Ετικέτες
Το ιστορικό των Γερμανικών αποζημιώσεων και η Αδράνεια των κυβερνώντων
For the massacre of Distomo filmed by Kostas Petrakos. from Petrakos Films on Vimeo.
Την άποψη ότι η Γερμανία χρωστά χρήματα στην Ελλάδα και μάλιστα τα διπλά από ότι η Ελλάδα χρωστά στην Ευρώπη, διατυπώνει δημοσίευμα στην η ισπανική ηλεκτρονική εφημερίδα El Publico. Το δημοσίευμα αναφέρεται στις γερμανικές κατοχικές οφειλές.
Επικαλούμενη στοιχεία από μελέτες γνωστών και έγκριτων Ισπανών ιστορικών κι οικονομολόγων, σε άρθρο της με τον τίτλο «Το χρέος της ναζιστικής Γερμανίας ξεπερνά όσα ζητούν οι Μέρκελ και ΕΕ από την Αθήνα», εξετάζει τη συνδιάσκεψη του 1953 για τη διαγραφή του 63% του συνολικού εξωτερικού χρέους της Γερμανίας αλλά και τη συμφωνία των «Δύο συν Τέσσερις» του 1990 για τη μη πληρωμή των επανορθωτικών υποχρεώσεων του Βερολίνου, ενόψει της ενοποίησης των δύο Γερμανιών.
Ο καθηγητής Ιστορίας Εδμούνδο Φαγιάνας Εσκουέρ, που μιλά στην εφημερίδα, δηλώνει ότι εάν για το κατοχικό δάνειο «ισοδύναμο με 3 δισ. ευρώ», «εφαρμοσθεί ως σημείο αναφοράς το μέσο επιτόκιο των αμερικανικών ομολόγων, το ποσόν που θα έπρεπε σήμερα να καταβάλει η Γερμανία θα ήταν 163,800 δισ. ευρώ». ...
«Ο υπολογισμός της καταστροφής», εκτιμά ο Φαγιάνας Εσκουέρ, «ποικίλει ανάλογα με τις διάφορες εκτιμήσεις, που την ανάγουν σε έως και 300 δισ. ευρώ». «Ποσό που ο Γάλλος οικονομολόγος και πρώην σύμβουλος του Νικολά Σαρκοζί, Ζακ Ντεπλά, ανεβάζει ακόμη και στα 575 δισεκ. ευρώ» υπογραμμίζεται στο ίδιο άρθρο. «Είναι σαφές πως με αυτά τα ποσά, η Ελλάδα όχι απλώς θα είχε λύσει το πρόβλημα του χρέους, αλλά θα της περίσσευαν και χρήματα» προσθέτει ο ίδιος καθηγητής.
Μάλιστα η εφημερίδα σημειώνει πως οι αποζημιώσεις, που αξιώνουν οι Έλληνες, δεν φθάνουν ούτε καν στα πραγματικά χρηματικά ύψη που πρέπει να τους δοθούν. «162 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογισθούν τα επιτόκια από την εποχή της Κατοχής, τα 108 δισεκ. αντιστοιχούν στις καταστροφές των υποδομών, ενώ τα υπόλοιπα στο καταναγκαστικό δάνειο της δοσίλογης κυβέρνησης», αναφέρει η εφημερίδα.
Κατά τον καθηγητή στο UCM Κάρλος Σανθ Ντίαθ, η Ελλάδα έχει όλους τους καλούς λόγους και τα ιστορικά δεδικασμένα για να αξιώσει μία επίλυση του χρέους της… «α λα γερμανικά», όπως λέει, υπογραμμίζοντας πως η Γερμανία χάρη σ’ αυτές τις χαριστικές συμφωνίες μπόρεσε να επανεκκινήσει το σημερινό γερμανικό οικονομικό θαύμα.
Όταν η Ελλάδα «κούρευε» το γερμανικό χρέος…
Ελάχιστοι πρόσεξαν την είδηση κι ακόμη λιγότεροι αναρωτήθηκαν γιατί η Γερμανία θα εξοφλούσε προπολεμικά χρέη της, με 50 χρόνια καθυστέρηση. Αλλά το ερώτημα αποκτά τώρα, ενόψει των συζητήσεων για την αντιμετώπιση του ευρωπαϊκού χρέους, μεγάλο ενδιαφέρον.
Για να βρούμε την εξήγηση του μυστηρίου του γερμανικού ομολόγου, πρέπει να επιστρέψουμε πίσω στο χρόνο. Στις 27 Φεβρουαρίου του 1953, όταν η διάσκεψη του Λονδίνου για το εξωτερικό χρέος της Γερμανίας ολοκλήρωσε τις εργασίες της με μια ιστορική (αν και ξεχασμένη πια) συμφωνία. Με τη συμφωνία αυτή, οι δανειστές της (ανάμεσά τους και η Ελλάδα) προσέφεραν στη Γερμανία αυτό που σήμερα ζητούν από την ίδια οι χρεωμένες χώρες της ευρωζώνης (ανάμεσά τους, και πάλι, η Ελλάδα): Επιμήκυνση αποπληρωμής, μείωση επιτοκίου και «κούρεμα» χρέους!
