Η ακτινογραφία της ελληνικής οικονομίας από το 1950 έως το 2019

Χαρτογραφώντας την οικονομική πορεία της Ελλάδας στον 20ο και 21ο αιώνα.

Το 1973, η εικόνα είχε αλλάξει. Μεταξύ 1953 και 1973, το ελληνικό ΑΕΠ είχε τετραπλασιαστεί και η ανεργία είχε μειωθεί. 

Η ανάπτυξη συνδυάστηκε με χαμηλό πληθωρισμό και χωρίς μείζονα προβλήματα στις εξωτερικές συναλλαγές. 

Η οικονομία κυριαρχούνταν πλέον από τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες και η πλειονότητα των κατοίκων της χώρας ζούσε στις πόλεις. 

Tο προσδόκιμο της ζωής αυξήθηκε κατά 7 χρόνια. 

Tο 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι που μετακινήθηκαν από την ύπαιθρο στις πόλεις βρήκαν -συνήθως ιδιόκτητη- στέγη. 

Το ηλεκτρικό ρεύμα είχε καλύψει σχεδόν όλη τη χώρα και υπήρχε ένα αξιοπρεπές οδικό δίκτυο. 

Το 1973 το μερίδιο του ευρύτερου βιομηχανικού τομέα αντιπροσώπευε πλέον το 35% του ΑΕΠ. 

Στα πλαίσια του τομέα αυτού, η μεταποιητική βιομηχανία απογειώθηκε στη διάρκεια των ετών 1961-73 και το 1973 το μερίδιο της στο ΑΕΠ ανήλθε στο 21%. Παράλληλα, σημειώθηκαν βαθιές αλλαγές στη σύνθεσή της. 

Ο γρήγορος εξηλεκτρισμός της επέτρεψε να προσθέσει στο δυναμικό της μια σειρά από μεγάλες μονάδες που ενίσχυσαν τη θέση της «βαριάς βιομηχανίας». 

Οι παραπάνω αλλαγές ήταν εκδήλωση των ταχύτατων ρυθμών ανάπτυξης της χώρας. Ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας την περίοδο 1953-73 ήταν 7,2% ετησίως, ο ταχύτερος της Ευρώπης και δεύτερος ταχύτερος μετά από αυτόν της Ιαπωνίας ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ. 

Το κλειδί για την εξήγηση των καλών αναπτυξιακών επιδόσεων είναι η αύξηση του όγκου και της ποιότητας των επενδύσεων (εγχώριων και ξένων, ιδιωτικών και δημόσιων) και η συμβολή τους στην άνοδο της παραγωγικότητας.

Η παρεμβατική οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε σε αυτά τα 21 χρόνια ήταν σχεδιασμένη για να επιτύχει investment-led growth. 

Οι προτεραιότητές της ήταν η επιτάχυνση της ανάπτυξης μέσω της εκβιομηχάνισης και η διαφύλαξη της νομισματικής σταθερότητας. 

Καθώς εκβιομηχάνιση δεν γίνεται χωρίς επενδύσεις, ο πρώτος στόχος σήμαινε την ενθάρρυνση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων μέσα από την παροχή κινήτρων και διασφαλίσεων προς τους υποψήφιους επενδυτές. 

Οι παραπάνω στόχοι υποστηρίζονταν από ένα πλέγμα κανόνων πολιτικής που -λίγο-πολύ- τηρήθηκαν από όλες τις κυβερνήσεις της εποχής: 

α) Η διατήρηση της σταθερότητας της ισοτιμίας του νομίσματος στις 30 δρχ. το δολάριο ήταν η άγκυρα της νομισματικής πολιτικής. Διασφάλιζε την εμπιστοσύνη στο νόμισμα και απέτρεπε τη δημιουργία πληθωριστικής ψυχολογίας. 

