Του Μισέλ Ισόν*
Κάνοντας την έξοδο από το ευρώ προαπαιτούμενη προϋπόθεση
κάθε εναλλακτικής πολιτικής, οι αριστεροί οπαδοί ενός
τέτοιου προσανατολισμού διαπράττουν ένα τριπλό στρατηγικό
σφάλμα, που υπερβαίνει την αποτίμηση των οικονομικών
αποτελεσμάτων της.
1. Η έξοδος από το ευρώ θα έδινε στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ένα όπλο φοβερό, την κερδοσκοπία σε βάρος του «νέου» νομίσματος, και θα στερούσε διά μιας τη χώρα που θα την αποφάσιζε από ένα μέσο πίεσης αποφασιστικής σημασίας στην αναμέτρηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η έξοδος από το ευρώ θα έπρεπε να χρησιμοποιείται σαν απειλή στην οικοδόμηση ενός συσχετισμού δύναμης.
2. Η ανάδειξη της εξόδου από το ευρώ σε κύριο άξονα του πολιτικού λόγου, ισοδυναμεί στην πράξη με απόρριψη κάθε σχεδίου επαναθεμελίωσης της Ευρώπης. Η νομιμοποίηση μιας στρατηγικής μονομερούς ρήξης με το ευρωφιλελεύθερο οικοδόμημα θα όφειλε να στηρίζεται σε ένα συνεργατικό σχέδιο για την Ευρώπη.
3. Η αντιστροφή των σκοπών (μια άλλη πολιτική) και των μέσων (έξοδος από το ευρώ) καθιστά πολύ δύσκολη την ξεκάθαρη διαφοροποίηση από τη θέση του Εθνικού Μετώπου. Οφείλουμε να πούμε ποια ακριβώς εναλλακτική προοπτική θα μπορούσε να καταστεί δυνατή με μια έξοδο από το ευρώ.
1. Η έξοδος από το ευρώ θα έδινε στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ένα όπλο φοβερό, την κερδοσκοπία σε βάρος του «νέου» νομίσματος, και θα στερούσε διά μιας τη χώρα που θα την αποφάσιζε από ένα μέσο πίεσης αποφασιστικής σημασίας στην αναμέτρηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η έξοδος από το ευρώ θα έπρεπε να χρησιμοποιείται σαν απειλή στην οικοδόμηση ενός συσχετισμού δύναμης.
2. Η ανάδειξη της εξόδου από το ευρώ σε κύριο άξονα του πολιτικού λόγου, ισοδυναμεί στην πράξη με απόρριψη κάθε σχεδίου επαναθεμελίωσης της Ευρώπης. Η νομιμοποίηση μιας στρατηγικής μονομερούς ρήξης με το ευρωφιλελεύθερο οικοδόμημα θα όφειλε να στηρίζεται σε ένα συνεργατικό σχέδιο για την Ευρώπη.
3. Η αντιστροφή των σκοπών (μια άλλη πολιτική) και των μέσων (έξοδος από το ευρώ) καθιστά πολύ δύσκολη την ξεκάθαρη διαφοροποίηση από τη θέση του Εθνικού Μετώπου. Οφείλουμε να πούμε ποια ακριβώς εναλλακτική προοπτική θα μπορούσε να καταστεί δυνατή με μια έξοδο από το ευρώ.
Μια κοινή διάγνωση:
Με την πάροδο του χρόνου και την εμπειρία της κρίσης
μπορούμε καλύτερα να υπολογίσουμε μέχρι ποιο σημείο η
δημιουργία του ευρώ υπήρξε καταστροφή για τους ευρωπαϊκούς
λαούς και για την ίδια την ιδέα της Ευρώπης. Εξ ορισμού το
ενιαίο νόμισμα καθιστά αδύνατη κάθε προσαρμογή της τιμής
του συναλλάγματος, παρόλα αυτά δεν έχει προβλεφθεί
οποιοσδήποτε μηχανισμός μεταβιβάσεων: αυστηροί
περιορισμοί για τους κρατικούς προϋπολογισμούς, απαγόρευση
της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων των κρατών μελών από την
ΕΚΤ κ.λπ. Στις συνθήκες αυτές τέθηκε σε λειτουργία ένας
δαιμονισμένος μηχανισμός από τη στιγμή που τα ποσοστά
πληθωρισμού άρχισαν να διαφοροποιούνται μεταξύ των χωρών
μελών.