Οι τότε δανειστές της Γερμανίας (ανάμεσά τους, επαναλαμβάνω, και η Ελλάδα) προσπάθησαν να δώσουν μια φωτισμένη λύση στο πρόβλημα του χρέους της κατεστραμμένης από τον πόλεμο και καταχρεωμένης Γερμανίας. Βάση της λύσης ήταν η παραδοχή πως «το ύψος της εξυπηρέτησης του χρέους δεν πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να θέτει σε κίνδυνο, άμεσα μεν την ευημερία των πολιτών της χώρας, μακροπρόθεσμα δε την ανοικοδόμηση της οικονομίας της».
Ένας Γερμανός τραπεζίτης, ο πολύς Χέρμαν Αμπς, παλαιός συνεργάτης των Ναζί, εκλήθη από τους πιστωτές να προσδιορίσει το ύψος των τοκοχρεολυσίων που η (δυτική) Γερμανία θα μπορούσε ακινδύνως να καταβάλει. Και βάσει αυτού του υπολογισμού, το προπολεμικό αλλά και το μεταπολεμικό γερμανικό χρέος «κουρεύτηκε» κατά τουλάχιτον 50% (για την ακρίβεια, από τα 30 περίπου δις μάρκα του χρέους του, το γερμανικό δημόσιο περιόριζε τις υποχρεώσεις στα 11 μόνον δις και άλλα 3,5 δις θα καταβάλονταν από εμπορικές γερμανικές τράπεζες).
Επιπλέον, το προπολεμικό επιτόκιο των δανείων (για τα οποία ο Χίτλερ είχε κάνει στάση πληρωμών) μηδενιζόταν, δόθηκε στη χώρα μια πενταετής περίοδος στην οποία θα πλήρωνε μόνον τόκους και για ένα μέρος του χρέους συμφωνήθηκε η εξόφλησή του να αναβληθεί μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών- πράγμα που εξηγεί και τα ομόλογα του 1990.
Ήταν μια δίκαιη σύμφωνία, που επέτρεψε στην Γερμανία να ανασυγκροτηθεί οικονομικά και κοινωνικά, χωρίς τον βραχνά του παλιού της χρέους, και να αποπληρώσει το χρέος αυτό, εύκολα, όταν η χώρα είχε ήδη ανακάμψει και παρουσίαζε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα.
Θα ήταν παράλογο και άτοπο να συγκρίνει, βέβαια, κανείς τις μεταπολεμικές συνθήκες στην Ευρώπη με τις σημερινές ή τα προπολεμικά γερμανικά χρέη με τα σημερινά ελληνικά χρέη. Αλλά, πολιτικά και ηθικά, καλό θα ήταν να υπενθύμιζε κάποιος τη συμφωνία του 1953 στην ξαναμμένη, από την λαϊκίστικη προπαγάνδα της «Bild», γερμανική κοινή γνώμη.-
Το χρέος της Γερμανίας: Η συμφωνία του 1953 – Ένα επίκαιρο ιστορικό προηγούμενο
Παρά τη σημασία της Συμφωνίας του 1953, λίγα πράγματα είναι γνωστά γι’ αυτή, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Δεδομένου ότι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για το χρέος αναφέρεται ρητά στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η Συμφωνία αυτή, ζητώντας τη σύγκληση αντίστοιχης ευρωπαϊκής συνδιάσκεψης σήμερα, η παρουσίαση βασικών παραμέτρων της αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Επιπλέον, η αδιαλλαξία που επιδεικνύει η Γερμανία σε σχέση με την κρίση χρέους της Ελλάδας και της Ευρωζώνης καθιστά αναγκαία μια τέτοια ανάγνωση.
Στο παρόν κείμενο, θα παρουσιάσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τους όρους αναδιάρθρωσης και διαγραφής του χρέους της Γερμανίας και τα διδάγματα που προκύπτουν από το ιστορικό αυτό προηγούμενο και που η Γερμανία επιλέγει να αγνοεί.
συνθήκες - Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου διάρκεσε ένα έτος (28.2.1952 – 27.2.1953). Οι συνομιλίες (όχι “διαπραγματεύσεις”, όρο που απέρριψε η γερμανική πλευρά) διεξάχθηκαν μεταξύ των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας, που εκπροσώπησαν όλους τους άλλους πιστωτές – περίπου 20 χώρες. Η Συμφωνία τέθηκε σε εφαρμογή στις 16.9.1953, μετά την επικύρωσή της από τα Κοινοβούλια των τριών ως άνω χωρών.
Κινητήρια δύναμη των συνομιλιών ήταν οι ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε μια σειρά παράγοντες, με κυριότερους την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, την επιδίωξη των ΗΠΑ για την άμεση ανασυγκρότηση της Ευρώπης και την επαναλειτουργία των αγορών για τα αμερικανικά προϊόντα, καθώς και τις κεϋνσιανού τύπου πολιτικές που επικράτησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες μετά τη δεκαετία του 1980. Τέλος, κοινή ήταν η αίσθηση ότι η πολιτική των Συμμαχικών Δυνάμεων έναντι της Γερμανίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνέβαλε στην άνοδο του ναζισμού και ότι δεν έπρεπε να επαναληφθεί.
