Οι Τραχίνιαι είναι θεατρικό έργο (τραγωδία) του Σοφοκλή γραμμένο τον 5ο αιώνα π.Χ., γνωστό κυρίως για την αρνητική εμφάνιση του Ηρακλή.
Το έργο διαδραματίζεται στην Τραχίνα, όπου η ερωτευμένη Δηιάνειρα περιμένει με αγωνία τον Ηρακλή μαζί με τον γιό τους, τον Ύλλο. . . .
Και ενώ αρχικά ο κήρυκας Λίχας της αναγγέλλει την επιστροφή του συζύγου της, πληροφορείται στη συνέχεια ότι ο άντρας της φέρνει μαζί του και την όμορφη βασιλοπούλα Ιόλη.
Μέσα στην απελπισία της, η Δηιάνειρα σκέφτεται το αίμα που της είχε δώσει ο Κένταυρος Νέσσος πριν πεθάνει, για να το χρησιμοποιήσει ως ερωτικό φίλτρο εάν ποτέ έχανε την αγάπη του Ηρακλή.
Περιλούζει λοιπόν με το αίμα του Κενταύρου ένα ρούχο και το στέλνει στον Ηρακλή να το φορέσει ως εορταστικό ένδυμα κατά την τέλεση της ευχαριστήριας θυσίας. Το βέλος όμως που λάβωσε τον Νέσσο είχε μολυνθεί με το δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας.
Η Διηάνειρα διαπιστώνει τότε με τρόμο πως το μάλλινο ύφασμα που χρησιμοποίησε για να απλώσει το φίλτρο πάνω στο ρούχο καταστρέφεται όταν έρθει σε επαφή με το φως.
Η τραγική επιβεβαίωση δίνεται από τον Ύλλο, που επιστρέφει και αφηγείται πως ο πατέρας του φτάνει ετοιμοθάνατος στην Τραχίνα, υποφέροντας από φριχτούς πόνους εξαιτίας του ρούχου.
Η ηρωίδα αποχωρεί αμίλητη για να αυτοκτονήσει στο νυφικό της κρεβάτι.
Ο Ηρακλής τέλος παραδίδεται στον θάνατο πράος, αφού μάθει για το δηλητήριο του Νέσσου και καταλάβει ότι επαληθεύονται παλιοί χρησμοί.
Οι Τραχίνιες, ένα από τα πιο αδικημένα έργα του Σοφοκλή, διδάσκονται (κατά πάσα πιθανότητα· η χρονολόγηση του έργου είναι αβέβαιη), στη δεκαετία του 440 π.Χ. ή και νωρίτερα.
Δεν έχουμε πληροφορίες για την τύχη του έργου στους δραματικούς αγώνες. Οι νεώτεροι πάντως, μέχρι και πριν 30-40 χρόνια, έβρισκαν το έργο περίεργο και αιρετικό, σε βαθμό που ο Schlegel ευχήθηκε να μπορούσε να το απορρίψει από το corpus του Σοφοκλή ως νόθο.
Η τραγωδία κινείται γύρω από τον θάνατο του ἀρίστου ἀνδρῶν, του γιου του Δία, του Ηρακλή.
Δραματικός χώρος είναι η πόλη της Τραχίνας, στην οποία ο Ηρακλής εγκατέλειψε εξόριστη την οικογένειά του, τη γυναίκα του Δηιάνειρα και τον γιο του Ύλλο, μετά τον φόνο του Ίφιτου.
Ο Ίφιτος ήταν γιος του βασιλιά της Οιχαλίας Εύρυτου: ο Ηρακλής τον σκότωσε μπαμπέσικα φεύγοντας από την Οιχαλία, αφού προηγουμένως ο Εύρυτος τον προσέβαλε στο συμπόσιο ή/και (οι μαρτυρίες στο έργο διίστανται) αρνήθηκε να του δώσει την όμορφη κόρη του, την Ιόλη, για την οποία ο Ηρακλής είχε αναπτύξει κτηνώδες ερωτικό πάθος.
Συνέπεια του φόνου του Ιφίτου ήταν ο εξανδραποδισμός του Ηρακλή στην αυλή της Ομφάλης στη Λυδία.
Πριν φύγει για τον τελευταίο “άθλο” του, την άλωση της Οιχαλίας και την αρπαγή της Ιόλης, ο Ηρακλής άφησε στη Δηιάνειρα μία δέλτο, που περιλάμβανε τον χρησμό ότι ο μεγάλος ήρωας θα έβρισκε οριστική “ανάπαυση” δεκαπέντε μήνες μετά την αναχώρησή του.
Η Δηιάνειρα είναι τώρα στην Τραχίνα μόνη και έρημη.
Οι δεκαπέντε μήνες έχουν συμπληρωθεί και ο Ηρακλής δεν φάνηκε ακόμη.
Η Δηιάνειρα λιώνει από την αγωνία και στέλλει τον Ύλλο να πληροφορηθεί την τύχη του πατέρα του.
