«Δείξτε αλληλεγγύη και σταματήστε τη σκληρή γραμμή απέναντι στην Ελλάδα» καλεί την Γερμανική κυβέρνηση, ο Γερμανός δημοσιογράφος Ούλριχ Κλέμανν που κατά τη διάρκεια προβολής ντοκιμαντέρ στην γερμανική τηλεόραση, αναγνώρισε τον πατέρα του στο πρόσωπο ενός εκτελεστή της Βέρμαχτ την ώρα της ψυχρής εκτέλεσης 25 άοπλων κατοίκων ηλικίας 18 έως 50 ετών από τους Γερμανούς ναζί στο χωριό Κοντομάρι Χανίων στις 2 Ιουνίου 1941 .
Το ντοκιμαντέρ στο οποίο απεικονιζόταν ο πατέρας του να εκτελεί αμάχους, συγκλόνισε τον Γερμανό δημοσιογράφο που έγραψε ένα άρθρο υπερ των ελληνικών διεκδικήσεων για τις πολεμικές αποζημιώσεις.
Η Στέλλα Συνεγιάννη, διδακτορική φοιτήτρια του πανεπιστημίου της Ιένας στη Γερμανία, αποφάσισε να μεταφράσει το άρθρο του Κλέμανν στα ελληνικά. Μιλώντας στο Real, τόνισε ότι «εκείνες τις μέρες το κλίμα ήταν εκρηκτικό. Στο γερμανικό Τύπο δημοσιεύονταν συνέχεια άρθρα με καυστικά σχόλια κι επικρίσεις, χωρίς σοβαρή δημοσιογραφική έρευνα, που συχνά έδειχναν πλήρη άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας».
Το συγκεκριμένο άρθρο ήταν μια αναπάντεχη έκπληξη για τους Έλληνες αναγνώστες, «όμως και το γερμανικό κοινό ανταποκρίθηκε εντυπωσιακά:
το άρθρο αγγίζει το απαγορευμένο θέμα του ναζιστικού παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει εκείνους τους Γερμανούς που διαφωνούν με τη στάση της κυβέρνησής τους», δηλώνει η Ελληνίδα ακαδημαϊκός.
το άρθρο αγγίζει το απαγορευμένο θέμα του ναζιστικού παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει εκείνους τους Γερμανούς που διαφωνούν με τη στάση της κυβέρνησής τους», δηλώνει η Ελληνίδα ακαδημαϊκός.
Σχολιάζοντας το κείμενο, η κ. Συνεγιάννη κάνει λόγο για «αφοπλιστικά ειλικρινείς» απαντήσεις στο θέμα του Πολέμου. «Στόχος του αρθρογράφου είναι να ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος στη Γερμανία για το ζήτημα των επανορθώσεων. Τέτοιες φωνές είναι ίσως το καλύτερο αντίβαρο στα στερεότυπα της κρίσης και στις μνήμες που ξύπνησαν απότομα στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Ας ελπίσουμε ότι αυτές οι κινήσεις θα συνεχιστούν», καταλήγει.
«Στην οθόνη εμφανίζεται μια παλιά ιστορική φωτογραφία από την απόβαση της Βέρμαχτ στην Κρήτη και εκεί αναγνωρίζω τον πατέρα μου. Η διαίσθησή μου δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας. Αυτός είναι», γράφει ο Κλέμμαν σε άρθρο που δημοσίευσε το αμέσως επόμενο διάστημα. Το σοκ του είναι τεράστιο. Η ευθύνη για τους θανάτους που προκάλεσε ο ναζιστικός στρατός τον πνίγει διπλά.
Σε αυτό το συγκλονιστικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στη Γερμανία και προκάλεσε αίσθηση, ο γνωστός δημοσιογράφος έγραψε για τον πατέρα του: «Όταν ήταν 19 δεν υπήρχε ούτε γι’ αυτόν τρόπος να το αποφύγει: έπρεπε να πάει στη Βέρμαχτ. Και μόλις ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1941, βρίσκεται στην Κρήτη, υποχρεωμένος να εκτελεί διαταγές και να δολοφονεί αθώους ανθρώπους. Είχε επιλογή; Ένας 20χρονος χωρικός, μπορούσε να προβάλει αντίσταση; Ο πόνος γι’ αυτόν, για τους ανθρώπους που σκότωσε, με αγγίζει».
