Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν.
Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν.
Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει δε θα περάσει ο φασισμός.
Ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη πριν λίγους μήνες και ένα αγαπημένο μου παλιό τραγούδι, συνδυάστηκαν σε αυτό το νέο διήγημα, που είχα ξεκινήσει να γράφω πριν λίγο καιρό και τώρα ολοκλήρωσα.
Περίπου στο μέσο του διηγήματος, θα δείτε μια γκρι μπάρα, στην οποία (το σημειώνω και δίπλα της) μπορείτε να πατήσετε και να ακούσετε την μελωδία του ακορντεόν που ενέπνευσε ό,τι θα διαβάσετε από εκεί και κάτω.
Μετά το τέλος του διηγήματος, θα βρείτε όλες τις πληροφορίες για το τραγούδι(*), καθώς και μια κανονική εκτέλεση με πλήρη ενορχήστρωση και φωνή, για να το απολαύσετε.
Σας το παραδίδω με την ευχή να σας αρέσει και -φυσικά- η γνώμη και τα σχόλιά σας, είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενα.
Το ραντεβού είχε οριστεί για τις 11:00 στο κέντρο. Ήταν μια συνάντηση σημαντική που περίμενα καιρό. Άργησα να ξυπνήσω. Είχα σκεφτεί να ...
ενεργοποιήσω το ξυπνητήρι μου από βραδύς, αλλά, από συνήθεια όταν είμαι απογευματινός στη δουλειά, δεν το έκανα. Ετοιμάστηκα βιαστικά και χωρίς να φτιάξω τον αγαπημένο μου πρωινό ζεστό καφέ, πήρα την τσάντα μου, έλεγξα αν έχω μαζί μου όσα χρειάζομαι κι έφυγα.
“Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση ν' αργήσω” σκέφτομαι καθώς περιμένω το τρόλεϊ στην κοντινή μου στάση, αλλά εκείνο αργεί πάλι, όπως πάντα κατά σύμπτωση διαβολική όταν βιάζομαι. Η μέρα έχει μια περίεργα δυσάρεστη μουντάδα, σαν να μην έχει διάθεση σήμερα ως κι ο ήλιος να βγει απ' τα σκεπάσματά του.
Κίνηση αρκετή, σε ώρα που άλλες μέρες οι δρόμοι είναι πιο ελεύθεροι. Κόσμος πολύς και μέσα στο τρόλεϊ. Στέκομαι τυχερός και βρίσκω μια θέση στο πίσω μέρος, απ' αυτές που είναι βαλμένες ανάποδα και πολλοί δεν τις προτιμούν γιατί ζαλίζονται. Οι άνθρωποι, στάση με τη στάση, γίνονται περισσότεροι, στριμόχνωνται, τα νεύρα δοκιμάζονται. Η πιεστική καθημερινότητα θερμαίνει το αίμα και η ανέχεια που εξαντλεί και εξαντλείται, ξεθυμαίνει με γκρίνια έντονη ακόμα και για το πιο ελάχιστο. Η μόνιμη κίνηση της, πολύ στενής για μια τέτοια πόλη, κεντρικής λεωφόρου κουράζει περισσότερο τους ανθρώπους, που ακολουθούν τη φόρα του τρόλεϊ -πότε μπρος και πότε πίσω- στα συνεχή σταμάτα ξεκίνα του ηλεκτρικού οχήματος.
“Άνοιξε σε παρακαλώ λιγάκι το παράθυρο, θα πεθάνουμε εδώ μέσα” είπε μια καλοβαλμένη γυναίκα που κρατούσε στο ένα χέρι έναν χαρτοφύλακα, απευθυνόμενη σ' έναν νεαρό, μάλλον φοιτητή, που καθόταν δίπλα μου. Εκείνος το άνοιξε.
“Όκι τόσο πολύ, είμι άρρωστη, όλο το αέρα έρκετε πάνω μου!” διαμαρτυρήθηκε με σπαστά ελληνικά μια ευτραφής κυρία, με φουντωτά ξανθά μαλλιά και έντονο κόκκινο κραγιόν, που καθόταν απέναντι.
