Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Σαρτρ και αρνητικότητα

Ο Σαρτρ κατάφερε και έκανε, κυριολεκτικά, φιλοσοφία του την αρνητική στάση που είχε, εξαρχής, έναντι της ζωής. Το τελικό συμπέρασμά του ήταν ότι ο άνθρωπος είναι ένα "άχρηστο πάθος".
 
Tάκης Αθανασόπουλος (enet)

Ο Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1905. 
Ο Εβραίος πατέρας του πέθανε το 1907 και ο μικρός μεγάλωσε στο σπίτι του παππού του, Σαρλ Σβάιτσερ (που ήταν ο θείος του Άλμπερτ Σβάιτσερ). Ήταν ένα αλλοίθωρο και πολύ άσχημο παιδί και αυτή η ασχήμια του δημιούργησε σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον έκανε εσωστρεφή και τον έστρεψε στο διάβασμα, όπου τα κατάφερνε πολύ καλά. Όταν πήγε στο πανεπιστήμιο, ήξερε πολύ περισσότερα πράγματα από τους συμφοιτητές του και κατάφερε να αποσπάσει το σεβασμό όλων για την πολυμάθειά του. Σε λίγο τον ερωτεύτηκε και μια πανέμορφη φοιτήτρια, η Σιμόν ντε Μποβουάρ. Η Σιμόν, στην αυτοβιογραφία της, μας διηγείται πώς ο Σαρτρ ανακάλυψε τη φιλοσοφία του Χούσερλ. Ο Σαρτρ έπινε καφέ μαζί της  με τον φίλο τους Ρεϊμόν Αρόν, σε ένα καφενείο του Παρισιού, και κάποια στιγμή ο Αρόν του έδειξε ένα ποτήρι στο διπλανό τραπέζι και του είπε: 
"αν ήσουν φαινομενολόγος φιλόσοφος, θα μπορούσες να φιλοσοφήσεις γι' αυτό το κοκτέιλ που υπήρχε εκεί...
" Η Σιμον μας λέει ότι ο Σαρτρ άλλαξε χρώμα από τη συγκίνηση και έτρεξε, στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο,  να αγοράσει όσα βιβλία του Χούσερλ μπόρεσε να βρει. ...Δεν έχω το χώρο εδώ να επεκταθώ πάνω στη φιλοσοφία του Χούσερλ, θα πω μόνο ότι το σημείο εκκίνησης της φαινομενολογίας του είναι η αναγνώριση ότι η ανθρώπινη αντίληψη είναι εμπρόθετη. Όταν παρατηρούμε κάτι, στρέφουμε, κατευθύνουμε την προσοχή μας σε αυτό. Αν δεν το κάνουμε, δεν θα αντλήσουμε τη σημασία του, θα περάσει απαρατήρητο. Όσο περισσότερο συγκεντρωνόμαστε στο αντικείμενο παρατήρησης, τόσο περίσσότερο το κατανοούμε. Το περίφημο παράδειγμα του Χούσερλ, για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει εδώ, έχει να κάνει με τον τοξότη που καρφώνει με το βέλος του αυτό που θέλει να παρατηρήσει. Αυτό το παράδειγμα όμως εγείρει ένα μεγάλο ερώτημα: αν η παρατήρηση είναι όντως ένα βέλος που πετυχαίνει το στόχο του, αν στρέψουμε πραγματικά την προσοχή μας σε αυτόν, ποιος είναι ο τοξότης;

