Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Οι άνθρωποι ξέχασαν τον Θεό


Aλεξάντερ Σολτζενίτσυν
Πριν από μισό αιώνα και πλέον, όταν ήμουν ακόμη παιδί, θυμάμαι ότι άκουγα πολλούς ηλικιωμένους να δίνουν την ακόλουθη εξήγηση για τι μεγάλες συμφορές που είχαν βρει τη Ρωσία: οι άνθρωποι ξέχασαν τον Θεό, γι’ αυτό έγιναν όλα αυτά.   

Από τότε έχω περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια δουλεύοντας πάνω στην ιστορία της Επανάστασής μας. Στο διάστημα αυτό έχω διαβάσει εκατοντάδες βιβλία, έχω μαζέψει εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες, κι έχω ήδη συνεισφέρει οκτώ δικούς μου τόμους στην προσπάθεια να καθαρίσουν τα συντρίμμια που απόμειναν από την αναστάτωση αυτή. Ωστόσο, αν με ρωτούσαν σήμερα να διατυπώσω όσο το δυνατόν πιο συνοπτικά την κύρια αιτία της καταστροφικής Επανάστασης που κατάπιε κάπου εξήντα εκατομμύρια δικούς μας ανθρώπους, δεν θα μπορούσα να το κάνω με μεγαλύτερη ακρίβεια από το να επαναλάβω: 
οι άνθρωποι ξέχασαν τον Θεό, γι΄ αυτό έγιναν όλα αυτά. 
Ακόμη περισσότερο, τα γεγονότα της Ρωσικής Επανάστασης μπορούν μόνο να κατανοηθούν τώρα, στο τέλος του αιώνα, πάνω στο φόντο του τι έχει γίνει από τότε στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό που εμφανίζεται εδώ είναι μια διαδικασία με παγκόσμια σημασία. Κι αν μου ζητούσαν να επισημάνω με συντομία το κύριο χαρακτηριστικό ολόκληρου του εικοστού αιώνα, κι εδώ δεν θα μπορούσα να βρω κάτι πιο ακριβές και κοφτό από το να επαναλάβω: οι άνθρωποι ξέχασαν τον Θεό.  
Οι αδυναμίες της ανθρώπινης επίγνωσης, στερημένης από τη θεϊκή της διάσταση, υπήρξαν καθοριστικός παράγων σε όλα τα μεγάλα εγκλήματα αυτού του αιώνα. Το πρώτο από αυτά ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, και η σημερινή μας δύσκολη κατάσταση σε μεγάλο βαθμό ανάγεται σ’ εκείνον. Ήταν ένας πόλεμος (η ανάμνηση του οποίου φαίνεται να ξεθωριάζει) που έγινε όταν η Ευρώπη, που έσφυζε από υγεία και αφθονία, ξέσπασε σε ένα αμόκ αυτοκαταστροφής που εξάντλησε τη δύναμή της για έναν αιώνα ή και περισσότερο, ίσως και για πάντα. Η μόνη δυνατή εξήγηση για τον πόλεμο αυτό είναι μια ‘νοητική έκλειψη’ των ηγετών της Ευρώπης που οφείλεται στο ότι έχασαν την επίγνωση μιας Υπέρτατης Δύναμης πάνω από αυτούς. Μόνο μια άθεη πικρία θα μπορούσε να οδηγήσει φαινομενικά Χριστιανικά κράτη να χρησιμοποιήσουν δηλητηριώδη αέρια, ένα όπλο τόσο ολοφάνερα απάνθρωπο.
Το ίδιο ελάττωμα, το σφάλμα μιας συνείδησης που στερείται όλη τη θεϊκή διάσταση, εκδηλώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν η Δύση υπέκυψε στον σατανικό πειρασμό της ‘πυρηνικής ομπρέλας’. Ήταν σαν να έλεγε: Ας πετάξουμε τις έγνοιες, ας ελευθερώσουμε τη νέα γενιά από καθήκοντα και υποχρεώσεις, ας μην κάνουμε καμιά προσπάθεια να υπερασπισθούμε τους εαυτούς μας (για να μη μιλήσουμε για την υπεράσπιση των άλλων), ας κλείσουμε τ' αυτιά μας στα βογγητά που έρχονται από την Ανατολή, κι αντί γι’ αυτά ας ζήσουμε με το κυνήγι της ευτυχίας. Αν μας απειλήσει κίνδυνος, θα μας προστατεύσει η πυρηνική βόμβα. Αν όχι, δεν μας νοιάζει αν καεί ο κόσμος στην Κόλαση. Η αξιολύπητη κατάσταση ανημπορίας στην οποία έχει βυθισθεί η σύγχρονη Δύση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο μοιραίο αυτό λάθος: την πίστη ότι η υπεράσπιση της ειρήνης δεν εξαρτάται από γενναίες καρδιές και σταθερούς άνδρες, αλλά μονάχα από την πυρηνική βόμβα...
Ο σημερινός κόσμος έχει φτάσει σε ένα στάδιο που αν το περιγράφαμε σε προηγούμενους αιώνες θα προκαλούσε την κραυγή: «Μα, αυτό είναι η Αποκάλυψη!».    