Στις συνθήκες αυτές, η κυβέρνηση της ΟΔΓ απαίτησε και πέτυχε οι συνομιλίες με τους πιστωτές της να είναι μεταξύ “ίσων”. Για παράδειγμα, το πρώτο σχέδιο διαπραγμάτευσης που υπέβαλαν οι τρεις ως άνω χώρες απορρίφθηκε από το γερμανικό Κοινοβούλιο, το οποίο έκρινε ό,τι ευνοούσε τους πιστωτές.
Όροι ελάφρυνσης του χρέους - Το υπό συζήτηση χρέος περιλάμβανε εκείνο του δημοσίου καθώς και του ιδιωτικού τομέα και αφορούσε το χρέος που προέκυψε από τις αποζημιώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και στο χρέος που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (όχι όμως τις αποζημιώσεις).1 Σημειώνεται ότι μεγάλο τμήμα του χρέους της Γερμανίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαγράφηκε τρεις φορές, το 1924, 1929 και 1932, ενώ ο Χίτλερ κήρυξε παύση πληρωμών το 1934.
Η Συμφωνία του 1953 μείωσε το χρέος στα 14,3 δισ. γερμανικά μάρκα. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το ένα τρίτο της αρχικής οφειλής. Δηλαδή, η διαγραφή έφτασε στο 60%-70% του συνολικού χρέους!2 Επιπλέον, το εναπομένον χρέος αναδιαρθρώθηκε με τρόπο ώστε να ενισχύσει την ανασυγκρότηση της οικονομίας της Γερμανίας. Ειδικότερα, ίσχυσαν οι εξής όροι:
* Πενταετής περίοδος χάριτος (1953-1958), στη διάρκεια της οποίας οι τοκοχρεολυτικές πληρωμές της Γερμανίας ορίστηκαν σε πολύ χαμηλό επίπεδο.
* Μηδενικό επιτόκιο για το 18% του μη διαγραφέντος χρέους (2,5 δισ. γερμανικά μάρκα), επιτόκιο ύψους 2,5% για το 39% (5,5 δισ. γερμανικά μάρκα) και 4,5% για το υπόλοιπο 44%.
Διαγραφή των τόκων ανατοκισμού επί των οφειλών του Χίτλερ μετά από τη μονομερή παύση πληρωμών το 1934.
Εκτός από τα παραπάνω, η Συμφωνία του 1953 συνέδεσε άμεσα την εξυπηρέτηση του χρέους με την ανασυγκρότηση της οικονομίας της Γερμανίας. Έτσι, το τμήμα του χρέους που διαγράφηκε αντιστοιχούσε σε περίπου 75% των εξαγωγών της το 1950, ενώ οι ετήσιες πληρωμές για την εξυπηρέτησή του δεν έπρεπε να υπερβαίνουν το 5% των εσόδων από εξαγωγές. Επίσης, η διατήρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του μάρκου σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητά της, με την ανοχή των πιστωτών και ανταγωνιστών της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Συμφωνία εισήγαγε την έννοια της “δυνατότητας μεταφοράς” (transfer capacity) πόρων από τη Γερμανία προς τους πιστωτές της. Ειδικότερα, στο άρθρο 9 αναφέρεται ότι «…στο πλαίσιο της παρούσας Συμφωνίας, η καταβολή τοκοχρεολυσίων θεωρείται ότι αποτελεί πληρωμή για τρέχουσες συναλλαγές», δηλαδή προέρχεται από τρέχοντα έσοδα. Αποκλείστηκε έτσι η χρησιμοποίηση κεφαλαιακών πόρων, όπως εισροών για επενδύσεις, αποθεματικού κεφαλαίου, εισπράξεων από ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Εξίσου σημαντικό στοιχείο της Συμφωνίας του 1953 ήταν η καθιέρωση μηχανισμών διαιτησίας για την επίλυση τυχόν διαφορών μεταξύ της Γερμανίας και των πιστωτών, ενώ η Γερμανία διατήρησε το δικαίωμα έναρξης νέων διαβουλεύσεων σε περίπτωση αδυναμίας τήρησης των όρων της Συμφωνίας εκ μέρους της.
Συνολικά, η Συμφωνία του 1953 στηρίχθηκε στις εξής αρχές: α) η ελάφρυνση του χρέους αφορά το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος ταυτόχρονα, β) η εξόφληση του χρέους δεν μπορεί να γίνει με επαχθείς όρους, αφού επιτείνει το πρόβλημα της υπερχρέωσης, γ) η αντιμετώπιση του χρέους πρέπει να συνδυάζεται με την ανάπτυξη της οικονομίας, (δ) η μονομερής επιβολή της βούλησης των πιστωτών δεν συνάδει με τις πιο πάνω αρχές.
