Γεννηθήκαμε µια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε
ξανά στον αιώνα τον άπαντα.
Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία για αργότερα.
Κι η ζωή κυλά µε αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας µας πεθαίνει απασχοληµένος.
..Μη σε στενοχωρεί ο θάνατος. Όσο είσαι ζωντανός δεν έχεις σχέση μ’αυτόν, μα κι όταν πεθάνεις, πάλι δεν έχεις να κάνεις μ’αυτόν, διότι τότε δεν θα’χεις να κάνεις με τίποτα.
«Ενα τίποτα είναι για μας ο θάνατος» λέει ο Επίκουρος, γιατί «όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος είναι απών, και όταν ο θάνατος είναι παρών, δεν υπάρχουμε εμείς».
Ο θάνατος είναι πάντοτε άσχετος μ’εμάς αν και προκαλεί μεγάλη στενοχώρια σε πολλούς ανθρώπους για μεγάλο διάστημα της ζωής τους. . . .
Η έγνοια του θανάτου καλύπτει σαν πέπλο την εμπειρία της ζωής, είτε γιατί οι άνθρωποι προσβλέπουν σε μετά θάνατο ζωή και τρομοκρατούνται και εξευτελίζονται προκειμένου να κερδίσουν την εύνοια του Θεού, που θα μπορούσε κάλλιστα να τους τιμωρήσει για τις κακές τους πράξεις, είτε γιατί λυπούνται και τρομάζουν με την ιδέα ότι δεν θα υπάρχουν μετά το θάνατό τους.
Όμως δεν υπάρχουν θεοί που να μας απειλούν, μα ακόμα και να υπήρχαν, εμείς δεν θα είμασταν παρόντες για να μας τιμωρήσουν.
Η ψυχή μας είναι ένα λεπτό πράγμα που διαλύεται όταν πεθαίνουμε, μα ακόμα κι αν το υλικό της ήταν τέτοιο που να επιβιώνει άθικτο, αυτό για μας πάλι δεν θα σήμαινε τίποτα, γιατί ό,τι έχει σημασία είναι η συνέχεια του βιώματος, η οποία όμως διαρρηγνύεται με τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα.
Είναι παράλογο να φοβάσαι την μη ύπαρξή σου, τη στιγμή που ήδη ξέρεις πώς είναι το να μην υπάρχεις, σκέψου την εποχή που δεν είχες ακόμα γεννηθεί: ήταν τόσο απαράδεκτη η ανυπαρξία σου;
Είναι μεγάλο μπέρδεμα το να στεναχωριέσαι για τη θνητότητά σου, κι είναι αχαριστία να αγανακτάς με τους περιορισμούς της ζωής, σαν άπληστος συνδαιτυμόνας που έχει την απαίτηση να του σερβίρουν πιάτα επ’ αόριστον και αρνείται να σηκωθεί από το τραπέζι. (1)
________________________________________
Όλοι μας θα πεθάνουμε κι αυτό μας κάνει πολύ τυχερούς. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα πεθάνουν ποτέ, διότι δεν πρόκειται ποτέ να γεννηθούν. Ο αριθμός των ανθρώπων που θα μπορούσαν δυνητικά να βρίσκονται στη θέση μου, αλλά που στην πραγματικότητα δεν θα δουν ποτέ το φως της μέρας, είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των κόκκων της άμμου της Αραβίας. Προφανώς σ’αυτές τις αγέννητες ψυχές συγκαταλέγονται ποιητές μεγαλύτεροι από τον Κιτς και επιστήμονες σημαντικότεροι από το Νεύτωνα. Αυτό το γνωρίζουμε διότι ο συνδυασμός πιθανών ανθρώπων, των οποίων την ύπαρξη επιτρέπει το DNA μας, υπερβαίνει μαζικά τον αριθμό των πραγματικών ανθρώπων. Εσείς κι εγώ βρισκόμαστε εδώ ως κοινοί θνητοί στα δόντια τέτοιων εκπληκτικών αριθμών.
