ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ
Από τις δικαιολογίες που διοχέτευσαν κυβερνητικοί κύκλοι στον τύπο καμία δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική.
Σπάνια πρωτοβουλίες της κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική είχαν τόσο μικρή αποδοχή όσο η εσπευσμένη προσέγγιση με το Ισραήλ, μετά τη φονική επίθεση του ισραηλινού στρατού εναντίον του στολίσκου στα ανοιχτά της Γάζας. Ουσιαστικά κανείς δεν βρέθηκε να την υποστηρίξει. Όσο για την τόσο ταχεία ανταλλαγή επισκέψεων κορυφής σε Τελ Αβίβ και Αθήνα, διπλωματικοί κύκλοι επισήμαναν ότι η έλλειψη προετοιμασίας υπήρξε πρωτοφανής.
Η περίοδος των διακοπών διευκόλυνε την κυβέρνηση, καθώς η προσέγγιση με το Ισραήλ δεν έγινε αντικείμενο ευρείας δημόσιας συζήτησης ούτε μπορούσε να πάει στη Βουλή. Ίσως άλλωστε να ήταν αυτός ο λόγος (να μην ενημερώσει για την επικείμενη επίσκεψη) που ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών ανέβαλε τη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής που ο ίδιος είχε συγκαλέσει στις αρχές Αυγούστου.
Από τις δικαιολογίες που διοχέτευσαν κυβερνητικοί κύκλοι στον τύπο καμία δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Ας πούμε η προσέλκυση τουριστών από το Ισραήλ, οι οποίοι αποφεύγουν τώρα πια την Τουρκία, δεν είναι σοβαρό επιχείρημα. Για τον ελληνικό τουρισμό πολύ πιο ενδιαφέρουσα θα ήταν π.χ. η προσέλκυση Τούρκων τουριστών, δηλαδή από μια χώρα με υπερδεκαπλάσιο πληθυσμό από το Ισραήλ και οικονομική ανάπτυξη που έχει πια δημιουργήσει ένα σχετικά πολυπληθές στρώμα εύπορων πολιτών. Ουδείς βέβαια σκέφτηκε να κάνει παραχωρήσεις στην Τουρκία προκειμένου να ανθήσει ο τουρισμός.
Ή την επιστημονική και τεχνολογική συνεργασία: Μα υπάρχουν τεχνολογικές και επιστημονικές γνώσεις, εκτός των εξοπλισμών και της ασφάλειας, που αποκλειστικός κάτοχός τους είναι το Ισραήλ; Και είναι προϋπόθεση για την επιστημονική συνεργασία η παραχώρηση του ελληνικού εναέριου χώρου στην ισραηλινή πολεμική αεροπορία; Με την ευκαιρία: δεν θα άρμοζε στην ελληνική επιστημονική κοινότητα να συνεργαστεί με τις αντίστοιχες κοινότητες των ευρωπαϊκών χωρών, για να επιβληθεί επιστημονικό εμπάργκο στο Ισραήλ, ώσπου να αλλάξει πολιτική, και να αναπτυχθούν τέτοιες σχέσεις με την Παλαιστίνη;
Τα ίδια και για την οικονομική συνεργασία: Οι ισραηλινές επενδύσεις στην Τουρκία είχαν σκοπό κυρίως να παρακάμψουν, πλαστογραφώντας τα πιστοποιητικά προέλευσης, το εμπάργκο σε προϊόντα του Ισραήλ που έχουν επιβάλει διάφορες μουσουλμανικές χώρες, αλλά και την εκμετάλλευση της μεγάλης τουρκικής αγοράς. Τίποτε από τα δύο δεν μπορεί να γίνει με την Ελλάδα.
Η στρατιωτική συνεργασία και η ασφάλεια
Απομένει η στρατιωτική συνεργασία και η συνεργασία στο πεδίο της δημόσιας ασφάλειας. Το Ισραήλ είναι μια από τις μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις παγκοσμίως, από την άποψη της τεχνολογίας. Βέβαια, κι αυτό σχετικό είναι, γιατί τα περίφημα άτρωτα ισραηλινά άρματα μάχης δεν άντεξαν στους αντιαρματικούς πυραύλους της Χισμπολά στον πόλεμο του Λιβάνου.
Εν πάση περιπτώσει, πιθανότητες ελληνοϊσραηλινής στρατιωτικής συνεργασίας σε πεδία που ενδιαφέρουν την Ελλάδα δεν υπάρχουν, γιατί οι δύο χώρες δεν έχουν κοινά συμφέροντα, κοινούς αντιπάλους και κοινές επιδιώξεις. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστέψει κανείς ότι το Ισραήλ, μια χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση με γείτονές της που επιπλέον προετοιμάζεται για επίθεση εναντίον του Ιράν (στο παρελθόν είχε βομβαρδίσει πυρηνικό εργοστάσιο στο Ιράκ), θα παραχωρήσει στην Ελλάδα στρατιωτική τεχνολογία που δεν μπορεί να την πάρει από αλλού.