Και όμως, έχουμε συνηθίσει στο είδος αυτό του κόσμου, θα έλεγα νιώθουμε άνετα σ’ αυτό.    
Ο Ντοστογιέφσκι προειδοποίησε ότι «μεγάλα γεγονότα μπορεί να πέσουν πάνω μας και να μας βρουν διανοητικά απροετοίμαστους». Ακριβώς αυτό συνέβη. Και προέβλεψε ότι «ο κόσμος θα σωθεί μόνο αφού πρώτα κυριευθεί από τον δαίμονα του κακού». Θα περιμένουμε να δούμε αν πράγματι θα σωθεί: αυτό θα εξαρτηθεί από τη συνείδησή μας, την πνευματική μας διαύγεια, τις ατομικές και συλλογικές μας προσπάθειες μέσα σε καταστροφικές περιστάσεις. Όμως αυτό που ήδη συμβαίνει είναι ότι ο δαίμονας του κακού, σαν ανεμοστρόβιλος, θριαμβευτικά στριφογυρίζει γύρω από τις πέντε ηπείρους της γης…       
Στο παρελθόν της η Ρωσία γνώρισε μιας εποχή που το κοινωνικό ιδεώδες δεν ήταν η φήμη, τα πλούτη ή η υλική επιτυχία, αλλά ο ευσεβής τρόπος ζωής. Η Ρωσία τότε ήταν ποτισμένη με μια Χριστιανική Ορθοδοξία που παρέμενε πιστή στην Εκκλησία των πρώτων αιώνων. Η Ορθοδοξία εκείνης της εποχής ήξερε πώς να ασφαλίσει τους ανθρώπους της κάτω από τον ζυγό μιας ξένης κατοχής που κράτησε πάνω από δύο αιώνες, ενώ ταυτόχρονα απέκρουε τα άνομα χτυπήματα από τα ξίφη των Δυτικών σταυροφόρων.  Σ’ εκείνους τους αιώνες η Ορθόδοξη πίστη στη χώρα μας έγινε μέρος της νοοτροπίας και της προσωπικότητας του λαού μας, των μορφών της καθημερινής ζωής, του ημερολογίου της εργασίας, των προτεραιοτήτων σε κάθε επιχείρηση, της οργάνωσης της εβδομάδας και του έτους. Η πίστη ήταν η δύναμη που διαμόρφωνε και ένωνε το έθνος.  
Όμως τον 17ο αιώνα η Ρωσική Ορθοδοξία εξασθένησε σοβαρά από ένα εσωτερικό σχίσμα. Τον 18ο, η χώρα κλονίσθηκε από τις βίαιες μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου, που ευνοούσαν την οικονομία, το κράτος και τον στρατό εις βάρος του θρησκευτικού πνεύματος και της εθνικής ζωής. Και μαζί με τον ανισόρροπο διαφωτισμό του Πέτρου, η Ρωσία γεύθηκε για πρώτη φορά την εκκοσμίκευση: τα ύπουλα δηλητήριά της διαπότισαν τις μορφωμένες κοινωνικές τάξεις στην πορεία του 19ου αιώνα και άνοιξαν το δρόμο στον Μαρξισμό. Μέχρι την εποχή της Επανάστασης, η πίστη είχε ουσιαστικά εξαφανισθεί στους Ρωσικούς μορφωμένους κύκλους, κι ανάμεσα στους αμόρφωτους η υγεία της απειλούνταν.   
Και πάλι ο Ντοστογιέφσκι ήταν εκείνος που έβγαλε από τη Γαλλική Επανάσταση και το φανερό μίσος της για την Εκκλησία το μάθημα ότι «η επανάσταση υποχρεωτικά πρέπει να αρχίσει με τον αθεϊσμό». Αυτό είναι απόλυτα σωστό. Όμως ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει ποτέ έναν αθεϊσμό τόσο οργανωμένο, στρατιωτικοποιημένο και πεισματικά κακόβουλο όπως εκείνον που άσκησε ο Μαρξισμός. Μέσα στο φιλοσοφικό σύστημα του Μαρξ και του Λένιν, και στη καρδιά της ψυχολογίας τους, το μίσος προς τον Θεό είναι η κύρια οδηγός δύναμη, πιο θεμελιώδης απ’ όλες τις πολιτικές και οικονομικές διακηρύξεις τους. Ο μαχητικός αθεϊσμός δεν είναι απλώς συμπτωματικός ή περιθωριακός στην Κομμουνιστική πολιτική: δεν είναι μια παράπλευρη ενέργεια, αλλά ο κεντρικός άξονας.     