Αυτό ήταν αναπόφευκτο από τη στιγμή που υπάρχουν δομικές διαφορές μεταξύ των οικονομιών της ευρωζώνης (παρότι κανείς δεν είχε πραγματικά τονίσει αυτό το πρόβλημα). Από τη στιγμή εκείνη, ο υψηλότερος πληθωρισμός στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου οδηγεί σε απώλεια ανταγωνιστικότητας που δεν μπορεί να ελεγχθεί με τίποτα. Το πλήγμα της κρίσης είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της εισαγωγής κεφαλαίων που θα επέτρεπαν την κάλυψη των εμπορικών ελλειμμάτων του Νότου. Και ο αποκλεισμός αυτής της πηγής ή της χρηματοδότησης από τις κεντρικές τράπεζες προκάλεσε την έκρηξη της κρίσης χρέους. Τέλος, κάτω από αυτή την ειδική κρίση χρέους διακρίνεται μια πιο κλασική κρίση, η κρίση αποδοτικότητας του κεφαλαίου, που εντείνει τη διαφοροποίηση των εθνικών οικονομιών στο εσωτερικό αυτής της οικονομικής και νομισματικής «Ένωσης».
Η κατάσταση αυτή είναι αδιέξοδη από τη στιγμή που όλα τα εργαλεία που θα επέτρεπαν τη διαχείρισή της είναι κατά κάποιο τρόπο αντισυνταγματικά. Ο δρόμος που επέλεξαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, επέφερε κάποια αποδιάρθρωση των ευρωφιλελεύθερων συνταγών, αλλά πολύ σύντομα οδήγησε σε μια θεραπεία σοκ. Η οποία είναι καταφανώς «ανόητη» ή «ανορθολογική», από τη στιγμή που η δημοσιονομική λιτότητα παράγει ύφεση, ανεργία και δημοσιονομικά ελλείμματα. Σ’ αυτό το σημείο αναφέρεται η κεϊνσιανή κριτική, η οποία είναι μεν τέλεια θεμελιωμένη, αλλά παραβλέπει τη λογική αυτής της πολιτικής, η οποία αποβλέπει στην ελαχιστοποίηση του κόστους εργασίας, τη διάλυση του συστήματος κοινωνικής προστασίας και συλλογικών διαπραγματεύσεων, και τελικά στην αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους.
Αυτή η θεραπεία σοκ προκαλεί προφανώς βαθιές και διαρκείς βλάβες, ακόμη κι από τη σκοπιά του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, γιατί οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις υποφέρουν από την ύφεση, μένουν πίσω από την άποψη των επενδύσεων κ.λπ. Αυτό δεν εμποδίζει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που εκπροσωπούν, να υιοθετούν συνειδητά και ξεκάθαρα αυτή τη βίαιη και κοινωνικά επιθετική στρατηγική: η κρίση προσφέρει μια πολύ καλή ευκαιρία.
Αυτό ήταν αναπόφευκτο από τη στιγμή που υπάρχουν δομικές διαφορές μεταξύ των οικονομιών της ευρωζώνης (παρότι κανείς δεν είχε πραγματικά τονίσει αυτό το πρόβλημα). Από τη στιγμή εκείνη, ο υψηλότερος πληθωρισμός στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου οδηγεί σε απώλεια ανταγωνιστικότητας που δεν μπορεί να ελεγχθεί με τίποτα. Το πλήγμα της κρίσης είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της εισαγωγής κεφαλαίων που θα επέτρεπαν την κάλυψη των εμπορικών ελλειμμάτων του Νότου. Και ο αποκλεισμός αυτής της πηγής ή της χρηματοδότησης από τις κεντρικές τράπεζες προκάλεσε την έκρηξη της κρίσης χρέους. Τέλος, κάτω από αυτή την ειδική κρίση χρέους διακρίνεται μια πιο κλασική κρίση, η κρίση αποδοτικότητας του κεφαλαίου, που εντείνει τη διαφοροποίηση των εθνικών οικονομιών στο εσωτερικό αυτής της οικονομικής και νομισματικής «Ένωσης».