Ο Ύλλος φεύγει. Εν τω μεταξύ όμως ένας κήρυκας, ο Λίχας, φτάνει με την είδηση ότι ο Ηρακλής είναι καλά, θυσιάζει στο όρος Κήναιο μετά την ευόδωση της τελευταίας του περιπέτειας και θα φτάσει σύντομα.
Ο Λίχας δεν έρχεται μόνος. Φέρνει μαζί του και μια ομήγυρη ανδραπόδων από την Οιχαλία, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η ευγενική μορφή μιας πανέμορφης νεαρής κοπέλας, που παραμένει σιωπηλή, της Ιόλης.
Ο Λίχας προφασίζεται ότι αγνοεί ποια είναι η κοπέλα, αλλά ο Άγγελος, ένας χαρακτήρας ταπεινής καταγωγής, που πρώτος είχε προαναγγείλει στη Δηιάνειρα τον ερχομό του Ηρακλή, παρεμβαίνει και της αποκαλύπτει ότι η Ιόλη είναι η ερωμένη του ανδρός της, την οποία έχει σκοπό να παρεισαγάγει στον οἶκο τους.
Η Δηιάνειρα, βλέποντας αρχικά την Ιόλη, οικτίρει τη μοίρα της, πώς η ομορφιά της έγινε αιτία να καταστραφεί και η ίδια και οι δικοί της. Όταν όμως αντιλαμβάνεται ότι το τελευταίο τσιλιμπούρδισμα του Ηρακλή είναι αλλιώτικο από τα άλλα – αυτή τη φορά βάζει την ερωμένη του στο νυφικό κρεβάτι τους! – αποφασίζει να αντιδράσει.
Θυμάται ότι κρύβει στα μύχια του οίκου ένα μυστικό όπλο, το αίμα του αρχαίου κτήνους, του Κενταύρου Νέσσου, τον οποίο ο Ηρακλής είχε σκοτώσει με βέλος διαποτισμένο με το δηλητηριώδες αίμα της Ύδρας, όταν ο κένταυρος επιχείρησε να απαγάγει τη Δηιάνειρα.
Πεθαίνοντας ο Νέσσος έδωσε στη Δηιάνειρα λίγο από το αίμα του και την ορμήνεψε να το φυλάξει και να χρησιμοποιήσει ως ερωτικό φίλτρο, αν κάποτε ο Ηρακλής κοιτάξει άλλη γυναίκα.
Έτσι και κάνει η Δηιάνειρα. Αλείφει με το αίμα του Νέσσου ένα χιτώνα και τον στέλνει στον Ηρακλή ως δώρο για την άφιξή του. Μόνο που η καλή γυναίκα δεν καταλαβαίνει τι κάνει. Φτάνοντας από το Κήναιο ο γιος της Ύλλος αποκαλύπτει τη σκληρή μοίρα του πατέρα του, ο οποίος, μόλις φόρεσε τον χιτώνα, ξεκίνησε να σπαράζει σε άφατους πόνους, οι οποίοι στο τέλος τον κατέβαλαν.
Η Δηιάνειρα συντρίβεται, όταν μαθαίνει τα νέα, και πολύ περισσότερο όταν ο γιος της εξακοντίζει εναντίον της μύδρους. Αποχωρεί σιωπηλά από τη σκηνή.
Εντός ολίγου, η Τροφός της περιγράφει πώς η κυρία του οίκου αυτοκτόνησε πάνω στο νυφικό κρεβάτι με σπαθί.
Ο Ηρακλής εισέρχεται – στην πραγματικότητα, τον κουβαλούν – στη σκηνή στην Έξοδο. Αρχικά είναι αναίσθητος, σε λίγο όμως ξυπνά μέσα σε ουρλιαχτά και φοβερές απειλές κατά της Δηιάνειρας.
Όταν ο Ύλλος, μετανιωμένος για τον δικό του ρόλο στην ιστορία, του αποκαλύπτει τι έγινε, ο Ηρακλής αντιλαμβάνεται ότι εκπληρώθηκε ένας ακόμη χρησμός, τον οποίο μας αποκαλύπτει τώρα και ο οποίος προέλεγε ότι θα έβρισκε τον θάνατο μόνο από τα χέρια ενός πεθαμένου.
Η αντίληψη του χρησμού επενεργεί ενορατικά στον Ηρακλή, ο οποίος ανακτά την ψυχραιμία του και απευθύνεται στον Ύλλο.
Οι εντολές του όμως είναι φρικτές. Ζητά από τον Ύλλο να αποδείξει πως αξίζει να λέγεται γιος του: να τον κάψει στην Οίτη, για να απαλλαγεί από τους πόνους, και να παντρευτεί την Ιόλη.
Ο Ύλλος φρικιά, αλλά αναγκάζεται να υπακούσει.
Η τραγωδία τελειώνει με την πορεία του Ηρακλή και της συνοδείας του προς το όρος.
Στις Τραχίνιες κυριαρχούν τρία μεγάλα θέματα:
https://antonispetrides.wordpress.com/2012/01/29/trachinies_1/
(β) ο χρόνος (το παρελθόν ως απειλή για το παρόν)·
(γ) το πάθος (ως κτηνώδης δύναμη που επηρεάζει τους ανθρώπους και απειλεί την τάξη και τον πολιτισμό).
