Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Κριτική: «Περιμένοντας τον Γκοντό» από τον Γιάννη Κακλέα. Η σύνθεση από τις αντιθέσεις

«Αμήχανο πλάσμα εσύ, όταν γεννήθηκες, φοβήθηκες ότι θα πεθάνεις;»

Ποιος είναι τελικά ο Γκοντό; Τι είναι αυτό το έργο που η φαντασιακή και γεμάτη απορίες σαφήνεια του (ας μου επιτραπεί αυτή η λεκτική υπέρβαση) , ταλανίζει τόσα χρόνια το παγκόσμιο θέατρο; Και ποιο τελικά είναι το νόημα και η ουσία του; «Ένα παιχνίδι, τι άλλο», είχε δώσει την εξίσου αινιγματική και ευφυή απάντηση ο ίδιος ο Σάμιουελ Μπέκετ. Ένα παιχνίδι με το οποίο έρχεσαι αντιμέτωπος σε όλο το φάσμα του έργου: από τους χαρακτήρες, αυτούς τους αρχετυπικούς αλήτες , που κάνουν την εμφάνισή τους στη βιομηχανική επανάσταση και συνεχίζουν να δίνουν το παρόν στη σύγχρονη κοινωνία, τους διαλόγους βασισμένους σε κώδικες κωμωδίας και σαρκασμού και την αριστοτεχνική μείξη αυτών των δύο, σε μια θεατρική απεικόνιση μιας σκληρής και αδυσώπητης πραγματικότητας.

Γιατί το θέατρο του παραλόγου, που επαγγέλεται (=υπόσχεται) ο Μπέκετ, δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την λεκτική (πρωτίστως) και σκηνική (σε ύστερο χρόνο) απεικόνιση του παράλογου του πραγματικού. Ο Μπέκετ, δεν φαντασιώνεται πρόσωπα και καταστάσεις. Αντίθετα, ανατρέπει το δόγμα η τέχνη είναι ζωή. Η ζωή είναι τέχνη. Και για αυτό, εισδύει με οντολογικούς όρους, στα απύθμενα βάθη της ψυχολογίας των ηρώων. Η οποία αναμφισβήτητα διαμορφώνεται από την φυσική και κοινωνική κατάσταση του περιβάλλοντος χώρου.

Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», το σπουδαιότερο ίσως μεταπολεμικό έργο της παγκόσμιας γραμματείας, που καταδεικνύει με ωμότητα και σαρκασμό το αδιέξοδο της ανθρωπότητας μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, ο Μπέκετ καταγράφει την δίψα του Ανθρώπου να πιαστεί από κάπου για να συνεχίσει, είτε περιμένοντας απεγνωσμένα και μάταια κάποιον που θα τον σώσει (Ο Θεός-Γκοντ;), o οποίος δεν έρχεται ή να ελπίσει κάτω από ένα φυλλαράκι που γεννιέται στο ξεραμένο δέντρο, να συνομιλήσει με την χαμένη παιδική αθωότητα, να αντικρούει όσο και αν φαντάζει ως μοναδική λύση, την αυτοκαταστροφή (γιατί δεν κρεμιόμαστε; δεν έχουμε σκοινί) και να ελπίζει όσο υπάρχει φεγγάρι που ανατέλει και φωτίζει σκοτάδια.

Σε αυτό το έργο κάνει και κάτι άλλο ο Μπέκετ: αναδεικνύει τη δύναμη και τη δυναμική της Ιστορίας, όπου όλα ο Άνθρωπος τα έχει ήδη ζήσει, με όλους έχει ήδη συναντηθεί αλλά δυστυχώς τίποτα δεν έχει διδαχθεί, τίποτα δεν έχει κατανοήσει. Ήδη το παλιό (σε απόλυτη ταύτιση με αυτό η σχέση του δυνάστη Πότζο με τον υποτακτικό του Λάκυ) εμφανίζεται και πάλι και τούμπαλιν και ίσως ξανά στο μέλλον και πάντα ως καινούριο, οι ίδιοι οι παλίατσοι της ζωής θα συναντιούνται πάλι και πάλι και μόνον όταν ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, ισχυροποιήσουν τη μνήμη και την συνείδηση, θα καταφέρουν να αναγνωρίσουν την πραγματική τους διάσταση (τα κόκαλα που πετιούνται για επιβίωση, τον έλεγχο σκέψης και στοχασμού, την ισοπέδωση συνείδησης και προσωπικότητας).