Η δεκαετία του 1920 στην ΕΣΣΔ γνώρισε μια αδιάκοπη παρέλαση θυμάτων και μαρτύρων μέσα από τον Ορθόδοξο κλήρο. Δυο μητροπολίτες τουφεκίσθηκαν, ο ένας από τους οποίους, ο Βενιαμίν του Πέτρογκραντ, είχε εκλεγεί με τη λαϊκή ψήφο της επισκοπής του. Ο ίδιος ο Πατριάρχης Τύχων πέρασε από τα χέρια της Τσεκά-GPU [Σ.τ.Μ. Η τότε μυστική αστυνομία, πρόδρομος της Κα-Γκε-Μπε] κι έπειτα πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Δεκάδες αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι χάθηκαν. Δεκάδες χιλιάδες ιερείς, μοναχοί και μοναχές πιέσθηκαν από τους Τσεκιστές να αποκηρύξουν τον Λόγο του Θεού, βασανίσθηκαν, εκτελέσθηκαν σε υπόγεια, στάλθηκαν σε στρατόπεδα, εξορίσθηκαν στην ερημική τούνδρα του μακρινού Βορρά, ή πετάχτηκαν στους δρόμους στα γηρατειά τους χωρίς τροφή ή στέγη. Όλοι αυτοί οι Χριστιανοί μάρτυρες βάδισαν ακλόνητοι προς τον θάνατο για την πίστη τους. Οι περιπτώσεις αποστασίας ήταν λίγες και αραιές. Για δεκάδες εκατομμύρια λαϊκούς η πρόσβαση στην Εκκλησία ήταν αποκλεισμένη, και τους απαγορεύθηκε να ανατρέφουν τα παιδιά τους με την Πίστη. Θρησκευόμενοι γονείς αποσπάστηκαν από τα παιδιά τους και ρίχθηκαν στη φυλακή, ενώ τα παιδιά μεταστράφηκαν από την πίστη με απειλές και ψέματα…   
Για ένα βραχύ διάστημα, όταν χρειαζόταν να συγκεντρώσει δυνάμεις για τον αγώνα κατά του Χίτλερ, ο Στάλιν κυνικά υιοθέτησε μια φιλική στάση απέναντι στην Εκκλησία. Αυτό το απατηλό παιχνίδι, που συνεχίσθηκε αργότερα από τον Μπρέζνιεφ με τη βοήθεια δημοσιεύσεων και άλλων έργων βιτρίνας, δυστυχώς η Δύση το εξέλαβε μάλλον ως αλήθεια. Ωστόσο, οι πεισματικές ρίζες που έχει το μίσος της θρησκείας στον Κομμουνισμό μπορούν να κριθούν από το παράδειγμα του πιο φιλελεύθερου ηγέτη Χρουστσώφ: αν και έκανε πολλά σημαντικά βήματα για την επέκταση της ελευθερίας, ο Χρουστσώφ ταυτόχρονα αναζωπύρωσε την ξέφρενη Λενινιστική μανία για καταστροφή της θρησκείας.
Υπάρχει όμως κάτι που δεν το περίμεναν: σε μια χώρα όπου οι εκκλησίες ισοπεδώθηκαν, όπου ένας θριαμβευτικός αθεϊσμός μαίνεται ανεξέλεγκτος για δύο τρίτα του αιώνα, όπου ο κλήρος ταπεινώνεται μέχρις εσχάτων και στερείται κάθε ανεξαρτησίας, όπου ό,τι απομένει από την Εκκλησία ως θεσμό γίνεται ανεκτό μόνο χάριν της προπαγάνδας που στρέφεται προς τη Δύση, όπου ακόμη και σήμερα άνθρωποι στέλνονται σε στρατόπεδα εργασίας για την πίστη τους, και όπου, μέσα στα ίδια τα στρατόπεδα, εκείνοι που μαζεύονται να προσευχηθούν το Πάσχα κλείνονται σε κελιά τιμωρίας, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι κάτω από αυτόν τον Κομμουνιστικό οδοστρωτήρα η Χριστιανική παράδοση θα επιβίωνε στη Ρωσία. Είναι αλήθεια ότι εκατομμύρια συμπατριώτες μας έχουν διαφθαρεί και πνευματικά εξουθενωθεί από έναν επίσημα επιβεβλημένο αθεϊσμό, ωστόσο όμως απομένουν πολλά εκατομμύρια πιστών: μόνο οι εξωτερικές πιέσεις τους εμποδίζουν να μιλούν, αλλά, όπως συμβαίνει πάντα σε καιρούς διωγμών και βασάνων, η επίγνωση του Θεού στη χώρα μου έχει φθάσει σε μεγάλη οξύτητα και βάθος.     
Εδώ είναι που βλέπουμε την αυγή της ελπίδας: όσα άρματα και πυραύλους κι αν έχει στο φοβερό οπλοστάσιό του ο Κομμουνισμός, όσες επιτυχίες κι αν σημειώσει στην κατάκτηση του πλανήτη, είναι καταδικασμένος να μη νικήσει ποτέ τον Χριστιανισμό.      
Η Δύση δεν έχει ακόμη δοκιμάσει μια Κομμουνιστική εισβολή: η θρησκεία εδώ παραμένει ελεύθερη. Όμως η ιστορική εξέλιξη της ίδιας της Δύσης είναι τέτοια που και αυτή σήμερα δοκιμάσει μια αποξήρανση της θρησκευτικής συνείδησης. Κι αυτή έχει γνωρίσει βασανιστικά σχίσματα, αιματηρούς θρησκευτικούς πολέμους, και πικρία, για να μη μιλήσουμε για το κύμα της εκκοσμίκευσης που, από τα τέλη του Μεσαίωνα και μετά, έχει προοδευτικά κατακλύσει τη Δύση. Αυτή η βαθμιαία εξάντληση της δύναμης εκ των έσω είναι μια απειλή κατά της πίστης που ίσως είναι ακόμη πιο επικίνδυνη από οποιαδήποτε προσπάθεια βίαιης επίθεσης κατά της θρησκείας εκ των έξω.
