξα των όπλων» και περισσότερο για την ποιότητα ζωής, λιγότερο για στρατιωτικές περιπέτειες και περισσότερο για τη δημοκρατία και το κράτους δικαίου, λιγότερο για την κατάκτηση εδαφών και περισσότερο για τη διάχυση κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το κοινωνικο-δημοκρατικό και ανθρωπιστικό στοιχείο υπερτερεί του γεωπολιτικού. Ετσι περνάμε από τον επιθετικό εθνικισμό στον πατριωτισμό του πολίτη ή του Συντάγματος (Ηabermas).
Δεν είναι περίεργο μάλιστα το ότι μετά την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου η πλειονότητα των ελλήνων πολιτών ενδιαφέρεται λιγότερο για αλυτρωτικούς αγώνες και περισσότερο για την πάταξη του κρατικού δεσποτισμού, της διαφθοράς, την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και την αναβάθμιση της Παιδείας. Αυτού του είδους τα προτάγματα μπορεί να μην εκπληρώθηκαν. Αποτελούν όμως προτεραιότητες για τον μέσο πολίτη.
Τέλος, το πέρασμα από τον εθνικισμό στον πατριωτισμό του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια την εξαφάνιση της παραδοσιακής κουλτούρας. Μπορεί και πρέπει να σημαίνει τη μετουσίωση της παράδοσης μέσω νέων πολιτισμικών μορφών (στον χώρο των γραμμάτων, της τέχνης, της διανόησης) που συνδέουν το παλιό με το νέο, που φέρνουν πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα πατροπαράδοτους τρόπους ζωής και έκφρασης.
Τα πράγματα αλλάζουν πάλι στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80. Η ραγδαία νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και μεταξύ χωρών και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού περιθωριοποιείται. Σε αυτό το πλαίσιο η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία θεοποιεί την αγορά και προωθεί την καταναλωτική κουλτούρα. Από την άλλη, δημιουργεί στα περιθωριοποιημένα στρώματα ανάγκες που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε δύο αντικρουόμενες αντιδράσεις. Αυτοί που είναι θύματα της παγκοσμιοποίησης βλέπουν με καχυποψία το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, περιχαρακώνονται, είναι εχθρικοί προς το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και όπως η παγκοσμιοποίηση εντείνει την εισροή μεταναστών από τις φτωχές στις σχετικά πλούσιες χώρες, οι τελευταίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους που ευθύνονται για όλα τα δεινά της χώρας. Ετσι βλέπουμε την επιστροφή ενός παρωχημένου, ξενοφοβικού εθνικισμού, κυρίως στον χώρο των λαϊκών τάξεων.
Από την άλλη μεριά τώρα, οι κερδισμένοι από το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών, ιδίως αυτοί που πλούτισαν εύκολα και απότομα, απεμπολούν και το εθνικιστικό και το πατριωτικό στοιχείο. Γίνονται πολίτες του κόσμου ή μάλλον καταναλωτές σε πλανητικό επίπεδο. Αποσυνδέονται από τις εθνικές ρίζες και εντάσσονται σε μια μεταμοντέρνα καταναλωτική κουλτούρα. Ετσι οι κοσμοπολίτικες, νεοπλουτίστικες ελίτ δεν ενδιαφέρονται ούτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνταγματικού πατριωτισμού ούτε για τα εθνικά ιδεώδη.
Ευτυχώς με την παγκοσμιοποίηση δεν έχουμε μόνο τον κοσμοπολιτισμό των jet set και των golden boys. Εχουμε, κυρίως στη νέα γενιά, έναν αντικαταναλωτικό, ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό που επικεντρώνεται στα προβλήματα των μεταναστών, της παγκόσμιας φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Αυτού του είδους ο κοσμοπολιτισμός παίρνει τη μορφή κινημάτων που εντάσσονται στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία των πολιτών- κινημάτων, όπως η Greenpeace, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η Διεθνής Αμνηστία κτλ.
Συμπερασματικά, το εθνικιστικό, το πατριωτικό και το κοσμοπολίτικο στοιχείο αποτελούν σήμερα μιαν αλυσίδα, ο αδύναμος κρίκος της οποίας είναι το πατριωτικό, ο πατριωτισμός του Συντάγματος. Οσο η κοινωνική περιθωριοποίηση και οι ανισότητες εντείνονται, τόσο ο φοβικός εθνικισμός από τη μια μεριά και ο καταναλωτικός κοσμοπολιτισμός από την άλλη θα καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=386734
Πατριωτισμός ή κοσμοπολιτισμός;
Η κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς στα 1570 προκάλεσε μια κρίση στην επικυρίαρχη δύναμη, τη Βενετία, η οποία αποτυπώθηκε σε μια διαμάχη απόψεων γύρω από την πολιτική και την έννοια της πατρίδας. Το 1572 λοιπόν ο Πάολο Παρούτα έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «Della perfezione della vita politica» (Για την τελειοποίηση της πολιτικής ζωής), στο οποίο υπογράμμιζε ότι ήταν καθήκον κάθε ενάρετου ανδρός να συμμετέχει στην πολιτική ζωή (για τις γυναίκες ούτε λόγος ακόμη· όσο για τους άνδρες, υπό προϋποθέσεις). Το καθήκον αυτό επιβαλλόταν από κάποιο υπέρτερο: την αγάπη προς την πατρίδα, «η οποία είναι μια συντροφία ανθρώπων, όχι τυχαία και βραχυχρόνια όπως των ναυτικών, αλλά βασισμένη στη φύση, (...) η οποία περιλαμβάνει τους γιους και τους γονείς, τους φίλους». Η αγάπη προς την πατρίδα σήμαινε να θέτει κανείς το δημόσιο συμφέρον πάνω από το ιδιωτικό.
Δεν πέρασε καιρός πολύς και ένας ιερωμένος, ο Μονσινιόρ Φίλιππος Μοντσενίγος απάντησε λέγοντας ότι αυτή η αγάπη για την πατρίδα δεν ανήκει στους φυσικούς νόμους αλλά είναι ανθρώπινο δημιούργημα. «Ο Θεός δεν έθεσε σύνορα ούτε στα πτηνά του ουρανού ούτε στα ζώα της γης ούτε στους ιχθύς των ωκεανών. Γιατί επομένως οι άνθρωποι, που είναι ανώτεροι από τα ζώα, θα έπρεπε να κλείνονται στα όρια μιας πατρίδας; (...) Αληθινή πατρίδα είναι αυτή στην οποία ζει κανείς καλά. Επομένως ο σοφός άνθρωπος μπορεί να ονομάσει πατρίδα του οποιοδήποτε μέρος του κόσμου». Ο Μοντσενίγος δεν αναγνώριζε άλλη πατρίδα από την ουράνια. Σε αυτή την άποψη ο Παρούτα απάντησε: «Δεν έχουμε τίποτε πιο ακριβό και πιο πολύτιμο από την πατρίδα. Αν καταστραφεί η αγάπη για την πατρίδα, χάνεται κάθε αξιοπρέπεια της πολιτισμένης ζωής, της ζωής μέσα στην πολιτεία».
Αυτή η συζήτηση επανελήφθη και τον 17ο αι. στη Βενετία, όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν και την Κρήτη. Πέρα από τα συγκεκριμένα συμφραζόμενα, η συζήτηση αυτή ανάμεσα στους πατριώτες και στους κοσμοπολίτες έχει δημιουργήσει μια μακρά παράδοση στην πολιτική σκέψη που δεν λέει να κατακαθήσει. Με το πέρασμα του χρόνου εμπλουτίστηκε με τις αξίες και τη λογική του Διαφωτισμού και ο κοσμοπολιτισμός ονομάστηκε «ουνιβερσαλισμός» με την προβληματική του έθνους και του εθνικού κράτους όπου η πατρίδα ταυτίστηκε με το έθνος και την κρατική του συγκρότηση και ο πατριωτισμός συγχρωτίστηκε με τον εθνικισμό με την προβληματική των ταξικών συμφερόντων και προσδοκιών τα οποία τέμνουν τα εθνικά συμφέροντα (προλεταριακός διεθνισμός).
Τέλος, εμπλουτίστηκε με την προβληματική της «διαφοράς» και του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των μειονοτήτων και των κάθε λογής πολιτισμικών ομάδων μέσα στα πλαίσια της εθνικής συλλογικότητας. Ετσι ο κοσμοπολιτισμός απέκτησε εσωτερική διαπερατότητα ανάμεσα στο εθνικό «εμείς» και στους «άλλους», με την ανθρωπολογική σημασία του όρου. Ο κοσμοπολίτης προς τα έξω έγινε και κοσμοπολίτης προς τα μέσα. Ξαναβρίσκουμε το νήμα αυτής της συζήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή τη φορά όχι ανάμεσα στους διανοουμένους της Δεξιάς και της Αριστεράς, αλλά ανάμεσα σ' αυτούς τους τελευταίους (και με την έννοια που έχει η Αριστερά στην Αμερική).
Οι αιτίες ήταν ώριμες αλλά η αφορμή δόθηκε από ένα άρθρο του γνωστού πολιτικού φιλοσόφου Richard Rorty στους «New York Times» (13.2.1994) με τίτλο «The Unpatriotic Academy» (Οι μη πατριώτες πανεπιστημιακοί). Ο Rorty κατηγόρησε την πανεπιστημιακή Αριστερά ότι υποστηρίζοντας την πολιτική της «διαφοράς», δηλαδή μια πολιτική που σκοπό έχει να αναδείξει την ταυτότητα και τα δικαιώματα των γυναικών, των Αφροαμερικανών, των ιθαγενών Ινδιάνων, των Ισπανόφωνων, των Ασιατών, των ομοφυλόφιλων κλπ., υπονομεύει την εθνική ταυτότητα και αυτεκτίμηση του αμερικανικού έθνους. Η ταυτότητα αυτή, κατά τον Rorty, απηχεί τις δημοκρατικές αρχές του Εμερσον, του Λίνκολν, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κ.ά. Είναι απαραίτητη γιατί τροφοδοτεί το πατριωτικό αίσθημα, χωρίς το οποίο δεν μπορούν να κινητοποιηθούν οι πολίτες για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν την κοινωνία συνολικά. Ενας άλλος Αμερικανός, ο Sheldon Hackney, ζήτησε να ανοίξει μια δημόσια συζήτηση για την αμερικανική ταυτότητα.