Ο νεαρός δίπλα μου, έκλεισε το παράθυρο μέχρι τη μέση για να ικανοποιήσει και τις δυο, αλλά ήδη η καλοβαλμένη γυναίκα με τον χαρτοφύλακα, αντάλλασε δολοφονικές ματιές με την κυρία με τα φουντωτά ξανθά μαλλιά και το έντονο κόκκινο κραγιόν.
Κόρνες, σειρήνες και μηχανικοί θόρυβοι, συνθέτουν την εκωφαντική συμφωνία της καθημερινής αθηναϊκής τρέλας. Το τρόλεϊ ασφυκτικά γεμάτο... κι αυτή η κίνηση! Σταματάμε σε κάθε στάση και τρεις ή τέσσερις φορές ενδιάμεσα· αποκλείεται να φτάσω στην ώρα μου! Στο ύψος του Οικονομικού Πανεπιστημίου κατεβαίνει πάντα περισσότερος κόσμος, για να κατευθυνθεί στον σταθμό του ηλεκτρικού της πλατείας Βικτωρίας. Ένα κύμα φρέσκου αέρα φθάνει από τις μπροστινές δύο πόρτες, κάνοντάς μας να καταλάβουμε ότι το όχημα άδειασε λιγάκι. Ξεκινάμε πάλι μετά τη στάση, αλλά μόλις μερικά δευτερόλεπτα αργότερα σταματάμε ξανά σε κόκκινο φανάρι.
Κοιτάζω αγχωμένος το ρολόι του κινητού μου τηλεφώνου, όταν ξαφνικά, φθάνουν στ' αυτιά μου οι πρώτες νότες. Μια μελωδία άγνωστη σε μένα, μα συνάμα οικεία, άρχισε να ταξιδεύει σε όλο το όχημα. Μ' αυτόν τον ήχο τον χαρακτηριστικό, αέρας μ' ένα γλυκό γρέζι στη χροιά κι ένα παραπονιάρικο τρέμουλο, που κέρδιζε όλο και περισσότερο την προσοχή μου. Ένα ακορντεόν.
πατήστε play και συνεχίστε ακούγοντας
Έβαλα γρήγορα το τηλέφωνο στην τσέπη και σταύρωσα τα χέρια. Ακούμπησα την πλάτη μου καλά πίσω στο κάθισμα και ένιωθα σιγά σιγά τους μυς μου να λύνονται, σαν κάτι απροσδιόριστα βαρύ να φεύγει από πάνω μου. Πως με χάιδευαν έτσι τα ξεφυσήματα του ακορντεόν κι η μελωδία... τόσο όμορφη. Είχα ακούσει και παλιά πολλές φορές να παίζουν ακορντεόν, μα έτσι δεν ήταν. Κοίταξα έξω απ' το παράθυρο για μια στιγμή. Ο δρόμος με τα αυτοκίνητα είχε χαθεί, είχε γίνει θάλασσα. Μια θάλασσα ήρεμη και πεντακάθαρη. Κι εγώ δεν καθόμουν πια στο τρόλεϊ, σ' ένα λιμάνι ήμουνα κι όλα είχανε γίνει ασπρόμαυρα. Έμοιαζε να είχα μπει ολόκληρος σε μια παλιά καρτ-ποστάλ ή σε σκηνή από παλιά ταινία.
Έκλεισα τα μάτια. Άκουγα τη μελωδία, μαζί με τον ήχο του χτυπήματος των πλήκτρων και προσπαθούσα να φανταστώ πως να είναι αυτά τα δάχτυλα που τόσο επιδέξια γράφουν τις νότες στα πλήκτρα του ακορντεόν. Δε γύρισα να κοιτάξω. Μου αρκούσε η μουσική που μπορεί σαν δίνη να σε αρπάξει και να σε στροβιλίσει όπου και όσο θέλει αυτή. Τι δώρο μέγιστο στον άνθρωπο η μουσική! Άλλο τρόπο ίσως καλύτερο να μην είχε ο Θεός να συνομιλεί με τους ανθρώπους κι έδωσε αυτές τις νότες τις επτά για να καταλαβαίνουμε όλοι. Όποια γλώσσα κι αν μιλάμε, σε όποια γη κι αν γεννηθήκαμε, όλοι καταλαβαίνουμε τη μουσική.