Ο Ούλριχ Κλέμανν αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τις σκέψεις του τον περασμένο Ιούνιο. Τότε, το κλίμα για την Ελλάδα στο Βερολίνο ήταν το λιγότερο αρνητικό. Ωστόσο, ο 56χρονος δημοσιογράφος βρήκε το σθένος, με αφορμή αυτή την φωτογραφία που τον συγκλόνισε, να πάρει θέση υπέρ των πολεμικών επανορθώσεων προς την χώρα μας.
«Τώρα πια ξέρω περί τίνος πρόκειται. Πάνω από 70 χρόνια έχουν περάσει. Κι όμως – εγώ, που γεννήθηκα μετά από το τέλος του πολέμου, αισθάνομαι πως έχω ευθύνη. Όχι ενοχή, αλλά ευθύνη. Και σκέφτομαι τις διεκδικήσεις της Ελλάδας», αναφέρει με απίστευτη ειλικρίνεια στο άρθρο και συνεχίζει: «Ένα είναι βέβαιο: αισθάνομαι τον ίδιο πόνο, όχι μόνο για τον άντρα που ήταν πατέρας μου, μα για τους Έλληνες νεκρούς, για τα παιδιά τους. Κι ύστερα φέρνω στο νου μου αυτό: το πώς οι γερμανικές κυβερνήσεις επινόησαν κάθε είδους τέχνασμα, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγουν να πληρώσουν στην Ελλάδα τις αποζημιώσεις του πολέμου».
«Από αυτούς που κυβερνούν σήμερα τη Γερμανία ένα πράγμα έχω να ευχηθώ: δείξτε αλληλεγγύη και σταματήστε τη σκληρή γραμμή απέναντι στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή έχει η δική μας γενιά τη δυνατότητα να κάνει κάτι. Να διορθώσουμε ένα μέρος έστω από τη συμφορά που έσπειρε στην Ελλάδα η ναζιστική θηριωδία. Όπως κι αν έχουν τα χρέη – σκεφτείτε τους ανθρώπους. Αυτούς που υποφέρουν κι έχουν άμεση ανάγκη τη συμπαράστασή μας», έγραψε.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
Ο πατέρας μου στη φωτογραφία της Βέρμαχτ
Δοκίμιο του Ούλριχ Κλέμαν
Ελλάδα και Γερμανία στον Δέυτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: Ένα θέμα που ενδιαφέρει εξίσου επιστήμονες, συγγραφείς και καλλιτέχνες. Από 27.10. μέχρι 8.12. το Κέντρο Νέου Ελληνισμού του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου οργανώνει σειρά διαλέξεων με θέμα «Η Ελλάδα στη γερμανική κατοχή 1941-1944«. Στην Θεσσαλονίκη 9 με 13.11. έξι νέοι Έλληνες καλλιτέχνες αναδιηγούνται τα γεγονότα που έζησαν μέσα από εξιστορήσεις του παππού και της γιαγιάς στην έκθεση «Η δική σου ιστορία«. Αλλά τι μπορεί να συμβεί όταν πιστεύεις ότι αναγνώρισες τον πατέρα σου ντυμένο τη στολή της Βέρμαχτ σε μια παλιά φωτογραφία που τραβήχτηκε στην Ελλάδα; Ο δημοσιογράφος Ούλριχ Κλέμαν βρέθηκε στη θέση αυτή και τα ερωτήματά του πήραν απρόσμενες απαντήσεις. Οι εικονογραφήσεις προέρχονται από τη σειρά «Νάξος» του Σάσα Βίντολφ.
Παρακολουθώ στην τηλεόραση μια εκπομπή, όταν στην οθόνη εμφανίζεται μια παλιά ιστορική φωτογραφία απ’ την εισβολή της Βέρμαχτ στην Κρήτη – κι εκεί αναγνωρίζω τον πατέρα μου. Η διαίσθησή μου δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας: αυτός είναι. Το ξέρω: ο πατέρας μου ήταν στην Κρήτη, και όλη του τη ζωή τον βασάνιζε κάτι, για το οποίο απέφευγε να μιλήσει. Το μόνο που μπόρεσε να πει ήταν μια ημερομηνία. Εκείνη τη μέρα είχε συμβεί «κάτι πάρα πολύ άσχημο».