Στο πεδίο της ασφάλειας, το Ισραήλ βρίσκεται εκτεθειμένο σε επιθέσεις κομάντο στο έδαφός του από μέλη παλαιστινιακών οργανώσεων, φοβάται επιθέσεις εκ μέρους τρομοκρατικών οργανώσεων όπως η Αλ Κάιντα, έχει να επιβλέπει τις πυρηνικές του εγκαταστάσεις, θέλει να μπορεί να διαλύει συγκεντρώσεις Παλαιστινίων στα κατεχόμενα και να επιβλέπει τους δικούς του πολίτες αραβικής καταγωγής. Δεν έχει δηλαδή καμία απολύτως ομοιότητα με την Ελλάδα, στην οποία βέβαια πουλάει τα εξαιρετικά δραστικά και επικίνδυνα αέρια που χρησιμοποιεί η αστυνομία εδώ εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών και άλλα αστυνομικά εργαλεία.
Θέλει κανείς με τη στενή ελληνοϊσραηλινή συνεργασία, ας πούμε, να μετεξελιχθεί η ΕΥΠ σε Μοσάντ του Αιγαίου και να δολοφονεί αντιπάλους του έθνους όπου γης;
Τι θέλει το Ισραήλ;
Το πρώτο μέλημα της εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ από ιδρύσεώς του ήταν να αναγνωριστεί ως «κανονικό» κράτος πρώτον και δεύτερον ως κηδεμόνας και επικυρίαρχος των Παλαιστινίων. Το πρώτο το έχει πετύχει. Η κατάληψη μεγάλου μέρους της Παλαιστίνης και η εκδίωξη των Παλαιστινίων από τις εστίες τους έχουν πια, από άλλους σιωπηρά και από άλλους ρητά, αναγνωριστεί, ακόμα και η προσάρτηση εδαφών μετά τον πόλεμο του 1967 συζητιέται μόνο ως προς την έκταση.
Ακόμα και η κατοχή πυρηνικών όπλων, κοινό μυστικό πια, που ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, των άλλων πυρηνικών δυνάμεων, δεν αποτελεί θέμα συζήτησης στους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς.
Το δεύτερο το αμφισβητούν οι Παλαιστίνιοι με πείσμα τα τελευταία σαράντα χρόνια. Για τις ΗΠΑ μέχρι σήμερα το Ισραήλ ήταν παράγοντας τάξης (χωροφύλακας) στην περιοχή, ρόλος τον οποίο το Τελ Αβίβ ανέλαβε ευχαρίστως, αφού του εξασφάλιζε την υποστήριξη της υπερδύναμης. Όμως γι’ αυτόν τον ρόλο δεν αρκεί η στρατιωτική ισχύς, αλλά χρειάζεται και οικονομική ευρωστία και πολιτική ακτινοβολία.
Η οικονομική ευρωστία του Ισραήλ είναι επισφαλής και εξαρτάται απ’ έξω, αφού μάλιστα οι σχέσεις του με τις χώρες της περιοχής είναι περιορισμένες. Η ισραηλινή δημοκρατία πάλι, άλλοτε το καμάρι των Ισραηλινών, βαθμιαία φθίνει σε κυριαρχία των στρατιωτικών και των μυστικών υπηρεσιών. Είναι χαρακτηριστικές οι αναλύσεις π.χ. του Ούρι Αβνέρι για την κατάπτωση της Δικαιοσύνης στο Ισραήλ.
Η εχθρότητα με τις γύρω χώρες περιορίζει το Ισραήλ και στρατιωτικά. Με μια δύναμη πυρός που μπορεί να απειλήσει πολύ μεγαλύτερα κράτη και αεροπορική υπεροπλία σε όλη την περιοχή και με ισχυρές αερομεταφερόμενες δυνάμεις, το Ισραήλ δεν μπορεί να ασκηθεί σε επιθέσεις εναντίον μακρινών στόχων, όπως θέλει (π.χ. εναντίον του Ιράν), που θεωρεί ότι απειλούν την ασφάλειά του, και είναι βέβαιο ότι απειλούν την ηγεμονική του θέση και τις ηγεμονικές του επιδιώξεις. Και, ακόμα σημαντικότερο: δεν διαθέτει φιλικό χώρο εφόρμησης για τέτοιου είδους επιθέσεις.
