από "σίβυλλα"
* ''Προφητικόν'' του Οδυσσέα Ελύτη από το Άξιον Εστί.
Τους εμπόρους των λαών, τους εμπόρους των ελπίδων, των ψεμάτων, των ψυχών..
Τους εμπόρους της απελπισίας, των παιδιών που λιποθυμούν στα σχολεία, των παιδιών μας που φεύγουν, των πατεράδων μας που φεύγουν γι αλλού, με την πίκρα στα μάτια..
Τους εμπόρους της ανεργίας και της δουλείας, τους εμπόρους των...
άστεγων που βρίσκονται το πρωϊ νεκροί, αυτών που ψάχνουν στα σκουπίδια, αυτών που ζουν σαν σκουπίδια, τους εμπόρους των ανήμπορων χωρίς φάρμακα..
άστεγων που βρίσκονται το πρωϊ νεκροί, αυτών που ψάχνουν στα σκουπίδια, αυτών που ζουν σαν σκουπίδια, τους εμπόρους των ανήμπορων χωρίς φάρμακα..
Τους εμπόρους της χαράς, του χαμόγελου, της ευτυχίας, της οικογένειας, τους εμπόρους της χαράς να γεννάς ένα παιδί, να οραματίζεσαι το μέλλον του..
Τους εμπόρους της παρέας, της φιλίας, της συντροφιάς, του Κυριακάτικου οικογενειακού τραπεζιού, τους εμπόρους της γιορτής, της ανάπαυσης, της ηρεμίας..
Τους εμπόρους της αξιοπρέπειας, του φιλότιμου, της ανιδιοτέλειας, της πραότητας, της ηθικής..
Τους εμπόρους , τέλος, αυτών που δεν αντέχουν, που πηδούν απ' τα μπαλκόνια, που κρεμιούνται μόνοι τους, που ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ..
Όλους αυτούς τους εμπόρους, αξίωσέ μας Θεέ μου να τους δούμε σκυφτούς, πνιγμένους στο αίμα των αμαρτιών και των θυμάτων τους, να εκλιπαρούν για λίγο έλεος, μία συγχώρεση..
Μία συγχώρεση που δεν θα μπορέσει να αναβλύσει από καρδιές που στέγνωσαν..
ΑΜΗΝ..
Από Ουδέν Σχόλιον (ΤΟ ΓΡΕΚΙ)
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ - ΤΑ ΠΑΘΗ - ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ
ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας
η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.
Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
- Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.
- Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.
- Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.
- Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.
Αλλά πριν, ιδού θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι.
Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε
το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δελεάσουν τα γύναια.
Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν.
Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα
όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς.
Και θα αγαναχτήσει το κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει.
Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα
που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας.
Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας:
εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
- Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Αστικού μας Κώδικα.
- Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς
με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια.
- Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών.
- Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα
που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.
Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης.
Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια
τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους.
Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης.
Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου.
Και μεγάλα πλοία θ' ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους,
οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων.
Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του,
κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
- Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.
- Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.
- Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
- Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει
από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι
και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει.
Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα.
Kαι θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν,
για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση.
Και θα 'ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα.
Και θα 'χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.
Και θα 'ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια.
Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας
από τ' ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια.
Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν' αψηλώσουν τα χόρτα,
η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει.
Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη.
Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!
ιβ΄
ΑΝΟΙΓΩ το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαίν * των ανθρώπων τα βάσανα.
Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα
Και τσέρκουλα γίνονται * στις γειτονιές των παιδιών
Και σεντόνια στις κοπέ * λες που αγρυπνούνε
Κρυφά για ν' ακούν * των ερώτων τα θαύματα.
Ζαλίζει τ' αγιόκλημα * και κατεβαίνω στον κήπο μου
Και θάβω τα πτώματα * των μυστικών μου νεκρών
Και το λώρο το χρυσό * των προδομένων
Αστέρων τους κό * βω να πέσουν στην άβυσσο.
Σκουριάζουν τα σίδερα * και τιμωρώ τον αιώνα τους
Εγώ που δοκίμασα * τις μυριάδες αιχμές
Κι από γιούλια και ναρκίσ * σους το καινούριο
Μαχαίρι ετοιμά * ζω που αρμόζει στους Ήρωες.
Γυμνώνω τα στήθη μου * και ξαπολυούνται οι ανεμοι
Κι ερείπια σαρώνουνε * και χαλασμέvες ψυχές
Κι απ' τα νέφη τα πυκνά * της καθαρίζουν
Τη γη, να φανούν * τα Λιβάδια τα Πάvτερπνα!