Ο φιλόσοφος Χιούμ έγραψε ότι όταν κοιτούσε μέσα του για τον πραγματικό Ντέιβιντ Χιούμ, το μόνο που έβλεπε ήταν ένα σωρό εντυπώσεις και αισθήσεις. Μετά από αυτόν, οι φιλόσοφοι είχαν την τάση να συμφωνήσουν πάνω στο ότι δεν διαθέτουμε ένα βαθύτερο "εαυτό", μόνο μια, ας την πούμε προσωπικότητα, που διαμορφώνεται από την εμπειρία. Ο πρώτος που διαφώνησε με αυτό - και εδώ κατά τη γνώμη μου στηρίζεται και η έκταση της φήμης του- ήταν ο Καντ. Η ουσία της φιλοσοφίας του ήταν ότι επιβάλλουμε έννοιες στις εμπειρίες μας και βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της επιβολής είναι ένα "εγώ" το οποίο διαμορφώνουμε όπως μας αρέσει.  Ο Καντ το ονόμασε, πρώτος, υπερβατικό εγώ  και ο Χούσερλ δανείστηκε αυτό τον όρο. Το πρώτο φιλοσοφικό βιβλίο του Σαρτρ, Η Υπερβατικότητα του Εγώ (The Transcendence of the Ego) ήταν μια, εμπνευσμένη από τον Χιουμ, επίθεση ενάντια στην ιδέα ύπαρξης ενός υπερβατικού εγώ. Κατά τον Σαρτρ, ο Χούσερλ είχε δίκιο όταν έλεγε πως η συνείδηση είναι εμπρόθετη, υπάρχει μόνο όταν κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο. Αλλά είχε άδικο όταν υπέθετε πως διαθέτουμε έναν πραγματικό εαυτό.

Το ερώτημα όμως παραμένει. Αν η συνείδηση είναι εμπρόθετη, ποιος στο καλό είναι ο τοξότης; Η απάντηση που έδωσε ο Σαρτρ ήταν σίγουρα πρωτότυπη, δεν υπάρχει τοξότης και ...δεν υπάρχει καν τόξο. Τα αντικείμενα της συνείδησης τραβούν, ελκύουν την προσοχή μας, είναι λες και μας χτυπά κάποιος από πίσω στην πλάτη, φωνάζοντας το όνομά μας. Τι θα κάνουμε; Θα στραφούμε προς το μέρος του.  Σύμφωνα με τον Σαρτρ, και αυτή είναι μια πολύ βασική θέση του, ο κόσμος γύρω μας τραβά την προσοχή μας, με τον ίδιο τρόπο που ο ήλιος "τραβά" τους πλανήτες. Αυτή η θέση είναι καθαρά μηχανιστική, σημαίνει ότι ανταποκρινόμαστε μόνο στα εξωτερικά ερεθίσματα, είμαστε σαν τα παλιά τζουκ μποξ, στα οποία έβαζες ένα νόμισμα και σου έπαιζαν ένα τραγούδι. Αυτή η άποψη σημαίνει ότι δεν διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, σημαίνει, όπως έλεγαν οι Λαμετρί, ο Γκουρτζίεφ και άλλοι, ότι είμαστε μηχανές. Ο Σαρτ δημιούργησε μια εξίσου πεσιμιστική θεωρία των συναισθημάτων, τα συναισθήματά μας είναι μια μορφή αυτο-εξαπάτησης (ή μαγείας, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του). Αν πιστέψουμε ότι τα φρούτα είναι άγουρα, δεν θα μπούμε στον κόπο να πάμε να τα μαζέψουμε, πιστεύουμε συνήθως σε ένα ψέμα που μας απαλλάσσει από τον όποιο κόπο (γιατί είμαστε ριζικά οκνηροί) και κυρίως από την απογοήτευση που, ανάμεσα σε άλλα κακά, βυθίζει τις ψυχικές ενέργειές μας στον πάτο.  Μοιάζουμε με τον εγκληματία που δικαιολογεί τον εαυτό του (όπως ακριβώς έκανε ο Τσαρλς Μάνσον) λέγοντας ότι η κοινωνία είναι εντελώς διεφθαρμένη, όλοι οι πολιτικοί και οι δικαστές πουλημένοι, και θεωρεί ότι ο ίδιος είναι εικόνα της κοινωνίας, ακριβώς σαν κι αυτή, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Με αυτή τη μέθοδο αυτο-εξαπάτησης, μεταμορφώνει τα εγκλήματά του σε κάτι το φυσιολογικό. Ο Μάνσον προσπάθησε όντως  να αποδείξει στο δικαστή ότι το εγκλημά του ήταν πολύ μικρό αν συγκρινόταν με αυτό που έκανε ο αμερικανικός στρατός στο Βιετνάμ με τις βόμβες ναπάλμ και την εξόντωση χιλιάδων αμάχων... Αφού υπήρχαν μεγαλύτερα εγκλήματα από τα δικά του, τότε τα δικά του ήταν μηδαμινά, ανάξια λόγου, απλά πταίσματα. Σε αυτό το σημείο κρίνω απαραίτητο να προσθέσω ότι πριν από μερικούς μήνες μιλούσαμε στους Διαλόγους για τον όρο μαγική σκέψη τον οποίο έχει εφεύρει ο ίδιος ο Σαρτρ. Με απλά λόγια, μαγική σκέψη διαθέτουν όσοι εκλαμβάνουν τις επιθυμίες και τους πόθους τους ως αντικειμενική πραγματικότητα. Το αστείο είναι ότι ο ίδιος ο Σαρτρ έπεσε πολλές φορές θύμα της μαγικής του σκέψης.