Ο Γιάννης Κακλέας, στηρίχτηκε αρκετά στην ανεπαίσθητα λαλίστατη Σιωπή του έργου, στις αντιθέσεις του, συνθέτοντας μέσα από αυτές την παράστασή του. Συγκεντρώνοντας για την παράσταση τέσσερις ηθοποιούς, διαφορετικών και ίσως ετερόκλητων σχολών υποκριτικής τέχνης (αν θα μπορούσαμε να οριοθετούμε τους καλλιτέχνες με τέτοιους διαχωρισμούς), επένδυσε στους σύντομους, κοφτούς διαλόγους του κειμένου, στη θεατρική και απαλλαγμένη από φλυαρία, λιτότητα του μπεκετικού σύμπαντος, και στην παντομιμική δυνατότητα που απλόχερα προσφέρει το ίδιο το έργο. Ο σκηνοθέτης, δείχνει να αγωνιά για την επικοινωνία του έργου στο σήμερα και κινεί τα νήματα, προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση, ισορροπώντας σε μια ταυτόχρονη προσπάθεια να μην απωλέσει το ύφος του συγγραφέα (άλλοτε επιτυχημένα, άλλοτε με κάποιες απώλειες). Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση εντάσσεται η έναρξη, το πέρασμα στην επόμενη μέρα, το φινάλε αλλά και οι επισκέψεις του Παιδιού, τα παιχνιδίσματα με καπέλα, βαλίτσες και παπούτσια αλλά και η μουσική και τα κοστούμια της παράστασης. Το μέλλον της ανθρωπότητας, η νεολαία (στα πρόσωπα των 'Αρη Κακλέα και Αγγελικής Τρομπόυκη), βρίσκεται στη σκηνή, είναι αυτή που φυλλοφορεί το ξεραμένο δέντρο, είναι αυτή που φωτίζει τις νύχτες, είναι αυτή που φέρνει τα μηνύματα, που αναγγέλλει ή ακυρώνει, ένα εύστοχο πραγματικά σκηνοθετικό σχόλιο. Υπάρχουν έντονα τα στοιχεία του βωβού κινηματογράφου, με τους ήρωες να θυμίζουν ακτύπητα κινηματογραφικά δίδυμα του παρελθόντος, να τζαζάρουν και να σουινγκάρουν, σε χαριτωμένα σκηνικά κάδρα/παραβάσεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι σε αυτά τα ίδια σημεία χάνεται και η ατμόσφαιρα της παράστασης, ατμόσφαιρα στην οποία έχει συμβάλλει καταλυτικά το πολύ όμορφο αρμονικό και μελωδικό μοτίβο.Ο Γιάννης Κακλέας στην παράσταση υπερβαίνει τα όρια του παράλογου και εισβάλλει στον ρεαλισμό.

Μαζί με τον Σάκη Μπιρμπίλη (ο οποίος επιμελείται και τα φώτα), εμπλουτίζει τη σκηνική ξηρασία τονίζοντας την ερημιά και την εγκατάλειψη με το κουφάρι ενός αυτοκινήτου. Η Ηλένια Δουλαδίρη, έχει κάνει πολύ άξια δουλειά στα κοστούμια, δίνοντας προσωπικότητα και χαρακτήρα στον κάθε ρόλο.


Τέσσερις ηθοποιοί και οι τέσσερεις διαφορετικών γενιών (αναμφισβήτητα μια τέτοια επιλογή φέρει και μια επιπλέον συμβολική βαρύτητα στην παράσταση) ενώνουν τάλαντα και υποκριτικές τεχνικές και αλληλοσυμπληρώνονται στη σκηνή. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, έχει τη δύναμη να ελίσσει το λόγο και το κείμενο, να αναδεικνύει ερμηνευτικά τους συμβολισμούς των λέξεων, να ισχυροποιεί και να παρουσιάζει αποκρυπτογραφημένη τη δυναμική τους. Είναι πραγματικά μια σταθερή αξία. Από την άλλη, ο Σπύρος Παπαδόπουλος, πιο απελευθερωμένος από φόρμες, με γνώση και ικανότητα στους δρόμους της ατάκας και του κωμικού διάλογου, έρχεται σε μια διαλεκτική αντίθεση με τον επί σκηνής παρτενέρ του. Κάποιες στιγμές γίνεται φανερή η διαφορετική υποκριτική προσέγγιση των χαρακτήρων, κάποιες άλλες όμως όταν επιτυγχάνεται η ερμηνευτική σύνθεση, γίνονται απολαυστικοί. Στον ίδιο δρόμο πορεύεται και το έτερο δίδυμο του Άρη Σερβετάλη και του Ορφέα Αυγουστίδη. Ίσως θα περίμενε κανείς (και ο γράφων) αντίστροφη τη διανομή στους ρόλους, γνωρίζοντας τις ικανότητες των ηθοποιών, ωστόσο ο Ορφέας Αυγουστίδης υπήρξε μια ευχάριστη έκπληξη δικαιώνοντας την επιλογή αυτή, στην πολύ δύσκολη και απαιτητική (αλλά και αβανταδόρικη είναι η αλήθεια) σκηνή του στοχασμού. Ελέχγει απόλυτα σώμα, κίνηση και κείμενο σε ένα ταυτόχρονο κρεσέντο ευγλωττίας, όσο πριν παρέμενε λαλίστατα σιωπηλός και ανέκφραστα εκφραστικός. Από την άλλη ο Άρης Σερβετάλης χορογράφησε στην κυριολεξία τόσο τον ήρωά του, όσο και τον ίδιο το λόγο, την έκφραση και την άρθρωση, παρουσιάζοντας έναν πολύ ιδιαίτερο Πόντζο και κάπου ίσως ελαφρύνοντας τον χαρακτήρα του από το βάρος της σκληρότητας. Κλέβει την παράσταση με την αναφορά στην τέχνη και στις φόρμες βγαίνοντας για λίγο από το ρόλο επιβεβαιώνοντας την παρουσία του στο ελληνικό θέατρο ως ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς μας. Το σχοινί που ενώνει τους δύο σαν ομφάλιος λώρος, πραγματικά μου έδωσε την εντύπωση της αλληλομετάγγισης και αλληλοτροφοδοσίας.

Ο Γκοντό δεν ήρθε και σε αυτήν την παράσταση. Αναμφισβήτητα όμως, απολαύσαμε μια παράσταση με δυναμική, με διαλεκτικότητα (και διαλακτικότητα ίσως ως προς το μήνυμα) και αντιθέσεις, γελάσαμε με τα χάλια μας ως είδος, και φύγαμε μαζί με τους ήρωες με την ελπίδα ενός λαμπερού καλοκαιριάτικου φεγγαριού. Και ευτυχώς που τελικά, το σχοινί δεν φτάνει…

https://intownpost.com/perimenontas-ton-gkonto-zisis


===================== 
"O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.