Αντί Προλόγου: Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γράφει χωρίς περιστροφές για το Πολυτεχνείο, τη γενιά του και την αντίσταση κατά της χούντας
Ετικέτες: Αφιέρωμα για την 21 Απριλίου 1967, και
του Ταξίαρχου τότε Στυλιανού Παττακού
Δείτε το απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε
Τα ντοκιμαντέρ μας στηρίζονται αποκλειστικά σε εσένα.
Δημοφιλείς ηθοποιοί εκείνης της εποχής ποζάρουν με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο
Ακούστε τώρα και τον Γιώργο Σεφέρη στο περίφημο κείμενο του κατά της χούντας , γραμμένο το Μάρτιο του 1969 . Του χρειάστηκαν δυο χρόνια για να αποφασίσει να μιλήσει , λίγο πριν πεθάνει :
« Είναι μια κατάσταση ( η χούντα) που όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνο και μόχθο πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στο έλος , μέσα στα τελματωμένα νερά. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου.."
"Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα πολιτικό δεσμό και μπορώ να πω χωρίς φόβο και πάθος :
Βλέπω μπροστά μου το γκρεμό που μας οδηγεί η καταπίεση.
Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει . Είναι εθνική επιταγή...
Πάντως ο Σεφέρης μίλησε . Ο Ελύτης δε μίλησε. Πάρα πολλοί δε μίλησαν.
-------------------------------------
Πειθαρχία και τάξη μπροστά στις ερπύστριες, του Νίκου Σκοπλάκη
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γράφει χωρίς περιστροφές για το Πολυτεχνείο, τη γενιά του και την αντίσταση κατά της χούντας
Ετικέτες: Αφιέρωμα για την 21 Απριλίου 1967, και
του Ταξίαρχου τότε Στυλιανού Παττακού
Οι σχέσεις των οικογενειών Βαρδινογιάννη, Ωνάση, Λάτση, Νιάρχου, Μποδοσάκη, Γουλανδρή κ.α με τους δικτάτορες.
Δείτε το απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε
Τα ντοκιμαντέρ μας στηρίζονται αποκλειστικά σε εσένα.
Είναι ο μοναδικός τρόπος να μπορούμε να μιλάμε με ονόματα:
Οι δημιουργοί του Debtocracy και του Catastroika αναζητούν το ρόλο, επιχειρηματιών, πολιτικών και εκδοτικών συγκροτημάτων στην άνοδο του φασισμού στην Ελλάδα και ολόκληρη την Ευρώπη. Ενίσχυσε και εσύ την παραγωγή από τη διευθυνση fascism-inc.com.
Δημοφιλείς ηθοποιοί εκείνης της εποχής ποζάρουν με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο
Πάντως πολλοί είχαν την ευκαιρία να βάλουν υποψηφιότητα για πολιτικοί εκεί μέσα στο Πολυτεχνείο. Για τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Στέφανο Τζουμάκα, ηγετικά στελέχη της εξέγερσης, ο δρόμος προς τη Βουλή, την πολιτική σκηνή, το πολιτικό παρασκήνιο και την εν γένει ελληνική πολιτική αθλιότητα, ξεκινάει από κει.
Η αντίσταση ήταν λίγο ως πολύ πλατωνική, εκτός απʼτην ηρωική μεν αλλά δυστυχώς αποτυχημένη απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη να σκοτώσει το δικτάτορα. ...
Όλες οι προσπάθειες για οργάνωση ένοπλης αντίστασης έμειναν σχέδια, ενώ οι βομβιστικές ενέργειες κάποιων ζωηρών και ριψοκίνδυνων γίνονταν ερήμην των μεγαλυτέρων σε αριθμό αντιστασιακών οργανώσεων, του ΠΑΜ και του ΠΑΚ.
Ούτε το πεπειραμένο ΚΚΕ ενέκρινε την βίαιη εξέγερση, τώρα που και τα αστικά κόμματα θα την επιθυμούσαν πολύ. Τελικά το πράγμα περιορίστηκε σε μία τουριστικού τύπου αντίσταση απʼτο εξωτερικό, όπου πρωταγωνιστούσε, όπως και στο κυρίως ειπείν θέατρο, η πληθωρική Μελίνα Μερκούρη, που το έπαιζε Πασιονάρια.
Ακούστε τώρα και τον Γιώργο Σεφέρη στο περίφημο κείμενο του κατά της χούντας , γραμμένο το Μάρτιο του 1969 . Του χρειάστηκαν δυο χρόνια για να αποφασίσει να μιλήσει , λίγο πριν πεθάνει :
« Είναι μια κατάσταση ( η χούντα) που όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνο και μόχθο πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στο έλος , μέσα στα τελματωμένα νερά. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου.."
Γιατί κύριε ; Είναι στάση πνευματικού ανθρώπου αυτή;
"Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα πολιτικό δεσμό και μπορώ να πω χωρίς φόβο και πάθος :
Βλέπω μπροστά μου το γκρεμό που μας οδηγεί η καταπίεση.
Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει . Είναι εθνική επιταγή...
" Σύμφωνοι , σεβαστέ μου , μεγάλε ποιητή.
Όμως και οι δικτάτορες για εθνική επιταγή μιλούν .
Ποιες από τις δυο εθνικές επιταγές είναι η σωστή ;
Σας βεβαιώ καμία . Η δικτατορία δεν είναι λύση .
Όμως ούτε η μεγαλόστομη αοριστολογία ενός σπουδαίου ποιητή που συνήθισε να κρύβεται
πίσω απ` την αμφισημία της ποίησης είναι λύση .
Πάντως ο Σεφέρης μίλησε . Ο Ελύτης δε μίλησε. Πάρα πολλοί δε μίλησαν.
Πηγές: 1. Βασίλη Ραφαηλίδη, Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο, σελ.397-401, 402,408-9,419-20,444. 2. Βασίλη Ραφαηλίδη, Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974, σελ.419,436-7. Πηγή: www.lifo.gr
-------------------------------------
Πειθαρχία και τάξη μπροστά στις ερπύστριες, του Νίκου Σκοπλάκη
Στις 3 Απριλίου 1967, κατέρρεε ο συντηρητικός συμβιβασμός του Γ. Παπανδρέου και του Π. Κανελλόπουλου και μαζί του η κυβέρνηση του ανακτορικού τεχνοκράτη Ιωάννη Παρασκευόπουλου. Την πρωτοβουλία αναλάμβανε ο ίδιος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος με την πλήρη συμφωνία των ανακτόρων, επιτρέποντας έτσι στην καταψηφισμένη ΕΡΕ των εκλογών της 16.2.1964 να σχηματίσει κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ίδιο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, με τη σειρά του, είχε με συντηρητικά αντανακλαστικά συναινέσει στην τεχνοκρατική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, ίσως ενόψει βαθμιαίας αυτονόμησης της αριστερής πτέρυγας στην Ε.Κ. και της ριζοσπαστικής μετατόπισης στη βάση της Ε.Κ., μέσα από την εμπειρία των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων μετά τον Ιούλιο του 1965. Η συναίνεση στην κυβέρνηση Παρασκευόπουλου επέτρεψε την εμβάθυνση του ιδεολογικού-οργανωτικού σχεδίου των έκνομων προστατών της νομιμότητας στα μέτρα τους, όπως είχε τεθεί με τις κυβερνήσεις των αποστατών (αναλυτικά για την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, βλ. εδώ).