Κάποια στιγμή, μια κοντινή φωνή ακούστηκε να σιγοτραγουδάει στο σκοπό του ακορντεόν. Ανασηκώθηκα λιγάκι. Μια μεγάλη γυναίκα που καθόταν στην αμέσως πιο μπροστινή σειρά από μένα, δακρυσμένη ψέλιζε το παλιό τραγούδι.
“...τα χρόνια που πήγαν χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό”
Στο πρόσωπο και την έκφρασή της είχε ζωγραφιστεί μια νοσταλγία. Ποιος ξέρει τι να της έφερε στο νου το τραγούδι αυτό, τα λόγια που σαν δικά της σιγοτραγουδούσε. Έναν έρωτα ίσως απ' τα νεανικά της χρόνια... που σήμερα είναι μια ανάμνηση πικρή για τα χρόνια που πίσω φύγαν. Σίγουρα εκείνη ζούσε αλλιώτικα αυτό που οι υπόλοιποι ακούγαμε.
Όπως ήμουν γυρισμένος για να κοιτάξω τη γυναίκα, είδα για πρώτη φορά και αυτόν που έπαιζε το ακορντεόν. Από το κέντρο του οχήματος, που είχε στην αρχή σταθεί, βημάτιζε τώρα προς τα μπρός, προτάσοντας στους επιβάτες το μικρό πλαστικό ποτήρι που είχε κρεμάσει στη μπροστινή μεριά του οργάνου. Οι περισσότεροι δεν έβγαλαν κάποιο κέρμα να του δώσουν, αλλά αυτό δεν επηρέαζε καθόλου το χαμόγελό του. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα 30, σχετικά κοντός με στρογγυλό κεφάλι, κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά, σκούρα μάτια και έντονο χαμόγελο. Για Έλληνας δεν έμοιαζε, μου έκανε περισσότερο σε Καυκάσιο, Αρμένιος ίσως, δεν ξέρω...
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα φθάσαμε στην επόμενη στάση, στο Πολυτεχνείο. Αυτή τη φορά μπήκε περισσότερος κόσμος απ' όσος βγήκε. Σχεδόν γέμισε πάλι το τρόλεϊ. Ο άνδρας με το ακορντεόν συνέχιζε να παίζει, όμως μια δυνατή φωνή τον διέκοψε απότομμα. Ήταν ο οδηγός.
“Έλα, φτάνει! Κανονικά απαγορεύεται, να ξέρεις. Και πολύ σε άφησα. Κατέβα!”
Ο άνδρας υπάκουσε χωρίς να πει το παραμικρό. Σταμάτησε, έβγαλε το ακορντεόν από πάνω του, κατέβηκε και ο οδηγός έκλεισε την πόρτα για να φύγουμε. Όπως το όχημα ξεκινούσε, είδα τον άνδρα να κάθεται στη στάση με το ακορντεόν ακουμπισμένο στα γόνατά του. Περίεργο πως, αλλά αισθάνθηκα ότι πολλοί τον κοίταζαν μέσα από τα παράθυρα με θλίψη. Σταμάτησε το ακορντεόν να παίζει και επέστρεψαν στ' αυτιά μας οι επιθετικοί ήχοι των αυτοκινήτων από την κεντρική λεωφόρο και τα μηχανικά αγκομαχητά του τρόλεϊ. Λίγο κράτησε, όπως όλα τα ωραία στη ζωή – έτσι δε λένε; Γιατί δε μάθαμε να τα αφήνουμε να κρατάνε παραπάνω, τι μας τρομάζει στο ωραίο δεν ξέρω πολλές φορές. Ίσως δε νιώθουμε να το αξίζουμε και φροντίζουμε να το τελειώσουμε νωρίς, χωρίς καν τις περισσότερες φορές να το καταλαβαίνουμε.