Η αδιαλλαξία της Γερμανίας - Η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους της Γερμανίας το 1953 και η ελάφρυνση των όρων αποπληρωμής του υπολοίπου αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο για το λεγόμενο “γερμανικό θαύμα” μετά το 1950. Η Ελλάδα ήταν μία από τις πιστώτριες χώρες που συνυπέγραψαν τη Συμφωνία. Η σημερινή όμως ηγεσία της Γερμανίας όχι μόνο αγνοεί τα διδάγματα της Συμφωνίας του 1953, αλλά επιδεικνύει μοναδική αδιαλλαξία έναντι της Ελλάδας και των άλλων υπερχρεωμένων χωρών. Σημειώνουμε ορισμένες πλευρές της αδιαλλαξίας αυτής:
* Η μείωση του χρέους της Ελλάδας το 2012 ήταν συγκριτικά πολύ μικρότερη από εκείνη της Γερμανίας. Εξάλλου, περιέλαβε μόνο το δημόσιο χρέος, αγνοώντας τις μη εξυπηρετούμενες υποχρεώσεις των ιδιωτών προς τις τράπεζες.
* Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2012 δεν περιέλαβε τις διμερείς συμβάσεις της Ελλάδας με τα κράτη της Ευρωζώνης που αποτέλεσαν το πρώτο πακέτο “βοήθειας” το 2010.
* Τα νέα ομόλογα της ελληνικής κυβέρνησης που αντικατέστησαν τα παλιά υπόκεινται στο δίκαιο της Βρετανίας και του Λουξεμβούργου. Στην περίπτωση της Γερμανίας, αρμόδια παρέμειναν τα γερμανικά δικαστήρια.
* Τα τοκοχρεολύσια που κατέβαλε η Γερμανία ήταν μικρότερα από το 5% των εσόδων της από εξαγωγές, ανώτατο όριο το οποίο επέβαλε η Συμφωνία. Αντίθετα, η τοκοχρεολυτικές δόσεις της Ελλάδας δεν συσχετίζονται με τις επιδόσεις της οικονομίας.
* Η εξυπηρέτηση του χρέους όφειλε να προέρχεται από τρέχοντα έσοδα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις -την εκποίηση δηλαδή δημόσιου κεφαλαίου- συνυπολογίζονται ως έσοδα για την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.
* Η κεντρική τράπεζα της ΟΔΓ συνέδραμε την κυβέρνηση. Αντίθετα, αποκλείεται η δυνατότητα δανεισμού του ελληνικού κράτους από την Τράπεζα της Ελλάδος.
* Η Γερμανία μπορούσε να διακόψει την εξυπηρέτηση του χρέους της και να ζητήσει νέες διαβουλεύσεις, πράγμα το οποίο δεν προβλέπεται για την Ελλάδα. Επίσης, δεν προβλέπεται θεσμός διαιτησίας.
* Τέλος, σε αντίθεση με τον χαρακτήρα της Συμφωνίας του 1953, που αναγνώρισε την ανάγκη ανόρθωσης της γερμανικής οικονομίας, η λιτότητα των Μνημονίων και των άλλων ευρωπαϊκών μέτρων για την κρίση, με κύριο εμπνευστή τη Γερμανία, έχει οδηγήσει την Ευρώπη σε στασιμότητα και περιοχές όπως η Ελλάδα σε βαθιά ύφεση.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκεται μια «…διευθέτηση του δημόσιου χρέους κατά τα πρότυπα εκείνης που συμφωνήθηκε το 1953 για το χρέος της κατεστραμμένης τότε Γερμανίας”. Επιπλέον, η διευθέτηση αυτή «…πρέπει να γίνει στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής συνδιάσκεψης όπου θα ληφθούν συναφείς αποφάσεις για όλες τις χώρες που αντιμετωπίζουν οξύ οικονομικό πρόβλημα» (σελ. 12). Το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ επαναφέρει στο προσκήνιο ένα ιστορικό προηγούμενο ιδιαίτερα επίκαιρο όσο και διδακτικό. Το 1953 η πολιτική βούληση κυρίως των ΗΠΑ δημιούργησε τις συνθήκες για την ευνοϊκή μεταχείριση της Γερμανίας. Η Γερμανία σήμερα καλείται να επιδείξει αντίστοιχη πολιτική βούληση. Πόσο μάλλον που η υπερχρέωση της Ελλάδας και των άλλων υπερχρεωμένων χωρών δεν προέρχεται από τη διενέργεια πολέμου κατά άλλων κρατών, ευρωπαϊκών και μη.
1 Η Συμφωνία του 1953 δεν περιέλαβε αποζημιώσεις για τις ζημίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα, η γερμανική αντιπροσωπεία απείλησε ότι θα αποχωρούσε από τις διαπραγματεύσεις εάν οι συνομιλητές της επέμεναν στο θέμα αυτό.
2 Πρόκειται για εκτιμήσεις, δεδομένου ότι η Συμφωνία του Λονδίνου αποτέλεσε το πλαίσιο εντός του οποίου στη συνέχεια υπογράφηκαν διμερείς συμβάσεις με τις πιστώτριες χώρες της Γερμανίας όπου αναφέρονται τα ποσά για κάθε χώρα.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
For the massacre of Distomo filmed by Kostas Petrakos. from Petrakos Films on Vimeo.
Την άποψη ότι η Γερμανία χρωστά χρήματα στην Ελλάδα και μάλιστα τα διπλά από ότι η Ελλάδα χρωστά στην Ευρώπη, διατυπώνει δημοσίευμα στην η ισπανική ηλεκτρονική εφημερίδα El Publico. Το δημοσίευμα αναφέρεται στις γερμανικές κατοχικές οφειλές.