Καθώς τα τελευταία χρόνια στην αμερικανική κοινωνία γίνεται πολλή συζήτηση για την ηθική, η Martha Nussbaum, γνωστή ιστορικός της ελληνιστικής φιλοσοφίας, απάντησε ότι ο πατριωτισμός είναι ηθικά επικίνδυνος και σε τελευταία ανάλυση υπονομεύει τις ίδιες τις αρχές της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, τις οποίες επικαλείται ο Rorty. Τα εθνικά σύνορα, γράφει, είναι αυθαίρετα ή έχουν επιβληθεί διά της βίας. Είναι επομένως παράλογο να τους αποδίδεται ηθική σημασία. Αν οι άνθρωποι εκπαιδεύονταν για να ζουν ως πολίτες του κόσμου, θα ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη φτώχεια και την εξαθλίωση του Τρίτου Κόσμου, για τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αφορούν ολόκληρο τον πλανήτη. Δεν θα ζούσαν έγκλειστοι στον εθνικό τους εγωισμό. Θα αντιλαμβάνονταν μάλιστα καλύτερα τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες και τον εαυτό τους.
Στη θέση της Nussbaum αντέδρασαν ο Michael Waltzer και η Amy Gutman, αμφότεροι πολιτικοί φιλόσοφοι στο Πρίνστον: Δεν μπορούμε να είμαστε πολίτες του κόσμου γιατί δεν έχει αυτός ο κόσμος πολιτικές δομές στις οποίες μπορούμε να συμμετάσχουμε και να επηρεάσουμε. Για να είμαστε πολίτες χρειαζόμαστε μια πολιτική κοινότητα και αυτή προς το παρόν είναι το εθνικό κράτος, εκείνο που περικλείεται από τα εθνικά σύνορα. Την ιδιότητα του πολίτη όμως την απολαμβάνουμε μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας. Και βέβαια η δημοκρατία για να επιζήσει χρειάζεται τον πατριωτισμό, γιατί η δημοκρατία διατηρείται με τη μαζική συμμετοχή στην πολιτική ζωή· πρόκειται όμως όχι για πατριωτισμό χρωματισμένο με τα εθνικά χρώματα, αλλά για τον «συνταγματικό πατριωτισμό», σύμφωνα με τον όρο του γερμανού φιλοσόφου Jurgen Habermas. Πρόκειται επομένως για ένα πολιτικό αίσθημα που γεννιέται από την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατική ζωή, ανεξάρτητα από τα εθνοπολιτισμικά χαρακτηριστικά του καθενός. Το έθνος και η πατρίδα
Ο τύπος της ενότητας που έχει ανάγκη η δημοκρατία δεν είναι το έθνος ως πολιτισμική οντότητα, αλλά η πατρίδα ως η κοινή ελευθερία που προστατεύεται από τους νόμους. Ετσι, σε θεωρητικό επίπεδο η συζήτηση περιστράφηκε στις διαφορές ανάμεσα σε δύο όρους: ethno-nationalism, δηλαδή εθνική ιδεολογία βασισμένη σε εθνοτικά χαρακτηριστικά και κληροδοτημένες πολιτισμικές κληρονομιές· και civic nationalism, δηλαδή εθνική ιδεολογία πάνω στην έννοια του έθνους ως δημοκρατικά οργανωμένης κοινότητας. Κατά κάποιον τρόπο αναπαράγεται η διαφορά ανάμεσα στον εθνικισμό της Γαλλικής Επανάστασης και στον γερμανικό εθνικισμό του Χέρντερ και του Φίχτε. Αλλωστε τις διαφορές ανάμεσα στον δημοκρατικό πατριωτισμό και στον εθνικισμό ανέλαβε να τις συνοψίσει ο Μ. Viroli, ο οποίος, όπως και ο Miroslav Hroch που αντιτίθεται στην ισοπέδωση των κινημάτων εθνικής συγκρότησης υπό τον γενικευτικό όρο του εθνικισμού, προέρχεται από την Ευρώπη Ιταλός ο ένας, Τσέχος ο άλλος.
Παρά την προϋπάρχουσα συζήτηση, τα ερωτήματα πέφτουν βροχή. Μπορούν μόνο οι πολιτικές διαδικασίες, όσο δημοκρατικές και αν είναι, να εμπνεύσουν τους πολίτες; Δεν χρειάζεται η κοινότητα των εμπειριών, η κοινότητα της μνήμης; Ετσι όμως δεν μεταβαίνουμε στην εθνική μνήμη, στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του έθνους, και επομένως δεν γλιστράμε στον εθνικό μύθο που θέλουμε να εξορκίσουμε; Η εθνική ιδεολογία, αν και ενισχύει τους εσωτερικούς δεσμούς, δεν αποκλείει όμως από τη δημοκρατική ζωή όλους όσοι δεν συμμερίζονται τα κοινά χαρακτηριστικά ή την κυρίαρχη εκδοχή, το κυρίαρχο αφήγημα περί κοινών χαρακτηριστικών; Δεν καταστέλλει επομένως κάθε εκδήλωση διαφορετικότητας, κάθε έκφραση της ιδιαιτερότητας και της ταυτότητας των ποικίλων πολιτισμικών ομάδων, την κατακτημένη πλέον αρχή της πολυπολιτισμικότητας;
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στη «New Left Review» ο Eric Hobsbawm έγραψε ότι τα «νέα κινήματα» που βασίζονται στην πολιτική της ταυτότητας «είναι καθ' εαυτά και δι' εαυτά και για κανέναν άλλον»· και επεσήμανε τον «κίνδυνο της αποδιάρθρωσης σε μια καθαρή συμμαχία μειονοτήτων», σε σχέση με τα καθολικά αιτήματα που προωθούσε η Αριστερά στην παράδοση του Διαφωτισμού. Ο ίδιος ιστορικός, σε ένα συνέδριο τον περασμένο Νοέμβριο στο Πρίνστον (όπου συμμετείχαν οι περισσότεροι από τους παραπάνω), έθεσε σε κριτική την έννοια της παγκοσμιοποίησης. Περισσότερο και από μια εμπράγματη τάση, υποστήριξε, έχει γίνει μια ρητορεία η οποία, αμφισβητώντας τις δυνατότητες του εθνικού κράτους, τείνει να ακυρώσει τις δυνατότητες των πολιτών να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις. Υποστήριξε ότι ο μεγαλύτερος όγκος των παγκόσμιων οικονομικών συναλλαγών ενεργείται ακόμη μέσα στα πλαίσια των εθνικών κρατών. Κατά συνέπεια τα εθνικά κράτη διατηρούν μεγάλο μέρος της δύναμής τους.
Ωστόσο η ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου δεν αποτελεί ένα σιδερένιο χέρι πάνω από τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως είχε υποστηρίξει πριν από χρόνια ο Karl Polanyi. Από την άλλη πλευρά, ποιος μπορεί να ελέγξει και να μετριάσει τις ανισότητες που επιβάλλουν οι δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς που λειτουργούν ως κράτη εντός και εκτός συνόρων, αν όχι η πολιτική, μέσα από τα μόνα διαθέσιμα μέσα που έχει και τα οποία είναι τα εθνικά κράτη;
Το χέρι του κεφαλαίου
Το πρόβλημα επομένως είναι, κατά τον Hobsbawm, πώς η Αριστερά μπορεί να κινητοποιήσει το έθνος για να επιτύχει μεγαλύτερη ισότητα και δικαιοσύνη, χωρίς να χρησιμοποιήσει εθνικιστική ιδεολογία την οποία σχεδόν πάντα εκμεταλλεύεται η Δεξιά για να επιβάλλει αποκλεισμούς και εθνικές διαμάχες.
Γρίφος. Πώς, λ.χ., ο πολυπολιτισμικός πληθυσμός μιας πόλης όπως η Νέα Υόρκη θα στρατευθεί σε μια νέα εθνική ιδέα, έστω και με δημοκρατικό περιεχόμενο, χωρίς τουλάχιστον μια ισχυρή εξωτερική απειλή, ίσου τουλάχιστον μεγέθους με αυτήν του τελευταίου πολέμου; Και αν αυτό το αναλάβουν τα ΜΜΕ, ποιος θα περιμαζέψει τις υστερίες που συνήθως δημιουργεί ο ηλεκτρονικός λαϊκισμός; (Εχουμε πείρα στην Ελλάδα). Εξάλλου μια παρόμοια ιδεολογία, ανεξάρτητα αν την κινεί η Αριστερά, δεν θα καταστείλει τις πολυπληθείς πλέον ταυτότητες και ιδεολογίες που εκφράζουν την κατάτμηση του σύγχρονου κόσμου αλλά και την αξιοπρέπεια των μειονοτήτων και των ομάδων που τον αποτελούν; Και δεν είναι, ακόμη, οξύμωρο το σχήμα μιας Αριστεράς που φοράει ξανά τον εθνικό επενδύτη εναντίον του οποίου τόση κριτική έχει ασκήσει; Βέβαια, όπως μας έδειξε το παράδειγμα της Βενετίας, στη μεγάλη διάρκεια, Αριστερά και Δεξιά μετέρχονται εναλλάξ τον πατριωτισμό και τον κοσμοπολιτισμό.
Υπάρχουν ακόμη κινήματα και προσωπικότητες που έγιναν σύμβολα ταυτόχρονα και του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού, όπως π.χ. ο Γαριβάλδης και οι εθελοντές στις επαναστάσεις από το 1821 ώς το 1936, ο Τσε Γκεβάρα στα χρόνια μας κ.ά. Αυτόν τον συνδυασμό άλλωστε προτείνουν και εκπρόσωποι της λεγομένης «μετα-αποικιακής θεωρίας», όπως ο Kwame Anthony Appiah, καθηγητής των Αφροαμερικανικών σπουδών στο Χάρβαρντ, και ο Homi Bhabha, του Πανεπιστημίου του Σάσεξ. Η κοινωνική αλληλεγγύη
Οι συζητήσεις αυτές δείχνουν τα όρια οποιασδήποτε επιλογής σε αυτό το αρχικό δίλημμα «πατριωτισμός ή κοσμοπολιτισμός;» σήμερα. Δείχνουν όμως ότι η Ακαδημία δεν είναι τόσο αντιπατριωτική, όπως ισχυρίστηκε ο Rorty. Ενδεχομένως στις αναλύσεις περί έθνους, τα τελευταία χρόνια, τονίστηκε περισσότερο η πλευρά της κατασκευής και μάλιστα η συμβολική και ιδεολογική διάστασή της. Το έθνος όμως είναι μια συλλογικότητα εμπειρίας, αλληλεγγύης και πολιτικής δράσης. Κατασκευάζεται δηλαδή εννοιολογικά και πολιτικά· και μάλιστα καθημερινά. Επομένως οι συζητήσεις αυτές και τα διλήμματα εμπλουτίζουν την έννοια του έθνους και την καθημερινή του διάσταση εντός της οποίας ασκείται η πολιτική. Γιατί, αν το έθνος αφεθεί στους εθνικιστές θεωρητικούς, τότε θα καταντήσει εικόνα ευνουχιστικού πατέρα. Χρειαζόμαστε μια δημοκρατική σύλληψη του έθνους και τη διάσταση της εθνικής αλληλεγγύης μέσα στα σύγχρονα συμφραζόμενά της ως κοινωνικής αλληλεγγύης.
