Πρῶτον εὐθὺς ὁ ποντικὸς ἐστάθη εἰς τὸ μέσον καὶ οὕτως ἀπεφθέγξατο μέσον τοῦ συνεδρίου:
«Εἴ τις καλὸς καὶ ἀπόκοτος, ἂς ἔλθῃ εἰς τὸ μέσον».
Ἀψός, γοργὸς ἐπήδησεν ὁ ταπεινὸς ὁ κάτης καὶ ἐλοιδόρησεν αὐτὸν λέγων τοιούτους λόγους:
«Μακρόουρε, μακρόμυτε, μεγαλομουστακάτε,τί μοῦ σεῖς τὸ μουστάκιν σου ἀπάνω τε καὶ κάτω;
ἔνθεν κἀκεῖθεν θεωρεῖς νὰ εὕρῃς τρύπα νά ‘μπῇς,
τζουκαλογλείφτη, τυροφᾶ καὶ ψωμοκαταλύτη,
μαγαρισμένε ποντικέ, ὁποὺ μιαίνεις πάντα,
τὰ σύκα, τὰ σταφίδια, τ’ ὀξύφαλον, τὸ γάλα,
κρέας, ὀψάριν καὶ ἀγνὰ καὶ ὅσα τὰ τοιαῦτα,
σιτάριν καὶ τὰ ὄσπρια καὶ ὅσα τούτων εἴδη
καὶ ἄλλα πάμπολλα καλὰ τὰ τρώγουν οἱ ἀνθρῶποι˙
τὰ μὲν ἐσθίεεις, μυσαρέ, τὰ δὲ οὐρεῖς καὶ χέζεις,
τὰ δ’ ἄλλα μὲ τοὺς πόδας σου σκορπᾷς καὶ καταχύνεις.
Ἂν εὕρῃς δὲ ἀσκέπαστον ῥογὶν μὲ τὸ ἐλάδιν,
χαλᾷς κάτω τὴν οὔρην σου καὶ σύρνεις τὸ ἐλάδιν
καὶ λείχοντα τὴν οὔρην σου κοιλίαν σου χορταίνεις.
Ἐδὰ κρατεῖ μ’ ὁ βασιλεύς, ἐδὰ κρατεῖ μ’ ὁ ὅρκος,
ἀλλὰ καὶ τὰ στοιχήματα ὅλης τῆς συντροφίας.
Ἀμὴ νὰ πήδησα δαμὶν μικρὸν πηδηματίτζιν
νὰ εἶδες, σκατοποντικέ, γυρίσματα τοῦ κάτου,
πῶς νὰ σὲ ἥρπαξα γοργόν, πῶς νὰ σὲ ἐμαςίστην,
τὰ ταπεινὰ τὰ δόντια μου πῶς νὰ σὲ τραγανίσαν
καὶ πῶς νὰ ἐρρουκάνισα σφικτὰ τὴν κεφαλήν σου,
νὰ πήδεσεν ὁ κῶλος σου, ἔξω νὰ ἐκρεμάστῃ
κ’ οἱ κόρες τῶν ὀμμάτων σου, τὰ ἔντερά σου ὅλα».
Τότε πάλιν ὁ ποντικὸς εὐθὺς ἀπιλογεῖται καὶ λόγους ἐπεχείρησεν τοιούτους νὰ τοῦ λέγῃ:
«Μεγάλως ὑπεραίρεσαι, μεγάλως καὶ καυχᾶσαι.
Λέγεις ἐμὲν καὶ λοιδωρεῖς ὅτι μιαίνω πάντα,
τὰ βρώματα καὶ πόματα καὶ εἴδη τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ ἂν τρώγω, κάτη κάκιστε καὶ στακτοκυλισμένε,
δίκαιον ἔχω, μυσαρέ, καὶ εὔλογον νὰ τρώγω˙
ζῷον γὰρ ἄγριον εἰμὶ καὶ ἀνήμερον παντάπαν,
ἀκμὴν καὶ ἀκολάκευτον ἀπὸ παντὸς ἀνθρώπου.