Μερικοί άνθρωποι δεν σηκώνουν τα ναρκωτικά. Ένας πρώην μαθητής του Σαρτρ, που στο μεταξύ είχε γίνει γιατρός, του πρότεινε να δοκιμάσει μεσκαλίνη, το 1936, για να περάσει, όπως λένε, σε άλλα επίπεδα συνειδητότητας. Ο Σαρτρ δέχτηκε με χαρά, είχε εξάλλου ακούσει για τις εξερευνήσεις του Φρόυντ με την κοκαΐνη, αλλά είχε κακό ταξίδι, το οποίο, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, τον έριξε σε κατάθλιψη, όπως αναφέρει και ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, αλλά και η Σιμόν. Δεχόταν καθημερινά τις επιθέσεις μιας πολύ κακής ψυχολογικής κατάστασης την οποία ονόμασε Ναυτία, μια ξαφνική αίσθηση ασημαντότητας, ματαιότητας των πάντων, στη διάρκεια της οποίας τα πράγματα αποχωρίζονται από την ονομασία τους, και το νόημά τους και μετατρέπονταν σε γκροτέσκα αντικείμενα. Παρατηρώ ότι αυτή η  Ναυτία σημαίνει ολοφάνερα έλλειψη ενέργειας και διάθεσης. Ξέρουμε όλοι καλά ότι όποτε αισθανόμαστε “down”, πεσμένοι, θλιμμένοι και δυστυχείς, αυτή η κακή μας διάθεση επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας. Αν κάποιος μας πει ένα καλό ανέκδοτο εκείνη τη στιγμή, δεν θα γελάσουμε, δεν θα το βρούμε καν αστείο, μάλλον γελοίο και ασήμαντο. Είναι σαν να μας προσφέρουν το καλύτερο φαγητό του κόσμου όταν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε εμετό. Αντίθετα, όταν έχουμε καλή διάθεση, γεμάτοι ενέργεια και χαρά, ο κόσμος γύρω μας είναι γεμάτος με νόημα, όλα τα πράγματα είναι στη θέση τους και όλα σημαίνουν κάτι. Η Ναυτία, αν της επιτρέψουμε να κατευθύνει τον ψυχισμό μας, δεν βλέπει ένα κόσμο γεμάτο σημασία και νόημα, αλλά ένα μάλλον απειλητικό και εκφοβιστικό κόσμο από τον οποίο θέλουμε να ξεφύγουμε τρέχοντας. Το κατά τη γνώμη μου εξοργιστικό, είναι ότι ο Σαρτρ προσπαθεί να μας πείσει ότι αυτή η Ναυτία περιγράφει τέλεια την πραγματικότητα γύρω μας, ότι τα πράγματα γύρω μας είναι έτσι ακριβώς όπως τα βλέπουμε κάτω από την επίδραση της Ναυτίας, τόσο μαύρα και τόσο μάταια, όσο κι ο ίδιος ο άνθρωπος τον οποίο χαρακτήρισε ως άχρηστο πάθος. Στο περίφημο βιβλίο του Ναυτία (1938), μεταφέρει τη δική του κατάθλιψη στην ιστορία ενός ιστορικού που ονομάζεται Ροκεντέν, ο οποίος έχει τη μεγάλη “έμπνευση” να εκφράσει την ιδέα ότι η ιδία η ανθρώπινη  ιστορία δεν έχει νόημα διότι …δεν εμπεριέχει περιπέτεια!!!