Πειθαρχία: Η επιταγή του άρχοντος συνασπισμού στη βαθυγάλανη πατρίδα μας ήταν να μην αποκατασταθεί στο πολιτικό πεδίο με ελεύθερες εκλογές η λαϊκή βούληση για ρήξη με το μετεμφυλιακό πλαίσιο αστικής κυριαρχίας, τις οικονομικές του προτεραιότητες και την αστική ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, αυτή την «ιδεολογία του τρόμου και της ενοχοποίησης», όπως έχει γράψει ο Άγγελος Ελεφάντης. Έτσι, ακόμα και οι προσφιλείς στους «πεφωτισμένους δεξιούς» ιδεότυποι των δυτικοευρωπαϊκών αστικών δημοκρατιών, με τα κοινωνικά δικαιώματα και τις συνταγματικές εγγυήσεις, πήγαιναν περίπατο: έπρεπε να συμπηχθεί γραμμή αντεπίθεσης με μια τεράστια εκστρατεία προπαγάνδας και εκφοβισμού, στην οποία λάμβαναν μέρος όλοι οι κρατικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί, αλλά και ο ειδικός μηχανισμός βίας των ακροδεξιών («παρακρατικών») οργανώσεων, οι οποίες ανασυντάσσονταν ήδη επί των ημερών της κυβέρνησης Στεφανόπουλου.
Το ενδεχόμενο πλειοψηφικής εκλογικής απόρριψης των μετα-ιουλιανών φαλκιδευμένων «λύσεων» ταυτιζόταν με «όλεθρον Καρχηδόνος», «λαϊκόν μέτωπον των Ταρτάρων», με «την Πράγαν, ολίγους μήνας προ του Φεβρουαρίου 1948» και συνηθέστερη επωδό, «εις ποίους θα εμπιστευθώμεν την τύχην του Έθνους;». Ήδη από τις 3.10.1966, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος απευθύνει με επιστολή τις «πεφωτισμένες» ιδέες του προς αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε μερικά πράγματα: Πρώτον, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, εισηγούμεθα -(λέω ..."γούμεθα", διότι ασπάζομαι -μαζί με μυριάδες άλλους- ανεπιφύλακτα τις σκέψεις σου). Εισηγούμεθα, λοιπόν, παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μίαν προσωρινήν δικτατορίαν -ίσως ενός έτους. Προς αυτήν την κατεύθυνσιν πρέπει να δουλευθεί από εκείνους που θα επωμιστούν την παρεκτροπήν και θα την κυρώσουν δι' ενός δημοψηφίσματος. Δικτατορίες χωρίς ονοματισμένο δικτάτορα δεν κουβεντιάζονται». Και ο «εθνάρχης» φίλος του απαντούσε από το Παρίσι, στις 26.10.1966: «[...] Υπό τας συνθήκας όμως αυτάς, όπως το λέγει η λογική και το διδάσκει η Ιστορία, ομαλή δημοκρατική εξέλιξις αποκλείεται. Γιατί είναι φυσικόν ν' αντιδράσουν, πριν παραδοθούν, και το καθεστώς και εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι απειλούνται. Τούτου δοθέντος, θα πρέπει η εκτροπή αυτή να προληφθεί. Ή, αν επιχειρηθεί, να χειραγωγηθεί, τόσον από απόψεως διαδικασίας, όσον και από απόψεως σκοπών, για να μην αποβεί συμφορά στον τόπον. Θα πρέπει, δηλαδή να είναι σχετικώς νομιμότυπος, κάπως ελεγχομένη και να έχει ως σκοπόν την ανασύνταξιν της δημοκρατίας που, για πολλούς λόγους, είναι επισφαλής στον τόπον μας». Αυτός ο επιστολικός διάλογος για την ενδεδειγμένη δικτατορία μπορεί να συνδυαστεί με τη συζήτηση της δικτατορίας μεταξύ του αστικού κόσμου σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα και τις «ψύχραιμες» διαλέξεις υπό Σάββα Κωνσταντόπουλου: το κοινωνικό μπλοκ που είχε βγει στο προσκήνιο από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, χρειαζόταν πάλι να τσακιστεί κάπως, για να «ωριμάσει».
Στις αρχές του 1967, επιχειρήθηκε να εκφραστεί η αναγκαιότητα «σχετικώς νομοτύπου δικτατορίας» με το «Εθνικόν Μέτωπον», μια πλατφόρμα από την ΕΡΕ, τον Μαρκεζίνη και μεγάλο μέρος του ΦΙΔΗΚ των αποστατών, η οποία θα προσκαλούσε τον Καραμανλή να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Εντούτοις, ο Καραμανλής απάντησε την 1.4.1967 ότι η ελεγχόμενη εκτροπή έπρεπε να αναληφθεί από «τρίτα πρόσωπα». Ο Κανελλόπουλος προκήρυξε στις 14.4.1967 εκλογές για τις 28.5.1967, αλλά συγχρόνως συντηρούσε τις ισορροπίες της αντικοινοβουλευτικής και αντιδημοκρατικής δεοντολογίας του άρχοντος συνασπισμού, ευνοώντας, μαζί με τον Γεώργιο Ράλλη, τη διαδικασία για κήρυξη κατάστασης πολιορκίας, σύμφωνα με το άρθρο 91 του Συντάγματος του 1952. Οι ενδοκρατικοί ελιγμοί του Κανελλόπουλου δεν συρρίκνωσαν, αλλά αντιθέτως ενίσχυσαν απολύτως τη φιλοδικτατορική τάση της ΕΡΕ, η οποία αντιλαμβανόταν ως «ανασύνταξιν» τη συντριπτική κατίσχυση της παρασυνταγματικής νομοθεσίας απέναντι στη λαϊκή βούληση και τις συνταγματικές ελευθερίες. Η παρασυνταγματική νομοθεσία, δηλαδή τα «έκτακτα μέτρα» του εμφυλίου, είχε κατοχυρωθεί επίσης το 1952 σε παράλληλη ισχύ με το σύνταγμα από τα κόμματα του Κέντρου και της Δεξιάς, παρά την έντονη αντίθεση της ΕΔΑ. Το νομιμοποιημένο παρασύνταγμα μπορούσε να ενθαρρύνει τους μηχανισμούς βίαιης πειθάρχησης ενός κοινωνικού κινήματος, το οποίο είχε καταστεί επικίνδυνο για την «ησυχία του τόπου» και την ηγεμονική αναπαραγωγή της άρχουσας τάξης του στο πολιτικό πεδίο. Η άρχουσα τάξη χρειαζόταν περισσότερη τάξη, κατεπείγουσα και βίαια.
Τάξη: Από τις αρχές του 1967, εντείνονται οι απειλές, προσαγωγές, συλλήψεις, κακοποιήσεις, σωματικές έρευνες με παράνομο ξεγύμνωμα σε μέλη και στελέχη της ΕΔΑ, όπως, μεταξύ άλλων μαρτυριών, προκύπτει από πολυάριθμες κοινοβουλευτικές ερωτήσεις του κόμματος για σωρεία παραβιάσεων. Πολιτικοί κρατούμενοι από τις μεταϊουλιανές διαδηλώσεις έκαναν εκκλήσεις για την απελευθέρωσή τους, ενώ σε πολλές περιοχές της Ελλάδας προσάγονταν ή συλλαμβάνονταν μέλη της ΕΔΑ και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη (ΔΝΛ), κατά την έξοδό τους από τα τοπικά γραφεία. Την Παρασκευή, 24.2.1967, στην Τρίπολη, τρεις δόκιμοι επιτέθηκαν στον γραμματέα της ΕΔΑ Αρκαδίας και σε πολιτικά δραστήριο στέλεχος από την κεντρώα νεολαία ΕΔΗΝ, «επειδή τους πέρασαν για Λαμπράκηδες». Σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, αξιωματικοί και στρατιώτες, περίπολοι της ΕΣΑ και χωροφύλακες ξυλοκοπούσαν «ύποπτους» περαστικούς. Την ίδια μέρα, δεκάδες φοιτητές και φοιτήτριες από την Πάντειο και την Ανωτάτη Εμπορική κακοποιήθηκαν και συνελήφθησαν στην Πατησίων, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης με εκπαιδευτικά και πολιτικά αιτήματα: οι αστυνομικοί εφάρμοζαν πάνω στους φοιτητές λαβές στραγγαλισμού. Ήταν εμφανές ότι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί με την έγκριση της κυβέρνησης αποσκοπούσαν να τρομοκρατήσουν κάθε οργανωμένη μορφή στήριξης του λαϊκού φρονήματος απέναντι στις εξελίξεις.
