«Τους αντιπάλους σου ή πρέπει να τους παίρνεις με το μέρος σου ή να τους εξοντώνεις» - Νικολό Μακιαβέλι
Ο Νικολό Μακιαβέλι ήταν Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας. Γεννημένος στη Φλωρεντία, γιος του φτωχού Μπερνάρντο Μακιαβέλι και της Μπαρτολομέα Νέλι. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, ο πατέρας του φρόντισε ώστε ο νεαρός Νικολό να λάβει ουμανιστική εκπαίδευση, σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα της εποχής. Τα προσόντα αυτά και οι σχέσεις του με Φλωρεντίνους ουμανιστές είχαν ως αποτέλεσμα να λάβει το 1498 το αξίωμα δεύτερου καγκελαρίου της Φλωρεντιανής Δημοκρατίας. Από τη θέση αυτή ο Μακιαβέλι ασχολήθηκε με τη διοίκηση των περιοχών υπό τον έλεγχο της Φλωρεντίας, ενώ ήταν και ένας από τους έξι γραμματείς του πρώτου καγκελάριου και διετέλεσε μέλος του συμβουλίου των “Δέκα του Πολέμου” – συμμετείχε επομένως σε επίσημες διπλωματικές αποστολές και συναντήσεις. Ήρθε έτσι σε επαφή με αρκετές από τις ισχυρότερες πολιτικές προσωπικότητες της Ευρώπης, όπως ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος, ο Πάπας Ιούλιος Β΄ και ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Μαξιμιλιανός Α΄. Εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τον διαβόητο Καίσαρα Βοργία, ο οποίος είχε διοριστεί Δούκας της Ρωμανίας από τον πατέρα του, τον ικανότατο Πάπα Αλέξανδρο ΣΤ΄. Ο εν λόγω Πάπας τον βοήθησε να σχηματίσει βασίλειο στην Κεντρική και Βόρεια Ιταλία και στη συνέχεια ο Καίσαρας έγινε δούκας του κράτους της Ρωμανίας κοντά στη Ρώμη. Κατέκτησε ακόμη το Ρίμινι, το Πεζάρο, το Ουρμπίνο και άλλες πόλεις της Κεντρικής Ιταλίας. Πολλοί τον θεωρούσαν αδίστακτο και δεν απέφευγε ούτε το έγκλημα για να επιτύχει τα σχέδιά του. Ο Μακιαβέλι τον αναφέρει ως υπόδειγμα του ηγεμόνα που καταλαμβάνει την εξουσία μέσω της τύχης και ξένων όπλων και εκτιμά ότι, παρ’ όλη τη σκληρότητα που πράγματι τον διέκρινε, ο Βοργίας αποδείχτηκε πιο φιλάνθρωπος από πολλούς, οι οποίοι για ανθρωπιστικούς λόγους άφησαν να υποκύψει σχεδόν ολόκληρη η Ιταλία στις ξένες λόγχες. ...
Ο Μακιαβέλι ήταν ένα παιδί της Αναγέννησης, δηλαδή μιας εποχής οπότε ανοίχτηκαν πολλές νέες προοπτικές σε όλους τους τομείς του πολιτισμού. Μελετώντας τον Ηγεμόνα υπό το πρίσμα της ιστορίας και της φιλοσοφίας, παρατηρεί κανείς ανεξάρτητα από την όποια ηθική αξιολόγηση του έργου, νέα ριζοσπαστικά στοιχεία. Εδώ βλέπουμε για πρώτη φορά το έργο του πολιτικού απαλλαγμένο από κάθε είδους μεταφυσική, ηθική ή θεολογική παραφιλολογία.
Με τον Μακιαβέλι ξεκινά η πολιτική φιλοσοφία των νεότερων χρόνων, η οποία αντιλαμβάνεται το κράτος σαν ένα είδος οργανισμού που έχει δημιουργηθεί από τον ίδιο τον άνθρωπο και εξετάζει το επάγγελμα του πολιτικού χωρίς να φοράει τα γυαλιά της ηθικής. Ο Μακιαβέλι είναι ο εμπνευστής της διδασκαλίας της πολιτικής σύνεσης. Η διδασκαλία της σύνεσης βασίζεται στην εμπειρία.
Ταυτόχρονα είναι ο πρώτος σημαντικός πολιτικός φιλόσοφος των νεότερων χρόνων, ο οποίος στηρίζει τη θεωρία του σε συγκεκριμένες εμπειρίες και παρατηρήσεις. Αυτό είναι ένα κοινό σημείο, που τον συνδέει με σημαντικούς ερευνητές της εποχής του, οι οποίοι θεμελίωσαν τις εμπειρικές φυσικές επιστήμες, όπως για παράδειγμα ο αστρονόμος Κοπέρνικος.
Γι’ αυτόν τον λόγο, το έργο του Μακιαβέλι είναι γεμάτο παραδείγματα, με τα οποία αποδεικνύει τις θέσεις του και τα οποία αντλεί από τις ακόλουθες δύο πηγές: τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του και περιστατικά που αναφέρονται στα συγγράμματα των ιστορικών.
Ο Ηγεμόνας
Το ουσιώδες της σκέψης του Μακιαβέλι είναι συμπυκνωμένο σε ένα κείμενο που γράφτηκε τάχιστα, μέσα σε λίγους μήνες, στα τέλη του 1513. Ο Ηγεμόνας, από τα πλέον ονομαστά βιβλία στην ιστορία του πολιτικού στοχασμού, σηματοδοτεί πραγματική καινοτομία. Δημιουργεί κατά πολλούς τρόπους ρήξη με τις προηγούμενες πολιτικές σκέψεις. Είναι αλήθεια ότι σε πολλά σημεία ο Μακιαβέλι επεκτείνει στοχασμούς του Αριστοτέλη ή του Πολύβιου. Ωστόσο οι ασυνέχειες υπερτερούν ευρέως των κληροδοτημάτων.
Λόγω ακριβώς της εγγενούς καινοτομίας του, ο Ηγεμόνας δεν έχει πάψει να γίνεται αντικείμενο μελετών, σχολιασμών, επαίνων, μομφής, επιθέσεων απομιμήσεων και συχνά παρερμηνειών εδώ και περίπου τέσσερις αιώνες. Ο Χόμπς, ο Σπινόζα, ο Μάρξ και πολλοί άλλοι υπήρξαν προσεκτικοί και παθιασμένοι αναγνώστες του έργου. Ελάχιστα κείμενα έχουν προκαλέσει τόσο έντονη γοητεία και τόσο μεγάλη απόρριψη, ίσως και τόσες παρεξηγήσεις.
Μια από τις λέξεις κλειδιά αυτού του κειμένου είναι η virtu. Δεν πρόκειται διόλου για την «αρετή» με τη συνηθισμένη έννοια. Η λέξη virtu καταδεικνύει εδώ τη δύναμη, την ικανότητα δράσης, την επιτηδειότητα την οποία επιδεικνύει κανείς σε μια ενέργεια που το αποτέλεσμα της είναι, το μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης.
Ο πολιτικός αγώνας, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από τη virtu. Εξαρτάται, επίσης, από αυτές τις ίδιες τις καταστάσεις, από την εξέλιξή τους, από τις ενδεχόμενες αιφνίδιες μεταβολές τους. Αυτό το μερίδιο του τυχαίου, ο Μακιαβέλι το αποκαλεί fortuna – η τύχη, η ειμαρμένη, οι τυχαίες και μεταβαλλόμενες περιστάσεις. Διότι ίδιον των ανθρώπινων καταστάσεων είναι να παραμένουν ανοιχτές, κινούμενες, επιρρεπείς σε ξαφνικές και απρόβλεπτες μετατροπές.