Αδιόρατα, μέσα από δεκαετίες βαθμιαίας διάβρωσης, το νόημα της ζωής στη Δύση έχει πάψει να θεωρείται ως κάτι πιο υψηλό από το «κυνήγι της ευτυχίας», ένα στόχο που εγγυώνται επίσημα ακόμη και τα συντάγματα. Οι έννοιες του καλού και του κακού έχουν χλευασθεί εδώ και πολλούς αιώνες: διώχθηκαν από την κοινή χρήση και αντικαταστάθηκαν από πολιτικές ή ταξικές θεωρήσεις βραχύβιας αξίας. Ντρεπόμαστε να πούμε ότι το κακό κατοικεί πρώτα στην μεμονωμένη ανθρώπινη καρδιά πριν περάσει σε ένα πολιτικό σύστημα. Ωστόσο, δεν θεωρούμε ντροπή να κάνουμε καθημερινά υποχωρήσεις σ’ ένα θεμελιώδες κακό. Κρίνοντας από τη συνεχή κατολίσθηση των υποχωρήσεων που γίνονται μπροστά στα μάτια της ίδιας της γενιάς μας, η Δύση αναπόφευκτα γλιστράει προς την άβυσσο. Οι Δυτικές κοινωνίες χάνουν όλο και περισσότερη από τη θρησκευτική τους ουσία καθώς απερίσκεπτα παραδίδουν τη νεότερη γενιά τους στον αθεϊσμό. Όταν ένα βλάσφημο φιλμ για τον Ιησού προβάλλεται παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες, που φημίζεται ως μια από τις πιο θρήσκες χώρες του κόσμου, ή όταν μια μεγάλη εφημερίδα δημοσιεύει μια αδιάντροπη γελοιογραφία της Παναγίας, τι άλλες ενδείξεις αθεΐας χρειάζεται κανείς; Όταν τα εξωτερικά δικαιώματα είναι τελείως απεριόριστα, γιατί κάποιος να κάνει μια εσωτερική προσπάθεια να συγκρατηθεί από ανήθικες πράξεις;
Ή πάλι, γιατί να αποφύγει το καυτό μίσος, σε οποιαδήποτε βάση—φυλετική, ταξική ή ιδεολογική; Ένα τέτοιο μίσος κατατρώγει πολλές καρδιές σήμερα. Άθεοι δάσκαλοι στη Δύση ανατρέφουν μια νεότερη γενιά μ’ ένα πνεύμα μίσους για την ίδια την κοινωνία τους. Μέσα σ’ όλες τις υβριστικές επικρίσεις ξεχνούμε ότι τα ελαττώματα του καπιταλισμού αντιπροσωπεύουν τα βασικά σφάλματα της ανθρώπινης φύσης, που απολαμβάνει απεριόριστη ελευθερία μαζί με τα διάφορα ανθρώπινα δικαιώματα. Ξεχνούμε ότι στον Κομμουνισμό (και ο Κομμουνισμός ακολουθεί κατά πόδα όλες τις μετριοπαθείς μορφές σοσιαλισμού, που είναι ασταθείς) τα ίδια αυτά σφάλματα οργιάζουν σε κάθε πρόσωπο που έχει την ελάχιστη εξουσία, ενώ όλοι οι άλλοι μέσα στο σύστημα αυτό επιτυγχάνουν πράγματι «ισότητα»--την ισότητα των στερημένων σκλάβων. Αυτό το πρόθυμο συνδαύλισμα των φλογών του μίσους γίνεται σήμα κατατεθέν του σημερινού ελεύθερου κόσμου. Μάλιστα, κατά παράδοξο τρόπο, όσο ευρύτερες είναι οι προσωπικές ελευθερίες, όσο υψηλότερο το επίπεδο ευημερίας ή ακόμη και αφθονίας, τόσο πιο βίαιο γίνεται αυτό το τυφλό μίσος. Έτσι, η σύγχρονη ανεπτυγμένη Δύση δείχνει με το παράδειγμά της ότι η σωτηρία του ανθρώπου δεν μπορεί να βρεθεί ούτε στην πληθώρα υλικών αγαθών ούτε στην απλή απόκτηση χρήματος.     
Αυτό το σκόπιμα καλλιεργημένο μίσος στη συνέχεια απλώνεται σε όλα τα ζωντανά, στην ίδια τη ζωή, στον κόσμο με τα χρώματα, τους ήχους, τα σχήματά του, στο ανθρώπινο σώμα. Η κατάπικρη τέχνη του εικοστού αιώνα χάνεται ως αποτέλεσμα αυτού του άσχημου μίσους, διότι η τέχνη είναι άκαρπη χωρίς αγάπη. Στην Ανατολή η τέχνη έχει καταρρεύσει διότι κατεδαφίστηκε και ποδοπατήθηκε, αλλά στη Δύση η πτώση είναι εκούσια, μια ολίσθηση σε μια προσποιητή, επιτηδευμένη αναζήτηση όπου ο καλλιτέχνης, αντί να προσπαθεί να αποκαλύψει το θεϊκό σχέδιο, προσπαθεί να βάλει τον εαυτό του στη θέση του Θεού.     
