Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

Φερνάντο Πεσσόα - Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία - Το βιβλίο της ανησυχίας: Κριτική βιβλίου του -VIDEO

Το βιβλίο της ανησυχίας pdf

1 . 
ΚΑΙ καθώς, σήμερα, αναλογίζομαι τι ήταν η ζωή μου, αισθάνομαι σαν ένα ζωντανό ζωάκι που μεταφέρεται μέσα σ’ ένα πανέρι ανάμεσα σε δύο επαρχιακούς σταθμούς. Η εικόνα είναι κουτή, η ζωή όμως που περιγράφει είναι κουτότερη. Τα πανέρια αυτά έχουν συνήθως δυο σκεπάσματα ωοειδή που σηκώνονται ελαφρά από τη μια ή την άλλη στρογγυλεμένη άκρη τους, αν το ζώο τιναχτεί. Όμως το μπράτσο του μεταφορέα, που στηρίζει απαλά την ένωση στη μέση, δεν επιτρέπει σ’ αυτό το τόσο αδύναμο πλάσμα παρά να σηκώσει απογοητευμένο τα άχρηστα πόδια του, σαν τα φτερά μιας πεταλούδας που πεθαίνει.

Με την περιγραφή του πανεριού, ξέχασα πως μιλούσα για μένα. Το βλέπω τώρα καθαρά, περασμένο στο παχύ και λευκό, κάτω από το χρώμα που έχει πάρει από τον ήλιο, μπράτσο της υπηρέτριας που το μεταφέρει. Πέρα από το μπράτσο και το χνούδι του, δεν καταφέρνω να τη δω. Ξαφνικά δεν αισθάνομαι καλά παρά μέσα σ’ αυτόν το φρέσκο αέρα, ανάμεσα στο ψαθί κι εκείνες τις άσπρες λουρίδες που πλέκουν τα πανέρια, κι όπου χτυπιέμαι, άμοιρο ζωάκι, ανάμεσα σε δύο στάσεις που τις αισθάνομαι για τα καλά. Ανάμεσα στις στάσεις, ακουμπώ σε κάτι που μοιάζει με πάγκο και ακούω ομιλίες έξω από το πανέρι μου. Κοιμάμαι, ήσυχος, μέχρις ότου με σηκώσουνε ξανά.


2. 
ΤΙΠΟΤΑ δεν με αποκαλύπτει τόσο σε βάθος και τίποτα δεν ερμηνεύει με τόση πληρότητα την ουσία της έμφυτής μου δυστυχίας, όσο μερικά από τα όνειρά μου που υποθάλπω τρυφερά, βάλσαμο που μυστικά διαλέγω για να κατευνάσω την αγωνία του είναι.

Γι’ αυτό, το όνειρο που αφήνω εδώ γραμμένο, είναι το καλύτερο ανάμεσα στα πιο αγαπημένα μου. Καμιά φορά το βράδυ, μέσα στο ήσυχο σπίτι, όταν οι ένοικοι έχουν φύγει ή μένουν σιωπηλοί, κλείνω τα παραθυρόφυλλα κι ύστερα από αυτά, τα βαριά εσωτερικά παντζούρια. Μέσα στο παλιό μου κοστούμι, βολεύομαι στο βάθος της πολυθρόνας μου, κι αφήνομαι να ονειρευτώ πως είμαι ένας συνταξιούχος ταγματάρχης σ’ ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, καθισμένος μετά το βραδινό παρέα μ’ έναν άλλον — συνδαιτυμόνας αργοπορημένος που ξέμεινε χωρίς αιτία.

Φαντάζομαι πως έχω γεννηθεί έτσι: δεν μ’ ενδιαφέρει η νεότητα του ταγματάρχη, ούτε οι βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας που χρειάστηκε να ανέβει για να φτάσει στο δικό μου όνειρο. Ανεξάρτητα από το Χρόνο και τη Ζωή, ο ταγματάρχης που φαντάζομαι πως είμαι δεν είχε καμία προηγούμενη ζωή, δεν έχει κι ούτε είχε ποτέ του οικογένεια — υπάρχει για πάντα στη ζωή αυτού του επαρχιακού ξενοδοχείου, κουρασμένος από τα ανέκδοτα που οι σύντροφοι του διηγούνται για να περάσει η ώρα.


