Θα μιλήσομε με παραδείγματα και θα ξεκινήσομε μ’ ένα παράθεμα από τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου:
Ήρχισε κι εμεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
κι επλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη. [...]
και τ’ όνομά τζη το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα,
οι ομορφιές τσ’ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ’ ήσαν πλούσα·
χαριτωμένο θηλυκό την ήκαμεν η φύση
κι ίσα τζη δεν ευρίσκετο σ’ Ανατολή και Δύση·
μ’ όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
(Α 57-66)[3]
Αν επιχειρούσαμε να αναγάγομε σε γενικότερες κατηγορίες τις πολλές χάρες κι αρετές της κόρης, θα τις συνοψίζαμε σε δύο κατηγορίες, τις φυσικές και τις ηθικές ιδιότητες.
Ανάλογα περιγράφεται και ο Ρωτόκριτος:
Είχεν κι αυτός έναν υγιό πολλά κανακεμένο,
φρόνιμο κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο·
ήτονε δεκοχτώ χρονώ, μα’ χε γερόντου γνώση,
τα λόγια ντού ’σανε θροφή κι η αρμηνειά ντου βρώση·
και τ’ όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτο το λέγα,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα
κι όλες οι χάρες που ουρανός και τ’ άστρη εγεννήσα,
μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσα.
(Α 77-84)
Τα παραθέματα προσφέρουν μια καλή αφετηρία για να μελετήσομε τα στοιχεία που συνιστούν το ανθρώπινο ιδεώδες μέσα στο έργο. Το κριτήριο του ανθρώπινου ιδεώδους ορίζεται ρητά από τον ποιητή – αφηγητή˙ είναι η αποδοχή της κοινότητας: “για να τό’ χουν θάμασμα στον κόσμον εγεννήθη” (Α 60). Κάθε φορά που ο ποιητής-αφηγητής επαινεί έναν ήρωα, το κάνει επικαλούμενος την «κοινή γνώμη», το θαυμασμό της ανθρώπινης κοινότητας:
Όλοι σταθήκαν να θωρούν έτοιο κορμί αξωμένο,
νιον καβαλάρην, όμορφο, αϊτό ζγουραφισμένο.
(Β 521-22)
Δε λέω τσ’ άλλες τ’ ομορφιές, οπού για ’δά τσ’ αφήνω,
που όλα τα μάτια του λαού ήσυρε μετά κείνο.
Θυμήσου πόσην ομορφιά είχεν και πόσα κάλλη
κι ίντα έπαινος του δώκασι όλοι, μικροί μεγάλοι.
(Δ 289-292)
Επεκτείνοντας την έρευνα σ’ όλα τα πρόσωπα του έργου διαπιστώνουμε ότι εκείνο που γίνεται αντικείμενο θαυμασμού, από την κοινή γνώμη είναι μια ορισμένη σύνθεση αξιών, που ενσαρκώνουν οι ήρωες με την εμφάνιση και την συμπεριφορά τους:
Ο Αφέντης της Αξιάς:
Την ώρα που ποφάνηκε τούτος ο αντρειωμένος,
επρόβαλεν από μακρά γεις νιος καμαρωμένος,
σγουρός, ξαθός, πολλά όμορφος, που ίσα ντου δεν εγίνη
άλλος κιανείς και να βαστά την ομορφιάν εκείνη.
Τούτό’ ναι τ’ αφεντόπουλο που την Αξιάν ορίζει,
μέρα και νύκτα πολεμά, ποτέ ντου δε μανίζει,
μα πάντα ντου ως και τη μαλιά με γέλιο τήνε κάνει,
καλοσυνάτος σαν αυτό στον κόσμο δεν εφάνη.
Γλυκάρετος εκράζετο, κοντά ’ρθε πού ’σα οι άλλοι,
με σπλάχνος τσ’ εχαιρέτησε και μ’ αρχοντιά μεγάλη
κι όλοι τον αγαπήσασι, δίχως να τον γνωρίζου,
γιατί οι αθοί της αρχοντιάς από μακρά μυρίζου.
(Β 283-294)
Το ρηγόπουλο της Κύπρου:
Δείχνει τσι χάρες της αντρειάς και του κορμιού τα κάλλη,
πολλά τον ερεκτήκασιν όλοι, μικροί μεγάλοι.
(Β 503-504)
Ανάλογα ο αφεντόπουλος της Μυτιλήνης:
Εις έναν άλογο ψαρό, πιτήδειος καβαλάρης,
όμορφος, αξαζόμενος κι ερωτοδιωματάρης. [...]
Δημοφάνης εκράζετο τ’ αγένειο παλικάρι,
πολλά τον ετρομάσσασιν εις της αντρειάς τη χάρη,
πολλά τον ερεκτήκασι για τα όμορφά του κάλλη.
(Β 145-146 / 159-161)
Ο ρηγόπουλος τ’ Αναπλιού:
ωσάν αϊτός επέτετο, στ’ άλογο καβαλάρης·
με νεραντζάτα κι αργυρά ρούχά ’τονε ντυμένος,
νέος εικοσιδυό χρονώ ομορφοκαμωμένος.
Στολή και πλούτος κι αρχοντιά ήτονε το κορμίν του [...]
Αντρόμαχος, εκράζετο, αντρειάν και χάριν έχει,
τρομάσσει και φοβάται τον όποιος τόνε κατέχει.
(Β 166-169 / 183-184)
Ο Αφέντης της Μοθώνης:
Τούτό ’ναι τ’ αρχοντόπουλο π’ όριζε τη Μοθώνη,
πάντά ’χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει. [...]
Και τ’ όνομά ντου λέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
είχεν αντρειά και δύναμη και πλουμισμένα κάλλη.
(Β 187-188 / 199-200)
Ο αφέντης της Μακεδονίας:
Με σπούδα και με βια πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο αφέντης της Μακεδονιάς, τ’ όμορφο παλικάρι.