Παρόλο που Ηρακλής και Δηιάνειρα δεν συναντώνται στο έργο ποτέ, συνδέονται πολύ στενά από τα τρία αυτά θέματα, τα οποία είναι επίσης αλληλένδετα τα ίδια, διεισδύουν βαθιά το ένα μέσα στο άλλο και λειτουργούν παραπληρωματικά.
Η θεματολογία αυτή, δηλαδή, λειτουργεί ως συνεκτικό στοιχείο σε ένα έργο το οποίο κατά τα άλλα κατηγορήθηκε για τη «δίπτυχη» πλοκή του και για υποτιθέμενη έλλειψη συνοχής.
Α. ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Η γνώση στις Τραχίνιες αποκτά τρεις αλληλένδετες έννοιες. H γνώση συνιστά προϊούσα επίγνωση:
(α) της τραγικής ανθρώπινης άγνοιας και του πεπερασμένου της ανθρώπινης αντίληψης (αποτελεί ψευδαίσθηση να πιστεύει ο άνθρωπος ότι μπορεί ποτέ να αντιληφθεί πλήρως την κατάστασή του)·
(β) της αστάθειας της ανθρώπινης τύχης μέσα στη γενική μεταβλητότητα των πραγμάτων·
(γ) της αδυναμίας του ανθρώπινου μυαλού να συλλάβει τη Διὸς βουλήν, η οποία δεν προκαθορίζει τις ανθρώπινες επιλογές, αλλά αφενός αφορά τους πάντες και τα πάντα (ακόμη και τον ἀνδρῶν ἄριστον, τον ίδιο τον γιο του Δία), αφετέρου εξασφαλίζει μακροπρόθεσμη ισορροπία μέσα από τη βραχυπρόθεσμη βίαιη σύγκρουση. Το τελευταίο στοιχείο, η αποκατάσταση της ισορροπίας, είναι ομολογουμένως το πιο υπαινικτικό και το πιο αμφιλεγόμενο, καθώς το έργο αποφεύγει οποιαδήποτε ρητή αναφορά στην αποθέωση του Ηρακλή και στο μέλλον των Ηρακλειδών.
Το θέμα της μεταβλητότητας των πραγμάτων συνδέει και τα τρία θέματα του έργου μεταξύ τους: το θέμα της τραγικής ανθρώπινης άγνοιας, το θέμα του χρόνου, αλλά και την αμφισημία του βίαιου πάθους, το οποίο υποφώσκει μέσα στο ανθρώπινο «θηρίο» και το οποίο ενίοτε διαταράσσει την ισορροπία των πραγμάτων, ενίοτε όμως παράγει καινούρια ισορροπία προκαλώντας απίθανες κατά τα άλλα συγκλίσεις (όπως ο γάμος του Ύλλου με την Ιόλη).
Το θέμα της «γνώσης» αφορά παραδόξως την τραγική ανθρώπινη άγνοια πάνω από όλα: την αδυναμία του ανθρώπου να αποκτήσει πραγματική επίγνωση των δυνάμεων που διέπουν τις πράξεις του. Ο άνθρωπος δεν αποκτά συνείδηση της μοίρας του παρά μόνο μετά το γεγονός. Το μοτίβο του μανθάνειν (και μάλιστα του ἐκ-μανθάνειν – η πρόθεση εδώ υπογραμμίζει την προϊούσα αποκάλυψη) είναι κεντρικό στις Τραχίνιες. Το έργο δομείται πάνω σε σειρά διαδοχικών αποκαλύψεων, που φωτίζουν τη συνείδηση καθενός από τους πρωταγωνιστές, αλλά μόνο εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος:
(α) Εκ των υστέρων η Δηιάνειρα αντιλαμβάνεται την πραγματική καταγωγή της Ιόλης και το ρόλο που επρόκειτο αυτή άθελά της να παίξει στην τραγωδία. Εκ των υστέρων επίσης αντιλαμβάνεται ότι οι συμφορές που της επισώρευσε αφενός η ομορφιά της και αφετέρου η θέση της πλάι σε έναν τόσο ασταθή, απόντα σύζυγο, όπως ο Ηρακλής, δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Εκ των υστέρων, κυρίως, συλλαμβάνει την πραγματική φύση του «ερωτικού φίλτρου» και τα πραγματικά κίνητρα του Νέσσου. Η εισαγωγική ρήση της Δηιάνειρας δίνει την εντύπωση ότι έχει επίγνωση της μεταβλητότητας των πραγμάτων και της αδυναμίας του ανθρωπίνου μυαλού να την προβλέψει. Ακόμη και αυτή η πεσιμιστική προσέγγιση της ανθρώπινης μοίρας, ωστόσο – ένα είδος «ψυχολογικής αυτοάμυνας» απέναντι στην αλλαγή – αποδεικνύεται ελλιπής: τα χειρότερα έπονται για τη Δηιάνειρα.