Εδώ και πάλι γινόμαστε μάρτυρες της μοναδικής έκβασης μιας παγκόσμιας διεργασίας, όπου Ανατολή και Δύση αποφέρουν τα ίδια αποτελέσματα, και πάλι για τον ίδιο λόγο: Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει τον Θεό.      
Με τέτοια παγκόσμια γεγονότα να υψώνονται από πάνω μας σαν βουνά, ή μάλλον σαν ολόκληρες οροσειρές, μπορεί να φαίνεται παράδοξο και αταίριαστο να θυμίσουμε ότι το πρωταρχικό κλειδί για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μας κατοικεί σε κάθε μεμονωμένη ανθρώπινη καρδιά, στην συγκεκριμένη προτίμηση της καρδιάς για το καλό ή το κακό. Ωστόσο αυτό ισχύει ακόμη και σήμερα, και μάλιστα είναι το πιο αξιόπιστο κλειδί που έχουμε. Οι κοινωνικές θεωρίες που υποσχέθηκαν τόσα πολλά έχουν αποδείξει τη χρεωκοπία τους, αφήνοντάς μας σε αδιέξοδο. Θα περίμενε λογικά κανείς ότι οι ελεύθεροι άνθρωποι της Δύσης θα αντιλαμβάνονταν ότι βασανίζονται από πολυάριθμες ελεύθερα καλλιεργημένες πλάνες, και δεν θα επέτρεπαν να τους φορτώνουν με ψέματα τόσο εύκολα. Όλες οι προσπάθειες να βρούμε διέξοδο από τα βάσανα του σημερινού κόσμου θα είναι άκαρπες αν δεν ξαναστρέψουμε την επίγνωσή μας, εν μετανοία, προς τον Δημιουργό των πάντων: χωρίς αυτό καμιά έξοδος δεν θα φωτισθεί, και μάταια θα την αναζητούμε. Τα αποθέματα που έχουμε βάλει στην άκρη για τους εαυτούς μας είναι πολύ φτωχά για το έργο αυτό. Πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε τη φρίκη που διαπράττεται όχι από κάποια εξωτερική δύναμη, όχι από ταξικούς ή εθνικούς εχθρούς, αλλά μέσα στον καθένα μας ατομικά, και μέσα σε κάθε κοινωνία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μια ελεύθερη και πολύ ανεπτυγμένη κοινωνία, διότι ειδικά εδώ σίγουρα όλα τα προκαλέσαμε μόνοι μας, με την ελεύθερη βούλησή μας. Εμείς οι ίδιοι, με τον καθημερινό απερίσκεπτο εγωισμό μας, σφίγγουμε τη θηλειά…  
Η ζωή μας συνίσταται όχι στην επιδίωξη υλικής επιτυχίας αλλά στην αναζήτηση μιας άξιας πνευματικής αύξησης. Ολόκληρη η γήινη ύπαρξή μας δεν είναι παρά ένα μεταβατικό στάδιο στην κίνηση προς κάτι υψηλότερο, και δεν πρέπει να σκοντάφτουμε ή να πέφτουμε, ούτε να καθυστερούμε άκαρπα σ’ ένα σκαλί της κλίμακας. Οι υλικοί νόμοι από μόνοι τους δεν εξηγούν τη ζωή μας ούτε της δίνουν κατεύθυνση. Οι νόμοι της φυσικής και της φυσιολογίας ποτέ δεν θα αποκαλύψουν τον αναμφισβήτητο τρόπο με τον οποίο ο Δημιουργός συνεχώς, νύχτα και μέρα, συμμετέχει στη ζωή του καθενός μας, δίνοντάς μας αδιάκοπά την ενέργεια της ύπαρξης: όταν αυτή η βοήθεια μας αφήσει, πεθαίνουμε. Και στη ζωή ολόκληρου του πλανήτη μας, το Θεϊκό Πνεύμα σίγουρα κινείται με όχι λιγότερη δύναμη: αυτό πρέπει να συλλάβουμε στη σκοτεινή και τρομερή ώρα μας.    
Στις μάταιες ελπίδες των τελευταίων δυο αιώνων, που μας εξαθλίωσαν και μας έφεραν στο χείλος του πυρηνικού και μη πυρηνικού θανάτου, μπορούμε να αντιπροτείνουμε μόνο μια αποφασιστική αναζήτηση για το ζεστό χέρι του Θεού, που με τόση απερισκεψία και αυτοπεποίθηση απορρίψαμε. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να ανοίξουν τα μάτια μας στα σφάλματα του άτυχου εικοστού αιώνα και τα χέρια μας θα στραφούν στο να τα διορθώσουν. Στην κατολίσθηση αυτή δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να πιαστούμε: το συνδυασμένο όραμα όλων των διανοητών του Διαφωτισμού είναι το μηδέν.  