Η κλωστή των ιστορικών γεγονότων από τα οποία κρέμεται η ύπαρξή μας είναι απίστευτα λεπτή.
«Αν συγκριθεί με την άγνωστη σε μας χρονική διάρκεια, ω Βασιλιά, η τωρινή ζωή των ανθρώπων στη γη μοιάζει με το πέταγμα ενός σπουργιτιού μέσα στην αίθουσα όπου κάθεστε το χειμώνα με τους λοχαγούς και τους υπουργούς σας. Μπαίνοντας από μια πόρτα και βγαίνοντας από μια άλλη προστατεύεται από τη χειμωνιάτικη θύελλα όσο βρίσκεται εντός. Αλλά αυτό το σύντομο διάστημα ηρεμίας τελειώνει σε μια στιγμή και το σπουργίτι επιστρέφει στο χειμώνα απ’όπου ήρθε, και χάνεται απ’ τα μάτια σας. η ζωή του ανθρώπου είναι παρόμοια, το τί έπεται ή το τί προηγήθηκε, δεν το γνωρίζουμε καθόλου..» (The Venerable Bede, A History of the English Church and People)
Μετά από ύπνο εκατομμυρίων αιώνων ανοίξαμε τα μάτια μας σε ένα λαμπρό πλανήτη με λαμπερά χρώματα, που σφύζει από ζωή. Μέσα σε λίγες δεκαετίες πρέπει να κλείσουμε τα μάτια μας και πάλι. Δεν είναι άραγε ευγενής και φωτισμένος τρόπος να περνάμε το λίγο χρόνο μας κάτω από τον ήλιο στο να εργαζόμαστε για την κατανόηση του σύμπαντος και του πώς έτυχε να ξυπνήσουμε μέσα του;Αυτή είναι η απάντησή μου όταν με ρωτούν-πράγμα που συμβαίνει εκπληκτικά συχνά- γιατί κάνω τον κόπο να ξυπνήσω το πρωί. Ας το θέσω διαφορετικά: δεν είναι λυπηρό να καταλήξεις στον τάφο σου χωρίς ποτέ να αναρωτηθείς γιατί γεννήθηκες; Σ’ αυτή τη σκέψη ποιός δεν θα πεταγόταν απ’ το κρεβάτι πρόθυμος να συνεχίσει την ανακάλυψη του κόσμου και χαρούμενος που αποτελεί μέρος του;
Η Κάθλιν Ρέιν ποιήτρια και καθηγήτρια φυσικών επιστημών στο Κέμπριτζ, ειδικευμένη στη Βιολογία βρήκε σχετική παρηγοριά σαν νέα γυναίκα δυστυχισμένη στον έρωτα και ψάχνοντας απεγνωσμένα για ανακούφιση από τη λύπη:
Τότε ο ουρανός μου μίλησε με καθαρή λαλιά,
γνώριμη στην καρδιά, σαν την αγάπη κοντινά.
Ο ουρανός είπε στην ψυχή μου: «Έχεις εκείνο που ποθείς!»
——–
Να ξέρεις πως γεννήθηκες μαζί,
με σύννεφα ανέμους, άστρα και αεικίνητες θάλασσες,
και κατοίκους των δασών. Η φύση σου είναι αυτή…
———
Ύψωσε την καρδιά σου άφοβη ξανά,
κοιμήσου στον τάφο ή ανάπνευσε το ζωντανό αέρα,
μοιράζεσαι τον κόσμο αυτόν με το άνθος και την τίγρη..»
Passion
__________________________________________________
(1) Επίκουρος – Κείμενα πηγές της επικούρειας φιλοσοφίας και τέχνης του ζην
(2) Richard Dawkins – Υφαίνοντας το Ουράνιο Τόξο
Κείμενα Επικούρειας Φιλοσοφίας
Η ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, του Κώστα Καλεύρα
Το μεγάλο πρόβλημα για τον άνθρωπο σχετικά με τον θάνατο είναι ο φόβος, τον οποίο νιώθει στην προοπτική του φυσικού του τέλους.