β) Δημοσιονομική πειθαρχία: Το συνολικό δημόσιο έλλειμμα παρέμενε χαμηλό έτσι ώστε να μην βάζει σε δοκιμασία τις -τότε- περιορισμένες δυνατότητες δανεισμού του κράτους. Το καταναλωτικό κομμάτι του προϋπολογισμού καλούνταν να αφήνει περίσσευμα που θα χρηματοδοτούσε δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής. 

Η συμπίεση των καταναλωτικών δημόσιων δαπανών φυσικά περιόριζε τις δυνατότητες δημιουργίας ολοκληρωμένου κοινωνικού κράτους, αλλά οι δημόσιες επενδύσεις ήταν η προτεραιότητα. 

γ) Η διαδικασία διαμόρφωσης των μισθών ελέγχονταν έτσι ώστε η αύξηση των αποδοχών να μην υπερβαίνει συστηματικά την αύξηση της παραγωγικότητας στην οικονομία. 

δ) Το ελεγχόμενο τραπεζικό σύστημα υποχρεωνόταν να διοχετεύει πιστώσεις με ευνοϊκούς όρους στους τομείς προτεραιότητας: βιομηχανία, γεωργία, εξαγωγικό εμπόριο.

Η περίοδος της ανάπτυξης ανακόπηκε το 1973-74 υπό το βάρος τριών γεγονότων. Η κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods υπονόμευσε τα θεμέλια της μέχρι τότε ακολουθούμενης πολιτικής και εγκαινίασε μια περίοδο συνεχούς διολίσθησης της δραχμής και υψηλού πληθωρισμού. 

Ο τετραπλασιασμός της τιμής του πετρελαίου ανέτρεψε την πεποίθηση (στην οποία βασίζονταν τμήμα της ελληνικής οικονομίας) ότι το κόστος των καυσίμων θα έμενε για πάντα χαμηλό. 

Το κορυφαίο γεγονός όμως ήταν η πτώση της δικτατορίας και η εγκαθίδρυση της πιο φιλελεύθερης δημοκρατίας που έχει γνωρίσει ο τόπος. Η τομή αυτή επηρέασε τις επιδόσεις της οικονομίας και τον τρόπο άσκησης της οικονομικής πολιτικής.

Το διάστημα 1974-80 ήταν μια ενδιάμεση φάση στη διάρκεια της οποίας οι ρυθμοί ανόδου του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκαν, πέφτοντας στο 3% και το 2,3% αντιστοίχως κατά μέσο όρο. 

Η επιβράδυνση συνοδεύτηκε από υψηλό πληθωρισμό αλλά η ανεργία παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα. Στα τέλη της περιόδου αυτής η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΟΚ και δεσμεύονταν να καταργήσει σταδιακά τους προστατευτικούς της φραγμούς έναντι των προϊόντων των χωρών της ΕΟΚ.

Οι επιδόσεις της οικονομίας χειροτέρεψαν παραπέρα στην περίοδο 1981-94: Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ έπεσε στο 0,8% (ο χαμηλότερος στην Ευρώπη) και η παραγωγικότητα της εργασίας έμεινε τελείως στάσιμη. 

Την δεκαετία του 80 ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός έφτασε στο 19% και η ανεργία σημείωσε άνοδο κυμαινόμενη ανάμεσα στο 7%-8% του εργατικού δυναμικού. 

Οι εξωτερικές συναλλαγές της χώρας επιδεινώθηκαν αισθητά και το 1985 και 1990 έφτασαν σε σημείο κρίσης.

Το κύμα των αναδιανεμητικών απαιτήσεων που πυροδότησε η μεταπολίτευση άλλαξε ριζικά την εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική. 

Με εξαίρεση τη διετία 1986-87, οι de facto προτεραιότητες της πολιτικής που ασκήθηκε στο διάστημα 1974-90 ήταν η αναδιανομή του εισοδήματος και η τόνωση της κατανάλωσης. 