Η συγκεκριμένη τέχνη του ηγεμόνα ασκείται στο σημείο συνάντησης της fortuna και της virtu: το θέμα είναι να παραμείνει αποτελεσματικός σε ένα κόσμο όπου τα δεδομένα αλλάζουν και μας διαφεύγουν αδιάκοπα. Εκείνο που σκιαγραφεί ο Μακιαβέλι είναι, κατά μία έννοια, μια γενική θεωρία της δράσης: ούτε πλήρως κυρίαρχης (η τύχη ματαιώνει τα σχέδιά μας), ούτε παντελώς αδύναμης (τα σχέδιά μας προσαρμόζονται και ματαιώνουν τα τυχαία γεγονότα).
Η τέχνη του πολέμου είναι ένα βιβλίο λιγότερο γνωστό και λιγότερο κουραστικό, τουλάχιστον φαινομενικά. Ωστόσο ο Μακιαβέλι δεν διστάζει να γράψει ότι αυτή η τέχνη του πολέμου είναι η μόνη που ταιριάζει σ’ αυτόν που διοικεί. Και εδώ, πάλι, ο λόγος είναι απλός: αυτός ο οποίος κατέχει τούτη την τέχνη αλλά δεν έχει ακόμη την εξουσία, θα καταφέρει να την κατακτήσει.
Και αυτός ο οποίος έχει την εξουσία θα καταφέρει να τη διατηρήσει εναντίον των αντιπάλων του. Αντιθέτως αυτός ο οποίος δεν κατέχει τούτη την τέχνη δεν θα καταφέρει ποτέ να κατακτήσει την εξουσία αν δεν την έχει ήδη κατακτήσει, ούτε θα μπορέσει να τη διατηρήσει αν το έχει ήδη πετύχει.
Είναι λοιπόν ουσιώδες να είναι κανείς «οπλισμένος», όπως λέει ο Μακιαβέλι, πράγμα το οποίο δε σημαίνει να έχει όπλα, αλλά να κατέχει την τέχνη του πολέμου, να γνωρίζει τους νόμους της νικηφόρου μάχης. Ο Μακιαβέλι δεν πλέκει το εγκώμιο του πολέμου. Στη σκέψη του δεν πρόκειται καν περί προτίμησης, αλλά περί διαπίστωσης: αυτή είναι η λειτουργία της πραγματικότητας.
Η μεταβολή που εισάγει η σκέψη του Μακιαβέλι συνίσταται εν κατακλείδι στην αναζήτηση της αλήθειας του κόσμου όπως ακριβώς είναι. Να πάψουμε να κρίνουμε, να θρηνούμε, να ονειρευόμαστε, να συγχέουμε τις επιθυμίες μας με την πραγματικότητα. Να προσπαθούμε, αντίθετα, να αποσυναρμολογούμε τους μηχανισμούς της πραγματικής λειτουργίας της εξουσίας, των ανθρώπινων σχέσεων, της ιστορίας.
Ο Μακιαβέλι περιορίζει το πεδίο του πολιτικού στοχασμού σε ένα κεντρικό θέμα: παίρνω την εξουσία (αν δεν την έχω) ή τη διατηρώ (αν την έχω). Οι έννοιες – κλειδιά δεν είναι πλέον η philia («φιλία» στα αρχαία ελληνικά), αυτή η έμφυτη αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων που διέκρινε ο Αριστοτέλης, ούτε η humanitas («ανθρωπιά» στα λατινικά) την οποία ο Κικέρων καθιστούσε το ελατήριο των δημόσιων πραγμάτων στην κοινότητα των ανθρώπων.
Αυτή η επιστήμη κατάληψης και διατήρησης της εξουσίας γίνεται αντιληπτή από τον Μακιαβέλι με τρόπο κυρίως δυναμικό και όχι στατικό. Αυτό είναι το δεύτερο νέο σημείο: η πολιτική είναι μόνιμη πάλη, αέναη κίνηση, συνεχώς δημιουργία. Το θέμα είναι πάντα το ίδιο: να δημιουργηθούν νέα κράτη. Διότι ο ηγεμόνας οφείλει να αποβλέπει στην επέκταση του, επομένως να έχει το σχέδιο για την απόκτηση νέων κρατών, για την επέκταση της κυριαρχίας και της εξουσίας του.
Στην αντίθετη περίπτωση θα χαθεί, διότι όλοι οι άλλοι θα αυξηθούν εις βάρος του. Η τακτική εκείνου που κυβερνά, λοιπόν, εγγράφεται σε μια κίνηση δίχως τέλος: μάχη για την επέκταση, άμυνα εναντίον των αντιπάλων δυνάμεων, χωρίς να παραλείπει να λαμβάνει υπόψη τη μεταστροφή της κοινής γνώμης, τις αιφνίδιες και επικίνδυνες αλλαγές που προκαλούνται από τα πάθη του λαού. Η δυναμική δεν σταματά ποτέ.
Η ρήξη που πραγματοποιείται με τη σκέψη του Μακιαβέλι είναι η επικέντρωση της πολιτικής ανάλυσης στο παιχνίδι των πολιτικών παθών. Είναι ο πρώτος που συλλαμβάνει με τρόπο τόσο σαφή και ριζοσπαστικό την πολιτική ως διαμάχη παθών (πάθος για επικυριαρχία, πάθος για διακυβέρνηση, πάθος για εκδίκηση) συνδεδεμένων με αγώνες οικονομικών και στρατιωτικών συμφερόντων. Αυτό το παιχνίδι περιπλέκεται εξαιρετικά από τις παρεμβάσεις των παθών του πλήθους.
Το να καταλάβει κάποιος την εξουσία και να τη διατηρήσει, σε τελική ανάλυση τι είναι; Τίποτε άλλο παρά η βέλτιστη προς τα συμφέροντα του χρήση των ανθρώπινων παθών και των αυταπατών που τα συντηρούν. Από αυτή την άποψη, η σκέψη του Μακιαβέλι εξετάζει μόνο την αποτελεσματικότητα. Η επιτυχία, για τον ηγεμόνα, επιτυγχάνεται με συγκεκριμένη και σύμφωνα με τις περιστάσεις επιδεξιότητα, και όχι σε σχέση με ιδανικά, ή ηθικά πρότυπα ή κανόνες. Το ουσιώδες είναι να πετύχεις το σκοπό σου, ασχέτως του τύπου των χρησιμοποιούμενων μέσων.
Βεβαίως, αυτή η έλλειψη ηθικών ενδοιασμών συνέβαλε στο να κριθεί αρνητικά η σκέψη του Μακιαβέλι. Επέτρεψε επίσης την πραγματοποίηση της διολίσθησης από τον όρο «μακιαβελιστής» (που του ανήκει αποκλειστικά) στον όρο «μακιαβελικός» (που του αποδίδεται λανθασμένα). Εν τούτοις, αυτή η ριζική απαισιοδοξία έχει το καλό ότι φέρνει απροκάλυπτα στο φως τη δύναμη των ανθρώπινων παθών και τις αδιάκοπες συγκρούσεις των.
Μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Μακιαβέλι για διάφορα πράγματα, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι φιλοσοφούσε ανέξοδα κλεισμένος στο γραφείο του. Υπήρξε για πολλά χρόνια πολιτικός και διπλωμάτης. Το έργο του γράφτηκε όταν αναγκάστηκε από τις περιστάσεις να μείνει για κάποιο διάστημα μακριά από την πολιτική και με την ελπίδα ότι τα βιβλία θα τον βοηθούσαν να επανέλθει στην πολιτική σκηνή της Φλωρεντίας.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Ο Νικολό Μακιαβέλι ήταν Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας. Γεννημένος στη Φλωρεντία, γιος του φτωχού Μπερνάρντο Μακιαβέλι και της Μπαρτολομέα Νέλι. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, ο πατέρας του φρόντισε ώστε ο νεαρός Νικολό να λάβει ουμανιστική εκπαίδευση, σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα της εποχής. Τα προσόντα αυτά και οι σχέσεις του με Φλωρεντίνους ουμανιστές είχαν ως αποτέλεσμα να λάβει το 1498 το αξίωμα δεύτερου καγκελαρίου της Φλωρεντιανής Δημοκρατίας. Από τη θέση αυτή ο Μακιαβέλι ασχολήθηκε με τη διοίκηση των περιοχών υπό τον έλεγχο της Φλωρεντίας, ενώ ήταν και ένας από τους έξι γραμματείς του πρώτου καγκελάριου και διετέλεσε μέλος του συμβουλίου των “Δέκα του Πολέμου” – συμμετείχε επομένως σε επίσημες διπλωματικές αποστολές και συναντήσεις. Ήρθε έτσι σε επαφή με αρκετές από τις ισχυρότερες πολιτικές προσωπικότητες της Ευρώπης, όπως ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος, ο Πάπας Ιούλιος Β΄ και ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Μαξιμιλιανός Α΄. Εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τον διαβόητο Καίσαρα Βοργία, ο οποίος είχε διοριστεί Δούκας της Ρωμανίας από τον πατέρα του, τον ικανότατο Πάπα Αλέξανδρο ΣΤ΄. Ο εν λόγω Πάπας τον βοήθησε να σχηματίσει βασίλειο στην Κεντρική και Βόρεια Ιταλία και στη συνέχεια ο Καίσαρας έγινε δούκας του κράτους της Ρωμανίας κοντά στη Ρώμη. Κατέκτησε ακόμη το Ρίμινι, το Πεζάρο, το Ουρμπίνο και άλλες πόλεις της Κεντρικής Ιταλίας. Πολλοί τον θεωρούσαν αδίστακτο και δεν απέφευγε ούτε το έγκλημα για να επιτύχει τα σχέδιά του. Ο Μακιαβέλι τον αναφέρει ως υπόδειγμα του ηγεμόνα που καταλαμβάνει την εξουσία μέσω της τύχης και ξένων όπλων και εκτιμά ότι, παρ’ όλη τη σκληρότητα που πράγματι τον διέκρινε, ο Βοργίας αποδείχτηκε πιο φιλάνθρωπος από πολλούς, οι οποίοι για ανθρωπιστικούς λόγους άφησαν να υποκύψει σχεδόν ολόκληρη η Ιταλία στις ξένες λόγχες. ...
Το 1512, με τη βοήθεια των ισπανικών στρατευμάτων του βασιλιά Φερδινάνδου, οι Μέδικοι επιστρέφουν στην Φλωρεντία και καταλύουν την δημοκρατία (repubblica). Ο Μακιαβέλι αποπέμπεται από τη θέση του, ενώ λίγους μήνες αργότερα υφίσταται βασανιστήρια και φυλακίζεται για μικρό διάστημα, ως ύποπτος συμμετοχής σε συνωμοσία εναντίον των Μεδίκων. Αποσύρεται τελικά στο πατρικό κτήμα που είχε στην περιοχή Σαντ’ Αντρέα και εκεί γράφει τον Ηγεμόνα (Il principe, 1513). Το συνολικό έργο του αποτελείται από πολιτειολογικά κείμενα, διπλωματικές εκθέσεις κι αναφορές, δραματική και λυρική ποίηση, και μια αρκετά ογκώδη επιστολογραφία. Έγραψε ακόμη τις Διατριβές πάνω στα δέκα πρώτα βιβλία της Ιστορίας του Τίτου Λίβιου και την θεατρική κωμωδία Μανδραγόρας, όπου εκφράζεται σαφώς η αντικληρικαλιστική του διάθεση.
H δομή του Ηγεμόνα φαίνεται να είναι αριστουργηματικά στημένη ώστε να προσελκύσει από την αρχή το ενδιαφέρον του αναγνώστη· ποιος φτωχός δεν θα δεχόταν ένα δώρο, το καλύτερο, προορισμένο για έναν άρχοντα; «Επιθυμώντας κι εγώ να λάβω την ευχαρίστηση να σας παρουσιάσω ένα ελάχιστο δείγμα της εκτίμησής μου, σκέφτηκα να σας προσφέρω κάτι. Όμως ανάμεσα στα υπάρχοντά μου δε βρήκα κάτι πολυτιμότερο, αλλά και ικανότερο να εκφράσει την αγάπη μου σε σας, από την εμπειρία μου για το πώς κινούνται και λειτουργούν οι ηγέτες, εμπειρία που απέκτησα όχι μόνο ζώντας για πολλά χρόνια δίπλα τους, αλλά και μελετώντας προσεχτικά ιστορία και αρχαία κείμενα. Την όποια εμπειρία μου την συγκέντρωσα σε ένα μικρό κειμενάκι το οποίο και στέλνω στην Εκλαμπρότητά Σας». (1)
Η γνώση και η πείρα που αποκτήθηκαν μετά από μακροχρόνιες μελέτες, προσωπικές εμπειρίες και πολλούς κινδύνους προσφέρονται με σύντομο και κατανοητό τρόπο, αφού οι αναγνώστες αναζητούν περισσότερο σαφείς πρακτικές συμβουλές, παρά αρέσκονται να διαβάζουν σχοινοτενείς και ακατανόητες θεωρητικές αναλύσεις. Με την προβολή της λαϊκής καταγωγής του, ο Μακιαβέλι αρχίζει ήδη να υφαίνει το μεταφυσικό ιστό της οικειότητας. Στην ουσία, κινούμενος στα όρια του μύθου και της ιστορίας, κατασκευάζει έναν λαό ιδανικό, τον οποίο θα καλέσει στο τέλος να πράξει το ιερότερο καθήκον του. Ο τρόπος που τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του μαρτυρεί βαθιά ιστορική παιδεία και πολύχρονη ενασχόληση με πολιτικά ζητήματα. Παρά το θλιβερό γεγονός ότι εξαφανίστηκε κυριολεκτικά η διδασκαλία των αρχαίων Σοφιστών για την ισχύ, ο μεγάλος πολίτης της Φλωρεντίας γνώριζε πιθανότατα την θεωρία του Έλληνα σοφιστή Καρνεάδη για το δίκιο του ισχυρότερου και οπωσδήποτε είχε διαβάσει την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, ένα ανυπέρβλητο έργο που έγραψε ο Θουκυδίδης (460 -398 π.Χ), ο μεγαλύτερος ίσως ιστορικός που έζησε ποτέ στη γη. Αξίζει να παραθέσουμε δύο αποσπάσματα από τις αντίστοιχες εισαγωγές των έργων:
«Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν’ αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, διά να λησμονηθή μετ’ ολίγον.» (1)
Στον Μακιαβέλι διαβάζουμε:
«Το κείμενό μου δεν το παραγέμισα με ρητορείες, ωραιολογίες, συναισθηματισμούς και όλα αυτά τα στολίδια που οι περισσότεροι συνηθίζουν να βάζουν στα γραπτά τους. Ήθελα, αν υπάρξει κάτι που θα μπορούσε να το κάνει ευχάριστο και χρήσιμο, να είναι η αλήθεια και η πρωτοτυπία των όσων υποστηρίζει. Καθόλου δε θα ήθελα να θεωρηθώ αλαζόνας εγώ που, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξεως, τολμώ να μελετήσω και να κωδικοποιήσω κανόνες που θα χρησιμοποιήσουν επιφανείς Ηγέτες, προκειμένου να κυβερνήσουν». (2) Αν και ο ίδιος είναι ταπεινής καταγωγής, μπορεί να κατανοήσει τη φύση του Ηγέτη: «Όμως, όπως εκείνοι που σχεδιάζουν τη ρυμοτομία μιας πόλης κατεβαίνουν στις πεδιάδες για να δουν τη διάταξη των βουνοκορφών και ανεβαίνουν στα βουνά για να δουν τη διάταξη των κάμπων, έτσι ακριβώς, για να καταλάβεις απόλυτα τη φύση ενός λαού, πρέπει να είσαι Ηγέτης του, αλλά και για να καταλάβεις τη φύση του Ηγέτη πρέπει να είσαι άνθρωπος του λαού». (1)
Φιλοδοξία του Μακιαβέλι, την οποία νομίζω πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό, είναι να προσφέρει στον αναγνώστη του μια αποτελεσματική διδασκαλία περί αρετών και καθηκόντων και να του δώσει χρήσιμες συμβουλές για τη ζωή του. Αν τώρα θεωρήσουμε ως πεδίο σύγκρουσης ολόκληρο το περίπλοκο φάσμα των κοινωνικών σχέσεων, καταλαβαίνουμε γιατί ο Μακιαβέλι μπορεί να ενδιαφέρει οποιονδήποτε βρίσκεται στην αναπότρεπτη ανθρώπινη ανάγκη να ρυθμίζει ζωτικές υποθέσεις του βίου του με βάση τη διάκριση εχθρού – φίλου και να υπολογίζει κάθε φορά τους συσχετισμούς δύναμης που λειτουργούν στη σφαίρα της δραστηριότητάς του. Αν και διαπραγματεύεται δύσκολα θέματα, η απλότητα και η σαφήνεια της γλώσσας του Μακιαβέλι θυμίζουν λαϊκές εμπειρικές διηγήσεις ή παροιμίες. Σε πολλά κεφάλαια του Ηγεμόνα, ο Νικολό είναι απλώς περιγραφικός, προσπαθεί δηλαδή να ερμηνεύσει γιατί οι άνθρωποι φέρονται έτσι ή αλλιώς και όχι να πει πως πρέπει να φέρονται. Όταν λχ. σημειώνει ότι ο ηγεμόνας πρέπει να αντιμετωπίζει τους πολίτες του ως φύσει κακούς και πως να παίρνει δυσάρεστες αποφάσεις για τον λαό, δεν έχει σκοπό να επικροτήσει τον κυνισμό της εξουσίας, αλλά να αποκαλύψει τους κρυφούς δεσποτικούς μηχανισμούς της.