Την ίδια ημερομηνία θα την ξαναβρώ λίγο αργότερα, ψάχνοντας στο ίντερνετ για πληροφορίες σχετικά με τη φωτογραφία της εκπομπής. Είμαι σίγουρος. Δε θέλω να σωπάσω. Η σχέση που με δένει προσωπικά με τη φωτογραφία είναι αρκετά έντονη για να με διαπεράσει ο τρόμος που μεταφέρει η εικόνα. Τότε ακριβώς συνειδητοποιώ το βάρος της ευθύνης που έχει η Γερμανία απέναντι στους Έλληνες. Γράφω το άρθρο. Λίγη ώρα μετά την ανάρτηση στο n-tv, χτυπά το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής η φωνή μου λέει «αυτός που σημαδεύει με τ’ όπλο είναι ο παππούς μου». Μένω άναυδος. Αποσύρω το άρθρο.
Αν ο σκοπευτής δεν είναι ο πατέρας μου, πόση αλήθεια υπάρχει στα λόγια μου; Μπορεί να κάνω λάθος, κι ωστόσο να ισχυρίζομαι πως έχω δίκιο; Προσπαθώ να συγκεντρωθώ: η ταραχή που με κάνει να γράψω είναι υπεράνω υποψίας. Είναι γνήσια. Κι ο συνομιλητής μου νιώθει την ίδια ταραχή. Όμως δεν του επιτρέπεται να μιλήσει. Γιατί η οικογένεια του προ πολλού αποθανόντος δεν θέλει να σπιλώσει το όνομά του.
Ήταν σ’ εκείνη την σημαδιακή εκπομπή του Γκύντερ Γιάουχ, με προσκεκλημένο τον υπουργό οικονομικών της Ελλάδας, τον Μάρτιο. Αυτό που είδα με είχε ταράξει βαθιά, και το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη την ώρα, ήταν, πως έπρεπε να γράψω γι’ αυτή την ιστορία, να τη βγάλω από μέσα μου. Γιατί η σιωπή κάθε πατέρα και μητέρας που βγήκε από τον πόλεμο με τραύματα, ήταν και παραμένει για τα παιδιά τους κάτι το αγιάτρευτο.
Αρχίζω λοιπόν να γράφω:
«Τι πρέπει λοιπόν να κάνω, όταν αναγνωρίζω τον εαυτό μου στο πρόσωπο της φωτογραφίας; Τι να κάνω, όταν βλέπω πως ο σκοπευτής αυτός είναι ο πατέρας μου; Ο πατέρας μου στα νιάτα του, είναι δεν είναι 21 χρονών. Βρέθηκε στην Κρήτη το καλοκαίρι του 1941. Του έδωσαν τη διαταγή, σ’ αυτόν και στους άλλους που ήταν μαζί του, να σκοτώσει. Να σκοτώσει αθώους αμάχους. Την εκπομπή την είδα στο βίντεο δυο μέρες μετά την προβολή της. Τις τηλεοπτικές συζητήσεις συνήθως τις αποφεύγω. Αυτή τη φορά, λόγω του Βαρουφάκη, ήθελα να τη δω. Ο συγκεκριμένος λέει ανοιχτά κάποια πράγματα, που εμείς συχνά κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε. Γι’ αυτό το λόγο μου είναι συμπαθής.
«Τι πρέπει λοιπόν να κάνω, όταν αναγνωρίζω τον εαυτό μου στο πρόσωπο της φωτογραφίας; Τι να κάνω, όταν βλέπω πως ο σκοπευτής αυτός είναι ο πατέρας μου; Ο πατέρας μου στα νιάτα του, είναι δεν είναι 21 χρονών. Βρέθηκε στην Κρήτη το καλοκαίρι του 1941. Του έδωσαν τη διαταγή, σ’ αυτόν και στους άλλους που ήταν μαζί του, να σκοτώσει. Να σκοτώσει αθώους αμάχους. Την εκπομπή την είδα στο βίντεο δυο μέρες μετά την προβολή της. Τις τηλεοπτικές συζητήσεις συνήθως τις αποφεύγω. Αυτή τη φορά, λόγω του Βαρουφάκη, ήθελα να τη δω. Ο συγκεκριμένος λέει ανοιχτά κάποια πράγματα, που εμείς συχνά κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε. Γι’ αυτό το λόγο μου είναι συμπαθής.
Στο τάμπλετ μπορώ να σταματήσω κάθε βίντεο, να το επαναλάβω και να βεβαιωθώ γι’ αυτό που βλέπω. Ότι κάποια στιγμή θα χρησιμοποιούσα αυτή τη δυνατότητα για να ταυτοποιήσω τον πατέρα μου, που πέθανε το 2008 σε μια εκπομπή του Γιάουχ δεν το φανταζόμουν ποτέ. Σίγουρα δε θα το φανταζόταν ούτε κι εκείνος. Να όμως που τώρα συμβαίνει ακριβώς αυτό. Το βίντεο με το αίτημα της Ελλάδας για πολεμικές αποζημιώσεις είναι σύντομο, όμως καθώς δείχνει σκηνές από τις θηριωδίες των Γερμανών στην Ελλάδα, εμφανίζεται ετούτη η εικόνα: ο στρατιώτης της Βέρμαχτ με το τουφέκι στον ώμο.