Η κατάσταση αυτή είναι αδιέξοδη από τη στιγμή που όλα τα εργαλεία που θα επέτρεπαν τη διαχείρισή της είναι κατά κάποιο τρόπο αντισυνταγματικά. Ο δρόμος που επέλεξαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, επέφερε κάποια αποδιάρθρωση των ευρωφιλελεύθερων συνταγών, αλλά πολύ σύντομα οδήγησε σε μια θεραπεία σοκ. Η οποία είναι καταφανώς «ανόητη» ή «ανορθολογική», από τη στιγμή που η δημοσιονομική λιτότητα παράγει ύφεση, ανεργία και δημοσιονομικά ελλείμματα. Σ’ αυτό το σημείο αναφέρεται η κεϊνσιανή κριτική, η οποία είναι μεν τέλεια θεμελιωμένη, αλλά παραβλέπει τη λογική αυτής της πολιτικής, η οποία αποβλέπει στην ελαχιστοποίηση του κόστους εργασίας, τη διάλυση του συστήματος κοινωνικής προστασίας και συλλογικών διαπραγματεύσεων, και τελικά στην αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους.
Αυτή η θεραπεία σοκ προκαλεί προφανώς βαθιές και διαρκείς βλάβες, ακόμη κι από τη σκοπιά του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, γιατί οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις υποφέρουν από την ύφεση, μένουν πίσω από την άποψη των επενδύσεων κ.λπ. Αυτό δεν εμποδίζει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που εκπροσωπούν, να υιοθετούν συνειδητά και ξεκάθαρα αυτή τη βίαιη και κοινωνικά επιθετική στρατηγική: η κρίση προσφέρει μια πολύ καλή ευκαιρία.
Το δίλημμα της αριστεράς
Γύρω από τις ακόλουθες δύο ιδέες υπάρχει αρκετά πλατιά συναίνεση:
«Αν θέλαμε να οικοδομήσουμε μια κοινή νομισματική ζώνη, θα έπρεπε να διαλέξουμε μια άλλη μέθοδο κι όχι αυτή που υιοθετήθηκε με την ΟΝΕ. Και θα είχαμε προτιμήσει μια διαφορετική αφετηρία και όχι τη σημερινή κατάσταση της ευρωζώνης.» (Μάριο Νούτι).
«Το ενιαίο νόμισμα και και η θεσμική και νομική κιγκαλερία που το στηρίζει (ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, σύμφωνο σταθερότητας) απαγορεύουν οποιαδήποτε πολιτική αποβλέπει ταυτόχρονα στην απόκρουση της έντασης των ανισοτήτων και την κατάργηση της κυριαρχίας, που υπηρετεί μια κυρίαρχη τάξη υποταγμένη στις απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος .» (Σερζ Αλιμί).
Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση δύο τοποθετήσεις είναι λογικά δυνατές: η επαναθεμελίωση ή η έξοδος. Πρόκειται για δύο στρατηγικής σημασίας προσανατολισμούς και όχι για προβλέψεις της τροχιάς της ευρωζώνης. Τα σχέδια επαναθεμελίωσης του ευρώ προσφέρουν ένα πολύ ευρύ φάσμα προτάσεων και μοιράζονται χοντρικά τον ίδιο στόχο: έξοδος από την κρίση, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παίρνει στην Ευρώπη, με αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού, έτσι ώστε να διασωθεί αυτό συνηθίζουμε να αποκαλούμε ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Ο βαθμός ριζοσπαστικότητας αυτών των σχεδίων μπορεί να ποικίλλει, αλλά όλες αυτές οι προτάσεις προσκρούουν σε μια όμοια κριτική: προυποθέτουν μια ελάχιστη συμφωνία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, η οποία φαίνεται να είναι αδύνατη. Αυτοί, λοιπόν, που τις υποστηρίζουν βαφτίζονται «ευρωπαϊστές», και κατηγορούνται ότι υποτιμούν τη σημερινή κατάσταση του συσχετισμού δύναμης και το δεσπόζον βάρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η άλλη τοποθέτηση έχει μια τέλεια λογική: αφού το ευρώ οδήγησε σε τέτοιες καταστροφές πρέπει και αρκεί να βγούμε από αυτό. Εκτός από το επιχείρημα ότι έτσι ξαναβρίσκουμε τη δυνατότητα να ρυθμίζουμε την τιμή του συναλλάγματος και να χρηματοδοτούμε τα ελλείμματα χωρίς προσφυγή στις χρηματοπιστωτικές αγορές, κατατίθενται και άλλα: η υποτίμηση δεν επιτρέπει μόνο την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, αλλά δίνει τη δυνατότητα στην πάλη των τάξεων να ξαναβρεί τη «φυσική» περίμετρό της, του εθνικού κράτους.
