Του συγγραφέα Σωτήρη Γλυκοφρύδη
Κάποτε, κυκλοφορούσε στην αγορά των Αθηνών ένας τύπος πλακουτσομύτης, άσχημος, μάλλον κοντός με μεγαλούτσικη κοιλιά, ντυμένος με φθαρμένα ρούχα και συνεχώς ξυπόλυτος, που τον λέγανε Σωκράτη. Η ξυπολησιά του ήταν τέτοια που το πιο σύντομο ανέκδοτο στην πόλη του ήταν: «ο Σωκράτης με παπούτσια…».
Ο φίλος μας αυτός, είχε ένα καλό, μέσα στην ασχήμια του ήταν γλυκύτατος ομιλητής, αλλά είχε κι ένα κακό, ήταν δεικτικός σε σημείο που δυσαρεστούσε συχνά τους άλλους.
Όταν έβλεπε κάποιον να κάνει τον μεγαλοσχήμωνα, τον πλησίαζε και μέσα από τις ερωτήσεις του τον έκανε να αισθανθεί λίαν επιεικώς «μαλακός» όπως το λέμε και εμείς με τον τόνο λίγο πριν και αντί του όμικρον το άλφα.
Έλεγε πως εκτελούσε μιαν αποστολή, να κάνει την «αλογόμυγα» στα καπούλια μιας άλογης κοιμισμένης πολιτείας, όπου της έκανε καλό, διότι την ξύπναγε από το λήθαργό της.
Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για αυτόν το μέγα είρωνα κι αιρετικό της σκέψης, τον γλυκύτατο άνθρωπο με τη χρυσή καρδιά, τον μεγαλύτερο κατ’ εμέ φιλόσοφο που γνώρισε ο κόσμος ο οποίος ήθελε να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Παραταύτα, οι συμπατριώτες του τον σκότωσαν μη αντέχοντας τα «καινά» δαιμόνια που αποδιοργάνωναν τα ήθη της πόλης, επιδρώντας στη νεολαία. Δεν θα μιλήσω για το πόσο ηθικός και ανδρείος ήταν, ούτε για το βαθύ στοχασμό του. Θα σταθώ μόνο σε μιαν άγνωστη στους πολλούς πτυχή του, την ανθρώπινη.
Ο Σωκράτης θεωρούσε ότι ζούσε μέσα σε ένα απέραντο φρενοκομείο, όπου ο κάθε συμπολίτης του έχοντας μια βάση δεδομένων κυριολεκτικά για τα σκουπίδια, έκανε παραταύτα τον ειδικό στο θέμα. Οπότε, ξεκινώντας με απλές ερωτήσεις, ξετυλίγοντας το κουβάρι προς τα πίσω, τον έκανε τον κάθε ειδικό να αποδεχθεί την άγνοια της υποδομής του, τινάζοντας στον αέρα τη βάση της συλλογιστικής και τη θεωρούμενη από αυτούς ορθή συμπερασματολογία. ...
Καταλήγοντας, τελικά, στο ότι το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι δεν γνωρίζουμε.
Πολλοί, όμως, έλεγαν ότι ήταν πονηρός, διότι χρησιμοποιώντας μια μέθοδο «μαιευτική», εξελόχευε το αποτέλεσμα σαν τη μάνα του τη μαία. Έλεγαν, επίσης, ότι στα μυαλά δεν ήταν τόσο καλά, γιατί στεκόταν ξαφνικά και παραμίλαγε χειρονομώντας, κουβεντάζοντας νε το δαιμόνιό του, όπως έλεγε. Το γεγονός είναι πάντως ότι είχε και ένα σπάνιο χιούμορ.
Όταν μια φορά η γυναίκα του η Ξανθίππη, η οποία είχε φήμη «μέγαιρας», έχοντας αγανακτήσει να τον περιμένει να επιστρέψει με τα ψώνια, όταν ψάχνοντάς τον τον ανακάλυψε στην αγορά να αγορεύει, του έβαλε τις φωνές και καθώς εκείνος δεν σταμάτησε, του έριξε ένα μπουγέλο με νερό.. Οπότε εκείνος βργμένος καθώς ήταν γυρνά στους παρευρισκομένους που γελούσαν και τους λέει: «Τι γελάτε; Μετά τις βροντές δεν ακολουθεί βροχή;». Έλεγε, επίσης, ότι η ζωή μαζί με την Ξανθίππη ήταν μια πρόκληση για αυτόν, διότι εάν τα κατάφερνε με αυτήν θα ήταν σαν να είχε καταφέρει όλες τις γυναίκες.