Επικαλούμενη στοιχεία από μελέτες γνωστών και έγκριτων Ισπανών ιστορικών κι οικονομολόγων, σε άρθρο της με τον τίτλο «Το χρέος της ναζιστικής Γερμανίας ξεπερνά όσα ζητούν οι Μέρκελ και ΕΕ από την Αθήνα», εξετάζει τη συνδιάσκεψη του 1953 για τη διαγραφή του 63% του συνολικού εξωτερικού χρέους της Γερμανίας αλλά και τη συμφωνία των «Δύο συν Τέσσερις» του 1990 για τη μη πληρωμή των επανορθωτικών υποχρεώσεων του Βερολίνου, ενόψει της ενοποίησης των δύο Γερμανιών.
Ο καθηγητής Ιστορίας Εδμούνδο Φαγιάνας Εσκουέρ, που μιλά στην εφημερίδα, δηλώνει ότι εάν για το κατοχικό δάνειο «ισοδύναμο με 3 δισ. ευρώ», «εφαρμοσθεί ως σημείο αναφοράς το μέσο επιτόκιο των αμερικανικών ομολόγων, το ποσόν που θα έπρεπε σήμερα να καταβάλει η Γερμανία θα ήταν 163,800 δισ. ευρώ». ...
«Ο υπολογισμός της καταστροφής», εκτιμά ο Φαγιάνας Εσκουέρ, «ποικίλει ανάλογα με τις διάφορες εκτιμήσεις, που την ανάγουν σε έως και 300 δισ. ευρώ». «Ποσό που ο Γάλλος οικονομολόγος και πρώην σύμβουλος του Νικολά Σαρκοζί, Ζακ Ντεπλά, ανεβάζει ακόμη και στα 575 δισεκ. ευρώ» υπογραμμίζεται στο ίδιο άρθρο. «Είναι σαφές πως με αυτά τα ποσά, η Ελλάδα όχι απλώς θα είχε λύσει το πρόβλημα του χρέους, αλλά θα της περίσσευαν και χρήματα» προσθέτει ο ίδιος καθηγητής.
Μάλιστα η εφημερίδα σημειώνει πως οι αποζημιώσεις, που αξιώνουν οι Έλληνες, δεν φθάνουν ούτε καν στα πραγματικά χρηματικά ύψη που πρέπει να τους δοθούν. «162 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογισθούν τα επιτόκια από την εποχή της Κατοχής, τα 108 δισεκ. αντιστοιχούν στις καταστροφές των υποδομών, ενώ τα υπόλοιπα στο καταναγκαστικό δάνειο της δοσίλογης κυβέρνησης», αναφέρει η εφημερίδα.
Κατά τον καθηγητή στο UCM Κάρλος Σανθ Ντίαθ, η Ελλάδα έχει όλους τους καλούς λόγους και τα ιστορικά δεδικασμένα για να αξιώσει μία επίλυση του χρέους της… «α λα γερμανικά», όπως λέει, υπογραμμίζοντας πως η Γερμανία χάρη σ’ αυτές τις χαριστικές συμφωνίες μπόρεσε να επανεκκινήσει το σημερινό γερμανικό οικονομικό θαύμα.
Όταν η Ελλάδα «κούρευε» το γερμανικό χρέος…
Γράφει: Παύλος Τσίμας
Το 1990, ανάμεσα στις εικόνες των πολύχρωμων πανηγυρισμών νεαρών γερμανών επί των ερειπίων του τείχους, για την επανένωση της χώρας τους, ήρθε και μια μικρή είδηση που πέρασε, τότε, απαρατήρητη: Η Γερμανία θα προχωρούσε σε μια ειδική έκδοση ομολόγων, με τα οποία θα εξοφλούσε ένα μέρος του προπολεμικού γερμανικού χρέους.Ελάχιστοι πρόσεξαν την είδηση κι ακόμη λιγότεροι αναρωτήθηκαν γιατί η Γερμανία θα εξοφλούσε προπολεμικά χρέη της, με 50 χρόνια καθυστέρηση. Αλλά το ερώτημα αποκτά τώρα, ενόψει των συζητήσεων για την αντιμετώπιση του ευρωπαϊκού χρέους, μεγάλο ενδιαφέρον.
Για να βρούμε την εξήγηση του μυστηρίου του γερμανικού ομολόγου, πρέπει να επιστρέψουμε πίσω στο χρόνο. Στις 27 Φεβρουαρίου του 1953, όταν η διάσκεψη του Λονδίνου για το εξωτερικό χρέος της Γερμανίας ολοκλήρωσε τις εργασίες της με μια ιστορική (αν και ξεχασμένη πια) συμφωνία. Με τη συμφωνία αυτή, οι δανειστές της (ανάμεσά τους και η Ελλάδα) προσέφεραν στη Γερμανία αυτό που σήμερα ζητούν από την ίδια οι χρεωμένες χώρες της ευρωζώνης (ανάμεσά τους, και πάλι, η Ελλάδα): Επιμήκυνση αποπληρωμής, μείωση επιτοκίου και «κούρεμα» χρέους!