Είναι απολύτως απαραίτητο να βγούμε από αυτό το πλαστό δίλημμα, γιατί εμποδίζει την αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αριστερά.
«Αν θέλαμε να οικοδομήσουμε μια κοινή νομισματική ζώνη, θα έπρεπε να διαλέξουμε μια άλλη μέθοδο κι όχι αυτή που υιοθετήθηκε με την ΟΝΕ. Και θα είχαμε προτιμήσει μια διαφορετική αφετηρία και όχι τη σημερινή κατάσταση της ευρωζώνης.» (Μάριο Νούτι).
«Το ενιαίο νόμισμα και και η θεσμική και νομική κιγκαλερία που το στηρίζει (ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, σύμφωνο σταθερότητας) απαγορεύουν οποιαδήποτε πολιτική αποβλέπει ταυτόχρονα στην απόκρουση της έντασης των ανισοτήτων και την κατάργηση της κυριαρχίας, που υπηρετεί μια κυρίαρχη τάξη υποταγμένη στις απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος .» (Σερζ Αλιμί).
Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση δύο τοποθετήσεις είναι λογικά δυνατές: η επαναθεμελίωση ή η έξοδος. Πρόκειται για δύο στρατηγικής σημασίας προσανατολισμούς και όχι για προβλέψεις της τροχιάς της ευρωζώνης. Τα σχέδια επαναθεμελίωσης του ευρώ προσφέρουν ένα πολύ ευρύ φάσμα προτάσεων και μοιράζονται χοντρικά τον ίδιο στόχο: έξοδος από την κρίση, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παίρνει στην Ευρώπη, με αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού, έτσι ώστε να διασωθεί αυτό συνηθίζουμε να αποκαλούμε ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Ο βαθμός ριζοσπαστικότητας αυτών των σχεδίων μπορεί να ποικίλλει, αλλά όλες αυτές οι προτάσεις προσκρούουν σε μια όμοια κριτική: προυποθέτουν μια ελάχιστη συμφωνία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, η οποία φαίνεται να είναι αδύνατη. Αυτοί, λοιπόν, που τις υποστηρίζουν βαφτίζονται «ευρωπαϊστές», και κατηγορούνται ότι υποτιμούν τη σημερινή κατάσταση του συσχετισμού δύναμης και το δεσπόζον βάρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η άλλη τοποθέτηση έχει μια τέλεια λογική: αφού το ευρώ οδήγησε σε τέτοιες καταστροφές πρέπει και αρκεί να βγούμε από αυτό. Εκτός από το επιχείρημα ότι έτσι ξαναβρίσκουμε τη δυνατότητα να ρυθμίζουμε την τιμή του συναλλάγματος και να χρηματοδοτούμε τα ελλείμματα χωρίς προσφυγή στις χρηματοπιστωτικές αγορές, κατατίθενται και άλλα: η υποτίμηση δεν επιτρέπει μόνο την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, αλλά δίνει τη δυνατότητα στην πάλη των τάξεων να ξαναβρεί τη «φυσική» περίμετρό της, του εθνικού κράτους.
Είναι απολύτως απαραίτητο να βγούμε από αυτό το πλαστό δίλημμα, γιατί εμποδίζει την αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αριστερά.
Οι απορίες της εξόδου από το ευρώ
Υπάρχουν δύο σημαντικά οικονομικά επιχειρήματα κατά
της εξόδου. Το πρώτο είναι το επιχείρημα του χρέους: τώρα
υπολογίζεται σε ευρώ, ενώ με την υποτίμηση του νέου
νομίσματος το ύψος του θα αυξηθεί κατά το ποσοστό της
υποτίμησης. (...)
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η έξοδος από το ευρώ θα συμβεί σε ένα περιβάλλον ασυγκράτητης κερδοσκοπίας, που δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ακόμα και με τον πιο αυστηρό έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων. (...) Ο έλεγχος μπορεί να εμποδίσει τα κεφάλαια να φύγουν, αλλά δεν μπορεί να τα αναγκάσει να μπουν για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα. (...)