Παρά τις θεωρητικές αδυναμίες της η έννοια του «συνταγματικού πατριωτισμού» μάς είναι χρήσιμη. Το ίδιο ισχύει κατ' αναλογίαν και για τον κοσμοπολιτισμό. Τα κυρίαρχα οικονομικά δίκτυα προσφέρουν συχνά φιλόξενη υποδοχή στις θεωρίες του αντεθνικισμού, του αντιρατσισμού, του φεμινισμού, του πολυπολιτισμού και της διαφοράς. Ετσι, πολλά από αυτά τα «νέα κινήματα» κατέληξαν χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα. Γιατί, σήμερα, δεν είναι οι κορυφές της οικονομικής πυραμίδας που κινητοποιούν τα μισόξενα και εθνικιστικά αισθήματα. Οι διαχειριστές του οικονομικού παιχνιδιού επιδιώκουν την ενιαιοποίηση των αγορών, όχι τους αποκλεισμούς. Είναι όσοι αισθάνονται να απειλούνται που επιδιώκουν προστατευτικούς αποκλεισμούς. Αυτή άλλωστε είναι και η διαφορά από την εποχή του Μεσοπολέμου.
Αλλά σε αυτή τη διαδικασία της ενιαιοποίησης και της παγκοσμιοποίησης παράγονται νέες, αβυσσαλέες ανισότητες και αποκλεισμοί. Οι αποκλεισμοί αυτοί δημιουργούνται μέσα από την απόσυρση των ισχυρών στα καλά προστατευμένα κελύφη του ιδιωτικού χώρου. Η γκετοποίηση των άλλων παράγεται έμμεσα, όχι άμεσα. Κατά συνέπεια το κρίσιμο ζήτημα είναι αν ο κοσμοπολιτισμός θα καταντήσει ένας άνευρος «μητροπολιτισμός» ή θα ασκήσει κοινωνική κριτική απέναντι στην πολιτική των μητροπολιτικών κέντρων και στους μηχανισμούς που παγκοσμιοποιούν μια ομοιόμορφη εμπορευματική κουλτούρα, την κουλτούρα του «Mac World».
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός
Εφτασε το αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα ανάμεσα στις Εθνικές ομάδες Αλβανίας και Ελλάδας να γίνει αφορμή για την εκδήλωση φαινομένων τόσο ακραίου εθνικισμού, που οδήγησε μέχρι και σε φόνο. Δεν πρόκειται μέσα απ' αυτό το άρθρο, να σταθούμε σ' αυτό καθεαυτό το συγκεκριμένο επεισόδιο. Αλλωστε, αλλού είναι το πρόβλημα: Στις αιτίες που διαμορφώνουν συνειδήσεις εθνικιστικές - ρατσιστικές και στους σκοπούς που αυτές υπηρετούν. Αυτός ο παροξυσμός εθνικισμού, ο οποίος με σκαμπανεβάσματα, καθόλη τη διάρκεια της 10ετίας του '90, εμφανίστηκε και συνεχίζει σαν αφορμή, που όξυνε τις αντιθέσεις ανάμεσα σε λαούς που συμβίωναν για πάνω από μισόν αιώνα στα Βαλκάνια, που οδήγησε σε πολέμους και σε διαμελισμούς κρατών, που συνεχίζει να υποθάλπει το φανατισμό και το μίσος διαιωνίζοντας την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», ήταν, τελικά, και είναι αποτέλεσμα επεμβάσεων ιμπεριαλιστικών κρατών μετά την αντεπανάσταση. Και οι εμφανιζόμενες τάσεις εθνικής ανεξαρτησίας, που επίσης από μιαν ορισμένη πλευρά της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας, και όχι μόνο, χαρακτηριζόταν αυτοί οι πόλεμοι, που οδήγησαν σε διαμελισμούς, ως εθνικοαπελευθερωτικοί, ήταν επίσης αποτέλεσμα ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Για παράδειγμα, είναι γνωστό πλέον πως ο στρατός της Κροατίας, που πολεμούσε δήθεν για την ανεξαρτησία της από τη Σερβία, στην τότε ενιαία Γιουγκοσλαβία, ήταν μισθοφορικός, οργανωμένος από τη Γερμανία. Το παράδειγμα αρκεί, για να γίνει κατανοητό πως πίσω από την έξαρση του εθνικισμού βρίσκεται το κεφάλαιο, η αστική τάξη, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, εποχή της πιο ακραίας αντίδρασης.
Βεβαίως, εύλογο και το ερώτημα, πώς σε μια περίοδο, που η προπαγάνδα της άρχουσας τάξης, όλων των επιτελείων της, επιδιώκει να διαμορφώσει συνειδήσεις ανοχής ή και στήριξης, υπεράσπισης της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης - παρουσιάζοντάς την ως ουδέτερη και αταξική διαδικασία, έξω και πάνω από τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής, δηλαδή την καπιταλιστική ιδιοκτησία - που προβάλλει τον κοσμοπολιτισμό ως ιδεολογία της (είμαστε όλοι πολίτες αυτού του κόσμου, ή του λεγόμενου πλανητικού χωριού), μπορεί να υποδαυλίζει και να οξύνει τον εθνικισμό. Εδώ έφτασαν, να προπαγανδίζουν ότι πέφτουν τα σύνορα ανάμεσα στα κράτη, ιδιαίτερα στα κράτη - μέλη περιφερειακών καπιταλιστικών ενώσεων, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, που οι ελευθερίες κίνησης (κεφαλαίου, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και προσώπων) αποτελούν θεμέλιο της πολιτικής τους. Πώς υποδαυλίζουν τον εθνικισμό;
Και όμως, αρκεί να δούμε προσεκτικά την προπαγάνδα περί εθνικών στόχων, εθνικών ιδεών, που γίνονται πράξη από τις κυβερνήσεις (η ΟΝΕ, π.χ., ήταν ένας τέτοιος στόχος, η συμμετοχή στο λεγόμενο σκληρό πυρήνα είναι άλλος ένας, η πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων, επίσης, ήταν εθνικός στόχος), για να αντιληφθούμε πως ο εθνικισμός με τον κοσμοπολιτισμό είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Αλλά για να συνειδητοποιηθεί χρειάζεται η ταξική προσέγγιση των φαινομένων, των στόχων που θέτει η κυρίαρχη πολιτική, για να γίνει κατανοητό πώς ένας εθνικός στόχος (π.χ., η ισχυροποίηση της Ελλάδας, η συμμετοχή της στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ), συνδυάζει τον εθνικισμό του κεφαλαίου, (ισχυροποίησή του) με τον κοσμοπολιτισμό του, (συμμετοχή στην καπιταλιστική διεθνοποίηση). Που στον καπιταλισμό σημαίνει και εξαγωγή του σε νέες αγορές (π.χ., για την Ελλάδα στα Βαλκάνια), άρα εκμετάλλευση και άλλων λαών. Σημαίνει, επίσης, φτηνούς εργάτες, άρα μετανάστες, γεγονός που οδηγεί και στην κοσμοπολίτικη και στην εθνικιστική προπαγάνδα, ή την καλλιέργειά της στο εσωτερικό πλέον μιας χώρας, γιατί, ως τακτική του «διαίρει και βασίλευε» της εργατικής τάξης ανάλογα με την εθνική της καταγωγή, την κάνει πιο ευάλωτη διασπώντας την, μειώνει τις αντιστάσεις της στην ένταση της εκμετάλλευσης.
Ας δούμε, λοιπόν, τι είναι εθνικισμός, τι κοσμοπολιτισμός και γιατί αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας.
Εθνικισμός είναι ιδεολογία της αστικής τάξης, που αποσκοπεί να διεγείρει το μίσος των λαών ενάντια σε άλλους λαούς και να στεριώσει στη συνείδησή τους την αντίληψη της κυριαρχίας ενός κράτους πάνω σ' ένα άλλο. Ο εθνικισμός καλλιεργείται από τα καπιταλιστικά κράτη, γιατί στη φύση της ατομικής ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου βρίσκεται η ανάγκη της διαίρεσης των ανθρώπων, που δίνει την ευκαιρία πιο εύκολης επιβολής της καταπίεσης και εκμετάλλευσης. (Ενα μέσον και μάλιστα ισχυρό είναι η εθνική καταγωγή). Η αστική τάξη διαδίδει τον εθνικισμό, για να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα στους εργαζόμενους των διαφόρων εθνών. Για να τους εμποδίσει να χειραφετηθούν και να ενωθούν σε κοινό μέτωπο ενάντιά της. Για να αποσπάσει την προσοχή τους από την ταξική πάλη για την ανατροπή του κεφαλαίου. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, η αστική τάξη χρησιμοποιεί τον εθνικισμό για την προετοιμασία των ιμπεριαλιστικών πολέμων και για να δικαιολογήσει την υποδούλωση άλλων λαών. Επίσης, χρησιμοποιεί τον εθνικισμό και στο εσωτερικό ενός κράτους, όταν το αστικό κράτος είναι πολυεθνικό, ή όταν υπάρχει μεγάλο τμήμα μεταναστών, με δεδομένο το αντικειμενικό γεγονός, σύμφυτο του καπιταλισμού, της ανεργίας, της φτώχειας, της εξαθλίωσης.