3ΠΑΕΙ πολύς καιρός που δεν γράφω. Έχουν περάσει μήνες που δεν ζω, απλά διαρκώ μεταξύ γραφείου και βιολογίας, με τις αισθήσεις και τις σκέψεις μου ενδόμυχα τελματωμένες. Δυστυχώς, ούτε έτσι βρίσκω ανάπαυση: ακόμη και μέσα στη σήψη γίνεται ζύμωση.

Πάει πολύς καιρός που όχι μόνο δεν γράφω μα ούτε καν υπάρχω. Μου φαίνεται πως σχεδόν δεν ονειρεύομαι πια. Οι δρόμοι είναι πια για μένα σκέτοι δρόμοι. Κάνω τη δουλειά του γραφείου συνειδητά και με προσοχή, δεν μπορώ όμως να πω και χωρίς να αφαιρούμαι: από πίσω, αντί να σκέφτομαι, κοιμάμαι — πάντα όμως πίσω απ’ τη δουλειά είμαι κάποιος άλλος.

Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω. Είμαι απολύτως ήσυχος. Κανείς δεν με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι. Με νιώθω τώρα να αναπνέω σαν να είναι κάτι που επιχειρώ για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση. Αρχίζω να έχω συνείδηση πως έχω συνείδηση. Ίσως αύριο να ξυπνήσω μέσα μου και να ξαναπιάσω την πορεία της ύπαρξής μου από εκεί που την έχω αφήσει. Δεν ξέρω, αν έτσι, θα είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος. Δεν ξέρω τίποτα. Σηκώνω το κεφάλι μου του περιπατητή που είμαι, και βλέπω πως πάνω στο λόφο του Φρουρίου, το ηλιοβασίλεμα, από τα νώτα μου, φλέγεται σε δεκάδες παράθυρα, λαμπάδες ψηλές κρύας πυράς. Γύρω από αυτά τα σκληρά φλόγινα μάτια, ο λόφος γλυκαίνει από το τέλος της ημέρας. Μπορώ τουλάχιστον να αισθάνομαι θλιμμένος και να έχω συνείδηση πως μ’ αυτή τη δική μου θλίψη, διασταυρώνεται τώρα —όπως το βλέπω με την ακοή— ο ξαφνικός θόρυβος του τραμ που περνάει, οι φωνές των νεαρών που κουβεντιάζουν, το λησμονημένο βουητό της ζωντανής πόλης.

Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ.


4ΤΙΠΟΤΑ δεν είναι τόσο φορτικό όσο η αγάπη του άλλου — ούτε καν το μίσος του, γιατί το μίσος δεν είναι κάτι το συνεχόμενο όπως η αγάπη: σαν δυσάρεστο συναίσθημα, δημιουργεί σ’ όποιον το αισθάνεται την ενστικτώδη τάση να το νιώθει λιγότερο συχνά. Πάντως, αγάπη και μίσος μας καταπιέζουν το ίδιο: και τα δυο μας ψάχνουν και μας βρίσκουν, δεν μας αφήνουν μόνους ποτέ.

Το ιδανικό θα ’ταν να τα ζω όλα αυτά μέσα από ένα μυθιστόρημα, και στη ζωή μου να αναπαύομαι — να διαβάζω τα συναισθήματά μου και να ζω μόνο την περιφρόνησή μου γι’ αυτά. Για όποιον διαθέτει μια φαντασία υπερευαίσθητη, οι περιπέτειες κάποιου ήρωα ενός μυθιστορήματος εμπνέουν μια προσωπική συναισθηματική κατάσταση επαρκή, αν όχι παραπάνω, γιατί πρόκειται για συναισθήματα που ανήκουν εξίσου στον ήρωα και στον αναγνώστη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη περιπέτεια από το να έχεις αγαπήσει τη λαίδη Μάκβεθ, με μια αγάπη αληθινή και άμεση· όποιος έχει έτσι αγαπήσει, δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, αν δεν παραιτηθεί από κάθε άλλη αγάπη σε τούτη τη ζωή.