Από το 1938, είχε συσταθεί ένα ειδικό πλαίσιο εξαίρεσης και απαγορεύσεων: 1200 χιλιόμετρα στρατιωτικής επιτροπείας, ειδικών δελτίων μετακίνησης και διαρκών στρατοδικείων εκτείνονται από τον Έβρο ως την Θεσπρωτία, με 1.500.000 κατοίκους. Τα δημοκρατικά δικαιώματα ήταν πάντα ασφυκτικά περιορισμένα στην «επιτηρούμενη ζώνη», αλλά την άνοιξη του 1967 οι «πολιτικοστρατιωτικές ασκήσεις» και η δράση των ΤΕΑ δημιουργούσαν κλίμα ανοιχτής τρομοκρατίας. Αυξήθηκαν οι διώξεις πολιτών για αντιφασιστικά συνθήματα, ενώ στις 4.4.1967 το μονομελές πλημμελειοδικείο καταδίκαζε τον γραμματέα της ΝΕ της ΕΔΑ σε 35 μέρες φυλάκιση, επειδή στα γραφεία της ΝΕ του κόμματος είχε αναρτηθεί πανώ με το σύνθημα «όχι στη χούντα», πράξη που θεωρήθηκε δηλωτική πολιτικών πεποιθήσεων, σύμφωνα με τον ΑΝ 942/1946. Κατά το ίδιο διάστημα, ωστόσο, οι «πολιτικοστρατιωτικές ασκήσεις» πολλαπλασιάζονταν και σε γεωγραφικά διαμερίσματα εκτός της επιτηρούμενης ζώνης, όπως κατήγγειλε η βουλεύτρια της ΕΔΑ Μαγνησίας, Μαρία Καραγιώργη: «Κατά το παρελθόν, υπό το πρόσχημα παρομοίων ασκήσεων, εφηρμόσθη σχέδιον εκλογικού πραξικοπήματος».
Στις 20 Μαρτίου 1967, εννέα βουλευτές της ΕΔΑ παρουσίαζαν σε ερώτησή τους τα στοιχεία για τις βομβιστικές επιθέσεις σε λέσχες της ΔΝΛ, από το Μυλοχώρι Κιλκίς και τις Σέρρες στα τέλη του 1965 μέχρι το Παλαιό Φάληρο στις 8.2.1967. Η τελευταία περίπτωση αξίζει ιδιαίτερης μνείας: όταν ρίχτηκε ο εκρηκτικός μηχανισμός, βρισκόταν σε εξέλιξη εκδήλωση της τοπικής ΔΝΛ εντός της λέσχης, η οποία, επιπλέον, ήταν περικυκλωμένη από αστυνομικές δυνάμεις, με την παρουσία και γνωστών ακροδεξιών της περιοχής. Στις 19.11.1966, είχε ριφθεί στην είσοδο της ίδιας λέσχης χειροβομβίδα που δεν εξερράγη. Την αμέσως επόμενη περίοδο σημειώθηκαν τρεις τυφλές βομβιστικές επιθέσεις στην Αθήνα, που οι αρχές απέδωσαν λακωνικά σε «αγνώστους», χωρίς να διαλευκανθούν ποτέ: η πρώτη συνέβη στις 8 Μαρτίου 1967, στις 10.15 πμ, στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Πεσμαζόγλου, όταν εκρηκτικός μηχανισμός, που ρίχτηκε από γειτονικό κτήριο στο οδόστρωμα, προκάλεσε τον τραυματισμό έξι ατόμων. Στις 12.10 τα μεσάνυχτα προς την 9η Μαρτίου 1967, προκλήθηκαν μικρής έκτασης ζημιές σε καταστήματα και οικίες από έκρηξη στη γωνία των οδών Μετσόβου και Νοταρά. Τέλος, την Παρασκευή, 10 Μαρτίου 1967, μεγαλύτερης ισχύος έκρηξη σημειώθηκε στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ 62, στο Μεταξουργείο. Η τρίτη βόμβα ρίχτηκε μέσα σε μάντρα, η οποία μέχρι λίγες μέρες πριν από την επίθεση στέγαζε αποθήκη στερεών καυσίμων. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1967, πύκνωναν τα φιλοδικτατορικά συνθήματα από ακροδεξιές οργανώσεις, όπως η «4η Αυγούστου», και δεν έλειπαν επεισόδια, όπως εκείνα κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα: γύρω από την πλατεία Συντάγματος, ομάδες ακροδεξιών τραμπούκων προπηλάκιζαν πολίτες και δημοσιογράφους κραυγάζοντας «4η Αυγούστου», «κάτω οι Λαμπράκηδες», «κάτω οι κουμμούνες» και φιλοβασιλικά συνθήματα.
Στη Θεσσαλονίκη, ο διορισμένος πρύτανης του ΑΠΘ, Παναγιώτης Χρήστου, παρέπεμπε 27 φοιτητές στα πειθαρχικά συμβούλια, επειδή ασκούσαν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα. Ο Χρήστου δεν αναγνώριζε την «αντεθνική» ΕΦΕΕ και υποστήριζε ότι μοναδική «εθνική φοιτητική οργάνωση» ήταν η ΕΚΟΦ των ακροδεξιών τραμπούκων. Στις 6 Απριλίου του 1967, τρεις ημέρες μετά την ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων από την ΕΡΕ, μηχανοκίνητα, ασφαλίτες, πυκνοί σχηματισμοί της ΕΚΟΦ και άλλων ακροδεξιών ομάδων συντονίστηκαν για να πνιγεί στη βία η μεγάλη φοιτητική συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη. Οι ακροδεξιοί ήταν οχυρωμένοι πίσω από αστυνομικές ομάδες με πολεμική εξάρτυση και εφορμούσαν εναντίον της φοιτητικής διαδήλωσης με καδρόνια, αλυσίδες και πέτρες. Φωτογραφία της εποχής από την εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή» δείχνει το ΑΠΘ να καπνίζει από τις βόμβες δακρυγόνων που εκτόξευαν οι δυνάμεις καταστολής. Την επόμενη μέρα, το φοιτητικό κίνημα της Αθήνας απαντά με πολύ μαζική διαδήλωση τρίωρης διάρκειας, που ξεκίνησε από τα Προπύλαια. Συμπαγείς ομάδες διαδηλωτών κατόρθωσαν να απωθήσουν ακροδεξιές ομάδες, οι οποίες επιχείρησαν να πραγματοποιήσουν «αντισυγκέντρωση» με την κάλυψη των κρατικών μηχανισμών.