Ο εθνικισμός μπορεί και διαδίδεται ή επιδρά σε συνειδήσεις ανώριμες πολιτικά, ταξικά, επειδή ακριβώς υπάρχει το έδαφος ανάπτυξής του από την εποχή των αστικών επαναστάσεων και τη δημιουργία καπιταλιστικών κρατών. Είναι η εποχή περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Η ανερχόμενη αστική τάξη, προοδευτική τότε, είχε την ανάγκη, προκειμένου να δημιουργήσει το δικό της κράτος, να προσδώσει εθνικό χαρακτήρα, προβάλλοντας το εθνοτικό στοιχείο ως κυρίαρχο, προκειμένου να προωθήσει τις δικές της καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ενάντια στις αντιδραστικές τότε φεουδαρχικές. Μπορούσε έτσι να τραβήξει μαζί της όλα τα τότε καταπιεζόμενα από τη φεουδαρχία κοινωνικά λαϊκά στρώματα με αιχμή το εθνικό στοιχείο. Ετσι συγκροτήθηκε το έθνος - κράτος. Για παράδειγμα, η επανάσταση του 1821, ενώ ήταν αστική ως προς το κοινωνικό της περιεχόμενο, έμεινε στην ιστορία ως εθνικοαπελευθερωτική.
Η συγκρότηση του έθνους - κράτους δε σήμαινε ούτε τότε καθαρότητα εθνική, με την έννοια της εθνικής ρίζας, της φυλής κλπ. Βεβαίως, το σημερινό θέμα μας δεν είναι η ιστορική έρευνα για τη διαμόρφωση του έθνους - κράτους. Αν κάνουμε αυτές τις αναφορές, είναι ακριβώς επειδή η «καθαρότητα» του έθνους χρησιμοποιήθηκε από την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, για να υποδαυλίζει τον εθνικισμό και να κάνει πολέμους, φτάνοντας κάποτε να αναγάγει την έννοια του έθνους στην «καθαρότητά» του, όπως επίσης και να δικαιολογεί τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους (π.χ., Βαλκάνια) με τη δημιουργία «καθαρών» εθνικών κρατών. Χρησιμοποιεί, δε, ανάλογη προπαγάνδα για τους ίδιους σκοπούς της διαιώνισης του καπιταλισμού, δημιουργώντας και οξύνοντας αντιθέσεις και ανταγωνισμούς ανάμεσα στην εργατική τάξη με βάση την εθνική καταγωγή. Μια ματιά στο «περιούσιο», κατά τη ρήση της Μ. Ολμπράιτ, αμερικάνικο έθνος φτάνει για να γίνει αντιληπτό ότι οι Αμερικάνοι σαν έθνος υπάρχουν στις ΗΠΑ, αλλά αυτό το έθνος απαρτίζεται από Αγγλους, Ιρλανδούς, Αφρικανούς, Λατινοαμερικάνους, Κινέζους κ.ά. Βεβαίως, η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δε διστάζει να καλλιεργεί τον εθνικισμό («περιούσιο» έθνος οι Αμερικάνοι), για να υποτάσσει τον αμερικάνικο λαό στους ιμπεριαλιστικούς πολεμικούς της σκοπούς.
Ο Ι. Β. Στάλιν, στο σπουδαίο άρθρο του «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα», αναφέρει τα εξής: «Τι είναι έθνος; Εθνος είναι πριν απ' όλα μια κοινότητα, μια καθορισμένη κοινότητα ανθρώπων. Η κοινότητα αυτή δεν είναι ούτε από μια ράτσα ούτε από μια φυλή. Το σημερινό ιταλικό έθνος σχηματίστηκε από Ρωμαίους, Γερμανούς, Ετρούσκους, Ελληνες, Αραβες κλπ. Το γαλλικό έθνος αποτελέστηκε από Γαλάτες, Ρωμαίους, Βρετανούς, Γερμανούς κλπ. Το ίδιο πρέπει να ειπωθεί για τους Αγγλους, τους Γερμανούς και τους άλλους, που διαμορφώθηκαν σε έθνη από ανθρώπους διαφορετικής ράτσας και φυλής.
Το έθνος, λοιπόν, δεν είναι μια κοινότητα από μια ράτσα και από μια φυλή, μα μια ιστορικά διαμορφωμένη κοινότητα ανθρώπων».
Ετσι, ο εθνικισμός καλλιεργείται, με την έννοια της «καθαρότητας» που πρέπει να «σωθεί» και που κινδυνεύει από προσμείξεις (π.χ., Αλβανοί μετανάστες), για να χρησιμοποιηθεί, όταν αυτό εξυπηρετεί σε μια δοσμένη στιγμή την κυρίαρχη τάξη. Οταν χρειάζεται φτηνούς εργάτες και μπορεί να τους βρίσκει, π.χ., στους Αλβανούς (μέχρι και νεκροί στο Ολυμπιακό χωριό υπήρξαν), να καλλιεργεί την έχθρα ανάμεσα στους Ελληνες εργάτες και τους μετανάστες που τους παίρνουν τις δουλιές, δικαιολογώντας έτσι την ανεργία και τη φτώχεια. Ετσι, αποπροσανατολίζει από το γεγονός ότι αυτά είναι αποτέλεσμα των αντιφάσεων του καπιταλισμού που πρέπει να καταργηθεί, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, και της πολιτικής που υπηρετεί το κεφάλαιο. Ετσι, διασπούν το κοινό μέτωπο Ελλήνων και ξένων εργατών κατά της εκμετάλλευσης.
Ο κοσμοπολιτισμός, η άλλη όψη του νομίσματος, είναι μέρος της αντιδραστικής αστικής αντίληψης, που διαδίδεται από τους ιδεολόγους του ιμπεριαλισμού και αποτελεί ένα όπλο στα χέρια του κεφαλαίου, στην προσπάθειά τους να υποτάσσουν την εργατική τάξη της χώρας τους στους δικούς τους εκμεταλλευτικούς σκοπούς (η συμμετοχή στην ΕΕ είναι ωφέλιμη για τους ανθρώπους του μόχθου μας, αφού γίνονται Ευρωπαίοι πολίτες, ή πολίτες του κόσμου), αλλά και να υποδουλώνουν άλλους λαούς, στο όνομα της επιβολής των αξιών της καπιταλιστικής ελευθερίας, δηλαδή της ελευθερίας στην εκμετάλλευση. Είναι, επομένως, ένα ιδεολογικό όπλο για την πολιτική και οικονομική υποδούλωση των λαών.
Υπάρχει, βεβαίως, ένα ερώτημα, πώς συνδυάζονται κοσμοπολιτισμός και εθνικισμός. Αλλά ένα παράδειγμα μπορεί να το κάνει κατανοητό. Οι Αμερικανοί, λένε οι κυβερνήσεις τους, είναι το έθνος που μπορεί και πρέπει να επιβάλει τις δικές του αξίες παγκόσμια. Γι' αυτό και χρειάζεται να δρα ο αμερικανικός λαός ενάντια σε άλλους λαούς. Εδώ καλλιεργείται και ο εθνικισμός και ο κοσμοπολιτισμός. Τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας, λένε τα κόμματα της άρχουσας τάξης, απαιτούν συμμετοχή στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Ακόμη και αν αυτό απαιτεί εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ,(κοσμοπολίτικη λογική), ή και αντιπαράθεση με άλλους λαούς (π.χ., τα εθνικιστικά συλλαλητήρια το 1992 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, προκειμένου να ενταχτεί στην υπηρεσία της Δύσης, με μοχλό την Ελλάδα). Εδώ, η άρχουσα τάξη όξυνε τον εθνικισμό, προκειμένου να πετύχει εξαγωγή κεφαλαίων στη γειτονική χώρα και σε άλλες Βαλκανικές χώρες. Οπως και έγινε σ' ένα βαθμό, αφού σήμερα όχι μόνον ελληνικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αλλά και ελληνικός στρατός υπάρχει στα Βαλκάνια, ως στρατός κατοχής.
Οι εργάτες δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, ενώ τους ενώνουν τα πάντα. Και αυτή είναι η βάση της εξάλειψης του εθνικισμού και του κοσμοπολιτισμού. Σαν απάντηση αντιτάσσουν τον προλεταριακό διεθνισμό, την κοινή ταξική τους πάλη, ανεξαρτήτως εθνικότητας, για την οριστική απαλλαγή τους από τα δεσμά της εκμετάλλευσης.
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=2479834
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός
Με την ένταση της οικονομικής κρίσης αναπτύσσεται ραγδαία ένας ακραίος, αμυντικός εθνικισμός και στον δημόσιο χώρο και σε αυτόν της πολιτικής πρακτικής. Λόγω αυτού αξίζει τον κόπο να εξετάσει κανείς τις αλληλοσυνδεόμενες έννοιες του εθνικισμού, του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού- έννοιες που παίζουν κεντρικό ρόλο στις διαμάχες περί έθνους και εθνικής ταυτότητας.
Ο εθνικισμός, στην κλασική εκδοχή του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κράτος-έθνος- όπως αυτό αναπτύχθηκε στον 19ο και στον 20ό αιώνα. Το κράτος-έθνος κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιφέρεια της κοινωνίας σε βαθμό που ήταν αδιανόητος σε προνεωτερικές εποχές, κατόρθωσε δηλαδή να κινητοποιήσει και να εντάξει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας επικράτειας στο εθνικό κέντρο. Αυτό σήμαινε τη σταδιακή έκλειψη της παραδοσιακής κοινότητας και τη συγκέντρωση στα χέρια εθνικών ελίτ όχι μόνο των μέσων οικονομικής και πολιτισμικής παραγωγής αλλά και των μέσων κυριαρχίας. Σήμαινε με άλλα λόγια τη μετατόπιση υλικών και άυλων πόρων από την περιφέρεια στο κέντρο. Σήμαινε τέλος ένα πέρασμα από την ταύτιση του ατόμου με την τοπική κοινότητα στην ταύτιση με τη «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους-έθνους (Ρ. Αnderson). Ετσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, η τοπική ταυτότητα ήταν συχνά ισχυρότερη της εθνικής. Σταδιακά όμως η δεύτερη υπερισχύει της πρώτης. ...
Στην ελληνική περίπτωση, για παράδειγμα, πριν από την Επανάσταση του 1821 η ελληνική ταυτότητα ήταν εθνοτική (βασιζόταν στη θρησκεία και στη συνέχεια της γλώσσας) και τοπικιστική (το υποκείμενο ταυτιζόταν με την κοινότητά του και όχι με το οθωμανικό κράτος). Με το όραμα ενός ελληνικού κράτους, την ίδρυσή του και την εδραίωσή του περνάμε από το εθνοτικό στο εθνικό. Από το τοπικό στο υπερτοπικό.