Το πρόσωπο κάτω από το κράνος μού φαίνεται με την πρώτη ματιά γνωστό. Αμέσως κάνω πίσω και βγάζω ένα στιγμιότυπο οθόνης. Είναι κάτι παραπάνω από μια απλή εντύπωση. Όμως τη στιγμή αυτή δε θέλω ή δε μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω. Πριν πάρω την απόφαση ν’ ανοίξω αυτή την πόρτα, θέλω πρώτα να δω την εκπομπή μέχρι το τέλος.
Με το που τελειώνει, συγκεντρώνομαι και κοιτάζω προσεκτικά τη φωτογραφία. Δε χωράει αμφιβολία: είναι ο πατέρας. Ως τα βαθιά γεράματα είχε διαφυλάξει στα χαρακτηριστικά του κάτι το νεανικό. Είχα δει άλλωστε και τις φωτογραφίες: από το δυτικό μέτωπο, τα Βαλκάνια, την Κρήτη. Κι αυτά τα χέρια τα γνωρίζω: το αριστερό στην κάνη του όπλου, το δεξί με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Τα χέρια του πατέρα ήταν μεγάλα. Επενέβαιναν δυναμικά, ήταν κάτι που χρειάστηκε να το μάθει από μικρός. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος μιας οικογένειας χωρικών από το Χούνσρυκ. Οι αγρότες του Χούνσρυκ δεν ανήκαν ποτέ στους προνομιούχους, όπως για παράδειγμα ήταν οι αγρότες από το εύφορο Μύνστερλαντ. Ο παππούς μου έχασε τη ζωή του σ’ ένα ατύχημα ορυχείου. Δεν έφτασε ούτε τα 40.
Έμεινε πίσω η χήρα με τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια, δυο κορίτσια. Λίγες αγελάδες και πρόβατα, κάτι βοσκοτόπια και χωράφια. Όλοι τους έπρεπε να δουλέψουν σκληρά, να το παλέψουν και με κάποιο τρόπο να τα βγάλουν πέρα. Με τους ναζί η οικογένεια δεν ήθελε σχέσεις. Όταν μια μέρα ένας ναζί απ’ το χωριό χτύπησε την πόρτα, για να πάρει τον πατέρα μου στη χιτλερική νεολαία, η γιαγιά μου τον πέταξε έξω χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν πτοήθηκε ούτε από την απειλή πως το παιδί δε θα ‚βρισκε θέση για εκπαίδευση και εργασία. Όποτε το διηγούμαι, αισθάνομαι κάποια ανακούφιση.
Τελικά ο πατέρας μου και επάγγελμα έμαθε και ανέβηκε στη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του πολύ καλά στην επαγγελματική κλίμακα. Όμως όταν έγινε 19 δεν υπήρχε ούτε γι’ αυτόν τρόπος να το αποφύγει: έπρεπε να πάει στη Βέρμαχτ. Και μόλις ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του ’41, βρέθηκε στην Κρήτη, υποχρεωμένος να εκτελεί διαταγές και να δολοφονεί αθώους ανθρώπους. Είχε επιλογή; Ένας 20χρονος χωρικός, μπορούσε να προβάλει αντίσταση;
Ο πόνος γι’ αυτόν, για τους αθώους που σκότωσε, με αγγίζει. Ξαφνικά μέσα μου όλα αλλάζουν. Το παραδέχομαι, υπήρξαν φορές τελευταία που σκέφτηκα: Αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας έχει τελειώσει. Μετά από τόσα χρόνια πρέπει πια να κλείσει Και όμως, όχι! Το αισθάνομαι, πως δεν μπορεί να κλείσει. Τουλάχιστον, όχι για μένα! Το παρελθόν μ’ έχει περικυκλώσει. Είμαι ο γιος ενός εγκληματία πολέμου. Δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό. Δεν είχα επιλογή. Και ο πατέρας; Εκείνος κι οι σύντροφοί του ήξεραν τι έκαναν. Όμως είχαν κάποια άλλη επιλογή; Θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά; Αν ο πατέρας μου δεν υπάκουγε στη διαταγή, θα βρισκόμουν εγώ τώρα εδώ, να κάθομαι και να γράφω;
Τα εγκλήματα που έκανε ο πατέρας μου όταν ήταν νέος στρατιώτης της Βέρμαχτ, τον βάραιναν, όπως και πολλούς άλλους της γενιάς του, σε όλη του τη ζωή. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Δεν μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτό.