Η πολιτική μισθών των ετών 1975-78, 1982, 1984-85 και 1988-90 οδήγησε σε αυξήσεις μισθών μεγαλύτερων από την άνοδο της παραγωγικότητας. Οι επιπτώσεις ήταν: απώλεια ανταγωνιστικότητας, επιδείνωση και -τελικά- κρίση του εξωτερικού ισοζυγίου, συμπίεση κερδών και μείωση των επενδύσεων (ειδικά στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 80). 

Η μεταποίηση ήταν ο τομέας που επλήγη ιδιαίτερα και στο διάστημα 1982-85 έγινε ζημιογόνος. Μπροστά στον κίνδυνο απώλειας μεγάλων κομματιών της βιομηχανίας, η συναλλαγματική και πιστωτική πολιτική κλήθηκαν να λειτουργήσουν ως απορροφητήρες των κραδασμών που προκαλούσε η απώλεια ανταγωνιστικότητας και η συμπίεση των κερδών. 

Από το 1975 και μετά η ισοτιμία της δραχμής διολίσθαινε συνεχώς και υπήρξαν δυο επίσημες υποτιμήσεις, το 1983 και 1985. Ο σκοπός ήταν να επιτραπεί στις βιομηχανικές επιχειρήσεις να περάσουν μέρος των αυξήσεων του κόστους στις τιμές τους. 

Η ανακούφιση που πρόσφερε η διολίσθηση ήταν πρόσκαιρη αλλά οι πληθωριστικές επιπτώσεις μόνιμες. Και η υιοθέτηση το 1982 της αυτόματης τιμαριθμοποίησης των αποδοχών εμπέδωσε ένα φαύλο κύκλο μισθών –τιμών - διολισθήσεων (με ισχνές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία). 

Η δημοσιονομική πειθαρχία εγκαταλείφθηκε βαθμιαία. Στο διάστημα 1974-80 τα δημόσια ελλείμματα ήταν «μετρημένα». 

Από το 1981 μέχρι το 1990 τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος αυξήθηκαν δραστικά. 

Η κρίσιμη μάζα του χρέους που βαραίνει έκτοτε την Ελλάδα δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 80. 

Οι αιτίες των ελλειμμάτων ήταν η διόγκωση του μισθολογικού κόστους του δημοσίου, η αύξηση των μεταβιβαστικών πληρωμών (κυρίως για συντάξεις) και η διόγκωση των πληρωμών για τους τόκους του δημόσιου χρέους.

Πρέπει να σημειωθεί ότι την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης αναδιανομή υπήρξε. 

Όμως, ο τρόπος που αυτή έγινε είχε τέτοιες παρενέργειες που καθιστούσαν τη συνέχισή της πολιτικής της αναδιανομής προβληματική. 

Οι κοινωνικές δαπάνες αυξήθηκαν αλλά η νέα διαρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας ήταν δυσανάλογα δαπανηρή σε σχέση με τα αποτελέσματά της.

Ο κύριος παράγοντας που εξηγεί την επιβράδυνση και τη στασιμότητα της 20ετίας 1974-94 είναι και πάλι η σχέση επενδύσεων -παραγωγικότητας, με τη διαφορά ότι επρόκειτο για το ανεστραμμένο είδωλο της προηγούμενης 20ετίας. 

Στο διάστημα 1974-94, ο όγκος των επενδύσεων μειώθηκε και οι λιγότερες επενδύσεις που γινόταν δεν συνεισέφεραν στην άνοδο της παραγωγικότητας αλλά εγκλώβιζαν την οικονομία σε φθίνοντες κλάδους. 

Αυτά ήταν ιδιαίτερα κρίσιμα σε μια εποχή που η ένταξη στο ανταγωνιστικότερο περιβάλλον της ΕΟΚ απαιτούσε αναδιατάξεις της δομής της οικονομίας. 

Επιπλέον, και σε αντίθεση με αυτό που συνέβη την περίοδο 1953-73, μέρος του εργατικού δυναμικού μετακινήθηκε προς τις μη εμπορεύσιμες κρατικές και ιδιωτικές υπηρεσίες όπου οι προοπτικές αύξησης της παραγωγικότητας ήταν μικρότερες.