«Το ανθρώπινο είδος είναι το μόνο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει» έλεγε ο Βολτέρος. Η γνώση του θανάτου του δημιουργεί στον άνθρωπο φόβο, από τον οποίο ορισμένοι φιλόσοφοι, προσπάθησαν να τον βοηθήσουν να απαλλαγεί.
Ένας από αυτούς ήταν ο Επίκουρος ο Αθηναίος, ο ιδρυτής της σχολής του Κήπου.
Ο βασικός σκοπός της ηθικής διδασκαλίας του Επίκουρου ήταν να κάνει ευτυχισμένα άτομα, ήταν να δώσει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να κατανοήσουν τα όρια του ανθρώπινου βίου και μέσα σ’ αυτά, να απολαύσουν τη χαρά της ζωής.
Ένα από τα πιο σημαντικά βήματα που πρέπει να κάνει λοιπόν το ανθρώπινο είδος, για να πετύχει την ποθητή σ’ αυτόν χαρά της ζωής, είναι να απαλλαγεί από το φόβο του θανάτου.
Στη συνέχεια παραθέτω αποσπάσματα από τα πολύ λίγα διασωθέντα συγγράμματα του Επίκουρου, καθώς και αποσπάσματα άλλων επικούρειων συγγραφέων που βασικό σκοπό έχουν την αποτροπή του φόβου του θανάτου.
Έλεγε, λοιπόν, ο Επίκουρος: «…Να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα.
Γιατί κάθε καλό και κάθε κακό γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις μας, όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου, όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας.
Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που έχει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με το δεδομένο ότι θα έρθει.
Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε βασανίζει όσο το περιμένεις. Το πιο φρικτό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός δεν υπάρχουμε εμείς.
Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν αποφύγουν το θάνατο σαν νάναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν αναπαυθούν από τα δείνα της ζωής.
Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει.
Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή δεν απολαμβάνει τα πολλά χρόνια, αλλά τα ευτυχέστερα χρόνια.
Κι είναι αφελής όποιος συμβουλεύει τον νέο να ζει καλά και τον γέροντα να έχει καλό τέλος στη ζωή του, όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη, αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά, είναι μία και η αυτή άσκηση.
Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πόλεις του Άδη. Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν εγκαταλείπει τη ζωή; (αυτοκτονεί)
Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το έχει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, μιλάει απερίσκεπτα για πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία…». (Επίκουρος. Επιστολή προς Μενοικέα)
«Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά». (Επίκουρος. Κύριαι Δόξαι Νο 2)
«Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία για αργότερα.
Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει απασχολημένος». (Επίκουρου προσφώνηση Νο 14).
«Σε πρόλαβα, Τύχη, και σου έχω φράξει όλες τις διόδους. Και δεν πρόκειται να παραδοθούμε όμηροι μήτε σε σένα μήτε σε καμιά συγκυρία αλλά σαν έρθει η ώρα, να φύγουμε, θα φτύσουμε και τη ζωή και όσους με ματαιοδοξία προσκολλώνται σε αυτήν. Θα φύγουμε από τη ζωή με ένα ωραίο τραγούδι λέγοντας πόσο ωραία τη ζήσαμε». (Μητρόδωρος).