Όλες τις άλλες ιστορίες απ’ τον πόλεμο, συνήθως αναίμακτες περιπέτειες έξω απ’ το πεδίο της μάχης, τις έλεγε συχνά. Ακόμα κι όταν η οικογένεια δεν ήθελε πια να τις ακούσει. Ο πατέρας ήταν πολυβολητής. Όλοι μας λίγο-πολύ φανταζόμασταν τι σήμαινε αυτό. Μόνο σπάνια τολμούσε να βγει στις αφηγήσεις του λίγο παραέξω, κι έλεγε πως έτυχε κάποτε να τραυματιστεί, κι ότι ο διπλανός του, που πήρε τη θέση του στο πολυβόλο, σκοτώθηκε λίγες στιγμές μετά. Για θηριωδίες; Ούτε λέξη! Τέτοιο θέμα δεν υπήρχε. Εκτός από μία μόνο φορά. Ο πατέρας είχε περάσει τα 80, όταν μου ανέφερε μια ημερομηνία. Εκείνη τη μέρα, μου έλεγε, είχε συμβεί «κάτι πάρα πολύ κακό». Τι ήταν αυτό; Ήθελα να μάθω την αλήθεια. Σχεδόν ήταν έτοιμος να μου το πει. Κι όμως. Δεν κατάφερε να το βγάλει από τα χείλη του. Απλά, δεν μπορούσε.
Ψάχνω λοιπόν για την ημερομηνία. Στη Βικιπαίδεια. Εκεί βλέπω και την εικόνα που έδειξε στο βίντεο της τηλεόρασης. Την τράβηξε ο φωτογράφος της Βερμαχτ, Φραντς Πέτερ Βάιξλερ, στις 2 Ιουνίου 1941, ημέρα της σφαγής στο Κοντομαρί, στην Κρήτη. Η φωτογραφία βρίσκεται στα Ομοσπονδιακά Αρχεία.
2 Ιουνίου 1941. Η ημερομηνία που ανέφερε ο πατέρας μου ήταν άλλη: 14 Σεπτεμβρίου του ’43. Και γι’ αυτή τη μέρα μπορεί να διαβάσει κανείς στο ίντερνετ. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943 η Βέρμαχτ έσβησε ολόκληρα χωριά απ’ το χάρτη και σκότωσε πάνω από 400 αμάχους. Η Σφαγή στη Βιάννο. Έχω κλονιστεί. Το λέω στους αδελφούς μου. Καθένας τους αντιδρά διαφορετικά. Όμως αυτό δεν έχει θέση εδώ. Ξέρω αμέσως τι θέλω να κάνω: να γράψω, να μιλήσω. Αφού κι ο πατέρας μίλησε τελικά, λίγο πριν πεθάνει, στον παπά του νοσοκομείου που τον εξομολόγησε. Ο καθολικός ιερέας σίγουρα έδωσε άφεση αμαρτιών στον άρρωστο γέροντα την ώρα του θανάτου. Ήμουν σίγουρος ήδη από τότε, πως ο πατέρας μου δεν πήρε μαζί του στον τάφο την ιστορία πίσω απ’ την ημερομηνία. Παρήγορη σκέψη – έστω και χωρίς να γνωρίζω τις λεπτομέρειες.
Τώρα πια ξέρω περί τίνος πρόκειται. Πάνω από 70 χρόνια έχουν περάσει από τότε. Κι όμως – εγώ, που γεννήθηκα μετά απ’ το τέλος του πολέμου, αισθάνομαι πως έχω ευθύνη. Όχι ενοχή, αλλά ευθύνη. Και σκέφτομαι τις διεκδικήσεις της Ελλάδας. Οι σφαγές των Γερμανών τυπώθηκαν βαθιά στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων – το εξήγησαν καθαρά στην εκπομπή του Γιάουχ. Αρχίζω να νιώθω τι σημαίνουν πραγματικά αυτά τα λόγια. Ένα είναι βέβαιο: αισθάνομαι τον ίδιο πόνο, όχι μόνο για τον άντρα που ήταν πατέρας μου, αλλά για τους Έλληνες νεκρούς, για τα παιδιά τους. Κι ύστερα φέρνω στο νου μου αυτό: το πώς οι γερμανικές κυβερνήσεις επινόησαν κάθε λογής δικαιολογία, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγουν να πληρώσουν στην Ελλάδα τις πολεμικές αποζημιώσεις.
