Έρχομαι απ’ την Ανατολή με μια χρυσή φρεγάτα
πέντε πασιάδες είχαμε, όμορφα τραγουδούσαν
Είχαμε σκλάβο όμορφο, στα σίδερα δεμένο
ο σκλάβος αναστέναξε και στάθηκε η φρεγάτα
κι ο καπετάνιος φώναξε πο `πάνου από την πλώρη:
Ποιος βαριαναστέναξε και στάθηκε η φρεγάτα;
Εγώ είμαι κείνος που αναστέναξα και στάθηκε η φρεγάτα
Σκλάβε πεινάς σκλάβε διψάς σκλάβε ρούχα δεν έχεις;
Μήτε πεινώ μήτε διψώ μήτε ρούχα δεν έχω
θυμήθηκα το σπίτι μου τη δόλια μου γυναίκα
που `χα τρεις μέρες νιόγαμπρος δώδεκα χρόνια σκλάβος
Τραγούδα μας βρε σκλάβε μας κι εγώ θα σ’ ελευθερώσω
Πολλές φορές τραγούδησα μα λευτεριά δεν είδα
μα αν ειναι για λευτέρωση θα ξανατραγουδήσω
Λύστε με τα χεράκια μου τα αλυσοκλειδωμένα
και δώστε μου το λάγουρο, το δόλιο μου ταμπούρι
να κλάψω για τη μένα, να κλάψω για τη μένα
που `χα τρεις μέρες νιόγαμπρος, δώδεκα χρόνια σκλάβος
αν έχεις μάνα και παιδιά πασιά ελευθέρωσέ με ...
Δώδεκα χρόνια έκανα στης Αραπιάς τον άμμο
εννιά καρές εφύτεψα στης φυλακής τις πόρτες
κι απ’ τις εννιά καρπό έφαγα μα λευτεριά δεν είδα
αν έχεις μάνα και παιδιά πασιά ελευθέρωσέ με
Χαλάλι σου βρε σκλάβε μου χαλάλι η λευτεριά σου
Χίλια φλουριά του δίνουνε κι ένα άλογο μπαχτσίσι
όσο να πούνε στο καλό παίρνει σαράντα μίλια
κι όσο να πούνε έχε γεια άλλα σαράντα πέντε
Στο δρόμο που επήγαινε, στο δρόμο που διαβαίνει
βρίσκει ένα γέροντα που είχε εργάτ’ στ’ αμπέλι
Καλημερί σου γέροντα, καλώς το παλληκάρι
δε μου λες βρε γέροντα ποιανού ειν’ αυτό το αμπέλι;
Της ερημιάς της σκοτεινιάς του γιου μου του Γιαννάκη
που είχε τρεις μέρες νιόγαμπρος δώδεκα χρόνια σκλάβος
και σήμερα τη γυναίκα του με άλλον την παντρεύουν
Πες μου βρε γέροντα, προφταίνω στα στεφάνια;
Αν έχεις άλογο γοργό, στο σπίτι θα προλάβεις
μα αν έχεις άλογο αργό στην εκκλησιά θα φτάσεις
Δίνει βιτσιά στο άλογο κι ανέμοι τον επαίρνουν
μα είχε άλογο γοργό στο σπίτι προλαβαίνει
Ο ξένος κοντοστάθηκε έξω απ’ το ντουβάρι
κι ο ξένος αναστέναξε και πώς καλά τους λέει
ανάθεμα τα τέτοια σας, τον ξένο δεν κερνάτε
Η μάνα της νύφης σαν τον άκουσε
τη νύφη επρόσταξε να πάει να τον κεράσει
Eγώ είμαι ξένος μακρινός κι εγώ λεφτά δεν έχω
θα σε δώσω το δαχτυλίδι μας της πρώτης αρραβώνας
Η νύφη στα μάτια τον κοιτάει και πέφτει ο δίσκος κάτω
γυρίζει και λέει στους καλεσμένους και σ’ όλους τους γνωστούς
Να φύγουν όλοι οι γνωστοί και όλοι οι καλεσμένοι
εμένα ήρθε ο καλός μου, η πρώτη μου αγάπη
η πρώτη μου αγάπη...