Δεν ξέρω τι νόημα έχει τούτο το ταξίδι που με αναγκάσανε να κάνω ανάμεσα σε μία νύχτα και μία άλλη νύχτα, συντροφευμένος από το σύμπαν ολόκληρο. Ξέρω πως μπορώ να διαβάζω για να διασκεδάζω το χρόνο μου. Θεωρώ την ανάγνωση τον απλούστερο τρόπο να κάνω ευχάριστο αυτό το ταξίδι, όπως και κάθε άλλο· πού και πού σηκώνω το βλέμμα μου από το βιβλίο όπου οι αισθήσεις μου λειτουργούν πραγματικά, και βλέπω σαν ξένος το τοπίο να φεύγει — κάμποι, πόλεις, άνδρες και γυναίκες, σχέσεις και νοσταλγίες— κι όλα αυτά δεν είναι για μένα παρά ένα επεισόδιο στην ανάπαυσή μου, μια αδρανής ψυχαγωγία καθώς ξεκουράζω τα μάτια μου από τις πολυδιαβασμένες σελίδες.

Μόνο στα όνειρά μας είμαστε αληθινοί, γιατί όλα τα άλλα, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται, ανήκουν στον κόσμο και σ’ όλους τους ανθρώπους. Αν κάποιο όνειρό μου έπαιρνε σάρκα και οστά, θα το ζήλευα, γιατί θα με είχε απατήσει επιτρέποντας στον εαυτό του να πραγματοποιηθεί. «Έκανα τις επιθυμίες μου πραγματικότητα», λέει ο αδύναμος και ψεύδεται· η αλήθεια είναι πως ονειρεύτηκε προφητικά ό,τι πραγματοποίησε η ζωή γι’ αυτόν. Τίποτα δεν πραγματοποιούμε εμείς. Η ζωή μας πετάει στον αέρα σαν πετραδάκια, κι εμείς φωνάζουμε από κει πάνω: «Κοιτάτε πώς κουνιέμαι».

Ό,τι και να ναι αυτό το ιντερμέδιο που παίχτηκε κάτω από τον προβολέα του ήλιου και το σκηνικό των άστρων, δεν μας κάνει κακό να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα ιντερμέδιο· αν πίσω από τις πόρτες του θεάτρου κρύβεται η ζωή, τότε θα ζήσουμε, αν κρύβεται ο θάνατος, θα πεθάνουμε, και το έργο θα παραμένει άσχετο με όλα αυτά.

Γι’ αυτό ποτέ δεν νιώθω τόσο κοντά στην αλήθεια, τόσο σε βάθος μυημένος, όσο τις λίγες φορές που πάω στο θέατρο ή στο τσίρκο: ξέρω τότε πως επιτέλους παρακολουθώ την ακριβή απομίμηση της ζωής. Και οι ηθοποιοί, οι παλιάτσοι κι οι ταχυδακτυλουργοί είναι πράγματα σημαντικά και μάταια, όπως είναι ο ήλιος κι η σελήνη, η αγάπη και ο θάνατος, η πανώλη, ο λιμός κι ο πόλεμος για την ανθρωπότητα. Όλα είναι θέατρο. Κι αν θέλω την αλήθεια, ας ξαναπιάσω το μυθιστόρημά μου.