Πώς γίνεται αυτό; Πώς είναι δυνατόν, να σώζονται τράπεζες, ενώ ταυτόχρονα μεγάλα μέρη του ελληνικού πληθυσμού καταδικάζονται στη φτώχεια, με τη λιτότητα να επιβάλλεται από την Ευρωζώνη; Αρχίζω σιγά-σιγά να υποψιάζομαι τον λόγο που η Μέρκελ κι ο Σόιμπλε χαρακτηρίζονται «ναζί» στην ελληνική δημοσιότητα. Όχι, δεν είναι ωραίο – και δεν το επιδοκιμάζω σε καμιά περίπτωση. Μπορώ όμως να το κατανοήσω. Γιατί είναι ειδικά οι Γερμανοί εκείνοι που επιμένουν με τόση αδιαλλαξία στο πρόγραμμα της λιτότητας. Στόχος μου δεν είναι να ωραιοποιήσω τα πράγματα. Οι Έλληνες πρέπει πράγματι να φροντίσουν τα του οίκου τους. Όμως την απαίτηση της Αθήνας για πολεμικές αποζημιώσεις τη βλέπω ξαφνικά με άλλα μάτια. Ένα τριψήφιο ποσό δισεκατομμυρίων. Αν αυτά τα χρήματα αναλογούν στ’ αλήθεια στην Ελλάδα, γιατί άραγε δεν μπορούν τώρα, που η χώρα έχει βυθιστεί τόσο βαθιά στην κρίση, να γίνουν ένα μέσο που θ’ απαλύνει τις προσπάθειες, έτσι ώστε να ξεκαθαριστεί αυτή η άθλια ιστορία με τα δάνεια, προς όφελος των ανθρώπων; Δεν μπορεί να είναι τόσο δύσκολο. «Όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει και δρόμος», μας διαβεβαίωσε η Μέρκελ τώρα πρόσφατα. Κι εμείς οφείλουμε στους Έλληνες πάρα πολλά. Περισσότερα απ’ ότι θα μπορούσαμε να επανορθώσουμε με χρήματα.
Υπάρχουν ίσως σοβαροί οικονομικοί λόγοι, που εμποδίζουν να τεθεί στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα των επανορθώσεων. «Όποιος ζητά χρήματα για το παρελθόν, ναρκοθετεί την οικονομική ανάπτυξη του μέλλοντος», γράφει στην εφημερίδα taz η Ουλρίκε Χέρμαν. Κι όμως: ακριβώς για τον ίδιο λόγο είναι ανώφελο ν’ αφήνουμε την Ελλάδα να αιμορραγεί χωρίς σταματημό. Το φάρμακο που επέβαλε η Τρόικα δε βοηθά τη χώρα ν’ ανακάμψει, αλλά αναγκάζει την Ελλάδα να γονατίσει όλο και πιο χαμηλά. Δεν είναι παράλογη η θέση της κυβέρνησης Τσίπρα. Είναι η θλιβερή αλήθεια. Η Γερμανία δε θα ‚χε καταφέρει σε καμιά περίπτωση να σταθεί στα πόδια της μετά τον πόλεμο, Αν είχε υποχρεωθεί να πληρώσει για όλα τα ερείπια που άφησαν οι Ναζί στο πέρασμά τους. «Οι καταστροφές ήταν τέτοιες, που δε θα μπορούσαν ποτέ, με κανένα τρόπο να επανορθωθούν – ακόμη κι αν η Γερμανία παρέδιδε για τον σκοπό αυτόν στο εξής πλήρως τις οικονομικές της επιδόσεις» διαβάζω στην εφημερίδα FAZ της 14 Απριλίου. Γι αυτόν τον λόγο η Γερμανία μετά τον πόλεμο δεν πιέστηκε να καταβάλει επανορθώσεις. Η παιδική μου ηλικία, που συνέπεσε με το «οικονομικό θαύμα» της Γερμανίας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ευνοϊκή αυτή περίσταση της τότε εποχής.