Η κίνηση από την Ομόνοια και μετά ήταν πιο ομαλή κι έτσι σε λίγα λεπτά έφτασα στο Σύνταγμα, ευτυχώς με λιγότερη καθυστέρηση απ' όση αρχικά φοβόμουν. Προτού όμως πάω να βρω τον άνθρωπο που με περίμενε, κάθισα στη στάση και έβγαλα από την τσάντα ένα σημειωματάριο που πάντα έχω μαζί μου. Έπρεπε να τα σημειώσω, να μην τα ξεχάσω.
“...τα χρόνια που πήγαν χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό”
Τα λόγια που εκείνη η γυναίκα στην αμέσως πιο μπροστινή σειρά από μένα στο τρόλεϊ σιγοτραγουδούσε, όσο το ακορντεόν μας έραινε τη μελωδία του. Με τα λόγια αυτά οδηγό, το βράδυ που επέστρεψα στο σπίτι απ' τη δουλειά, βρήκα και άκουσα ξανά το πανέμορφο τραγούδι. Παλιό, όπως από την αρχή το είχα φανταστεί, ερμηνευμένο υπέροχα από μια γυναικεία φωνή βελούδινη, που αισθανόσουν ότι σε έπαιρνε κατευθείαν στα σοκάκια της παλιάς Αθήνας. Κι όμως... χωρίς το ακορντεόν μου φαίνονταν λειψό.
Από εκείνη τη μέρα, όταν κατεβαίνω στο κέντρο με τρόλεϊ ή με λεωφορείο, πάντα κοιτάζω στις στάσεις ποιός ανεβαίνει. Δε μπορεί... κάπου θα τον ξαναπετύχω με το ακορντεόν του. Κάπου θα τον ακούσω ξανά να παίζει.
(*) Πρόκειται για το τραγούδι "Πόσο λυπάμαι" σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και στίχους Βασίλη Σπυρόπουλου και Πάνου Παπαδούκα. Το τραγούδι πρωτοερμήνευσε η Σοφία Βέμπο το 1938 και ακολούθησαν πολλές επανεκτελέσεις.
Στο μέσο του διηγήματος, το ακούμε από την σολίστ του ακορντεόν, Ζωή Τηγανούρια, σε ζωντανή ηχογράφηση από το Half Note.
Ακούστε το "Πόσο λυπάμαι" σε μεταγενέστερη εκτέλεση από την Ελίζα Μαρέλλι.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν.
Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν.
Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει δε θα περάσει ο φασισμός.
Ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη πριν λίγους μήνες και ένα αγαπημένο μου παλιό τραγούδι, συνδυάστηκαν σε αυτό το νέο διήγημα, που είχα ξεκινήσει να γράφω πριν λίγο καιρό και τώρα ολοκλήρωσα.
Περίπου στο μέσο του διηγήματος, θα δείτε μια γκρι μπάρα, στην οποία (το σημειώνω και δίπλα της) μπορείτε να πατήσετε και να ακούσετε την μελωδία του ακορντεόν που ενέπνευσε ό,τι θα διαβάσετε από εκεί και κάτω.
Μετά το τέλος του διηγήματος, θα βρείτε όλες τις πληροφορίες για το τραγούδι(*), καθώς και μια κανονική εκτέλεση με πλήρη ενορχήστρωση και φωνή, για να το απολαύσετε.
Σας το παραδίδω με την ευχή να σας αρέσει και -φυσικά- η γνώμη και τα σχόλιά σας, είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενα.
Το ραντεβού είχε οριστεί για τις 11:00 στο κέντρο. Ήταν μια συνάντηση σημαντική που περίμενα καιρό. Άργησα να ξυπνήσω. Είχα σκεφτεί να ...