Σὺ δὲ αἰσχρέ, παμμίαρε, ἀλευροκαταχέστη,
ἐκεῖ ποὺ σὲ ταγίζουσιν, ἐκεῖ ποὺ ςὲ ποτίζουν
καὶ ἀγαποῦν καὶ ἔχουν σε καὶ ὁμαλίζουςίν σε,
διατί τὰ κλέπτεις, ἄτυχε, κρυφὰ καὶ καταλεῖς τα
καὶ ἄλλα τρώγεις ἄτζαλα καὶ ἄλλα μαγαρίζεις;
Καὶ ἐκεῖνα τὰ ποιεῖς ἐσὺ λέγεις τα πρὸς ἐμένα;
Ἀλὶ καὶ ἂν σὲ εὕρουσιν, ἀλὶ καὶ ἂν σὲ πιάσουν,
ὅταν σκάπτῃς τὰ ἄλευρα καὶ χέζῃς καὶ μιαίνῃς
κ’ εἰς τὸ κεχρὶν κ’ εἰς τὰ κουκιὰ κ’ εἰς ἅπαντα τὰ εἴδη,
χέζεις καὶ τὴν παραγωνίαν καὶ χώνεις μὲ τὴν στάκτην
ὅταν ταῦτα σὲ εὕρωσιν ποιοῦντα οἱ ἀνθρῶποι,
νὰ εἶδες ῥαβδιὲς καὶ ματζουκιὲς ἀπάνω στὰ πλευρά σου.
Καὶ νὰ σὲ κροῦν καὶ νὰ τζιλᾷς, νὰ κλάνῃς καρυδάτα˙
πολλάκις εἰς τὴν κεφαλὴν νὰ τύχῃ νὰ σὲ δώσουν
καὶ νὰ ψοφήσῃς, ἄθλιε, καὶ νὰ σὲ ῥίξουν ἔξω
εἰς τὴν κοπρίαν, ἄτυχε, καὶ νὰ σὲ φᾶν οἱ χοῖροι.
Εἰ δὲ καὶ ζῇς καὶ περπατῇς καὶ εἶσαι εἰς τὸν κόσμον
καὶ εὕρῃ σε σκύλος κυνηγὸς καὶ νὰ σὲ κυνηγήσῃ,
νὰ τινάξῃ τὴν γοῦναν σου, νὰ κόψῃ τὴν ὀφρύν σου
καὶ τὴν ἀλαζονείαν σου καὶ ὅλην τὴν ἔπαρςίν σου».
Πληρώσας δὲ ὁ ποντικὸς ὅλους τοὺς λόγους τούτους
ἀπῆλθεν καὶ ἐστάθηκεν εἰς τὸ σταςίδιόν του».
Τον λόγο παίρνει ο σκύλος που καταφέρεται κατά του «κάτη» και της «αλουπούς»
ὁ κύων δὲ, ὡς ἤκουσεν τοῦ πονδικοῦ λαλοῦντος τὸ ὄνομα, τὸν ἔπαινον καὶ τὴν τοιαύτην φήμην, ἀψὸς, γοργὸς ἐπήδησεν, ἐστάθην εἰς τὸ μέσον, καὶ πρὸς τὸν κάτην ἔτεινεν καλοὺς τοιούτους λόγους
«ἐδᾶ κρατεῖ μ’ ἡ ἐντροπὴ καὶ ἡ ὑποταγή μου –
ἀμμὴ ν’ ἀλίσκω σε δαμὶν, νά ‘χαψα τὴν οὐράν σου,
καὶ νὰ σὲ ἀκροτίναξα μέσον τοῦ συνεδρίου,
ἐσέναν καὶ τὴν ἀλουποῦν τὴν μακροουραδάτην,
τὴν πνίγουσαν τὰς ὄρνιθας καὶ τὰ μικρὰ πουλία,
ποῦ πνίγει τὰ ἐρίφια καὶ τὰ μικρὰ ἀρνία,
καὶ τὰ μὲν τρώγει ἡ κάκιστη, τὰ δ’ ἄλλα πίνει αἷμα,
καὶ πολεμεῖ μέγαν κακὸν καὶ πλεῖόν τε ζημίαν
καὶ ἀδικίαν ἄπειρον εἰς τοὺς πτωχοὺς ἀνθρώπους.»