Πεθαίνοντας ο Επίκουρος, γράφει στον Ιδομενέα αυτήν την επιστολή:
«Τούτη την ευτυχισμένη μέρα, την τελευταία της, ζωής μου, σου γράφω το παρακάτω γράμμα. Οι συνεχείς πόνοι από τη δυσουρία και τη δυσεντερία έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Όμως όλα αυτά τα αντιμετωπίζω με τη χαρά που νιώθει η ψυχή μου καθώς αναθυμούμαι τις συζητήσεις που έχουμε κάνει. Να φανείς άξιος της στάσης που από νεαρός κράτησες απέναντι στη φιλοσοφία και σε μένα και να φροντίσεις εσύ τα παιδιά του Μητρόδωρου». (Επίκουρος)
Ο Επικούρειος Λατίνος ποιητής Λουκρήτιος στο ποίημά του «De Rerum Natuta» (Για την φύση των πραγμάτων) έγραψε: «….Και τελικά, πες πως η ίδια η φύση ξαφνικά παίρνει το λόγο και επιπλήττει έναν από εμάς:
Γιατί, θνητέ, αφήνεσαι να βυθιστείς σ ένα τόσο αρρωστημένο πένθος; Τι βαρυγκωμάς και κλαίγεσαι για το θάνατο; Αν ήταν ευχάριστη η ζωή σου που πέρασε και πάει, κι αν όλες οι χάρες της δεν πήγαν χαμένες σαν να χύθηκαν μέσα από ένα τρύπιο πιθάρι, τότε γιατί δεν αποσύρεσαι σαν χορτάτος συνδαιτυμόνας από το συμπόσιο της ζωής και δεν προτιμάς, ανόητε, μια γαλήνη δίχως έγνοιες;
Μα αν όσα αποκόμισες σκόρπισαν και χάθηκαν και σου είναι βάρος η ζωή, τι γυρεύεις να της προσθέσεις κι άλλα, για να χαθούν κι αυτά κι όλα άχαρα να σβήσουν;
Δεν είναι καλύτερα, να δώσεις ένα τέλος στη ζωή και στα βάσανα;
Γιατί εγώ δεν μπορώ να μηχανευτώ και να επινοήσω τίποτα πια που να σ ευχαριστήσει, όλα τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα.
Και ίδια θα παραμένουν, ακόμα κι αν το σώμα σου δεν έχει κιόλας μαραθεί από τα χρόνια και τα μέλη σου δεν έχουν λιώσει, ακόμα κι αν ζήσεις τόσο που να ξεπεράσεις όλες τις γενιές, ακόμα κι αν ποτέ σου δεν πεθάνεις.
Τι θα απαντήσουμε, αν όχι ότι η φύση δίκαια μας δικάζει κι ότι είναι αληθινή η κατηγορία που επικαλείται;
Κι αν πάλι κάποιος γέρος με χρόνια στην πλάτη, παραπονεθεί παραπάνω από το κανονικό και κλαφτεί που θα πεθάνει, δεν θα είχε δίκιο η φύση να υψώσει τη φωνή και να τον μαλώσει ακόμα πιο σκληρά.Σκούπισε τα δάκρυα, ανάξιε, και σταμάτα τις κλάψες. Τώρα μαραίνεσαι, αφού πρώτα γεύτηκες όλα τα δώρα της ζωής.
Μα επειδή πάντα ποθείς αυτά που δεν έχεις και περιφρονείς αυτά που έχεις, κύλησε η ζωή σου λειψή κι αχάριστη και ξάφνου στέκει πλάι στο προσκέφαλό σου ο θάνατος, και συ δεν έχεις τη δύναμη, χορτασμένος και ικανοποιημένος απ’ όλα να αποσυρθείς.
Όμως τώρα παράτα τα όλα αυτά που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου, κι άντε, με ήσυχη την ψυχή, κάνε τόπο σε άλλους, έτσι πρέπει…» (Λουκρήτιος ΙΙΙ 932-963)
«Η ζωή γίνεται γλυκιά όταν λείπει ο φόβος του Θανάτου». (Διογένης Οινοανδέα)
Τέλος, ο Φιλόδημος ο Γαδαρινός συνέγραψε μία συνοπτική προτροπή τεσσάρων συμβουλών για την επίτευξη της ευτυχισμένης ζωής.
Η τετραφάρμακος συμβουλή, όπως τελικά ονομάσθηκε, θέλει να απαλλάξει τον άνθρωπο από τις φοβίες του και να κατανοήσει ότι μπορεί να ζήσει φυσική ζωή με λίγα.