Ο Σαρτρ επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τους Χούσερλ και Χάιντεγκερ, ενθουσιάστηκε με τη φαινομενολογία τους και προσπάθησε να γράψει τη δική του, που θα ξεπερνούσε το "Είναι και Χρόνος", του Χάιντεγκερ. Δεν ξέρω αν τα κατάφερε συνολικά, σίγουρα όμως το ξεπέρασε σε απαισιοδοξία και αρνητικότητα.
Αν και οι ευρωπαίοι φιλόσοφοι, κυρίως Γερμανοί και Γάλλοι, φημίζονται για την λογική τους, ο Σαρτρ παραβαίνει αυτό τον κανόνα και προσπαθεί να μας πείσει ότι η Ναυτία είναι η βασική αλήθεια του Σύμπαντος, η μεγάλη αλήθεια πίσω από τις ανθρώπινες ψευδαισθήσεις. Θα συμφωνήσουμε μαζί του πάνω στο ότι η Ναυτία είναι μια στιγμή της πραγματικότητας, για την ακρίβεια, μια στιγμή της ψυχικής μας διάθεσης όταν σπάνε τα δεσμά μας με την πρόθεση, με την βούληση, όταν  δεν βρίσκουμε νόημα στη ζωή μας. Ο Σαρτρ, αν και θαύμαζε τον Χούσερλ και δήλωνε άφοβα μαθητής του (θεωρούσε τον Χάιντεγκερ “μικρό” Χούσερλ), δεν αντιλαμβάνεται ότι αντιφάσκει με τη βασική θέση του δασκάλου του, με την οποία δήλωσε εξάλλου κατ’ επανάληψη ότι συμφωνεί. Ότι η αντίληψη είναι εμπρόθετη. Αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, τότε και η Ναυτία είναι εμπρόθετη και όχι το πράγμα  καθ’ αυτό, όπως προσπαθεί να μας πείσει.

Θα ήθελα να γίνει σαφές ότι δεν κρίνω το άτομο, ένα άτομο με ιδιαίτερα ταλέντα και αυτοπεποίθηση, που υποστήριξε με θέρμη τις απόψεις του οι οποίες άλλαζαν με την πάροδο του χρόνου. Ο Σαρτρ είχε μάλιστα και τα κότσια να αρνηθεί και κοτζάμ βραβείο Νόμπελ (1964) αφού διαφωνούσε ριζικά με την ύπαρξη ενός τέτοιου βραβείου. Προσωπικά τον έχω θαυμάσει στα νιάτα μου, του χρωστάω ότι με υποχρέωσε να σκεφτώ, και να διαβάσω κάποια καλά βιβλία, γι’ αυτό ίσως δεν του συγχωρώ κάποια πράγματα. Τον θεωρώ άξιο κριτικής, α)με την έννοια ότι δεν ασχολούμαι καθόλου με πράγματα που θεωρώ ανάξια κριτικής και β) με την έννοια ότι τα πιθανά λάθη του με πλησιάζουν περισσότερο στην αλήθεια.

