Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η
λυσσώδης επίθεση του ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε
οικουμενικό επίπεδο κατά της εργατικής τάξης για τη ριζική αλλαγή
συσχετισμού δύναμης και σε πολιτικό επίπεδο (ολοκληρωτική, ει δυνατόν,
καθυποταγή της εργατικής τάξης) και σε οικονομικό (με τη δραματική
ανισοκατανομή εισοδήματος) σαρώνει το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας», που
δαιμονοποιείται από τα γεράκια του νεοφιλελευθερισμού ως η αιτία
σπατάλης του κοινωνικού πλούτου και υπέρβασης των εσόδων από τα έξοδα
ενός άφρονος καταναλωτισμού.
Αυτή
η επίθεση είναι ιδιαίτερα οδυνηρή σε χώρες, όπως η Ελλάδα, με μέση,
συγκριτικά, ανάπτυξη και διαρθρωτικά προβλήματα που οξύνονται (χαμηλή
παραγωγικότητα, ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, περίπου, 90% των
επιχειρήσεων μικρομεσαίες). Το «κράτος πρόνοιας» μεσουρανεί στη χρυσή
τριακονταετία (1945-1975) και εκφράζει την αλλαγή πολιτικής σε σχέση με
το κράτος-νυκτοφύλακα του ελεύθερου ανταγωνισμού. Το κράτος στο στάδιο
του μονοπωλιακού καπιταλισμού αναπτύσσει ισχυρό παρεμβατικό ρόλο στο
οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις των
εμπνευστών του, το κράτος πρόνοιας αναλαμβάνει την υποχρέωση να
εξασφαλίζει πλήρη απασχόληση, αμοιβή που δεν θα κατεβαίνει από ορισμένα
όρια, κοινωνική ασφάλιση, κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, εγγύηση
για ικανοποιητική διατροφή, υγειονομική περίθαλψη, κατοικία,
εκπαίδευση, πολιτισμό, ασφάλεια για όλους τους ανθρώπους όλων των
περιοχών και όλων των τάξεων. ...
Αυτή
η πολιτική υπαγορεύθηκε και από αντικειμενικούς λόγους (αύξηση των
αναγκών αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης – κεϋνσιανή αντίληψη αύξησης
αγοραστικής δύναμης) αλλά και υποκειμενικούς (ενσωμάτωση εργατικής τάξης
με φόβητρο την αυξανόμενη ισχύ του υπαρκτού σοσιαλισμού). Γεγονός είναι
ότι βελτιώθηκε η κοινωνική ασφάλεια και το βιοτικό επίπεδο των
εργαζομένων. Είναι υπερφίαλη όμως η άποψη ότι το «κράτος πρόνοιας» έλυσε
τα προβλήματα υλικής ένδειας. Η ανεργία δεν εξαλείφθηκε ούτε στις
αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τα εισοδήματα ήταν κατώτερα της
παραγωγικότητας και δεν κάλυπταν τις αυξημένες ανάγκες αναπαραγωγής της
εργατικής δύναμης, ο πληθωρισμός (ιδίως στα βασικά είδη) δεν ήταν
χαμηλός, δεν απολάμβαναν όλοι οι εργαζόμενοι δημόσια υγειονομική
περίθαλψη (ΗΠΑ) κ.ά, προβλήματα που επιδεινώνονταν βέβαια στη διάρκεια
των κυκλικών κρίσεων της τριακονταετίας.
Το
«κράτος πρόνοιας» στην Ελλάδα ήταν καθαρά ελλειμματικό. Στηριζόταν στις
εισφορές των εργαζομένων, στους έμμεσους φόρους, ενώ ακόμη και τα
αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων διασπαθίζονταν για τη δωρεάν
επιδότηση του κεφαλαίου. Η άνοδος του εργατικού και λαϊκού κινήματος
οδήγησε μετά το 1981 στην ενίσχυση του «κράτους πρόνοιας» σε μια
προσπάθεια προσέγγισης του επιπέδου των δυτικοευρωπαϊκών χωρών (αύξηση
μισθών, συντάξεων, ΕΣΥ, επέκταση του ΙΚΑ, κατάργηση αντεργατικών
ρυθμίσεων κ.ά.). Αυτή όμως η τάση υπήρξε βραχύβια. Από τα μέσα της
δεκαετίας του 1980 αρχίζει η αποδόμηση των θετικών αλλαγών, ως
αποτέλεσμα της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, των
ιδιαίτερων αδυναμιών του ελληνικού καπιταλισμού και της γρήγορης
μεταρρυθμιστικής κόπωσης του ΠΑΣΟΚ Από τότε, η κοινωνική κατάσταση των
εργαζομένων ακολουθεί κατιούσα πορεία (λιτότητα, πληθωρισμός, φόροι,
απορρύθμιση εργασίας κ.ά), για να φτάσει στην κορύφωση με την κρίση
χρέους.