ὁ κάτης ἐφοβήθηκεν, φεύγει ἀπὸ τὸ μέσον, ἐξῆλθεν καὶ ἐστάθηκεν μετὰ τοῦ συνεδρίου
ἀκούσασα ἡ ἀλωποῦ τὰς ὕβριτας τοῦ σκύλου ἐν ταπεινῷ τῷ σχήματι εἰσῆλθεν εἰς τὸ μέσον καὶ πονηρὰ καὶ τροπικὰ ἐφθέγξατο τοιαῦτα
«τί ἔνε, σκύλε, τὸ λαλεῖς, τί ἒν τὸ τζαμπουνίζεις;
σκύλον σὲ λέγουν ὄνομα, ἀληθῶς σκύλος εἶσαι.
καὶ γὰρ κατὰ τὸ ὄνομα ἔχεις τὴν πολιτείαν.»
καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἤκουσεν τῆς ἀλωποῦς λεγούσης,
προσμειδιάσας ὕστερον τούτους τοὺς λόγους εἶπεν
«ἐξέβης, ἡ κυρ’ ἀλωποῦ νὰ μᾶς φιλοσοφήσῃς;
ποῦ ἔμαθες τὰ γράμματα, ποῦ ἔμαθες τὴν τέχνην,
γραμματικὴν, ῥητορικὴν, οὕτως νὰ συντυχαίνῃς;
κ’ ἐπάνω εἰς τὴν δύναμιν καὶ φόβον βασιλέως
καὶ τῶν λοιπῶν τὴν ἐντροπὴν πολλὰ μοῦ συντυχαίνεις.
λέγω ν’ ἀφήσω τὰ πολλὰ, νὰ παραβλέψω πάντας,
νὰ σύρω τὸ δερμάτιν σου, νὰ σύρω τὴν οὐράν σου,
καὶ νὰ τὸ δώσω τὸν γναφεὰ, τὸν δερματογουνάρην,
νὰ σὲ δαμάσῃ ἡ ἄσβεστος καὶ νὰ σὲ κάψῃ ἡ στύψις,
καὶ νὰ ξεχάσῃς τὴν πολλὴν ‘ψηλὴν φιλοσοφίαν.»
στραφεῖσα ἡ ἀλώπεκα τὸν σκύλον ταῦτα λέγει
«πολλὰ πολλὰ ‘περαίρεσαι, σκύλε μαγαρισμένε.
πολλὰ καυχᾶσαι, φλύαρε, σαλιαρομυξάρη˙
καυχᾶσαι ὅτι κυνηγᾶς λαγοὺς καὶ ἄλλα ζῶα,
πέρδικας καὶ χηνάρια καὶ ἄλλα τῶν ὀρνέων,
καὶ ἀγαποῦν σε τὰ πολλὰ καὶ ὁμαλίζουςίν σε.
ἀλλ’ ὅταν σ’ εὕρουν εἰς μικρὸν πταίσιμον εἰς τὸ σπήτιν,
καὶ κλέψῃς τίποτε νὰ φᾷς ἢ τίποτε νὰ ‘γγίσῃς,
ῥαβδαίας, ἀποπατητὰς μεγάλας σε φορτόνουν.
εἰ δὲ πολλάκις, μιαρὲ, συμβῇ καὶ ψωριάσῃς,
εἰς σπήτιν ἄλλο δὲν χωρεῖς οὐδ’ εἰς αὐλὴν ἐμπαίνεις,
οὐδὲ καλὸν λόγον ἀκοῦς οὐδὲ ἐπωνυμίαν,
[ἀλλ’ ὅπου ὑπάγεις καὶ σταθῇς, ἄλλον οὐδὲν ἀκούεις]
εἰ μὴ τὸ ὅλοι δότε τον, ὅλοι λιθάζετέ τον,
διότι μαγαρίζει μας ὁ σκύλος ὁ ψωριάρης –
καὶ κροῦν σε ἄλλοι ἀπεδῶ καὶ ἄλλοι ἀπεκεῖθεν
καὶ τυμπανίζουν σε κακὰ, ἕως οὗ ψοφήσῃς,
καὶ δένουν σε μὲ τὸ σκοινὶν ὡς καταδικασμένον,
καὶ σύρνουν σ’ ἐκ τὸν τράχηλον καὶ πᾶν σ’ εἰς τἠν κοπραίαν,
οἱ μὲν λιθοβολοῦσί σε, οἱ δὲ ῥαβδοκοποῦν σε,
σκοτόνουν σε κι ἀφίνουν σε, καὶ τὰ όρνέα τρῶν σε.
ταῦτα δέ εἰσιν τ’ ἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ τὰ ἔχεις,
καὶ ὑπεραίρεσαι πολλὰ καὶ καυχᾶσαι μεγάλα.»