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
πέντε πασιάδες είχαμε, όμορφα τραγουδούσαν
Είχαμε σκλάβο όμορφο, στα σίδερα δεμένο
ο σκλάβος αναστέναξε και στάθηκε η φρεγάτα
κι ο καπετάνιος φώναξε πο `πάνου από την πλώρη:
Ποιος βαριαναστέναξε και στάθηκε η φρεγάτα;
Εγώ είμαι κείνος που αναστέναξα και στάθηκε η φρεγάτα
Σκλάβε πεινάς σκλάβε διψάς σκλάβε ρούχα δεν έχεις;
Μήτε πεινώ μήτε διψώ μήτε ρούχα δεν έχω
θυμήθηκα το σπίτι μου τη δόλια μου γυναίκα
που `χα τρεις μέρες νιόγαμπρος δώδεκα χρόνια σκλάβος
Τραγούδα μας βρε σκλάβε μας κι εγώ θα σ’ ελευθερώσω
Πολλές φορές τραγούδησα μα λευτεριά δεν είδα
μα αν ειναι για λευτέρωση θα ξανατραγουδήσω
Λύστε με τα χεράκια μου τα αλυσοκλειδωμένα
και δώστε μου το λάγουρο, το δόλιο μου ταμπούρι
να κλάψω για τη μένα, να κλάψω για τη μένα
που `χα τρεις μέρες νιόγαμπρος, δώδεκα χρόνια σκλάβος
αν έχεις μάνα και παιδιά πασιά ελευθέρωσέ με ...
Δώδεκα χρόνια έκανα στης Αραπιάς τον άμμο
εννιά καρές εφύτεψα στης φυλακής τις πόρτες
κι απ’ τις εννιά καρπό έφαγα μα λευτεριά δεν είδα
αν έχεις μάνα και παιδιά πασιά ελευθέρωσέ με
Χαλάλι σου βρε σκλάβε μου χαλάλι η λευτεριά σου
Χίλια φλουριά του δίνουνε κι ένα άλογο μπαχτσίσι
όσο να πούνε στο καλό παίρνει σαράντα μίλια
κι όσο να πούνε έχε γεια άλλα σαράντα πέντε
Στο δρόμο που επήγαινε, στο δρόμο που διαβαίνει
βρίσκει ένα γέροντα που είχε εργάτ’ στ’ αμπέλι
Καλημερί σου γέροντα, καλώς το παλληκάρι
δε μου λες βρε γέροντα ποιανού ειν’ αυτό το αμπέλι;
Της ερημιάς της σκοτεινιάς του γιου μου του Γιαννάκη
που είχε τρεις μέρες νιόγαμπρος δώδεκα χρόνια σκλάβος
και σήμερα τη γυναίκα του με άλλον την παντρεύουν
Πες μου βρε γέροντα, προφταίνω στα στεφάνια;
Αν έχεις άλογο γοργό, στο σπίτι θα προλάβεις
μα αν έχεις άλογο αργό στην εκκλησιά θα φτάσεις
Δίνει βιτσιά στο άλογο κι ανέμοι τον επαίρνουν
μα είχε άλογο γοργό στο σπίτι προλαβαίνει
Ο ξένος κοντοστάθηκε έξω απ’ το ντουβάρι
κι ο ξένος αναστέναξε και πώς καλά τους λέει
ανάθεμα τα τέτοια σας, τον ξένο δεν κερνάτε
Η μάνα της νύφης σαν τον άκουσε
τη νύφη επρόσταξε να πάει να τον κεράσει
Eγώ είμαι ξένος μακρινός κι εγώ λεφτά δεν έχω
θα σε δώσω το δαχτυλίδι μας της πρώτης αρραβώνας
Η νύφη στα μάτια τον κοιτάει και πέφτει ο δίσκος κάτω
γυρίζει και λέει στους καλεσμένους και σ’ όλους τους γνωστούς
Να φύγουν όλοι οι γνωστοί και όλοι οι καλεσμένοι
εμένα ήρθε ο καλός μου, η πρώτη μου αγάπη
η πρώτη μου αγάπη...
1. | Θύμιος Γκοκίδης |
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.