Στις 11 Απριλίου, πάλι στη Θεσσαλονίκη, συντελέστηκε η κορύφωση του κατασταλτικού οργίου της «τάξης» εναντίον του φοιτητικού κινήματος. Δεκάδες στρατιωτικά αυτοκίνητα και λεωφορεία, αστυνομικές δυνάμεις και τσούρμο ακροδεξιών τραμπούκων εισέβαλαν στο ΑΠΘ με πρόσκληση του πρύτανη Χρήστου για να ματαιώσουν την προπαρασκευή νέας φοιτητικής συγκέντρωσης που είχε εξαγγείλει η ΕΦΕΕ. 500 φοιτητές και φοιτήτριες κατόρθωσαν να καταλάβουν όροφο του κεντρικού κτηρίου, από όπου ύψωσαν πανώ με τα συνθήματα «δεν περνάει ο φασισμός», «άσυλο», «παραιτήσου πρύτανη», «ενότητα-αγώνας». Πάνοπλοι χωροφύλακες τούς κατέβασαν με άγριο ξύλο και τούς συνέλαβαν με κατηγορητήριο στηριγμένο σε αναφορές της Ασφάλειας. Η ανακοίνωση της ΕΦΕΕ ανέφερε ότι «ο σιδηρόφρακτος Χρήστου, που στηρίζεται στα τάγματα της χωροφυλακής, τα κλομπς, τα δακρυγόνα και τα μεσαιωνικά πειθαρχικά συμβούλια δεν μπορεί να πρυτανεύει ούτε στιγμή στο Αριστοτέλειο από δω και μπρος». Ο Χρήστου δικαιολόγησε το κατασταλτικό όργιο ως προστασία του ασύλου από «ταραξίας και αναρχικούς φοιτητάς». Ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης της ΕΡΕ, ο υπουργός Βορείου Ελλάδος δήλωνε πως «το κράτος του νόμου θα επιβάλλεται πάντοτε» ενάντια σε μια «ελαχιστοτάτη μειοψηφία». Ο εν προκειμένω «νόμος», ο Παναγιώτης Χρήστου, ήταν φανατικός υπέρμαχος της χούντας και αργότερα θα αναλάμβανε υπουργός Παιδείας στην «ιωαννιδική» φάση της. Νέα μεγάλη συγκέντρωση συμπαράστασης στα Προπύλαια του πανεπιστημίου Αθηνών, δυο μέρες αργότερα, διαλύθηκε με περισσό κατασταλτικό ζήλο: οι αστυνομικοί έκαναν εφόδους ακόμα και σε φροντιστήρια και καφέ της οδού Ακαδημίας, κυνηγώντας φοιτητές και μαθητές.
Εν τω μεταξύ, με πρωτοφανή αγριότητα είχε αντιμετωπιστεί στην Αθήνα η διαδήλωση των πρωτοπόρων του εργατικού κινήματος της δεκαετίας του ’60, των οικοδόμων, στις 12 Απριλίου 1967, με προεξάρχον σύνθημα το «δεν περνάει ο φασισμός». Πάνω από 40 τραυματίες και πολλές δεκάδες συλλήψεις ήταν ο απολογισμός. Την μεθεπόμενη ημέρα, έρχονταν στο φως οι φοβερές κακοποιήσεις και οι βασανισμοί οικοδόμων με χειροπέδες μέσα στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών: προανάκρουσμα της απόλυτης εξουσίας απέναντι σε πολίτες που δεν θα είχαν καμία προστασία από την κρατική αυθαιρεσία. Εκείνη την ημέρα, ξεκινούσε στο Παρίσι και η διεθνής διάσκεψη για τις συνταγματικές ελευθερίες, την αμνηστία, τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ελλάδα, με κύρια εισηγήτρια τη φεμινίστρια και αγωνίστρια για τα δημοκρατικά δικαιώματα, Θάλεια Κολυβά. Η τάξη είχε θέσει στο στόχαστρο ήδη από τις 8 Μαρτίου τον εορτασμό της «Ημέρας της Γυναίκας». Στη Χαλκίδα, μάλιστα, αστυνομικοί με μοτοσικλέτες και ασφαλίτες περικύκλωσαν τα γραφεία της ΕΔΑ και υπέβαλαν σε εξευτελιστικό έλεγχο τις γυναίκες που εξέρχονταν από την εκδήλωση.
Στις 17 Απριλίου του 1967, τα προπαρασκευαστικά στάδια της τάξης έδιναν ακόμα μια πρόγευση από την άγρια ιδεολογική συμμόρφωση της «διεφθαρμένης» νεολαίας, με αφορμή τη συναυλία των Ρόλινγκ Στόουν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Ο Μίνως Αργυράκης θυμόταν σχετικά στην αντιστασιακή εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα» (12.11.1970): «Ο αέρας μυρίζει χνώτο αστυνομικό [...]. Η Αστυνομία μυρίζει συνωμοσία! [...] Ο Μικ Τζάγκερ σταματάει το τραγούδι... Η νεολαία μεταμορφώνει τις κραυγές σε αποδοκιμασίες... Σταματάει η παράσταση, σβήνουν τα φώτα, τα μεγάφωνα μεταδίδουν φωνές απειλητικές... Να αδειάσει αμέσως το στάδιο... Ασύρματοι, κλομπ, συλλήψεις νεαρών που χόρευαν ροκ στις κερκίδες...οι πρώτες σταγόνες του επερχόμενου Ελληνικού Χριστιανικού Πολιτισμού...».
Μπροστά στις ερπύστριες: Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου, η ατέρμονη αλυσίδα από κάνες και ερπύστριες, τα μπλόκα στρατιωτικών οχημάτων στους αθηναϊκούς δρόμους, οι λοκατζήδες έξω από τον ΟΤΕ, οι κρανοφόροι που κραδαίνουν περίστροφα στους πυργίσκους των αρμάτων μάχης, υλοποιούσαν το σχέδιο για να ξεχάσουν οι καταπιεζόμενες τάξεις τα «ανεύθυνα» πολιτικά τους αιτήματα. Ο στρατός είχε αυτονομηθεί σε σχέση με τις κυρίαρχες τάξεις και με την ανοχή τους, ώστε να αναδιοργανώσει τον καταναγκασμό για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Ο σχεδιασμός της δικτατορικής τάξης είχε ήδη περάσει από τον στρατό και το κατασταλτικό πλέγμα, αφού το τελικό της στάδιο είχε αναλάβει να εφαρμόσει ο αρχηγός του ΓΕΣ, στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης, με την ενεργοποίηση του επιχειρησιακού σχεδίου «Ιέραξ ΙΙ». Ένας από τους επιτελείς του πρόλαβε να το ενεργοποιήσει για λογαριασμό της στενότερης ομάδας του και να κηρύξει εκείνος τη στρατιωτική δικτατορία. Μπορεί ο Κωνσταντίνος Τσάτσος να θεωρούσε ότι «δικτατορίες χωρίς ονοματισμένο δικτάτορα δεν κουβεντιάζονται», αλλά από τη στιγμή που οι κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους έθεσαν σε κίνηση τη μηχανική της δικτατορίας, ο δικτάτορας θα ονομαζόταν εκ των πραγμάτων στην πορεία: Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο ενορχηστρωτής της προβοκάτσιας στα τεθωρακισμένα του Έβρου το 1965, σχετικά με τον οποίο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ, Ηλίας Ηλιού, είχε προφητικά προειδοποιήσει από τότε, παρά τους καγχασμούς της αυταρχικής γραμμής.
Η συμπερίληψη κυβερνητικών παραγόντων της ΕΡΕ στους συλληφθέντες αποδείκνυε ότι κάθε στρατηγική «μετριοπαθούς δικτατορίας» και «κατάστασης πολιορκίας» δεν συγκρατούσε, αλλά όπλιζε την επιθετικότερη εκδοχή κατάλυσης και του τελευταίου ίχνους τυπικής δημοκρατίας. Η επτάχρονη δικτατορία στυγνής βοναπαρτικής υφής συνέθεσε όλα τα φασίζοντα, στρατοκρατικά και αντιδημοκρατικά στοιχεία που βλάσταιναν στην πειθαρχία και την τάξη των έκνομων υπερασπιστών της νομιμοφροσύνης. Σύμφωνα με μαρτυρία του Μανόλη Γλέζου, ενώ ήταν κρατούμενος στο ΚΕΤ μαζί με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, συζήτησαν για τον Στυλιανό Παττακό: «Ποιός τον έβαλε σ’ αυτή τη θέση;», τον ρωτώ. «Εμείς», μου απαντά. «Και μετά μου λες, πώς προετοιμάστηκε η δικτατορία, Κώστα» του απαντώ». Στην έκδοση «Η Μαύρη Βίβλος της δικτατορίας στην Ελλάδα», που κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1969, γινόταν λόγος για τους «επίλεκτους» που στελέχωναν ειδικούς μηχανισμούς του στρατιωτικού-κατασταλτικού πλέγματος, στους οποίους κυοφορήθηκε και στη συνέχεια στηρίχθηκε η χούντα, διευρύνοντάς τους: «να έχουν αντικομμουνιστικό παρελθόν, είτε προσωπικό (το να ανήκουν σε κάποια ακροδεξιά ή παραστρατιωτική ομάδα εκτιμάται ιδιαιτέρως) είτε οικογενειακό». Αυτοί που σκότωσαν τον 15χρονο Βασίλη Πεσλή στην πλατεία Αττικής και την 24χρονη Μαρία Καλαβρού στην Πατησίων κατά την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος, άνοιγαν τη ματωμένη γραμμή των δολοφονιών, των βασανιστηρίων, των εξευτελισμών από «επιλέκτους» του κράτους στην υπηρεσία της δικτατορίας καθ’ όλη τη διάρκεια και σε όλες τις φάσεις της.