Όταν οι Ναζί κατέλαβαν τη Γαλλία, ο Σαρτρ αιχμαλωτίστηκε και πέρασε 9 μήνες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όταν ελευθερώθηκε και επέστρεψε στο Παρίσι, έλαβε μέρος στην Αντίσταση και όπως δήλωσε αργότερα, ποτέ πριν δεν είχε νιώσει τόσο ελεύθερος όσο την εποχή όπου κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να συλληφθεί, να βασανιστεί και να εκτελεστεί. Ο Σαρτρ, και πρέπει να το τονίσουμε αυτό, ποτέ δεν αρνήθηκε την ελευθερία. Ακόμα και η ανία είναι μια αναγνώριση -ή αν προτιμάμε, απόδειξη- ότι είμαστε ελεύθεροι, με την έννοια ότι είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, αλλά δεν αισθανόμαστε το κίνητρο να ασχοληθούμε με κάτι συγκεκριμένο και αποφασίζουμε τελικά να μην κάνουμε τίποτα, με συνέπεια βέβαια να βαριόμαστε. Κάποτε είπε το περίφημο: “είμαστε όσο ελεύθεροι θέλουμε, αλλά … ανήμποροι”. Ακούγεται αρκετά αντιφατικό, πώς είμαστε ελεύθεροι όταν δεν μπορούμε να δράσουμε, όταν είμαστε ανήμποροι;

Μετά τον πόλεμο, έθεσε αυτή την αίσθηση ελευθερίας που είχε όσο καιρό κινδύνευε η ζωή του,  στο κέντρο της φιλοσοφίας του. Αυτό βέβαια δεν ταίριαζε και πολύ με τις προηγούμενες, υπέρ-απαισιόδοξες  αντιλήψεις του. Αυτή την περίοδο της ζωής του, μετά τον πόλεμο, σαραντάρης πια, άρχισε να γράφει το μεγάλο φιλοσοφικό έργο της ζωής του, το L’Etre et le Neant  (Being and Nothingness, 1945), όπου προσπάθησε φιλότιμα να γράψει μια φαινομενολογία της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό το βιβλίο ήταν κατά κάποιο τρόπο απάντηση στο περίφημο Being and Time (1927) του Χάιντεγκερ, που τον είχε επηρεάσει πολύ στα νιάτα του, μια προσπάθεια να το ξεπεράσει. Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, για να πούμε δυο λόγια και γι’ αυτόν, είχε ξεκινήσει ως μαθητής του Χούσερλ και είχε προσπαθήσει -με ιδιαίτερα δύσκολη για τον αναγνώστη ορολογία- να εφαρμόσει τη φαινομενολογική μέθοδο στον ίδιο τον άνθρωπο. Δεν ήταν εύκολο έργο, αφού η φαινομενολογία περιορίζεται συνήθως σε ακριβείς περιγραφές των εσωτερικών (και άρα αόρατων) ανθρώπινων καταστάσεων, προσπαθώντας να ξεριζώσει την προκατάληψη. Ένας φιλόσοφος, για να δώσω ένα παράδειγμα, μπορεί να προσπαθήσει να γράψει τη “Φαινομενολογία του Έρωτα”, θέλοντας να δείξει την ακριβή φύση, την επιστημονική φύση, θα μπορούσαμε να πούμε, αυτής της κατάστασης όπου ερωτευόμαστε. Μια φαινομενολογία της σεξουαλικής έλξης, όπου θα προσπαθούσε να εξηγήσει πώς και γιατί νιώθουμε σεξουαλική έλξη. Αλλά η προσπάθεια να γράψουμε τη φαινομενολογία της “ανθρώπινης συνθήκης” θα είναι εξαρχής προκατειλημμένη από τις αντιλήψεις που είχε ο φιλόσοφος τη στιγμή που έγραφε τη φαινομενολογία του. Για να το πούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, αν ένας χριστιανός φιλόσοφος προσπαθήσει να γράψει μια φαινομενολογική ανάλυση του χριστιανισμού, θα είναι σχεδόν ανίκανος -και παρά τις όποιες έντιμες προθέσεις του να είναι αντικειμενικός- να αντιμετωπίσει τον χριστιανισμό ως μία από τις πολλές άλλες υπάρχουσες θρησκείες. Η φαινομενολογία του Χούσερλ, που απ’ όσο ξέρω είναι η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας καθαρά επιστημονικής φιλοσοφίας, αναβάλλει, τοποθετεί in suspension, αιωρούμενη, την αλήθεια του πράγματος που θέλει να αποδείξει και επιχειρεί μια απλή, αλλά ανεπηρέαστη, ακριβοδίκαιη, αντικειμενική περιγραφή. Μου φαίνεται αυτονόητο ότι μια φαινομενολογία της ανθρώπινης συνθήκης είναι εξ’ ορισμού κάτι που διατρέχει τον σοβαρότατο κίνδυνο της έλλειψης αντικειμενικότητας.