ΣΧΟΛΙΟ
Τα τέσσερα σύντομα κείμενα του Φερνάντο Πεσσόα προέρχονται από Το βιβλίο της Ανησυχίας του Μπερνάρντο Σουόρες, βοηθού λογιστή στη Λισαβώνα. Το ανολοκλήρωτο αυτό έργο, που άρχισε να γράφεται το 1912 αλλά κυκλοφόρησε πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα (το 1982), είναι μια απόπειρα διερεύνησης της υπαρξιακής αγωνίας μέσω της ενδοσκόπησης ενός φασματικού χαρακτήρα, ο οποίος αυτοαναλύεται επίμονα, ομολογώντας τη δυσπιστία του προς την πραγματικότητα και την απόλυτη αδυναμία επικοινωνίας με τον ανθρώπινο περίγυρο, που εμφανίζεται ως φορέας καταπίεσης, σύγχυσης και ανούσιας τριβής. Τα κείμενα που ανθολογούνται εδώ συνδέουν την αναζήτηση της ψυχικής γαλήνης με την κατάλυση της ατομικής ταυτότητας μέσω της φαντασίωσης, του ονείρου, της γραφής και της ανάγνωσης. Το ιδεώδες της εγκατάλειψης στην απραξία, η επιθυμία της παραίτησης από την όποια δραστηριότητα και της απελευθέρωσης από τον χρόνο, τη βούληση, τη βιογραφική υπόσταση, αλλά και από την ίδια την επιθυμία εκφράζονται με δραματική ενάργεια από τη θέση του αποξενωμένου ανθρώπου που αναζητά τη λύτρωση στην έσχατη ολοκλήρωση της αποξένωσής του.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ποια είναι η λειτουργία του ύπνου και του ονείρου στα παραπάνω κείμενα του Πεσσόα;
Πώς δημιουργείται το αίσθημα της ανυπαρξίας και ποιοι οι συμβολισμοί του;
Να σχολιάσετε τη λειτουργία των πλασματικών-φαντασιακών ταυτοτήτων στα κείμενα του Πεσσόα και «Στο υπόγειο» του Μπάμπελ (Β17).

FERNANDO PESSOA (Λισαβώνα 1888 – Λισαβώνα 1935). Πορτογάλος ποιητής και πεζογράφος. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Νότια Αφρική και επέστρεψε στα δεκαεπτά του στη Λισαβώνα, για να σπουδάσει φιλολογία. Εγκατέλειψε, όμως, τις σπουδές του και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Έγραψε τόσο στα πορτογαλικά όσο και στα αγγλικά. Χρησιμοποιούσε διάφορα ψευδώνυμα, που —καθώς έλεγε— εξέφραζαν τις διάφορες προσωπικότητες που συνυπήρχαν μέσα του. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έμεινε αδημοσίευτο ως το θάνατό του.

Έργα του: Ο αναρχικός τραπεζίτης (1922), Το βιβλίο της ανησυχίας κ.ά.

--------------------------------------------------------------------

Το βιβλίο της ανησυχίας: Κριτική βιβλίου του Φερνάντο Πεσσόα


Η Τέσυ Μπάιλα γράφει κριτική για το βιβλίο του Φερνάντο Πεσσόα, 
“Το βιβλίο της ανησυχίας”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg

.Από το 1913 έως και το 1935 ο Πεσσόα γράφει το «Βιβλίο της ανησυχίας» για να το εκδώσει με το ψευδώνυμο ΜπερνάντοΣοάρες κατά τη συνήθειά του. 

Η αναθεωρημένη του έκδοση—στη βραβευμένη με το Κρατικό Βραβείο μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα, η οποία έχει αφιερωθεί στο έργο του— αποτελεί μια σημαντική στιγμή στην εκδοτική παραγωγή. 

Κι αυτό επειδή δεν πρόκειται για μια αυτοβιογραφία ή ένα σημειωματάριο του πορτογάλου συγγραφέα αλλά επειδή στο έργο αυτό ο Πεσσόα δημιουργεί μια συνομιλία με τον εαυτό του, καταπιάνεται με μια ουσιαστική καταγραφή των σκέψεων του, των εσωτερικών κλυδωνισμών της ψυχοσύνθεσής του, για να καταφέρει, πρωτίστως για τον ίδιο, έναν παρορμητικό εξορθολογισμό των συναισθημάτων του και να μορφοποιήσει έτσι μια αυτοβιογραφία που στέκεται  στις σημαντικές πνευματικές του διασυνδέσεις.