ενεργοποιήσω το ξυπνητήρι μου από βραδύς, αλλά, από συνήθεια όταν είμαι απογευματινός στη δουλειά, δεν το έκανα. Ετοιμάστηκα βιαστικά και χωρίς να φτιάξω τον αγαπημένο μου πρωινό ζεστό καφέ, πήρα την τσάντα μου, έλεγξα αν έχω μαζί μου όσα χρειάζομαι κι έφυγα.
“Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση ν' αργήσω” σκέφτομαι καθώς περιμένω το τρόλεϊ στην κοντινή μου στάση, αλλά εκείνο αργεί πάλι, όπως πάντα κατά σύμπτωση διαβολική όταν βιάζομαι. Η μέρα έχει μια περίεργα δυσάρεστη μουντάδα, σαν να μην έχει διάθεση σήμερα ως κι ο ήλιος να βγει απ' τα σκεπάσματά του.
Κίνηση αρκετή, σε ώρα που άλλες μέρες οι δρόμοι είναι πιο ελεύθεροι. Κόσμος πολύς και μέσα στο τρόλεϊ. Στέκομαι τυχερός και βρίσκω μια θέση στο πίσω μέρος, απ' αυτές που είναι βαλμένες ανάποδα και πολλοί δεν τις προτιμούν γιατί ζαλίζονται. Οι άνθρωποι, στάση με τη στάση, γίνονται περισσότεροι, στριμόχνωνται, τα νεύρα δοκιμάζονται. Η πιεστική καθημερινότητα θερμαίνει το αίμα και η ανέχεια που εξαντλεί και εξαντλείται, ξεθυμαίνει με γκρίνια έντονη ακόμα και για το πιο ελάχιστο. Η μόνιμη κίνηση της, πολύ στενής για μια τέτοια πόλη, κεντρικής λεωφόρου κουράζει περισσότερο τους ανθρώπους, που ακολουθούν τη φόρα του τρόλεϊ -πότε μπρος και πότε πίσω- στα συνεχή σταμάτα ξεκίνα του ηλεκτρικού οχήματος.
“Όκι τόσο πολύ, είμι άρρωστη, όλο το αέρα έρκετε πάνω μου!” διαμαρτυρήθηκε με σπαστά ελληνικά μια ευτραφής κυρία, με φουντωτά ξανθά μαλλιά και έντονο κόκκινο κραγιόν, που καθόταν απέναντι.
Ο νεαρός δίπλα μου, έκλεισε το παράθυρο μέχρι τη μέση για να ικανοποιήσει και τις δυο, αλλά ήδη η καλοβαλμένη γυναίκα με τον χαρτοφύλακα, αντάλλασε δολοφονικές ματιές με την κυρία με τα φουντωτά ξανθά μαλλιά και το έντονο κόκκινο κραγιόν.
Κόρνες, σειρήνες και μηχανικοί θόρυβοι, συνθέτουν την εκωφαντική συμφωνία της καθημερινής αθηναϊκής τρέλας. Το τρόλεϊ ασφυκτικά γεμάτο... κι αυτή η κίνηση! Σταματάμε σε κάθε στάση και τρεις ή τέσσερις φορές ενδιάμεσα· αποκλείεται να φτάσω στην ώρα μου! Στο ύψος του Οικονομικού Πανεπιστημίου κατεβαίνει πάντα περισσότερος κόσμος, για να κατευθυνθεί στον σταθμό του ηλεκτρικού της πλατείας Βικτωρίας. Ένα κύμα φρέσκου αέρα φθάνει από τις μπροστινές δύο πόρτες, κάνοντάς μας να καταλάβουμε ότι το όχημα άδειασε λιγάκι. Ξεκινάμε πάλι μετά τη στάση, αλλά μόλις μερικά δευτερόλεπτα αργότερα σταματάμε ξανά σε κόκκινο φανάρι.