Η εμπλοκή στο λαβύρινθο των Μνημονίων δίνει το οριστικό πλήγμα στο ανεπαρκές κράτος πρόνοιας
Όπως θα έλεγε και ο Μπωντλαίρ όλα «τα άνθη του κακού»ευωδιάζουν
στον κήπο των νεοφιλελεύθερων μνημονίων. Αν και ισχνή, η κοινωνική
προστασία του πολίτη, κατεδαφίζεται εκ θεμελίων. Το κράτος αποσύρει τον
όποιο προστατευτικό μανδύα από τον εργαζόμενο και τον αφήνει έκθετο στην
απόλυτη εξαθλίωση. Γυρίζουμε διακόσια χρόνια πίσω στο αστικό κράτος –
νυκτοφύλακα, που αρκείται στην πολιτική προστασία του καπιταλισμού και
των όρων αναπαραγωγής του, ενώ η μέριμνα για την εργασία και το βιοτικό
επίπεδο του πολίτη επαφίεται στη φιλανθρωπία, στην οικογένεια, τους
συγγενείς και τους φίλους. Σήμερα, δεν υπάρχει πλέον σφαίρα της
κοινωνικής και ατομικής ζωής, που να μην καταβαραθρώνεται. Μισθοί που
προσεγγίζουν, όπως αναφέρει ρητά το Μνημόνιο 2, τους μισθούς Βουλγαρίας,
συντάξεις θανάτου (έχουν «λίπος» οι γέροντες), χαρτζιλίκι για τους
άνεργους, πτώχευση των ασφαλιστικών ταμείων (έχει ο θεός), αναίρεση των
εργασιακών δικαιωμάτων (μονιμότητα, συλλογικές συμβάσεις, ΟΜΕΔ),
πληθωρισμός, που ελαφρώνει το καλάθι της νοικοκυράς, παγκόσμιο ρεκόρ
φορομπηξίας, υγεία που με τον αδίστακτο «σοσιαλιστή» Λοβέρδο οδηγεί σε
γενοκτονία, παιδεία χωρίς βιβλία, θέρμανση, με λιγότερους και απλήρωτους
εκπαιδευτικούς, κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας
(υπερβολικά ψηλά στην Ελλάδα το ποσοστό ιδιοκατοίκησης) και της
Εργατικής Εστίας (πολυτέλεια οι ολιγοήμερες διακοπές των απόρων
Ελλήνων). Και τα χειρότερα: Κάτω από το όριο ή στα όρια φτώχειας το 40%
περίπου του πληθυσμού. Στο 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού η
ανεργία (η πραγματική) και στο 50% η ανεργία των νέων (ο Κρόνος τρώει τα
παιδιά του). Δραματική αύξηση των νεόπτωχων, των άστεγων, των
αυτοκτονιών, της εγκληματικότητας. Και τον Ιούνιο, μετά τις εκλογές,
δρομολογείται νέα «εαρινή» επίθεση κατά του λαού και η αφαίμαξη 12-14
δισ. έυρώ (κι όποιος αντέξει) για το διάστημα 2012-14.
Η
εμπλοκή της χώρας μας στο λαβύρινθο των άκρως νεοφιλελεύθερων μνημονίων
ήταν το τελειωτικό χτύπημα στο κράτος πρόνοιας, η τύχη του όμως είχε
προδιαγραφεί από τη δεκαετία του ’80 με την κυριαρχία του
νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και ιδιαίτερα στην
Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, λόγω των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ελλάδα με την ένταξη
της σε αυτήν. Ήδη από τη συνθήκη του Μάαστριχτ τα κριτήρια ένταξης και
σύγκλισης σαφώς καθορίζουν ένα νεοφιλελεύθερο πλαίσιο λειτουργίας των
οικονομιών, αποδομώντας τον οικονομικό ρόλο του κράτους (π.χ.