Ο Σωκράτης έμεινε στην ιστορία κατά βάση από τον μαθητή του, Πλάτωνα, που έγραψε για τη φιλοσοφία του περιγράφοντας τον ηρωικό του θάνατο με μια σπάνια ευαισθησία, και δευτερευόντως απο τον επίσης μαθητή του, Ξενοφώντα. Ο Πλάτων τον ανέδειξε ως ίνδαλμα, κάνοντας τον στις πολιτικές φιλοδοξίες του παντιέρα, λέγοντας στους Αθηναίους με τον τρόπο του «να, τι κάνατε με τη δημοκρατία σας, σκοτώσατε τον καλύτερο». Ως εκ τούτου, ο Πλάτων για το Σωκράτη ίσως είναι στις περιγραφές του κάπου υπερβολικός, αλλά ο Ξενοφών όμως ως στρατιωτικός μάλλον τον υποβαθμίζει.
Η σωστή εκτίμηση πιστεύω ότι προκύπτει ζυγίζοντας τα γραφόμενα και των δυο.
Το πρώτο αντικειμενικό πάντως που προκύπτει, είναι ότι ο Σωκράτης ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Είρων, καλόκαρδος, σοφός, στηλιτευτής της ανθρώπινης ανοησίας. Αλλά παρότι δεν συμφωνούσε με τη γνώμη των πολλών, ήταν πέρα ως πέρα δημοκράτης, διαμαρτυρόμενος όταν το πολίτευμα αυτό δεν έχει βάση την παιδεία που στηρίζεται στην αρετή, η οποία πίστευε ότι δεν είχε σχέση με τα τότε ακολουθούμενα δεδομένα. Στην ουσία πράγματι εισήγαγε «καινά δαιμόνια» στην εκπαίδευση των νέων, σπέρνοντας την αμφιβολία και την αιρετικότητα, κάνοντάς τους να μην είναι στρατιωτάκια, αλλά να σπάνε τον τοίχο, να σκέφτονται ελεύθερα πέραν από τα ειοθώτα, τις υπάρχουσες γνώσεις και συνήθειες.
Στην ουσία για αυτό καταδικάστηκε, ήταν επαναστάτης. Στη δίκη του δεν κρατήθηκε και προκάλεσε το θάνατό του, όταν απάντησε στους δικαστές του, που θέλοντας να του δώσουν μια ευκαιρία του είπαν να διαλέξει την ποινή:
«Η ποινή που μου αξίζει τελικά - τους είπε- είναι να με τρέφετε στο πρυτανείο.».
Αρνήθηκε να αποδράσει όταν του το πρότειναν καθώς το είχαν κανονίσει κάποιοι φίλοι του, διότι «δεν του το επέτρεπε η ηλικία του, η ευπείθεια στους νόμους, αλλά ούτε και του το επέτρεπε το δαιμόνιό του».
Όταν η γυναίκα του, έχοντας πάει με τα παιδιά του να τον επισκευτεί στη φυλακή του κλαίγοντας του είπε «πεθαίνεις άδικα Σωκράτη.» εκείνος της ανταπάντησε: με το σπάνιο δεικτικό χιούμορ του που το έστρεφε συχνά στον εαυτό του:
«Γιατί, θα προτιμούσες να πεθάνω δίκαια;» Οι τελευταίες λέξεις προς ένα φίλο του, πηγαίνοντας να πιει το κώνειο, ήταν:
«χρωστάμε στον Ασκληπιό ένα κόκορα, μη το αμελήσεις».
Η φράση αυτή που σχετιζόταν με την πάγια συνήθεια αυτών που γινόντουσαν καλά προς το θεό της υγείας, παρέπεμπε στο ότι πίνοντας το κώνειο θα γινότανε καλά, γλυτώνοντας απο το απέραντο της ζήσεις του φρενοκομείο.
Είρων με τη ζωή είρων με το θάνατο, είρων με τους πολλούς και είρων προς τον εαυτό του, ο «αγνωστικιστής» Σωκράτης ας είναι πάντα ένα πρότυπο αξίας. Ποιος είπε ότι δεν ήταν ένας συνεπής αναρχικός και πλέρια δημοκράτης;
Δεν θα επεκταθώ στη φιλοσοφία του περί της αρετής, θα σταθώ όμως σε μια ανθρώπινη πλευρά του, αναφέροντας ένα περιστατικό βάσει του οποίου αξίζει από μια άλλη διάσταση η φιλοσοφία.