Η τετραφάρμακος είναι η εξής:
«Ο θεός δεν είναι επίφοβος, ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία, το καλό κερδίζεται εύκολα και το κακό αντέχεται υπομονετικά».
Κώστας Καλεύρας
-----------------------------------
"Επιστολή προς Μενοικέα" - Επίκουρος
Αποτελεί την επιτομή της Ηθικής του Επίκουρου. Περιλαμβάνεται στο 10ο βιβλίο του έργου «Βίοι φιλοσόφων» του Διογένη Λαέρτιου.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Από τη μεγάλη συγγραφική παραγωγή του Επίκουρου έχουν σωθεί, αν εξαιρέσει κανείς κάποια αποσπάσματα του έργου Περί φύσεως,που έχουν βρεθεί σε παπύρους από το Ηράκλειον της Κάτω Ιταλίας, μόνο δύο συλλογές με βασικά σημεία της διδασκαλίας του υπό μορφή αφορισμών και τρεις επιστολές.
Από τις επιστολές του η πρώτη (Πρὸς Ἡρόδοτον) συνοψίζει τη φυσική του φιλοσοφία, η δεύτερη (Πρὸς Πυθοκλέα) παρουσιάζει τις σχετικές με αστρονομικά και "μετεωρολογικά" θέματα απόψεις του, ενώ η τρίτη, η οποία απευθύνεται σ᾽ έναν άγνωστο κατά τα άλλα φίλο του που ονομάζεται Μενοικεύς, συνοψίζει την ηθική του φιλοσοφία.
Ως ύψιστο αγαθό θεωρεί ο Επίκουρος στην Επιστολή προς Μενοικέα την "ηδονή", με την οποία δεν εννοεί όμως τις επιμέρους απολαύσεις, αλλά την κατάσταση της ευδαιμονίας που πηγάζει από την ἀταραξίαν της ψυχής, όταν αυτή έχει απελευθερωθεί από κάθε πόνο και κάθε φόβο:
"Όταν λοιπόν υποστηρίζουμε ότι ο τελικός σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων κι αυτές που συνίστανται στην αισθησιακή απόλαυση, όπως ορισμένοι νομίζουν [...], αλλά εννοούμε το να μην έχει κανείς σωματικό πόνο και ταραχή ψυχική".
Για να το επιτύχει αυτό κανείς, πρέπει να αρκείται στις αναγκαίες απολαύσεις, που ικανοποιούνται εύκολα (οι μη αναγκαίες, λέει ο Επίκουρος, δεν αυξάνουν την ηδονή), και να απέχει από τη δραστήρια κοινωνική και πολιτική ζωή (λάθε βιώσας = ζήσε απαρατήρητος).
[122] Δεν πρέπει κανείς ούτε όταν είναι νέος να διστάζει να φιλοσοφεί, ούτε πάλι σαν είναι γέροντας να βαριεστίζει και να μη φιλοσοφεί. Κανένας δεν είναι άγουρος ακόμη, και για κανέναν δεν είναι πια πολύ αργά να φροντίσει για την υγεία της ψυχής του.
Κι όποιος λέει ότι δεν ήρθε ακόμη ο καιρός να φιλοσοφήσει ή ότι ο καιρός αυτός έχει περάσει πια, μοιάζει σ᾽ εκείνον ο οποίος λέει ότι δεν έχει έρθει ακόμη ο καιρός για την ευτυχία ή ότι δεν είναι πια καιρός γι᾽ αυτήν.
Πρέπει, επομένως, και ο γέροντας να φιλοσοφεί και ο νέος: ο ένας για να μείνει, κι όταν γερνά, νέος χάρη στα όμορφα πράγματα, καθώς με χαρά θα ανατρέχει στα περασμένα, ο άλλος για να ᾽ναι και ως νέος συνάμα γέροντας, καθώς δεν θα τον κυριεύσει φόβος για τα μελλούμενα.1
Είναι λοιπόν ανάγκη να στοχαζόμαστε τα πράγματα που φέρνουν την ευτυχία, αφού όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, ενώ όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε.
