Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Τhe «never again» voter: «δεν μου κοβόταν το χέρι καλύτερα» «να μου κοπεί το χέρι, αν ξαναψηφίσω» ! [Από πότε υπάρχουν κοψοχέρηδες; ]

Το σημερινό σύντομο άρθρο έρχεται να διορθώσει μιαν ανακριβή πληροφορία που αντιλήφθηκα ότι κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο και για την οποία είμαι κι εγώ έμμεσα υπεύθυνος.

Ξέρουμε βέβαια τι είναι ο κοψοχέρης. Δεν είναι αυτός που έχει χάσει το χέρι του από κάποιο ατύχημα ή, παλιότερα, στον πόλεμο. Αυτός είναι ο μονόχειρας ή, αν θέλουμε να το πούμε πιο τραχιά, ο κουλοχέρης. 

Ο αείμνηστος Σάκης Καράγιωργας είχε χάσει τα δάχτυλα και την παλάμη του δεξιού χεριού του το 1969 όταν εξερράγη ο εκρηκτικός μηχανισμός που κατασκεύαζε ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς. Αργότερα, όταν το ΠΑΣΟΚ άρχισε να μεταλλάσσεται σε αρχηγικό κόμμα και ο Καράγιωργας εξέφραζε από το βήμα κάποιου κομματικού οργάνου τις διαφωνίες του, οι οπαδοί του αρχηγού τού φώναξαν «Κάτσε κάτω κουλοχέρη!».

Βέβαια, η λέξη «κουλοχέρης» πολύ περισσότερο χρησιμοποιείται για τα μηχανήματα των καζίνων, όπου στοιχηματίζεις ρίχνοντας κέρματα -και μετά τραβάς το μοχλό και, αναλόγως, κερδίζεις ή χάνεις. Κι επειδή συνήθως χάνεις, τα μηχανάκια αυτά λέγονται και «ληστές με το ένα χέρι».

Αλλά πλατειάζω. Κοψοχέρης, έλεγα, δεν είναι αυτός που έχει χάσει το χέρι του, αλλά, «αυτός που έχει μετανιώσει για την ψήφο που έδωσε, που θα προτιμούσε να είχε κόψει το χέρι του παρά να είχε κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή». . .

Το έβαλα σε εισαγωγικά, επειδή είναι ο ορισμός από το ΛΚΝ.

Ασφαλώς τον παλιό καιρό, στα μεσαιωνικά χρόνια που δημιουργήθηκε η λέξη, κοψοχέρης ήταν μόνο αυτός που του είχε κοπεί το χέρι, ο μονόχειρας. Όμως, η νεότερη σημασία του μετανιωμένου ψηφοφόρου, έχει εκτοπίσει την κυριολεκτική.

Λοιπόν, τις προάλλες, σε έναν ιστότοπο όπου δημοσιεύονται σύντομα ενδιαφέροντα γλωσσικά σημειώματα, είδα το εξής:

Γλωσσικά υποθέματα: Κοψοχέρης

Τhe «never again» voter
Λαϊκότροπο – σκωπτικό για αγανακτισμένο ψηφοφόρο που έχει μετανιώσει για τις εκλογικές του επιλογές και δηλώνει πως θα προτιμούσε να είχε κόψει το χέρι του, παρά να είχε κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή ή απειλεί να το κόψει, αν επαναλάβει το ίδιο λάθος.


«δεν μου κοβόταν το χέρι καλύτερα»
«να μου κοπεί το χέρι, αν ξαναψηφίσω»
.
Σύμφωνα με τα ΛΝΕΓ, ΛΚΝ & Χρηστικό, η λέξη έχει μεσαιωνική προέλευση, προφανώς με τη σημασία κάποιου που έχει χάσει το χέρι του, και όχι της αυτοκριτικής τού ψηφοφόρου.
Ο Σαραντάκος λέει ότι πριν από τα χρόνια της χούντας έχει βρει μόνο δυο κοψοχέρηδες από 1963/1965 στην Ελευθερία. (lexilogia gr.)

Το σημείωμα τα λέει όλα, και συμφωνώ με σχεδόν όλα, αλλά η τελευταία αναφορά με μπέρδεψε -δεν θυμόμουν να έχω κάνει μια τόσο κατηγορηματική διαβεβαίωση και, επιπλέον, ξέρω ότι η λέξη είναι παλιότερη από το 1963.

Ξετύλιξα προς τα πίσω το κουβάρι και έφτασα στην πηγή της ανακρίβειας.