Η «μπουρδελότσαρκα» του Σωκράτη
Κάποτε, έπεσε «σύρμα» στο Σωκράτη και την παρέα του ότι έκανε το ντεμπούτο της μια νέα όμορφη εταίρα, η Θεοδότη, και αποφάσισαν να πάνε να τη δούνε.
Τα συμβάντα προκύπτουν από το 11ο κεφάλαιο «Σωκράτης και Θεοδότη» του 3ου βιβλίου των απομνημονευμάτων του Ξενοφώντα.
Ο Σωκράτης και η παρέα του, λοιπόν, φθάνουν στο σπίτι της, όπου τη βλέπουν να κάθεται στον κήπο, να τη ζωγραφίζει ένας ζωγράφος και τις θεραπαινίδες γύρω της να τη φτιάχνουν και να τη στολίζουν.
Οπότε, μπαίνει μέσα ο Σωκράτης και οι φίλοι του, που πρέπει να ήταν μαζί του άλλα 4 άτομα: Ο φίλος του Αντισθένης κατοπινός ηγέτης της κυνικής σχολής και μελλοντικός δάσκαλος του Διογένη, ο γλύπτης Απολλόδωρος παιδικός φίλος του μάλλον από τα παλιά τότε που λάξευε και αυτός μάρμαρα στη μετώπη του Παρθενώνα, και οι Κέβης και Σιμίας, δυο μαθητευόμενοι φιλόσοφοι από τη Θήβα, σύνολο δηλαδή 5 νοματαίοι. Η Θεοδότη τους αγνοεί επειδικτικά, ειδικά από τον κακομούτσουνο και ξυπόλητο Σωκράτη, μέχρι που ανοίγει το στόμα του.
Προσέξτε τη στιχομυθία.
Ο Σωκράτης, τη στιγμή που τον «σνομπάρει» η Θεοδότη, αποτείνεται στους φίλους του με τρόπο που τον ακούει εκείνη: «Αγαπημένοι μου φίλοι - τους λέει - μήπως είναι πιο σωστό αντί να μας ευχαριστεί η οπτασία την οποία έχουμε μπροστά στα μάτια μας, να την ευχαριστήσουμε εμείς;» «Μμμ, ναι, ναι, βέβαια…» θα μουρμούρισαν εκείνοι - οπότε συνεχίζει -
«Για να την ευχαριστήσουμε όμως πρέπει να την ωφελήσουμε και για να γίνει αυτό πραγματικότητα πρέπει να την αναφέρουμε όσο το δυνατόν σε περισσότερους άνδρες.
Αλλά για να είμαστε πειστικοί πρέπει να είμαστε αληθείς, που σημαίνει ότι θα πρέπει να μας επιτρέψει να αγγίξουμε αυτά που βλέπουμε και να φύγουμε από εδώ όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερο ερεθισμένοι.
Δηλαδή, θα πρέπει να μας αφήσει να την κανακέψουμε και να αποδεχθεί ευχάριστα το κανάκεμά μας». Η Θεοδότη, που εν τω μεταξύ είχε ξεμπερδέψει με το ζωγράφο, πλησίασε και είπε: «Εντάξει, θα σας παράσχω την ευγνωμοσύνη μου έμπρακτα, γιατί αφού εσείς θέλετε το καλό μου, φυσικό είναι κι εγώ να σας παράσχω καλοσύνη».
Ο Σωκράτης, βλέποντάς την πολυτελώς ντυμένη και γενικώς παρατηρώντας τη χλίδα που υπήρχε γύρω της, τη μάνα της και τις υπηρέτριες όλες πλουσιοπάροχα ενδεδυμένες, λέει:
«Πες μου, αλήθεια,. Θεοδότη, έχεις κάποια σπίτια, χωράφια ή δούλους τεχνίτες που σου δίνουν τη δυνατότητα να ζεις με αυτό τον τρόπο»;
«Όχι, δεν έχω τίποτα από όλα αυτά, γιατί όταν κάποιος γίνεται φίλος μου, με ευεργετεί γι’ αυτό το λόγο. Έτσι κερδίζω τη ζωή μου».