Οι τότε δανειστές της Γερμανίας (ανάμεσά τους, επαναλαμβάνω, και η Ελλάδα) προσπάθησαν να δώσουν μια φωτισμένη λύση στο πρόβλημα του χρέους της κατεστραμμένης από τον πόλεμο και καταχρεωμένης Γερμανίας. Βάση της λύσης ήταν η παραδοχή πως «το ύψος της εξυπηρέτησης του χρέους δεν πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να θέτει σε κίνδυνο, άμεσα μεν την ευημερία των πολιτών της χώρας, μακροπρόθεσμα δε την ανοικοδόμηση της οικονομίας της».
Ένας Γερμανός τραπεζίτης, ο πολύς Χέρμαν Αμπς, παλαιός συνεργάτης των Ναζί, εκλήθη από τους πιστωτές να προσδιορίσει το ύψος των τοκοχρεολυσίων που η (δυτική) Γερμανία θα μπορούσε ακινδύνως να καταβάλει. Και βάσει αυτού του υπολογισμού, το προπολεμικό αλλά και το μεταπολεμικό γερμανικό χρέος «κουρεύτηκε» κατά τουλάχιτον 50% (για την ακρίβεια, από τα 30 περίπου δις μάρκα του χρέους του, το γερμανικό δημόσιο περιόριζε τις υποχρεώσεις στα 11 μόνον δις και άλλα 3,5 δις θα καταβάλονταν από εμπορικές γερμανικές τράπεζες).
Επιπλέον, το προπολεμικό επιτόκιο των δανείων (για τα οποία ο Χίτλερ είχε κάνει στάση πληρωμών) μηδενιζόταν, δόθηκε στη χώρα μια πενταετής περίοδος στην οποία θα πλήρωνε μόνον τόκους και για ένα μέρος του χρέους συμφωνήθηκε η εξόφλησή του να αναβληθεί μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών- πράγμα που εξηγεί και τα ομόλογα του 1990.
Ήταν μια δίκαιη σύμφωνία, που επέτρεψε στην Γερμανία να ανασυγκροτηθεί οικονομικά και κοινωνικά, χωρίς τον βραχνά του παλιού της χρέους, και να αποπληρώσει το χρέος αυτό, εύκολα, όταν η χώρα είχε ήδη ανακάμψει και παρουσίαζε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα.
Θα ήταν παράλογο και άτοπο να συγκρίνει, βέβαια, κανείς τις μεταπολεμικές συνθήκες στην Ευρώπη με τις σημερινές ή τα προπολεμικά γερμανικά χρέη με τα σημερινά ελληνικά χρέη. Αλλά, πολιτικά και ηθικά, καλό θα ήταν να υπενθύμιζε κάποιος τη συμφωνία του 1953 στην ξαναμμένη, από την λαϊκίστικη προπαγάνδα της «Bild», γερμανική κοινή γνώμη.-
Το χρέος της Γερμανίας: Η συμφωνία του 1953 – Ένα επίκαιρο ιστορικό προηγούμενο
Της Μαρίκας Φραγκάκη – η Αυγή
Η Συμφωνία του 1953 για την ελάφρυνση του χρέους της Γερμανίας, την οποία εκπροσώπησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ήταν η σημαντικότερη του 20ού αιώνα στην Ευρώπη. Μάλιστα, σήμερα θεωρείται ως πρότυπο.Παρά τη σημασία της Συμφωνίας του 1953, λίγα πράγματα είναι γνωστά γι’ αυτή, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Δεδομένου ότι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για το χρέος αναφέρεται ρητά στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η Συμφωνία αυτή, ζητώντας τη σύγκληση αντίστοιχης ευρωπαϊκής συνδιάσκεψης σήμερα, η παρουσίαση βασικών παραμέτρων της αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Επιπλέον, η αδιαλλαξία που επιδεικνύει η Γερμανία σε σχέση με την κρίση χρέους της Ελλάδας και της Ευρωζώνης καθιστά αναγκαία μια τέτοια ανάγνωση.
Στο παρόν κείμενο, θα παρουσιάσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τους όρους αναδιάρθρωσης και διαγραφής του χρέους της Γερμανίας και τα διδάγματα που προκύπτουν από το ιστορικό αυτό προηγούμενο και που η Γερμανία επιλέγει να αγνοεί.
συνθήκες - Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου διάρκεσε ένα έτος (28.2.1952 – 27.2.1953). Οι συνομιλίες (όχι “διαπραγματεύσεις”, όρο που απέρριψε η γερμανική πλευρά) διεξάχθηκαν μεταξύ των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας, που εκπροσώπησαν όλους τους άλλους πιστωτές – περίπου 20 χώρες. Η Συμφωνία τέθηκε σε εφαρμογή στις 16.9.1953, μετά την επικύρωσή της από τα Κοινοβούλια των τριών ως άνω χωρών.
