Του Γιώργου Αλεξάτου
1. Από τις πρώτες καθόδους μέχρι το 1936
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στη συμμετοχή της ελληνικής Αριστεράς στις βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις, είναι αναγκαίο να θυμίσουμε ότι ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα υπήρξαν περιπτώσεις εκλογικής καθόδου προσωπικοτήτων που εντάσσονταν είτε στον χώρο του αριστερού ριζοσπαστισμού της εποχής τους, όπως ο Ρόκκος Χοϊδάς, που εκλέχτηκε βουλευτής στην Κεφαλονιά το 1875 και στην Αττική το 1883, ο Ιθακήσιος Πλάτων Δρακούλης, που απέτυχε να εκλεγεί στην Αχαΐα το 1885, και ο επίσης Κεφαλονίτης Μαρίνος Αντύπας, που έχασε, το 1906, την εκλογή του στην επαρχία Κραναίας, αν και πήρε το εκπληκτικό 40% των ψήφων. Στην Αναθεωρητική Βουλή του 1910 οι σοσιαλιστές της εποχής εκπροσωπήθηκαν από τρεις βουλευτές (τον Δρακούλη, τον Κωνσταντίνο Δεστούνη και τον Νικόλαο Μαζαράκη) που εκλέχτηκαν και αυτοί στην Κεφαλονιά.
Η πρώτη συγκροτημένη και με υποστήριξη σχετικά υπολογίσιμων σοσιαλιστικών οργανώσεων (της βορειοελλαδικής Φεντερασιόν και της νοτιοελλαδικής Σοσιαλιστικής Ένωσης του Παναγή Δημητράτου) έγινε στις εκλογές του Μαΐου 1915. Καθώς κύριο επίδικο της εκλογικής μάχης ήταν η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (θέση την οποία υποστήριζε η βενιζελική παράταξη) είτε η ουδετερότητα, οι μικρές δυνάμεις των ελλήνων σοσιαλιστών διχάστηκαν. Οι παλιότεροι σοσιαλιστές (Δρακούλης, Καλλέργης, Σκληρός, Γιαννιός κ.ά.) υποστήριξαν τη θέση των βενιζελικών, θεωρώντας πως η εδαφική επέκταση και εθνική ολοκλήρωση θα διαμόρφωναν όρους καπιταλιστικής ανάπτυξης, άρα –κατά την τυπικά οικονομίστικη αντίληψή τους- θα ευνοούνταν η ανάπτυξη του προλεταριάτου και η προοπτική του σοσιαλιστικού κινήματος.
Υποστηρίζοντας σαφείς αντιπολεμικές θέσεις, η Φεντερασιόν και η Σοσιαλιστική Ένωση στήριξαν την υποψηφιότητα των σοσιαλιστών Αλμπέρτο Κουριέλ και Αριστοτέλη Σίδερη, που εκλέχτηκαν στη Θεσσαλονίκη, έχοντας συνεργαστεί με τους αντιβενιζελικούς. Οι ...
Κουριέλ και Σίδερης αποτέλεσαν την κοινοβουλευτική ομάδα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), μετά την ίδρυσή του το 1918.
Έχοντας συνδεθεί ήδη με την Κομμουνιστική Διεθνή, το ΣΕΚΕ (Κομμουνιστικό) συμμετείχε στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 με αντιβενιζελικά – αντιπολεμικά συνθήματα, καθώς συνεχιζόταν ο πόλεμος στη Μικρά Ασία. Κι αυτή τη φορά αντικειμενικά οι σοσιαλιστές (κομμουνιστές) συνέπλεαν με τους αντιβενιζελικούς. Καθώς η ψηφοφορία με τη χρήση σφαιριδίου δυσχέραινε την ακριβή διαπίστωση των ψήφων κάθε κόμματος, υπολογίζεται πως οι υποψήφιοι του ΣΕΚΕ(Κ) πήραν περίπου 50.000 ψήφους, σε σύνολο 747.000, αλλά λόγω εκλογικού συστήματος δεν έγινε δυνατή η εκπροσώπηση στη νέα Βουλή.
Σοβαρή υποχώρηση της εκλογικής του επιρροής (μόλις 18.000 ψήφους) εμφάνισε το ΣΕΚΕ(Κ) στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923. Η υποχώρηση εκτιμάται πως υπήρξε αποτέλεσμα τόσο της αδυναμίας του κόμματος να αντιμετωπίσει δυναμικά την εθνική κρίση που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή (ως συνέπεια της εμμονής του να μην ξεπερνά στη δράση του τα όρια της αστικής νομιμότητας), όσο και της ήττας των μεγάλων εργατικών κινητοποιήσεων του καλοκαιριού του 1923. Συνέβαλε, επίσης, και η αποχώρηση μεγάλου μέρους του ηγετικού και στελεχικού του δυναμικού, που αντιτασσόμενο στον κομμουνιστικό προσανατολισμό προχώρησε στη συγκρότηση κινήσεων σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού.
Στη Συντακτική Εθνοσυνέλευση που προήλθε από τις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923 και η οποία ανακήρυξε τον Μάρτιο 1924 την αβασίλευτη Δημοκρατία, η Αριστερά εκπροσωπούνταν αποκλειστικά από τον προερχόμενο από την ήδη σοβιετική Γεωργία, παλιό μενσεβίκο σοσιαλιστή, Γιάννη Πασαλίδη, που εκλέχτηκε ως συνεργαζόμενος με τη Δημοκρατική Ένωση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.
Βγαίνοντας από την παρανομία στην οποία το καταδίκασε η δικτατορία Πάγκαλου, το ΚΚΕ -όπως μετονομάστηκε από τον Δεκέμβριο 1924 το ΣΕΚΕ(Κ)- σημείωσε εντυπωσιακή επιτυχία στις εκλογές του Νοεμβρίου 1926, στις οποίες –όπως και στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις- συμμετείχε ως Ενιαίο Μέτωπο Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων, αν και οι συνεργαζόμενοι μαζί του ήταν ελάχιστοι παράγοντες του αγροτιστικού κινήματος. Με 42.000 ψήφους και ποσοστό 4,38% εκλέχτηκαν 10 βουλευτές, στο σύνολό τους από τις περιφέρειες Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας, όπου υπήρχε ισχυρό καπνεργατικό και αγροτικό κίνημα.