Ήτον εικοσινιούς χρονού όμορφος κοπελιάρης,
πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης,
τραγουδιστής, ξεφαντωτής και νυκτογυρισμένος…
(Β 215-19)
Το ρηγόπουλο του Βυζαντίου:
Με στόλιση βασιλική και πλούσα πλια παρ’ άλλη
και μ’ έπαρσες ρηγατικές και μ’ αφεντιά μεγάλη,
επρόβαλεν ωσάν αϊτός στ’ άλογο καβαλάρης
του Ρήγα του Βυζάντιου ο γιος ο κανακάρης…
Αδειάσασι ως τον είδασι κι εκάμασίν του τόπο
κι ήλαψε σαν Αυγερινός στη μέση των αθρώπω.
(Β 365-368 / 401-402 / →[411-414])
Από την παραδειγματική ανάλυση όλων των σχετικών παραθεμάτων προκύπτουν δύο ταξήματα σε αλληλοσυνάρτηση. Το ένα είναι η ομορφιά και η χάρη του κορμιού: του κορμιού τα κάλλη, τα όμορφά του κάλλη, τα πλουμισμένα κάλλη, η όμορφή ντου νιότη, τ’όμορφο παλικάρι, όμορφος κοπελιάρης, νιος καμαρωμένος, ζαχαροζυμωμένος, αϊτός ζγουραφισμένος, (ωσάν αϊτός επέτετο), ερωτοδιωματάρης, κ.λ.π. Το άλλο είναι το ήθος, οι αρετές της ψυχής: “βρύση τσ’ ευγενιάς”, “τση τιμής περβόλι”, “τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα”, “μ’ αρχοντιά μεγάλη”, “με σπλάχνος κι αρχοντιά”, “με λογισμούς τιμής”, “με τέχνη κι αρετή”, “το παίνεμα της νιότης”, “καλοσυνάτος”, “αξαζόμενος”, “αξωμένος”, “αντρειωμένος”, “οι χάρες της αντρειάς”, “της αντρειάς η φλέγα”, “της αντρειάς ο μάστορας”, κ.λ.π.
Η σύνθεση της ομορφιάς με την αρετή ορίζει, καθώς είπαμε, το ανθρώπινο ιδεώδες Οι πιο στερεότυποι και χαρακτηριστικοί συνταγματικοί συνδυασμοί είναι: ομορφιά και χάρη, χάρες κι αρετές. Η ομορφιά αντιστοιχεί στις φυσικές αξίες, η αρετή στις ηθικές. Και με μια εύλογη αναγωγή, οι φυσικές αξίες συνοψίζονται στο κάλλος και οι ηθικές στο αγαθό. Την επαλήθευση αυτού του ιδεώδους ως σύνθεσης της ομορφιάς και της αρετής, θα την βρούμε ρητά διατυπωμένη στο λόγο των ενδοκειμενικών προσώπων. Λίγο πριν αρχίσει η γκιόστρα κι ενώ έχουν παρελάσει όλοι οι καβαλάρηδες, η Αρετούσα απευθύνεται στη Νένα και τη ρωτά ποιόν θεωρεί καλύτερο, ορίζοντας ταυτόχρονα και τα κριτήρια:
Φροσύνη, ποιος σου φαίνεται να ’ ν’ κάλλιο παλικάρι
στο σείσμα κι εις το λύγισμα κι εις της αντρειάς τη χάρη;
στο σείσμα κι εις το λύγισμα, στο ζώσμα των αρμάτω,
στ’ αρχοντικά αναρίματα κι εις της αντρειάς το νάτο;
(Β 1319 – 22)
Τα κριτήρια λοιπόν που συνθέτουν το αντρικό ιδεώδες (το “κάλλιο παλικάρι”), είναι η εξωτερική παράσταση, το “σείσμα και το λύγισμα, το ζώσμα των αρμάτω”, που συνοψίζουν την ομορφιά και τη χάρη της κίνησης, κι από την άλλη, “της αντρειάς η χάρη” και “τ’ αρχοντικά αναρίματα”, που συνοψίζουν το ήθος του ήρωα. Υπάρχει ωστόσο κι ένας αμφίσημος όρος, που μετέχει και της μιας και της άλλης σημασίας, η χάρη. Γενικότερα παρατηρούμε, ότι η χάρη εμφανίζεται και ως ουδέτερος όρος, δηλωτικός της ιδιότητας (της ομορφιάς η χάρη, της αντρειάς η χάρη) και ως εναλλακτικός όρος που ενισχύει τη μια και την άλλη έννοια κατά το σχήμα “εν διά δυοίν” (ομορφιά και χάρη) αλλά επίσης ως δηλωτική του έτερου πόλου, σε συνταγματικά ζεύγη όπως: αντρειά και χάρην έχει [=κάλλος], όλες τσι χάρες [=αρετές] κι ομορφιές. Ώστε, η χάρη είναι η λέξη-σημείο που δηλώνει ακριβώς την οργανική σύνθεση των φυσικών και ηθικών αξιών˙ παρέχει τη γλωσσική απόδειξη ότι είναι έννοιες συνδεδεμένες με αναγκαστική αλληλοσυνάρτηση. Και πράγματι, σύμφωνα με τα ενδοκειμενικά συμφραζόμενα, για την πραγμάτωση του ιδεώδους, η σύνθεση της ομορφιάς και της αρετής, του κάλλους και του αγαθού είναι περίπου αναγκαστική. Στον “Ερωτόκριτο”, όποιος δε συγκεντρώνει και τις δύο κατηγορίες αξιών δε γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από το λαό και δεν εξαίρεται από τον ποιητή – αφηγητή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα στις φυσικές και ηθικές αξίες λειτουργεί η αρχή της εναλλαξιμότητας των όρων, που ισχύει στην παραδειγματική οργάνωση των περιεχομένων˙ δηλ. ένας όρος μπορεί να αντικαθιστά έναν άλλο, συγγενή, ισοδύναμο ή συνώνυμο ωσάν να ήταν ταυτόσημοι. Αυτό σημαίνει, στην περίπτωση μας, ότι όποιος διαθέτει τις ηθικές αξίες διαθέτει αυτονόητα και τις αντίστοιχες φυσικές αξίες. Στην έκφραση “που ’ν’ της αντρειάς το κάλλος” (B 1274) μια αξία που αναφέρεται στο ήθος του ήρωα χαρακτηρίζεται κάλλος. Το ανάλογο διαπιστώνουμε και στο ακόλουθο παράδειγμα (ο Κυπρίδημος απευθύνεται στον Γλυκάρετο):
κι όποιος σε σπλάχνος κι αρχοντιά τον άλλο μας νικήσει
να κράζεται πλια δυνατός σ’ Ανατολή και Δύση
(Β 1743 – 44)
Το σπλάχνος και η αρχοντιά είναι αναμφίβολα ηθικές αξίες, ενώ το πλιά δυνατός αντιπροσωπεύει μια καθαρά φυσική αξία. Πίσω απ’ αυτές τις εκφράσεις υπάρχει αυτονόητα η ταυτότητα του ηθικού με το αισθητικό. Ο κώδικας επαληθεύεται και αντίστροφα: όποιος είναι άσκημος είναι αυτονόητα και κακός˙ κι όποιος είναι κακός είναι κι άσκημος. Χαρακτηριστικές πάνω σ’ αυτό είναι οι περιπτώσεις του Τριπόλεμου, αφέντη της Σκλαβουνιάς, του Καραμανίτη Σπιδόλιοντα και του αφέντη της Πάτρας Δρακόκαρδου. Ως εξής περιγράφεται ο αφέντης της Πάτρας:
Θωρούσι οπίσω ντου ετουνού πάλι έναν καβαλάρη
άσκημον εις το πρόσωπο κι άγριο σα λιοντάρι,
δίχως κανένα σύντροφο, κι ήτον αρματωμένος,
από τα νύχια ως την κορφή σίδερα φορτωμένος.
Αρματωσά πολλά βαρά είχεν και σκουριασμένη,
κι η όψη μαυροπράσινη κι αγριοσυννεφιασμένη·
άλογο καβαλίκευγε π’ άνεμος δεν το σώνει,
δίχως να κρούει μ’ άρματα η όψη ντου λαβώνει [...]
Δρακόκαρδος εκράζετο, δράκου σουσούμιν έχει,
ποτέ ντου δεν εγέλασε μηδέ χαρά κατέχει.
Στην Πάτρα εγεννήθηκε κι εκείνην αφεντεύγει,
ποτέ άνθρωπο δεν αγαπά, μα όλο μαλλιές γυρεύγει.
(Β 453-460 / 483-484 / 489-490)
Ανάλογα περιγράφεται κι ο Καραμανίτης:
Δεν επροσκύναν Ουρανό, Άστρα μηδέ Σελήνη,
τον κόσμον εφοβέριζε με τη θωριάν εκείνη·
εις το σπαθίν του πίστευγε κι εκείνον επροσκύνα,
Πάντα πολέμους, κι όχθριτες, πάντα μαλιές εκίνα.
Ήτονε κακοσύβαστος και δύσκολος περίσσα,
εις τη μαλιάν εχαίρετο και την αγάπ’ εμίσα. […]
Ποτέ ντου δεν εγέλασε, μα πάντα του λογιάζει
κι είν’ η λαλιά ντου η σιγανή σαν άλλου οντέ φωνιάζει·
μιλώντας εφοβέριζε, με τη θωριά του βλάφτει,
και μια πλεξούδα κρέμουντον εις τό ’να του ριζαύτι. […]
Η φορεσιά ντου κι η θωριά και το φαρίν ομάδι
εδείχναν πως είν’ δαίμονας κι εβγήκ’ από τον Άδη.
(Β 323 – 328 / 331-334 /359-360)
Η ισχύς του κώδικα επιβεβαιώνεται και στην εντελώς ιδιαίτερη και χαρακτηριστική περίπτωση που ο Ρωτόκριτος μεταμορφώνεται με τη χρήση μαγικού υγρού και γίνεται «μαύρος κι άσκημος», για να μην αναγνωρίζεται (Δ 895-902). Μαζί με την ομορφιά του χάνεται και η ιδιότητα του αγαθού. Γίνεται σκληρός, αμείλικτος κι ακόρεστος στο φόνο, γίνενται “λύκος”, “λιόντας”, σαρκοβόρο θηρίο για το φουσάτο της Βλαχιάς:
Ζερβά δεξά τους πολεμά κι αλύπητα σκοτώνει,
και σα θεριό τς απογλακά, σα δράκος τσι ζυγώνει·
ήκοβγε μέσες και μεριά, κορμιά από πάνω ως κάτω,
ήκλαιγε κείνος ο λαός κι ήτρεμε το φουσάτο[...]
κι ήκαμε πράματα φρικτά, καμώματα μεγάλα,
Θάνατο τον ελέγασι, Χάρο όνομα του βγάλα.
(Δ 1055-58 /1165-66)[4]
Στο ίδιο αυτό διάστημα, όντας μεταμορφωμένος και άσκημος, συμπεριφέρεται με αναλγησία απέναντι στην Αρετούσα, παρατείνοντας αδικαιολόγητα το μαρτύριό της:
Πόσα ’δεν ο Ρωτόκριτος, και πάλι δε χορταίνει,
εις τη φτωχή την Αρετή, πώς ήτο μπιστεμένη,
και πάλι θε να καλοδεί και θε να την πειράξει,
αν είναι κι αγαπά τονε, γή λογισμό αν αλλάξει.
Άδικον είν’, Ρωτόκριτε, ετούτα να τα κάνεις·
βλέπε μ’ αυτάνα έτσ’ άδικα να μην την αποθάνεις.