Και ο Σωκράτης συνεχίζει: «Πράγματι, αυτό που κάνεις είναι πολύ πιο αποδοτικό από το να έχεις ένα κοπάδι κατσίκες, πρόβατα η βόδια. Αλλά πώς τα καταφέρνεις;
Το αφήνεις αυτό στην τύχη ή έχεις κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, μηχανεύεσαι δηλαδή κάποιο τέχνασμα για κάθε περίπτωση;» «Όχι, δεν μηχανεύομαι τίποτε, ούτε έχω κάποιο συγκεκριμένο τέχνασμα», του λέει η θεοδότη. «Δηλαδή, είσαι σαν τις αράχνες που υφαίνουν έναν ιστό και ότι πέσει μέσα, μύγες και κουνούπια;
Καλά, δεν είσαι επιλεκτική, Δεν ρυθμίζεις τα πράγματα όπως εσύ τα θέλεις;» «Και τι να κάνω»; Του απαντά εκείνη. «Καλά, δεν βλέπεις ότι όσοι κυνηγούν χρησιμοποιούν για το κάθε θήραμα συγκεκριμένο τρόπο;
Για παράδειγμα, αυτοί που κυνηγούν λαγούς έχουν ειδικά σκυλιά, άλλα για την ημέρα και άλλα για τη νύχτα. Επίσης, γνωρίζοντας τα περάσματα των λαγών στήνουν κατάλληλα τα δίχτυα τους ώστε να πέφτουν μέσα. Το κάθε πράγμα θέλει συγκεκριμένη τεχνική».
«Και ποια δίχτυα έχω εγώ;» ρωτάει η Θεοδότη. «Ένα και μόνο δίχτυ έχεις - της απαντάει ο Σωκράτης - το οποίο είναι μάλιστα πολύ όμορφα πλεγμένο. Αυτό είναι το κορμί σου. Μέσα όμως στο κορμί υπάρχει η ψυχή, η οποία πρέπει να σε καθοδηγεί στο τι θα κάνεις για να το αξιοποιήσεις.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πως θα ευχαριστείς αυτόν που έχει για σκοπό την απόλαυσή του. Και να τον φροντίζεις για να είναι φίλος σου και να σε φροντίζει. Και όχι με τα λόγια αλλά με τα έργα κτίζονται οι φιλίες, οι οποίες μάλιστα είναι τόσο πιο αρραγείς όσο οι φίλοι μένουν αμφότεροι ευχαριστημένοι. Και αυτό συμβαίνει όταν προσφέρεται ο ένας στον άλλο αγνά και φυσικά».
«Μα το Δία - λέει εκείνη - τίποτε από όλα αυτά δεν κάνω». «Και όμως - συνεχίζει ο Σωκράτης - είναι πολύ σημαντικό να προσφέρεται ο ένας στον άλλον σωστά και φυσικά.
Γιατί με τη βία, το ζόρι και τον εξαναγκασμό δεν μπορείς να αποκτήσεις ούτε να διατηρήσεις φίλους, ενώ με το δόσιμο την ευχαρίστηση και την ηδονή ακόμα και ένα θηρίο μπορεί να το κάνεις να μένει δίπλα σου και να σε παραστέκει. Έτσι δεν είναι»;
«Βεβαίως έχεις δίκιο….» μουρμουρίζει εκείνη. «Επομένως - συνεχίζει ο Σωκράτης - πρέπει να αποζητάς την φιλία αυτών που έχουν τη διάθεση να γίνουν φίλοι σου για να σε βοηθήσουν και να νοιάζεσαι γι’ αυτούς και να τους να το ανταποδίδεις, κάνοντας με τη σειρά σου ευεργεσίες, και μάλιστα με το πάρα πάνω.
Γιατί έτσι οι φίλοι θα μείνουν για πάρα πολύ καιρό κοντά σου και θα σου προσφέρουν με τη σειρά τους ακόμη μεγαλύτερες ευεργεσίες. Και θα τους έθελγες με τον καλύτερο τρόπο σε αυτό αν τους προσέφερες τις υπηρεσίες σου όταν είναι στην ανάγκη, όπως φίλος παραστέκεται σε φίλο ασθενή.
Γιατί μη υπαρχούσης της ανάγκης, τις χάρες σου δεν θα τις εκτιμήσουν, πολύ δε μάλλον περισσότερο όταν δεν είναι πεινασμένοι. Γιατί στον χορτάτο αν του δώσεις φαγητό, μέχρι και αποστροφή αυτό μπορεί να του προκαλέσει».