Νομίζω ότι αυτός ήταν κυρίως ο λόγος που ο Χούσερλ δεν ενθουσιάστηκε καθόλου -ή πάρα πολύ λίγο- με το Είναι και Χρόνος του Χάιντεγκερ. Ήξερε καλά ότι ο, μάλλον υπερβολικά φιλόδοξος, μαθητής του ανέλαβε να κάνει κάτι που είναι εξ’ ορισμού καταδικασμένο να αποτύχει. Αν μπει κάποιος στον κόπο να ανοίξει στην τύχη οποιαδήποτε σελίδα του Είναι και Χρόνος, θα καταλάβει αμέσως, ενστικτωδώς, τι εννοεί ο Χούσερλ. Για να επιστρέψουμε στο θέμα μας, ο Χάιντεγκερ, όπως αργότερα και ο Σαρτρ, θέλει να πιστεύει ότι η δική του άποψη -ιδιαίτερα απαισιόδοξη- ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένα φορτίο, ένα βάσανο, είναι μια μεγάλη πραγματικότητα του κόσμου μας, μια Παγκόσμια Αλήθεια, κάτι το οποίο εμείς οι υπόλοιποι πρέπει να εκλαμβάνουμε ως γεγονός!
Αυτή η αντίληψη αντιφάσκει πλήρως με εκατομμύρια ανθρώπινα όντα τα οποία πιστεύουν έτσι απλά, χωρίς να έχουν διαβάσει καθόλου φιλοσοφία, ότι η ζωή, παρόλες τις δυσκολίες και τα προβλήματά της, είναι ένα καταπληκτικό δώρο, ένα θαύμα.