[123] Τα πράγματα, που συνεχώς σου συνιστούσα, να τα πράττεις και να τα στοχάζεσαι ξεχωρίζοντάς τα ως θεμελιώδεις αρχές της ευτυχισμένης ζωής.
Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, πιστεύοντας ότι ο θεός είναι ον ζωντανό, αθάνατο και ευτυχισμένο, σύμφωνα με την παράσταση του θεού που έχει αποτυπωθεί στον νου των ανθρώπων, να μην αποδίδεις σ᾽ αυτόν τίποτε ξένο προς την αφθαρσία του, τίποτε αταίριαστο στη μακαριότητά του· απεναντίας, να πιστεύεις γι᾽ αυτόν οτιδήποτε είναι ικανό να διαφυλάξει τη μακαριότητά του, τη διαπλεγμένη με αθανασία.
Οι θεοί υπάρχουν· πρόδηλη είναι η γνώση γι᾽ αυτούς. Ωστόσο δεν είναι, οι θεοί, όπως τους πιστεύει ο πολύς κόσμος· γιατί δεν υπάρχει λογική συνοχή σε όσα πρεσβεύει ο πολύς κόσμος γι᾽ αυτούς.
Και ασεβής δεν είναι όποιος αρνείται τους θεούς των πολλών ανθρώπων αλλά όποιος [124] αποδίδει στους θεούς όσα οι πολλοί πιστεύουν γι᾽ αυτούς.
Γιατί δεν είναι στέρεες παραστάσεις όσα οι πολλοί λένε για τους θεούς αλλά εικασίες δίχως αλήθεια -ότι δηλαδή οι μεγαλύτερες συμφορές και τα μεγαλύτερα ωφελήματα προέρχονται από τους θεούς.
Γιατί οι άνθρωποι, εξοικειωμένοι πέρα για πέρα με τις δικές τους αρετές, αποδέχονται μόνο τους όμοιούς τους, θεωρώντας ξένο ό,τι δεν είναι τέτοιας υφής.
Να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα· γιατί κάθε καλό και κάθε κακό έγκειται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αισθητό -και ο θάνατος είναι στέρηση της αίσθησης.
Η επίγνωση, έτσι, ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα μας κάνει ευχάριστη τη θνητή ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ᾽ αυτήν αλλά [125] γιατί αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας.
Γιατί τίποτε μέσα στη ζωή δεν είναι φοβερό για όποιον έχει στ᾽ αλήθεια κατανοήσει ότι τίποτε φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζει κανείς.
Είναι ως εκ τούτου ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι επειδή θα υποφέρει σαν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή του είναι δυσάρεστη η ιδέα ότι πρόκειται νά ᾽ρθει ο θάνατος.
Γιατί αδίκως θλιβόμαστε περιμένοντας ένα πράγμα που σαν το ᾽χουμε δίπλα μας δεν ενοχλεί. Το πιο φρικτό λοιπόν απ᾽ όλα τα άσχημα πράγματα, ο θάνατος, είναι για μας ένα τίποτε, ακριβώς γιατί όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι κοντά μας, κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς.
Ούτε τους ζωντανούς λοιπόν αφορά ο θάνατος ούτε τους πεθαμένους, αφού για εκείνους δεν υπάρχει, ενώ αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν πια υπόσταση.
Βέβαια, οι πολλοί από τη μια πασχίζουν να αποφύγουν τον θάνατο ως την πιο μεγάλη, κατ᾽ αυτούς, συμφορά, κι από την άλλη τον αναζητούν ως ανάπαυση από τα δεινοπαθήματα [126] της ζωής. Ωστόσο ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται.
Γιατί ούτε αποτελεί γι᾽ αυτόν ενόχληση το ότι ζει ούτε πάλι νομίζει ότι είναι κακό να μη ζει κανείς.
