Διόνυσος:Ο εύθυμος και εκπολιτιστής θεός της αρχαιότητας.Θα διδάξει στους ανθρώπους την καλλιέργεια του αμπελιού και την παρασκευή του κρασιού.Ο χορός,το τραγούδι και οι μεταμφιέσεις στις πανάρχαιες Διονυσιακές τελετουργίες θα αποτελέσουν την πρώτη και πρώιμη μορφή του θεάτρου.
Ο Διόνυσος θα ταξιδέψει και θα μεταφέρει τον πολιτισμό.Αναφορές για τις εκστρατείες και την έλευση του Διονύσου,μεταξύ "μύθου"και ιστορίας θα βρούμε στις παραδόσεις αρκετών λαών, σχεδόν σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Από τις Ινδίες,μέχρι την μακρινή χώρα των Ίνκας!
Το πνεύμα του Διονύσου συνεχίζει ακόμη και σήμερα,μέσα από λαϊκά έθιμα και παραδόσεις, να επιζεί.
Υπήρχαν όμως κι αντίθετες παραδόσεις. Έτσι, καθώς μας πληροφορεί ο Διόδωρος, σχηματίστηκαν πολλοί θρύλοι και μύθοι, που δεν συμφωνούν για την καταγωγή και την «ιθαγένεια» του Διόνυσου. («Των δε παλαιών μυθογράφων και ποιητών περί Διονύσου γεγραφότων αλλήλοις ασύμφωνα και πολλούς και τερατώδεις λόγους καταβεβλημένων, δυσχερές έστιν υπέρ της γενέσεως του θεού τούτου και των πράξεων καθαρώς ειπείν», ΙΙΙ, 62, 1).Όμως, οι αντιφατικές αυτές παραδόσεις για την καταγωγή του Διόνυσου δεν είναι πολύ παλιές, όπως πιστεύουν o Ηρόδοτος, ο Διόδωρος και άλλοι. Έχουν πλαστεί από τον 6ο αιώνα και δώθε από τους ολιγαρχικούς. Όταν οξύνθηκαν οι ταξικές αντιθέσεις και οι μεγαλοκτηματίες και οι σύμμαχοί τους νικήθηκαν από τις αγροτικές και λαϊκές μάζες, οι αριστοκράτες εiχαν πολιτικό συμφέρον να παρουσιάσουν τη διονυσιακή λατρεία σαν ξένη.
Μπορεί όμως να ρωτήσει κανείς: πώς συμβαίνει η διονυσιακή λατρεία να εiναι σχεδόν η ίδια σε διάφορες περιοχές, όπως της Μικρασίας, της Θράκης κι αλλού; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. ...Αλλά πρώτα-πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα της φυλετικής υπόστασης των αρχαίων ελλήνων. Σήμερα, η εθνολογία παραδέχεται πως κανένας λαός δεν μπορεί να θεωρηθεί από φυλετική άποψη καθαρόαιμος. Κάθε έθνος στο διάβα των αιώνων διασταυρώθηκε κι ανακατεύτηκε, λίγο είτε πολύ, με άλλους λαούς. Κι έτσι, όπως δάνεισε στους λαούς δικά του εθνικά στοιχεία, πήρε κι αυτό απ’ αυτούς πολλές δοξασίες και συνήθειες. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Στάλες του ποταμού Πολιτισμός).
|
Από την Ανατολή
όχι από τον βορρά
Έπειτα και κάτι άλλο πρέπει να έχουμε υπόψη. Οι ελληνικές φυλές που εγκαταστάθηκαν στη χώρα που πήρε, πολύ αργότερα, το όνομα Ελλάς, δεν κατέβηκαν από το βορρά, όπως υποστηρίζουν οι πιο πολλοί ιστορικοί. Ήρθαν από την Ανατολή. Η Κρήτη, η Κύπρος και τα νησιά του Αιγαίου χρησίμευσαν στους έλληνες σα γεφύρια για να περάσουν στη στεριανή Ελλάδα.
Τον καιρό που έζησαν τα ελληνικά φύλα στη Μικρασία και γενικά στηνκοντινή Ανατολή, ανακατώθηκαν με άλλους λαούς και πήραν απ’ αυτούς πολλές δοξασίες, καθώς και πολλά ονόματα πόλεων και θεών. Το ίδιο έγινε και με τους παλιούς κατοίκους της Ελλάδας, τους πελασγούς. Κι αυτοί είχαν έρθει από την Ανατολή και είχαν δοξασίες και λατρευτικές συνήθειες ασιατικές.