(Ε719-724)[5]
Αλλά και στην ίδια την Αρετή, σ’ αυτή την τελευταία φάση των δοκιμασιών της, η ομορφιά κι η ασχήμια στην όψη της συναρτώνται στενά με τις ψυχικές μεταπτώσεις, από την απελπισία στην ελπίδα και αντίστροφα:
έτσί ’χαν και την Αρετή τα πάθη μαραμένη,
κι ασούσσουμη κι ανέγνωρη, κακά καταστεμένη,
κι η σκοτεινάγρα τση φλακής, του λογισμού η κρυγιότη,
πολλά άσκημην εκάμασι την όμορφήν τση νιότη·
μα σαν είδε τον ήλιο τση μες στη φλακήν κι εμπήκε,
εξαναγίνη το ζιμιό την ασκημιάν εφήκε,
εγιάγειρεν η ομορφιά που τσ’ ήτο μακρεμένη...
( Ε 1117-1123 )
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σ’ έναν συγκροτημένο σημασιακό κώδικα, που αποτελείται από δύο αντιπαρατιθέμενες ταυτότητες:
ωραίο = αγαθό vs άσχημο = κακό .
Οι σχέσεις ανάμεσα στους τέσσερις όρους ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του σημειωτικού τετραγώνου[6], συνθέτουν δηλ. ένα πλήρες σημασιακό σύστημα:
ωραίο | άσχημο |
αγαθό | κακό |
Έχομε δύο αντιθετικές συναρτήσεις: ωραίο vs άσχημο, αγαθό vs κακό, δύο σχέσεις συνεπαγωγής: ωραίο = αγαθό, άσχημο = κακό, δύο σχέσεις αντίφασης: ωραίο vs κακό, αγαθό vs άσχημο. Με άλλα λόγια, το ωραίο είναι ασυμβίβαστο προς το κακό και το αγαθό προς το άσχημο. Μια τέτοια ιεράρχηση αποκλείει τις ψευδώνυμες αξίες. Κριτήριο του αγαθού είναι το αισθητικό˙ κριτήριο του ωραίου είναι το ηθικό. Έτσι, κανένα κακό δεν μπορεί να προκύψει από το ωραίο˙ και τίποτε άσχημο ή ακαλαίσθητο δεν μπορεί να περάσει για αγαθό.
Όπως γίνεται φανερό απ’ αυτή την επεξεργασία, η συνάρτηση του κάλλους με το αγαθό είναι αποκαλυπτική˙ γιατί οι εναλλακτικές πιθανότητες σημασιοδότησης των δύο όρων και οι σχέσεις ιεράρχησης που προκύπτουν παρέχουν έδαφος για διαφοροποιήσεις που συναρτώνται με το γενικό προσανατολισμό μιας κουλτούρας.
Αν, για παράδειγμα, η σχέση κάλλους – αγαθού νοείται ως αντίθεση, σημαίνει ότι ο ένας όρος σημασιοδοτείται θετικά κι ο άλλος αρνητικά. Το αγαθό, ας πούμε, ως ιδιότητα της ψυχής, συνδέεται με την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου και ανάγεται στη μεταφυσική πηγή, δηλ. στο θεό. Το κάλλος απ’ την άλλη, ως ιδιότητα του σώματος και των αισθητών συνδέεται με την υλική υπόσταση του ανθρώπου και ανάγεται στη φύση. Κάλλος και αγαθό ταξινομούνται, σ’ αυτή την περίπτωση, σε αντίπαλες υπαρκτικές κατηγορίες: υλικό vs πνευματικό, φύση vs θείο, κατώτερο vs ανώτερο, κακό vs αγαθό. Σε μια τέτοια περ'ιπτωση έχομε θετική σημασιοδότηση του αγαθού και αρνητική του κάλλους, μια ιεράρχηση που παραπέμπει σ’ ένα δυιστικό κοσμολογικό μοντέλο, όπου οι πνευματικές αξίες έχουν την απόλυτη προτεραιότητα, ενώ οι φυσικές αξίες ταξινομούνται σε υποδεέστερη κατηγορία: εμφανίζονται υποβαθμισμένες έως και απορριπτέες. Θεωρητικά τουλάχιστον το μοντέλο αυτό ταιριάζει με το θρησκευτικό προσανατολισμό της επίσημης βυζαντινής κουλτούρας και με το πνεύμα του μοναχισμού, που περιφρονεί τις φυσικές αξίες. Αντίθετα, στην περίπτωση που η σχέση κάλλους – αγαθού νοείται ως ισοδυναμία ή ταυτότητα, σημαίνει ότι και οι δύο όροι σημασιοδοτούνται θετικά, υπόκεινται σε κοινά αξιοθετικά κριτήρια, με άλλα λόγια, ανάγονται σε ένα ενιαίο σύμπαν, όπου δεν υπάρχει διάκριση υλικού – πνευματικού, φύσης – θείου, όπου ο θεός είναι μέσα στη φύση. Παραπέμπει δηλαδή σ’ ένα μονιστικό κοσμολογικό μοντέλο, το οποίο θεωρητικά ταιριάζει με το παγανιστικό λεγόμενο πρότυπο της ελληνικής αρχαιότητας, που στο πεδίο που μας ενδιαφέρει εκφράζεται μέσα από το ανθρώπινο ιδεώδες του “καλού καγαθού ανδρός”[7]. Για την ώρα είναι αρκετό να φανεί ότι η συνάρτηση κάλλους – αγαθού προσφέρει ένα εύχρηστο μεθοδολογικό εργαλείο για να μελετήσομε το χαρακτήρα και τον πολιτισμικό προσανατολισμό της μεταβυζαντινής λογοτεχνίας.