(β) εκ του αποτελέσματος ο Λίχας συνειδητοποιεί ότι το «δώρο» της Δηιάνειρας είναι δώρο θανάτου, όχι μόνο για τον Ηρακλή, αλλά και για εκείνον τον ίδιο·
(γ) Είναι αργά πια, όταν ο Χορός καταλαβαίνει την πραγματική σημασία της σιωπής της Δηιάνειρας και της απόσυρσής της στη νυφική παστάδα. Είναι αργά πια, επίσης, όταν ο Ύλλος καταλαβαίνει ότι κατηγόρησε τη μητέρα του άδικα· μόνο με τον θάνατό της συνειδητοποιεί ότι στην αυτοκτονία την εξώθησαν οι δικοί του μύδροι εξίσου με τις δικές της τύψεις·
(δ) ο Ηρακλής κατανοεί τη σχέση του Νέσσου με τα πάθη του, μόνο αφού καταφέρθηκε κατά της Δηιάνειρας με σκληρά λόγια· αντιλαμβάνεται ότι η άλωση της Οιχαλίας δεν ήταν η ολοκλήρωση της περιπέτειας εκείνης (και άρα η εκπλήρωση του χρησμού, που τον ήθελε να ησυχάζει μετά από αυτήν), αλλά η απαρχή των πραγματικών του δεινών.
Η σκηνή με τα ψεύδη του Λίχα είναι παραδειγματική για την αδυναμία της ανθρώπινης συνείδησης να διαπεράσει τα φαινόμενα.
Πέρα από τις όποιες άλλες (πολλές) λειτουργίες της σκηνής, τα ψεύδη του Λίχα αποτελούν παιγνίδι του Σοφοκλή με τη σύμβαση του Αγγέλου στην τραγωδία (ο Άγγελος συμβατικά είναι αψευδής) και συνδέονται με το θέμα της δυνατότητας του ανθρωπίνου μυαλού να συλλαμβάνει πλήρως την πραγματικότητα.
Ο Λίχας ψεύδεται στη Δηιάνειρα, αλλά τα κίνητρά του δεν διευκρινίζονται ποτέ. Τι έχει να κερδίσει με τα ψεύδη του; Στοχεύει κι αυτός σε κάποια αμοιβή, όπως ο Άγγελος; Ενεργεί κατ’ εντολή του Ηρακλή προσπαθώντας να θολώσει τα νερά;
Ή μήπως όντως από οίκτο και ευγένεια αποφεύγει να πληγώσει τη Δηιάνειρα την ίδια στιγμή που της παρέχει αφορμή για ευφροσύνη;
Στις Τραχίνιες κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι χρησμοί, των οποίων το ακριβές νόημα, ως συνήθως, αποκαλύπτεται μετά την επαλήθευσή τους.
Ο χρησμός αποτελεί έμβλημα της αντίθεσης ανάμεσα στην ενάργεια των πραγμάτων για τους θεούς και στην αχλύ που καλύπτει την ανθρώπινη συνείδηση μέχρι την τελευταία τραγική στιγμή.
Ο τελευταίος στίχος της τραγωδίας (1278), αλλά και η απορία του Χορού για την «αδιαφορία που δείχνει ο Ζευς για τα παιδιά του» (139-140) υπογραμμίζουν το θέμα αυτό. Πίσω και πάνω από τα ανθρώπινα υπάρχει η ανώτερη συνείδηση των θεών, η οποία δεν προκαθορίζει μεν, γνωρίζει ωστόσο εκ των προτέρων.
Η τραγωδία τονίζει επανειλημμένα την αδυναμία των ανθρώπων να κατανοήσουν πλήρως τον κόσμο στον οποίο ζουν, άρα και τους ανθρώπους που τους περιτριγυρίζουν:
ο Χορός δεν μπορεί να κατανοήσει τη Δηιάνειρα· η Δηιάνειρα δεν αντιλαμβάνεται ποια είναι και τι συμβολίζει η Ιόλη· ο Ύλλος δεν καταλαβαίνει τη μητέρα του· ο Ηρακλής δεν συνειδητοποιεί τη σχέση του Νέσσου με τα πάθη του κτλ.
Τα τραγικά σφάλματα των ανθρώπων εκπηγάζουν από την ψευδαίσθησή τους ότι μπορούν να κατανοήσουν την ανώτερη τάξη των πραγμάτων, ότι έχουν πλήρη έλεγχο των επιλογών τους [1]. Αόρατες δυνάμεις, ωστόσο – άλλες ζωώδεις, άλλες θεϊκές – συνενεργούν με την ανθρώπινη βούληση, συνήθως με καταστροφικές επιπτώσεις στα σχέδια των ανθρώπων.
Στις Τραχίνιες οι άνθρωποι δεν δρουν πραγματικά· στην ουσία αντιδρούν – και αντιδρούν βίαια – σε σειρά δραστικών ανατροπών, συχνά επιδεινώνοντας τη θέση τους:
η Δηιάνειρα μετατρέπεται σε κάτι που μισεί, μια ραδιούργο γυναίκα· ο Ηρακλής καταφέρεται με μένος κατά της ύβρεως του Ευρύτου διαπράττοντας σοβαρότερη ύβρη. Οι βίαιες αντιδράσεις των ανθρώπων είναι σύμπτωμα της αντιληπτικής τους αδυναμίας. Δεν είναι τυχαίο, ωστόσο, ότι ο Ηρακλής ανακτά την αυτοκυριαρχία του, αποκτά μια σχεδόν θεία γαλήνη όντας στα νύχια του πάθους, όταν συνειδητοποιεί ακριβώς την εσώτερη λογική των πραγμάτων, που του διέφευγε μέχρι τότε.