Οι θεοί λοιπόν των ελλήνων έχουν πατρίδα τους την Ασία κι όχι το βορρά. Γιατί, αν οι τρείς φυλές (αχαιοί, δωριείς, ίωνες) κατέβαιναν από την ανατολική Ευρώπη και τη Βαλκανική, πρώτα-πρώτα θα ήταν πολύ καθυστερημένοι και δεύτερο οι τοτεμικές τους παραδόσεις και η θρησκευτική τους ορολογία δε θα είχαν τόσα πολλά ανατολικά ή μεσογειακά στοιχεία. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Συγκερασμός επικών θεογονιών).
Οι θεοί αντανακλούν την οργάνωση
και τις παραγωγικές συνθήκες των κοινωνιών
Η λατρεία άρα του Διόνυσου είναι πολύ παλιά. Όμως, το ότι o Διόνυσος δεν ανήκε στο ολυμπιακό πάνθεο, δεν είναι λόγος να δεχτούμε πως ήταν ξένος θεός. Το δωδεκάθεο του Ολύμπου, καθώς και η ησιοδική «Θεογονία», είναι ιερατικές θρησκευτικές παραδόσεις κυρίως των αχαιών. Αυτοί όμως στα πολύ παλιά χρόνια —γύρω στον τρωικό πόλεμο— ζούσαν από τις επιδρομές και τη ληστοπειρατεία, γι' αυτό και ο θεοί τους αντανακλούσαν τον τρόπο της κοινωνικής τους οργάνωσης και διαβίωσης.
Όσοι έχουν διαβάσει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ξέρουν πως οι θεοί του Ολύμπου Ζεύς, Ήρα, Αθηνά, Απόλλων, Ποσειδών, Ερμής, Άρης κ.λπ., περιγράφονται στα ομηρικά έπη σαν καυγατζήδες, ερωτιάρηδες, εκδικητικοί και φιλοπόλεμοι. Ήταν δηλαδή θεοί φυλής ληστοπειρατικής. Ας μην ξεχνούμε πως ο Θουκυδίδης γράφει πως ο παλιοί έλληνες ζούσαν από τη ληστοπειρατεία, κι ακόμα πως και οι αχαιοί αυτή τη δουλειά έκαναν στον τρωικό πόλεμο (Ι, 5 και 10).
Και κάτι άλλο πρέπει να προσέξουμε. Όπως o Αγαμέμνων και o Αχιλλεύς ήταν «άνακτες λαών», έτσι κι ο Ζεύς ήταν o αρχηγός του Ολύμπου, ο κοσμοκράτορας, ο θεός των βροντών και των κεραυνών κι ο επόπτης των πολέμων.
Όταν όμως αργότερα με τον καταμερισμό της δουλειάς έγιναν μεγάλες διαφοροποιήσεις στην οργάνωση του γένους κι άλλαξαν οι κοινωνικές σχέσεις, ο Ζεύς τιτλοφορήθηκε με πολλά επίθετα, που έδειχναν πως ήταν και θεός της γεωργίας. Ονομαζόταν υέτιος, όμβιος, τροφώνιος, επικάρπιος, μηλώσιος, συκάκιος, μόριος, ευάνεμος, ένδενδρος κ.λπ. (βλ. Παυσαν. V, 22, 4 και ΙΙΙ, 13, 4 και την επιγραφή στο Ι. G. Νο 532, 12). Του δώσανε, δηλαδή, τα επίθετα του Διόνυσου.
Αυτό έγινε κυρίως τον καιρό που η κοινωνική διαφοροποίηση δημιούργησε μεγάλες αντιθέσεις. Οι γαιοκτήμονες και γενικά όσοι συγκέντρωσαν χρήμα και μεγάλες περιουσίες στράφηκαν πρός τους θεούς του Ολύμπου. Λάτρευαν και προπαγάνδιζαν πιο πολύ τη λατρεία του Δία, της Αθηνάς, του Ερμή, του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα. Οι ασχολίες και οι ιδιότητες των θεών αυτών αντανακλούσαν τη νέα κοινωνική διάρθρωση των πόλεων και τις νέες παραγωγικές συνθήκες. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Δεν υπάρχει θεός, που να μην τον δημιούργησε άνθρωπος).