Αυτή η πρώτη συζήτηση μας επιτρέπει, επίσης, να διαπιστώσουμε ότι οι αριστεροί οπαδοί της εξόδου δεν προσεγγίζουν με τον ίδιο τρόπο το κεντρικό ζήτημα του δημόσιου χρέους. Ο Ζακ Σαπίρ θεωρεί ότι για τη Γαλλία θα αρκούσε μια υποτίμηση κατά 15% και το βάρος που θα πρόσθετε αυτή στο χρέος θα εκτονωνόταν γρήγορα χάρη στη θεαματική αύξηση της μεγέθυνσης που θα προκαλούσε η υποτίμηση. (...)
Ο Κώστας Λαπαβίτσας ακολουθεί έναν άλλο συλλογισμό: «Η υποτίμηση θα ακολουθηθεί από μια στάση πληρωμών και μια αναδιάρθρωση του χρέους. Για να αποφευχθεί η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι απαραίτητη η εθνικοποίηση των τραπεζών, γεγονός που θα οδηγούσε στη δημιουργία δημόσιου τραπεζικού τομέα. Τέλος, για να υποστηριχθεί η μεγέθυνση και η απασχόληση, θα πρέπει να επεκταθεί η δημόσια ιδιοκτησία σε μια σειρά τομείς-κλειδιά. (...) Σ’ αυτή τη βάση, θα ήταν εφικτό να αναπτυχθεί μια βιομηχανική πολιτική που θα κινητοποιούσε δημόσιους πόρους και πιστώσεις».
Το πρόβλημα είναι ότι ο Κ. Λαπαβίτσας δεν εξηγεί γιατί η έξοδος από το ευρώ θα ήταν προαπαιτούμενη προϋπόθεση για μια τέτοια πολιτική, και κυρίως δεν απαντά στο μείζον επιχείρημα: βγαίνοντας από το ευρώ η Γαλλία, η Ελλάδα ή μια άλλη χώρα θα πρόσφερε στις χρηματοπιστωτικές αγορές ένα εκπληκτικό μέσο πίεσης μέσω της κερδοσκοπίας επί του νέου νομίσματος, που μέσα σ’ ένα φαύλο κύκλο πληθωρισμού/υποτίμησης θα υπονόμευε κάθε εναλλακτική πολιτική. (...)
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η έξοδος από το ευρώ θα συμβεί σε ένα περιβάλλον ασυγκράτητης κερδοσκοπίας, που δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ακόμα και με τον πιο αυστηρό έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων. (...) Ο έλεγχος μπορεί να εμποδίσει τα κεφάλαια να φύγουν, αλλά δεν μπορεί να τα αναγκάσει να μπουν για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα. (...)
Αυτή η πρώτη συζήτηση μας επιτρέπει, επίσης, να διαπιστώσουμε ότι οι αριστεροί οπαδοί της εξόδου δεν προσεγγίζουν με τον ίδιο τρόπο το κεντρικό ζήτημα του δημόσιου χρέους. Ο Ζακ Σαπίρ θεωρεί ότι για τη Γαλλία θα αρκούσε μια υποτίμηση κατά 15% και το βάρος που θα πρόσθετε αυτή στο χρέος θα εκτονωνόταν γρήγορα χάρη στη θεαματική αύξηση της μεγέθυνσης που θα προκαλούσε η υποτίμηση. (...)
Ο Κώστας Λαπαβίτσας ακολουθεί έναν άλλο συλλογισμό: «Η υποτίμηση θα ακολουθηθεί από μια στάση πληρωμών και μια αναδιάρθρωση του χρέους. Για να αποφευχθεί η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι απαραίτητη η εθνικοποίηση των τραπεζών, γεγονός που θα οδηγούσε στη δημιουργία δημόσιου τραπεζικού τομέα. Τέλος, για να υποστηριχθεί η μεγέθυνση και η απασχόληση, θα πρέπει να επεκταθεί η δημόσια ιδιοκτησία σε μια σειρά τομείς-κλειδιά. (...) Σ’ αυτή τη βάση, θα ήταν εφικτό να αναπτυχθεί μια βιομηχανική πολιτική που θα κινητοποιούσε δημόσιους πόρους και πιστώσεις».