Κι έπειτα, η παράλληλη δομή του παρασυντάγματος με το λειτουργικό της πλαίσιο παρείχε στη δικτατορία όλα τα μέσα για τη σύλληψη, τη δίωξη και την εξουθένωση των αριστερών και των ενεργών δημοκρατικών πολιτών: «τα ονόματά τους γραμμένα με κόκκινο μελάνι από τα χρόνια του Εμφυλίου, του Τρίκερι και της Μακρονήσου υπήρχαν! Η Ασφάλεια θ’ ανοίξει τα κατάστιχά της, εκτοπίσεις, δίκες, διάλυση, δεσμά», συνοψίζει η αγωνίστρια της αριστεράς και ποιήτρια, Βικτωρία Θεοδώρου.
Η χούντα, λοιπόν, δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά επιταχύνθηκε από το 1965 και μετά μέσα σε μια σειρά προπαρασκευαστικών σταδίων στον πυρήνα του κράτους. Η κατασυκοφάντηση των δημοκρατικών ελευθεριών και η λήψη αντιδραστικών μέτρων στο τελευταίο στάδιο συνέβαλαν στην απρόσκοπτη και απόλυτη επικράτησή της. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, τα οικονομικά αιτήματα των κυριαρχούμενων τάξεων ήταν άρρηκτα δεμένα με αιτήματα διεύρυνσης των δημοκρατικών ελευθεριών, καθώς στο μετεμφυλιακό πλαίσιο οι πολιτικοί και κοινωνικοί αποκλεισμοί εξυπηρετούσαν το πρότυπο συσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου, συμπιέζοντας τα εισοδήματα των εργαζόμενων σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Γι’ αυτό, μια δυναμική ταξική και ιστορική ανάγνωση των αιτίων και των προϋποθέσεων επιβολής της δικτατορίας του 1967 δεν πρέπει να προτάσσει το σχήμα της «αμερικανοκίνητης». Οι εξακριβωμένες σχέσεις των δικτατόρων με τον αμερικανικό παράγοντα εντάσσονται στο πλαίσιο που σκιαγραφήθηκε προηγουμένως. Πάνω στις ερπύστριες στηρίχθηκε πρωτίστως η «αποκατάσταση» της τάξης και της πειθαρχίας προς όφελος του ελληνικού κεφαλαίου. Η πλημμελής «αποχουντοποίηση» μετά το 1974 και οι συνέπειές της είναι μια άλλη παράμετρος που θα έπρεπε να μελετηθεί διεξοδικά προς αυτή την κατεύθυνση. Τούτο, όμως, είναι ήδη μια άλλη ιστορία.
==========================
Πειθαρχία: Η επιταγή του άρχοντος συνασπισμού στη βαθυγάλανη πατρίδα μας ήταν να μην αποκατασταθεί στο πολιτικό πεδίο με ελεύθερες εκλογές η λαϊκή βούληση για ρήξη με το μετεμφυλιακό πλαίσιο αστικής κυριαρχίας, τις οικονομικές του προτεραιότητες και την αστική ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, αυτή την «ιδεολογία του τρόμου και της ενοχοποίησης», όπως έχει γράψει ο Άγγελος Ελεφάντης. Έτσι, ακόμα και οι προσφιλείς στους «πεφωτισμένους δεξιούς» ιδεότυποι των δυτικοευρωπαϊκών αστικών δημοκρατιών, με τα κοινωνικά δικαιώματα και τις συνταγματικές εγγυήσεις, πήγαιναν περίπατο: έπρεπε να συμπηχθεί γραμμή αντεπίθεσης με μια τεράστια εκστρατεία προπαγάνδας και εκφοβισμού, στην οποία λάμβαναν μέρος όλοι οι κρατικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί, αλλά και ο ειδικός μηχανισμός βίας των ακροδεξιών («παρακρατικών») οργανώσεων, οι οποίες ανασυντάσσονταν ήδη επί των ημερών της κυβέρνησης Στεφανόπουλου.
Το ενδεχόμενο πλειοψηφικής εκλογικής απόρριψης των μετα-ιουλιανών φαλκιδευμένων «λύσεων» ταυτιζόταν με «όλεθρον Καρχηδόνος», «λαϊκόν μέτωπον των Ταρτάρων», με «την Πράγαν, ολίγους μήνας προ του Φεβρουαρίου 1948» και συνηθέστερη επωδό, «εις ποίους θα εμπιστευθώμεν την τύχην του Έθνους;». Ήδη από τις 3.10.1966, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος απευθύνει με επιστολή τις «πεφωτισμένες» ιδέες του προς αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε μερικά πράγματα: Πρώτον, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, εισηγούμεθα -(λέω ..."γούμεθα", διότι ασπάζομαι -μαζί με μυριάδες άλλους- ανεπιφύλακτα τις σκέψεις σου). Εισηγούμεθα, λοιπόν, παρεκτροπήν από το πολίτευμα και μίαν προσωρινήν δικτατορίαν -ίσως ενός έτους. Προς αυτήν την κατεύθυνσιν πρέπει να δουλευθεί από εκείνους που θα επωμιστούν την παρεκτροπήν και θα την κυρώσουν δι' ενός δημοψηφίσματος. Δικτατορίες χωρίς ονοματισμένο δικτάτορα δεν κουβεντιάζονται». Και ο «εθνάρχης» φίλος του απαντούσε από το Παρίσι, στις 26.10.1966: «[...] Υπό τας συνθήκας όμως αυτάς, όπως το λέγει η λογική και το διδάσκει η Ιστορία, ομαλή δημοκρατική εξέλιξις αποκλείεται. Γιατί είναι φυσικόν ν' αντιδράσουν, πριν παραδοθούν, και το καθεστώς και εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι απειλούνται. Τούτου δοθέντος, θα πρέπει η εκτροπή αυτή να προληφθεί. Ή, αν επιχειρηθεί, να χειραγωγηθεί, τόσον από απόψεως διαδικασίας, όσον και από απόψεως σκοπών, για να μην αποβεί συμφορά στον τόπον. Θα πρέπει, δηλαδή να είναι σχετικώς νομιμότυπος, κάπως ελεγχομένη και να έχει ως σκοπόν την ανασύνταξιν της δημοκρατίας που, για πολλούς λόγους, είναι επισφαλής στον τόπον μας». Αυτός ο επιστολικός διάλογος για την ενδεδειγμένη δικτατορία μπορεί να συνδυαστεί με τη συζήτηση της δικτατορίας μεταξύ του αστικού κόσμου σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα και τις «ψύχραιμες» διαλέξεις υπό Σάββα Κωνσταντόπουλου: το κοινωνικό μπλοκ που είχε βγει στο προσκήνιο από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, χρειαζόταν πάλι να τσακιστεί κάπως, για να «ωριμάσει».
