Η πολιτική κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας και των προταγμάτων της στην Δυτική Ευρώπη, ιδίως μεταπολεμικά, με την σταδιακή κατάκτηση και καθιέρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, πέρα από την ωρίμανση και την καρποφορία των κοινωνικών κινημάτων για την διεύρυνση των δικαιωμάτων των πολιτών, ήταν και αποτέλεσμα της αναπτυξιακής πορείας των αντίστοιχων χωρών. Η ανάπτυξη αυτή γέννησε τον πλούτο, το κοινωνικό οικονομικό περίσσευμα, το οποίο είχαν την ευχέρεια οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις να αναδιανέμουν, προωθώντας την κοινωνική συνοχή.
Ωστόσο το παράδειγμα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό «καταναλωτικό». Δηλαδή δεν προχώρησε ή προχώρησε πολύ περιορισμένα σε παραγωγικού χαρακτήρα οικονομική αναδιάρθρωση, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο εσφαλμένα συνδέθηκε ιδεολογικά με την κρατικά – κεντρικά διευθυνόμενη σοβιετική οικονομία της εποχής, την οποία ορθά απέρριπτε η σοσιαλδημοκρατία.
Η παγκόσμια κρίση του ’70, σε συνδυασμό με το τέλος της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, περιόρισε σημαντικά τους προς διάθεση πόρους. Παράλληλα το αναδιανεμητικό σύστημα, που στήριζε τις κάθε λογής κοινωνικές παροχές, έπασχε από σοβαρά διαχειριστικά προβλήματα, ιδίως σε χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου το κράτος δεν είχε παράδοση σε αξιόπιστη, διαφανή και μετρίσιμη διαχείριση. Αποτέλεσμα η επιβάρυνση του κοινωνικού κράτους με σπατάλες, κακοδιαχείριση και συχνά διαφθορά.
Στο περιβάλλον αυτό πάτησε η παλινόρθωση του νεοφιλελευθερισμού και η συστηματική απορρύθμιση της «θατσερικής» εποχής.
Στην πρόκληση αυτή η σοσιαλδημοκρατία συνήθως έδωσε μάχες οπισθοφυλακών και στην συνέχεια υιοθέτησε άκριτα μεγάλο μέρος των νεοφιλελεύθερων προταγμάτων. Έτσι γεννήθηκε το νέο μεταλλαγμένο είδος «σοσιαλδημοκρατίας», η ιδεολογική και πολιτική διαφοροποίηση της οποίας από την δεξιά γινόταν όλο και περισσότερο δυσδιάκριτη. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της «νέας» σοσιαλδημοκρατίας στον αγώνα της για την πολιτική της επιτυχία ήταν η μετακίνηση του πολιτικού διακυβεύματος σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας και, όταν τα επικοινωνιακά ευρήματα εξαντλήθηκαν, ακολούθησε η εγκατάλειψη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων από τους πολίτες, είτε με μετακίνηση προς την αυθεντική δεξιά και διάφορα αριστερά και «πράσινα» πολιτικά σχήματα, είτε με την αποχώρηση από την πολιτική.
Η ήττα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις πρόσφατες Ευρωεκλογές, πλην ΠΑΣΟΚ, πρέπει να ιδωθεί και μέσα από αυτό το πρίσμα.
Αυτό λοιπόν που επείγει είναι η μετακίνηση της σοσιαλδημοκρατικής πρότασης σε ένα νέο παράδειγμα: Στην επιδίωξη παραγωγής κοινωνικού πλεονάσματος προς αναδιανομή, παράλληλα με μέτρα αναδιανομής του ήδη παραγόμενου πλούτου. Στην γενικευμένη υιοθέτηση της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας με την επιδίωξη μετρήσιμων στόχων. Στην ριζική αμφισβήτηση της απορρύθμισης. Στην μετακίνηση της κριτικής για την παραγωγικότητα της οικονομίας από το επίπεδο της δημόσιας ή μη ιδιοκτησίας στην αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη και χρήσιμη διαχείρισή της.
Ο κοινωνικός τομέας της οικονομίας θα μπορούσε υπό τους ανωτέρω όρους να ξαναγίνει παραγωγικός και να ανακτήσει το κύρος του, αφού θα έπειθε για την οικονομική βιωσιμότητά του και την κοινωνική χρησιμότητά του. Με αυτή την θέαση, η αναπτυξιακή πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την «πράσινη» ανάπτυξη λαμβάνει τις πραγματικές της διαστάσεις και δεν αφήνεται να εκπέσει σε ένα ακόμη πεδίο «επενδύσεων» και ιδιωτικού κέρδους, έστω με οικολογικό επίχρισμα.
Η μετάβαση από την «καταναλωτική» στην παραγωγική σοσιαλδημοκρατία αποτελεί την μόνη αξιόπιστη απόκριση στην διεθνή οικονομική κρίση, καθώς και στην προσπάθεια της – Ευρωπαϊκής και όχι μόνο – δεξιάς να συνδυάσει έναν μεταλλαγμένο Κεϋνσιανισμό με τις πλέον αποκρουστικές εκφράσεις κοινωνικής φοβικότητας και αποκλεισμού κάθε «ξένου» στα ιδιωτικά συμφέροντα. Αποτελεί την μόνη ελπίδα για την πολιτική και κοινωνική κυριαρχία των ιδεών που προσπαθούν να διασφαλίσουν την υπέρβαση της βαρβαρότητας της αγοράς.