ιδιωτικοποιήσεις, επιδοτήσεις, δάνεια με 1% στις τράπεζες από την ΕΚΤ
αλλά όχι και στα κράτη) και περιορίζοντας ασφυκτικά ή καταργώντας τη
χρηματοδότηση ενός καθεστώτος πρόνοιας. Χαρακτηριστική είναι εν
προκειμένω η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η ενίσχυση τους με δύο
πακέτα ενίσχυσης 1 περίπου τρισ. ευρώ, αλλά η άρνηση ανακεφαλαιοποίησης
των ελληνικών ασφαλιστικών ταμείων και μάλιστα παρά το γεγονός ότι η
Εθνική Τράπεζαείχε
επενδύσει τα αποθέματα τους σε ελληνικά ομόλογα και όχι σε σποραδικές
επενδύσεις, όπως συνηθίζεται στη διεθνή πρακτική. Στη συνέχεια, η Λευκή
Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οριστική της διατύπωση το 2000
στη Σύνοδο της Λισαβόνας, θέσπισε το νεοφιλελευθερισμό στις εργασιακές
σχέσεις «ανακαλύπτοντας» τον αρνητικό αντίκτυπο της κοινωνικής πολιτικής
στην ανταγωνιστικότητα και απαιτώντας την περικοπή μισθών, τη
«μεταρρύθμιση» της ασφάλισης, την ιδιωτικοποίηση, την πρωτοκαθεδρία της
ανταγωνιστικότητας. Και η νεοφιλελεύθερη αντικοινωνική πολιτική της
Ευρωπαϊκής Ένωσης έφτασε πρόσφατα στον κολοφώνα με την προσυπογραφή πριν
λίγες μέρες του Συμφώνου Σταθερότητας που συνταγματοποιεί τη λιτότητα
και ύφεση, επιβάλλοντας τη συμπερίληψη της στα συντάγματα των κρατών –
μελών. Το παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, ιδιαίτερα για μας το
ευρωπαϊκό, αλλά και ο κρατικοδίαιτος, αρπακτικός (ιδιοποίηση αποθεμάτων
ασφαλιστικών ταμείων) του ελληνικού καπιταλισμού, το συντηρητικό
πολιτικό προσωπικό του, η γρήγορη μεταστροφή του ΠΑΣΟΚ και η προσχώρηση
του στο νεοφιλελευθερισμό, με καταλύτη αυτού του μίγματος την κρίση του
2008 και την ανάγκη των αγορών για ζεστό χρήμα, οδήγησαν στη δανειακή
αιχμαλωσία της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Έτσι, η μικρή
χαραμάδα, στην πολιτική πρόνοιας που άνοιξε τα πρώτα χρόνια της
δεκαετίας του 1980 με την πίεση του λαϊκού κινήματος έχει σχεδόν
κλείσει, με συντριβή πλέον των όρων εργασίας και ζωής της συντριπτικής
πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Πώς αντιμετωπίζει την, κατά ομολογία και
των αστικών γραφίδων, αθλιοποίηση του λαού το αστικό κράτος; Δεν την
αντιμετωπίζει. Δεν πρόκειται για ευφυολόγημα. Ενώ πρόκειται για
κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, το κράτος όχι μόνο δεν λαμβάνει κάποια μέτρα
ανακούφισης για το χειμαζόμενο λαό, αλλά και τις συμβατικές υποχρεώσεις
του δεν εκπληρώνει (συνεχείς περικοπές και επιβαρύνσεις, καθυστέρηση
καταβολής μισθών, αδράνεια και για τα ακραία φαινόμενα). Για να έχουμε
ένα μέτρο της κοινωνικής αναλγησίας του κράτους και των προκλητικά
κομπορρημονούντων αστέρων του νεοφιλελευθερισμού’ (βλ. Βενιζέλο, Λοβέρδο
και ου μόνον), θα θυμίσουμε το μακρινό 1922, όταν το κύμα των προσφύγων
δημιούργησε έκτακτες κοινωνικές καταστάσεις.
Τότε
όμως οι κυβερνώντες, παρά την άθλια λόγω πολέμου κατάσταση της
οικονομίας, είχαν τη στοιχειώδη ευαισθησία και ευθύνη να δημιουργήσουν
ένα υπουργείο Περιθάλψεως, που κάπως αλάφρυνε τον πόνο των ξεριζωμένων.