Καθώς το 1927 εκδηλώθηκε σοβαρή εσωκομματική κρίση, από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος αποχώρησαν ή διαγράφηκαν οι 9 στους 10 βουλευτές. Οι υπόλοιποι εντάχθηκαν στην Ενωμένη Αντιπολίτευση, από σημαντικό μέρος της οποίας προήλθε το ελληνικό τροτσκιστικό κίνημα.
Συνέπεια της μεγάλης εσωκομματικής κρίσης, αλλά και των τάσεων σταθεροποίησης της οικονομικής κατάστασης μετά από την επώδυνη Μικρασιατική Καταστροφή, και της ελπίδας ότι η επάνοδος του Ελευθέριου Βενιζέλου (που κατήγαγε μεγάλη εκλογική νίκη) θα συνέβαλε σε μια νέα εθνική αναγεννητική πορεία, ανάλογη με αυτή του 1910-15, υπήρξε η μεγάλη αποτυχία του ΚΚΕ, στις εκλογές του Αυγούστου 1928. Οι ψήφοι του περιορίστηκαν στις 14.300 (1,41%).
Αν και στα 1929-31 το ΚΚΕ αντιμετώπισε μια ακόμη πιο σοβαρή εσωκομματική κρίση, φτάνοντας στα όρια της διάλυσης πολλών οργανώσεών του και σε ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση της ιδεολογικοπολιτικής επιρροής του, η ανασυγκρότησή του, με την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, σε συνδυασμό με την πλήρη αποτυχία της κυβέρνησης Βενιζέλου να αντιμετωπίσει της συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, οι εκλογές του Σεπτεμβρίου 1932 ανεβάζουν τις ψήφους του στις 58.000 (4,97%) και εκλέγονται και πάλι 10 βουλευτές, κι αυτή τη φορά από τη βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, αλλά και στον Πειραιά.
Αν και οι αμέσως επόμενες εκλογές του Μαρτίου 1933 –τις οποίες κέρδισαν οι αντιβενιζελικοί- , έγιναν με το πλειοφηφικό σύστημα, στερώντας στο ΚΚΕ τη δυνατότητα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, οι ψήφοι του παρέμειναν σχεδόν σταθερές (53.000 – 4,64%). Επιβεβαιώθηκε πως το ΚΚΕ είχε αποκτήσει σταθερή επιρροή στις εργατουπόλεις, ενώ ήδη άρχισε να διεμβολίζει και τον παραδοσιακά βενιζελικό χώρο του προσφυγικού προλεταριάτου. Παράλληλα, σταθερή παρέμενε η επιρροή του σε τμήματα των αγροτικών πληθυσμών της Θεσσαλίας, της Λέσβου και άλλων περιοχών.
Στις εκλογές αυτές συμμετείχαν για πρώτη φορά –αν και σε περιορισμένο αριθμό εκλογικών περιφερειών- και οι αρχειομαρξιστές (έχοντας αποσπαστεί από το ΣΕΚΕ(Κ) το 1924 και συνδεδεμένοι, πλέον, με την τροτσκιστική Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση), παίρνοντας 1.300 ψήφους. 22.000 ψήφους πήρε και το αριστερό Αγροτικό Κόμμα του Γιάννη Σοφιανόπουλου.
Εντυπωσιακή υπήρξε η εκλογική επιτυχία του ΚΚΕ τον Ιούνιο 1935. Εντούτοις, οι 99.000 ψήφοι (9,59%) σε σημαντικό ποσοστό προέρχονταν από δημοκρατικό κόσμο του βενιζελικού χώρου, καθώς τα βενιζελικά κόμματα, έχοντας υποστεί διώξεις μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα του Μαρτίου, απείχαν από τις εκλογές. Παρά το μεγάλο ποσοστό του, το ΚΚΕ έμεινε εκτός Βουλής, λόγω και πάλι του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος.
Ακολουθώντας την κατεύθυνση του ιστορικού 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1935, για συγκρότηση Λαϊκών Μετώπων με σκοπό την αποτροπή του φασιστικού κινδύνου, το ΚΚΕ επιδιώκει την υλοποίησή της στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, στις οποίες συμμετέχει με τον τίτλο «Παλλαϊκό Μέτωπο». Εντούτοις, μεμονωμένοι ήταν οι συνεργαζόμενοι μαζί του, καθώς η πρότασή του απορρίφθηκε και από το Αγροτικό και από το αναιμικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα του Παλλαϊκού Μετώπου (73.400 ψήφοι, 5,76%) και η εκλογή 15 βουλευτών -κάποιοι από τους οποίους εκλέχτηκαν και στην Αττική- το κατέστησε ρυθμιστική δύναμη, καθώς στη νέα Βουλή υπήρχε ισοψηφία μεταξύ των δύο αστικών παρατάξεων (βενιζελικής και αντιβενιζελικής).
Στις εκλογές αυτές συμμετείχαν και πάλι οι αρχειομαρξιστές (που ήδη είχαν αποσπαστεί από την τροτσκιστική Διεθνή), παίρνοντας 1.150 ψήφους, ενώ 200 ψήφους πήρε η σύμπραξη των τροτσκιστικών οργανώσεων που κατέβασε συνδυασμούς σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αναφορά στη σύνθεση των κοινοβουλευτικών ομάδων του μεσοπολεμικού ΚΚΕ. Εργάτες στην πλειονότητά τους (κυρίως καπνεργάτες και τυπογράφοι), ανάμεσά τους, όμως, και διανοούμενοι, με κορυφαίο τον Δημήτρη Γληνό, που εκλέχτηκε το 1936, όλοι τους δοκιμάστηκαν σκληρά και τότε και στη συνέχεια, με εξορίες και φυλακίσεις. Κάποιοι έδωσαν τη ζωή τους στην υπόθεση που υπηρέτησαν πιστά μέχρι τέλους, στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Μόνο δύο, ο Μιχάλης Τυρίμος και ο Μανώλης Μανωλέας, πέρασαν στον αντικομμουνισμό και πλήρωσαν την προδοσία τους με την εκτέλεσή τους: από την ΟΠΛΑ ο πρώτος (συνεργάτης της μεταξικής δικτατορίας και αρχιταγματασφαλίτης στην Κατοχή) και από την ΕΠΟΝ ο δεύτερος, λόγω της δράσης του ως διαφωτιστής της μεταξικής ΕΟΝ και προπαγανδιστής του ναζισμού κατόπιν.