Το κράτος-έθνος δεν κατάφερε μόνο να εντάξει τον πληθυσμό στο εθνικό κέντρο. Κατάφερε επίσης να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό μιας επικράτειας είτε με ειρηνικά μέσα (σχολείο, στρατιωτική θητεία κτλ.), είτε με βίαια (π.χ. η εξολόθρευση των Αρμενίων στην Τουρκία). Ο εθνικισμός, ως ιδεολογία, ήταν χρήσιμος, αν όχι απαραίτητος, στη δημιουργία σύγχρονων κρατών, ιδίως στις περιπτώσεις διάλυσης δυναστικών αυτοκρατοριών, όπως αυτές των Αψβούργων και των Οθωμανών. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εθνικισμός ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη και για την ανεξαρτησία και, στο εσωτερικό της επικράτειας, για την πάταξη τοπικιστικών δυνάμεων που αντετίθεντο στη δημιουργία ισχυρού εθνικού κέντρου. Και βέβαια, ο εθνικισμός στα Βαλκάνια υπήρξε βάση πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των νέων ανεξάρτητων χωρών που είχαν ανταγωνιστικούς στόχους.
Τα πράγματα αλλάζουν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Δύση η αποικιοκρατία καταρρέει, ενώ οι φρικιαστικές εκατόμβες και η γενοκτονία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων (αποτελέσματα ενός ακραίου, παρανοϊκού γερμανικού εθνικισμού) κάνουν τους πολίτες και των ηττημένων δυνάμεων του Αξονα και των Συμμάχων να κοιτάζουν με καχυποψία τους σοβινιστικούς εθνικισμούς- είτε αυτοί παίρνουν αποικιοκρατική μορφή είτε τη μορφή αλυτρωτικών διεκδικήσεων.
Οι ευρωπαίοι πολίτες και στο κέντρο και στη νοτιοανατολική ημιπεριφέρεια αρχίζουν σταδιακά να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη «δόξα των όπλων» και περισσότερο για την ποιότητα ζωής, λιγότερο για στρατιωτικές περιπέτειες και περισσότερο για τη δημοκρατία και το κράτους δικαίου, λιγότερο για την κατάκτηση εδαφών και περισσότερο για τη διάχυση κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το κοινωνικο-δημοκρατικό και ανθρωπιστικό στοιχείο υπερτερεί του γεωπολιτικού. Ετσι περνάμε από τον επιθετικό εθνικισμό στον πατριωτισμό του πολίτη ή του Συντάγματος (Ηabermas).
Δεν είναι περίεργο μάλιστα το ότι μετά την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου η πλειονότητα των ελλήνων πολιτών ενδιαφέρεται λιγότερο για αλυτρωτικούς αγώνες και περισσότερο για την πάταξη του κρατικού δεσποτισμού, της διαφθοράς, την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και την αναβάθμιση της Παιδείας. Αυτού του είδους τα προτάγματα μπορεί να μην εκπληρώθηκαν. Αποτελούν όμως προτεραιότητες για τον μέσο πολίτη.
Τέλος, το πέρασμα από τον εθνικισμό στον πατριωτισμό του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια την εξαφάνιση της παραδοσιακής κουλτούρας. Μπορεί και πρέπει να σημαίνει τη μετουσίωση της παράδοσης μέσω νέων πολιτισμικών μορφών (στον χώρο των γραμμάτων, της τέχνης, της διανόησης) που συνδέουν το παλιό με το νέο, που φέρνουν πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα πατροπαράδοτους τρόπους ζωής και έκφρασης.
Τα πράγματα αλλάζουν πάλι στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80. Η ραγδαία νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και μεταξύ χωρών και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού περιθωριοποιείται. Σε αυτό το πλαίσιο η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία θεοποιεί την αγορά και προωθεί την καταναλωτική κουλτούρα. Από την άλλη, δημιουργεί στα περιθωριοποιημένα στρώματα ανάγκες που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε δύο αντικρουόμενες αντιδράσεις. Αυτοί που είναι θύματα της παγκοσμιοποίησης βλέπουν με καχυποψία το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, περιχαρακώνονται, είναι εχθρικοί προς το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και όπως η παγκοσμιοποίηση εντείνει την εισροή μεταναστών από τις φτωχές στις σχετικά πλούσιες χώρες, οι τελευταίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους που ευθύνονται για όλα τα δεινά της χώρας. Ετσι βλέπουμε την επιστροφή ενός παρωχημένου, ξενοφοβικού εθνικισμού, κυρίως στον χώρο των λαϊκών τάξεων.
Από την άλλη μεριά τώρα, οι κερδισμένοι από το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών, ιδίως αυτοί που πλούτισαν εύκολα και απότομα, απεμπολούν και το εθνικιστικό και το πατριωτικό στοιχείο. Γίνονται πολίτες του κόσμου ή μάλλον καταναλωτές σε πλανητικό επίπεδο. Αποσυνδέονται από τις εθνικές ρίζες και εντάσσονται σε μια μεταμοντέρνα καταναλωτική κουλτούρα. Ετσι οι κοσμοπολίτικες, νεοπλουτίστικες ελίτ δεν ενδιαφέρονται ούτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνταγματικού πατριωτισμού ούτε για τα εθνικά ιδεώδη.
Ευτυχώς με την παγκοσμιοποίηση δεν έχουμε μόνο τον κοσμοπολιτισμό των jet set και των golden boys. Εχουμε, κυρίως στη νέα γενιά, έναν αντικαταναλωτικό, ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό που επικεντρώνεται στα προβλήματα των μεταναστών, της παγκόσμιας φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Αυτού του είδους ο κοσμοπολιτισμός παίρνει τη μορφή κινημάτων που εντάσσονται στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία των πολιτών- κινημάτων, όπως η Greenpeace, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η Διεθνής Αμνηστία κτλ.
Συμπερασματικά, το εθνικιστικό, το πατριωτικό και το κοσμοπολίτικο στοιχείο αποτελούν σήμερα μιαν αλυσίδα, ο αδύναμος κρίκος της οποίας είναι το πατριωτικό, ο πατριωτισμός του Συντάγματος. Οσο η κοινωνική περιθωριοποίηση και οι ανισότητες εντείνονται, τόσο ο φοβικός εθνικισμός από τη μια μεριά και ο καταναλωτικός κοσμοπολιτισμός από την άλλη θα καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=386734
Πατριωτισμός ή κοσμοπολιτισμός;
Η κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς στα 1570 προκάλεσε μια κρίση στην επικυρίαρχη δύναμη, τη Βενετία, η οποία αποτυπώθηκε σε μια διαμάχη απόψεων γύρω από την πολιτική και την έννοια της πατρίδας. Το 1572 λοιπόν ο Πάολο Παρούτα έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «Della perfezione della vita politica» (Για την τελειοποίηση της πολιτικής ζωής), στο οποίο υπογράμμιζε ότι ήταν καθήκον κάθε ενάρετου ανδρός να συμμετέχει στην πολιτική ζωή (για τις γυναίκες ούτε λόγος ακόμη· όσο για τους άνδρες, υπό προϋποθέσεις). Το καθήκον αυτό επιβαλλόταν από κάποιο υπέρτερο: την αγάπη προς την πατρίδα, «η οποία είναι μια συντροφία ανθρώπων, όχι τυχαία και βραχυχρόνια όπως των ναυτικών, αλλά βασισμένη στη φύση, (...) η οποία περιλαμβάνει τους γιους και τους γονείς, τους φίλους». Η αγάπη προς την πατρίδα σήμαινε να θέτει κανείς το δημόσιο συμφέρον πάνω από το ιδιωτικό.
Δεν πέρασε καιρός πολύς και ένας ιερωμένος, ο Μονσινιόρ Φίλιππος Μοντσενίγος απάντησε λέγοντας ότι αυτή η αγάπη για την πατρίδα δεν ανήκει στους φυσικούς νόμους αλλά είναι ανθρώπινο δημιούργημα. «Ο Θεός δεν έθεσε σύνορα ούτε στα πτηνά του ουρανού ούτε στα ζώα της γης ούτε στους ιχθύς των ωκεανών. Γιατί επομένως οι άνθρωποι, που είναι ανώτεροι από τα ζώα, θα έπρεπε να κλείνονται στα όρια μιας πατρίδας; (...) Αληθινή πατρίδα είναι αυτή στην οποία ζει κανείς καλά. Επομένως ο σοφός άνθρωπος μπορεί να ονομάσει πατρίδα του οποιοδήποτε μέρος του κόσμου». Ο Μοντσενίγος δεν αναγνώριζε άλλη πατρίδα από την ουράνια. Σε αυτή την άποψη ο Παρούτα απάντησε: «Δεν έχουμε τίποτε πιο ακριβό και πιο πολύτιμο από την πατρίδα. Αν καταστραφεί η αγάπη για την πατρίδα, χάνεται κάθε αξιοπρέπεια της πολιτισμένης ζωής, της ζωής μέσα στην πολιτεία».
Αυτή η συζήτηση επανελήφθη και τον 17ο αι. στη Βενετία, όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν και την Κρήτη. Πέρα από τα συγκεκριμένα συμφραζόμενα, η συζήτηση αυτή ανάμεσα στους πατριώτες και στους κοσμοπολίτες έχει δημιουργήσει μια μακρά παράδοση στην πολιτική σκέψη που δεν λέει να κατακαθήσει. Με το πέρασμα του χρόνου εμπλουτίστηκε με τις αξίες και τη λογική του Διαφωτισμού και ο κοσμοπολιτισμός ονομάστηκε «ουνιβερσαλισμός» με την προβληματική του έθνους και του εθνικού κράτους όπου η πατρίδα ταυτίστηκε με το έθνος και την κρατική του συγκρότηση και ο πατριωτισμός συγχρωτίστηκε με τον εθνικισμό με την προβληματική των ταξικών συμφερόντων και προσδοκιών τα οποία τέμνουν τα εθνικά συμφέροντα (προλεταριακός διεθνισμός).