Στις αρχές του 1967, επιχειρήθηκε να εκφραστεί η αναγκαιότητα «σχετικώς νομοτύπου δικτατορίας» με το «Εθνικόν Μέτωπον», μια πλατφόρμα από την ΕΡΕ, τον Μαρκεζίνη και μεγάλο μέρος του ΦΙΔΗΚ των αποστατών, η οποία θα προσκαλούσε τον Καραμανλή να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Εντούτοις, ο Καραμανλής απάντησε την 1.4.1967 ότι η ελεγχόμενη εκτροπή έπρεπε να αναληφθεί από «τρίτα πρόσωπα». Ο Κανελλόπουλος προκήρυξε στις 14.4.1967 εκλογές για τις 28.5.1967, αλλά συγχρόνως συντηρούσε τις ισορροπίες της αντικοινοβουλευτικής και αντιδημοκρατικής δεοντολογίας του άρχοντος συνασπισμού, ευνοώντας, μαζί με τον Γεώργιο Ράλλη, τη διαδικασία για κήρυξη κατάστασης πολιορκίας, σύμφωνα με το άρθρο 91 του Συντάγματος του 1952. Οι ενδοκρατικοί ελιγμοί του Κανελλόπουλου δεν συρρίκνωσαν, αλλά αντιθέτως ενίσχυσαν απολύτως τη φιλοδικτατορική τάση της ΕΡΕ, η οποία αντιλαμβανόταν ως «ανασύνταξιν» τη συντριπτική κατίσχυση της παρασυνταγματικής νομοθεσίας απέναντι στη λαϊκή βούληση και τις συνταγματικές ελευθερίες. Η παρασυνταγματική νομοθεσία, δηλαδή τα «έκτακτα μέτρα» του εμφυλίου, είχε κατοχυρωθεί επίσης το 1952 σε παράλληλη ισχύ με το σύνταγμα από τα κόμματα του Κέντρου και της Δεξιάς, παρά την έντονη αντίθεση της ΕΔΑ. Το νομιμοποιημένο παρασύνταγμα μπορούσε να ενθαρρύνει τους μηχανισμούς βίαιης πειθάρχησης ενός κοινωνικού κινήματος, το οποίο είχε καταστεί επικίνδυνο για την «ησυχία του τόπου» και την ηγεμονική αναπαραγωγή της άρχουσας τάξης του στο πολιτικό πεδίο. Η άρχουσα τάξη χρειαζόταν περισσότερη τάξη, κατεπείγουσα και βίαια.
Τάξη: Από τις αρχές του 1967, εντείνονται οι απειλές, προσαγωγές, συλλήψεις, κακοποιήσεις, σωματικές έρευνες με παράνομο ξεγύμνωμα σε μέλη και στελέχη της ΕΔΑ, όπως, μεταξύ άλλων μαρτυριών, προκύπτει από πολυάριθμες κοινοβουλευτικές ερωτήσεις του κόμματος για σωρεία παραβιάσεων. Πολιτικοί κρατούμενοι από τις μεταϊουλιανές διαδηλώσεις έκαναν εκκλήσεις για την απελευθέρωσή τους, ενώ σε πολλές περιοχές της Ελλάδας προσάγονταν ή συλλαμβάνονταν μέλη της ΕΔΑ και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη (ΔΝΛ), κατά την έξοδό τους από τα τοπικά γραφεία. Την Παρασκευή, 24.2.1967, στην Τρίπολη, τρεις δόκιμοι επιτέθηκαν στον γραμματέα της ΕΔΑ Αρκαδίας και σε πολιτικά δραστήριο στέλεχος από την κεντρώα νεολαία ΕΔΗΝ, «επειδή τους πέρασαν για Λαμπράκηδες». Σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, αξιωματικοί και στρατιώτες, περίπολοι της ΕΣΑ και χωροφύλακες ξυλοκοπούσαν «ύποπτους» περαστικούς. Την ίδια μέρα, δεκάδες φοιτητές και φοιτήτριες από την Πάντειο και την Ανωτάτη Εμπορική κακοποιήθηκαν και συνελήφθησαν στην Πατησίων, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης με εκπαιδευτικά και πολιτικά αιτήματα: οι αστυνομικοί εφάρμοζαν πάνω στους φοιτητές λαβές στραγγαλισμού. Ήταν εμφανές ότι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί με την έγκριση της κυβέρνησης αποσκοπούσαν να τρομοκρατήσουν κάθε οργανωμένη μορφή στήριξης του λαϊκού φρονήματος απέναντι στις εξελίξεις.
Από το 1938, είχε συσταθεί ένα ειδικό πλαίσιο εξαίρεσης και απαγορεύσεων: 1200 χιλιόμετρα στρατιωτικής επιτροπείας, ειδικών δελτίων μετακίνησης και διαρκών στρατοδικείων εκτείνονται από τον Έβρο ως την Θεσπρωτία, με 1.500.000 κατοίκους. Τα δημοκρατικά δικαιώματα ήταν πάντα ασφυκτικά περιορισμένα στην «επιτηρούμενη ζώνη», αλλά την άνοιξη του 1967 οι «πολιτικοστρατιωτικές ασκήσεις» και η δράση των ΤΕΑ δημιουργούσαν κλίμα ανοιχτής τρομοκρατίας. Αυξήθηκαν οι διώξεις πολιτών για αντιφασιστικά συνθήματα, ενώ στις 4.4.1967 το μονομελές πλημμελειοδικείο καταδίκαζε τον γραμματέα της ΝΕ της ΕΔΑ σε 35 μέρες φυλάκιση, επειδή στα γραφεία της ΝΕ του κόμματος είχε αναρτηθεί πανώ με το σύνθημα «όχι στη χούντα», πράξη που θεωρήθηκε δηλωτική πολιτικών πεποιθήσεων, σύμφωνα με τον ΑΝ 942/1946. Κατά το ίδιο διάστημα, ωστόσο, οι «πολιτικοστρατιωτικές ασκήσεις» πολλαπλασιάζονταν και σε γεωγραφικά διαμερίσματα εκτός της επιτηρούμενης ζώνης, όπως κατήγγειλε η βουλεύτρια της ΕΔΑ Μαγνησίας, Μαρία Καραγιώργη: «Κατά το παρελθόν, υπό το πρόσχημα παρομοίων ασκήσεων, εφηρμόσθη σχέδιον εκλογικού πραξικοπήματος».
Στις 20 Μαρτίου 1967, εννέα βουλευτές της ΕΔΑ παρουσίαζαν σε ερώτησή τους τα στοιχεία για τις βομβιστικές επιθέσεις σε λέσχες της ΔΝΛ, από το Μυλοχώρι Κιλκίς και τις Σέρρες στα τέλη του 1965 μέχρι το Παλαιό Φάληρο στις 8.2.1967. Η τελευταία περίπτωση αξίζει ιδιαίτερης μνείας: όταν ρίχτηκε ο εκρηκτικός μηχανισμός, βρισκόταν σε εξέλιξη εκδήλωση της τοπικής ΔΝΛ εντός της λέσχης, η οποία, επιπλέον, ήταν περικυκλωμένη από αστυνομικές δυνάμεις, με την παρουσία και γνωστών ακροδεξιών της περιοχής. Στις 19.11.1966, είχε ριφθεί στην είσοδο της ίδιας λέσχης χειροβομβίδα που δεν εξερράγη. Την αμέσως επόμενη περίοδο σημειώθηκαν τρεις τυφλές βομβιστικές επιθέσεις στην Αθήνα, που οι αρχές απέδωσαν λακωνικά σε «αγνώστους», χωρίς να διαλευκανθούν ποτέ: η πρώτη συνέβη στις 8 Μαρτίου 1967, στις 10.15 πμ, στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Πεσμαζόγλου, όταν εκρηκτικός μηχανισμός, που ρίχτηκε από γειτονικό κτήριο στο οδόστρωμα, προκάλεσε τον τραυματισμό έξι ατόμων. Στις 12.10 τα μεσάνυχτα προς την 9η Μαρτίου 1967, προκλήθηκαν μικρής έκτασης ζημιές σε καταστήματα και οικίες από έκρηξη στη γωνία των οδών Μετσόβου και Νοταρά. Τέλος, την Παρασκευή, 10 Μαρτίου 1967, μεγαλύτερης ισχύος έκρηξη σημειώθηκε στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ 62, στο Μεταξουργείο. Η τρίτη βόμβα ρίχτηκε μέσα σε μάντρα, η οποία μέχρι λίγες μέρες πριν από την επίθεση στέγαζε αποθήκη στερεών καυσίμων. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1967, πύκνωναν τα φιλοδικτατορικά συνθήματα από ακροδεξιές οργανώσεις, όπως η «4η Αυγούστου», και δεν έλειπαν επεισόδια, όπως εκείνα κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα: γύρω από την πλατεία Συντάγματος, ομάδες ακροδεξιών τραμπούκων προπηλάκιζαν πολίτες και δημοσιογράφους κραυγάζοντας «4η Αυγούστου», «κάτω οι Λαμπράκηδες», «κάτω οι κουμμούνες» και φιλοβασιλικά συνθήματα.