2. Από τον Εμφύλιο στη Χούντα
Οι πρώτες εκλογές μετά την Απελευθέρωση από τη φασιστική κατοχή διεξάγονται τον Μάρτιο 1946, σε συνθήκη έξαρσης της μεταβαρκιζιανής τρομοκρατίας σε βάρος του κόσμου της Αριστεράς και της Αντίστασης. Παρά τις επίμονες διαμαρτυρίες όχι μόνο των κομμάτων της Αριστεράς αλλά και κεντρώων δημοκρατών, η κυβέρνηση του βενιζελικού Σοφούλη –κατόπιν ισχυρών πιέσεων από τους Βρετανούς- αρνείται την αναβολή των εκλογών, διεξάγοντάς τες σε μια κατάσταση που προδιέγραφε το αποτέλεσμα ως συνέπεια της εκτεταμένης βίας και νοθείας.
Μετά από πολλές ταλαντεύσεις, ο Συνασπισμός Πολιτικών Κομμάτων του ΕΑΜ (ΚΚΕ, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, Σοσιαλιστικό Κόμμα κ.ά.), οι συνεργαζόμενοι με το ΕΑΜ Αριστεροί Φιλελεύθεροι, το Σοσιαλιστικό Κόμμα – Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΣΚ-ΕΛΔ) των Σβώλου – Τσιριμώκου, η Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών του Σοφιανόπουλου, αλλά και η αντικομμουνιστική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία, το κεντρώο Προοδευτικό Κόμμα του Γεώργιου Καφαντάρη, ο κεντρώος Εμμανουήλ Τσουδερός κ.ά., αρνούνται τη νομιμοποίηση των εκλογών, καλώντας σε αποχή.
Όπως ήταν αναμενόμενο, από τις εκλογές βγήκε νικήτρια η Δεξιά, ενώ την κατεύθυνση της αποχής ακολούθησε ποσοστό μεγαλύτερο το 40%. Κι αυτό, παρά την άσκηση άγριας τρομοκρατίας που έφτανε μέχρι και σε δολοφονίες. Εντούτοις, η αποχή του 1946 επικρίθηκε αργότερα ως ένα από σοβαρά λάθη της Αριστεράς, καθώς θεωρήθηκε πως διευκόλυνε, τελικά, την εκλογική επικράτηση της Δεξιάς. Σχετική αυτοκριτική έκανε και ο τότε ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.
Οι πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές έγιναν τον Μάρτιο 1950. Στις εκλογές αυτές αποδοκιμάστηκε η Δεξιά, με την υπερψήφιση των κομμάτων του Κέντρου και κυρίως της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, που πρόβαλε την πολιτική της «λήθης» και της λήψης «μέτρων ειρήνευσης».
Η Αριστερά εκφράστηκε από τη Δημοκρατική Παράταξη, συνασπισμό μικρών κομματικών σχηματισμών, όπως το ΣΚ-ΕΛΔ, οι Αριστεροί Φιλελεύθεροι και το κόμμα του Σοφιανόπουλου. Από τη Δημοκρατική Παράταξη αποκλείστηκαν τα κόμματα που συμμετείχαν στο μεταπελευθερωτικό ΕΑΜ: το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας του Γιάννη Πασαλίδη και το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Μιχάλη Κύρκου. Εντούτοις, το εκτός νόμου ΚΚΕ κάλεσε τον κόσμο της Αριστεράς να την υπερψηφίσει, βάζοντας σταυρό σε συγκεκριμένους υποψήφιους.
Το εκλογικό αποτέλεσμα, λίγους μόνο μήνες μετά τη λήξη του Εμφυλίου, χαρακτηρίστηκε σημαντική επιτυχία. Η Δημοκρατική Παράταξη πήρε 164.000 ψήφους (9,70%) και εξέλεξε 18 βουλευτές. Εντυπωσιακή ήταν η επιτυχία της στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στις εργατικές – λαϊκές συνοικίες, όπου το ποσοστό της ξεπερνούσε το 25%. Ήταν σαφές πως η εκλογική της βάση αποτελούνταν κυρίως από κόσμο που ακολουθούσε το παράνομο ΚΚΕ.
Έχοντας συγκροτήσει τον Δημοκρατικό Συναγερμό και προωθώντας την ίδρυση νέου κόμματος από δυνάμεις που δεν αντιτάσσονταν στη συνεργασία μαζί του, το ΚΚΕ κατόρθωσε τον Αύγουστο 1951 την ενότητα των μη αντικομμουνιστικών εαμογενών δυνάμεων, που εκφράστηκε με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Την ΕΔΑ αποτέλεσαν ο Δημοκρατικός Συναγερμός, το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Πασαλίδη (ο οποίος ανέλαβε πρόεδρος του νέου σχηματισμού), το Κόμμα Αριστερών Φιλελευθέρων, το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Μ. Κύρκου και τμήμα του κόμματος του Σοφιανόπουλου, ο οποίος είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες.
Παρά τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε η άρνηση των μη κομμουνιστών της ΕΔΑ να κατατεθεί υποψηφιότητα του καταδικασμένου σε θάνατο ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Μπελογιάννη –που η βέβαιη εκλογή του θα απέτρεπε την εκτέλεσή του- καθώς θεωρούσαν πως κάτι τέτοιο θα ταύτιζε την ΕΔΑ με το ΚΚΕ, με κίνδυνο να τεθεί κι αυτή εκτός νόμου, ο σχηματισμός έφτασε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, καταγράφοντας σημαντική επιτυχία, με 181.000 ψήφους (10,57%). Εκλέχτηκαν 10 βουλευτές, σχεδόν στο σύνολό τους εξόριστοι, που απελευθερώθηκαν μεν, αλλά η εκλογή τους δεν αναγνωρίστηκε και αντικαταστάθηκαν από επιλαχόντες.
Στις εκλογές αυτές έπαθαν κυριολεκτικά πανωλεθρία τόσο το ΣΚ-ΕΛΔ (μόλις 4.000 ψήφοι) όσο και οι αρχειομαρξιστές, που πλέον εμφανίζονταν ως σοσιαλδημοκράτες και πήραν… 53 ψήφους. Σε αντίθεση με τις επιλογές αυτές, οι παράνομες τροτσκιστικές οργανώσεις καλούσαν σταθερά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από τον Εμφύλιο μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του 1967, σε υπερψήφιση της ΕΔΑ.
Αν και οι περισσότεροι από τους μη κομμουνιστές συνεργαζόμενοι της ΕΔΑ πολύ σύντομα αποχώρησαν από το κόμμα, διαφωνώντας με τις σχέσεις που διατηρούνταν με το παράνομο ΚΚΕ, η ΕΔΑ δεν έπαψε να συσπειρώνει και αγωνιστές της ευρύτερης Αριστεράς.