Τρεις τρόποι
Οι αναλύσεις του λοιπόν είναι ρεαλιστικές και ακούγονται σκληρές, διότι ανταποκρίνονται στα πράγματα, όπως τουλάχιστον παραδίδονται από την ιστορική έρευνα. Στο βιβλίο υποδεικνύονται ένας ή περισσότεροι τρόποι για να διατηρήσει κάποιος την εξουσία σε μια χώρα ή απλώς να σώσει το κεφάλι του, αν οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες. Δεν πρότεινε βεβαίως ο ίδιος την ατέλειωτη κραιπάλη της ισχύος που μαίνεται από την αυγή του πολιτισμού – ο ανταγωνισμός για την εξουσία σε όλες τις μορφές της είναι το παλαιότερο παιχνίδι υπό τον ήλιο. Ο Μακιαβέλι προσπαθεί πάντοτε να είναι συγκεκριμένος και προσεχτικός στις γενικεύσεις του και συχνά, όταν μαρτυρούνται ιστορικές ή εμπειρικές αποδείξεις για θέσεις αντίθετες, ασχολείται διεξοδικά με το ζήτημα. Στο τέλος όλων σχεδόν των συλλογισμών του, απαριθμεί με σαφήνεια τις δυνατές επιλογές που μπορεί να έχει κάποιος. Για τις νέες κτήσεις του ηγεμόνα λ.χ., σε περίπτωση που το προηγούμενο καθεστώς ήταν σχετικά αυτόνομο και δημοκρατικό, διαβάζουμε: «Όταν τα κράτη που αποκτούνται είναι συνηθισμένα να πολιτεύονται αυτόνομα και ελεύθερα, όπως έχει λεχθεί ήδη, αυτός που θέλει να τα εξουσιάσει οφείλει να ακολουθήσει έναν από τους επόμενους τρεις τρόπους: ο πρώτος είναι να τα καταστρέψει, ο δεύτερος να μεταβεί ο ίδιος και να κατοικήσει στην επικράτεια τους και ο τρίτος να επιτρέψει σε αυτά να διοικούνται με δικούς τους νόμους, λαμβάνοντας έναν φόρο, και να διαμορφώσει μια ολιγαρχική κυβέρνηση στο εσωτερικό τους, η οποία θα καταβάλει κάθε προσπάθεια να διατηρεί τη φιλία των κατοίκων προς αυτόν. Μια τέτοια κυβέρνηση, δημιούργημα του ηγεμόνα, πρέπει να γνωρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την εύνοια και τη δύναμή του, και ότι αυτός θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τη διατήρησή της. Από την άλλη, οι πόλεις που είναι συνηθισμένες να κυβερνώνται ελεύθερα κατέχονται ευκολότερα, αν διοικούνται από πολίτες του τόπου, όταν δεν προτιμάς την καταστροφή τους. »(3)
Τρεις βαθμοί διάνοιας
Στις μέρες μας δεν υπάρχουν βέβαια οι φατρίες των Ορσινίων και των Κολοννησίων, ισχύουν όμως σε σημαντικό βαθμό τα ανθρωπολογικά δεδομένα που επικαλείται ο Μακιαβέλι και συνεχίζεται με την ίδια ένταση το αμείλικτο παιχνίδι της ισχύος σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Αυτό που ονομάστηκε πνεύμα ή διάνοια τίθεται αναγκαστικά στην υπηρεσία της πολιτικής και υπηρετεί τις επιδιώξεις της. Για τις διανοητικές ικανότητες των ανθρώπων γράφει: «Τρεις βαθμούς διάνοιας διακρίνουμε στους ανθρώπους. Όσοι έχουν τον πρώτο βαθμό αντιλαμβάνονται τα πράγματα στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Οι έχοντες τον δεύτερο βαθμό μπορούν να καταλάβουν ότι τους διδάσκουν οι άλλοι, ενώ αυτοί που βρίσκονται στον τρίτο βαθμό ούτε μόνοι τους, ούτε με τη βοήθεια άλλων κατανοούν τίποτα. Οι πρώτοι έχουν διάνοια υψηλότατη, οι δεύτεροι υψηλή και οι τρίτοι κακή.»(3)
Ο Ηγεμόνας είναι ένα πρακτικό εγχειρίδιο πολιτικής, γραμμένο με την μορφή επιστολής προς έναν έφηβο αριστοκρατικό γόνο. Ποιος όμως χρειαζόταν περισσότερο ένα τέτοιο βιβλίο; είναι μαρτυρημένο ότι όσοι προορίζονταν για ηγεμόνες, βασιλιάδες ή πρίγκιπες ήταν από τα γεννοφάσκια τους αρκετά εξοικειωμένοι με τις ανάλογες τεχνικές. Η πρακτική εκπαίδευση στο ανάλογο περιβάλλον των αριστοκρατικών κύκλων συμπληρωνόταν άλλωστε συχνά και από κατ’ οίκον θεωρητική διδασκαλία και πάντοτε υπήρχαν διαθέσιμες πλούσιες βιβλιοθήκες. Άλλες φορές, οι νεαροί βλαστοί στέλνονταν δίπλα σε ικανούς αξιωματούχους και επαγγελματίες του κράτους ή φοιτούσαν σε σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της εποχής. Το επόμενο απόσπασμα μπορούμε να το δούμε ως συμβουλή σε υποψήφιους αποικιοκράτες ή ως εγκώμιο της δημοκρατίας – ας έχουμε υπόψιν μας ότι ο Μακιαβέλι γράφει κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της σχεδόν παντοδύναμης παπικής εκκλησίας, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να προσαρμόσει το ύφος και το περιεχόμενο του βιβλίου στο γαλαζοαίματο αναγνωστικό κοινό της ισχυρής οικογένειας των Μεδίκων:
«Στ’ αλήθεια, ο μόνος ασφαλής τρόπος για να έχει κάποιος στην κατοχή του τις πόλεις αυτές είναι η καταστροφή τους. Όποιος γίνεται κύριος μιας πόλης που έχει συνηθίσει να κυβερνάται ελεύθερα και δεν την καταστρέφει, πρέπει να περιμένει την καταστροφή του από αυτήν, διότι όταν αποστατεί, πάντοτε θα επικαλείται το όνομα της ελευθερίας και την διατήρηση των παλαιών θεσμών της, οι οποίοι δεν λησμονούνται ούτε μετά από μακρά παρέλευση του χρόνου, ούτε εξαιτίας ευεργετημάτων προς αυτήν· οτιδήποτε άλλο αν πράξει ή προνοήσει κάποιος, εάν δεν διαιρέσει, δεν σκορπίσει τους κατοίκους, το όνομα της ελευθερίας και οι παλαιοί θεσμοί είναι αδύνατον να παραδοθούν στη λήθη, και πάντοτε θα χρησιμεύουν ως ελατήρια, όπως συνέβη στην Πίσα, μετά από εκατόχρονη δουλεία στους Φλωρεντιανούς.» (3)
Και παρακάτω: «Αλλά στις δημοκρατίες, η ζωηρότητα των πνευμάτων είναι μεγαλύτερη, τα πάθη σφοδρότερα και η εκδίκηση είναι πιο ποθητή, ενώ η ανάμνηση της παλαιάς ελευθερίας διατηρεί πάντοτε σε ανήσυχη κατάσταση τους κατοίκους.»(3) Αφού η ελευθερία και η αυτονομία μιας πόλης, ακόμα και ως ανάμνηση μετά από αιώνες υποταγής, είναι ικανές να διεγείρουν τα ζωηρότερα πνεύματα, ασφαλώς η δημοκρατία είναι ένα καθεστώς για το οποίο αξίζει να αγωνίζονται οι άνθρωποι.