Όταν διαβάσουμε με προσοχή τα ομηρικά έπη, θα δούμε πως το θεϊκό πρωτόκολλο του Ολύμπου αναγνώριζε την ανισότητα, τις κλεψιές, τις αρπαγές, την εκμετάλλευση και την κάθε λογής αδικία και καταπίεση. Ήταν λοιπόν φυσικό οι ευγενείς, όταν άρχισαν οι ταξικές αντιθέσεις, να αφήσουν ή να παραμερίσουν τη λατρεία του Διόνυσου, και να στρέψουν τα βλέμματά τους στους θεούς του Ολύμπου που δικαίωναν τον εκμεταλλευτικό τους ρόλο. Αυτός ειναι ο λόγος που δώσανε στον Δία και τίτλους και ιδιότητες που δεν τις είχε πρώτα, αναγνωρίζοντάς τον και σα θεό της γεωργίας.
Ακόμα, οι ευγενείς όχι μόνο παραμέρισαν τη διονυσιακή λατρεία κι αποκαλούσαν τον Διόνυσο ξένο θεό, αλλά και υποστήριζαν, πως δεν έχει καμιά θέση στον Όλυμπο.
Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία των ελληνικών πόλεων θα δούμε πως πολλές απ’ αυτές αναγκάστηκαν να στείλουν αποίκους σε εξωελλαδικές περιοχές, γι’ αυτό οι γύρω στον τρωικό πόλεμο παραδόσεις έκαναν μεγάλη εντύπωση.
Καταγραφή
και παραχάραξη
των ιερατικών χρονικών
Κοντά στο νου, λοιπόν, πως τους θεούς του Ολύμπου που «πρωτοστάτησαν» στο μεγάλο αυτόν πόλεμο τους θαύμαζαν και τους τιμούσαν και μια που είχε διαμορφωθεί τέτοια ψυχολογία, ο Πεισίστρατος όχι μόνο έβαλε τονΟνομάκριτο κι άλλους γνώστες της παλιάς ιερατικής γραφής ν’ αποκρυπτογραφήσουν τα ιερατικά χρονικά, αλλά και ζήτησε απ’ αυτούς να τα παραλλάξουν ή να τα πλαστογραφήσουν σε ορισμένα σημεία. Το έκανε αυτό γιατί ήθελε να ‘χει «ιστορικά» επιχειρήματα, για να δικαιολογήσει ορισμένες του πολιτικές ενέργειες και πράξεις.
Μαζί λοιπόν με τις άλλες παραποιήσεις, που έγιναν στα ομηρικά έπη και στην ησιοδική Θεογονία, μπήκαν και μερικοί στίχοι που «πιστοποιούσαν» ότι ο Διόνυσος ήταν εξώγαμο παιδί του Δία και της Σεμέλης. (Οι στίχοι 130-140 στο Ζ’ της Ιλιάδας και οι στίχοι 940-941, 946-947 στην ησιοδική Θεογονία είναι προσθήκες και, ίσως, πάρθηκαν από ιερατικά χρονικά των ιώνων ή των δωριέων).
Δεν πρέπει, έπειτα, να ξεχνούμε πως εκείνα τα χρόνια, η θεολογία, εξόν από τους μύθους και τις παραδόσεις γύρω στους θεούς, περιλάβαινε και τις πρώτες «επιστημονικές» γνώσεις και σα γενική κοσμοθεωρία επηρέαζε άμεσα κι έμμεσα την πολιτική ζωή. Ο μεγάλος φιλόσοφος Αριστοτέλης επιγραμματικά γράφει πως η θεολογία ήταν η πρώτη φιλοσοφία: «Και είπερ έστι τις τοιαύτη φύσις εν τοις ούσιν, ενταύθ’ αν είη που και το θείον, και αύτη αν είη πρώτη και κυριωτάτη αρχή» (Μεταφ. ΧΙ, 1064b, 37).
Την ίδια αντίληψη, πιο αναλυτικά, διατυπώνει κι o Πλούταρχος: «Ότι μεν ουν η παλαιά φυσιολογία και παρ’ έλλησι και βαρβάροις λόγος ην φυσικός εγκεκρυμμένος μύθοις τα πολλά και υπανοιών απόκρυφος και μυστηριώδης θεολογία, τα τε λαλούμενα των σιγωμένων σαφέστερα τοις πολλοίς έχουσα και τα σιγώμενα των λαλουμένων υποπτότερα, κατάδηλον εστίν εν τοις ορφικοίς έπεσι και τοις αιγυπτιακοίς και φρυγίοις λόγοις. Μάλιστα δ’ οι περί τας τελετάς οργιασμοί και τα δρώμενα συμβολικώς εν ταις ιερουργίαις την των παλαιών εμφαίνει διάνοιαν». (Εκ τον περί των εν Πλαταιαίς Δαιδάλων, 1).