Ο Σαρτρ πηγαίνει πιο μακριά την αξιωματική απαισιοδοξία του Χάιντεγκερ, θέτοντας τη δική του Ναυτία ως θεμελιώδη αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης και υποστηρίζοντας ότι όλες οι μορφές συναισθήματος είναι αυτό-εξαπάτηση και ευσεβείς πόθοι. Στο L’EtreetleNeant, μας εκθέτει λεπτομερώς αυτή την άποψη. Κατά τον Σαρτρ έχουμε τρία είδη ύπαρξης: Τα αντικείμενα είναι καθ’ αυτά, δεν διαθέτουν συνείδηση, ο άνθρωπος όμως υπάρχει δι’ εαυτόν, ως αντικείμενο της συνείδησής του, βιώνει τον εαυτό του ως ένα χάσμα μέσα στη φύση και έχει την τάση να ζηλεύει τα αντικείμενα, τις καρέκλες και τα τραπέζια που είναι καθ’ αυτά, τόσο ολοκληρωτικά ο εαυτός τους. Το δι’εαυτόν θέλει να γίνει καθ’αυτό, μια ύπαρξη απόλυτα σίγουρη για την ταυτότητά της. Αλλά υπάρχει και τρίτο είδος ύπαρξης, το είναι-για-τους-άλλους. Οι άλλοι άνθρωποι καθορίζουν το πώς αισθάνομαι εγώ για τον εαυτό μου, με τη στάση τους απέναντί μου. Αν κάποιος μου φερθεί λες και είμαι ελεεινός και τρισάθλιος, δεν μπορώ παρά να αισθανθώ κάπως έτσι, γι’ αυτό εξάλλου και θυμώνω. Αλλά κάνοντάς με, υποχρεώνοντάς με, να αισθανθώ έτσι, ο άλλος μου αφαιρεί την ελευθερία μου. Αν όμως κάποιος που εκτιμώ με διαβεβαιώσει ότι είμαι καταπληκτικός, τότε αυξάνει την ελευθερία μου. Ο Σαρτρ βλέπει, και μας το εκθέτει στο έργο της ζωής του, τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους ως ένα είδος πολέμου. Προσπαθούμε να επιβάλλουμε τις ιδέες μας στους άλλους και αυτοί προσπαθούν να μας επιβάλλουν τις δικές τους. Μοιάζει με ελληνο-ρωμαϊκή πάλη ή με αγώνα μποξ. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι  κυρίως μια σχέση σύγκρουσης, διαμάχης, πάλης. Αυτό ισχύει παντού, ως και στον έρωτα. Όταν ένας άνδρας λέει σε μια γυναίκα “σ’ αγαπώ”, αυτό που θέλει είναι να του παραδοθεί, να κυριαρχήσει πάνω της, να την υποτάξει. Αλλά βέβαια, ποτέ δεν μπορεί να την υποτάξει απόλυτα. Της κάνει έρωτα κι αυτή σταματά να έχει σάρκα και οστά και μετατρέπεται σε αντικείμενο. Το συμπέρασμά είναι, αφού ποτέ δεν μπορούμε να υποτάξουμε εντελώς, ότι ο έρωτας οδηγεί αναπόφευκτα προς την απογοήτευση. Ο σαδιστής προσπαθεί να ξεπεράσει το πρόβλημα συμπεριφερόμενος με τόση αγριότητα στους άλλους, για να αισθανθεί ο ίδιος “στέρεος”, ένα ον καθ’ αυτό, αλλά κι αυτός δεν τα καταφέρνει ποτέ, δεν μπορεί να υποτάξει ολοκληρωτικά τον άλλο, πάντα κάτι του ξεφεύγει…

Έτσι, σύμφωνα με τον Σαρτρ, τα ανθρώπινα όντα είναι βουτηγμένα στις ψευδαισθήσεις, από τις οποίες δεν ξεφεύγουν ποτέ. Το μεγάλο συμπέρασμά του, με τα δικά του λόγια είναι το εξής: Είναι ασήμαντο το ότι ζούμε και ασήμαντο ότι πεθαίνουμε…ο άνθρωπος είναι ένα άχρηστο πάθος. Φαντάζομαι ότι κανείς δεν κολακεύεται και πολύ από αυτή την περιγραφή και προσωπικά τη θεωρώ και λανθασμένη. Ο Σαρτρ αυτό-εξαπατάται ο ίδιος και διαλέγει να υποστηρίξει μια άποψη, όχι μόνο βουτηγμένη στην αρνητικότητα, αλλά και άποψη που δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει από την αρνητικότητα. Από τη στιγμή που προσπαθεί να φτιάξει μια φιλοσοφία χωρίς υπερβατικό εγώ, καταδικάζεται σε αντίφαση. Δίχως πίστη σε ένα σταθερό εαυτό, το ζήτημα της θέλησης εκμηδενίζεται. Και βέβαια, γιατί να θελήσω κάτι ή να προσπαθήσω για το οτιδήποτε αν η ζωή, αλλά και ο θάνατός μου, δεν έχουν νόημα;

 

Συνέχεια και τέλος...
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.