Στη Θεσσαλονίκη, ο διορισμένος πρύτανης του ΑΠΘ, Παναγιώτης Χρήστου, παρέπεμπε 27 φοιτητές στα πειθαρχικά συμβούλια, επειδή ασκούσαν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα. Ο Χρήστου δεν αναγνώριζε την «αντεθνική» ΕΦΕΕ και υποστήριζε ότι μοναδική «εθνική φοιτητική οργάνωση» ήταν η ΕΚΟΦ των ακροδεξιών τραμπούκων. Στις 6 Απριλίου του 1967, τρεις ημέρες μετά την ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων από την ΕΡΕ, μηχανοκίνητα, ασφαλίτες, πυκνοί σχηματισμοί της ΕΚΟΦ και άλλων ακροδεξιών ομάδων συντονίστηκαν για να πνιγεί στη βία η μεγάλη φοιτητική συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη. Οι ακροδεξιοί ήταν οχυρωμένοι πίσω από αστυνομικές ομάδες με πολεμική εξάρτυση και εφορμούσαν εναντίον της φοιτητικής διαδήλωσης με καδρόνια, αλυσίδες και πέτρες. Φωτογραφία της εποχής από την εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή» δείχνει το ΑΠΘ να καπνίζει από τις βόμβες δακρυγόνων που εκτόξευαν οι δυνάμεις καταστολής. Την επόμενη μέρα, το φοιτητικό κίνημα της Αθήνας απαντά με πολύ μαζική διαδήλωση τρίωρης διάρκειας, που ξεκίνησε από τα Προπύλαια. Συμπαγείς ομάδες διαδηλωτών κατόρθωσαν να απωθήσουν ακροδεξιές ομάδες, οι οποίες επιχείρησαν να πραγματοποιήσουν «αντισυγκέντρωση» με την κάλυψη των κρατικών μηχανισμών.
Στις 11 Απριλίου, πάλι στη Θεσσαλονίκη, συντελέστηκε η κορύφωση του κατασταλτικού οργίου της «τάξης» εναντίον του φοιτητικού κινήματος. Δεκάδες στρατιωτικά αυτοκίνητα και λεωφορεία, αστυνομικές δυνάμεις και τσούρμο ακροδεξιών τραμπούκων εισέβαλαν στο ΑΠΘ με πρόσκληση του πρύτανη Χρήστου για να ματαιώσουν την προπαρασκευή νέας φοιτητικής συγκέντρωσης που είχε εξαγγείλει η ΕΦΕΕ. 500 φοιτητές και φοιτήτριες κατόρθωσαν να καταλάβουν όροφο του κεντρικού κτηρίου, από όπου ύψωσαν πανώ με τα συνθήματα «δεν περνάει ο φασισμός», «άσυλο», «παραιτήσου πρύτανη», «ενότητα-αγώνας». Πάνοπλοι χωροφύλακες τούς κατέβασαν με άγριο ξύλο και τούς συνέλαβαν με κατηγορητήριο στηριγμένο σε αναφορές της Ασφάλειας. Η ανακοίνωση της ΕΦΕΕ ανέφερε ότι «ο σιδηρόφρακτος Χρήστου, που στηρίζεται στα τάγματα της χωροφυλακής, τα κλομπς, τα δακρυγόνα και τα μεσαιωνικά πειθαρχικά συμβούλια δεν μπορεί να πρυτανεύει ούτε στιγμή στο Αριστοτέλειο από δω και μπρος». Ο Χρήστου δικαιολόγησε το κατασταλτικό όργιο ως προστασία του ασύλου από «ταραξίας και αναρχικούς φοιτητάς». Ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης της ΕΡΕ, ο υπουργός Βορείου Ελλάδος δήλωνε πως «το κράτος του νόμου θα επιβάλλεται πάντοτε» ενάντια σε μια «ελαχιστοτάτη μειοψηφία». Ο εν προκειμένω «νόμος», ο Παναγιώτης Χρήστου, ήταν φανατικός υπέρμαχος της χούντας και αργότερα θα αναλάμβανε υπουργός Παιδείας στην «ιωαννιδική» φάση της. Νέα μεγάλη συγκέντρωση συμπαράστασης στα Προπύλαια του πανεπιστημίου Αθηνών, δυο μέρες αργότερα, διαλύθηκε με περισσό κατασταλτικό ζήλο: οι αστυνομικοί έκαναν εφόδους ακόμα και σε φροντιστήρια και καφέ της οδού Ακαδημίας, κυνηγώντας φοιτητές και μαθητές.
Εν τω μεταξύ, με πρωτοφανή αγριότητα είχε αντιμετωπιστεί στην Αθήνα η διαδήλωση των πρωτοπόρων του εργατικού κινήματος της δεκαετίας του ’60, των οικοδόμων, στις 12 Απριλίου 1967, με προεξάρχον σύνθημα το «δεν περνάει ο φασισμός». Πάνω από 40 τραυματίες και πολλές δεκάδες συλλήψεις ήταν ο απολογισμός. Την μεθεπόμενη ημέρα, έρχονταν στο φως οι φοβερές κακοποιήσεις και οι βασανισμοί οικοδόμων με χειροπέδες μέσα στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών: προανάκρουσμα της απόλυτης εξουσίας απέναντι σε πολίτες που δεν θα είχαν καμία προστασία από την κρατική αυθαιρεσία. Εκείνη την ημέρα, ξεκινούσε στο Παρίσι και η διεθνής διάσκεψη για τις συνταγματικές ελευθερίες, την αμνηστία, τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ελλάδα, με κύρια εισηγήτρια τη φεμινίστρια και αγωνίστρια για τα δημοκρατικά δικαιώματα, Θάλεια Κολυβά. Η τάξη είχε θέσει στο στόχαστρο ήδη από τις 8 Μαρτίου τον εορτασμό της «Ημέρας της Γυναίκας». Στη Χαλκίδα, μάλιστα, αστυνομικοί με μοτοσικλέτες και ασφαλίτες περικύκλωσαν τα γραφεία της ΕΔΑ και υπέβαλαν σε εξευτελιστικό έλεγχο τις γυναίκες που εξέρχονταν από την εκδήλωση.