Οι πέντε ήπειροί μας είναι μπλεγμένες σε ανεμοστρόβιλο. Όμως ακριβώς μέσα σε τέτοιες δοκιμασίες εκδηλώνονται τα υψηλότερα χαρίσματα του ανθρωπίνου πνεύματος. Αν χαθούμε και χάσουμε αυτόν τον κόσμο, το σφάλμα θα είναι μόνο δικό μας.     
ΣΣ: Η μετάφραση έγινε από τoν φίλο της ιστοσελίδας κ. Αντώνη Παπαγιάννη.  Το Αγγλικό κείμενο είναι εδώ. πηγή: Aντίφωνο

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Από της εποχής του Γερμανικού Ιδεαλισμού η σχέσις του υποκειμένου και του αντικειμένου, του Εγώ και του Αυτό, υπήρξε το κεντρικόν θέμα της σκέψεως. Η απολυτοποίησης της υποκειμενικότητος και η θεώρησις παντός μη-Εγώ ως αντικειμένου του Εγώ, η «πανίσχυρος “Εγώτης” (Ichheit) με παν το περί αυτήν Αυτό»1, κατέταξε τον Θεό εις τα προς γνώσιν αντικείμενα. Ο Θεός εθεωρήθη εν πράγμα καθ’ εαυτό, την ουσίαν του οποίου οφείλει η διάνοια να ερευνήση και καταγράψη. Είτε λογική, είτε φυσική, είτε ψυχολογική, είτε βιολογική υπήρξεν η αντίληψης του Θεού, η επιστημονική έρευνα και η φιλοσοφική μέθοδος υπήρξαν οι magni inquisitores του. Ως Θεός εθεωρήθη εν φαινόμενο, περί των ιδιοτήτων και όρων υπάρξεως του οποίου ώφειλον η Επιστήμη και η Φιλοσοφία να κάμουν τας παρατηρήσεις των «εκ του φυσικού», κατ’ αναφοράν προς την εμφάνισίν του εις τον κόσμον και την συνείδησιν, εφ’ όσον ήτο δύσκολον να προσαχθή ο ίδιος εις το επιστημομικόν εργαστήριον ή προ της φιλοσοφικής έδρας του Πανεπιστημίου.
 
Αλλά Θεός, ως «πρακτικός λόγος» ή «χωροχρόνος» ή «ζωτική φορά» ή «ψυχολογικής υφής» δεν είναι ο Θεός, αλλ’ η θέωσις του ανθρώπου και του κόσμου. Ο Θεός δεν είναι αντικείμενον ούτε της Φιλοσοφίας, ούτε της Κοσμολογίας, ούτε της Βιολογίας, ούτε της Ψυχολογίας. Δεν τον ανακαλύπτει ούτε η υπερβατική κριτική, ούτε το τηλεσκόπιον, ούτε το μικροσκόπιον, ούτε το ψυχολογικόν κριτήριον. Ο Θεός δεν υπόκειται εις έρευναν ως τα αντικείμενα του κόσμου, αλλ’ είναι η Υπερβατικότης, η οποία ως υποκείμενον «ετάζει νεφρούς και καρδίας». Disputare de deo σημαίνει disputare se ipso. Δεν είναι εν προς διαπραγμάτευσιν «τι», ο Θεός δεν είναι ο λεγόμενος, αλλά ο καλούμενος. Ουχί λόγος περί Θεού, αλλά λόγος προς τον Θεόν καταξιώνει τον λόγον προ του Θεού. Η συνομιλία του Εγώ και του Συ, ουχί η πραγματεία του Αυτό, συνδέει τον άνθρωπον μετάα του Θεού. «ο Θεός είναι δυνατόν μόνον να προσφωνηθή, ουχί να εκφωνηθή2. Προσευχή προς τον Θεόν είναι ο μόνος δυνατός τρόπος σκέψεως του Θεού»3. Αντί της συνάφειας νόησης – νοούμενον, «λόγος – απάντησις» 4 , αντί της διαλέξεως, ο διάλογος είναι η συσχέτισις του ανθρώπου και του Θεού. Η κυριαρχία του τρίτου προσώπου, η οποία εδέσποσε μέχρι σήμερον, είναι το «τείχος του ήχου» μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Μόνον η ομιλία προς το Συ, το δεύτερον πρόσωπον, το οποίον ουσιαστικώς είναι το πρώτον και ο ομιλών το δεύτερον, επιτρέπει την υπέρβασιν και τη σύνδεσιν, διότι ο Θεός δεν είναι ούτε «πρώτον»5, ούτε «άπειρος ουσία»6 : ον και ουσία είναι μόνον ο χρόνος, ο Θεός είναι ο λόγος του χρόνου, ούτε «γενικόν περιεχόμενον»7, ούτε «αντικείμενον εγκλείον την ύπαρξιν»8 : ο Θεός είναι ο έχων, ουχί ο εχόμενος, η προϋπόθεσις της αντικειμενικότος και της υπάρξεως, ούτε «αναγκαία υπόστασις»9, ούτε «αναγκαίον πράγμα»10. Θεός είναι ο Υπερβατικός, η άρσις του είναι και της ανάγκης. Εν συνειδήσει της ευθύνης της οικειότητος εξομολογούμενος τον αγώνα του: «Εν όλη καρδία μου εξεζήτησά σε»11, ομολογών την εύρεσιν «Ιδού έγνων, ότι Θεός μου ει συ»12 , υποσχόμενος υπακοήν: «Συ φωτιείς τον λύχνον μου Κύριε»13, εκφράζων εμπιστοσύνην : «Εν σκιά των πτερύγων σου ελπιώ»14, ανατεινόμενος: «Προς σε κύριε ήρα την ψυχήν μου»15, προσευχόμενος: «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου»16, αγαπών : «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τα πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο Θεός»17, ο άνθρωπος απευθύνεται προς τον Θεόν και δεν διηγείται περί του Θεού, μορφούται επί του Θεού και δεν κατασκευάζει τύπους Θεού, οδηγείται εις τον Θεόν και δεν διασύρει τον Θεόν. Εις την προσφώνησιν και την υπακοήν, εις την αντίληψιν του καλούντος ως καλουμένου, δεν αποκαλύπτεται η «ουσία», αλλά γεννάται ο σύνδεσμος. «Η στροφή προς το αιώνιον Συ18 , η Εγώ-Συ σχέσις»19 , κατ’ ουσίαν η σχέσις δύο προσώπων, εις την οποίαν το εν είναι γραμματικώς και το άλλο αξιολογικώς πρώτον, είναι η ανατολή του Θεού.