Από τις πατριές
στην ταξική κοινωνία
Μια λοιπόν που η θρησκεία έπαιζε τέτοιο ρόλο, ήταν φυσικό, στην κρίσιμη περίοδο, από τον 8ο αιώνα και δώθε, που οι ταξικές αντιθέσεις προκάλεσαν αιματηρές εξεγέρσεις, να γίνει το ιδεολογικό όπλο των αντιμαχομένων τάξεων.
Όπως ξέρουμε, στα πολύ παλιά χρόνια, οι έλληνες, όπως κι οι άλλοι αρχαίοι λαοί που βρίσκονταν στο ίδιο στάδιο της εξελικτικής τους πορείας, αποτελούσαν μικρές κοινότητες (πατριές). Αρχηγός της πατριάς–γένους ήταν o βασιλεύς–άναξ, που περιστοιχιζόταν από τους άλλους γενάρχες: τους βουληφόρους.
Αργότερα σιγά-σιγά, διασπάστηκε η οργάνωση του γένους, και οι λεγόμενοι βασιλείς παραμερίστηκαν. Αρχηγοί έγιναν οι ευπατρίδες–ευγενείς. Ο βασιλεύς ήταν τώρα προϊστάμενος των ιεροτελεστιών. Μόνο στη Σπάρτη οι βασιλείς, και στα ιστορικά ακόμη χρόνια, εξακολουθούσαν να είναι σε καιρό πολέμου οι αρχηγοί τον στρατού.
Η κοινωνική αυτή διαφοροποίηση έφερε κι άλλες, και μεγάλες μάλιστα αλλαγές. Στην περίοδο αυτή εμφανίστηκε κι o θεσμός του κράτους: Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε πως στο αναμεταξύ οι μεγαλοκτηματίες και γενικά οι πλούσιοι (ευγενείς, ευπατρίδες γεωμόροι) είχαν ιδρύσει τα άστη (πόλεις), όπου είχαν οικοδομήσει φρούρια (ακροπόλεις) και μέσα ή γύρω στις ακροπόλεις νέα ιερά.
Ο πλούτος
στα χέρια των λίγων
Στη νέα αυτή περίοδο η γη και τα κοπάδια έγιναν ατομική ιδιοκτησία και η κοινωνική διαφοροποίηση είχε τον αντίκτυπό της στις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις. Συνακόλουθα δημιουργήθηκε η ταξική κοινωνία. Μέσα στην κάθε πόλη και στο κάθε χωριό υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί που αλληλομισούνταν.
Οι προύχοντες και γενικά οι μεγαλοτσιφλικάδες και οι παραλήδες περιφρονούσαν τις λαϊκές μάζες και κόλλησαν στους φτωχοαγρότες και τους ακτήμονες διάφορα χλευαστικά παρατσούκλια. Στην Αττική τους λέγανε θήταςκαι πελάτας (βλ. Αριστοτ., Αθην. Πολιτ., 2,2 και πέρα). Στο Άργος γυμνήτας κι αλλού κονίποδας (βρωμοπόδαρους), κορυνηφόρους (ροπαλοφόρους),κατωνακοφόρους (τομαροντυμένους). Ο ποιητής Θέογνις, κλαίγοντας τη μοίρα του γιατί κατάντησε να είναι ένας ξεπεσμένος ευγενής, μαζί με άλλα που λέει εναντίον του δήμου, τονίζει πως οι παλιοί αγρότες δεν ξέρανε τι είναι δικαστήρια και τι νόμοι, ζούσαν στα βουνά ντυμένοι με τραγοτόμαρα και μοιάζανε με άγρια θηρία (Ελεγ. στίχ. 53 και παρ.).
Στα χρόνια λοιπόν αυτά, τις πιο πολλές ελληνικές πόλεις τις κυβερνούσαν οι μεγαλοκτηματίες και γενικά οι αριστοκράτες. Στην Αττική οι ευγενείς μετριούνταν στα δάχτυλα. Ωστόσο, εξουσίαζαν όλο τον κάμπο των Μεσογείων.