Πριν από έξι χρόνια, τότε που συζητούσαμε τη Λέξη του 2012 στο ιστολόγιο, κάποιος φίλος πρότεινε τη λέξη «κοψοχέρης». Αναρωτήθηκα λοιπόν αν υπήρχε πριν από τη δικτατορία η λέξη «κοψοχέρης», φυσικά με τη σημασία του μετανιωμένου ψηφοφόρου. Είπα ότι δεν την έχω συναντήσει σε προδικτατορικά κείμενα. Και μετά, αφού έκανα μια σύντομη αναζήτηση, πρόσθεσα σε επόμενο σχόλιο: «Λάθος έκανα -βρήκα στην Ελευθερία δυο κοψοχέρηδες από 1963/1965».

Αργότερα, στη Λεξιλογία, σε ένα σχόλιο που δεν το είχα δει, ο φίλος Νίκος Λίγγρης έκανε λεξικογραφική ανασκόπηση του όρου «κοψοχέρης» και πρόσθεσε: «Ο Σαραντάκος λέει ότι πριν από τα χρόνια της χούντας έχει βρει μόνο δυο κοψοχέρηδες από 1963/1965 στην Ελευθερία», αναφερόμενος στο παλιότερο σχόλιό μου.

Η λεξούλα «μόνο», όμως, υποβάλλει την ιδέα ότι δεν βρίσκονται ή ίσως δεν υπάρχουν, παλιότερα παραδείγματα χρήσης του όρου.

Αυτό δεν ισχύει. Το 2012 με ενδιέφερε αν υπήρχαν κοψοχέρηδες και προδικτατορικά και γι΄αυτό αρκέστηκα στα παραδείγματα της Ελευθερίας, 1963 και 1965. Στο μεταξύ, καθώς ασχολήθηκα περισσότερο με τη δεκαετία του 1950, μπόρεσα και βρήκα και παλιότερες εμφανίσεις της λέξης με τη σημασία του μετανιωμένου ψηφοφόρου.

Πράγματι, από την έρευνα που έχω κάνει φαίνεται πως ο όρος καθιερώθηκε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1952, που ανέδειξαν τον Αλέξανδρο Παπάγο, επικεφαλής του Ελληνικού Συναγερμού, σε πρωθυπουργό με το εντυπωσιακό ποσοστό του 49% (το οποίο, χάρη στο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, μεταφράστηκε σε συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία 247 εδρών στις 300).

Τον Παπάγο τον είχαν ψηφίσει και κεντρώοι ψηφοφόροι, απογοητευμένοι από την προηγούμενη διακυβέρνηση του Πλαστήρα. Και δεν πέρασαν λίγοι μήνες και στον αντιπολιτευόμενο τύπο άρχισαν να εμφανίζονται αναφορές σε μετανιωμένους ψηφοφόρους, που είχαν ψηφίσει Παπάγο αλλά το μετάνιωσαν.

Ο πατέρας μου, στο αυτοβιογραφικό αφήγημά του «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια», που μπορώ να ανακοινώσω με χαρά ότι θα κυκλοφορήσει επιτέλους σε βιβλίο στο τέλος της χρονιάς, θυμάται:

Τα γραφεία του περιοδικού και του Εγκυκλοπαιδικού λεξικού [του Ηλίου] είχαν εγκατασταθεί στην παλαιού ρυθμού πολυκατοικία της οδού Σταδίου 29, ιδιοκτησίας του ΤΣΑΥ, όπου ο Πασσάς είχε νοικιάσει ολόκληρον τον δεύτερον όροφο. Το παιδί του καφενείου ήταν ένας νεαρός Κουλουριώτης, ο Παναγιώτης, που μετά το 1952, που ψήφισε Παπάγο και κατόπιν το σκυλομετάνιωσε, ονομάστηκε από τους συντάκτες Κοψοχέρης.

Αλλά φυσικά δεν είναι μόνο η ανάμνηση του πατέρα μου. Αν αναδιφήσετε εφημερίδες του 1953 θα βρείτε άφθονα παραδείγματα χρήσης της λέξης, υπαινικτικά ή ρητά. Σαν παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας, σε χρονογράφημα του Βάρναλη, δημοσιευμένο στις 26.5.1953, υπάρχει η σαρκαστική παρατήρηση:

–Αν έκοβες τότε το χέρι σου, δεν θα ’σπαζες τώρα το πόδι σου!

Αλλά οι περισσότερες αναφορές σε κοψοχέρηδες είναι ρητές. Μάλιστα, η κεντροαριστερή εφημερίδα Προοδευτική Αλλαγή είχε καθιερώσει στο κυριακάτικο φύλλο της σατιρική σελίδα με τίτλο «O κοψοχέρης», με σκίτσο που παρουσιάζει έναν ψηφοφόρο με κομμένο το χέρι, με Ημερολόγιο του Κοψοχέρη και με «Ωροσκόπιο του Κοψοχέρη» αλλά και με Λεξικό του Κοψοχέρη (ίσως βάλω κάποτε κάποια λήμματα).