Απ’ αυτούς που κυβερνούν σήμερα τη Γερμανία ένα πράγμα μπορώ να ευχηθώ: δείξτε αλληλεγγύη και σταματήστε τη σκληρή γραμμή απέναντι στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή έχει η δική μας γενιά τη δυνατότητα να κάνει κάτι: να επανορθώσουμε ένα μέρος έστω από τη συμφορά που έσπειρε στην Ελλάδα η ναζιστική Γερμανία. Ανεξάρτητα από τα χρέη – σκεφτείτε τους ανθρώπους. Αυτούς που υποφέρουν κι έχουν άμεση ανάγκη τη συμπαράστασή μας! Αν πάλι δε φτάνει ούτε αυτό, σκεφτείτε, καθένας από σας, τον πατέρα του ή τον παππού του. Αυτό που συνέβη σε μένα, θα μπορούσε να συμβεί και σε σας. Εσείς τι θα κάνατε, αν βλέπατε τον ίδιο σας τον εαυτό στο πρόσωπο του σκοπευτή; Αν αναγνωρίζατε πως ο στρατιώτης του θανάτου είναι ο δικός σας πατέρας ή ο δικός σας παππούς;»
Το κείμενο αυτό αναρτήθηκε το μεσημέρι του Σαββάτου, 20 Ιουνίου, στο n-tv. Ήδη από τις πρώτες ώρες διαβάστηκε πολύ και διαδόθηκε γρήγορα στα κοινωνικά δίκτυα. Όμως το απόγευμα δέχομαι ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα που με κάνει ν’ αποσύρω το άρθρο. Ο φιλικός κύριος στην άλλη άκρη της γραμμής μου συστήνεται ως ο εγγονός του σκοπευτή της φωτογραφίας. Κι ο ίδιος έπαθε τα ίδια ακριβώς με μένα, όταν αναγνώρισε τον παππού του. Από έρευνές του είχε μάθει την ταυτότητα του εικονιζόμενου. Λεπτομέρειες όμως γι’ αυτό, με παρακάλεσε να μη βγουν στο φως της δημοσιότητας. Η οικογένειά του δεν το θέλει. Να την λοιπόν, για άλλη μια φορά, η σιωπή!
Ο άνθρωπος στο τηλέφωνο μού λέει πως ο παππούς του ήταν κεραμιδάς, κατασκεύαζε στέγες, εξ ου και τα μεγάλα χέρια. Είμαι αποσβολωμένος. Ο δικός μου πατέρας ήταν μαραγκός. Ο παππούς του κυρίου πέθανε το 1961, ο ίδιος είναι τώρα 44 χρονών. Τον παππού του τον γνωρίζει μόνο απ’ τις φωτογραφίες. Μια απ’ αυτές μου τη στέλνει σε μέιλ. Το πορτραίτο ενός νέου άντρα ντυμένου στρατιωτικά. Τα χέρια δεν φαίνονται στην εικόνα. Το πρόσωπό του δεν το αναγνωρίζω κάτω από το κράνος στην ιστορική φωτογραφία. Για μένα ο εικονιζόμενος είναι και παραμένει ο πατέρας μου. Μήπως τα μάτια μου με απατούν; Δεν αποκλείεται. Υπάρχει μήπως το ενδεχόμενο κάποιος να ενδιαφέρεται το κείμενό μου να μην διαβαστεί από ιδιαίτερα πολλούς; Αυτή την αυθόρμητη σκέψη τη διώχνω απ’ το μυαλό μου. Τα μέιλ που μου στέλνει επιπλέον, φανερώνουν την ειλικρινή προσπάθεια ενός ανθρώπου να μάθει όλη την αλήθεια για τον παππού του. Μου έδωσε μάλιστα και μια συμβουλή: να ψάξω το προσωπικό δελτίο του πατέρα μου στα αρχεία της Βέρμαχτ.
Στο Βερολίνο με πληροφορούν πως αυτό μπορεί να διαρκέσει ως και 15 μήνες. Πολλά έγγραφα έχουν άλλωστε χαθεί, γι’ αυτό και θα ‚ναι πολύ δύσκολο να βρεθεί κάποιος στη βάση της ιεραρχίας, στους χαμηλόβαθμους στρατιώτες.
Ο καθηγητής Χάιντς Α. Ρίχτερ μου λέει στο τηλέφωνο πως ο ίδιος με την έρευνά του δεν έφτασε ποτέ μέχρι τη βάση. Ο ιστορικός απ’ το πανεπιστήμιο του Μανχάιμ, που έχει βγει πλέον στη σύνταξη, ασχολήθηκε μόνο μ’ αυτούς που έδιναν διαταγές – όχι με του εντολοδόχους. Ο Ρίχτερ είναι ειδικός για τη δράση της Βέρμαχτ στην Ελλάδα. Για την επιχείρηση Merkur έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο. Η αεραπόβαση για την κατάληψη της Κρήτης επέφερε μεγάλες απώλειες στη Βέρμαχτ.