Τέλος, εμπλουτίστηκε με την προβληματική της «διαφοράς» και του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των μειονοτήτων και των κάθε λογής πολιτισμικών ομάδων μέσα στα πλαίσια της εθνικής συλλογικότητας. Ετσι ο κοσμοπολιτισμός απέκτησε εσωτερική διαπερατότητα ανάμεσα στο εθνικό «εμείς» και στους «άλλους», με την ανθρωπολογική σημασία του όρου. Ο κοσμοπολίτης προς τα έξω έγινε και κοσμοπολίτης προς τα μέσα. Ξαναβρίσκουμε το νήμα αυτής της συζήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή τη φορά όχι ανάμεσα στους διανοουμένους της Δεξιάς και της Αριστεράς, αλλά ανάμεσα σ' αυτούς τους τελευταίους (και με την έννοια που έχει η Αριστερά στην Αμερική).
Οι αιτίες ήταν ώριμες αλλά η αφορμή δόθηκε από ένα άρθρο του γνωστού πολιτικού φιλοσόφου Richard Rorty στους «New York Times» (13.2.1994) με τίτλο «The Unpatriotic Academy» (Οι μη πατριώτες πανεπιστημιακοί). Ο Rorty κατηγόρησε την πανεπιστημιακή Αριστερά ότι υποστηρίζοντας την πολιτική της «διαφοράς», δηλαδή μια πολιτική που σκοπό έχει να αναδείξει την ταυτότητα και τα δικαιώματα των γυναικών, των Αφροαμερικανών, των ιθαγενών Ινδιάνων, των Ισπανόφωνων, των Ασιατών, των ομοφυλόφιλων κλπ., υπονομεύει την εθνική ταυτότητα και αυτεκτίμηση του αμερικανικού έθνους. Η ταυτότητα αυτή, κατά τον Rorty, απηχεί τις δημοκρατικές αρχές του Εμερσον, του Λίνκολν, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κ.ά. Είναι απαραίτητη γιατί τροφοδοτεί το πατριωτικό αίσθημα, χωρίς το οποίο δεν μπορούν να κινητοποιηθούν οι πολίτες για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν την κοινωνία συνολικά. Ενας άλλος Αμερικανός, ο Sheldon Hackney, ζήτησε να ανοίξει μια δημόσια συζήτηση για την αμερικανική ταυτότητα.
Καθώς τα τελευταία χρόνια στην αμερικανική κοινωνία γίνεται πολλή συζήτηση για την ηθική, η Martha Nussbaum, γνωστή ιστορικός της ελληνιστικής φιλοσοφίας, απάντησε ότι ο πατριωτισμός είναι ηθικά επικίνδυνος και σε τελευταία ανάλυση υπονομεύει τις ίδιες τις αρχές της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, τις οποίες επικαλείται ο Rorty. Τα εθνικά σύνορα, γράφει, είναι αυθαίρετα ή έχουν επιβληθεί διά της βίας. Είναι επομένως παράλογο να τους αποδίδεται ηθική σημασία. Αν οι άνθρωποι εκπαιδεύονταν για να ζουν ως πολίτες του κόσμου, θα ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη φτώχεια και την εξαθλίωση του Τρίτου Κόσμου, για τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αφορούν ολόκληρο τον πλανήτη. Δεν θα ζούσαν έγκλειστοι στον εθνικό τους εγωισμό. Θα αντιλαμβάνονταν μάλιστα καλύτερα τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες και τον εαυτό τους.
Στη θέση της Nussbaum αντέδρασαν ο Michael Waltzer και η Amy Gutman, αμφότεροι πολιτικοί φιλόσοφοι στο Πρίνστον: Δεν μπορούμε να είμαστε πολίτες του κόσμου γιατί δεν έχει αυτός ο κόσμος πολιτικές δομές στις οποίες μπορούμε να συμμετάσχουμε και να επηρεάσουμε. Για να είμαστε πολίτες χρειαζόμαστε μια πολιτική κοινότητα και αυτή προς το παρόν είναι το εθνικό κράτος, εκείνο που περικλείεται από τα εθνικά σύνορα. Την ιδιότητα του πολίτη όμως την απολαμβάνουμε μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας. Και βέβαια η δημοκρατία για να επιζήσει χρειάζεται τον πατριωτισμό, γιατί η δημοκρατία διατηρείται με τη μαζική συμμετοχή στην πολιτική ζωή· πρόκειται όμως όχι για πατριωτισμό χρωματισμένο με τα εθνικά χρώματα, αλλά για τον «συνταγματικό πατριωτισμό», σύμφωνα με τον όρο του γερμανού φιλοσόφου Jurgen Habermas. Πρόκειται επομένως για ένα πολιτικό αίσθημα που γεννιέται από την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη δημοκρατική ζωή, ανεξάρτητα από τα εθνοπολιτισμικά χαρακτηριστικά του καθενός. Το έθνος και η πατρίδα
Ο τύπος της ενότητας που έχει ανάγκη η δημοκρατία δεν είναι το έθνος ως πολιτισμική οντότητα, αλλά η πατρίδα ως η κοινή ελευθερία που προστατεύεται από τους νόμους. Ετσι, σε θεωρητικό επίπεδο η συζήτηση περιστράφηκε στις διαφορές ανάμεσα σε δύο όρους: ethno-nationalism, δηλαδή εθνική ιδεολογία βασισμένη σε εθνοτικά χαρακτηριστικά και κληροδοτημένες πολιτισμικές κληρονομιές· και civic nationalism, δηλαδή εθνική ιδεολογία πάνω στην έννοια του έθνους ως δημοκρατικά οργανωμένης κοινότητας. Κατά κάποιον τρόπο αναπαράγεται η διαφορά ανάμεσα στον εθνικισμό της Γαλλικής Επανάστασης και στον γερμανικό εθνικισμό του Χέρντερ και του Φίχτε. Αλλωστε τις διαφορές ανάμεσα στον δημοκρατικό πατριωτισμό και στον εθνικισμό ανέλαβε να τις συνοψίσει ο Μ. Viroli, ο οποίος, όπως και ο Miroslav Hroch που αντιτίθεται στην ισοπέδωση των κινημάτων εθνικής συγκρότησης υπό τον γενικευτικό όρο του εθνικισμού, προέρχεται από την Ευρώπη Ιταλός ο ένας, Τσέχος ο άλλος.
Παρά την προϋπάρχουσα συζήτηση, τα ερωτήματα πέφτουν βροχή. Μπορούν μόνο οι πολιτικές διαδικασίες, όσο δημοκρατικές και αν είναι, να εμπνεύσουν τους πολίτες; Δεν χρειάζεται η κοινότητα των εμπειριών, η κοινότητα της μνήμης; Ετσι όμως δεν μεταβαίνουμε στην εθνική μνήμη, στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του έθνους, και επομένως δεν γλιστράμε στον εθνικό μύθο που θέλουμε να εξορκίσουμε; Η εθνική ιδεολογία, αν και ενισχύει τους εσωτερικούς δεσμούς, δεν αποκλείει όμως από τη δημοκρατική ζωή όλους όσοι δεν συμμερίζονται τα κοινά χαρακτηριστικά ή την κυρίαρχη εκδοχή, το κυρίαρχο αφήγημα περί κοινών χαρακτηριστικών; Δεν καταστέλλει επομένως κάθε εκδήλωση διαφορετικότητας, κάθε έκφραση της ιδιαιτερότητας και της ταυτότητας των ποικίλων πολιτισμικών ομάδων, την κατακτημένη πλέον αρχή της πολυπολιτισμικότητας;
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στη «New Left Review» ο Eric Hobsbawm έγραψε ότι τα «νέα κινήματα» που βασίζονται στην πολιτική της ταυτότητας «είναι καθ' εαυτά και δι' εαυτά και για κανέναν άλλον»· και επεσήμανε τον «κίνδυνο της αποδιάρθρωσης σε μια καθαρή συμμαχία μειονοτήτων», σε σχέση με τα καθολικά αιτήματα που προωθούσε η Αριστερά στην παράδοση του Διαφωτισμού. Ο ίδιος ιστορικός, σε ένα συνέδριο τον περασμένο Νοέμβριο στο Πρίνστον (όπου συμμετείχαν οι περισσότεροι από τους παραπάνω), έθεσε σε κριτική την έννοια της παγκοσμιοποίησης. Περισσότερο και από μια εμπράγματη τάση, υποστήριξε, έχει γίνει μια ρητορεία η οποία, αμφισβητώντας τις δυνατότητες του εθνικού κράτους, τείνει να ακυρώσει τις δυνατότητες των πολιτών να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις. Υποστήριξε ότι ο μεγαλύτερος όγκος των παγκόσμιων οικονομικών συναλλαγών ενεργείται ακόμη μέσα στα πλαίσια των εθνικών κρατών. Κατά συνέπεια τα εθνικά κράτη διατηρούν μεγάλο μέρος της δύναμής τους.
Ωστόσο η ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου δεν αποτελεί ένα σιδερένιο χέρι πάνω από τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως είχε υποστηρίξει πριν από χρόνια ο Karl Polanyi. Από την άλλη πλευρά, ποιος μπορεί να ελέγξει και να μετριάσει τις ανισότητες που επιβάλλουν οι δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς που λειτουργούν ως κράτη εντός και εκτός συνόρων, αν όχι η πολιτική, μέσα από τα μόνα διαθέσιμα μέσα που έχει και τα οποία είναι τα εθνικά κράτη;
Το χέρι του κεφαλαίου
Το πρόβλημα επομένως είναι, κατά τον Hobsbawm, πώς η Αριστερά μπορεί να κινητοποιήσει το έθνος για να επιτύχει μεγαλύτερη ισότητα και δικαιοσύνη, χωρίς να χρησιμοποιήσει εθνικιστική ιδεολογία την οποία σχεδόν πάντα εκμεταλλεύεται η Δεξιά για να επιβάλλει αποκλεισμούς και εθνικές διαμάχες.