Οι διευθύνοντες λοιπόν, φρόντιζαν για την αναπαραγωγή της τάξης τους, ενώ οι διευθυνόμενοι αναπαράγονταν ακόμα και σε συνθήκες κοινωνικής εξαθλίωσης και οπωσδήποτε χωρίς ποτέ να μάθουν τον τρόπο να εξουσιάζεις τον λαό ή πως κερδίζεις έναν πόλεμο. Οι κυρίαρχοι και οι ολίγοι λοιπόν ήξεραν. Αυτοί που δεν γνώριζαν ήταν οι κυριαρχούμενοι, τα πλήθη των καταπιεσμένων, τα μεσαία και κατώτερα στρώματα του ιταλικού λαού. Σε αυτούς πρωτίστως και ευφυέστατα απευθύνεται ο Μακιαβέλι. Το βιβλίο είναι ένα επαναστατικό μανιφέστο του ιταλικού έθνους. Για να το πούμε απλούστερα, ο Ιταλός στοχαστής έδωσε το ίδιο ισχυρό όπλο σε δύο αντιπάλους, ο ένας από τους οποίους κατείχε την υπεροπλία για εκατοντάδες χρόνια. Γιατί σε συνθήκες ανθρώπινου πολιτισμού, η γνώση θα είναι πάντοτε όπλο στον αμείωτο ανταγωνισμό της ισχύος, ανεξαρτήτως από τις προθέσεις όσων ρυθμίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την κυκλοφορία της ή ευαγγελίζονται μια διαρκή κατάσταση ειρήνης και αιώνιας ευδαιμονίας. Τέτοιες πανάρχαιες ανθρώπινες ανησυχίες και όνειρα δεν απασχολούν τον Ιταλό στοχαστή. Για τον Μακιαβέλι, ο πόλεμος δεν είναι από μόνος του ούτε ηθικός ούτε ανήθικος, είναι απλώς ιστορικά και ανθρωπολογικά αναπόφευκτος – ως δυναμική εκδήλωση της ισχύος με στόχο την αυτοσυντήρηση – και όποιος τον αποφεύγει για φιλειρηνικούς ή ανθρωπιστικούς λόγους, αργά ή γρήγορα θα καταστραφεί.
Ο παράγοντας της τύχης είναι απροσδιόριστος. Με έναν απλό συλλογισμό ο Μακιαβέλι αφήνει μισάνοιχτες τις πόρτες της ιστορίας, για να εισέλθει ασυγκράτητη η βούληση του ανθρώπου και οι θεοί τίθενται σε διαθεσιμότητα, έστω κατά το ήμισυ. Αν η τύχη, η οποία ταυτίζεται κάποτε με τη θεία βούληση, είναι ο καθοριστικός παράγοντας που επηρεάζει την εξέλιξη των ανθρώπινων πραγμάτων, τότε οποιαδήποτε ενέργεια είναι μάταιη, αν δεν είναι και ύβρις προς την κανονικότητα και την τάξη του κόσμου, η οποία πηγάζει από τον ίδιο το Θεό. Δεν μπορεί ωστόσο να αρνηθεί την εμπειρικά διαπιστωμένη ύπαρξη του τυχαίου και μοιράζει το πράγμα στα δύο: κατά πενήντα τοις εκατό οι υποθέσεις των ανθρώπων επηρεάζονται – θετικά ή αρνητικά – από την τύχη και κατά το υπόλοιπο μισό, ίσως και λιγότερο, η μοίρα των ανθρώπων εξαρτάται από παράγοντες ανθρώπινους, δηλαδή στοιχειωδώς ελεγχόμενους. Τι είναι η περιβόητη τύχη; ένα ποτάμι που μπορεί να σαρώσει τα πάντα στο διάβα του. Ο σώφρων ηγεμόνας οφείλει να μεριμνήσει, ώστε να υπάρξουν αναχώματα και οι ζημιές να είναι όσο το δυνατόν λιγότερες: ο ορμητικός ποταμός της τύχης παρασύρει πιο εύκολα τους ανίσχυρους και όσους βρίσκει απροετοίμαστους.
Περί ουδετερότητας στον πόλεμο. Φίλος ή εχθρός;
Ο Ηγεμόνας θα είναι επίκαιρος όσο υπάρχει ανθρώπινος πολιτισμός και η θρυλούμενη φύση του ανθρώπου θα εκδηλώνεται όπως περίπου την περιέγραψε ο ταπεινός γραμματέας της Φλωρεντίας. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Παπική εκκλησία απαγόρευσε την κυκλοφορία του έργου. Η διακριτικότητα βέβαια του Μακιαβέλι απέναντί της ήταν απλώς τυπική, μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ειρωνεύεται την ισχύ του Πάπα της Ρώμης, όταν λ.χ. αποδέχεται ότι η εξουσία ηγεμόνων όπως ο Μωυσής πηγάζει από την επουράνια θεία βούληση, επομένως και η επίγεια πολιτική του καθοδηγήθηκε λίγο πολύ από την ίδια ανώτατη δύναμη. Θα ήταν τουλάχιστον ανάρμοστο να ασκήσει κάποιος κριτική σε μια τέτοια διάνοια. Αμέσως μετά κάνει ακριβώς αυτό, αναλύει δηλαδή τις πράξεις των θρησκευτικών ηγετών ως πράξεις ανθρώπων που επιδιώκουν την επικράτηση στο ευρύ πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού, με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Η ιεροσυλία φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητη.