Ωστόσο το παράδειγμα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό «καταναλωτικό». Δηλαδή δεν προχώρησε ή προχώρησε πολύ περιορισμένα σε παραγωγικού χαρακτήρα οικονομική αναδιάρθρωση, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο εσφαλμένα συνδέθηκε ιδεολογικά με την κρατικά – κεντρικά διευθυνόμενη σοβιετική οικονομία της εποχής, την οποία ορθά απέρριπτε η σοσιαλδημοκρατία.
Η παγκόσμια κρίση του ’70, σε συνδυασμό με το τέλος της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, περιόρισε σημαντικά τους προς διάθεση πόρους. Παράλληλα το αναδιανεμητικό σύστημα, που στήριζε τις κάθε λογής κοινωνικές παροχές, έπασχε από σοβαρά διαχειριστικά προβλήματα, ιδίως σε χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου το κράτος δεν είχε παράδοση σε αξιόπιστη, διαφανή και μετρίσιμη διαχείριση. Αποτέλεσμα η επιβάρυνση του κοινωνικού κράτους με σπατάλες, κακοδιαχείριση και συχνά διαφθορά.
Στο περιβάλλον αυτό πάτησε η παλινόρθωση του νεοφιλελευθερισμού και η συστηματική απορρύθμιση της «θατσερικής» εποχής.
Στην πρόκληση αυτή η σοσιαλδημοκρατία συνήθως έδωσε μάχες οπισθοφυλακών και στην συνέχεια υιοθέτησε άκριτα μεγάλο μέρος των νεοφιλελεύθερων προταγμάτων. Έτσι γεννήθηκε το νέο μεταλλαγμένο είδος «σοσιαλδημοκρατίας», η ιδεολογική και πολιτική διαφοροποίηση της οποίας από την δεξιά γινόταν όλο και περισσότερο δυσδιάκριτη. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της «νέας» σοσιαλδημοκρατίας στον αγώνα της για την πολιτική της επιτυχία ήταν η μετακίνηση του πολιτικού διακυβεύματος σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας και, όταν τα επικοινωνιακά ευρήματα εξαντλήθηκαν, ακολούθησε η εγκατάλειψη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων από τους πολίτες, είτε με μετακίνηση προς την αυθεντική δεξιά και διάφορα αριστερά και «πράσινα» πολιτικά σχήματα, είτε με την αποχώρηση από την πολιτική.
Η ήττα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις πρόσφατες Ευρωεκλογές, πλην ΠΑΣΟΚ, πρέπει να ιδωθεί και μέσα από αυτό το πρίσμα.
Αυτό λοιπόν που επείγει είναι η μετακίνηση της σοσιαλδημοκρατικής πρότασης σε ένα νέο παράδειγμα: Στην επιδίωξη παραγωγής κοινωνικού πλεονάσματος προς αναδιανομή, παράλληλα με μέτρα αναδιανομής του ήδη παραγόμενου πλούτου. Στην γενικευμένη υιοθέτηση της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας με την επιδίωξη μετρήσιμων στόχων. Στην ριζική αμφισβήτηση της απορρύθμισης. Στην μετακίνηση της κριτικής για την παραγωγικότητα της οικονομίας από το επίπεδο της δημόσιας ή μη ιδιοκτησίας στην αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη και χρήσιμη διαχείρισή της.
Ο κοινωνικός τομέας της οικονομίας θα μπορούσε υπό τους ανωτέρω όρους να ξαναγίνει παραγωγικός και να ανακτήσει το κύρος του, αφού θα έπειθε για την οικονομική βιωσιμότητά του και την κοινωνική χρησιμότητά του. Με αυτή την θέαση, η αναπτυξιακή πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την «πράσινη» ανάπτυξη λαμβάνει τις πραγματικές της διαστάσεις και δεν αφήνεται να εκπέσει σε ένα ακόμη πεδίο «επενδύσεων» και ιδιωτικού κέρδους, έστω με οικολογικό επίχρισμα.
Η μετάβαση από την «καταναλωτική» στην παραγωγική σοσιαλδημοκρατία αποτελεί την μόνη αξιόπιστη απόκριση στην διεθνή οικονομική κρίση, καθώς και στην προσπάθεια της – Ευρωπαϊκής και όχι μόνο – δεξιάς να συνδυάσει έναν μεταλλαγμένο Κεϋνσιανισμό με τις πλέον αποκρουστικές εκφράσεις κοινωνικής φοβικότητας και αποκλεισμού κάθε «ξένου» στα ιδιωτικά συμφέροντα. Αποτελεί την μόνη ελπίδα για την πολιτική και κοινωνική κυριαρχία των ιδεών που προσπαθούν να διασφαλίσουν την υπέρβαση της βαρβαρότητας της αγοράς.
* Ο Παναγιώτης Δ. Ζαρίφης είναι νομικός και πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
===========================================================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.