Το πρόβλημα είναι ότι ο Κ. Λαπαβίτσας δεν εξηγεί γιατί η έξοδος από το ευρώ θα ήταν προαπαιτούμενη προϋπόθεση για μια τέτοια πολιτική, και κυρίως δεν απαντά στο μείζον επιχείρημα: βγαίνοντας από το ευρώ η Γαλλία, η Ελλάδα ή μια άλλη χώρα θα πρόσφερε στις χρηματοπιστωτικές αγορές ένα εκπληκτικό μέσο πίεσης μέσω της κερδοσκοπίας επί του νέου νομίσματος, που μέσα σ’ ένα φαύλο κύκλο πληθωρισμού/υποτίμησης θα υπονόμευε κάθε εναλλακτική πολιτική. (...)
Τα μαγικά αποτέλεσματα της υποτίμησης
Ένα από τα θεωρήματα των οπαδών της εξόδου υποστηρίζει
ότι αυτή είναι «όρος απαραίτητος και αναγκαίος για την
εφαρμογή μιας εναλλακτικής πολιτικής, αλλά δεν είναι
καθόλου επαρκής». Ο Ζακ Σαπίρ υπογραμμίζει ότι η έξοδος από
το ευρώ έχει νόημα μόνο αν συνοδεύεται από «θεσμικές
αλλαγές και αλλαγές μακροοικονομικής πολιτικής». Οι
αλλαγές αυτές στην πραγματικότητα αντιστρατεύονται την
ευρωφιλελεύθερη πολιτική, αλλά γιατί θα ήταν αδύνατο να
γίνουν μονομερώς και γιατί θα διευκολύνονταν με μια έξοδο
από το ευρώ;
Ο Ζακ Σαπίρ προτείνει μια άσκηση υποτίμησης, σύμφωνα με την οποία μια υποτίμηση κατά 20% του «φράγκου» θα είχαμε μεγέθυνση της τάξης του 5% και η ανεργία θα υποχωρούσε κατά 1,5 εκ. ανέργους μέσα σε πέντε χρόνια. (...) Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν ότι παραμένουμε κλεισμένοι μέσα στην πίστη ότι η γαλλική οικονομία και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι στερημένες μόνο λόγω της συμμετοχής τους στο ευρώ. Η πραγματικότητα, όμως, δεν επαληθεύει τους υπολογισμούς του Σαπίρ. Το Ενωμένο Βσίλειο δεν μετέχει στο ευρώ και συνεπώς μπορεί να ρυθμίζει την τιμή συναλλάγματος. Η στερλίνα άξιζε περίπου 1,5 ευρώ πριν την κρίση και κατόπιν έπεσε στα 1,2 ευρώ. Υπήρξε, δηλαδή, μια υποτίμηση κατά 20%, χωρίς ωστόσο να παρατηρηθεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα αυτής της υποτίμησης στη μεγέθυνση του ΑΕΠ (πίνακας 1).
Ο Ζακ Σαπίρ προτείνει μια άσκηση υποτίμησης, σύμφωνα με την οποία μια υποτίμηση κατά 20% του «φράγκου» θα είχαμε μεγέθυνση της τάξης του 5% και η ανεργία θα υποχωρούσε κατά 1,5 εκ. ανέργους μέσα σε πέντε χρόνια. (...) Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν ότι παραμένουμε κλεισμένοι μέσα στην πίστη ότι η γαλλική οικονομία και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι στερημένες μόνο λόγω της συμμετοχής τους στο ευρώ. Η πραγματικότητα, όμως, δεν επαληθεύει τους υπολογισμούς του Σαπίρ. Το Ενωμένο Βσίλειο δεν μετέχει στο ευρώ και συνεπώς μπορεί να ρυθμίζει την τιμή συναλλάγματος. Η στερλίνα άξιζε περίπου 1,5 ευρώ πριν την κρίση και κατόπιν έπεσε στα 1,2 ευρώ. Υπήρξε, δηλαδή, μια υποτίμηση κατά 20%, χωρίς ωστόσο να παρατηρηθεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα αυτής της υποτίμησης στη μεγέθυνση του ΑΕΠ (πίνακας 1).