Γρίφος. Πώς, λ.χ., ο πολυπολιτισμικός πληθυσμός μιας πόλης όπως η Νέα Υόρκη θα στρατευθεί σε μια νέα εθνική ιδέα, έστω και με δημοκρατικό περιεχόμενο, χωρίς τουλάχιστον μια ισχυρή εξωτερική απειλή, ίσου τουλάχιστον μεγέθους με αυτήν του τελευταίου πολέμου; Και αν αυτό το αναλάβουν τα ΜΜΕ, ποιος θα περιμαζέψει τις υστερίες που συνήθως δημιουργεί ο ηλεκτρονικός λαϊκισμός; (Εχουμε πείρα στην Ελλάδα). Εξάλλου μια παρόμοια ιδεολογία, ανεξάρτητα αν την κινεί η Αριστερά, δεν θα καταστείλει τις πολυπληθείς πλέον ταυτότητες και ιδεολογίες που εκφράζουν την κατάτμηση του σύγχρονου κόσμου αλλά και την αξιοπρέπεια των μειονοτήτων και των ομάδων που τον αποτελούν; Και δεν είναι, ακόμη, οξύμωρο το σχήμα μιας Αριστεράς που φοράει ξανά τον εθνικό επενδύτη εναντίον του οποίου τόση κριτική έχει ασκήσει; Βέβαια, όπως μας έδειξε το παράδειγμα της Βενετίας, στη μεγάλη διάρκεια, Αριστερά και Δεξιά μετέρχονται εναλλάξ τον πατριωτισμό και τον κοσμοπολιτισμό.
Υπάρχουν ακόμη κινήματα και προσωπικότητες που έγιναν σύμβολα ταυτόχρονα και του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού, όπως π.χ. ο Γαριβάλδης και οι εθελοντές στις επαναστάσεις από το 1821 ώς το 1936, ο Τσε Γκεβάρα στα χρόνια μας κ.ά. Αυτόν τον συνδυασμό άλλωστε προτείνουν και εκπρόσωποι της λεγομένης «μετα-αποικιακής θεωρίας», όπως ο Kwame Anthony Appiah, καθηγητής των Αφροαμερικανικών σπουδών στο Χάρβαρντ, και ο Homi Bhabha, του Πανεπιστημίου του Σάσεξ. Η κοινωνική αλληλεγγύη
Οι συζητήσεις αυτές δείχνουν τα όρια οποιασδήποτε επιλογής σε αυτό το αρχικό δίλημμα «πατριωτισμός ή κοσμοπολιτισμός;» σήμερα. Δείχνουν όμως ότι η Ακαδημία δεν είναι τόσο αντιπατριωτική, όπως ισχυρίστηκε ο Rorty. Ενδεχομένως στις αναλύσεις περί έθνους, τα τελευταία χρόνια, τονίστηκε περισσότερο η πλευρά της κατασκευής και μάλιστα η συμβολική και ιδεολογική διάστασή της. Το έθνος όμως είναι μια συλλογικότητα εμπειρίας, αλληλεγγύης και πολιτικής δράσης. Κατασκευάζεται δηλαδή εννοιολογικά και πολιτικά· και μάλιστα καθημερινά. Επομένως οι συζητήσεις αυτές και τα διλήμματα εμπλουτίζουν την έννοια του έθνους και την καθημερινή του διάσταση εντός της οποίας ασκείται η πολιτική. Γιατί, αν το έθνος αφεθεί στους εθνικιστές θεωρητικούς, τότε θα καταντήσει εικόνα ευνουχιστικού πατέρα. Χρειαζόμαστε μια δημοκρατική σύλληψη του έθνους και τη διάσταση της εθνικής αλληλεγγύης μέσα στα σύγχρονα συμφραζόμενά της ως κοινωνικής αλληλεγγύης.
Παρά τις θεωρητικές αδυναμίες της η έννοια του «συνταγματικού πατριωτισμού» μάς είναι χρήσιμη. Το ίδιο ισχύει κατ' αναλογίαν και για τον κοσμοπολιτισμό. Τα κυρίαρχα οικονομικά δίκτυα προσφέρουν συχνά φιλόξενη υποδοχή στις θεωρίες του αντεθνικισμού, του αντιρατσισμού, του φεμινισμού, του πολυπολιτισμού και της διαφοράς. Ετσι, πολλά από αυτά τα «νέα κινήματα» κατέληξαν χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα. Γιατί, σήμερα, δεν είναι οι κορυφές της οικονομικής πυραμίδας που κινητοποιούν τα μισόξενα και εθνικιστικά αισθήματα. Οι διαχειριστές του οικονομικού παιχνιδιού επιδιώκουν την ενιαιοποίηση των αγορών, όχι τους αποκλεισμούς. Είναι όσοι αισθάνονται να απειλούνται που επιδιώκουν προστατευτικούς αποκλεισμούς. Αυτή άλλωστε είναι και η διαφορά από την εποχή του Μεσοπολέμου.
Αλλά σε αυτή τη διαδικασία της ενιαιοποίησης και της παγκοσμιοποίησης παράγονται νέες, αβυσσαλέες ανισότητες και αποκλεισμοί. Οι αποκλεισμοί αυτοί δημιουργούνται μέσα από την απόσυρση των ισχυρών στα καλά προστατευμένα κελύφη του ιδιωτικού χώρου. Η γκετοποίηση των άλλων παράγεται έμμεσα, όχι άμεσα. Κατά συνέπεια το κρίσιμο ζήτημα είναι αν ο κοσμοπολιτισμός θα καταντήσει ένας άνευρος «μητροπολιτισμός» ή θα ασκήσει κοινωνική κριτική απέναντι στην πολιτική των μητροπολιτικών κέντρων και στους μηχανισμούς που παγκοσμιοποιούν μια ομοιόμορφη εμπορευματική κουλτούρα, την κουλτούρα του «Mac World».
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός
Εφτασε το αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα ανάμεσα στις Εθνικές ομάδες Αλβανίας και Ελλάδας να γίνει αφορμή για την εκδήλωση φαινομένων τόσο ακραίου εθνικισμού, που οδήγησε μέχρι και σε φόνο. Δεν πρόκειται μέσα απ' αυτό το άρθρο, να σταθούμε σ' αυτό καθεαυτό το συγκεκριμένο επεισόδιο. Αλλωστε, αλλού είναι το πρόβλημα: Στις αιτίες που διαμορφώνουν συνειδήσεις εθνικιστικές - ρατσιστικές και στους σκοπούς που αυτές υπηρετούν. Αυτός ο παροξυσμός εθνικισμού, ο οποίος με σκαμπανεβάσματα, καθόλη τη διάρκεια της 10ετίας του '90, εμφανίστηκε και συνεχίζει σαν αφορμή, που όξυνε τις αντιθέσεις ανάμεσα σε λαούς που συμβίωναν για πάνω από μισόν αιώνα στα Βαλκάνια, που οδήγησε σε πολέμους και σε διαμελισμούς κρατών, που συνεχίζει να υποθάλπει το φανατισμό και το μίσος διαιωνίζοντας την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», ήταν, τελικά, και είναι αποτέλεσμα επεμβάσεων ιμπεριαλιστικών κρατών μετά την αντεπανάσταση. Και οι εμφανιζόμενες τάσεις εθνικής ανεξαρτησίας, που επίσης από μιαν ορισμένη πλευρά της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας, και όχι μόνο, χαρακτηριζόταν αυτοί οι πόλεμοι, που οδήγησαν σε διαμελισμούς, ως εθνικοαπελευθερωτικοί, ήταν επίσης αποτέλεσμα ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Για παράδειγμα, είναι γνωστό πλέον πως ο στρατός της Κροατίας, που πολεμούσε δήθεν για την ανεξαρτησία της από τη Σερβία, στην τότε ενιαία Γιουγκοσλαβία, ήταν μισθοφορικός, οργανωμένος από τη Γερμανία. Το παράδειγμα αρκεί, για να γίνει κατανοητό πως πίσω από την έξαρση του εθνικισμού βρίσκεται το κεφάλαιο, η αστική τάξη, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, εποχή της πιο ακραίας αντίδρασης.
Βεβαίως, εύλογο και το ερώτημα, πώς σε μια περίοδο, που η προπαγάνδα της άρχουσας τάξης, όλων των επιτελείων της, επιδιώκει να διαμορφώσει συνειδήσεις ανοχής ή και στήριξης, υπεράσπισης της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης - παρουσιάζοντάς την ως ουδέτερη και αταξική διαδικασία, έξω και πάνω από τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής, δηλαδή την καπιταλιστική ιδιοκτησία - που προβάλλει τον κοσμοπολιτισμό ως ιδεολογία της (είμαστε όλοι πολίτες αυτού του κόσμου, ή του λεγόμενου πλανητικού χωριού), μπορεί να υποδαυλίζει και να οξύνει τον εθνικισμό. Εδώ έφτασαν, να προπαγανδίζουν ότι πέφτουν τα σύνορα ανάμεσα στα κράτη, ιδιαίτερα στα κράτη - μέλη περιφερειακών καπιταλιστικών ενώσεων, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, που οι ελευθερίες κίνησης (κεφαλαίου, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και προσώπων) αποτελούν θεμέλιο της πολιτικής τους. Πώς υποδαυλίζουν τον εθνικισμό;
Και όμως, αρκεί να δούμε προσεκτικά την προπαγάνδα περί εθνικών στόχων, εθνικών ιδεών, που γίνονται πράξη από τις κυβερνήσεις (η ΟΝΕ, π.χ., ήταν ένας τέτοιος στόχος, η συμμετοχή στο λεγόμενο σκληρό πυρήνα είναι άλλος ένας, η πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων, επίσης, ήταν εθνικός στόχος), για να αντιληφθούμε πως ο εθνικισμός με τον κοσμοπολιτισμό είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Αλλά για να συνειδητοποιηθεί χρειάζεται η ταξική προσέγγιση των φαινομένων, των στόχων που θέτει η κυρίαρχη πολιτική, για να γίνει κατανοητό πώς ένας εθνικός στόχος (π.χ., η ισχυροποίηση της Ελλάδας, η συμμετοχή της στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ), συνδυάζει τον εθνικισμό του κεφαλαίου, (ισχυροποίησή του) με τον κοσμοπολιτισμό του, (συμμετοχή στην καπιταλιστική διεθνοποίηση). Που στον καπιταλισμό σημαίνει και εξαγωγή του σε νέες αγορές (π.χ., για την Ελλάδα στα Βαλκάνια), άρα εκμετάλλευση και άλλων λαών. Σημαίνει, επίσης, φτηνούς εργάτες, άρα μετανάστες, γεγονός που οδηγεί και στην κοσμοπολίτικη και στην εθνικιστική προπαγάνδα, ή την καλλιέργειά της στο εσωτερικό πλέον μιας χώρας, γιατί, ως τακτική του «διαίρει και βασίλευε» της εργατικής τάξης ανάλογα με την εθνική της καταγωγή, την κάνει πιο ευάλωτη διασπώντας την, μειώνει τις αντιστάσεις της στην ένταση της εκμετάλλευσης.