Αν και οι περισσότεροι από τους μη κομμουνιστές συνεργαζόμενοι της ΕΔΑ πολύ σύντομα αποχώρησαν από το κόμμα, διαφωνώντας με τις σχέσεις που διατηρούνταν με το παράνομο ΚΚΕ, η ΕΔΑ δεν έπαψε να συσπειρώνει και αγωνιστές της ευρύτερης Αριστεράς.
Σοβαρό πρόβλημα αντιμετώπισε η Αριστερά ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου 1952. Έχοντας συμφωνήσει με τους Αμερικανούς στη διεξαγωγή των εκλογών με σύστημα πλειοψηφικό, ο πρωθυπουργός Πλαστήρας επιχείρησε να εκβιάσει την ΕΔΑ, προτείνοντάς της να στηρίξει το Κέντρο για να μη βγει ο δεξιός Παπάγος. Δεν πρότεινε συνεργασία, αλλά τη συμμετοχή ελάχιστων μη κομμουνιστών υποψηφίων της ΕΔΑ στα ψηφοδέλτια του Κέντρου. Η ΕΔΑ απέρριψε την πρόταση και το εκλογικό αποτέλεσμα (152.000 ψήφοι, 9,55%) έδειξε πως ο κόσμος της Αριστεράς δεν ήταν διατεθειμένος να ψηφίσει το Κέντρο, λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, μετά την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, την αποστολή ελληνικού στρατού στην Κορέα κ.λπ., από την κυβέρνηση Πλαστήρα. Αν υπολογιστούν και οι ψήφοι που συγκέντρωσαν συνδυασμοί συνεργασίας της ΕΔΑ με κεντρώους δημοκράτες που διαγράφηκαν από το κόμμα του Πλαστήρα, η εκλογική επιρροή της ΕΔΑ το 1952 δεν υπολειπόταν από αυτή του 1951.
Προσανατολισμένη ήδη από το 1954 στη συγκρότηση Πανδημοκρατικού Μετώπου για την ανατροπή της κυβέρνησης της Δεξιάς (Παπάγου και κατόπιν Καραμανλή), η ΕΔΑ πρότεινε ενόψει τον εκλογών του Φεβρουαρίου 1956 την εκλογική συνεργασία όλων των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Η πρότασή της κατέληξε στη συγκρότηση της Δημοκρατικής Ένωσης, με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.
Η Δημοκρατική Ένωση κέρδισε τις εκλογές με το 48,15%, ενώ η ΕΡΕ του Καραμανλή πήρε 47,38%. Εντούτοις, λόγω του απίθανου καλπονοθευτικού εκλογικού συστήματος, η ΕΡΕ πήρε 165 έδρες στη νέα Βουλή, έναντι 132 της πλειοψηφούσας Δημοκρατικής Ένωσης! Από αυτούς οι 19 ανήκαν στην ΕΔΑ.
Με τη συμμετοχή της στη Δημοκρατική Ένωση η ΕΔΑ έσπασε, ελάχιστα μόλις χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου, την πολιτική της απομόνωση. Συνάμα, δημιουργούνταν οι όροι για τον εκλογικό θρίαμβο του 1958.
Οι εκλογές του Μαΐου 1958 διεξάγονται σε μια περίοδο ευνοϊκή για την Αριστερά. Η συνολικότερη πολιτική της κυβέρνησης της ΕΡΕ, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ενώ οξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της χώρας, ταυτόχρονα αποκαλύπτει τον επικίνδυνο αντεθνικό προσανατολισμό της, τόσο λόγω της συμφωνίας για εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων σε ελληνικά εδάφη όσο και εξαιτίας της ατολμίας της να στηρίξει τον αντιαποικιοκρατικό αγώνα του κυπριακού Ελληνισμού, που έχει απέναντί του δύο χώρες συμμάχους στο ΝΑΤΟ: τη Μεγάλη Βρετανία και την Τουρκία. Επιπλέον, οι δυνάμεις του Κέντρου κατεβαίνουν στις εκλογές διασπασμένες.
Η ΕΔΑ συμμετέχει στις εκλογές με ψηφοδέλτια στα οποία εντάσσεται μεγάλος αριθμός συνεργαζόμενων, όπως ο σοσιαλιστής Ηλίας Τσιριμώκος, ο πρώην υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου, ο προερχόμενος από τη Δεξιά Σταμάτης Μερκούρης κ.ά. Το εκλογικό αποτέλεσμα (940.000 ψήφοι, 24,42%) αναδεικνύει την ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, με 79 έδρες. Πολύ σύντομα 12 από τους συνεργαζόμενους βουλευτές, με επικεφαλής τον Τσιριμώκο, θα συγκροτήσουν –σε συμφωνία με την ΕΔΑ- το κεντροαριστερό κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης, ενώ αργότερα άλλοι 3 θα αποτελέσουν τον πυρήνα της Νέας Αγροτικής Κίνησης, η οποία το 1961 θα μετασχηματιστεί στο Εθνικό Αγροτικό Κόμμα (ΕΑΚ).
Η ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση θορύβησε τους αντιδραστικούς κύκλους (Δεξιά, Παλάτι, στρατό, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ κ.λπ.), με συνέπεια την ένταση των αντικομμουνιστικών διώξεων και της αστυνομοκρατίας, που συνεπικουρούνταν από αντικομμουνιστικές τρομοκρατικές παρακρατικές οργανώσεις. Παράλληλα, θα δρομολογηθούν διαδικασίες ενοποίησης των κεντρώων δυνάμεων, που θα καταλήξουν το 1961 στην ίδρυση της Ένωσης Κέντρου, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 κυριαρχεί κλίμα τρομοκρατίας, που φτάνει μέχρι και στη δολοφονία των νεαρών αγωνιστών της Αριστεράς Στέφανου Βελδεμίρη και Διονύση Κερπινιώτη. Μετά από εκτεταμένη νοθεία, η ΕΡΕ –που είχε πάρει 41% στις εκλογές του 1958- εμφανίστηκε να πλειοψηφεί με 51%! Η Αριστερά, που συμμετείχε στις εκλογές ως Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο (ΠΑΜΕ), με τη συνεργασία της ΕΔΑ, του ΕΑΚ και ανεξάρτητων αριστερών δημοκρατών, εμφανίστηκε να παίρνει 676.000 ψήφους (14,62%). Εξελέγησαν 28 βουλευτές, από τους οποίους οι 2 ανήκαν στο ΕΑΚ και ένας (ο Γρηγόρης Λαμπράκης) ήταν ανεξάρτητος συνεργαζόμενος.