Στις 17 Απριλίου του 1967, τα προπαρασκευαστικά στάδια της τάξης έδιναν ακόμα μια πρόγευση από την άγρια ιδεολογική συμμόρφωση της «διεφθαρμένης» νεολαίας, με αφορμή τη συναυλία των Ρόλινγκ Στόουν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Ο Μίνως Αργυράκης θυμόταν σχετικά στην αντιστασιακή εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα» (12.11.1970): «Ο αέρας μυρίζει χνώτο αστυνομικό [...]. Η Αστυνομία μυρίζει συνωμοσία! [...] Ο Μικ Τζάγκερ σταματάει το τραγούδι... Η νεολαία μεταμορφώνει τις κραυγές σε αποδοκιμασίες... Σταματάει η παράσταση, σβήνουν τα φώτα, τα μεγάφωνα μεταδίδουν φωνές απειλητικές... Να αδειάσει αμέσως το στάδιο... Ασύρματοι, κλομπ, συλλήψεις νεαρών που χόρευαν ροκ στις κερκίδες...οι πρώτες σταγόνες του επερχόμενου Ελληνικού Χριστιανικού Πολιτισμού...».
Μπροστά στις ερπύστριες: Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου, η ατέρμονη αλυσίδα από κάνες και ερπύστριες, τα μπλόκα στρατιωτικών οχημάτων στους αθηναϊκούς δρόμους, οι λοκατζήδες έξω από τον ΟΤΕ, οι κρανοφόροι που κραδαίνουν περίστροφα στους πυργίσκους των αρμάτων μάχης, υλοποιούσαν το σχέδιο για να ξεχάσουν οι καταπιεζόμενες τάξεις τα «ανεύθυνα» πολιτικά τους αιτήματα. Ο στρατός είχε αυτονομηθεί σε σχέση με τις κυρίαρχες τάξεις και με την ανοχή τους, ώστε να αναδιοργανώσει τον καταναγκασμό για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Ο σχεδιασμός της δικτατορικής τάξης είχε ήδη περάσει από τον στρατό και το κατασταλτικό πλέγμα, αφού το τελικό της στάδιο είχε αναλάβει να εφαρμόσει ο αρχηγός του ΓΕΣ, στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης, με την ενεργοποίηση του επιχειρησιακού σχεδίου «Ιέραξ ΙΙ». Ένας από τους επιτελείς του πρόλαβε να το ενεργοποιήσει για λογαριασμό της στενότερης ομάδας του και να κηρύξει εκείνος τη στρατιωτική δικτατορία. Μπορεί ο Κωνσταντίνος Τσάτσος να θεωρούσε ότι «δικτατορίες χωρίς ονοματισμένο δικτάτορα δεν κουβεντιάζονται», αλλά από τη στιγμή που οι κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους έθεσαν σε κίνηση τη μηχανική της δικτατορίας, ο δικτάτορας θα ονομαζόταν εκ των πραγμάτων στην πορεία: Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο ενορχηστρωτής της προβοκάτσιας στα τεθωρακισμένα του Έβρου το 1965, σχετικά με τον οποίο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ, Ηλίας Ηλιού, είχε προφητικά προειδοποιήσει από τότε, παρά τους καγχασμούς της αυταρχικής γραμμής.
Η συμπερίληψη κυβερνητικών παραγόντων της ΕΡΕ στους συλληφθέντες αποδείκνυε ότι κάθε στρατηγική «μετριοπαθούς δικτατορίας» και «κατάστασης πολιορκίας» δεν συγκρατούσε, αλλά όπλιζε την επιθετικότερη εκδοχή κατάλυσης και του τελευταίου ίχνους τυπικής δημοκρατίας. Η επτάχρονη δικτατορία στυγνής βοναπαρτικής υφής συνέθεσε όλα τα φασίζοντα, στρατοκρατικά και αντιδημοκρατικά στοιχεία που βλάσταιναν στην πειθαρχία και την τάξη των έκνομων υπερασπιστών της νομιμοφροσύνης. Σύμφωνα με μαρτυρία του Μανόλη Γλέζου, ενώ ήταν κρατούμενος στο ΚΕΤ μαζί με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, συζήτησαν για τον Στυλιανό Παττακό: «Ποιός τον έβαλε σ’ αυτή τη θέση;», τον ρωτώ. «Εμείς», μου απαντά. «Και μετά μου λες, πώς προετοιμάστηκε η δικτατορία, Κώστα» του απαντώ». Στην έκδοση «Η Μαύρη Βίβλος της δικτατορίας στην Ελλάδα», που κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1969, γινόταν λόγος για τους «επίλεκτους» που στελέχωναν ειδικούς μηχανισμούς του στρατιωτικού-κατασταλτικού πλέγματος, στους οποίους κυοφορήθηκε και στη συνέχεια στηρίχθηκε η χούντα, διευρύνοντάς τους: «να έχουν αντικομμουνιστικό παρελθόν, είτε προσωπικό (το να ανήκουν σε κάποια ακροδεξιά ή παραστρατιωτική ομάδα εκτιμάται ιδιαιτέρως) είτε οικογενειακό». Αυτοί που σκότωσαν τον 15χρονο Βασίλη Πεσλή στην πλατεία Αττικής και την 24χρονη Μαρία Καλαβρού στην Πατησίων κατά την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος, άνοιγαν τη ματωμένη γραμμή των δολοφονιών, των βασανιστηρίων, των εξευτελισμών από «επιλέκτους» του κράτους στην υπηρεσία της δικτατορίας καθ’ όλη τη διάρκεια και σε όλες τις φάσεις της.
Κι έπειτα, η παράλληλη δομή του παρασυντάγματος με το λειτουργικό της πλαίσιο παρείχε στη δικτατορία όλα τα μέσα για τη σύλληψη, τη δίωξη και την εξουθένωση των αριστερών και των ενεργών δημοκρατικών πολιτών: «τα ονόματά τους γραμμένα με κόκκινο μελάνι από τα χρόνια του Εμφυλίου, του Τρίκερι και της Μακρονήσου υπήρχαν! Η Ασφάλεια θ’ ανοίξει τα κατάστιχά της, εκτοπίσεις, δίκες, διάλυση, δεσμά», συνοψίζει η αγωνίστρια της αριστεράς και ποιήτρια, Βικτωρία Θεοδώρου.
Η χούντα, λοιπόν, δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά επιταχύνθηκε από το 1965 και μετά μέσα σε μια σειρά προπαρασκευαστικών σταδίων στον πυρήνα του κράτους. Η κατασυκοφάντηση των δημοκρατικών ελευθεριών και η λήψη αντιδραστικών μέτρων στο τελευταίο στάδιο συνέβαλαν στην απρόσκοπτη και απόλυτη επικράτησή της. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, τα οικονομικά αιτήματα των κυριαρχούμενων τάξεων ήταν άρρηκτα δεμένα με αιτήματα διεύρυνσης των δημοκρατικών ελευθεριών, καθώς στο μετεμφυλιακό πλαίσιο οι πολιτικοί και κοινωνικοί αποκλεισμοί εξυπηρετούσαν το πρότυπο συσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου, συμπιέζοντας τα εισοδήματα των εργαζόμενων σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Γι’ αυτό, μια δυναμική ταξική και ιστορική ανάγνωση των αιτίων και των προϋποθέσεων επιβολής της δικτατορίας του 1967 δεν πρέπει να προτάσσει το σχήμα της «αμερικανοκίνητης». Οι εξακριβωμένες σχέσεις των δικτατόρων με τον αμερικανικό παράγοντα εντάσσονται στο πλαίσιο που σκιαγραφήθηκε προηγουμένως. Πάνω στις ερπύστριες στηρίχθηκε πρωτίστως η «αποκατάσταση» της τάξης και της πειθαρχίας προς όφελος του ελληνικού κεφαλαίου. Η πλημμελής «αποχουντοποίηση» μετά το 1974 και οι συνέπειές της είναι μια άλλη παράμετρος που θα έπρεπε να μελετηθεί διεξοδικά προς αυτή την κατεύθυνση. Τούτο, όμως, είναι ήδη μια άλλη ιστορία.
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.