Στη Θήβα οι μεγαλοτσιφλικάδες λέγονταν «ιερόν γένος των Σπαρτών» (βλ. Πινδ., Ίσθ. Α, 141, Παυσαν. VΙΙΙ, 11). Αυτοί κράτησαν την εξουσία αιώνες, γιατί οι φτωχοαγρότες και οι ακτήμονες άργησαν πολύ να σηκώσουν κεφάλι. Στην Αίγινα έξη οικογένειες εξουσίαζαν όλο το νησί. Στην Επίδαυρο μόνο εκατόν ογδόντα πρόσωπα είχαν πολιτικά δικαιώματα. Ο άλλος λαός «εν αγρώ διέτριβεν» (Πλουτ., Κεφ. Καταγρ. 1). Στην Κύμη και σε άλλες πόλεις της Εύβοιας πολιτικά δικαιώματα είχαν όσοι είχαν πολλά άλογα.
Λαϊκές εξεγέρσεις
Παντού λοιπόν η αριστοκρατία καταπίεζε τους φτωχοαγρότες, και χρόνο με το χρόνο, η ιδιοκτησία της μεγάλωνε όλο και πιο πολύ. Οι χρεωμένοι, οι ακτήμονες και οι άστεγοι πλήθαιναν. Το κακό παράγινε και σε πολλές περιοχές οι καταπιεζόμενοι βαρυγκωμούσαν. Ώσπου ύστερα από χρόνια σήκωσαν κεφάλι, οργανώθηκαν κι άρχισαν να συνωμοτούν και να επαναστατούν.
Στη Μίλητο έγιναν σφαγές και το αρχοντολόι έπαθε πολλά από το μανιασμένο πλήθος (βλ. Αθήναιο, ΧΙI, 26, 524). Στη Μυτιλήνη η ταξική πάλη βάσταξε παραπάνω από πενήντα χρόνια. Στη Β. Πελοπόννησο (Κόρινθο, Σικυώνα, Φλιούντα) έγιναν επίσης μεγάλες ταραχές και κοινωνικές αναστατώσεις και χύθηκε πολύ αίμα. Στα Μέγαρα το ίδιο. Στην Αττική, κοντά εκατό χρόνια, ήταν ανάστατη η περιοχή κι έγιναν πολλά αγροτολαϊκά κινήματα. Στα χρόνια αυτά, η θρησκεία έπαιξε σπουδαίο ρόλο στους κομματικούς και κοινωνικούς ανταγωνισμούς.
Θρησκεία:
Η ιδεολογία, που επηρέαζε
όλες τις τάξεις
Παλιότερα τα ιερά ήταν κοινά, θρησκεύονταν δηλαδή σ’ αυτά όλα τα μέλη της πατριάς, γιατί αποτελούσαν, σα να πούμε, μια οικογένεια. Γι' αυτό λέγονταν oμογάλακτοι και γεννήται. Όταν όμως ιδρύθηκαν οι πόλεις (άστη) και οι πατριές διασπάστηκαν και σχηματίστηκαν οι κοινωνικές τάξεις, τα ιερά έμειναν στις αριστοκρατικές οικογένειες, που κατείχαν επίσης και τα ιερατικά αξιώματα.
Κατά την περίοδο λοιπόν αυτή που κυβερνούσαν οι ευγενείς, αυτοί ήταν και ιερείς και δικαστές και στρατηγοί. Γι’ αυτό σε πολλές περιοχές, όπου οι αγρότες άρχισαν ν’ αποκτούν συνείδηση της δύναμής τους, οι ευγενείς κήρυξαν σε διωγμό τη διονυσιακή λατρεία, ενώ αλλού την κατάστησαν μυστική κι απόκρυφη.
Κι αυτό γιατί όπως είπαμε, η θρησκεία γενικά ήταν η μόνη ιδεολογία που επηρέαζε όλες τις τάξεις και ειδικά η διονυσιακή λατρεία επηρέαζε τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους. Αφού λοιπόν η θρησκεία έπαιζε τέτοιο ρόλο, οι ευγενείς για ν’ ασκούν ιδεολογική επιρροή πάνω στις μάζες, οργάνωσαν τις πρώτες ιερατικές αδελφότητες, που, παρά τη θρησκευτική τους μάσκα, ήταν πολιτικοί σύλλογοι. Οι αδελφότητες αυτές ονομάστηκαν οργεώνες. ΟΑρποκρατίων γράφει πως λέγονταν οργεώνες, γιατί τελούσαν τα ιερά όργια, δηλαδή ήταν οι ιερείς των μυστηρίων: «Οργιώνες=οργιάζειν γάρ έστι το θύειν και τα νομιζόμενα». Και «οργιάω=ιερά όργια δρώ».