Κι όπως στο φαγητό δεν προτιμά με κανέναν τρόπο τη μεγαλύτερη ποσότητα αλλά το πιο εύγευστο, όμοια κι εδώ δεν απολαμβάνει τον διαρκέστερο χρόνο αλλά τον όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο.
Κι αυτός2 πάλι που προτρέπει τον νέο να ζει όμορφα και τον γέροντα να δώσει όμορφο τέλος στη ζωή του είναι ανόητος, όχι μόνο επειδή η ζωή είναι κάτι επιθυμητό αλλά και επειδή το να ζει κανείς όμορφα και να πεθαίνει όμορφα είναι ένα και το αυτό εγχείρημα. Πολύ χειρότερος όμως είναι αυτός που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθεί κανείς.
κι άμα γεννηθεί, γοργά
τις πύλες του Άδη να διαβεί.3
[127] Αν το λέει από πεποίθηση, γιατί δεν φεύγει από τη ζωή; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν αυτό αποτελεί εδραία πεποίθησή του. Αν πάλι το λέει έτσι στ᾽ αστεία, δείχνει ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν το σηκώνουν.
Κι ακόμη πρέπει να θυμόμαστε ότι το μέλλον δεν είναι εντελώς δικό μας αλλά ούτε κι εντελώς όχι δικό μας, ώστε μήτε να το προσμένουμε ως εντελώς βέβαιο μήτε πάλι να απελπιζόμαστε πως δεν πρόκειται νά ᾽ρθει ποτέ!
Ας αναλογιστούμε ότι από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές κι άλλες χωρίς ουσία, και ότι από τις φυσικές επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες κι άλλες απλώς φυσικές· από τις αναγκαίες, τέλος, επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες για την ευδαιμονία, άλλες για την αποφυγή [128] σωματικών ενοχλήσεων, και άλλες για την ίδια τη ζωή.
Η σωστή θεώρηση αυτών των πραγμάτων ξέρει να ανάγει καθετί που επιλέγουμε και καθετί που αποφεύγουμε στην υγεία του σώματος και την ηρεμία της ψυχής, αφούσε τούτο συνίσταται ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής. Για χάρη αυτού του στόχου κάνουμε ό,τι κάνουμε: για να μην αισθανόμαστε πόνο και να μη μας κυριεύει ο φόβος.
Κι όταν κάποια στιγμή το κατορθώσουμε αυτό, αμέσως καταλαγιάζει όλη η θύελλα της ψυχής, αφού το ζωντανό πλάσμα δεν έχει πια ανάγκη να κατευθύνει τα βήματά του σε κάτι που του λείπει και να αναζητήσει κάτι με το οποίο θα ολοκληρώσει το καλό της ψυχής και του σώματος.
Την ηδονή, βλέπεις, την χρειαζόμαστε όταν η στέρησή της μας προξενεί πόνο· όταν δεν αισθανόμαστε πόνο, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.
«Εάν ο Επίκουρος είχε περάσει –αλίμονο! μόνον οι Μήδοι περνούν-, θα ‘χε κρατήσει στον κόσμο ένα λιτό είδος αντιθρησκείας. Η ενιαία συνείδηση δηλαδή της φυσικής γνώσης, της απλότητας, του σθένους, της εγκαρτέρησης και της κατάφασης. Όλα εκείνα που ο Επίκουρος τα είπε λεβεντιά, και ο Νίτσε στις μέρες μας χαρούμενη επιστήμη και πολλή ανθρωπιά.
Με τον Επίκουρο δόθηκε η ευκαιρία στην ανθρωπότητα να προστατέψει τον άνθρωπο και το μέλλον του από έναν ατλαντικό άχρηστα πράγματα, αθλιότητες, ψεύδη, πλάνες, απάτες, συναξάρια, ιερές συνόδους, βίους αγίων, σκούφους του παπά και του πάπα, εγκλήματα και μάταιη σπατάλη του πνεύματος.
Και η ευκαιρία χάθηκε.»
Δημήτρης Λιαντίνης - "Πολυχρόνιο"
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.