Σύμφωνα με την αρχή της διαλεκτικής άρνησης της άρνησης, επιστρέφουμε
από την ελλειμματική βέβαια, κρατική πρόνοια του μονοπωλιακού
καπιταλισμού στο προ αιώνων καθεστώς της ατομικής πρόνοιας του
καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού. Αυτή η σπειροειδής κίνηση είναι
προφανώς καθοδική. Πραγματοποιείται σε συνθήκες εκρηκτικής
επιστημονικοτεχνικής ανάπτυξης και αποδεικνύει την αντιδραστικότητα και
την ανικανότητα του καπιταλισμού, που όχι μόνο δεν βελτιώνει ριζικά και
σταθερά τις συνθήκες ζωής των παραγωγών του πλούτου, αλλά τις
προσομοιάζει με τις βάρβαρες καπιταλιστικές συνθήκες περασμένων εποχών.
Τι άλλο χρειάζονται οι εργαζόμενοι για να συνειδητοποιήσουν την ιστορική
χρεοκοπία του καπιταλισμού, την υπερώριμη πια και επιτακτική ανάγκη
αντικατάστασης του από ένα ορθολογικό και ανθρώπινο κοινωνικό σύστημα;
Βέβαια, η ιδιωτικοποίηση της πρόνοιας στη σύγχρονη ελληνική εκδοχή της έχει ιδιαιτερότητες ασφαλώς, που πρέπει να επισημάνουμε. Παρά τη
δραματική μείωση των κοινωνικών δαπανών του κράτους, αυτές διατηρούνται
σε ένα στοιχειώδες επίπεδο με τάση, λόγω λιτότητας, περαιτέρω μείωσης:
Υποκατάστατο της προνοιακής πολιτικής του κράτους-έχει αναδειχτεί, σε
μεγάλο βαθμό, η Εκκλησία. Εξελίσσεται σε κέντρο και αποδέκτη δικτυακής
«φιλανθρωπίας» επιχειρήσεων, σούπερ μάρκετ (ληγμένα) ιδιωτών. Το
φιλανθρωπικό έργο της προβάλλεται από τα ΜΜΕ με μορφή κοινωνικής
διαφήμισης για την παροχή από την Εκκλησία 250 χιλιάδων μερίδων φαγητού
σε καθημερινή βάση.
Στην
απορρόφηση των εντάσεων συμβάλλει και ο θεσμός της ελληνικής
οικογένειας, που σε αντίθεση με τις δυτικές κοινωνίες, διατηρεί τη
συνοχή και την αλληλεγγύη της. Βέβαια, οι δυνατότητες συνεισφοράς της
είναι περιορισμένες, λόγω της ανεργίας ενός τουλάχιστον μέλους στους
κόλπους της. Όχι σπάνια πλέον, από το πενιχρό εισόδημα ενός παππού ή
(και) μιας γιαγιάς συντηρούνται οι άνεργοι γονείς και τα παιδιά τους.
Βοήθεια, περιορισμένη όμως λόγω συνθηκών, προσφέρει και το φιλικό
περιβάλλον και η γειτονιά, όπου διατηρείται ως κοινωνική δομή. Συσσίτια
διοργανώνουν και αρκετοί δήμοι, αν και η επιχορήγηση τους έχει υποστεί
γενναία περικοπή με τη θέσπιση του «Καλλικράτη». Οι Δήμοι τελευταία
αναλαμβάνουν πρωτοβουλία για την απευθείας πώληση αγροτικών προϊόντων
από τους παραγωγούς στους καταναλωτές χωρίς τη μεσολάβηση εμπόρων.
Πρόσφατα στη χώρα μας εμφανίστηκε ο θεσμός της «κοινωνικής εργασίας». Ο
θεσμός δημιουργήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απασχολεί μάλιστα 11 εκατ.
ανθρώπους, που αντιστοιχούν στο 6,7% των μισθωτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τις αστικές αναλύσεις, αυτές οι επιχειρήσεις δεν έχουν σκοπό
το κέρδος, αλλά την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών. Ασφαλώς, δεν
πρόκειται για «νησίδες σοσιαλισμού» στον καπιταλισμό. Στην
πραγματικότητα, αποτελούν μορφή επιχειρήσεων (συνεταιριστικών συνήθως).
