του Προκόπη Παπαστράτη
Ομότιμου Καθηγητή Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ιδρυτικού μέλους του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την ΕλλάδαΤο πικρό απόφθεγμα ότι η πρώτη απώλεια σ΄ ένα πόλεμο είναι η αλήθεια, φαίνεται ότι ισχύει και για τους εορτασμούς μνήμης αυτού του πολέμου. Παράλληλα με τους εορτασμούς για το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αρχίζει να ξεδιπλώνεται μία ιδιότυπη ιστορία παραχαράξεων και αποσιωπήσεων, οι οποίες ουσιαστικά αμαυρώνουν αυτούς τους εορτασμούς, που εξελίσσεται, εμπλουτίζεται και τροποποιείται ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες που επικρατούν.
Αυτό είναι εμφανές από τον πρώτο εορτασμό του τέλους του πολέμου. Τα 75.000.000 θυμάτων, τα χαίοντα ερείπια ολόκληρων πόλεων, η μεθοδευμένη φρίκη των στρατοπέδων εξόντωσης, δεν εμποδίζει αυτή τη διαδικασία παραχάραξης και αποσιώπησης να εξελιχθεί.
Από τα πρώτα και μόνιμα θύματα αυτού του πολέμου είναι ο αντιφασιστικός χαρακτήρας του. Ενδεικτικό του μεγέθους της παραχάραξης είναι ότι ο λεγόμενος Δυτικός κόσμος ανακάλυψε επισήμως τα 30.000.000 νεκρών του ρωσικού λαού όταν αποφασίστηκε να τερματιστεί ο Ψυχρός Πόλεμος.
Όπως έχει επιγραμματικά επισημάνει ο Νίκος Σβορώνος, σε ορισμένες τουλάχιστον στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο ρόλος του ξένου παράγοντα προσλαμβάνει χαρακτήρα σχεδόν θεσμικό. Η περίπτωση της Ελλάδας από τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι χαρακτηριστική. Η επέμβαση του ξένου παράγοντα σε αγαστή συνεργασία με τους ντόπιους συνεργάτες του, μεθόδευσαν, πέραν όλων των άλλων, και την παραχάραξη των γεγονότων, που μας ενδιαφέρουν.
Σε πρώτο πλάνο στη δεκαετία του 1940, αρχίζοντας από την Εθνική Αντίσταση, επειδή ενέχει τον κίνδυνο ανατροπής της κοινωνικής ιεραρχίας και σε δεύτερο πλάνο, μετά το τέλος του εμφύλιου, στο θέμα των γερμανικών οφειλών. Τυπικός φορέας, αυτών των επικίνδυνων για τους κρατούντες αντιλήψεων, ήταν ο Μανώλης Γλέζος. Τόσο για τον τρόπο και το χρόνο που εντάχθηκε στην Αντίσταση όσο και για τις πρωτοβουλίες που έπαιρνε μία των οποίων ήταν και οι γερμανικές οφειλές.
Στο πλαίσιο αυτό έπρεπε και πρέπει να εθιστούμε, και επιπλέον, να αποδεχθούμε οικειοθελώς, τον ρόλο του επιτηρούμενου ιθαγενή.
Η έννοια και η προσφυγή στην επιτήρηση, ήταν ανέκαθεν το καταφύγιο κάθε αστικής κυβέρνησης που αδυνατούσε να διαχειριστεί τα αδιέξοδα της, με κορυφαίο παράδειγμα την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Η αλλαγή του επιτηρητή δεν έχει μεγάλη επίδραση στον επιτηρούμενο. Οι αλαζόνες Αγγλο-αμερικάνοι στρατηγοί έχουν αντικατασταθεί από τεχνοκράτες εκ Βρυξελλών, τους οποίους ακολουθούν, όπως θα αναπτύξουμε, καθηγητές γερμανικών πανεπιστημίων.
Αυτή την πεποίθηση της επιτήρησης, που έχει εδραιωθεί στο χώρο των δανειστών, μέσω των μνημονίων, στο επίπεδο της οικονομίας, επιδιώκει τώρα η Γερμανία με κάθε επικοινωνιακό μέσο, να την επιβάλλει και στο επίπεδο της παιδείας και της εκπαίδευσης. Η αγαθοεργός εικόνα που προβάλλει αυτή η σύγχρονη σταυροφορία παιδείας και εκπαίδευσης και οι υψιπετείς διακηρύξεις της, που δεν περιορίζονται μόνο στην Ελλάδα, δύσκολα πλέον αποκρύπτουν, μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους τους στόχους τους. Την επιδιωκόμενη λεηλασία φρονημάτων και τη μακροχρόνια δημιουργία της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης, για θέματα όπου η μνήμη παραμένει ακόμα ζωντανή και απαιτείται ικανοποίηση. Γι’ αυτό και η επίμονη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών επί τόσες δεκαετίες διατηρεί στο προσκήνιο την εικόνα μίας Γερμανίας που η ίδια θέλει να εξαλείψει. Μίας Γερμανίας που όχι μόνο επιδίδεται σε σειρά ολοκαυτωμάτων, σκληρών αντιποίνων, και καταστροφών των υποδομών, αλλά και αρνείται επιλεκτικά να τηρήσει τις διεθνείς δεσμεύσεις της στο θέμα αυτό. ...