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας
η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.
Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
- Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.
- Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.
- Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.
- Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.
Αλλά πριν, ιδού θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι.
Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε
το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δελεάσουν τα γύναια.
Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν.
Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα
όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς.
Και θα αγαναχτήσει το κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει.
Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα
που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας.
Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας:
εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
- Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Αστικού μας Κώδικα.
- Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς
με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια.
- Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών.
- Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα
που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.
Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης.
Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια
τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους.
Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης.
Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου.
Και μεγάλα πλοία θ' ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους,
οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων.
Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του,
κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
- Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.
- Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.
- Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
- Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει
από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι
και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει.
Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα.
Kαι θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν,
για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση.
Και θα 'ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα.
Και θα 'χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.
Και θα 'ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια.
Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας
από τ' ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια.
Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν' αψηλώσουν τα χόρτα,
η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει.
Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη.
Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!
ιβ΄
ΑΝΟΙΓΩ το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαίν * των ανθρώπων τα βάσανα.
Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα
Και τσέρκουλα γίνονται * στις γειτονιές των παιδιών
Και σεντόνια στις κοπέ * λες που αγρυπνούνε
Κρυφά για ν' ακούν * των ερώτων τα θαύματα.
Ζαλίζει τ' αγιόκλημα * και κατεβαίνω στον κήπο μου
Και θάβω τα πτώματα * των μυστικών μου νεκρών
Και το λώρο το χρυσό * των προδομένων
Αστέρων τους κό * βω να πέσουν στην άβυσσο.
Σκουριάζουν τα σίδερα * και τιμωρώ τον αιώνα τους
Εγώ που δοκίμασα * τις μυριάδες αιχμές
Κι από γιούλια και ναρκίσ * σους το καινούριο
Μαχαίρι ετοιμά * ζω που αρμόζει στους Ήρωες.
Γυμνώνω τα στήθη μου * και ξαπολυούνται οι ανεμοι
Κι ερείπια σαρώνουνε * και χαλασμέvες ψυχές
Κι απ' τα νέφη τα πυκνά * της καθαρίζουν
Τη γη, να φανούν * τα Λιβάδια τα Πάvτερπνα!
ΙΖ΄
ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ' ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά
και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα.
Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη
κι η ανάσα μου διώχνει απ' την όψη της γης
τις στερνές τολύπες του ύπνου.
Και τα δέντρα βαδίζουν στο πλάι μου, εναντίον του ανέμου.
Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα:
Κρήνη την κρύπτη της Ελένης.
Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού.
Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα.
Όθε με δόξα θα περάσω.
Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας
γίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα:
Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος!
Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση.
Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλα
τους χρόνους της οργής πίσω απ' τα σίδερα.
Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο,
τον βυθό της Μαρίνας.
Όπου αγνός θα περπατήσω.
Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας
γίνει πνοές και ανέσπερα πουλιά:
Ωσαννά σημαίνοvτας ο ερχόμενος!
Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ' ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά
και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα.
Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη
κι η ανάσα μου διώχνει απ' την όψη της γης
τις στερνές τολύπες του ύπνου.
Και τα δέντρα βαδίζουν στο πλάι μου, εναντίον του ανέμου.
Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα:
Κρήνη την κρύπτη της Ελένης.
Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού.
Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα.
Όθε με δόξα θα περάσω.
Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας
γίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα:
Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος!
Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση.
Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλα
τους χρόνους της οργής πίσω απ' τα σίδερα.
Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο,
τον βυθό της Μαρίνας.
Όπου αγνός θα περπατήσω.
Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας
γίνει πνοές και ανέσπερα πουλιά:
Ωσαννά σημαίνοvτας ο ερχόμενος!
Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
ΙΗ΄
ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ' ακολουθούν κορίτσια κυανά
κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ' αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,
άγιος, άγιος, φωνάζοντας.
Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας,
αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.
Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης,
μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.
Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.
Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους
κλείνω κι εμπιστεύομαι.
Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.
Γι' αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά,
στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων.
Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματα μου!
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει.
Xτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.
Συνέχεια: ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ
ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ' ακολουθούν κορίτσια κυανά
κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ' αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,
άγιος, άγιος, φωνάζοντας.
Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας,
αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.
Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης,
μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.
Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.
Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους
κλείνω κι εμπιστεύομαι.
Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.
Γι' αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά,
στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων.
Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματα μου!
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει.
Xτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.
Συνέχεια: ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.