Εντοπίσαμε την έρευνα κατά κύριο λόγο στην Κρητική λογοτεχνία της ακμής, όπου ο κώδικας εμφανίζεται συγκροτημένος. Από μια προκαταρκτική έρευνα στα πρωιμότερα κείμενα της δημώδους βυζαντινής και μεταβυζαντινής λογοτεχνίας προκύπτει ότι, με την εξαίρεση των ηθικοδιδακτικών ποιημάτων όπου οι κώδικες είναι σαφείς (έξαρση των ηθικών αξιών – υποτίμηση των φυσικών αξιών)[8], η αναφορά στις φυσικές αξίες (ιδιαίτερα στο σωματικό κάλλος) με θετική σημασιοδότηση είναι συνήθης (κυρίως στα ερωτικά μυθιστορήματα και στις ηρωικές διηγήσεις) αλλά δε φαίνεται να συνδέεται με το αγαθό σε αναγκαστική αλληλοσυνάρτηση. Ωστόσο, σε μια κατηγορία κειμένων το γυναικείο κάλλος σημασιοδοτείται αρνητικά ως παραπλανητικό και επικίνδυνο[9]. Ένα προσωρινό συμπέρασμα – που απαιτεί επαλήθευση από μια συστηματικότερη έρευνα – είναι ότι η σχέση κάλλους – αγαθού στη δημώδη και λαϊκότροπη λογοτεχνία από τον 11ο ως το 16ον αιώνα, δεν υπακούει σε έναν ενιαίο και συνεπή κανόνα, αλλά διαφοροποιείται από τη μια κατηγορία κειμένων στην άλλη. Αυτό δείχνει ότι ο κώδικας είναι υπό διαμόρφωση. Ως συνεπής αξιακός κώδικας εμφανίζεται στα έργα της Κρητικής αναγεννησιακής λογοτεχνίας, από το β΄ μισό του 16ου αιώνα, με αφετηρία το ποιμενικό ειδύλλιο “Η βοσκοπούλα”.
Στη “Βοσκοπούλα”, όταν πρόκειται για την περιγραφή των προσώπων η έμφαση δίνεται στην ομορφιά:
Πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη…
ωσάν καλή καρδιά κι ωραία στα θώρη
έβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση
κι έλαμπε σαν τον ήλιο η ομορφιά τση.
(65. 9-12)
Ξανθά ’σαν τα μαλλιά τση κεφαλής τση,
καμάρι και στολίδι το κορμί τση
(65.14-15)
Όταν πρόκειται για την αφήγηση της δράσης, η έμφαση δίνεται στο ήθος των προσώπων:
το σπλάχνος το πολύ, την καλωσύνη
οπού ’δειξε σ’ εμέ την ώρα κείνη.
(66.51-52)
Παράλληλα υπάρχει κι ο συνταγματικός συνδυασμός του αγαθού με το κάλλος (“γεις φρόνιμος βοσκός μ’ όμορφα κάλλη), κάποτε σε ρητή αλληλοσυνάρτηση: “ωσάν καλή καρδιά κι ωραία στα θώρη”˙ δηλ. όπως ήταν καλή στην καρδιά, έτσι ήταν κι όμορφη στην όψη. Εδώ θα βρούμε και το συνδυασμό “αγγελικά κι όμορφα κάλλη” (73.268), που συνδέει την ομορφιά με τη θεϊκή ιδιότητα (θα μιλήσομε γι’ αυτό παρακάτω).
Την ίδια σύνθεση αξιών θα συναντήσομε και στο Κρητικό Θέατρο, τόσο στις τραγωδίες όσο και στις κωμωδίες. Στην “Ερωφίλη”[10] το ανθρώπινο ιδεώδες ορίζεται από το συνδυασμό: “νιότη κι ομορφιά, σπλάχνος και καλοσύνη” (188. 667-68), “το πρόσωπο τ’ αγγελικό εκείνο” (111.246) ή από τους ταυτόσημους συνδυασμούς:
Μια κορασίδα ευγενική παρά γυναίκαν άλλη,
με δίχως ταίρι στσ’ ομορφιές κι εις τα περίσσα κάλλη
(Ερωφίλη 138.327-28)
σαν είν’ κι εκείνη ευγενική και βασιλιοβγαλμένη
κι απ’ ολωνώ των αρετώ τσι χάρες στολισμένη
(Ερωφίλη 117.117-18)
Στο “Βασιλιά Ροδολίνο”[11] οι γυναικείες ιδιότητες συνοψίζονται στην ομορφιά και την ευγένεια:
για τσ’ Αρετούσας τσ’ όμορφης κι ευγενικής τον πόθο
(Ροδολίνος 69.316)
την Αρετούσα τη γλυκειά και τη χαριτωμένη
(Ροδολίνος 64.161 / 70. 357)
όχι γιατί ’ναι η κορασά φρόνιμη κι αξωμένη
κι όμορφη, απού συντρόφισσα στσι χάρες κι εις τα κάλλη
η Αφροδίτη αν ήτονε, στη γη δεν είχεν άλλη
(Ροδολίνος 151. 76-78)
και οι αντρικές ιδιότητες στην ομορφιά και την αντρεία:
γεις αντρωμένος στρατηγός, ωσάν τον ίδιον Άρη,
μα πλια ’που τον Αβεσαλώμ είχε ομορφιά και χάρη.[...]
γιατί σε νουν ευγενικό στρατιώτω τιμημένω
το πράμα όσό ’ναι δύσκολο, πλιά ’ναι πεθυμημένο.
(Ροδολίνος 65.117-78 / 183-184)
και πολεμάρχο δυνατό τον εγνωρίσαν όλοι
ογιά την πιδεξιότη του, την αρετή και γνώση
το κέρδος μ’ έπαινο πολύ του θέλασινε δώσει.
(Ροδολίνος 63. 139-140)
Στις κωμωδίες του Κρητικού Θεάτρου είναι ευδιάκριτη μια διαλεκτική ανάμεσα σε θετικούς και αρνητικούς γυναικείους χαρακτήρες, όπου η κακία συμβαδίζει με την ασκήμια και η ομορφιά με την καλοσύνη. Ορισμένα παραδείγματα:
κακή = άσχημη:
Γυναίκα μια είχα ζηλιαρά `πολλά, κακοδιαρμίστρα
στο σπίτι και κακόπλαστη, δίμουρη και μεθύστρα,
κακόβια, ανάλατη, κοχλή, τόψια, ψειρομασκάλα,
λεμενταρίστα και γλωσσού, φαγάνα και βουβάλα.