Η στροφή της Τουρκίας και η ελληνική πολιτική
Φιλικό χώρο του διέθετε η Τουρκία, η οποία όμως με την κυβέρνηση Ερντογάν, και προπάντων με την εντυπωσιακή οικονομική της άνοδο τα τελευταία χρόνια, έχει πάψει να αποδέχεται το ιεραρχικό στάτους κβο στην περιοχή και διεκδικεί άλλον ρόλο για τον εαυτό της. Ρόλο ο οποίος περιλαμβάνει ηγετική θέση στον μουσουλμανικό κόσμο, κι έτσι την οδήγησε σε κινήσεις που εντυπωσίασαν: την άρνηση να παράσχει διευκολύνσεις στις ΗΠΑ για την επίθεση εναντίον του Ιράκ, τη σκληρή στάση απέναντι στο Ισραήλ μετά τη σφαγή στη Γάζα και τα αντίποινα (διπλωματικά, στρατιωτικά και οικονομικά) μετά την επίθεση στη νηοπομπή και τη δολοφονία Τούρκων πολιτών και τέλος την καταψήφιση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ των κυρώσεων εναντίον του Ιράν.
Για το Ισραήλ αυτές οι κινήσεις της Τουρκίας είναι άκρως ανταγωνιστικές, καθώς αμφισβητούν την κεντρική σημασία που έχει η δική του ασφάλεια για την πολιτική του ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή, κι ας μην αποτελεί αυτό συμφωνημένη πολιτική της Συμμαχίας. Η Άγκυρα φαίνεται να λέει: Για όποιες αλλαγές γίνουν στην περιοχή πρέπει να συνυπολογιστούν οι δικές μου επιδιώξεις ως ισχυρής περιφερειακής δύναμης και εκπροσώπου των μουσουλμάνων.
Αυτή η στάση μπορεί προς στιγμήν να βρίσκεται σε αντίθεση με την πολιτική των ΗΠΑ, όμως η Τουρκία είναι πολύ σημαντική για να τα χαλάσουν μαζί της οι ΗΠΑ. Η αντίθεση όμως αυτή πιθανότατα θα είναι πρόσκαιρη, ιδίως εάν υπάρξουν αλλαγές στην εσωτερική πολιτική κατάσταση του Ιράν, που θα αναδείξουν έναν νέο ισχυρό παράγοντα και θα αλλάξουν ριζικά τους συσχετισμούς στην περιοχή, εις βάρος και του Ισραήλ.
Σε αυτό το σκηνικό διαδραματίζεται η σύσφιξη των σχέσεων Ελλάδας - Ισραήλ, προφανώς χωρίς κανέναν σοβαρό σχεδιασμό από τη μεριά της Αθήνας. Γιατί οι στρατιωτικές διευκολύνσεις προς το Ισραήλ μόνο εναντίον άλλων χωρών μπορεί να θεωρηθεί ότι στρέφονται, με ανυπολόγιστες συνέπειες, αν το Τελ Αβίβ προχωρήσει σε τυχοδιωκτικές κινήσεις. Εκθέτουν επίσης την Ελλάδα σε κινδύνους που αντιμετωπίζουν όσες χώρες εμπλέκονται στην κρίση της Μέσης Ανατολής.
Πόσο επιπόλαιη είναι η εξωτερική πολιτική Παπανδρέου δείχνει η έλλειψη κάθε αντίδρασης στην προσβολή που δέχτηκε από τον Νετανιάχου, λίγο πριν ο Ισραηλινός πρωθυπουργός αναχωρήσει για την Αθήνα. Θα δεχτεί αμέσως οποιαδήποτε πρόσκληση για απευθείας συνομιλίες με την Παλαιστινιακή Αρχή, διακήρυξε ο προσκεκλημένος του κ. Παπανδρέου. Αρκεί να προέρχεται από τις ΗΠΑ και όχι από το «κουαρτέτο», στο οποίο συμμετέχει η Ε.Ε., δηλαδή η Ελλάδα. Από την Αθήνα τσιμουδιά.
Η άποψη ότι η Ελλάδα μπορεί να εκμεταλλευτεί την τουρκοϊσραηλινή διένεξη είναι μυωπική. Πρώτον, γιατί αυτή η διένεξη μπορεί να είναι πρόσκαιρη, ενώ οι ζημιές για την Ελλάδα θα είναι μόνιμες. Και δεύτερον, γιατί η μελλοντική ισορροπία δεν φαίνεται ότι θα είναι εις βάρος της Τουρκίας.
Η ελληνική πολιτική απειλεί ακόμα να φέρει έναν τρίτο ανάμεσα στις χώρες που βρέχει το Αιγαίο, να αποδυναμώσει τις φιλικές διαθέσεις των ανθρώπων στις μουσουλμανικές χώρες για την Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι διάφορες αραβικές κυβερνήσεις δυσπιστούν απέναντι στην τουρκική πολιτική και προτιμούν την έστω και μυστική συνεργασία με το Ισραήλ. Μπορεί όμως να βασίσει η Ελλάδα την εξωτερική της πολιτική στα εξουσιαστικά άγχη της δυναστείας των Σαούντ ή του αυταρχικού καθεστώτος της Αιγύπτου;
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.