Ενώ το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αναγνωρίστηκε ούτε από την Ένωση Κέντρου ούτε από την ΕΔΑ, η ένταση της αστυνομικής και παρακρατικής τρομοκρατίας αποκορυφώθηκε τον Μάιο 1963, με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Σύντομα η κυβέρνηση Καραμανλή παραιτήθηκε και στις εκλογές του Νοεμβρίου πρώτο κόμμα αναδείχτηκε η Ένωση Κέντρου. Η ΕΔΑ πήρε 669.000 ψήφους (14,34%) και 24 βουλευτικές έδρες.
Μετά από την άρνηση του Παπανδρέου να στηριχτεί στις ψήφους της ΕΔΑ, καθώς δεν διέθετε απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, διεξήχθηκαν νέες εκλογές τον Φεβρουάριο 1964. Σ’ αυτές η ΕΔΑ πραγματοποίησε τον λεγόμενο «ελιγμό», με τη μη κάθοδο σε 24 (κυρίως μονοεδρικές και δυεδρικές) περιφέρειες από τις συνολικά 55, πριμοδοτώντας έτσι την Ένωση Κέντρου. Ως συνέπεια του «ελιγμού» αλλά και της υπερψήφισης του Κέντρου και από άλλους αριστερούς ψηφοφόρους, οι ψήφοι της ΕΔΑ περιορίστηκαν στις 541.000 (11,80%) και εκλέχτηκαν 22 αριστεροί βουλευτές.
Για τις εκλογές του Μαΐου 1967, που ματαίωσε το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, προγραμματιζόταν εκλογική κάθοδος όχι μόνο της ΕΔΑ, αλλά και της Συνεπούς Πολιτικής Αριστερής Κίνησης (ΣΠΑΚ) που είχε συγκροτηθεί από τους «κινεζόφιλους» που κινούνταν γύρω από το περιοδικό «Αναγέννηση».
3. Η μεταδικτατορική περίοδος
Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος, η Αριστερά βρέθηκε αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα. Από τη μια, με τη διάσπαση του ΚΚΕ, που είχε συντελεστεί το 1968, και από την άλλη με την εμφάνιση –για πρώτη φορά στη νεοελληνική πολιτική ιστορία- ενός κόμματος –του ΠΑΣΟΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου- που δυναμικά εμφανιζόταν στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και μάλιστα με συνθήματα εξαιρετικά προωθημένα και ριζοσπαστικά. Ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου 1974, κατά τις οποίες κατήγαγε μεγάλη νίκη η δεξιά Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που εμφανιζόταν ως ανανεωμένη και απαλλαγμένη από τον στείρο αντικομμουνισμό του παρελθόντος, συγκροτήθηκε η Ενωμένη Αριστερά, ως συνεργασία του ΚΚΕ (με επικεφαλής τον Χαρίλαο Φλωράκη) και της ΕΔΑ (με επικεφαλής τον Ηλία Ηλιού), στην οποία εντασσόταν και το ΚΚΕ εσωτερικού.
Η Ενωμένη Αριστερά πήρε 465.000 ψήφους (9,47%), κατά πολύ λιγότερες από αυτές της ΕΔΑ των εκλογών του 1964. Εκλέχτηκαν 8 βουλευτές, από τους οποίους οι 5 ανήκαν στο ΚΚΕ, 2 στο ΚΚΕ εσ. και ένας στην ΕΔΑ.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1974 συμμετείχε με συνδυασμούς στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και το «μαοϊκό» Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας (ΕΚΚΕ), που πήρε 1.500 ψήφους (0,03%).
Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1974 συμμετείχε με συνδυασμούς στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και το «μαοϊκό» Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας (ΕΚΚΕ), που πήρε 1.500 ψήφους (0,03%).
Οι επόμενες εκλογές, του Νοεμβρίου 1977, τις οποίες κέρδισε και πάλι η Νέα Δημοκρατία, αν και με κατά πολύ μικρότερο ποσοστό, ενώ αξιωματική αντιπολίτευση αναδείχτηκε το ΠΑΣΟΚ, κατέγραψαν την κυριαρχία του ΚΚΕ στον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς, με 480.000 ψήφους (9,36%) και 11 έδρες. Το ΚΚΕ εσ. και η ΕΔΑ συμμετείχαν στις εκλογές στο πλαίσιο της Συμμαχίας Αριστερών και Προοδευτικών Δυνάμεων, μαζί με μικρά κεντροαριστερά κόμματα. Η Συμμαχία πήρε μόλις 139.500 ψήφους (2,72%) και 2 έδρες: μία του ΚΚΕ εσ. και μία της ΕΔΑ.
Στις εκλογές αυτές συμμετείχαν και τρεις σχηματισμοί της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς: το ΕΚΚΕ (11.900 ψήφοι, 0,23%), η Λαϊκή Δημοκρατική Ενότητα (ΛΔΕ) του ΚΚΕ (μ-λ) (8.800 ψήφοι, ο,17%), η τροτσκιστική Εργατική Διεθνιστική Ένωση –ΕΔΕ (1.000 ψήφοι, 0,05%) και η Κομμουνιστική Οργάνωση Μαχητής (300 ψήφοι, 0,006%), που εμφάνισε συνδυασμούς μόνο στην Αθήνα.
Οι εκλογές του Οκτωβρίου 1981 που έφεραν στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, μετά από θριαμβευτική νίκη, χαρακτηρίστηκαν από άνοδο της εκλογικής επιρροής του ΚΚΕ (620.300 ψήφοι, 10,93% και 13 έδρες), η οποία, εντούτοις, απείχε πολύ από τον εκλογικό στόχο του 17% που θα του επέτρεπε να περάσει στη δεύτερη κατανομή. Το ΚΚΕ εσ., με 76.400 ψήφους (1,37%), έχασε την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση, ενώ 6.600 ψήφους και ποσοστό 0,12% κατέγραψε η Κίνηση για μια Επαναστατική Αριστερά, που συγκροτούνταν από το ΚΚΕ (μ-λ), την Κομμουνιστική Οργάνωση Μαχητής και τη μαοϊκή Λαϊκή Εξουσία, 4.750 (0,08%) η συνεργασία ΕΚΚΕ και Μ-Λ ΚΚΕ και 1.650 (0,02%) η τροτσκιστική ΕΔΕ. Χαρακτηριστικό και αυτών των εκλογών, όπως και των προηγούμενων και των επόμενων του 1985, ήταν ότι οργανώσεις τροτσκιστικές (όπως η Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας – ΟΚΔΕ και η Κομμουνιστική Διεθνιστική Ένωση -ΚΔΕ) ή τροτσκιστικής αναφοράς (όπως η Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση – ΟΣΕ) καλούσαν σε υπερψήφιση του ΚΚΕ.