Κινητήρια δύναμη των συνομιλιών ήταν οι ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε μια σειρά παράγοντες, με κυριότερους την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, την επιδίωξη των ΗΠΑ για την άμεση ανασυγκρότηση της Ευρώπης και την επαναλειτουργία των αγορών για τα αμερικανικά προϊόντα, καθώς και τις κεϋνσιανού τύπου πολιτικές που επικράτησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες μετά τη δεκαετία του 1980. Τέλος, κοινή ήταν η αίσθηση ότι η πολιτική των Συμμαχικών Δυνάμεων έναντι της Γερμανίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνέβαλε στην άνοδο του ναζισμού και ότι δεν έπρεπε να επαναληφθεί.
Στις συνθήκες αυτές, η κυβέρνηση της ΟΔΓ απαίτησε και πέτυχε οι συνομιλίες με τους πιστωτές της να είναι μεταξύ “ίσων”. Για παράδειγμα, το πρώτο σχέδιο διαπραγμάτευσης που υπέβαλαν οι τρεις ως άνω χώρες απορρίφθηκε από το γερμανικό Κοινοβούλιο, το οποίο έκρινε ό,τι ευνοούσε τους πιστωτές.
Όροι ελάφρυνσης του χρέους - Το υπό συζήτηση χρέος περιλάμβανε εκείνο του δημοσίου καθώς και του ιδιωτικού τομέα και αφορούσε το χρέος που προέκυψε από τις αποζημιώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και στο χρέος που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (όχι όμως τις αποζημιώσεις).1 Σημειώνεται ότι μεγάλο τμήμα του χρέους της Γερμανίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαγράφηκε τρεις φορές, το 1924, 1929 και 1932, ενώ ο Χίτλερ κήρυξε παύση πληρωμών το 1934.
Η Συμφωνία του 1953 μείωσε το χρέος στα 14,3 δισ. γερμανικά μάρκα. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το ένα τρίτο της αρχικής οφειλής. Δηλαδή, η διαγραφή έφτασε στο 60%-70% του συνολικού χρέους!2 Επιπλέον, το εναπομένον χρέος αναδιαρθρώθηκε με τρόπο ώστε να ενισχύσει την ανασυγκρότηση της οικονομίας της Γερμανίας. Ειδικότερα, ίσχυσαν οι εξής όροι:
* Πενταετής περίοδος χάριτος (1953-1958), στη διάρκεια της οποίας οι τοκοχρεολυτικές πληρωμές της Γερμανίας ορίστηκαν σε πολύ χαμηλό επίπεδο.
* Μηδενικό επιτόκιο για το 18% του μη διαγραφέντος χρέους (2,5 δισ. γερμανικά μάρκα), επιτόκιο ύψους 2,5% για το 39% (5,5 δισ. γερμανικά μάρκα) και 4,5% για το υπόλοιπο 44%.
Διαγραφή των τόκων ανατοκισμού επί των οφειλών του Χίτλερ μετά από τη μονομερή παύση πληρωμών το 1934.
Εκτός από τα παραπάνω, η Συμφωνία του 1953 συνέδεσε άμεσα την εξυπηρέτηση του χρέους με την ανασυγκρότηση της οικονομίας της Γερμανίας. Έτσι, το τμήμα του χρέους που διαγράφηκε αντιστοιχούσε σε περίπου 75% των εξαγωγών της το 1950, ενώ οι ετήσιες πληρωμές για την εξυπηρέτησή του δεν έπρεπε να υπερβαίνουν το 5% των εσόδων από εξαγωγές. Επίσης, η διατήρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του μάρκου σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητά της, με την ανοχή των πιστωτών και ανταγωνιστών της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Συμφωνία εισήγαγε την έννοια της “δυνατότητας μεταφοράς” (transfer capacity) πόρων από τη Γερμανία προς τους πιστωτές της. Ειδικότερα, στο άρθρο 9 αναφέρεται ότι «…στο πλαίσιο της παρούσας Συμφωνίας, η καταβολή τοκοχρεολυσίων θεωρείται ότι αποτελεί πληρωμή για τρέχουσες συναλλαγές», δηλαδή προέρχεται από τρέχοντα έσοδα. Αποκλείστηκε έτσι η χρησιμοποίηση κεφαλαιακών πόρων, όπως εισροών για επενδύσεις, αποθεματικού κεφαλαίου, εισπράξεων από ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Εξίσου σημαντικό στοιχείο της Συμφωνίας του 1953 ήταν η καθιέρωση μηχανισμών διαιτησίας για την επίλυση τυχόν διαφορών μεταξύ της Γερμανίας και των πιστωτών, ενώ η Γερμανία διατήρησε το δικαίωμα έναρξης νέων διαβουλεύσεων σε περίπτωση αδυναμίας τήρησης των όρων της Συμφωνίας εκ μέρους της.
Συνολικά, η Συμφωνία του 1953 στηρίχθηκε στις εξής αρχές: α) η ελάφρυνση του χρέους αφορά το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος ταυτόχρονα, β) η εξόφληση του χρέους δεν μπορεί να γίνει με επαχθείς όρους, αφού επιτείνει το πρόβλημα της υπερχρέωσης, γ) η αντιμετώπιση του χρέους πρέπει να συνδυάζεται με την ανάπτυξη της οικονομίας, (δ) η μονομερής επιβολή της βούλησης των πιστωτών δεν συνάδει με τις πιο πάνω αρχές.