 
Αφ’ ης στιγμής «ενώπιος ενωπίω» απευθύνεται ο άνθρωπος προς τον Θεόν, παύει να «θεολογή». Συνομιλία προς τον Θεόν σημαίνει πίστιν. Η Θεολογία, η οποία, ως fides quaerens intellectum, ερωτοτροπεί και προς το δόγμα και προς τον λόγον, σχετικοποιεί και την πίστιν και την κρίσιν. Η πεποίθησις, ότι η εκκλησιαστική Θεολογίαα είναι η «επιστήμη του Θεού»20, η νόμιμος κριτική έρευνα της θείας ουσίας, υπήρξεν ο νοσογόνος βάκιλλος της θρησκευτικότητος από της ελληνιστικής εποχής μέχρι σήμερον. Η επιστημονικοποίησις της Θεολογίας κατεταξε τον Θεόν εις την τάξιν των προς έρευνα αντικειμένων. Η Σχολαστική αντίληψις, ότι η Θεολογία, ως «θεωρητική Επιστήμη»21, δύναται να προσπορίση «επιστημονικήν γνώσιν του Θεού»22, ή ότι δυνάμεθα να ομιλώμεν περί του Θεού, «ως ομιλεί τις περί ενός συναδέλφου, του οποίου τας σκέψεις πλήρως αντιλαμβάνεται και εξετάζει»23, υπήρξε το «πρώτο ψεύδος» του ανθρώπου, ο οποίος επίστευσεν, ότι ήτο δυναατόν να γίνη ιστοριογράφος του Θεού με την συγκατάθεσιν και την ευλογίαν του. Η επιστημονική αντίληψις του Θεού, αναλόγως των εκάστοτε ισχυόντων εις την Φυσικήν και την Μεταφυσικήν, ωδήγησεν εις τόσας περί Θεού θεωρίας, όσα και τα κοσμοθεωρητικά συστήματα, κατά τα πορίσματα των οποίων εεπεχείρησε την ερμηνείαν των υπερβατικών δεδομένων της Αποκαλύψεως24. Η διάσπασις της χριστιανικής σκέψεως, αι αιρέσεις και οι αμοιβαίοι αφορισμοί, δεν ηπείλησαν μόνον την θρησκείαν «εις το κεντρικόν νεύρον της ζωής της»25, αλλά κατέστησαν την χριστιανικήν θεολογίαν πεδίον λογοτεχνικής και ενίοτε αιτίαν ενόπλου διαμάχης, ουσιαστικώς Θεολογίαν άνευ Θεού και θρησκευτικότητος. Η summa theologia υπήρξεν εις την ιστορίαν της summa irreligio. Αι κατά καιρούς και πρόσωπα ποικίλλουσαι παραστάσεις του Θεού επί τη βάσει της Γραφής εξέφρασαν την περί εαυτού μεταβαλλομένην παράστασιν του Εγώ sub specie revelationis. Η θεολογία ως «εγωλογία»
 
Oπως το άνθος προς το φως του ηλίου»26, η ανθρωπολογία ως «αρχή της θεολογίας»27 και ο Θεός ως «το βαθύτατον περιεχόμενον της λέξεως Εγώ»28, υπήρξαν αποτέλεσμα και κριτική της αυθυποβολής, υπό την επήρειαν της οποίας ο άνθρωπος επίστευσεν, ότι η παράστασις του Λόγου είναι έργον της λογικής. Η διανοητική theologia perrennis υπήρξεν ο Προκρούστης του Θεού επί του Εγώ και του κόσμου. Το ens ab alio υπήρξεν η κλίνη, επί της οποίας ώφειλε το ens a se να προσαρμοσθή εκόν ή δια της βίας. Ξένη προς την υπερβατικότητα της πίστεως, επιχειρούσα να εξισώση τον κόσμον και την άρσιν του, η Σχολαστική θεολογούσα φιλολογία δεν αντιπροσωπεύει ούτε την Χριστιανικήν Θρησκεία, ούτε την κριτικήν φιλοσοφίαν. Η theologia rationalis είναι η αρνητικότης και της πίστεως και του λόγου.