Ο γελοιογράφος Βασίλης Χριστοδούλου, που τότε σκιτσάριζε στην αντιπολιτευόμενη Αθηναϊκή, πολύ συχνά παρουσίαζε κοψοχέρηδες (με καρφιτσωμένο το μανίκι του σακακιού), ενώ είχε φανταστεί και Πανελλήνιον Ένωσιν Κοψοχέρηδων. Στη γελοιογραφία αριστερά (Αθηναϊκή, 12 Μαρτίου 1953) υπάρχει υπαινιγμός για την Εκάλη, όπου κατοικούσε ο Παπάγος, που οι γελοιογράφοι τον παρίσταναν να κοιμάται συνέχεια (ή και να έχει πεθάνει -ο Αρχέλαος είχε λογοκριθεί για ασεβή σκίτσα του, ίσως τα παρουσιάσουμε σε κάποιο επόμενο άρθρο).

Σε άλλο φύλλο της Προοδευτικής Αλλαγής βρίσκω μια παρωδία στις καβαφικές Θερμοπύλες με υπαινιγμό για τους κοψοχέρηδες:

Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των
έταξαν να ψηφίζουν Μαρκεζίνη
νομίζοντες πως τάχα θα τους φέρει

ένα καλό πολύ-πολύ μεγάλο.
Μα περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προσβλέπουν -και πολλοί προσβλέπουν-
με θλίψη το κομμένο τους το χέρι
και φασκελώνονται με τ’ άλλο.

Είναι τόσο πολλές οι αναφορές σε κοψοχέρηδες από το 1953 και μετά, ενώ δεν έχω βρει καμία νωρίτερα, που αισθάνομαι έντονο τον πειρασμό να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι ο όρος «κοψοχέρης = μετανιωμένος ψηφοφόρος» γεννήθηκε τότε, από την προϋπάρχουσα φράση «Δεν μου κοβότανε το χέρι» ή «Να μου κοπεί το χέρι αν…», στην προκειμένη περίπτωση «Δεν μου κοβότανε καλύτερα το χέρι που ψήφισα Παπάγο» ή «Να μου κοπεί το χέρι αν τον ξαναψηφίσω». Ωστόσο, θα κρατήσω μιαν επιφύλαξη και θα πω ότι ο όρος καθιερώθηκε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1952.

Κοψοχέρηδες έκτοτε εμφανίστηκαν ύστερα από σχεδόν κάθε εκλογική αναμέτρηση, ειδικά όταν το κόμμα που σχημάτισε κυβέρνηση είχε πάρει πολλές ψήφους μετακινούμενων ψηφοφόρων, όπως π.χ. η ΝΔ το 1974 ή και η σημερινή κυβέρνηση, διότι βέβαια δεν έχει κανείς την αυταπάτη ότι το 35% του εκλογικού σώματος τον Σεπτέμβριο του 2015 ήταν σταθερά ενταγμένο στη ριζοσπαστική αριστερά. Και επειδή πολλοί επώνυμοι, που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ το 2015, έδωσαν μετά συνεντεύξεις όπου δήλωσαν πως μετάνιωσαν γι’ αυτή τους την επιλογή, θα βρει κανείς, συχνά χαιρέκακους, τίτλους άρθρων σε εφημερίδες και ιστοτόπους στο στιλ «Κοψοχέρης και ο….» (δεν γράφω ονόματα).

Τώρα που γκούγκλισα τη λέξη για τις ανάγκες του άρθρου, είδα αφενός ότι ο όρος δεν υπάρχει στο slang.gr (παράλειψη) και αφετέρου ότι σε κάποιο άρθρο διατυπώνεται η εικασία πως ο όρος «κοψοχέρης» γεννήθηκε μετά το 1990 -κάτι που, όπως δείξαμε, δεν ισχύει.

Επώνυμο Κοψοχέρης δεν βρήκα να υπάρχει, ενώ το Κουλοχέρης, που βλέπω πως επιχωριάζει στα Πολιτικά Ευβοίας, είναι σχετικά σπάνιο. Κάποιοι το παραλλάζουν σε Κουλουχέρης. Ωστόσο, έχουμε πολύ πιο διαδεδομένη την οικογένεια επωνύμων Τσολάκης, Τσολακίδης, Τσολάκογλου κτλ. που προέρχονται από το τουρκικό çolak που θα πει μονόχειρας.

Βεβαίως «κοψοχέρα» έχει αποκληθεί, σατιρικά, και η Αφροδίτη της Μήλου. Λέτε να μετάνιωσε που ψήφισε να εξοστρακιστεί ο Αριστείδης ο δίκαιος;

Posted by sarant στο 13 Σεπτεμβρίου, 2018

=====================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.