(Στάθης, 142. 379-382)[12]
όμορφη = καλή:
το ζάλο τση, το νάτο τση κι όλες τσι χάρες τσ’ άλλες
όπου ’χει εκείνο το κορμί τόσα πολλά μεγάλες.
(Φορτουνάτος, 51. 216-217)[13]
Στην “Πανώρια”[14] επανέρχεται συχνά ο συνδυασμός όμορφο και αγγελικό:
Το πρόσωπο τ’ αγγελικό κι η γ-εμορφιά σου η τόση
κι η καλοσύνη σου, θαρρώ, δε θέλει με κομπώσει.
(Πανώρια 113.583-84)
Το πρόσωπό τζη τ’ όμορφο, τ’ αγγελικό εκείνο
με την ασπριά τζη εθάμπωνε τον ίδιον ήλιο, κρίνω.
(Πανώρια 78.313-14)
Τα κάλλη σου είναι μοναχάς γι’ αγγέλους καμωμένα.
Η προκοσύνη κι η τιμή κι η φρόνεψ’ η μεγάλη,
τα λόγια τση τα φρόνιμα και τά’ μορφά τζη κάλλη.
(Πανώρια 184.247-48)
Το αντίστοιχο για το αντρικό ιδεώδες:
Άλλους δε βρίσκω σαν αυτούς καλά να σας ταιριάζου
κι εις αθρωπέ κι εισέ τιμή και χάρες να σας μοιάζου
[…]απ’ ολωνώ των αρετώ τσι χάρες στολισμένοι.
(Πανώρια 151.78-80)
[Σαν τον Αλέξη]…πλούσο καλό και φρόνιμο κι όμορφο παλικάρι
(Πανώρια 185.264)
Υπάρχουν περιπτώσεις που φαίνεται ν’ αναιρούν τον κώδικα˙ η Πανώρια και η Αθούσα έχουν την ιδιότητα του κάλλους αλλά συμπεριφέρονται στους δύο νέους (Γύπαρη, Αλέξη) με μεγάλη σκληρότητα. Αυτό είναι φαινομενικό· το παιχνίδι του έρωτα θεμελιώνεται, με ψυχολογική ευστοχία, στην ενστικτώδη αντίσταση της κόρης απέναντι στην ερωτική πολιορκία του νέου. Δεν πρόκειται λοιπόν για σταθερή ιδιότητα των προσώπων. Από κοινωνική (ηθική) άποψη είναι έκφραση εμμονής στην αρετή της αγνότητας και στην αναζήτηση του απόλυτου έρωτα. Με την τελική έκβαση του δράματος αποκαθίσταται η σωστή σχέση των αξιών[15].
Για να ερμηνεύσομε το φαινόμενο και να εκτιμήσομε τη σημασία του είναι ανάγκη να το τοποθετήσομε στα ευρύτερα πολιτισμικά του πλαίσια. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο κώδικας που μας ενδιαφέρει συναντάται σε μεγάλη έκταση και πυκνότητα κατά τη νεοελληνική ιστορική φάση (από το 18ο αιώνα και εξής), τόσο στη λογοτεχνία, λαϊκή και λόγια, όσο και στη γλώσσα, σ’ ένα πλήθος κοινωνιόλεκτα. Η ταυτότητα κάλλος = αγαθό αποτελεί ένα από τα διακριτικά γνωρίσματα του νεοελληνικού πολιτισμικού προτύπου.[16]
Και πρώτα απ’ όλα, ο κώδικας του κάλλους και του αγαθού εμφανίζεται στο δημοτικό τραγούδι, όπου εκφράζεται με μια σειρά υπερθετικές ταυτότητες. Ιδιαίτερα, στην πλούσια κατηγορία των δημοτικών διστίχων η σχετική εικονοπλασία βασίζεται σε μια μεταφορά που τη συναντήσαμε στη μεταβυζαντινή λογοτεχνία: όμορφη κόρη = άγγελος:
Άγγελος είσαι, μάτια μου, κι αγγελικά χορεύγεις
κι αγγελικά πατείς στη γης και μένα με παιδεύγεις
(Μ. Λιουδάκη, Λαογραφικά Κρήτης, τομ. Α΄. Μαντινάδες, 24.1)
Ο άγγελος προσφέρει το πληρέστερο πρότυπο για σύγκριση, καθώς ο άγγελος συνδυάζει αξεχώριστα το αγαθό με το κάλλος. Την αντίληψη αυτή εκφράζουν πολλά δίστιχα που έχουν θέμα τον ύμνο της ομορφιάς. Όταν ο λαϊκός ποιητής θέλει να εξάρει την ομορφιά σε υπερθετικό βαθμό, τότε την ταυτίζει με τη θεότητα:
Όντεν περάσω και σε δω στο παραθύρι απάνω,
θαρρώ πως είσαι Παναγιά και το σταυρό μου κάνω.
(Μ. Λιουδάκη, Μαντινάδες, 6:77)
Στη γειτονιά που κάθεσαι δεν πρέπει μοναστήρι
γιατί ’ σαι συ το κόνισμα και το προσκυνητήρι.
(προφορική παράδοση) [17]
Έτσι από την ταύτιση του κάλλους με το αγαθό περνούμε στην ταύτιση του κάλλους με το ιερό και το θείο. Και η έκφραση της λατρείας του θείου μεταφέρεται στον φορέα του κάλλους. Η ομορφιά της κόρης γίνεται αντικείμενο λατρείας, ωσάν αυτονόητα το κάλλος να σημασιοδοτεί τη θειότητα.
Όλοι έχουνε κονίσματα και προσκυνούν απάνω,
μα ’γώ στα μάτια σου τα δυο την προσευχή μου κάνω.
Μπαίνω σαν μπεις στην εκκλησιά σε λογισμό μεγάλο,
όντε σημώνεις του Χριστού ποιος προσκυνά τον άλλο.