Κοιτάζω αγχωμένος το ρολόι του κινητού μου τηλεφώνου, όταν ξαφνικά, φθάνουν στ' αυτιά μου οι πρώτες νότες. Μια μελωδία άγνωστη σε μένα, μα συνάμα οικεία, άρχισε να ταξιδεύει σε όλο το όχημα. Μ' αυτόν τον ήχο τον χαρακτηριστικό, αέρας μ' ένα γλυκό γρέζι στη χροιά κι ένα παραπονιάρικο τρέμουλο, που κέρδιζε όλο και περισσότερο την προσοχή μου. Ένα ακορντεόν.
πατήστε play και συνεχίστε ακούγοντας
Έβαλα γρήγορα το τηλέφωνο στην τσέπη και σταύρωσα τα χέρια. Ακούμπησα την πλάτη μου καλά πίσω στο κάθισμα και ένιωθα σιγά σιγά τους μυς μου να λύνονται, σαν κάτι απροσδιόριστα βαρύ να φεύγει από πάνω μου. Πως με χάιδευαν έτσι τα ξεφυσήματα του ακορντεόν κι η μελωδία... τόσο όμορφη. Είχα ακούσει και παλιά πολλές φορές να παίζουν ακορντεόν, μα έτσι δεν ήταν. Κοίταξα έξω απ' το παράθυρο για μια στιγμή. Ο δρόμος με τα αυτοκίνητα είχε χαθεί, είχε γίνει θάλασσα. Μια θάλασσα ήρεμη και πεντακάθαρη. Κι εγώ δεν καθόμουν πια στο τρόλεϊ, σ' ένα λιμάνι ήμουνα κι όλα είχανε γίνει ασπρόμαυρα. Έμοιαζε να είχα μπει ολόκληρος σε μια παλιά καρτ-ποστάλ ή σε σκηνή από παλιά ταινία.
έργο του αμερικανού καλλιτέχνη Brady Scott |
Κάποια στιγμή, μια κοντινή φωνή ακούστηκε να σιγοτραγουδάει στο σκοπό του ακορντεόν. Ανασηκώθηκα λιγάκι. Μια μεγάλη γυναίκα που καθόταν στην αμέσως πιο μπροστινή σειρά από μένα, δακρυσμένη ψέλιζε το παλιό τραγούδι.
“...τα χρόνια που πήγαν χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό”
Στο πρόσωπο και την έκφρασή της είχε ζωγραφιστεί μια νοσταλγία. Ποιος ξέρει τι να της έφερε στο νου το τραγούδι αυτό, τα λόγια που σαν δικά της σιγοτραγουδούσε. Έναν έρωτα ίσως απ' τα νεανικά της χρόνια... που σήμερα είναι μια ανάμνηση πικρή για τα χρόνια που πίσω φύγαν. Σίγουρα εκείνη ζούσε αλλιώτικα αυτό που οι υπόλοιποι ακούγαμε.
Όπως ήμουν γυρισμένος για να κοιτάξω τη γυναίκα, είδα για πρώτη φορά και αυτόν που έπαιζε το ακορντεόν. Από το κέντρο του οχήματος, που είχε στην αρχή σταθεί, βημάτιζε τώρα προς τα μπρός, προτάσοντας στους επιβάτες το μικρό πλαστικό ποτήρι που είχε κρεμάσει στη μπροστινή μεριά του οργάνου. Οι περισσότεροι δεν έβγαλαν κάποιο κέρμα να του δώσουν, αλλά αυτό δεν επηρέαζε καθόλου το χαμόγελό του. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα 30, σχετικά κοντός με στρογγυλό κεφάλι, κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά, σκούρα μάτια και έντονο χαμόγελο. Για Έλληνας δεν έμοιαζε, μου έκανε περισσότερο σε Καυκάσιο, Αρμένιος ίσως, δεν ξέρω...
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα φθάσαμε στην επόμενη στάση, στο Πολυτεχνείο. Αυτή τη φορά μπήκε περισσότερος κόσμος απ' όσος βγήκε. Σχεδόν γέμισε πάλι το τρόλεϊ. Ο άνδρας με το ακορντεόν συνέχιζε να παίζει, όμως μια δυνατή φωνή τον διέκοψε απότομμα. Ήταν ο οδηγός.