Η βαθύτερη γνώση, η πραγματική γνώση, είναι πηγή ισορροπίας, καθώς συνιστά ευθυγράμμιση της ανθρώπινης συνείδησης με τη συνείδηση των αθανάτων.
Με το θέμα της γνώσης συνδέονται σειρά από εικόνες, μεταφορές, γνωμικές ρήσεις, που δίνουν έμφαση στην αστάθεια της ανθρώπινης τύχης στο πλαίσιο της γενικής μεταβλητότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων, μέσα στον αιώνιο κύκλο της χαράς και της λύπης.
Οι αναφορές στη μεταβλητότητα αφορούν εξίσου στη Δηιάνειρα και στον Ηρακλή.
Ο γιος του Διός, ο ἀνδρῶν ἄριστος, ο οποίος υπέστη στη ζωή του ποικίλες ανατροπές και ανακατατάξεις, με πιο εξευτελιστικό τον εξανδραποδισμό και τη θητεία του υπό την Ομφάλη, προστατευόταν εντούτοις στο τέλος πάντα από την εύνοια «κάποιου θεού».
Τέτοια βεβαιότητα καθησύχαζε τον Ύλλο στους 15 μήνες της απουσίας του πατέρα του· τέτοια βεβαιότητα ενισχυόταν στη συνείδηση του Ηρακλή του ιδίου από την επικάλυψη δύο χρησμών: ο πρώτος προέβλεπε τον θάνατό του μόνο από τα χέρια κάποιου που δεν βρίσκεται πια στη ζωή (ο Ηρακλής εξέλαβε τον χρησμό αυτό ως σχῆμα ἀδύνατον), ο δεύτερος προφήτευε ευφρόσυνη τελευτή για τα βάσανά του με τη λήξη της περιπέτειας στην Οιχαλία (ο Ηρακλής θεώρησε ότι αυτή έληξε με την άλωση της πόλης).
Η βεβαιότητα και του Ύλλου και του Ηρακλή θα συντριβεί εκκωφαντικά στην πορεία της δράσης.
Το στίγμα της αέναης μεταβλητότητας των πραγμάτων δίδεται εντονότερα στην Πάροδο, όπου η περιστροφή της Άρκτου, η εναλλαγή της ημέρας και της νύκτας, αλλά κυρίως η κυκλική, ακατάπαυστη κίνηση των κυμάτων δημιουργούν μια αίσθηση αιώνιας αλλαγής: βλ. Easterling σ. 21. Αυτό που πρέπει να προστεθεί στα γραφόμενα της Easterling είναι ότι οι εικόνες αυτές δεν επενδύουν την έννοια της μεταβλητότητας των πραγμάτων με την ίδια ΑΓΩΝΙΑ που εκφράζει η εισαγωγική ρήση της Δηιάνειρας στον Πρόλογο (1-3), κάθε άλλο. Για τη Δηιάνειρα – για τον άνθρωπο, για τον πολιτισμό – η αλλαγή συνιστά υπαρξιακή απειλή· για τη φύση, όμως, όλες οι αλλαγές καταλήγουν, έστω διά της βίας, στην ισορροπία και στην ανανέωση. Η διαλεκτική αυτή αντίθεση είναι βασική για την κατανόηση του θέματος της γνώσης και της μεταβλητότητας στις Τραχίνιες: ο άνθρωπος συμπαρασύρεται στη δίνη των στοιχείων και καταλήγει ολοκαύτωμα των παθών του, παρανάλωμα σειράς επιλογών στις οποίες κατά τα άλλα προβαίνει ελεύθερα· η ισορροπία της φύσης, όμως, όσο απειλείται προσωρινά από τη βία, άλλο τόσο τρέφεται από αυτήν· η φύση συνθέτει τις αντιθέσεις και μέσα από το χάος γεννά καινούρια τάξη πραγμάτων.
Β. ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ:
Το θέμα του χρόνου επίσης παρουσιάζει τρεις εκφάνσεις στις Τραχίνιες:
(α) πρώτον, συνδέεται με το θέμα της γνώσης μέσω του μοτίβου της γραφής·
(β) συνδέεται επίσης με το θέμα της γνώσης, καθώς το έργο εμμένει ιδιαίτερα στη σχέση του παρελθόντος με το παρόν: η τελική, αναδρομική, expostfacto διερμήνευση του παρελθόντος δίνει καινούριο νόημα στο παρόν·
(γ) τέλος, η διάσταση παρελθόντος-παρόντος δημιουργεί εκ πρώτης όψεως δυαδική αντίθεση ανάμεσα στον πρωτογονισμό και τον πολιτισμό, την άγρια φύση και τον πολιτισμένο οἶκον.