Στη χώρα μας έχουν εμφανιστεί και δραστηριοποιούνται κυρίως με τη μορφή
των ΜΚΟ. Χρηματοδοτούνται από το κράτος ή και ιδιώτες, αποτελούν όργανο
εμπορευματοποίησης κοινωνικών παροχών που μέχρι τώρα πραγματοποιούσε το
κράτος και που τις αποποιείται ή μάλλον τις παραχωρεί στους ιδιώτες.
Προσλαμβάνουν προσωπικό, που δεν εντάσσεται προφανώς στο δημόσιο τομέα.
Χαρακτηριστική μορφή αυτού του φαινομένου αποτελεί το πρόγραμμα μικρών
κατασκευαστικών έργων σε δήμους από «μη κερδοσκοπικούς» φορείς (ΜΚΟ) που
σε σύμπραξη με τους ΟΤΑ θα χρηματοδοτηθούν και θα αναλάβουν την
εκτέλεση τους. Πρόκειται προφανώς για ευέλικτες μορφές ιδιωτικοποίησης
κοινωνικών τομέων με σαφώς μικρότερο κόστος, μετριασμό της ανεργίας, με
ευέλικτες σχέσεις εργασίας (5άμηνη απασχόληση στα παραπάνω προγράμματα,
αμοιβή στο ύψος της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης). Ταυτόχρονα, αυτή η
μορφή επιχείρησης αποτελεί και εργαλείο «αποενοχοποίησης» του
καπιταλισμού, ενώ προωθείται ένα μοντέλο εργαζόμενου που με μισθό πείνας
και ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δεν θα έχει ταξική συνείδηση, αλλά θα
αισθάνεται μικροεπιχειρηματίας και συνεργάτης του συστήματος.
Δεν
πρέπει, ακόμη, να αγνοήσουμε την προσπάθεια του καπιταλισμού να
ενσωματώσει πολιτικά και ιδεολογικά αυθόρμητες ή και οργανωμένες
κινήσεις αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας, ανταλλαγής προϊόντων και
υπηρεσιών, συναλλαγή παραγωγών ή παραγωγών και καταναλωτών χωρίς
μεσάζοντες. Εκφράζουν αυθόρμητα συνήθως αυτές οι κινήσεις μια κριτική ή
και αρνητική στάση προς τον καπιταλισμό, αναγνωρίζουν, έστω εν σπέρματι,
την ανικανότητα του καπιταλισμού να προσφέρει στοιχειώδεις κοινωνικές
παροχές, τις οποίες οι ίδιοι εθελοντικά προθυμοποιούνται να καλύψουν. Το
σύστημα βολεύεται από την ανέξοδη για το ίδιο ικανοποίηση κοινωνικών
αναγκών. Επιχειρεί όμως να ευνουχίσει την αντικαταπιλιστική τάση τέτοιων
πρωτοβουλιών.
Αύξηση αναγκών, μείωση δαπανών
ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΑΣΗ Η ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ
Η
κοινωνική λειτουργία του κράτους δεν πηγάζει από την αφύπνιση της
φιλανθρωπίας των καπιταλιστών. Είναι αναπόδραστη ανάγκη για την
αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής
οικονομίας, την ιδεολογικοπολιτική ενσωμάτωση των εργαζομένων. Ενώ όμως
αυξάνονται λόγω της εξέλιξης οι ανάγκες για την αναπαραγωγή της
εργατικής δύναμης, το καπιταλιστικό κράτος προσφέρει όλο και λιγότερα
γι’ αυτήν, ενώ μειώνεται και η τιμή της στην επιχείρηση.
Στη
σύγχρονη φάση το κράτος δεν πολυενδιαφέρεται για τη συναίνεση και μιαν
ηγεμονική αφήγηση. Την αναπληρώνει με την καταστολή και την ιδεολογική
τρομοκρατία. Πρέπει όμως ως συλλογικός καπιταλιστής, να οργανώσει την
αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Λύνει το Γόρδιο δεσμό (αύξηση
κοινωνικών αναγκών – μείωση κοινωνικών δαπανών) με δύο βασικούς μοχλούς:
Την εξάντληση της έσχατης ικμάδας των εργαζομένων με φόρους άμεσους και
έμμεσους, μειώσεις μισθών, συντάξεων, επιδομάτων, την ιδιωτικοποίηση
έναντι πινακίου φακής κοινωνικών υπηρεσιών, που τις πληρώνει, άμεσα ή
έμμεσα ο εργαζόμενος.