Πρέπει να σημειωθεί ότι την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης αναδιανομή υπήρξε. Όμως, ο τρόπος που αυτή έγινε είχε τέτοιες παρενέργειες που καθιστούσαν τη συνέχισή της πολιτικής της αναδιανομής προβληματική. 

Οι κοινωνικές δαπάνες αυξήθηκαν αλλά η νέα διαρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας ήταν δυσανάλογα δαπανηρή σε σχέση με τα αποτελέσματά της. 

Οι συντάξεις αυξήθηκαν με τρόπο που υπερέβαινε τις δυνατότητες των ταμείων και δεν αντιμετωπίστηκαν τα δομικά προβλήματα που απειλούσαν τη βιωσιμότητά τους. 

Η δημιουργία του ΕΣΥ το 1983 ήταν κορυφαία πρωτοβουλία αλλά σημαντικά κενά παρέμεναν. 

Στην εκπαίδευση ο λόγος μαθητών ανά διδάσκοντα βελτιώθηκε αλλά τα μαθησιακά αποτελέσματα υστερούν. 

Οι υπόλοιπες κοινωνικές παροχές είχαν δυσανάλογα μικρή επίδραση στη μείωση της ανισότητας και της φτώχειας.

Το 1990 η πολιτική της δεκαετίας του 80 είχε φτάσει σε αδιέξοδο και η αλλαγή της ήταν επιβεβλημένη. 

Η νέα πολιτική ενδύθηκε με το κύρος της εκπλήρωσης των κριτηρίων του Μάαστριχτ και της εισόδου στην ΟΝΕ, υιοθετήθηκε και από τα δυο κόμματα εξουσίας και σφράγισε τη δεκαετία του 90. 

Στη διάρκειά της ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε με κύριο εργαλείο την πολιτική της επιβραδυνόμενης διολίσθησης της δραχμής, τα δημόσια ελλείμματα περιορίστηκαν και το χρέος έδειχνε τάσεις μείωσης. 

Στις αρχές του 2000, οι όροι του Μάαστριχτ είχαν εκπληρωθεί και η Ελλάδα έγινε δεκτή στην ευρωζώνη. 

Επίσης, στη διάρκεια της δεκαετίας ολοκληρώθηκαν μείζονες μεταρρυθμίσεις: η αλλαγή του καθεστώτος ρύθμισης του πιστωτικού συστήματος, η εκκαθάριση / ιδιωτικοποίηση των προβληματικών επιχειρήσεων και η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών.

Η στροφή στην οικονομική πολιτική καθυστέρησε να αποδώσει. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 90 οι ρυθμοί ανάπτυξης παρέμειναν ισχνοί. 

Ο κύριος λόγος ήταν οι αμφιβολίες του επιχειρηματικού κόσμου για το αν η κυβέρνηση που προέκυψε το 1993 θα ήταν το ίδιο δεσμευμένη στη νέα πολιτική. 

Η αντίδραση της νέας κυβέρνησης στην επίθεση κατά της δραχμής του Μαΐου του 1994 έπεισε τους πάντες. 

Το 1995 η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει οδηγούμενη από την αναβίωση των παραγωγικών δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. 

Η ανάκαμψη διάρκεσε μέχρι το 2007. Στη διάρκειά της περιόδου 1995-2007 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν 3,8%, υψηλότερος από το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ των 15.

Στην πορεία ωστόσο, η ανάκαμψη γινόταν ολοένα και λιγότερο διατηρήσιμη. Με τη συμμετοχή της στην ευρωζώνης η Ελλάδα καλούνταν: 

α) Να αποτρέψει συστηματική απόκλιση του πληθωρισμού και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος από τα αντίστοιχα μεγέθη της ευρωζώνης, 

β) Να συνεχίσει την πολιτική μείωσης του δημοσίου χρέους μέσω μικρών πρωτογενών πλεονασμάτων, 

γ) Να αξιοποιήσει την αναμενόμενη παροχή φθηνών πιστώσεων για να βελτιώσει την παραγωγικότητα των εξαγωγικών της τομέων. Αυτά δεν συνέβησαν. 