Η γραφή ενέχει τη σταθερότητα που στερείται ο χρόνος και η τύχη των ανθρώπων. Στο έργο οι δύο γραπτές δέλτοι περιλαμβάνουν τους χρησμούς, που τόσο βαθιά επηρεάζουν τα δρώμενα: οι χρησμοί είναι παροιμιωδώς φευγαλέοι και όμως καταγράφονται με το σταθερό και αναλλοίωτο μέσο της γραφής. Η γνώση, η ανώτερη γνώση των θεών, διατίθεται στους ανθρώπους προφανής αλλά όχι διαφανής, γραπτή αλλά όχι ρητή. Η απατηλή βεβαιότητα που προκαλούν οι χρησμοί – αφενός επειδή εκπορεύονται από τους θεούς, αφετέρου επειδή το γραπτό τους μήνυμα φαντάζει τόσο διαυγές και σταθερό – συνδέει με έμφαση τα θέματα της γνώσης και του χρόνου: οι χρησμοί είναι διαυγείς, αλλά μόνο αναδρομικά. Ο Σοφοκλής θα επανέλθει στο σημείο αυτό στον Οιδίποδα Τύραννο: ακόμα και αν βλέπει ο άνθρωπος, στην πραγματικότητα είναι τυφλός· ακόμα κι αν ακούει, δεν ακούει πραγματικά, παρά μόνο εκ των υστέρων.
Το θέμα του χρόνου, συνδέεται, επίσης, με το θέμα του πάθους, καθώς η διάσταση παρελθόντος-παρόντος φαίνεται να ανταποκρίνεται στη διάσταση δύο ομάδων αξιών: «από τη μια μεριά οι αξίες του οἴκου, που εκπροσωπούνται από τη Δηιάνειρα, οι ‘ήσυχες’ αρετές που θαυμάζονταν τον πέμπτο αιώνα, από την άλλη οι άγριες περιοχές της φύσης (Κήναιον, Οίτη), ο αρχαϊκός ηρωισμός, η βιαιότητα του κτήνους, που χαρακτηρίζει τον Ηρακλή, ο οποίος ‘ποτέ δεν αναδύεται εξ ολοκλήρου από τη μακρινή μυθολογία και από τις αρχέγονες δυνάμεις της φύσεως τις οποίες αυτός υποτάσσει’» (Easterling, 23-24, με παράθεμα από τον Segal, 100). Η δυαδική αυτή αντίθεση, όμως, ισχύει μόνο εκ πρώτης όψεως. Στην πραγματικότητα, καταρρέει πλήρως στο πρόσωπο και της Δηιάνειρας και – πολύ περισσότερο – του Ηρακλή. Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις του πολιτισμού και του χάους φαίνεται να ενυπάρχουν εγγενώς στην ανθρώπινη φύση, η οποία από τη μια ρέπει προς τη δημιουργία, τον πολιτισμό, τη λογική, και από την άλλη είναι έρμαιο εξωλογικών δυνάμεων, όπως το ερωτικό πάθος. Η Δηιάνειρα καταστρέφει τον οίκο που προσπαθεί να διασώσει· ο Ηρακλής διαιωνίζει τον οίκο που ο ίδιος έχει ανατρέψει.
Η Δηιάνειρα προβάλλει αρχικά ως το ιδεώδες θήλυ, μια τυπική γυναίκα, κατά τα θέσμια του γένους και της κοινωνικής της θέσης: πιστή και πειθήνια, παθητική και υποταγμένη, αδύναμη και αναβλητική (με μια λέξη: σώφρων, τη στιγμή που ο Ηρακλής είναι ὠμόφρων!), με μόνιμη έγνοια τη διατήρηση της οικογένειάς της, την ασφάλεια και την καθαρότητα του οίκου της. Ακόμα και με τα άψυχα αντικείμενα αυτού του νοικοκυριού φαίνεται να αναπτύσσει σχέση σχεδόν μητρική (βλ. τη σκηνή της αυτοκτονίας). Ο θάνατός της επέρχεται, χαρακτηριστικά, μέσα στον νυφικό θάλαμο, το κατεξοχήν πεδίο «καταξίωσης» μιας παντρεμένης γυναίκας. Η Δηιάνειρα όντως φαίνεται εκ πρώτης όψεως να εκπροσωπεί τις αξίες του οἴκου. Η βίαιη μεταστροφή της στο δεύτερο τρίτο του έργου δεν ενέχει ίχνος από τη βαρβαρότητα μιας Μήδειας και μόνο ψήγματα από την υστεροβουλία και την ανειλικρίνεια μιας Κλυταιμήστρας: έστω και αν η δράση της δεν είναι προϊόν αγνού, ανιδιοτελούς, «ρομαντικού» έρωτα (περιφρουρώντας τον οἶκον προασπίζει και τη δική της θέση μέσα σ’ αυτόν, καθώς το status των γυναικών είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό των ανδρών τους), η Δηιάνειρα παρασύρεται από το «αρχαίο κτήνος»· δεν καταφέρεται κατά της Ιόλης ούτε καν κατά του Ηρακλή, απλά προσπαθεί να διαφυλάξει την ενότητα του οἴκου με ένα τρόπο που της φαντάζει ανώδυνος· ακόμη και τη στιγμή που ετοιμάζεται να παραδώσει τον χιτώνα στον Λίχα κατατρύχεται από αμφιβολίες· και η μετάνοιά της είναι σχεδόν ταυτόχρονη με την αποστολή του «δώρου». Και όμως αυτή η Δηιάνειρα καθίσταται εξίσου ανατρεπτική για τον οἶκον όσο και ο Ηρακλής. Όσο και αν διαφέρει από μια Μήδεια ή μια Κλυταιμήστρα, όσο και αν η σεξουαλικότητά της – η γυναικεία σεξουαλικότητα αποτελούσε μόνιμη πηγή ανησυχίας για το ανδρικό φαντασιακό – απευθύνεται προς τος σύζυγό της, καταλήγει στο ίδιο φθαρτικό αποτέλεσμα όσο εκείνες.