Στις εκλογές του Ιουνίου 1985, τις οποίες κέρδισε και πάλι το ΠΑΣΟΚ, η εκλογική δύναμη του ΚΚΕ υποχώρησε στο 9,89%, με 629.500 ψήφους και 12 έδρες). Αντίθετα ενισχύθηκε το ΚΚΕ εσ., το οποίο με 117.000 ψήφους (1,84%) ανέκτησε τη μονοεδρική κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση. 7.000 ψήφους (0,11%) πήρε το ΕΚΚΕ, 5.350 (0,08%) η Κομμουνιστική Αριστερά (συνεργασία ΚΚΕ μ-λ και Μ-Λ ΚΚΕ) και 3.700 (0,06%) η ΕΔΕ.
Ενώ το ΠΑΣΟΚ καταρρέει υπό το βάρος, κυρίως, οικονομικών σκανδάλων, στις εκλογές του Ιουνίου 1985 ο κύριος όγκος των αριστερών δυνάμεων συσπειρώνεται στον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου (ΣΥΝ), που αποτελείται από το ΚΚΕ, την Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ), που ιδρύθηκε από την πλειοψηφία του ΚΚΕ εσ. μετά τη διάλυσή του το 1987, με επικεφαλής τον Λεωνίδα Κύρκο, άλλες μικρές αριστερές και κεντροαριστερές κινήσεις και ανεξάρτητους παράγοντες. Ο ΣΥΝ κερδίζει 856.000 ψήφους (13,1%), ξεπερνώντας το άθροισμα της εκλογικής δύναμης του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. του 1985, και αναδεικνύει 28 βουλευτές.
Στις εκλογές αυτές συμμετέχει και το ΚΚΕ Εσ. / Ανανεωτική Αριστερά, που συγκρότησε η μειοψηφία του ΚΚΕ εσ., με επικεφαλής τον Γιάννη Μπανιά, κερδίζοντας 18.000 ψήφους (0,3%). Συμμετέχουν, επίσης, η Εναλλακτική Αριστερή Συσπείρωση (ΕΑΣ) αποτελούμενη από μικρές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (6.150 ψήφοι, 0,09%), το ΚΚΕ μ-λ (3.350, 0,05%), το ΕΚΚΕ (2.750, 0,04%), η Αυτοδύναμη Κίνηση Εργατικής Πολιτικής –ΑΚΕΠ (2.100, 0,03%), που προερχόταν από το ΚΚΕ, το Μ-Λ ΚΚΕ (1.600, 0,02%), το Εργατικό Αντιιμπεριαλιστικό Μέτωπο -ΕΑΜ (1.500, 0,02%), που αποσπάστηκε από το ΚΚΕ το 1985, καθώς και η μαοϊκής προέλευσης Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ (ΟΑΚΚΕ), με 1.000 ψήφους (0,01%).
Η συμμετοχή του ΣΥΝ στην κυβέρνηση Τζανετάκη, σε συνεργασία με τη Δεξιά, και η κρίση του ΚΚΕ που οδήγησε στην αποχώρηση της μεγάλης πλειονότητας των μελών της νεολαίας του, της ΚΝΕ, και μεγάλου αριθμού άλλων μελών και στελεχών του –που λίγο αργότερα θα συγκροτήσουν το Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ)- είχαν ως συνέπεια τον περιορισμό της εκλογικής επιρροής του ΣΥΝ, στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989, στις 734.500 ψήφους (10,97%) και 21 έδρες.
Στις ίδιες εκλογές θα συμμετάσχει η Αριστερή Πρωτοβουλία (συγκροτημένη από το ΚΚΕ εσ. / Ανανεωτική Αριστερά, την ΕΑΣ και το ΕΚΚΕ), που οι ψήφοι της (13.500, 0,2%) θα είναι κατά πολύ λιγότερες από το άθροισμα των ψήφων που πήραν οι συνιστώσες της τον περασμένο Ιούνιο. 3.200 ψήφους (0,05%) πήρε το ΚΚΕ (μ-λ), 1.400 (0,02%) το Μ-Λ ΚΚΕ, 1.300 (0,02%) το ΕΑΜ, 1.250 (0,02%) το ΕΑΜ, 1.250 (0,02%) η ΑΚΕΠ, 1.050 (0,02%) το Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα (ΕΕΚ) που υπήρξε μετεξέλιξη της ΕΔΕ, ενώ τμήμα του είχε προσχωρήσει στον ΣΥΝ, και 600 ψήφους (0,01%) η ΟΑΚΚΕ.
Έχοντας συμμετάσχει και στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα και σε μια περίοδο κρίσης του αριστερού κινήματος διεθνώς, ως συνέπεια των καταρρεύσεων των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ανατολική Ευρώπη, ο ΣΥΝ θα δει τις δυνάμεις του να μειώνονται ακόμη περισσότερο στις εκλογές του Απριλίου 1990, τις οποίες κέρδισε η Νέα Δημοκρατία, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ο ΣΥΝ πήρε 677.000 ψήφους (10,28%) και 19 έδρες.
Στις εκλογές αυτές 14.400 ψήφους (0,22%) κερδίζει η Λαϊκή Αντιπολίτευση, που συγκροτήθηκε από το νεοσύστατο ΝΑΡ, σε συνεργασία με το ΕΕΚ, ενώ περιορίζεται και η δύναμη του ΚΚΕ εσ. / Ανανεωτική Αριστερά (8.800 ψήφοι, 0,13%) που κατεβαίνει και πάλι αυτοδύναμα μετά την εκλογική αποτυχία και διάλυση της Αριστερής Πρωτοβουλίας. Το ΚΚΕ (μ-λ) πήρε 2.600 ψήφους (0,04%), το Μ-Λ ΚΚΕ και το ΕΚΚΕ από 1.350 (0,02%) και η ΑΚΕΠ 1.200 Όπως φάνηκε, οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του ΣΥΝ δεν στράφηκαν προς άλλα μικρότερα αριστερά κόμματα, σε συνθήκη οξύτατης κρίσης της ελληνικής και της παγκόσμιας Αριστεράς.
Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1993, με τις οποίες επανήλθε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, σημειώθηκε μεγάλη συρρίκνωση της δύναμης της Αριστεράς. Ήδη από το 1991 ο ΣΥΝ είχε μετατραπεί σε ενιαίο κόμμα, με πρόεδρο τη Μαρία Δαμανάκη, στο οποίο εντάχθηκε και μεγάλο μέρος μελών και στελεχών του ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ, με γενική γραμματέα την Αλέκα Παπαρήγα, συγκράτησε μικρό μέρος της εκλογικής του βάσης (313.000 ψήφοι, 4,54%), εκλέγοντας 9 βουλευτές, ενώ ο ΣΥΝ δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει το όριο του 3% που είχε οριστεί για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ενός κόμματος. Πήρε 203.000 ψήφους (2,94%). Ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς εκπροσωπήθηκε από τη Μαχόμενη Αριστερά (ΝΑΡ, ΚΚΕ μ-λ, ΕΕΚ και ΕΚΚΕ) που πήρε 8.150 ψήφους (0,12%). 1.800 ψήφους (0,03%) πήρε το Μ-Λ ΚΚΕ, 700 η ΟΑΚΚΕ και 500 η πρώην αλβανόφιλη Συνεπής Αριστερή Κίνηση Ελλάδας (ΣΑΚΕ).
Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996, τις οποίες κέρδισε και πάλι το ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής τον Κώστα Σημίτη, έδωσαν τη δυνατότητα στον ΣΥΝ, που είχε πρόεδρο τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, να ξαναμπεί στη Βουλή, με 347.000 ψήφους (5,12%) και 10 βουλευτές. Εντούτοις, το ΚΚΕ διατήρησε την πρωτοκαθεδρία στην Αριστερά με 380.200 ψήφους (5,61%) και 11 βουλευτές. 10.450 ψήφους (0,15%) πήρε η Μαχόμενη Αριστερά, 4.000 (0,06%) το Μ-Λ ΚΚΕ, ενώ η ΟΑΚΚΕ συνεργάστηκε με το σλαβομακεδονικό Ουράνιο Τόξο, παίρνοντας 3.500 ψήφους (0,05%).
Τον Απρίλιο 2000, όταν κέρδισε οριακά ξανά το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ συνεργάστηκε εκλογικά με τη μικρή κίνηση Κομμουνιστική Ανανέωση που προήλθε από διάσπαση της Ανανεωτικής Κομμουνιστικής Οικολογικής Αριστεράς (ΑΚΟΑ), μετεξέλιξης του ΚΚΕ Εσ. / Ανανεωτική Αριστερά. Εντούτοις, δεν αύξησε τις ψήφους του (379.500 και 5,52%) και έβγαλε και πάλι 11 βουλευτές.
Μείωση εμφάνισε ο ΣΥΝ, με τον οποίο συνεργάστηκε η ΑΚΟΑ, με 220.000 ψήφους (3,20%) και 6 έδρες. Μετά τη διάλυση της Μαχόμενης Αριστεράς, το ΝΑΡ, το ΕΕΚ, το ΕΚΚΕ και οι Οικολόγοι Εναλλακτικοί συγκρότησαν το Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΜΕΡΑ), το οποίο πήρε 8.100 ψήφους (0,12%). Στις εκλογές συμμετείχε και το ΚΚΕ μ-λ (7.300 ψήφοι, 0,11%) και το Μ-Λ ΚΚΕ (5.900, ο,ο9%), ενώ η ΑΚΕΠ και η ΟΑΚΚΕ πήραν από 1.100 ψήφους (0,02%).
Χαρακτηριστικό όλων αυτών των εκλογικών αναμετρήσεων, από το 1993 και μέχρι και το 2009, ήταν η κοινωνική – ταξική διαφοροποίηση των ψηφοφόρων του ΚΚΕ και των μ-λ οργανώσεων, που έπαιρναν ποσοστά κατά πολύ υψηλότερα στις εργατικές – λαϊκές συνοικίες, σε αντίθεση με τον ΣΥΝ και κατόπιν τον ΣΥΡΙΖΑ, που εμφάνισε υψηλότερα ποσοστά σε συνοικίες μικροαστικές, αλλά και σε μεσοαστικά προάστια. Τα ποσοστά του ΜΕΡΑ, όπως αργότερα και της ΕΝΑΝΤΙΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ήταν σε σημαντικό βαθμό ταξικά αδιαφοροποίητα.
Στις εκλογές του Μαρτίου 2004, τις οποίες κέρδισε η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή, το ΚΚΕ ψηφίστηκε από 436.700 ψηφοφόρους (5,9%) αυξάνοντας σε 12 τους βουλευτές του. Ο ΣΥΝ, με νέο ηγέτη τον Αλέκο Αλαβάνο, συμμετείχε με το σχήμα συνεργασίας Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), μαζί με την ΑΚΟΑ, την Κίνηση Ενεργών Πολιτών του Μανώλη Γλέζου, την Κίνηση για την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς (ΚΕΔΑ), που συγκροτούσαν στελέχη του ΚΚΕ που είχαν αποχωρήσει σχετικά πρόσφατα, και η τροτσκιστική Διεθνιστική Εργατική Αριστερά (ΔΕΑ). Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 241.600 ψήφους (3,26%) και 6 έδρες, διατηρώντας τη δύναμη του ΣΥΝ των προηγούμενων εκλογών του 2000.
11.300 ψήφους (0,15%) πήρε το ΜΕΡΑ, 10.750 (0,15%) το ΚΚΕ (μ-λ), καταγράφοντας σημαντική άνοδο, 8.300 (0,11%) η Αντικαπιταλιστική Συμμαχία του τροτσκιστικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΣΕΚ), 4.850 (0,07%) το Μ-Λ ΚΚΕ και 2.100 (0,ο3%) η ΟΑΚΚΕ.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007, τις οποίες κέρδισε και πάλι η Νέα Δημοκρατία, το ΚΚΕ σημείωσε σημαντική άνοδο, με 583.750 ψήφους (8,15%) και 22 έδρες. Άνοδο παρουσίασε και ο ΣΥΡΙΖΑ, με 361.100 ψήφους (5,04%) και 14 έδρες. Ήδη έχει ενισχυθεί με τη συμμετοχή της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ελλάδας (ΚΟΕ) και άλλων οργανώσεων. Εντυπωσιακή ήταν η άνοδος και του ΚΚΕ (μ-λ), με 17.500 ψήφους (0,22%), ενώ 11.800 ψήφους (0,17%) πήρε το ΜΕΡΑ και 10.600 ψήφους (0,15%) η νεοσύστατη Ενωτική Αντικαπιταλιστική Αριστερά (ΕΝΑΝΤΙΑ), την οποία συγκρότησαν το ΣΕΚ, η Αριστερή Ανασύνθεση (ΑΡΑΝ), η Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡΑΣ) και η ΟΚΔΕ / Σπάρτακος. 8.100 ψήφους (0,11%) πήρε το Μ-Λ ΚΚΕ και 2.500 (0,03%) η ΟΑΚΚΕ. Συνολικά η Αριστερά κατέγραψε το μεγαλύτερο ποσοστό της μετά από το 1989 (13,88%), ενώ η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά κατέγραφε το μεγαλύτερο συνολικό ποσοστό της μέχρι τότε ιστορίας της (0,68%).