(προφορική παράδοση)
Μέσα από μια τέτοια σημασιοδοτική διαδικασία, φτάνομε στην υποκατάσταση του θείου από το κάλλος, του ίδιου του θεού από την πεντάμορφη αγαπημένη, υποκατάσταση που υπονοεί ότι η κόρη συγκεντρώνει τις ιδιότητες του κάλλους και του αγαθού στον ίδιο υπερθετικό βαθμό.
Ο ποιητής που καθιέρωσε αυτό τον κώδικα στην νεοελληνική λογοτεχνία είναι ο Σολωμός. Μέσα στη σολωμική ανθρωπολογία και κοσμολογία, το κάλλος και το αγαθό δεν είναι μόνο ιδιότητες των ανθρώπων και του θείου. Είναι πρώτα απ’ όλα ιδιότητες της φύσης. Δύο χαρακτηριστικές εκδοχές αυτής της ταυτότητας είναι ο σολωμικός “κόσμος ομορφιάς, χαράς και καλοσύνης”[18] και ο ποιητικός κόσμος του Ελύτη, που ορίζεται από την ταύτιση ηθικού και αισθητικού, ή αλλιώς από τις “συντεταγμένες του γυμνού σώματος και της δικαιοσύνης, της αλκής και της ιερότητας, του παρθενικού και του ηδυπαθούς («εικονίσματα θα ’χω τ’ άχραντα κορίτσια», Το Άξιον Εστί, Τα Πάθη, ια)[19].
Μέσα στη νεοελληνική ποιητική παράδοση ο κώδικας κάλλος = αγαθό = θείο είναι αποσυνδεδεμένος από κάθε μεταφυσική. Το κοσμολογικό του πλαίσιο είναι ένα μυθικό Σύμπαν ενιαίο, όπου το ιερό και το θείο αντιστοιχούν στη δεύτερη διάσταση της φύσης. Ο κώδικας σημασιοδοτεί την πνευματική διάσταση του υλικού κόσμου. Η οργανική λοιπόν θέση του κώδικα που εξετάζομε είναι στη νεοελληνική πολιτισμική φάση, όπου συνδέεται με μια ουσιώδη πλευρά του αντίστοιχου κοσμοειδώλου.
Μ’ αυτή λοιπόν την προοπτική, η εξέλιξη αυτού του κώδικα από τα πρώιμα μεταβυζαντινά δημώδη κείμενα στα έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας (και στον Ερωτόκριτο ειδικά) σημαδεύει τη σημασιοδοτική διαδικασία μιας επανιεράρχησης των φυσικών και ηθικών αξιών που πραγματοποιείται κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο και εντάσσεται στις αργές μετασχηματιστικές διαδικασίες από τη βυζαντινή στη νεοελληνική πολιτισμική φάση.
[1] Ο όρος «κώδικας» χρησιμοποιείται εδώ με τη σημειολογική έννοια και δηλώνει ένα σύστημα σχέσεων ανάμεσα σε λέξεις-σημεία, που επανέρχεται με συνέπεια μέσα στο κείμενο και παράγει μια ορισμένη σημασία. Το σημασιακό σύμπαν ενός έργου απαρτίζεται από ένα σύνολο κωδίκων συναρθρωμένων σε ένα ιεραρχικό πλέγμα σχέσεων.
[2] Την έκταση και τη σημασία αυτού του κώδικα μέσα στην ελληνική παράδοση εξηγούμε στις ακόλουθες εργασίες μας: Ε. Γ. Καψωμένος, “ H ταυτότητα κάλλος = αγαθό στην ποίηση του Mαβίλη”: Λορέντζος Mαβίλης. O ποιητής και ο πολίτης. Πρακτικά Eπιστ. Συμποσίου, επιμ. Γ. Λαδογιάννη-Π.Γκότση, Έκδ. Δήμων Παμβώτιδας-Iωαννιτών-Kερκυραίων, Iωάννινα 2001: 339-347. - Του ίδιου, “H ταύτιση του κάλλους με το αγαθό στην ελληνική λογοτεχνία. Ένας πολιτισμικός κώδικας”: περ. Διάλογοι καταλλαγής, αρ. 58 (Χανιά, Iούλ. - Aύγ. - Σεπτ. 2000): 514-518 [= Περιβάλλον και ανάπτυξη. Διαλεκτικές σχέσεις και διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Εισαγ.– Επιμ. Δ. Ρόκος, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2005: 177-188]. - Του ίδιου, “Le corps nu et le code du Beau et du Bon dans la littérature et la culture néohelléniques”, Actes du XVIII Colloque International des Néohellénistes des Universités francophones (2003): «Le corps dans l’ histoire, la langue, la littérature, les arts et les arts du spectacle», Paris, Université de Paris-Nanterre, Société Culturelle Néohellénique, 2005: 381-396. - Του ίδιου, “Εικονίσματα θά ’χω τ’ άχραντα κορίτσια”. O κώδικας του κάλλους και του αγαθού στην ποίηση του Ελύτη”, Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Ερμηνευτικά ζητήματα, Πάτρα, Περί τεχνών, 2005: 82-90.
[3] Βιτζέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Ανατύπωση από την έκδοση Στέφανου Ξανθουδίδου, Εισαγωγή Λίνου Πολίτη, Αθήνα, εκδ. Γεωργίου Παπαδημητρίου, 1952, τόμ. Α΄ και Β΄. Πρβλ. Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, κριτική έκδοση Στ. Αλεξίου, Αθήνα, Ερμής, 1980.
[4] Πρβλ. Δ 935-940, 1013-1058, 1097-1100, 1119-1124, 1153-1180 και αλλού.