ὁ κύων ἐντραπεὶς μικρὸν τῆς ἀλωποῦς τοὺς λόγους παραμερεᾶς ἐστάθηκεν πικροχολιασμένος, καὶ λόγους ἀπεφθέγξατο καὶ ῥήματα τοιαῦτα
«ἀλωποῦ τρυπολόγισσα, βουνοαναθρεμμένη,
οὔποτ’ ἡμέραν θεωρεῖς οὔτ’ ἥλιον ἐβλέπεις
εἰς βάθη σκοτεινότατα, εἰς χάσματα μεγάλα,
ἐπεθυμεῖς καὶ τὸ νερὸν δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας,
τότε τὴν νύκταν νὰ ἐβγῇς καμένη ἀπὸ τὴν δίψαν,
νὰ εὕρῃς πούπετα νερὸν καὶ νὰ τὸ ἀποφρύξῃς,
καὶ νὰ πρισθῇς, νὰ ἀγκωθῇς, νὰ συχνοπυκνοκλάνῇς.
καὶ εἴ τι φᾷς καὶ εἴ τι πῇς καὶ ὅσα κι ἂν κοιμᾶσαι,
οὐδὲν σὲ λείπει πώποτε ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος.
ἐγὼ δὲ ἀνατρέφομαι μέσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
εἰς οἴκους τοὺς βασιλικοὺς καὶ εἰς αὐλὰς ῥηγάδων,
κ’ εἰς ἄρχοντες νὰ κυνηγῶ, εἰς πάντας καβαλλάρους.
ταγίζουν με χλωρὰ, πνικτὰ καὶ ὀψημένα κρέη,
κρατοῦν καὶ ὁμαλίζουν με καὶ βαγιλίζουςί με˙
καὶ βάνουν με τραχηλικὸν χαντρατοκουδουνάτον,
καὶ κυνηγοῦσιν ‘λάφια λαγούδια χοιρίδια˙
ἀκόμη καὶ τὰ δυνατὰ τὰ ζῶα τὰ μεγάλα,
ἅπερ οὐ δύναμαι κρατεῖν ἀλλ’ οὐδὲ καταβάλλειν,
μὲ τὰς φωνάς μου ἐξυπνῶ, καὶ τρέχουσιν καὶ φεύγουν,
καὶ πάλιν τὰ περδίκια καὶ ἕτερα πουλία.»
ὡς ἤκουσεν ἡ ἀλωποῦ τοιαῦτα φθεγγομένου πάλιν τοῦ σκύλου λέγοντος καὶ ὐπερφυσιῶντος, ἔφησεν πάλιν καὶ αὐτὴ καὶ πρὸς τὸν σκύλον λέγει
«ἀρκεῖ σε, σκύλε φλύαρε μιαρὲ ψεματάρη,
αἰσχύνθητι, ἐντράπητη, ἄφες νὰ εἰπῇ καὶ ἄλλος.»
τότε λοιπὸν ἐξέβηκεν ὁ σκύλος ἐκ τὴν μέσην, καὶ ἡ ἀλώπεκ’ ἔστησεν μέσον τοῦ συνεδρίου.ὰ στοιχήματα ὅλης τῆς συντροφίας.
Ἀμὴ νὰ πήδησα δαμὶν μικρὸν πηδηματίτζιν
νὰ εἶδες, σκατοποντικέ, γυρίσματα τοῦ κάτου,
πῶς νὰ σὲ ἥρπαξα γοργόν, πῶς νὰ σὲ ἐμαςίστην,
τὰ ταπεινὰ τὰ δόντια μου πῶς νὰ σὲ τραγανίσαν
καὶ πῶς νὰ ἐρρουκάνισα σφικτὰ τὴν κεφαλήν σου,
νὰ πήδεσεν ὁ κῶλος σου, ἔξω νὰ ἐκρεμάστῃ
κ’ οἱ κόρες τῶν ὀμμάτων σου, τὰ ἔντερά σου ὅλα».
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές:
Γαδάρου, λύκου κι αλουπούς διήγησιν ωραία
Η μάχη στην ψυχή του ανθρώπου (οι δυό λύκοι)
O άνθρωπος,το άλογο και το σκυλί
Ο Βραχμάνος, η τίγρη και το τσακάλι
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.