Ο μαγνητισμός του σεξουαλικού πάθους, ο οποίος συμπαρασύρει τους ήρωες σε μια δίνη (αυτο)καταστροφής, είναι τελικά ένα χαρακτηριστικό του «αρχαίου κτήνους», το οποίο μοιράζονται τόσο η Δηιάνειρα όσο και ο Ηρακλής. Η αυτοκτονία της Δηιάνειρας (πάνω στο νυφικό κρεβάτι, «διαπαρθενευμένη» τροπον τινά από το ξίφος – αυτοκτονία παράδοξη για τα τραγικά μέτρα, εφόσον στην τραγωδία οι γυναίκες σπανίως αυτοκτονούν με ξίφος) μπορεί να θεωρηθεί ως τελευταία, απονενοημένη πράξη σεξουαλικής ένωσης των δύο συζύγων. Η «νόσος» του Ηρακλή, ο αφόρητος πόνος που του προκαλεί το δηλητήριο του Νέσσου, δεν είναι άσχετη με το μοτίβο του έρωτα ως νόσου (το πάθος του για την Ιόλη περιγράφεται ως «νόσος», 445-6) και βέβαια δεν διαχωρίζεται από το μοτίβο της βίας ως διφορούμενης δύναμης, το οποίο διατρέχει τις Τραχίνιες. Ο Ηρακλής περιγράφει την νόσον ως άγριο θηρίο με γλώσσα παρόμοια με αυτήν που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της πάλης του με τον Νέσσο και τον Αχελώο (Easterling, 25). O Χορός προβάλλει την Αφροδίτη ως θεϊκή δύναμη, της οποίας η ευθύνη για τα τεκταινόμενα είναι τελικά εξίσου μεγάλη με αυτή του Διός (497-8, 515-6, 860-1). Το ερωτικό πάθος είναι τελικά το στοιχείο εκείνο του «παρελθόντος» (των αρχέγονων δυνάμεων του Χάους και της Βίας), που επιβιώνει αλώβητο και καθορίζει το παρόν, αλλά όχι μονοσήμαντα, ποτέ μονοσήμαντα. Το πάθος είναι μια αμφίσημη, δίκοπη δύναμη, που εμφιλοχωρεί ύπουλα στα θεμέλια του πολιτισμού και υποφώσκει εκεί σιωπηλά μέχρι να το χτυπήσει το φως το ήλιου: όπως το δηλητήριο του Νέσσου.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ:
Bowman, L. 1999. «Prophecy and Authority in the “Trachiniai”». The American Journal of Philology. 120: 335-350
Easterling, P. E. 1996. Σοφοκλέους Τραχίνιαι. Μτφρ. Π. Μ. Φαναράς. Αθήνα: Ινστιτούτο του βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα.
Holt, P. 1989. «The end of the Trachiniai and the Fate of Herakles». The Journal of Hellenic Studies. 109: 69-80
Hutchinson, G.O. 1999. “Sophocles and Time” στο J. Griffin (επιμ.), Sophocles Revisited, Oxford University Press, New York
Kraus S, C. 1991. «“Logos Men Est’ Arxaios”: Stories and Story-Telling in Sophocles’ Trachiniae». Transactions of the American Philological Association (1974-), 121: 75-98
Levett, B. 2004. Sophocles: Women of Trachis. Duckworth companions to Greek and Roman tragedy. London: Duckworth.
Segal, C. 1977. ‘Sophocles Trachiniae: myth, poetry and heroic values’. Yale Classical Studies 25, 99-158.
—-. 1981. Tragedy and civilization: an interpretation of Sophocles. Cambridge, MA. & London: Harvard University Press.
—-. 1995. Sophocles’ Tragic World: Divinity, Nature, Society. Cambridge, MA & London:
Winnington-Ingram, R. P. 1999. Σοφοκλής: μια ερμηνευτική προσέγγιση. Αθήνα: Ινστιτούτο του βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα.
[1] Ο χρησμός παρέχει στους ανθρώπους την επισφαλή και άρα ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ πεποίθηση ότι μπορούν να ελέγξουν τη μοίρα τους, άρα τελικά, αντί να τους συνδράμει, καταλήγει να τους οδηγεί στην καταστροφή.