Υποτίμηση/πληθωρισμός και διανομή εισοδήματος
Η τροποποίηση της διανομής της προστιθέμενης αξίας είναι
σίγουρα απαραίτητος μοχλός κάθε εναλλακτικής πολιτικής.
Όμως, ο στόχος αυτός δύσκολα μπορεί να συμβαδίσει με τα
αποτελέσματα μιας υποτίμησης. Για να μην καταλήξει μια
έξοδος από το ευρώ σε μια «διαδικασία ισχυρού και
αυτοτροφοδοτούμενου πληθωρισμού», ο Σαπίρ προβλέπει «ένα
πρόσκαιρο (τριων μηνών) πάγωμα των τιμών και των μισθών και τη
σύσταση ενός Εθνικού Συμβουλίου Τιμών, με τη συμμετοχή της
κυβέρνησης, των συνδικάτων και της εργοδοσίας, που θα
διαπραγματευτεί τους όρους εξόδου από το πάγωμα».
Το πάγωμα αυτό έχει όνομα: μισθολογική λιτότητα. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσει σε τρεις μήνες, γιατί ο κύκλος πληθωρισμός/υποτίμηση θα συνεχίζεται πέρα από το «πρόσκαιρο» πάγωμα, πράγμα που το αναγνωρίζει και ο Σαπίρ: «Δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε έναν δομικό πληθωρισμό της τάξης του 4% ή 6%, ο οποίος θα επέβαλλε υποτιμήσεις κάθε 12 ή 18 μήνες». Πρέπει να πούμε ότι ο κύκλος αυτός δεν θα τροφοδοτείται μόνο από εσωτερικούς παράγοντες (σχέση μισθών και κερδών), αλλά και από την κερδοσκοπία σε βάρος του νομίσματος.
Το πάγωμα αυτό έχει όνομα: μισθολογική λιτότητα. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσει σε τρεις μήνες, γιατί ο κύκλος πληθωρισμός/υποτίμηση θα συνεχίζεται πέρα από το «πρόσκαιρο» πάγωμα, πράγμα που το αναγνωρίζει και ο Σαπίρ: «Δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε έναν δομικό πληθωρισμό της τάξης του 4% ή 6%, ο οποίος θα επέβαλλε υποτιμήσεις κάθε 12 ή 18 μήνες». Πρέπει να πούμε ότι ο κύκλος αυτός δεν θα τροφοδοτείται μόνο από εσωτερικούς παράγοντες (σχέση μισθών και κερδών), αλλά και από την κερδοσκοπία σε βάρος του νομίσματος.
Εξοδος από το ευρώ και κοινό νόμισμα
Ο Φρεντερίκ Λορντόν επαναφέρει την πρόταση για «κοινό
νόμισμα». Με άλλα λόγια, ένα σύστημα νομισματικό που
συνδυάζει ένα ευρώ για τις εωτερικές συναλλαγές και εθνικά
ευρώ (ευρω-φράγκο, ευρω-πεσέτα κ.λπ.) Τα εθνικά ευρώ θα είχαν
σταθερές ισοτιμίες, οι οποίες όμως θα μπορούσαν να
επαναπροσδιορίζονται.
Ας φανταστούμε ότι η Ισπανία, όπως πριν την κρίση, είχε εμπορικό έλλειμμα 9%. Πώς και με ποιους όρους θα αίρονταν τα απαραίτητα κεφάλαια για την κάλυψή του; Ή μήπως θα πρέπει όλες οι χώρες που μετέχουν στο «κοινό νόμισμα» να έχουν αυστηρά ισορροπημένο εμπορικό ισοζύγιο; Πέρα από τα τεχνικοοικονομικά υπάρχουν και τα πολιτικά ζητήματα: Πώς θα γινόταν να αποδεχθεί η Γερμανία την αποτίμηση του νομίσματός της και τις υποτιμήσεις των άλλων χωρών μέσα από μια «διακρατική διαπραγμάτευση»;
Το κοινό νόμισμα θα επανέφερε τη διαδικασία των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, οι οποίες επιτρέπουν το ροκάνισμα του μεριδίου των αγορών του γείτονα. Η βιωσιμότητα ενός τέτοιου μοντέλου συνεπάγεται ένα βαθμό συντονισμού τουλάχιστον ίσο με εκείνον που οι αντιευρωπαϊστές κρίνουν εντελώς αδύνατο.