«Και τι να κάνω – λέει η Θεοδότη - πώς μπορώ να προκαλέσω την πείνα, το ενδιαφέρον στους υποψήφιους φίλους μου;»
«Θεοδότη μου, είναι απλό. Κατ’ αρχάς, ούτε να προσφέρεσαι αλλά ούτε να προκαλείς αυτούς που είναι χορτασμένοι. Και όταν προκαλείς αυτούς που πρέπει, οφείλεις να συμπεριφέρεσαι ανάλογα, δηλαδή, από τη μια να φαίνεσαι ότι θέλεις να ενδώσεις και από την άλλη να ξεγλιστράς μέχρι να σε επιθυμήσουν όσο γίνεται περισσότερο.
Γιατί έτσι θα υπερέχουν αυτά που θα δίνεις, ενώ αν τα δίνεις διαφορετικά θα έχουν μικρή ανταποδοτικότητα και δεν θα πιάνουν τόπο».
«Πράγματι, μιλάς πολύ σωστά, Σωκράτη. Πες μου αλήθεια, θα ήθελες να με βοηθήσεις, να μου συμπαρασταθείς στο κυνήγι φίλων;»
«Ίσως - της απαντάει εκείνος - εάν και εσύ με τη σειρά σου με πείσεις ότι αξίζει αυτός ο κόπος». «Και τι να κάνω, πώς μπορώ να σε πείσω,»;
«Κοίτα καλή μου, εσύ θα ψάξεις να βρεις τον πιο κατάλληλο τρόπο, αν πράγματι με έχεις ανάγκη». «Εν τάξει Σωκράτη, μπορείς να έρχεσαι να με επισκέπτεσαι στο σπίτι μου ελεύθερα, όποτε θέλεις» του λέει η Θεοδότη, εννοώντας την ανταλλαγή εις είδος του εμπορεύματος και φυσικά το τσάμπα.
Ο Σωκράτης όμως δεν σταματά, και αυτό τον κάνει πραγματικά μεγάλο.
Πάει να της πάρει και το βρακί. Συνεχίζει: «Ξέρεις, μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να σε αναλάβω, γιατί είμαι πιεσμένος σε χρόνο. Είμαι πνιγμένος από τις πολλές δημόσιες υποχρεώσεις μου και από τις ιδιωτικές υποθέσεις φίλων που δεν μου επιτρέπεται να τους εγκαταλείψω. Γιατί πολλοί μου έρχονται να τους αναλάβω, να τους μάθω κόλπα μαγικά, τσιριτζλάτζουλες και σχετικά τερτίπια».
«Καλά, ξέρεις και από τέτοια, Σωκράτη;» τον ρωτά με περιέργεια. «Ε, γιατί νομίζεις ότι δεν ξεκολλάνε από κοντά οι φίλοι μου, οι οποίοι ειρίστω εν παρόδω είναι πολύ αξιόλογοι άνθρωποι, όπως από εδώ ο Απολλόδωρος και ο Αντισθένης που δεν με αφήνουν να κάνω βήμα, και ο Κέβης και ο Σιμίας που μάλιστα έρχονται από τη Θήβα; Αυτά τα πράγματα δε γίνονται χωρίς κόλπα μαγικά, τζιριτζάτδουλες και ανάλογα τερτίπια».
«Μάθε μου τότε κι εμένα μερικά και για του σου λόγου σου το αληθές πρέπει να θέλξω πρώτα εσένα».
«Θα κάνω ότι μπορώ, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι σωστό να έρχομαι εγώ σε εσένα, αλλά εσύ που μου το ζητάς πρέπει να έρχεσαι σ’ εμένα. Αυτό δεν είναι το πρέπον;». «Έχεις δίκιο, Σωκράτη, εγώ πρέπει να έρχομαι στο σπίτι σου, σε παρακαλώ μόνο να με δέχεσαι». «Και βέβαια θα σε δέχομαι, Θεοδότη μου, αρκεί να μην έχω μέσα κάποια πιο αξιαγάπητη από εσένα».
:
Μη γίνεις ποτέ φιλόσοφος, σκέψου όμως σαν φιλόσοφος
Να ξεχωρίζεις το «είναι» από το «φαίνεσθαι».
Να στηλιτεύεις την ανθρώπινη ανοησία και να έχεις αναπτυγμένη την κριτική σου ικανότητα για να σου ανοίγει δρόμους.