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007, τις οποίες κέρδισε και πάλι η Νέα Δημοκρατία, το ΚΚΕ σημείωσε σημαντική άνοδο, με 583.750 ψήφους (8,15%) και 22 έδρες. Άνοδο παρουσίασε και ο ΣΥΡΙΖΑ, με 361.100 ψήφους (5,04%) και 14 έδρες. Ήδη έχει ενισχυθεί με τη συμμετοχή της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ελλάδας (ΚΟΕ) και άλλων οργανώσεων. Εντυπωσιακή ήταν η άνοδος και του ΚΚΕ (μ-λ), με 17.500 ψήφους (0,22%), ενώ 11.800 ψήφους (0,17%) πήρε το ΜΕΡΑ και 10.600 ψήφους (0,15%) η νεοσύστατη Ενωτική Αντικαπιταλιστική Αριστερά (ΕΝΑΝΤΙΑ), την οποία συγκρότησαν το ΣΕΚ, η Αριστερή Ανασύνθεση (ΑΡΑΝ), η Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡΑΣ) και η ΟΚΔΕ / Σπάρτακος. 8.100 ψήφους (0,11%) πήρε το Μ-Λ ΚΚΕ και 2.500 (0,03%) η ΟΑΚΚΕ. Συνολικά η Αριστερά κατέγραψε το μεγαλύτερο ποσοστό της μετά από το 1989 (13,88%), ενώ η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά κατέγραφε το μεγαλύτερο συνολικό ποσοστό της μέχρι τότε ιστορίας της (0,68%).
Οι εκλογές του Οκτωβρίου 2009, τις οποίες κέρδισε το ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής τον Γιώργο Παπανδρέου, ήταν οι τελευταίες πριν την επιβολή του μνημονιακού καθεστώτος. Σ’ αυτές σημειώθηκε ελαφριά υποχώρηση τόσο του ΚΚΕ (517.000 ψήφοι, 7,54% και 21 έδρες) όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα (315.700 ψήφοι, 4,6% και 13 έδρες). Ισχυρότερη δύναμη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, με 24.700 ψήφους (0,36%), αναδείχτηκε η Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία για την Ανατροπή (ΑΝΤΑΡΣΥΑ), που συγκροτήθηκε από τις δυνάμεις του ΜΕΡΑ (εξαιρουμένου του ΕΕΚ) και της ΕΝΑΝΤΙΑ. Το ΚΚΕ (μ-λ) πήρε 10.500 ψήφους (0,15%), το Μ-Λ ΚΚΕ 5.200 (0,08%), το ΕΕΚ 4.500 (0,07%) και η ΟΑΚΚΕ 1.700 (0,02%).
Οι εκλογές του Μαΐου 2012, δύο χρόνια μετά την επιβολή της μνημονιακής πολιτικής, ανατρέπουν το δικομματικό σκηνικό της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1970. Αξιωματική αντιπολίτευση, με 1.061.300 ψήφους (16,78%) και 52 έδρες, αναδείχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΚΕ εμφανίστηκε, επίσης, ενισχυμένο με 536.100 ψήφους (8,48%) και 26 έδρες. Εντυπωσιακή ήταν και η εκλογική επιτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία με 75.400 ψήφους κατέγραψε το μεγαλύτερο ποσοστό που πήρε ποτέ σχηματισμός της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (1,19%). 16.000 ψήφους (0,25%) πήρε η συνεργασία ΚΚΕ (μ-λ) και Μ-Λ ΚΚΕ, 6.100 (0,10%) το ΕΕΚ, 2.600 (0,04%) η ΟΚΔΕ και 2.000 (0,03%) η ΟΑΚΚΕ. 386.100 ψήφους (6,11%) και 19 έδρες κέρδισε η Δημοκρατική Αριστερά (ΔΗΜΑΡ) που είχε αποσπαστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, μετατοπιζόμενη στον κεντροαριστερό χώρο.
Καθώς από τις εκλογές του Μαΐου 2012 δεν μπόρεσε να σχηματιστεί κυβέρνηση, οι νέες εκλογές του Ιουνίου ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, θέτοντας ως στόχο την ανάδειξη αριστερής αντιμνημονιακής κυβέρνησης, με 1.655.100 ψήφους, πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό που κέρδισε ποτέ αριστερό κόμμα (26,89%) και 71 έδρες. Σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προήλθε από τα άλλα αριστερά κόμματα, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ΚΚΕ στις 277.200 ψήφους (4,51% και 12 έδρες), της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 20.400 (0,33%) και της συνεργασίας ΚΚΕ (μ-λ) και Μ-Λ ΚΚΕ στις 7.650 (0,12%).
Δυόμισι χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο 2015, ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξή του σε κυβερνητικό κόμμα θα επιτευχθεί. Με 2.246.000 ψήφους (36,34%) και 149 έδρες, θα σχηματιστεί κυβέρνηση από τον Αλέξη Τσίπρα, σε συνεργασία με το δεξιό κόμμα Ανεξάρτητοι Έλληνες, που επίσης διακήρυττε αντιμνημονιακή πολιτική κατεύθυνση. Το ΚΚΕ, με ηγέτη τον Δημήτρη Κουτσούμπα, αναπλήρωσε μικρό μέρος από τις απώλειες του Ιουνίου 2012, παίρνοντας 338.400 ψήφους (5,47%) και 15 έδρες. 39.500 ψήφους (0,64%) πήρε η συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη Μετωπική Αριστερή Συμπόρευση (ΜΑΡΣ), 8.000 (0,13%) η συνεργασία ΚΚΕ (μ-λ) και Μ-Λ ΚΚΕ, 2.400 (0,04%) το ΕΕΚ και 1.850 (0,03%) η ΟΚΔΕ.Από ΒΑΘΥ ,
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.