Ο συνετός ηγεμόνας πρέπει να παίρνει ανοιχτή και ξεκάθαρη θέση, να κηρύσσεται δηλαδή ενεργητικά φίλος ή εχθρός, σε περίπτωση που συγκρούονται άλλοι: «Περισσότερο εκτιμάται ο ηγεμόνας όταν είναι αληθινός φίλος ή εχθρός, δηλαδή όταν χωρίς δισταγμό κηρύσσεται υπέρ του ενός και εναντίον του άλλου· πράττοντας έτσι ωφελείται περισσότερο, παρά αν μείνει ουδέτερος, διότι αν δύο ισχυροί γείτονες έρθουν σε εχθροπραξίες, ή είναι τέτοιας φύσεως, ώστε ο νικητής να γίνει επίφοβος για σένα, ή δεν είναι. Και στις δύο περιστάσεις, ωφελιμότερο θα είναι να κηρυχθείς υπέρ του ενός και να λάβεις ενεργητικά μέρος στον πόλεμο, γιατί στην πρώτη περίσταση, αν δηλαδή δεν εκδηλωθείς ανοιχτά υπέρ κάποιου, θα γίνεις το λάφυρο του νικητή, ενώ ο ηττημένος θα βλέπει με μέγιστη ευχαρίστηση την τύχη σου αυτή, και τότε κανέναν λόγο δεν θα έχεις υπέρ σου, ούτε θα μπορέσεις να βρεις καταφύγιο κανένα. Ο νικητής δεν θέλει φίλους ύποπτους, οι οποίοι μάλιστα δεν τον βοηθούν στις δυστυχίες του, ενώ ο νικημένος σε αποστρέφεται, διότι δεν δέχτηκες να ταυτίσεις στον πόλεμο την τύχη σου με τη δική του.» (3)
Αυτός που λαμβάνει ενεργά μέρος στη διαμάχη, θα βγει ωφελημένος σε κάθε περίπτωση ή τουλάχιστον θα μειώσει τις πιθανότητες να βρεθεί σε δυσάρεστη θέση. Οι φίλοι είναι φυσικό να ζητούν από τον ηγεμόνα να ταχθεί αποφασιστικά εναντίον των εχθρών τους και οι αντίπαλοι είναι επόμενο να επιδιώκουν την ουδετερότητα. Παρά την κακή ανθρώπινη φύση του, ο ενδεχόμενος νικητής πάντα είναι υποχρεωμένος σε σένα με το δεσμό της ευγνωμοσύνης και οι άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ στην ιστορία τόσο πολύ άτιμοι και αγνώμονες: «Φυσικότατο είναι αυτός που δεν είναι φίλος σου να ζητά από σένα την ουδετερότητα και ο φίλος απεναντίας ν απαιτεί να πάρεις θέση κατά του εχθρού του. Αλλά οι αναποφάσιστοι ηγεμόνες, θέλοντας να αποφύγουν επικείμενους κινδύνους, κηρύσσονται ως επί το πλείστον υπέρ της ουδετερότητας και γι’ αυτό τις πιο πολλές φορές καταστρέφονται· όταν όμως διακηρυχτείς θαρραλέα υπέρ του ενός από αυτούς που βρίσκονται σε διαμάχη, εάν εκείνος με τον οποίο συμμάχησες αναδειχθεί νικητής – ακόμα και στην περίσταση που γίνει τόσο πολύ ισχυρός, ώστε να εξαρτάσαι από τη θέληση του – πάντα είναι υποχρεωμένος σε σένα με το δεσμό της ευγνωμοσύνης και οι άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ τόσο πολύ άτιμοι, ούτε έχουμε παράδειγμα τέτοιας μεγάλης αχαριστίας. Από την άλλη, οι νίκες δεν είναι πάντοτε ολοκληρωτικές, ώστε ο νικητής να μη λογαριάζει τίποτα και μάλιστα τη δικαιοσύνη. Αν όμως ο σύμμαχός σου ηττηθεί, βρίσκεις σ’ αυτόν καταφύγιο και βοήθεια, όσο μπορεί να σου την προσφέρει, και ταυτίζεις την τύχη σου με την τύχη εκείνου, ο οποίος ενδέχεται να αναλάβει δυνάμεις. Στη δεύτερη περίσταση, όταν δηλαδή οι αντιμαχόμενοι είναι τέτοιας φύσης, ώστε να μην έχεις φόβο από τον νικητή, κατά μείζονα λόγο η φρόνηση απαιτεί να συμμαχήσεις με έναν από αυτούς, γιατί έτσι συμβάλλεις στην καταστροφή του άλλου, βοηθούμενος από εκείνον, ο οποίος αν ήταν φρόνιμος, θα είχε φροντίσει για τη σωτηρία του. Σε παρόμοια περίσταση, ο νικητής, μετά την νίκη, παραδίδεται στη δική σου διάκριση και είναι αδύνατον να μην καταβάλει τον εχθρό του έχοντας τη βοήθεια σου». Φρόνιμο θεωρείται οι επιθετικές συμμαχίες να γίνονται με πιο αδύναμους από σένα: «Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι κάθε ηγεμόνας που θέλει να επιτεθεί σε κάποιον άλλο δεν πρέπει να συμμαχεί με κάποιον που είναι ισχυρότερος του, εκτός αν η ανάγκη το απαιτεί, όπως είπαμε προηγουμένως, διότι η νίκη σε καθιστά υποχείριο του δυνατότερου συμμάχου, ενώ οι ηγεμόνες οφείλουν να αποφεύγουν την υπεροχή των άλλων, με όλες τους τις δυνάμεις.» (3)
«Δεν πρέπει να αφήνεις να χρονίζει ένα πρόβλημα προκειμένου να αποφύγεις έναν πόλεμο, γιατί, έτσι, ούτε τον πόλεμο τελικά θα αποφύγεις και το πρόβλημα θα σε έχει αποδυναμώσει, μέχρι να φτάσει η ώρα που θα ξεκινήσει η σύγκρουση.» (Μακιαβέλι)
Η περιγραφική ουδετερότητα υποχωρεί θεαματικά στις τελευταίες σελίδες του Ηγεμόνα, όπου ο συγγραφέας μετατρέπεται σε έναν φλογισμένο Ιταλό πατριώτη και διακηρύσσει τον πολιτικό του στόχο του: να σωθεί η ιταλική πατρίδα και να αλλάξει ριζικά το καθεστώς της ιταλικής δημοκρατίας. Ο Πρίγκιπας είναι ένα έξυπνο βιβλίο για όποιον θέλει να αποκτήσει και να διατηρήσει την (πολιτική) εξουσία. Η καλή ή κακή φύση αυτής της εξουσίας δεν μπορεί να οριστεί εξάλλου δεσμευτικά από κανέναν και μάλιστα εκ των προτέρων. Ο Μακιαβέλι δεν ασχολείται καθόλου με ουτοπικές ή φανταστικές κοινωνίες και θεωρεί ότι η μαρτυρημένη ιστορική πραγματικότητα, η συστηματική ανθρωπογνωσία και η προσεκτική ανάλυση των εμπράγματων δεδομένων μπορούν να καθοδηγήσουν με την μέγιστη δυνατή ασφάλεια τις πράξεις του Ηγεμόνα – ο οποίος στη συνέχεια ταυτίζεται με συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο και εν τέλει με τον υποταγμένο και ταπεινωμένο λαό της Ιταλίας. Αν οι υπαίτιοι για τις συμφορές του λαού είναι κυριολεκτικά ωμοί και αδίστακτοι, αυτό δεν προκύπτει απαραίτητα από την διεστραμμένη ή δεσποτική φύση τους. Ο δόλος, η απάτη και η πονηριά υπήρξαν πάντοτε συστατικά στοιχεία μιας αποτελεσματικής πολιτικής στρατηγικής με διακηρυγμένο στόχο την πολλαπλή επιβίωση ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων, όπως ο ηγέτης, μια κοινωνική ομάδα ή ένα ολόκληρο έθνος. Δεν δικαιούται άραγε ο ιταλικός λαός να χρησιμοποιήσει τα ίδια βίαια μέσα με τους αντιπάλους του; Ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει για σκληρότητα και ανεντιμότητα τον άντρα ή την δύναμη που θα απελευθέρωνε την Ιταλία από τα δεσμά της;