Τη
μετάθεση της ικανοποίησης των στοιχειωδών αναγκών σε μηχανισμούς και
δομές οργανικά ενσωματωμένες στο σύστημα (εκκλησία, επιχειρήσεις, δήμοι,
οικογένεια) που απαλλάσσουν το κράτος από μεγάλο μέρος των κοινωνικών
δαπανών, ενώ εξασφαλίζουν μια στοιχειώδη ενσωμάτωση των πιο ευπαθών
ομάδων στο σύστημα.
Από
τα παραπάνω συνάγονται βασικά συμπεράσματα: Παρά την αύξηση των αναγκών
της εργατικής δύναμης, μειώνονται οι κοινωνικές δαπάνες του κράτους.
Τις δαπάνες αυτές καλύπτει εξ ιδίων ο εργαζόμενος με περικοπές, φόρους και αγορά ιδιωτικοποιημένων κοινωνικών υπηρεσιών.
Η
αναντιστοιχία κοινωνικών αναγκών και ικανοποίησης τους, ιδιαίτερα στην
αυξανόμενη πνευματική εργασία, περιορίζει την υψηλή ειδίκευση και
δημιουργικότητα σε μιαν ελίτ, ενώ υποβαθμίζει την πλειοψηφία των
πνευματικά εργαζομένων. Αυτή η αντίθεση οξύνεται, ωθεί τα δύο στρώματα
σε αντίθετη ταξική κατεύθυνση και ταυτόχρονα αποτελεί ανασταλτικό
παράγοντα στην απρόσκοπτη πρόοδο και αξιοποίηση της γνώσης.
Η
«φιλανθρωπική» κάλυψη των αναγκών δεν είναι ασφαλώς επαρκής, αλλά
κινείται στα όρια μιας στοιχειώδους διαβίωσης. Από την άλλη, ιδίως στην
περίπτωση παρατεταμένης αρωγής, ο άνθρωπος διαμορφώνει ένα αίσθημα
εξάρτησης από τον ευεργέτη του η ύπαρξη του επικεντρώνεται στην
εξασφάλιση ενός μίζερου επιούσιου, χάνει την ταξική του συνείδηση, την
αισιοδοξία, την αυτοεκτίμηση, την αγωνιστική διάθεση. Παθητικοποιείται,
δεν επιχειρεί την ανατροπή αυτής της αλλοτριωτικής κατάστασης ούτε σε
ατομικό ούτε φυσικά, σε κοινωνικό επίπεδο. Εγκλωβίζεται σε μια ιδιόμορφη
κατάσταση περιθωριοποίησης, χαρακτηριστικής για το νεοφιλελεύθερο
καπιταλισμό.
Αλληλεγγύη ή ανατροπή;
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Τίθεται
ένα ερώτημα με φιλοσοφική και καθημερινή διάσταση σε διλημματική μορφή.
Ταξικός αγώνας για την ανατροπή του καπιταλισμού ή καθημερινή
χειροπιαστή ανθρωπιά κι αλληλεγγύη; Στη διαλεκτική όμως τα αντίθετα δεν
γίνονται αντιληπτά ως απολύτως αλληλοαποκλειόμενα, αλλά ως ενότητα και
πάλη αντιθέτων, με κύρια και δευτερεύουσα πλευρά. Κυρίαρχη πλευρά της
κοινωνικής συνεισφοράς, ατομικής ή συλλογικής, είναι ο ταξικός αγώνας
για την αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων και πολύ περισσότερο
στην επαναστατική μορφή της κοινωνικής χειραφέτησης. Είναι ασύμβατη αυτή
η μορφή δράσης με την αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια; Ασφαλώς όχι, αφού η
ταξική πάλη εμπεριέχει και αναπτύσσει στον υπερθετικό βαθμό την
αλληλεγγύη, γιατί δεν εξυπηρετεί ατομικά ή συντεχνιακά συμφέροντα, αλλά
αποσκοπεί στην απαλλαγή της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων
από τα δεσμά της κοινωνικής δουλείας. Από τη φύση της λοιπόν η
αγωνιστική διεκδίκηση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων είναι η πιο ισχυρή
και αποτελεσματική αλληλεγγύη σε όσους άμεσα αγωνίζονται αλλά και σε
όλους τους υποτελείς του κεφαλαίου.