Για να γίνει κάποιος φιλόσοφος χρειάζεται παιδικό μυαλό, ανδρική καρδιά και γυναικεία σκέψη.
Αυτά αρκούν, η πολύ γνώση τη φιλοσοφία τη χαλάει. Για να σκεφτεί όμως κάποιος σαν φιλόσοφος πρέπει έχει το νου ελεύθερο για να μπορεί να κρίνει.
Η κριτική ικανότητα είναι η σκαπάνη της φιλοσοφίας. Ο κάθε άνθρωπος είναι και φιλόσοφος, είπε ο Πόπερ, αλλά ο καλός φιλόσοφος είναι αυτός που στην καρδιά του έχει τις φιλοσοφίες όλων.
Μη γίνεις, όμως, ποτέ φιλόσοφος. Θα ζήσεις σαν αυτόκαυστη λαμπάδα, θα νοιώσεις την απογοήτευση, το θάνατο να σε χαϊδεύει. Θα σε πουν περιθωριακό, θα φθαρείς σε ετούτη τη ζωή, θα δίνεις χωρίς να παίρνεις. Μη γίνεις ποτέ φιλόσοφος, θα καταλήξεις στον πεσιμισμό, θα δεις ότι το μόνο που στη φύση που δεν έχει όρια, είναι η ανθρώπινη βλακεία.
Να σκέφτεσαι, όμως, πάντα ως φιλόσοφος, και για να συμβεί αυτό κάνε πρώτα κριτική στην ίδια τη φιλοσοφία. Είναι μια φενάκη - και η ζωή το ίδιο. Είναι μια απάτη - και η ζωή το ίδιο. Είναι μια αλήθεια - και η ζωή το ίδιο.
Το ψέμα είναι επίσης μια αλήθεια, η αλήθεια όμως δεν είναι ψέμα, άρα το ψέμα περικλείεται είναι η εκπεσμένη της αλήθειας ενεργούσα αδελφή. Αλήθεια και Αλητεία, διάλεξε ποια θα έχεις δίπλα σου, επέλεξε τη μορφή της ερωμένης του φιλόσοφου και πάρε τελικά τη μια σου γυναίκα.
Ο έρωτας είναι η πηγαία δύναμη της φιλοσοφίας. Για να αγαπήσεις τη ζωή σεβάσου πρώτα τη γυναίκα. Γυναίκα είναι η φιλοσοφία. Αγάπα το κάθε θηλυκό, μα πιότερο αυτό που είναι στη ψυχή αγνό και νέο.
Σκοπός σου είναι να είσαι προστάτης - οδηγός, προορισμός σου η υπέρβαση, παρέα σου ο χρόνος. Και όταν κάποια στιγμή αυτός σου κάνει τον τρανό, δώσε του μια πέτρα σπάργανο για να τον βαρυστομαχιάσεις. Taiming το λένε αυτό οι δυνατοί του Δία το μεγάλο κόλπο. Κάνε σαν θες το δυισμό, αλλά επέλεξε ως ολότητα το ένα, που ποτέ δεν είναι δυο, χωρίς να ξεχνάς ότι τα πάντα τα πολλά κάνουν τη μονάδα. Το όλον είναι έν και μια η πηγή του:
Το φως.
Μάθε να συμπεριφέρεσαι όμως πάντα ως φιλόσοφος, διαλέγοντας από τα πολλά, το ολοκληρωτικό το ένα.
Μάθε να φτάνεις στο μηδέν χωρίς να χάνεις τη μονάδα, μάθε να σκέφτεσαι σαν μικρός θεός χορεύοντας μόνος σου στην πίστα το ζεμπέκικο, με όλους πια μαζί στη Μεσαριά συρτάκι.
Μάθε να ζεις την κάθε σου στιγμή σα να ’τανε η τελευταία.
Τέλος, μάθε να έχεις για τα πάντα μια εκτίμηση, μα πρώτα απ’ όλα εκτίμησε τον ίδιο τον εαυτό σου. Και όταν κάποια στιγμή δεις τον Τάρταρο να σε καλεί, βρες τον τρόπο να του πεις να σου δείξει κι εκείνος αν μπορεί, την αυτο-εκτίμησή του. Τότε, σαν αντικρίσεις στα μάτια του να ζωγραφίζεται η απορία, πάει να πει πως χωρίς να γίνεις ποτέ φιλόσοφος, πέρασες το σκαλοπάτι το σοφό. Έγινες πλέον, Άνθρωπος.
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.