«Ανάμεσα σε εμένα και τη ζωή υπάρχει ένα λεπτό τζάμι. Παρότι βλέπω και καταλαβαίνω τη ζωή ξεκάθαρα, δεν μπορώ να την αγγίξω», γράφει δηλώνοντας ακριβώς αυτή τη δυναμική αναζήτηση του εσώτερου εαυτού του στην οποία επιδίδεται στη διάρκεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου αλλά και ολόκληρης της ενήλικης ζωής του.

Πέρα όμως από τη συνομιλία αυτή ο Πεσσόα βρίσκει την ευκαιρία  να στήσει μια συνομιλία με εκείνους τους ομότεχνους, τους οποίους θεωρεί άξιους αυτής της διακειμενικής σχέσης. 

Ο Ρεμπώ, ο Ρίλκε, ο Μισώ, ο Μπρίγκε. 

Ονόματα με τα οποία θα επιδοθεί σε μια αξιολογική αναμέτρηση στη διάρκεια μιας κριτικής αξιολόγησης των πάντων. 

Από τον Όμηρο, τον Δάντη, τον Βιργίλιο και τον Μίλτον έως τον Σαίξπηρ, τον Ρουσσώ ή τον Χάρλοντ Μπλουμ η κριτική του ματιά στέκεται σε ό,τι καθορίζει τους ορίζοντες της σκέψης του.

Από την πρώτη στιγμή ο Πεσσόα δηλώνει διά στόματος Σοάρες, καθώς πάντα αρέσκεται στη χρήση ετερώνυμων, ότι θα γράψει μια αυτοβιογραφία χωρίς γεγονότα, διατρανώνοντας ότι είναι σημαντικότερα των γεγονότων οι στοχασμοί, η εσωτερική του πορεία προς την αυτογνωσία, οι αφορισμοί και τα όνειρά του, οι παραδοξότητές της ζωής και του πνεύματός του, κυρίως όμως η ανησυχία του για ό,τι βασανίζει τη συνείδησή του, μια ανησυχία ωστόσο πάντα υπαρκτή και οδυνηρή για τον ίδιο:

«Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. 

Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν την δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη. Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει».

Η υπαρκτική αναζήτηση του έτερου «εγώ»  καθιστά συνειδησιακά σύνθετη την κατάκτηση της αλήθειας από τον διανοητή που «έρμαιο της επιφάνειας και της μαγείας αισθάνεται άνθρωπος», αλλά που συνεχίζει να σκάβει βαθιά εντός του για να σηκώσει το βάρος της ύπαρξής του και για να νιώσει επαρκής με τον εαυτό του. 

Τα λόγια του «μυρίζουν βούρκο» και αποπνέουν τις υποθετικές αισθήσεις της ψυχής του, τις ακαθόριστες σκιές ενός φωτός που αναζητά εσαεί ο Πεσσόα, για να αντισταθμίσει την παραίτηση με το όνειρο και την πνευματική του αγωνία με τις παραδοξότητες της ζωής.

«Υπάρχω χωρίς να το ξέρω και θα πεθάνω χωρίς να το θέλω. 

Είμαι το μεσοδιάστημα ανάμεσα σ’ αυτό που είμαι και σ’ αυτό που δεν είμαι, ανάμεσα σ’ αυτό που ονειρεύομαι και σ’ αυτό που με έκανε η ζωή, ο αφηρημένος και σαρκικός μέσος όρος πραγμάτων που δεν είναι τίποτα, δεδομένου ότι ούτε κι εγώ είμαι τίποτα. Σύννεφα...».

Η συνείδηση και το ασύνειδο των ανθρώπινων επιλογών. 

Ένας διάλογος με την κατάφωτη πανσπερμία των ιδεών του Πεσσόα, η βαθιά του θλίψη για το ερεβώδες μέλλον, η σύνθετη αναλογία του ονειρικού του τοπίου με το πεπρωμένο, αλλά κυρίως η συντριπτική γειτνίαση με τη σκέψη και τους αφορισμούς ενός σπουδαίου του πνεύματος είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία εκείνα που κάνουν το βιβλίο αυτό ιδιαίτερα γοητευτικό και ταυτόχρονα το καθιστούν ένα παγκόσμιο λογοτεχνικό μνημείο.

=====================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.