“Έλα, φτάνει! Κανονικά απαγορεύεται, να ξέρεις. Και πολύ σε άφησα. Κατέβα!”
Ο άνδρας υπάκουσε χωρίς να πει το παραμικρό. Σταμάτησε, έβγαλε το ακορντεόν από πάνω του, κατέβηκε και ο οδηγός έκλεισε την πόρτα για να φύγουμε. Όπως το όχημα ξεκινούσε, είδα τον άνδρα να κάθεται στη στάση με το ακορντεόν ακουμπισμένο στα γόνατά του. Περίεργο πως, αλλά αισθάνθηκα ότι πολλοί τον κοίταζαν μέσα από τα παράθυρα με θλίψη. Σταμάτησε το ακορντεόν να παίζει και επέστρεψαν στ' αυτιά μας οι επιθετικοί ήχοι των αυτοκινήτων από την κεντρική λεωφόρο και τα μηχανικά αγκομαχητά του τρόλεϊ. Λίγο κράτησε, όπως όλα τα ωραία στη ζωή – έτσι δε λένε; Γιατί δε μάθαμε να τα αφήνουμε να κρατάνε παραπάνω, τι μας τρομάζει στο ωραίο δεν ξέρω πολλές φορές. Ίσως δε νιώθουμε να το αξίζουμε και φροντίζουμε να το τελειώσουμε νωρίς, χωρίς καν τις περισσότερες φορές να το καταλαβαίνουμε.
Η κίνηση από την Ομόνοια και μετά ήταν πιο ομαλή κι έτσι σε λίγα λεπτά έφτασα στο Σύνταγμα, ευτυχώς με λιγότερη καθυστέρηση απ' όση αρχικά φοβόμουν. Προτού όμως πάω να βρω τον άνθρωπο που με περίμενε, κάθισα στη στάση και έβγαλα από την τσάντα ένα σημειωματάριο που πάντα έχω μαζί μου. Έπρεπε να τα σημειώσω, να μην τα ξεχάσω.
“...τα χρόνια που πήγαν χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό”
Τα λόγια που εκείνη η γυναίκα στην αμέσως πιο μπροστινή σειρά από μένα στο τρόλεϊ σιγοτραγουδούσε, όσο το ακορντεόν μας έραινε τη μελωδία του. Με τα λόγια αυτά οδηγό, το βράδυ που επέστρεψα στο σπίτι απ' τη δουλειά, βρήκα και άκουσα ξανά το πανέμορφο τραγούδι. Παλιό, όπως από την αρχή το είχα φανταστεί, ερμηνευμένο υπέροχα από μια γυναικεία φωνή βελούδινη, που αισθανόσουν ότι σε έπαιρνε κατευθείαν στα σοκάκια της παλιάς Αθήνας. Κι όμως... χωρίς το ακορντεόν μου φαίνονταν λειψό.
Από εκείνη τη μέρα, όταν κατεβαίνω στο κέντρο με τρόλεϊ ή με λεωφορείο, πάντα κοιτάζω στις στάσεις ποιός ανεβαίνει. Δε μπορεί... κάπου θα τον ξαναπετύχω με το ακορντεόν του. Κάπου θα τον ακούσω ξανά να παίζει.
έργο του ζωγράφου Γιώργου Σαββίδη |
(*) Πρόκειται για το τραγούδι "Πόσο λυπάμαι" σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και στίχους Βασίλη Σπυρόπουλου και Πάνου Παπαδούκα. Το τραγούδι πρωτοερμήνευσε η Σοφία Βέμπο το 1938 και ακολούθησαν πολλές επανεκτελέσεις.
Στο μέσο του διηγήματος, το ακούμε από την σολίστ του ακορντεόν, Ζωή Τηγανούρια, σε ζωντανή ηχογράφηση από το Half Note.
Ακούστε το "Πόσο λυπάμαι" σε μεταγενέστερη εκτέλεση από την Ελίζα Μαρέλλι.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.