 
Σημειώσεις
 
  1. M. BUBER, Gottesfinisternis, 1953, 152-153.
  2. Ich und Du (Dialogisches Leben, 1947), 89.
  3. G. MARCEL, Entre et avoir, 1935, 42.
  4. E. BRUNNER, Der Mensch im Widerspruch, 1937, 89. A. SCHULER, Verantwortung vom Sein und Ethos der Person, 1948, 33. S. H. THIELICRE, Theology der Anfechtung, 1949, 33. S. FRANK, Daw Absolute: “Idealismus” I. Bd. MCMXXXIV, 161. 
  5. DUNS SCOTUS, Quaestiones in librum primum Sententiarum, dist. III, qu. II (Oo-Patres Franciscani, t. IX MDCCCXCM, 9a).
  6. E.GILSON, L’etre et l’essence, 113.
  7. G. W. F. HEGEL, Vorle-sungen uber die Philosophie der Religion I (W W  II Bd-P. Marheinek, 1832, 77).
  8. S. BEHN. Einleitungs in die Metaphysik, 1933, 281.
  9. A. G. BAUMGARTEN, Metaphysica, 1743, 836, 838 (σημ. 280).
  10. C. A. CRUSIUS, Entwurf der notwendigennVernunft-wahrheiten, 1753, 204, (σημ. 355).
  11. Ψαλμ. 118:10
  12. Ψαλμ. 55:10
  13. Ψαλμ. 17:29
  14. Ψαλμ. 56:2
  15. Ψαλμ. 24:1
  16. Ψαλμ. 140:2
  17. Ψαλμ. 41:2
  18. K. HEIM, Glaube und Denken, 1934, 213.
  19. A. SCHULER, 32
20. H. RENARD, The Philosophy of God, 1952, VII.
21. C.A.CRUSIUS, 204, (σημ 356).
22. G. DRANSFELD, Die Schopfung, 1952, 5.
23. F. PAULSEN, Einleitungin die Philosophie, 1909, 284.
24. Πρβλ. A. M. HORWARTH, Die einzelnen Arlen der Theologie in ihrem Verhaltnis zum Gottesbegriff, “Divus Thomas”, 19, Bd. 1941, 42.
25. L. ZIEGLER, Gestaltwandel der Gotter, 1920, 99.
26 .W. FULTON , 203.
27. F. M. MULLER, Vorlesungen uber den Ursprung und die Entwicklung der Religion, 1881, 42.
28. E. BRUNNER, 132.H. RENARD, The Philosophy of God, 1952, VII.
 
Φόρος Τιμής στον ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟ
Το μείζον πολιτισμικό φαινόμενο που είναι γνωστό – ήδη από τον 19ο αιώνα – ως «ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» ανάγεται πολύ βαθιά στις θεωρητικές καταβολές που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της (μετα)νεωτερικής Ευρώπης. Αναζητώντας κανείς τα ΑΙΤΙΑ του εν λόγω «θανάτου», είναι αναγκασμένος να οπισθοχωρήσει ιστορικά και να περάσει από τον Διαφωτισμό στην Αναγέννηση, για να καταλήξει στην ώριμη φάση της σχολαστικής σκέψης. Εκεί, στις προϋποθέσεις και στις συνέπειες του σχολαστικισμού, βρίσκεται η ρίζα της δυναμικής που εκδιπλώθηκε μέχρι την περίφημη ρήση του Νίτσε «Gott ist tot» και τον συνακόλουθο αθεϊσμό.
Στον ελλαδικό χώρο, ένας από τους πιο διεισδυτικούς αναλυτές και κριτικούς του φαινομένου που εξετάζουμε υπήρξε ο καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σπυρίδων Κυριαζόπουλος. Με τη βαθιά γνώση του της νεότερης και μεσαιωνικής φιλοσοφίας, καθώς και με το ιδιαίτερο οξυμένο θεολογικό του αισθητήριο, διέγνωσε ορθά και τόνισε με ένταση ότι για τον «ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» είναι υπεύθυνη, πρωτίστως, η λογική της εξαντικειμενίκευσης του Θεού. με άλλα λόγια, η ίδια η λεγόμενη «θεολογική επιστήμη»… Για τον λόγο αυτό, επιλέξαμε να ξεκινήσουμε το αφιέρωμά μας με ένα απόσπασμα από το κλασικό πια (για τα ελληνικά δεδομένα) βιβλίο του «Προλεγόμενα εις την ερώτηση περί Θεού» (Αθήνα 1960), και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο με τίτλο «Η σχέσις και η σχετικότης».*(*Στο απόσπασμα που παραθέτουμε, διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη ως είχε. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η χρήση του μονοτονικού και η ελαφρά μετατροπή των υποσημειώσεων).
 
Από το περιοδικό "Θρησκειολογία" τχ. 1 Οκτ. Δεκ., 2000, σελ. 51-55.  
 
Ευχαριστίες στην φίλη της ιστοσελίδας Χ. Α.  για την πληκτρολόγηση του κειμένου.
  πηγή: Aντίφωνο
==========================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.