Ο Λορντόν ομολογεί ότι «η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα μειώνει την πολιτική ενέργεια που χρειάζεται για να ξεκινήσει ένα νέο συλλογικό νομισματικό οικοδόμημα». Το εκπληκτικό, όμως, είναι πώς βλέπει αυτό το νέο οικοδόμημα: «Σ’ αυτή τη νέα οικονομική και νομισματική Ευρώπη θα γίνουν δεκτές χώρες που ο μέσος ή κατώτατος μισθός δεν θα είναι κατώτερος του 75%, για παράδειγμα, του μέσου όρου των μέσων ή κατώτατων μισθών των άλλων κρατών – μελών». Πέρα από όλα τα άλλα, πώς μπορείς να υπολογίσεις το μέσο όρο των άλλων χωρών, τη στιγμή που δεν υπάρχει καμία;
Θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη το κατά κεφαλή ΑΕΠ, αλλά τότε σ’ αυτή την ένωση δεν θα μπορούσαν να μετάσχουν ούτε οι μισές ευρωπαϊκές χώρες (πίνακας 2).
Ας φανταστούμε ότι η Ισπανία, όπως πριν την κρίση, είχε εμπορικό έλλειμμα 9%. Πώς και με ποιους όρους θα αίρονταν τα απαραίτητα κεφάλαια για την κάλυψή του; Ή μήπως θα πρέπει όλες οι χώρες που μετέχουν στο «κοινό νόμισμα» να έχουν αυστηρά ισορροπημένο εμπορικό ισοζύγιο; Πέρα από τα τεχνικοοικονομικά υπάρχουν και τα πολιτικά ζητήματα: Πώς θα γινόταν να αποδεχθεί η Γερμανία την αποτίμηση του νομίσματός της και τις υποτιμήσεις των άλλων χωρών μέσα από μια «διακρατική διαπραγμάτευση»;
Το κοινό νόμισμα θα επανέφερε τη διαδικασία των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, οι οποίες επιτρέπουν το ροκάνισμα του μεριδίου των αγορών του γείτονα. Η βιωσιμότητα ενός τέτοιου μοντέλου συνεπάγεται ένα βαθμό συντονισμού τουλάχιστον ίσο με εκείνον που οι αντιευρωπαϊστές κρίνουν εντελώς αδύνατο.
Ο Λορντόν ομολογεί ότι «η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα μειώνει την πολιτική ενέργεια που χρειάζεται για να ξεκινήσει ένα νέο συλλογικό νομισματικό οικοδόμημα». Το εκπληκτικό, όμως, είναι πώς βλέπει αυτό το νέο οικοδόμημα: «Σ’ αυτή τη νέα οικονομική και νομισματική Ευρώπη θα γίνουν δεκτές χώρες που ο μέσος ή κατώτατος μισθός δεν θα είναι κατώτερος του 75%, για παράδειγμα, του μέσου όρου των μέσων ή κατώτατων μισθών των άλλων κρατών – μελών». Πέρα από όλα τα άλλα, πώς μπορείς να υπολογίσεις το μέσο όρο των άλλων χωρών, τη στιγμή που δεν υπάρχει καμία;
Θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη το κατά κεφαλή ΑΕΠ, αλλά τότε σ’ αυτή την ένωση δεν θα μπορούσαν να μετάσχουν ούτε οι μισές ευρωπαϊκές χώρες (πίνακας 2).
Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος του άρθρου του Μισέλ Ισόν,
εξετάζεται το επείγον για τη γαλλική αριστερά ζήτημα πώς
διαφοροποιείται πολιτικά η θέση της απέναντι στο Εθνικό
Μέτωπο, που προπαγανδίζει την έξοδο από το ευρώ, και ο
συγγραφέας εκθέτει τη δική του θέση για το συγκεκριμένο
ζήτημα.
* Ο Μισέλ Ισόν είναι οικονομολόγος του Ινστιτούτου
οικονομικών και κοινωνικών ερευνών-IRES και μέλος του
επιστημονικού συμβουλίου της ATTAC
Πίνακας 1: Τιμή συναλλάγματος και ρυθμός μεγέθυνσης στο Ενωμένο Βασίλειο 1999-2013
Πίνακας 2: Κατά κεφαλή ΑΕΠ το 2012 (ευρωζώνη=100)
Πηγή: Εποχή
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.