Τα όπλα και η άσκηση βίας δεν καθαγιάζονται καθαυτά, αλλά μόνον όταν τα χρησιμοποιούν ο λαός ή ο ηγεμόνας στην έσχατη ανάγκη τους και πάντοτε ως τελευταία σωτήρια πρακτική επιλογή – οι ανθρωπιστικές ή φιλειρηνικές αναστολές θεωρούνται από τον Μακιαβέλι ολέθριες, όταν η σύγκρουση πρόκειται να ξεσπάσει έτσι κι αλλιώς, λόγω της εξέλιξης των πραγμάτων. Όποιος διστάσει τον κρίσιμο χρόνο θα ηττηθεί, ειδικά αν δεν έχει μάθει να γίνεται κακός και δεν έχει μεριμνήσει για τον πόλεμο, τον καιρό της ειρήνης. Η δημοκρατική ριζοσπαστική αντίληψη που εμπνέει τον Ηγεμόνα φαίνεται - έμμεση αλλά διακριτή - σε όλες τις αναφορές για την αγάπη του λαού. Το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει – αφού παραθέτει ικανά επιχειρήματα και σκέψεις – μοιάζει με αόρατη πολιτική απειλή: ο ηγέτης που δεν απολαμβάνει την αληθινή αγάπη του λαού είναι ευάλωτος και η καταστροφή του είναι αναπόφευκτη. Ο Ηγεμόνας έχει κάθε λόγο να επιδιώκει την αληθινή αγάπη των ανθρώπων της χώρας του, οι οποίοι στο κάτω κάτω απαιτούν τα λιγότερα από όλους: «Ο λαός δεν θέλει να προστάζεται και να καταθλίβεται από τους άρχοντες ενώ οι ισχυροί επιθυμούν να προστάζουν και να καταθλίβουν τον λαό. Από αυτές τις δύο θεμελιώδεις διαφορετικές ροπές μπορεί να προκύψει ένα από τα τρία επόμενα αποτελέσματα, δηλαδή τυραννία, ελευθερία ή ακολασία.» (3) Εξάλλου, «οι σκοποί του λαού είναι πάντοτε τιμιότεροι από τους σκοπούς των αρχόντων.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία
(1) «Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν [τῶν ἔργων] ἀτερπέστερον φανεῖται, ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. Κτῆμά τε ἐς αἰεῖ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα εἰς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται. Βιβλίο Α, Θουκυδίδης, μεταφρ., http://el.wikisource.org/wiki
(2) Ο Ηγεμόνας, εκδ. Περίπλους, μετάφραση Διονύσης Βίτσος
(3) Ο Ηγεμών, Αθήνα, 1909, εκδ. τυπογραφείου Α. Π. Πετράκου, μετάφραση Π.Χ. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Μακιαβέλι αποδίδονται εδώ στη νέα ελληνική γλώσσα, με βάση αυτή την έκδοση. (Εραν.)
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: http://www.bergbook.com/htdocs/Cache555.htm
* Η διδασκαλία του Μακιαβέλι
Ο όρος «μακιαβελισμός» φέρνει έως και σήμερα μια ιδιαίτερη αρνητική χροιά. Υπάρχει ένα ιστορικό ανέκδοτο που λέει, ότι όταν ο Μακιαβέλι κείτονταν ετοιμοθάνατος στο κρεβάτι του, τον πίεζαν να αναθεματίσει τον Σατανά και όλα του τα έργα. Εκείνος υποτίθεται ότι απάντησε: «Αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να δημιουργήσω εχθρούς». Μήπως λοιπόν ο Μακιαβέλι ήταν όντως «ο φιλόσοφος του Σατανά»;Ο Μακιαβέλι ήταν ένα παιδί της Αναγέννησης, δηλαδή μιας εποχής οπότε ανοίχτηκαν πολλές νέες προοπτικές σε όλους τους τομείς του πολιτισμού. Μελετώντας τον Ηγεμόνα υπό το πρίσμα της ιστορίας και της φιλοσοφίας, παρατηρεί κανείς ανεξάρτητα από την όποια ηθική αξιολόγηση του έργου, νέα ριζοσπαστικά στοιχεία. Εδώ βλέπουμε για πρώτη φορά το έργο του πολιτικού απαλλαγμένο από κάθε είδους μεταφυσική, ηθική ή θεολογική παραφιλολογία.
Με τον Μακιαβέλι ξεκινά η πολιτική φιλοσοφία των νεότερων χρόνων, η οποία αντιλαμβάνεται το κράτος σαν ένα είδος οργανισμού που έχει δημιουργηθεί από τον ίδιο τον άνθρωπο και εξετάζει το επάγγελμα του πολιτικού χωρίς να φοράει τα γυαλιά της ηθικής. Ο Μακιαβέλι είναι ο εμπνευστής της διδασκαλίας της πολιτικής σύνεσης. Η διδασκαλία της σύνεσης βασίζεται στην εμπειρία.
Ταυτόχρονα είναι ο πρώτος σημαντικός πολιτικός φιλόσοφος των νεότερων χρόνων, ο οποίος στηρίζει τη θεωρία του σε συγκεκριμένες εμπειρίες και παρατηρήσεις. Αυτό είναι ένα κοινό σημείο, που τον συνδέει με σημαντικούς ερευνητές της εποχής του, οι οποίοι θεμελίωσαν τις εμπειρικές φυσικές επιστήμες, όπως για παράδειγμα ο αστρονόμος Κοπέρνικος.
Γι’ αυτόν τον λόγο, το έργο του Μακιαβέλι είναι γεμάτο παραδείγματα, με τα οποία αποδεικνύει τις θέσεις του και τα οποία αντλεί από τις ακόλουθες δύο πηγές: τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του και περιστατικά που αναφέρονται στα συγγράμματα των ιστορικών.
Ο Ηγεμόνας
Το ουσιώδες της σκέψης του Μακιαβέλι είναι συμπυκνωμένο σε ένα κείμενο που γράφτηκε τάχιστα, μέσα σε λίγους μήνες, στα τέλη του 1513. Ο Ηγεμόνας, από τα πλέον ονομαστά βιβλία στην ιστορία του πολιτικού στοχασμού, σηματοδοτεί πραγματική καινοτομία. Δημιουργεί κατά πολλούς τρόπους ρήξη με τις προηγούμενες πολιτικές σκέψεις. Είναι αλήθεια ότι σε πολλά σημεία ο Μακιαβέλι επεκτείνει στοχασμούς του Αριστοτέλη ή του Πολύβιου. Ωστόσο οι ασυνέχειες υπερτερούν ευρέως των κληροδοτημάτων.
Λόγω ακριβώς της εγγενούς καινοτομίας του, ο Ηγεμόνας δεν έχει πάψει να γίνεται αντικείμενο μελετών, σχολιασμών, επαίνων, μομφής, επιθέσεων απομιμήσεων και συχνά παρερμηνειών εδώ και περίπου τέσσερις αιώνες. Ο Χόμπς, ο Σπινόζα, ο Μάρξ και πολλοί άλλοι υπήρξαν προσεκτικοί και παθιασμένοι αναγνώστες του έργου. Ελάχιστα κείμενα έχουν προκαλέσει τόσο έντονη γοητεία και τόσο μεγάλη απόρριψη, ίσως και τόσες παρεξηγήσεις.
Μια από τις λέξεις κλειδιά αυτού του κειμένου είναι η virtu. Δεν πρόκειται διόλου για την «αρετή» με τη συνηθισμένη έννοια. Η λέξη virtu καταδεικνύει εδώ τη δύναμη, την ικανότητα δράσης, την επιτηδειότητα την οποία επιδεικνύει κανείς σε μια ενέργεια που το αποτέλεσμα της είναι, το μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης.
Ο πολιτικός αγώνας, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από τη virtu. Εξαρτάται, επίσης, από αυτές τις ίδιες τις καταστάσεις, από την εξέλιξή τους, από τις ενδεχόμενες αιφνίδιες μεταβολές τους. Αυτό το μερίδιο του τυχαίου, ο Μακιαβέλι το αποκαλεί fortuna – η τύχη, η ειμαρμένη, οι τυχαίες και μεταβαλλόμενες περιστάσεις. Διότι ίδιον των ανθρώπινων καταστάσεων είναι να παραμένουν ανοιχτές, κινούμενες, επιρρεπείς σε ξαφνικές και απρόβλεπτες μετατροπές.