Ο Λίχας ήταν σύντροφος, υπηρέτης ή κήρυκας του Ηρακλή, συνδεδεμένος μαζί του στην τελευταία εκστρατεία και στην τελευταία φάση της ζωής του, όπου κυριαρχούν ο έρωτας -του Ηρακλή για τη νεαρή Ιόλη, της Δηιάνειρας για τον Ηρακλή- και ο θάνατος του ήρωα ως αποτέλεσμα εκδίκησης ύστερα από χρόνια για τον ανεκπλήρωτο έρωτα του Νέσσου προς τη Δηιάνειρα (Σοφ., Τρ. 189-328).
Όταν έφτασε στην Τραχίνα [ο Ηρακλής], συγκέντρωσε στρατό για να επιτεθεί στην Οιχαλία, επειδή ήθελε να τιμωρήσει τον Εύρυτο. Μαζί του πολέμησαν οι Αρκάδες και οι Μηλιείς από την Τραχίνα και οι Επικνημίδιοι Λοκροί, σκότωσε τον Εύρυτο και τα παιδιά του και κυρίευσε την πόλη. Και αφού έθαψε όσους από τους συμπολεμιστές του είχαν πεθάνει, […] λαφυραγώγησε την πόλη και πήρε αιχμάλωτη την Ιόλη. Και αφού προσάραξε στο Κήναιο της Εύβοιας, ίδρυσε στο ακρωτήριο βωμό προς τιμή του Δία Κηναίου. Και επειδή θέλησε να προσφέρει θυσία, έστειλε στην Τραχίνα τον κήρυκα <Λίχα> να του φέρει λαμπρή φορεσιά [χιτώνα και ιμάτιο φορούσαν στις θυσίες]. Όταν η Δηιάνειρα έμαθε από αυτόν για την Ιόλη, επειδή φοβήθηκε μήπως αγαπήσει περισσότερο εκείνη και επειδή θεώρησε ότι το αίμα του Νέσσου που είχε τρέξει ήταν στ' αλήθεια φίλτρο ερωτικό, επάλειψε μ' αυτό τον χιτώνα. Τον φόρεσε ο Ηρακλής και άρχισε τη θυσία. Αλλά μόλις ο χιτώνας πήρε να θερμαίνεται, το δηλητήριο της ύδρας άρχισε να του σαπίζει το δέρμα, και αρπάζοντας τον Λίχα από τα πόδια, τον εκσφενδόνισε […]. (Απολλόδωρος 2.156-158)
Ο Διόδωρος παραδίδει την ίδια ιστορία, χωρίς όμως να αναφέρει τη μεταμόρφωση του υπηρέτη-συντρόφου σε πέτρα:
[…] θέλοντας [ο Ηρακλής] να τελέσει θυσία, έστειλε τον Λίχα τον υπηρέτη του, στην Τραχίνα, στη γυναίκα του Δηιάνειρα, με την εντολή να της ζητήσει το ιμάτιο και τον χιτώνα, που συνήθιζε να φοράει κατά τις θυσίες. Η Δηιάνειρα, όταν έμαθε από τον Λίχα την αγάπη του Ηρακλή προς την Ιόλη, επειδή ήθελε να αγαπάει περισσότερο αυτήν, άλειψε τον χιτώνα με το φίλτρο που της είχε δώσει ο Κένταυρος για την εξόντωσή του. Ο Λίχας, αγνοώντας την κατάσταση, έφερε τα ρούχα για τη θυσία. Και ο Ηρακλής ντύθηκε τον αλειμμένο χιτώνα και σιγά σιγά, καθώς επενεργούσε η δύναμη του δηλητηρίου, έπεσε στη φοβερότερη συμφορά. Γιατί η αιχμή του βέλους έφερε πάνω της το δηλητήριο της ύδρας [της Λερναίας Ύδρας] και όπως ο χιτώνας άρχισε με τη θερμότητα του σώματος να διαβρώνει τις σάρκες, ο Ηρακλής πάνω στον πόνο του σκότωσε τον Λίχα τον υπηρέτη του […] (Διόδ. 4.38)
Ο Λίχας, λοιπόν, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, μεταμορφώθηκε σε πέτρα ή ότι από τα κομμάτια του διαμελισμένου σώματός και το αίμα του δημιουργήθηκαν τα νησιά Λιχάδες, μια συστάδα τριών νησιών, αναφέρει ο Στράβωνας (9.4.4), στα βορειοδυτικά της Εύβοιας μεταξύ του Μαλιακού και του Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου, γύρω από το ακρωτήριο Κήναιο. Ο ίδιος μνημονεύει και τον τάφο του Λίχα στην Εύβοια. (Εικ. 1365, 1366, 1367, 1368, 1369, 1370, 1371, 1372, 1373, 1374)
https://antonispetrides.wordpress.com/2012/01/29/trachinies_1/
Κατά μια εκδοχή ο Λίχας ήταν εγγονός του Ηρακλή από τον Ύλλο και την Ιόλη, την κόρη του Ευρύτου (Τζέτζ. Σχόλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 804).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.