Από
την άλλη, είναι συμβατή η αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια με την ταξική
πάλη; Πρέπει να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις: Στην πρώτη η αλληλεγγύη και
ο εθελοντισμός ασκείται από μηχανισμούς και όργανα ενσωματωμένα στο
κράτος (Εκκλησία, δήμοι, επιχειρήσεις, ΜΚΟ κ.ά.). Παριστάνουν τους
φιλάνθρωπους, με το αζημίωτο, σε προβολή ή και χρήμα (π.χ. ΜΚΟ) για να
καλύψουν όσο είναι δυνατόν, το κενό από τη συρρίκνωση της κοινωνικής
λειτουργίας του κράτους, να κατευνάσουν την οργή των ανθρώπων και να
τους αποτρέψουν από την αγωνιστική διεκδίκηση του δικαιώματος τους για
καλύτερη ζωή. Ο ταρτουφισμός της φιλανθρωπίας τους εύκολα αποκαλύπτεται,
αφού αποτελούν συνειδητά ερείσματα του συστήματος. Η Εκκλησία μπορεί να
οργανώνει συσσίτια, αλλά θα μπορούσε πολύ περισσότερα να πρόσφερε, αν
διέθετε την αμύθητη περιουσία της στο λαό και απάλλασσε το κράτος από
την παχυλή μισθοδοσία της.
Ο «Σκάι»μπορεί
να καλεί σε εθελοντική προσφορά ρούχων και τροφίμων. Την ίδια στιγμή
όμως απολύει και αφήνει απλήρωτους τους εργαζομένους, ενώ αγωνίζεται
σθεναρά υπέρ των μνημονίων, που σπρώχνουν το λαό στην εξαθλίωση. Οι
δήμαρχοι ογανώνουν συσσίτια και «κοινωνικά» σούπερ μάρκετ, ενώ απολύουν
τους συμβασιούχους της καθαριότητας, κλείνουν τους παιδικούς σταθμούς
και αφήνουν στην τύχη τους τα σχολεία. Οι ΜΚΟ και άλλες «μη
κερδοσκοπικές» επιχειρήσεις συγκεράζουν πς «κοινωνικές υπηρεσίες» στον
πολίτη με την επιδότηση από το κράτος. Ο ταξικός χαρακτήρας και ρόλος
αυτών των οργάνων δεν αναιρείται από την προσφορά κάποιων υπηρεσιών.
Πρέπει καθαρά και αδιάλλακτα να καταγγέλλεται ο αληθινός σκοπός αυτών
των μηχανισμών, όχι όμως και να καταδικάζεται ο ανήμπορος που θα πάρει
μια μερίδα φαΐ από τα συσσίτια τους.
Στη
δεύτερη περίπτωση εντάσσονται ομάδες, σύλλογοι, συνδικάτα, ακόμη και
άτομα που αναζητούν δρόμους και τρόπους κοινωνικής προσφοράς από
κοινωνική ευαισθησία χωρίς καμιά υστεροβουλία.
Στην
ίδια κατηγορία εντάσσονται δίκτυα ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών.
Τελευταία, θόρυβο και μιμητές δημιούργησε η απευθείας χωρίς μεσάζοντες
πώληση αγροτικών προϊόντων από παραγωγούς σε καταναλωτές. Όλα αυτά τα
μορφώματα εκφράζουν μια αυθόρμητη άρνηση κατά του κεφαλαίου και του
κράτους του και επιχειρούν να διαμορφώσουν συλλογικότητες και μορφές
συσπείρωσης της εργατικής τάξης. Τέτοιες τάσεις ενισχύονται, όταν το
αστικό κράτος δεν καλύπτει στοιχειώδεις ανάγκες των εργαζομένων και το
κίνημα δεν είναι ισχυρά ανεπτυγμένο. Είναι βέβαιο ότι αυτές οι ενώσεις
και πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και μη εμπορευματικής ανταλλαγής μπορεί να
καλλιεργούν αυταπάτες για το χαρακτήρα των προβλημάτων και τον τρόπο
επίλυσης τους. Αλλά και το κράτος προσπαθεί να προκαλέσει σύγχυση για το
χαρακτήρα τους. Τις αντιμετωπίζει με θετικό τρόπο ως βήμα υπεύθυνης
αντιμετώπισης των προβλημάτων τους, ενώ στην πραγματικότητα φοβάται την
κριτική στάση τους και τα βήματα συσπείρωσης της εργατικής τάξης έξω από
συστημικές δομές.
ΠΗΓΗ : Εφημερίδα ΠΡΙΝ (11.3.2012)
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.