Η συγκεκριμένη τέχνη του ηγεμόνα ασκείται στο σημείο συνάντησης της fortuna και της virtu: το θέμα είναι να παραμείνει αποτελεσματικός σε ένα κόσμο όπου τα δεδομένα αλλάζουν και μας διαφεύγουν αδιάκοπα. Εκείνο που σκιαγραφεί ο Μακιαβέλι είναι, κατά μία έννοια, μια γενική θεωρία της δράσης: ούτε πλήρως κυρίαρχης (η τύχη ματαιώνει τα σχέδιά μας), ούτε παντελώς αδύναμης (τα σχέδιά μας προσαρμόζονται και ματαιώνουν τα τυχαία γεγονότα).
Η τέχνη του πολέμου είναι ένα βιβλίο λιγότερο γνωστό και λιγότερο κουραστικό, τουλάχιστον φαινομενικά. Ωστόσο ο Μακιαβέλι δεν διστάζει να γράψει ότι αυτή η τέχνη του πολέμου είναι η μόνη που ταιριάζει σ’ αυτόν που διοικεί. Και εδώ, πάλι, ο λόγος είναι απλός: αυτός ο οποίος κατέχει τούτη την τέχνη αλλά δεν έχει ακόμη την εξουσία, θα καταφέρει να την κατακτήσει.
Και αυτός ο οποίος έχει την εξουσία θα καταφέρει να τη διατηρήσει εναντίον των αντιπάλων του. Αντιθέτως αυτός ο οποίος δεν κατέχει τούτη την τέχνη δεν θα καταφέρει ποτέ να κατακτήσει την εξουσία αν δεν την έχει ήδη κατακτήσει, ούτε θα μπορέσει να τη διατηρήσει αν το έχει ήδη πετύχει.
Είναι λοιπόν ουσιώδες να είναι κανείς «οπλισμένος», όπως λέει ο Μακιαβέλι, πράγμα το οποίο δε σημαίνει να έχει όπλα, αλλά να κατέχει την τέχνη του πολέμου, να γνωρίζει τους νόμους της νικηφόρου μάχης. Ο Μακιαβέλι δεν πλέκει το εγκώμιο του πολέμου. Στη σκέψη του δεν πρόκειται καν περί προτίμησης, αλλά περί διαπίστωσης: αυτή είναι η λειτουργία της πραγματικότητας.
Η μεταβολή που εισάγει η σκέψη του Μακιαβέλι συνίσταται εν κατακλείδι στην αναζήτηση της αλήθειας του κόσμου όπως ακριβώς είναι. Να πάψουμε να κρίνουμε, να θρηνούμε, να ονειρευόμαστε, να συγχέουμε τις επιθυμίες μας με την πραγματικότητα. Να προσπαθούμε, αντίθετα, να αποσυναρμολογούμε τους μηχανισμούς της πραγματικής λειτουργίας της εξουσίας, των ανθρώπινων σχέσεων, της ιστορίας.
Ο Μακιαβέλι περιορίζει το πεδίο του πολιτικού στοχασμού σε ένα κεντρικό θέμα: παίρνω την εξουσία (αν δεν την έχω) ή τη διατηρώ (αν την έχω). Οι έννοιες – κλειδιά δεν είναι πλέον η philia («φιλία» στα αρχαία ελληνικά), αυτή η έμφυτη αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων που διέκρινε ο Αριστοτέλης, ούτε η humanitas («ανθρωπιά» στα λατινικά) την οποία ο Κικέρων καθιστούσε το ελατήριο των δημόσιων πραγμάτων στην κοινότητα των ανθρώπων.
Αυτή η επιστήμη κατάληψης και διατήρησης της εξουσίας γίνεται αντιληπτή από τον Μακιαβέλι με τρόπο κυρίως δυναμικό και όχι στατικό. Αυτό είναι το δεύτερο νέο σημείο: η πολιτική είναι μόνιμη πάλη, αέναη κίνηση, συνεχώς δημιουργία. Το θέμα είναι πάντα το ίδιο: να δημιουργηθούν νέα κράτη. Διότι ο ηγεμόνας οφείλει να αποβλέπει στην επέκταση του, επομένως να έχει το σχέδιο για την απόκτηση νέων κρατών, για την επέκταση της κυριαρχίας και της εξουσίας του.
Στην αντίθετη περίπτωση θα χαθεί, διότι όλοι οι άλλοι θα αυξηθούν εις βάρος του. Η τακτική εκείνου που κυβερνά, λοιπόν, εγγράφεται σε μια κίνηση δίχως τέλος: μάχη για την επέκταση, άμυνα εναντίον των αντιπάλων δυνάμεων, χωρίς να παραλείπει να λαμβάνει υπόψη τη μεταστροφή της κοινής γνώμης, τις αιφνίδιες και επικίνδυνες αλλαγές που προκαλούνται από τα πάθη του λαού. Η δυναμική δεν σταματά ποτέ.
Η ρήξη που πραγματοποιείται με τη σκέψη του Μακιαβέλι είναι η επικέντρωση της πολιτικής ανάλυσης στο παιχνίδι των πολιτικών παθών. Είναι ο πρώτος που συλλαμβάνει με τρόπο τόσο σαφή και ριζοσπαστικό την πολιτική ως διαμάχη παθών (πάθος για επικυριαρχία, πάθος για διακυβέρνηση, πάθος για εκδίκηση) συνδεδεμένων με αγώνες οικονομικών και στρατιωτικών συμφερόντων. Αυτό το παιχνίδι περιπλέκεται εξαιρετικά από τις παρεμβάσεις των παθών του πλήθους.
Το να καταλάβει κάποιος την εξουσία και να τη διατηρήσει, σε τελική ανάλυση τι είναι; Τίποτε άλλο παρά η βέλτιστη προς τα συμφέροντα του χρήση των ανθρώπινων παθών και των αυταπατών που τα συντηρούν. Από αυτή την άποψη, η σκέψη του Μακιαβέλι εξετάζει μόνο την αποτελεσματικότητα. Η επιτυχία, για τον ηγεμόνα, επιτυγχάνεται με συγκεκριμένη και σύμφωνα με τις περιστάσεις επιδεξιότητα, και όχι σε σχέση με ιδανικά, ή ηθικά πρότυπα ή κανόνες. Το ουσιώδες είναι να πετύχεις το σκοπό σου, ασχέτως του τύπου των χρησιμοποιούμενων μέσων.
Βεβαίως, αυτή η έλλειψη ηθικών ενδοιασμών συνέβαλε στο να κριθεί αρνητικά η σκέψη του Μακιαβέλι. Επέτρεψε επίσης την πραγματοποίηση της διολίσθησης από τον όρο «μακιαβελιστής» (που του ανήκει αποκλειστικά) στον όρο «μακιαβελικός» (που του αποδίδεται λανθασμένα). Εν τούτοις, αυτή η ριζική απαισιοδοξία έχει το καλό ότι φέρνει απροκάλυπτα στο φως τη δύναμη των ανθρώπινων παθών και τις αδιάκοπες συγκρούσεις των.
Μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Μακιαβέλι για διάφορα πράγματα, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι φιλοσοφούσε ανέξοδα κλεισμένος στο γραφείο του. Υπήρξε για πολλά χρόνια πολιτικός και διπλωμάτης. Το έργο του γράφτηκε όταν αναγκάστηκε από τις περιστάσεις να μείνει για κάποιο διάστημα μακριά από την πολιτική και με την ελπίδα ότι τα βιβλία θα τον βοηθούσαν να επανέλθει στην πολιτική σκηνή της Φλωρεντίας.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.