Η άνοδος των τιμών και του κόστους εργασίας εμφάνιζαν μικρή μα συστηματική απόκλιση από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. 

Τα πρωτογενή πλεονάσματα της δεκαετίας του 90 μετατράπηκαν ξανά σε ελλείμματα και η πορεία μείωσης του δημόσιου χρέους αντιστράφηκε. 

Οι επενδύσεις συνέχισαν να ανθούν αλλά κατευθυνόταν κύρια προς τομείς μη εμπορεύσιμων προϊόντων (βασικά τις κατοικίες). 

Ο συνδυασμός πιστωτικής και δημοσιονομικής επέκτασης και χαμηλών πραγματικών επιτοκίων οδήγησε σε συνθήκες υπερβάλλουσας ζήτησης. 

Αυτή προκάλεσε (ιδιαίτερα το 2007 και 2008) πρωτοφανή διόγκωση στο έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου και -κατά συνέπεια- αθρόα αύξηση του εξωτερικού δανεισμού που ήταν -κατά κύριο λόγο- κρατικός δανεισμός.

Το υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος, το διογκούμενο δημόσιο και εξωτερικό έλλειμμα καθιστούσαν ευάλωτη την οικονομία. 

Με την έλευση της κρίσης του 2008-9, οι διεθνείς αγορές πέρασαν από μια φάση αμεριμνησίας απέναντι στον πιστωτικό κίνδυνο σε φάση πανικού.

 Άρχισαν να ξεφορτώνονται κρατικά ομόλογα που θεωρούσαν επισφαλή εκτοξεύοντας στα ύψη τις αποδόσεις τους. 

Η Ελλάδα βρέθηκε στη πρώτη γραμμή του πυρός. 

Η μεγάλη αδυναμία ήταν οι εξαγωγικές επιδόσεις. 

Η εξαγωγική βάση της χώρας ήταν πολύ στενή. Το ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ (και ειδικά αυτό των υλικών αγαθών) ήταν το χαμηλότερο στην ΕΕ. 

Τα ελληνικά προϊόντα είχαν συνήθως χαμηλή τεχνολογική περιεκτικότητα και αδιάφορη ποιότητα. 

Οι κλάδοι των εμπορεύσιμων προϊόντων κυριαρχούνταν από επιχειρήσεις-νάνους που δεν είχαν όραση προς τα έξω. 

Οι απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους ή τιμών ερχόταν να «καθίσουν» πάνω σε αυτές τις διαρθρωτικές αδυναμίες. 

Τα διαρθρωτικά προβλήματα, ωστόσο πήγαιναν παραπέρα. 

Το 2007 η διάρθρωση της οικονομίας είχε αλλάξει σε σύγκριση με αυτήν του 1973. 

Μετά από δεκαετίες στασιμότητας, το μερίδιο στο ΑΕΠ της μεταποίησης -του κατ’ εξοχήν τομέα εμπορευσίμων προϊόντων- είχε μειωθεί από περίπου 20% το 1973 σε κάτω από το 10% το 2007. 

Το μερίδιο του αγροτικού τομέα είχε μειωθεί από 16% του ΑΕΠ το 1973 στο 3,5% το 2007. Αντίθετα, το μερίδιο του τομέα των υπηρεσιών ανέβηκε από το 50% του ΑΕΠ το 1973 στο 76% το 2007. 

Οι υπηρεσίες, βέβαια, περιλαμβάνουν τους κλάδους των τουριστικών και ναυτιλιακών υπηρεσιών που είναι εμπορεύσιμες. 

Το πλεόνασμα των εισπράξεων από αυτούς, ωστόσο, δεν αρκεί για να καλύψει το χάσμα εισαγωγών -εξαγωγών. 

Και φυσικά, το πλείστο των δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών δεν είναι εμπορεύσιμο. 