Ας δούμε, λοιπόν, τι είναι εθνικισμός, τι κοσμοπολιτισμός και γιατί αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας.
Εθνικισμός είναι ιδεολογία της αστικής τάξης, που αποσκοπεί να διεγείρει το μίσος των λαών ενάντια σε άλλους λαούς και να στεριώσει στη συνείδησή τους την αντίληψη της κυριαρχίας ενός κράτους πάνω σ' ένα άλλο. Ο εθνικισμός καλλιεργείται από τα καπιταλιστικά κράτη, γιατί στη φύση της ατομικής ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου βρίσκεται η ανάγκη της διαίρεσης των ανθρώπων, που δίνει την ευκαιρία πιο εύκολης επιβολής της καταπίεσης και εκμετάλλευσης. (Ενα μέσον και μάλιστα ισχυρό είναι η εθνική καταγωγή). Η αστική τάξη διαδίδει τον εθνικισμό, για να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα στους εργαζόμενους των διαφόρων εθνών. Για να τους εμποδίσει να χειραφετηθούν και να ενωθούν σε κοινό μέτωπο ενάντιά της. Για να αποσπάσει την προσοχή τους από την ταξική πάλη για την ανατροπή του κεφαλαίου. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, η αστική τάξη χρησιμοποιεί τον εθνικισμό για την προετοιμασία των ιμπεριαλιστικών πολέμων και για να δικαιολογήσει την υποδούλωση άλλων λαών. Επίσης, χρησιμοποιεί τον εθνικισμό και στο εσωτερικό ενός κράτους, όταν το αστικό κράτος είναι πολυεθνικό, ή όταν υπάρχει μεγάλο τμήμα μεταναστών, με δεδομένο το αντικειμενικό γεγονός, σύμφυτο του καπιταλισμού, της ανεργίας, της φτώχειας, της εξαθλίωσης.
Ο εθνικισμός μπορεί και διαδίδεται ή επιδρά σε συνειδήσεις ανώριμες πολιτικά, ταξικά, επειδή ακριβώς υπάρχει το έδαφος ανάπτυξής του από την εποχή των αστικών επαναστάσεων και τη δημιουργία καπιταλιστικών κρατών. Είναι η εποχή περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Η ανερχόμενη αστική τάξη, προοδευτική τότε, είχε την ανάγκη, προκειμένου να δημιουργήσει το δικό της κράτος, να προσδώσει εθνικό χαρακτήρα, προβάλλοντας το εθνοτικό στοιχείο ως κυρίαρχο, προκειμένου να προωθήσει τις δικές της καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ενάντια στις αντιδραστικές τότε φεουδαρχικές. Μπορούσε έτσι να τραβήξει μαζί της όλα τα τότε καταπιεζόμενα από τη φεουδαρχία κοινωνικά λαϊκά στρώματα με αιχμή το εθνικό στοιχείο. Ετσι συγκροτήθηκε το έθνος - κράτος. Για παράδειγμα, η επανάσταση του 1821, ενώ ήταν αστική ως προς το κοινωνικό της περιεχόμενο, έμεινε στην ιστορία ως εθνικοαπελευθερωτική.
Η συγκρότηση του έθνους - κράτους δε σήμαινε ούτε τότε καθαρότητα εθνική, με την έννοια της εθνικής ρίζας, της φυλής κλπ. Βεβαίως, το σημερινό θέμα μας δεν είναι η ιστορική έρευνα για τη διαμόρφωση του έθνους - κράτους. Αν κάνουμε αυτές τις αναφορές, είναι ακριβώς επειδή η «καθαρότητα» του έθνους χρησιμοποιήθηκε από την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, για να υποδαυλίζει τον εθνικισμό και να κάνει πολέμους, φτάνοντας κάποτε να αναγάγει την έννοια του έθνους στην «καθαρότητά» του, όπως επίσης και να δικαιολογεί τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους (π.χ., Βαλκάνια) με τη δημιουργία «καθαρών» εθνικών κρατών. Χρησιμοποιεί, δε, ανάλογη προπαγάνδα για τους ίδιους σκοπούς της διαιώνισης του καπιταλισμού, δημιουργώντας και οξύνοντας αντιθέσεις και ανταγωνισμούς ανάμεσα στην εργατική τάξη με βάση την εθνική καταγωγή. Μια ματιά στο «περιούσιο», κατά τη ρήση της Μ. Ολμπράιτ, αμερικάνικο έθνος φτάνει για να γίνει αντιληπτό ότι οι Αμερικάνοι σαν έθνος υπάρχουν στις ΗΠΑ, αλλά αυτό το έθνος απαρτίζεται από Αγγλους, Ιρλανδούς, Αφρικανούς, Λατινοαμερικάνους, Κινέζους κ.ά. Βεβαίως, η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δε διστάζει να καλλιεργεί τον εθνικισμό («περιούσιο» έθνος οι Αμερικάνοι), για να υποτάσσει τον αμερικάνικο λαό στους ιμπεριαλιστικούς πολεμικούς της σκοπούς.
Ο Ι. Β. Στάλιν, στο σπουδαίο άρθρο του «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα», αναφέρει τα εξής: «Τι είναι έθνος; Εθνος είναι πριν απ' όλα μια κοινότητα, μια καθορισμένη κοινότητα ανθρώπων. Η κοινότητα αυτή δεν είναι ούτε από μια ράτσα ούτε από μια φυλή. Το σημερινό ιταλικό έθνος σχηματίστηκε από Ρωμαίους, Γερμανούς, Ετρούσκους, Ελληνες, Αραβες κλπ. Το γαλλικό έθνος αποτελέστηκε από Γαλάτες, Ρωμαίους, Βρετανούς, Γερμανούς κλπ. Το ίδιο πρέπει να ειπωθεί για τους Αγγλους, τους Γερμανούς και τους άλλους, που διαμορφώθηκαν σε έθνη από ανθρώπους διαφορετικής ράτσας και φυλής.
Το έθνος, λοιπόν, δεν είναι μια κοινότητα από μια ράτσα και από μια φυλή, μα μια ιστορικά διαμορφωμένη κοινότητα ανθρώπων».
Ετσι, ο εθνικισμός καλλιεργείται, με την έννοια της «καθαρότητας» που πρέπει να «σωθεί» και που κινδυνεύει από προσμείξεις (π.χ., Αλβανοί μετανάστες), για να χρησιμοποιηθεί, όταν αυτό εξυπηρετεί σε μια δοσμένη στιγμή την κυρίαρχη τάξη. Οταν χρειάζεται φτηνούς εργάτες και μπορεί να τους βρίσκει, π.χ., στους Αλβανούς (μέχρι και νεκροί στο Ολυμπιακό χωριό υπήρξαν), να καλλιεργεί την έχθρα ανάμεσα στους Ελληνες εργάτες και τους μετανάστες που τους παίρνουν τις δουλιές, δικαιολογώντας έτσι την ανεργία και τη φτώχεια. Ετσι, αποπροσανατολίζει από το γεγονός ότι αυτά είναι αποτέλεσμα των αντιφάσεων του καπιταλισμού που πρέπει να καταργηθεί, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, και της πολιτικής που υπηρετεί το κεφάλαιο. Ετσι, διασπούν το κοινό μέτωπο Ελλήνων και ξένων εργατών κατά της εκμετάλλευσης.
Ο κοσμοπολιτισμός, η άλλη όψη του νομίσματος, είναι μέρος της αντιδραστικής αστικής αντίληψης, που διαδίδεται από τους ιδεολόγους του ιμπεριαλισμού και αποτελεί ένα όπλο στα χέρια του κεφαλαίου, στην προσπάθειά τους να υποτάσσουν την εργατική τάξη της χώρας τους στους δικούς τους εκμεταλλευτικούς σκοπούς (η συμμετοχή στην ΕΕ είναι ωφέλιμη για τους ανθρώπους του μόχθου μας, αφού γίνονται Ευρωπαίοι πολίτες, ή πολίτες του κόσμου), αλλά και να υποδουλώνουν άλλους λαούς, στο όνομα της επιβολής των αξιών της καπιταλιστικής ελευθερίας, δηλαδή της ελευθερίας στην εκμετάλλευση. Είναι, επομένως, ένα ιδεολογικό όπλο για την πολιτική και οικονομική υποδούλωση των λαών.
Υπάρχει, βεβαίως, ένα ερώτημα, πώς συνδυάζονται κοσμοπολιτισμός και εθνικισμός. Αλλά ένα παράδειγμα μπορεί να το κάνει κατανοητό. Οι Αμερικανοί, λένε οι κυβερνήσεις τους, είναι το έθνος που μπορεί και πρέπει να επιβάλει τις δικές του αξίες παγκόσμια. Γι' αυτό και χρειάζεται να δρα ο αμερικανικός λαός ενάντια σε άλλους λαούς. Εδώ καλλιεργείται και ο εθνικισμός και ο κοσμοπολιτισμός. Τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας, λένε τα κόμματα της άρχουσας τάξης, απαιτούν συμμετοχή στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Ακόμη και αν αυτό απαιτεί εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ,(κοσμοπολίτικη λογική), ή και αντιπαράθεση με άλλους λαούς (π.χ., τα εθνικιστικά συλλαλητήρια το 1992 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, προκειμένου να ενταχτεί στην υπηρεσία της Δύσης, με μοχλό την Ελλάδα). Εδώ, η άρχουσα τάξη όξυνε τον εθνικισμό, προκειμένου να πετύχει εξαγωγή κεφαλαίων στη γειτονική χώρα και σε άλλες Βαλκανικές χώρες. Οπως και έγινε σ' ένα βαθμό, αφού σήμερα όχι μόνον ελληνικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αλλά και ελληνικός στρατός υπάρχει στα Βαλκάνια, ως στρατός κατοχής.
Οι εργάτες δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, ενώ τους ενώνουν τα πάντα. Και αυτή είναι η βάση της εξάλειψης του εθνικισμού και του κοσμοπολιτισμού. Σαν απάντηση αντιτάσσουν τον προλεταριακό διεθνισμό, την κοινή ταξική τους πάλη, ανεξαρτήτως εθνικότητας, για την οριστική απαλλαγή τους από τα δεσμά της εκμετάλλευσης.
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=2479834
Εθνικισμός - Πατριωτισμός - κοσμοπολιτισμός by Dimitra on Scribd
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.