[5] Πρβλ. Ε 725-766, 865-1080
[6] Βλ. Greimas, A.J. – Fr. Rastier. 1968. «The interaction of semiotic constraints», revue Yale French Studies 41(1968): 86-105
[7] Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές σ’ αυτήν την τυπολογία, που δεν αφορούν τα κείμενα που εξετάζουμε και τις οποίες για οικονομία χώρου παραλείπομε. Πρβλ. Ε.Γ.Καψωμένος, “Iστορική διαμόρφωση της νεοελληνικής κουλτούρας”: Πρακτικά A΄Eυρωπ. Συνεδρίου Nεοελλην. Σπουδών:“O ελληνικόςκόσμοςανάμεσαστην AνατολήκαιτηΔύση, 1453-1981” (1998), Freie Universität Berlin 1998, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999. – “La relation entre nature et culture comme critère typologique des systèmes culturels”, Actes du VIème Congrès International de l’Association Internationale de Sémiotique: “La semiotique: Carrefour de la Nature et de la Culrure” (Guadalajara, 1997). [αναδημ.περ. MOCXOBIA 1 (Moscow 2001): 185-193]. – «Tυπολογικά κριτήρια για μια σημειωτική της ελληνικής κουλτούρας,” Πρακτικά 5ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Eλληνικής Σημειωτικής Eταιρίας: Σημειωτική και πoλιτισμός, τ. I., Kουλτούρα-λογοτεχνία-επικοινωνία. Θεσσαλονίκη, Eλλην. Σημειωτ. Eταιρεία, εκδ. Παρατηρητής, 2001:43-63. Πρβλ. και σημ. 1 και 14.
[8] Βλ. για παράδειγμα “Σπανέας” 534 –543, “Πτωχολέων. Ριμάδα εις κάποιον γέροντα”, 182-234, “Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς θεόν επιστροφή”, 19-32, 45-250, 313-340 (Βυζαντινή ποίησις, επιμ. Γ.Θ.Ζώρα, Αθήνα, Ι.Ν.Ζαχαρόπουλος, 1956: 83, 101, 282-289 αντίστοιχα)
[9] Λ.χ Τζάνε Βεντράμου, “Ιστορία των γυναικών των καλών και των κακών, 7-210: Βυζαντινή ποίησις, 1956: 316-321. Στον “Απόκοπο” οι γυναίκες έχουν ομορφιά μα όχι και αρετή: Απόκοπος 127-222: Μπεργαδής, Απόκοπος – Η βοσκοπούλα, επιμ. Στ. Αλεξίου, Αθήνα, Ερμής, 1971: 22-25
[10] Γεωργίου Χορτάτση, Ερωφίλη, επιμ. Στυλιανός Αλεξίου, Μάρθα Αποσκίτη, Αθήνα, στιγμή, 1988.
[11] Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου, Ροδολίνος, προλ. Στυλιανός Αλεξίου, επιμ. Μάρθα Αποσκίτη, Αθήνα, στιγμή, 1987.
[12] Στάθης.Κρητική κωμωδία, κριτική έκδ. Lidia Martini, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 3, Θεσσαλονίκη 1976. Μάρκου Αντώνιου Φωσκόλου, Φορτουνάτος, υπό Στεφ.Ξανθουδίδου, Αθήναι, Ελευθερουδάκης, 1922:55.318-321.
[13] Επίσης: Φορτουνάτος 110.436 – 438, 111.436-464, 112.483-484, 113. 509-516. - Κατζούρμπος, κριτική έκδοση Λίνου Πολίτη, Κρητικόν Θέατρον 1, Ηράκλειον, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, 1964: 7. 5-6 / 13-16. - Στάθης 77. 15-18, 93. 303-314, 150. 529-536.
[14] Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια, κριτική εκδοση του Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 2, Θεσσαλονίκη 1975.
[15] Όπως μας διδάσκει η Αφηγηματολογία, το κλασικό μοντέλο αφηγηματικής δομής αρχίζει από έναν πόλο αρνητικό που αντιστοιχεί στα κατά Greimas “αντεστραμμένα περιεχόμενα”(contenus inversés) και καταλήγει σ’ ένα πόλο θετικό, που αντιστοιχεί στα “αποκατεστημένα περιεχόμενα” (contenus posés), όπου αποκαθίσταται η αρχική τάξη των αξιών, που είχε ανατραπεί (βλ. A.J. Greimas, Du sens, Paris, Seuil, 1970:185-230). Μ’ άλλα λόγια, το σύστημα αξιών που επικυρώνεται είναι αυτό που προκύπτει από τα “αποκατεστημένα περιεχόμενα” (ομορφιά = καλοσύνη).
[16] Ε.Γ.Καψωμένος, “H ταύτιση του κάλλους με το αγαθό στην ελληνική λογοτεχνία. Ένας πολιτισμικός κώδικας”: περ. Διάλογοι καταλλαγής, αρ. 58 (Χανιά, Iούλ. - Aύγ. - Σεπτ. 2000): 514-518.
[17] Βλ. ακόμη Μαρία Λιουδάκη, Λαογραφικά Κρήτης, Α΄ . Μαντινάδες, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1936, 5: 54-56, 6: 75-77, 9: 112, 15: 13-16, 20: 7-8, 21: 18, 20, 24: 2-8 κ.α.
[18] Διονυσίου Σολωμού Αυτόγραφα Έργα, επιμ. Λίνος Πολίτης, Θεσσαλονίκη, Α.Π.Θ., τόμος Β΄. Τυπογραφική μεταγραφή, 1964: 507.17, 508Α3, 461.27-28 κ.α.). Πρβλ. Ε.Γ. Καψωμένος, «Kαλή 'ναι η μαύρη πέτρα σου». Eρμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Aθήνα, εκδ. Eστίας, Δ. Kολλάρος, 1992: 51-65 και Ανθολόγιο θεμάτων της σολωμικής ποίησης, επιμ. Ε.Γ. Καψωμένος – Κωνστ. Χαλιάσου – Αθ. Ζήσης, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων,1998: 65-77.
[19] Βλ. Ε. Γ. Καψωμένος, “Εικονίσματα θά ’χω τ’ άχραντα κορίτσια”. O Κώδικας του κάλλους και του αγαθού στην ποίηση του Ελύτη”, Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Ερμηνευτικά ζητήματα, Πάτρα, Περί τεχνών, 2005: 82-90.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.