Εκείνο που συνέβη από το 1980 και μετά ήταν ότι ένα μεγάλο τμήμα του εργατικού δυναμικού μετακινήθηκε προς το δημόσιο και τους προστατευμένους από τον ξένο ανταγωνισμό κλάδους των μη εμπορεύσιμων προϊόντων.

Το υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος, το διογκούμενο δημόσιο και εξωτερικό έλλειμμα καθιστούσαν ευάλωτη την οικονομία. 

Με την έλευση της κρίσης του 2008-9, οι διεθνείς αγορές πέρασαν από μια φάση αμεριμνησίας απέναντι στον πιστωτικό κίνδυνο σε φάση πανικού. 

Άρχισαν να ξεφορτώνονται κρατικά ομόλογα που θεωρούσαν επισφαλή εκτοξεύοντας στα ύψη τις αποδόσεις τους. 

Η Ελλάδα βρέθηκε στη πρώτη γραμμή του πυρός. Την Άνοιξη του 2010, το δημόσιο καλούνταν να εξοφλήσει ομόλογα αξίας δισεκατομμυρίων αλλά δεν μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές. 

Η μονομερής κήρυξη παύσης πληρωμών (και ο εκμηδενισμός της αξίας των ομολόγων) ήταν αδιανόητη. Θα σήμαινε την κατάρρευση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και της εγχώριας πίστης και θα υποχρέωνε τη χώρα να εγκαταλείψει την ευρωζώνη. 

Η δημοσιονομική περιστολή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που –τελικά- επιχειρήθηκε γιατί η Ελλάδα θα ήταν υποχρεωμένη να περικόψει ολόκληρο το πρωτογενές έλλειμμά της άμεσα. 

Αδυναμία δανεισμού σήμαινε αδυναμία χρηματοδότησης του εξωτερικού ελλείμματος της χώρας και -συνεπώς- έλλειψη ζωτικής σημασίας εισαγομένων προϊόντων. 

Η μόνη πηγή δανεισμού που απέμενε ήταν οι χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ. 

Το Μάιο του 2010, η διαπραγματευτική θέση της χώρας ήταν η χείριστη δυνατή. Με τη συμφωνία, η Ελλάδα απέφευγε μια άμεση κατάρρευση και μισάνοιγε την πόρτα για περεταίρω στήριξή της στο μέλλον. 

Η Ευρωζώνη απέφευγε τη μετάδοση της ελληνικής κρίσης που θα προκαλούσε σημαντική αναστάτωση στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα.

Το ελληνικό κράτος συνομολόγησε τρία δανειακά Προγράμματα με τους δανειστές του. Με διαφορές έμφασης και τα τρία είχαν τις εξής βασικές επιδιώξεις: 

α) Τη δημοσιονομική προσαρμογή. Το ελληνικό κράτος καλούνταν να μειώσει τα ελλείμματά του και να μετατρέψει εντός τακτών προθεσμιών τα πρωτογενή ελλείμματα σε πλεονάσματα. Επίσης, καλούνταν να σταθεροποιήσει το δημόσιο χρέος και μετά να το θέσει σε τροχιά αποκλιμάκωσης. 

β) Διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο τομέα που θα εξοικονομούσαν σε μόνιμη βάση δαπάνες και θα αύξαναν τα κρατικά έσοδα μέσω της αναμόρφωσης της φορολογικής διοίκησης. 

γ) Την «εσωτερική υποτίμηση» και τις διαρθρωτικές αλλαγές για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ιδιωτικού τομέα. Στην πράξη, η προτεραιότητα ήταν η μείωση των κατώτατων και μέσων αποδοχών και η αλλαγή της νομοθεσίας για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. δ) Τη στήριξη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Το Μνημόνιο του 2010 ήταν η εκ των ενόντων αντίδραση μιας ευρωζώνης απαράσκευης στην αντιμετώπιση κρίσεων. Βασιζόταν σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις και εμπεριείχε σχεδιαστικά λάθη. 