Η αδιαλλαξία της Γερμανίας - Η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους της Γερμανίας το 1953 και η ελάφρυνση των όρων αποπληρωμής του υπολοίπου αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο για το λεγόμενο “γερμανικό θαύμα” μετά το 1950. Η Ελλάδα ήταν μία από τις πιστώτριες χώρες που συνυπέγραψαν τη Συμφωνία. Η σημερινή όμως ηγεσία της Γερμανίας όχι μόνο αγνοεί τα διδάγματα της Συμφωνίας του 1953, αλλά επιδεικνύει μοναδική αδιαλλαξία έναντι της Ελλάδας και των άλλων υπερχρεωμένων χωρών. Σημειώνουμε ορισμένες πλευρές της αδιαλλαξίας αυτής:
* Η μείωση του χρέους της Ελλάδας το 2012 ήταν συγκριτικά πολύ μικρότερη από εκείνη της Γερμανίας. Εξάλλου, περιέλαβε μόνο το δημόσιο χρέος, αγνοώντας τις μη εξυπηρετούμενες υποχρεώσεις των ιδιωτών προς τις τράπεζες.
* Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2012 δεν περιέλαβε τις διμερείς συμβάσεις της Ελλάδας με τα κράτη της Ευρωζώνης που αποτέλεσαν το πρώτο πακέτο “βοήθειας” το 2010.
* Τα νέα ομόλογα της ελληνικής κυβέρνησης που αντικατέστησαν τα παλιά υπόκεινται στο δίκαιο της Βρετανίας και του Λουξεμβούργου. Στην περίπτωση της Γερμανίας, αρμόδια παρέμειναν τα γερμανικά δικαστήρια.
* Τα τοκοχρεολύσια που κατέβαλε η Γερμανία ήταν μικρότερα από το 5% των εσόδων της από εξαγωγές, ανώτατο όριο το οποίο επέβαλε η Συμφωνία. Αντίθετα, η τοκοχρεολυτικές δόσεις της Ελλάδας δεν συσχετίζονται με τις επιδόσεις της οικονομίας.
* Η εξυπηρέτηση του χρέους όφειλε να προέρχεται από τρέχοντα έσοδα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις -την εκποίηση δηλαδή δημόσιου κεφαλαίου- συνυπολογίζονται ως έσοδα για την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.
* Η κεντρική τράπεζα της ΟΔΓ συνέδραμε την κυβέρνηση. Αντίθετα, αποκλείεται η δυνατότητα δανεισμού του ελληνικού κράτους από την Τράπεζα της Ελλάδος.
* Η Γερμανία μπορούσε να διακόψει την εξυπηρέτηση του χρέους της και να ζητήσει νέες διαβουλεύσεις, πράγμα το οποίο δεν προβλέπεται για την Ελλάδα. Επίσης, δεν προβλέπεται θεσμός διαιτησίας.
* Τέλος, σε αντίθεση με τον χαρακτήρα της Συμφωνίας του 1953, που αναγνώρισε την ανάγκη ανόρθωσης της γερμανικής οικονομίας, η λιτότητα των Μνημονίων και των άλλων ευρωπαϊκών μέτρων για την κρίση, με κύριο εμπνευστή τη Γερμανία, έχει οδηγήσει την Ευρώπη σε στασιμότητα και περιοχές όπως η Ελλάδα σε βαθιά ύφεση.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκεται μια «…διευθέτηση του δημόσιου χρέους κατά τα πρότυπα εκείνης που συμφωνήθηκε το 1953 για το χρέος της κατεστραμμένης τότε Γερμανίας”. Επιπλέον, η διευθέτηση αυτή «…πρέπει να γίνει στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής συνδιάσκεψης όπου θα ληφθούν συναφείς αποφάσεις για όλες τις χώρες που αντιμετωπίζουν οξύ οικονομικό πρόβλημα» (σελ. 12). Το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ επαναφέρει στο προσκήνιο ένα ιστορικό προηγούμενο ιδιαίτερα επίκαιρο όσο και διδακτικό. Το 1953 η πολιτική βούληση κυρίως των ΗΠΑ δημιούργησε τις συνθήκες για την ευνοϊκή μεταχείριση της Γερμανίας. Η Γερμανία σήμερα καλείται να επιδείξει αντίστοιχη πολιτική βούληση. Πόσο μάλλον που η υπερχρέωση της Ελλάδας και των άλλων υπερχρεωμένων χωρών δεν προέρχεται από τη διενέργεια πολέμου κατά άλλων κρατών, ευρωπαϊκών και μη.
1 Η Συμφωνία του 1953 δεν περιέλαβε αποζημιώσεις για τις ζημίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα, η γερμανική αντιπροσωπεία απείλησε ότι θα αποχωρούσε από τις διαπραγματεύσεις εάν οι συνομιλητές της επέμεναν στο θέμα αυτό.
2 Πρόκειται για εκτιμήσεις, δεδομένου ότι η Συμφωνία του Λονδίνου αποτέλεσε το πλαίσιο εντός του οποίου στη συνέχεια υπογράφηκαν διμερείς συμβάσεις με τις πιστώτριες χώρες της Γερμανίας όπου αναφέρονται τα ποσά για κάθε χώρα.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.