Η σφαγή στο Κοντομαρί ήταν μια ωμή πράξη εκδίκησης κατά του άμαχου πληθυσμού. Γερμανοί αλεξιπτωτιστές έκαναν αντίποινα, γιατί σε αποτυχημένες προσπάθειες προσγείωσης πολλοί από τους συντρόφους τους φονεύτηκαν από πολίτες, τα δε πτώματά τους βρέθηκαν εν μέρει φρικτά ακρωτηριασμένα. Μια σαφής παραβίαση της Σύμβασης της Γενεύης του 1929 που αποσκοπούσε στη ρύθμιση της μεταχείρισης των αιχμαλώτων πολέμου.
Οι αλεξιπτωτιστές ανακλήθηκαν μετά την επιχείρηση και δεν επέστρεψαν στην Ελλάδα ποτέ ξανά, βεβαιώνει ο καθηγητής Ρίχτερ. Μετά απ’ όλα όσα του λέω, ο ιστορικός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο πατέρας μου δεν ήταν αλεξιπτωτιστής. Έκανα λοιπόν λάθος; Έχει δίκιο ο άγνωστος που τηλεφώνησε; Ο πατέρας μου πράγματι δεν είχε αναφέρει ποτέ πως ήταν αλεξιπτωτιστής. Υπήρχαν όμως κι άλλα που δεν τα είχε αναφέρει. Τα γεγονότα της 14ης Σεπτεμβρίου του ’43 για παράδειγμα.
Άραγε διακινδυνεύω τη δημοσιογραφική μου αξιοπιστία με το να συνεχίζω να γράφω με σκοπό να ξαναδημοσιεύσω το άρθρο; Όχι! Ο άγνωστος επιβεβαιώνει ουσιαστικά το εγχείρημά μου, όπως αυτό διαμορφώθηκε μέσα απ’ το προσωπικό μου βίωμα και την αναστάτωση που με οδήγησε να το δημοσιεύσω. Σ’ αυτές τις φωτογραφίες βλέπουμε Γερμανούς πατέρες και παππούδες. Αυτό είναι το βασικό. Και απ’ αυτό προκύπτει κατά τη γνώμη μου η ιδιαίτερη ευθύνη της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα. Η οικογένεια του ατόμου που μου τηλεφώνησε αποφάσισε να κρατήσει το μυστικό για τον εαυτό του. Εγώ θέλω να σπάσω ετούτη τη σιωπή. Γιατί ένα πράγμα είναι πάνω απ’ όλα βέβαιο: ότι ένα θέμα τόσο σοβαρό, δεν επιτρέπεται να αποσιωπηθεί.
Μετάφραση: Στέλλα Συνεγιάννη, http://maistroscommunity.blogspot.gr/2015/07/blog-post.html
Ο Ούλριχ Κλέμαν είναι δημοσιογράφος και ζει στο Βερολίνο.
Γεννήθηκε στο Ντίσελντορφ αλλά άφησε τη Ρηνανία στις αρχές του ’90 για να μετοικίσει στην πρωτεύουσα και να μπαρκάρει ως πλήρωμα στο νεοσύστατο εκείνη την εποχή ειδησεογραφικό κανάλι n-tv. Ο Κλέμαν έχει δύο γιους, είναι δοσμένος με πάθος στη μουσική και αγαπά κάθε τι το μεσογειακό – καθώς και το κόκκινο κρασί.
Γεννήθηκε στο Ντίσελντορφ αλλά άφησε τη Ρηνανία στις αρχές του ’90 για να μετοικίσει στην πρωτεύουσα και να μπαρκάρει ως πλήρωμα στο νεοσύστατο εκείνη την εποχή ειδησεογραφικό κανάλι n-tv. Ο Κλέμαν έχει δύο γιους, είναι δοσμένος με πάθος στη μουσική και αγαπά κάθε τι το μεσογειακό – καθώς και το κόκκινο κρασί.
Ο Σάσα Βίντολφ διευθύνει το μπλογκ Kiosk of Democracy, όπου φιλοξενεί και πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες: http://www.kioskderdemokratie.blogspot.com/?view=magazine.
Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη στα: DE
==========================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.