Μολονότι κάποιου μεγέθους ύφεση ήταν αναπόφευκτη, το 1ο Μνημόνιο υποεκτίμησε το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης που θα προκαλούσε ο συνδυασμός της δημοσιονομικής περιστολής και της πιστωτικής ασφυξίας που θα επέρχονταν. 

Εκείνο που συνέβη ήταν μια πελώρια ύφεση: ήταν ήδη μεγάλη από το 2009, κορυφώθηκε το 2011 και παρατάθηκε μέχρι το 2013. 

Το 2013 το ποσοστό της ανεργίας είχε φτάσει στο 27,5% του εργατικού δυναμικού.

Το Πρόγραμμα του 2012,  2ο Μνημόνιο (με καθυστέρηση) το ελληνικό χρέος προς τους ιδιώτες κατά 53% και το αντικαθιστούσε, εν μέρει, με διακρατικό χρέος που είχε μακρές περιόδους αποπληρωμής και χαμηλά επιτόκια. 

Η ύφεση αποκλιμακώθηκε το 2013 και υπήρξε μια οριακή ανάκαμψη της οικονομίας το 2014. 

Η ανάκαμψη διακόπηκε από την αναστάτωση του πρώτου εξαμήνου του 2015 και η οικονομία ξαναμπήκε σε ύφεση το 2015 και 2016.

Το 3ο Μνημόνιο αντικατέστησε το πρόγραμμα του 2012 που είχε εκτροχιασθεί στο πρώτο εξάμηνο του 2015. 

Τελικά η οικονομία μπήκε σε τροχιά ανάκαμψης την τριετία 2017-19. 

Δεδομένης της καθίζησης που είχε προηγηθεί, η ανάκαμψη του 2017-19 ήταν μάλλον ασθενής (κυμαινόταν ανάμεσα στο 1,3% με 1,9% το χρόνο).

Το κόστος της κρίσης ήταν μεγάλο. 

Στο διάστημα 2008-2016 η σωρευτική απώλεια εθνικού εισοδήματος σε σύγκριση με το 2007 ήταν της τάξης του 26%. 

Ακόμη και μετά την αποκλιμάκωσή του το ποσοστό ανεργίας το 2019 ήταν 17,5%. 

Και όμως, μέσα από την κρίση προέκυψαν και θετικά πράγματα που είναι καλό να υπενθυμίζονται. 

Δημοσιονομική εξυγίανση υπήρξε. 

Με εξαίρεση το 2015, το δημοσιονομικό πρόγραμμα εφαρμόστηκε από όλες τις κυβερνήσεις και η πορεία των δημόσιων οικονομικών παρακολουθείται καλύτερα. 

Η ψηφιοποίηση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού έκανε άλματα, τον έκανε φιλικότερο προς τον πολίτη και υπάρχει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. 

Στην Υγεία, η δημιουργία του ΕΟΠΥΥ και η ηλεκτρονική συνταγογράφηση ήταν μείζονες αλλαγές. Εξοικονόμησαν δαπάνες και το σύστημα έδειξε την αξία του στη διάρκεια της πανδημίας. 

Εγκαινιάστηκε η πορεία πουμπορεί να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. 

Η ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών προχώρησε και υπόσχεται πολλά για το μέλλον. 

Η οικονομία έγινε ανταγωνιστικότερη και αυτό αποτυπώνεται στη βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων των τελευταίων ετών πριν την πανδημία. 

Το επενδυτικό περιβάλλον τείνει να γίνει φιλικότερο και οι πόροι του ευρωπαϊκού Σχεδίου Ανάκαμψης δημιουργούν καλές προοπτικές αναβίωσης των επενδύσεων. 

Και τελευταίο -και ίσως σημαντικότερο- οι περισσότεροι από εμάς γίναμε σοφότεροι.

Χρυσάφης Ι. Ιορδάνογλου είναι Πρ. Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: 1821ΙΣΤΟΡΙΑΠΑΝΤΕΙΟ