Ο Πολυδεύκης πάλι μας πληροφορεί πως υπήρχαν στους δήμους (χωριά) οργεώνες, που ήταν οργανωμένοι σε συλλόγους και σε oρισμένες ημέρες έκαναν θυσίες στους θεούς: «Οι κατά δήμους εν τακταίς ημέραις θύοντες θυσίας τινάς» (VΙΙΙ, 107). Αυτοί όμως οι οργεώνες ανήκουν σε μεταγενέστερη εποχή, όταν θεσπίστηκε η ανεξιθρησκία.
Κι ακόμα μαθαίνουμε πως οι ιεροτελεστίες αυτές, δηλαδή τα όργια, ήταν απόκρυφες–μυστικές και δεν επιτρέπονταν σ’ εκείνους που δεν ήταν μυημένοι να πάρουν μέρος σ’ αυτές. Έτσι ο πολύς λαός βρισκόταν σε θρησκευτική απομόνωση.
Μπορεί όμως να ρωτήσει κανείς: μήπως οι μυστικές αυτές ιεροτελεστίες ήταν οι πανάρχαιες τελετές του «ιερού γάμου»; Η απάντηση είναι αρνητική. Οι ευγενείς αλλού, όπως στη Σικυώνα, απαγόρευαν τη λατρεία του Διόνυσου και την κήρυξαν σε διωγμό, κι αλλού τελούσανε το διθύραμβο και τα φαλλικά κρυφά, αναμεταξύ τους. Εξάλλου απ’ όσα γράφουν οι λεξικογράφοι, βγαίνει καθαρά πως οι οργεώνες δεν τελούσαν ειδικές ιεροτελεστίες που είχαν σχέση μόνο με τους «ιερούς» φαλλικούς χορούς.
Η θρησκευτική πολιτική των τυράννων
Πότε όμως εμφανίστηκαν οι οργεώνες; Ρητή αρχαία μαρτυρία δεν υπάρχει. Μπορούμε όμως βάσιμα να παραδεχτούμε πως οι θρησκευτικοί αυτοί σύλλογοι οργανώθηκαν πάνω-κάτω στα 700-600, τότε που οι ευγενείς αντίκρισαν τις πρώτες oμαδικές εξεγέρσεις των αγροτοκτηνοτρόφων στη Β. Πελοπόννησο, τα Μέγαρα και την Αττική. Για να κατατοπιστούμε λοιπόν καλά στο ζήτημά μας, πρεπει να δούμε ποιες ήταν οι αντιμαχόμενες τάξεις στην αρχαία Ελλάδα και ποια ήταν η θρησκευτική πολιτική των τυράννων, όταν οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι και οι ακτήμονες τσάκισαν την αντίδραση των ευγενών.
Και πρώτα πρέπει να δούμε τι έγινε στη Βόρεια Πελοπόννησο, και ειδικότερα στην Κόρινθο και τη Σικυώνα, γιατί στις περιοχές αυτές έγιναν μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις, και για μια ορισμένη περίοδο οι νέοι κυβερνήτες, οι λεγόμενοι τύραννοι, όχι μόνο εφάρμοσαν φιλαγροτική πολιτική, αλλά και τη διονυσιακή λατρεία αναγνώρισαν σαν επίσημη θρησκεία.
Σύμφωνα με τις αρχαϊκές κορινθιακές παραδόσεις, για πολύ καιρό, στην Κόρινθο την εξουσία την είχαν οι Βακχιάδες. Ηταν μεγαλοκτηματίες και καταπιέζανε παρά πολύ τους αγρότες, γι’ αυτό κι ήταν μισητοί στο λαό. Υπάρχει μια αρχαία παράδοση που λέει πως ο ποιητης Εύμηλος, από την Κόρινθο, πού ήταν από τη γενιά των Βακχιαδών, έφτιασε ένα έπος που το τιτλοφορούσε Ευρωπία, όπου γινόταν λόγος για τον Διόνυσο και τα παθήματά του. Το πιο πιθανό είναι πως ο Εύμηλος δεν έγραψε εξαρχής καινούργιο έπος, αλλά μετάγραψε από τα κορινθιακά ιερατικά αρχεία-χρονικά τις πανάρχαιες ιερατικές παραδόσεις για τον Διόνυσο. Κι αυτό για να δώσει ιδεολογικά όπλα τους Βακχιάδες. Αυτό το συμπεραίνουμε από μια άλλη παράδοση, που παραδέχεται πως ο Εύμηλος ακολουθούσε τους ορφικούς που παντού εξυπηρετούσαν τους ευγενείς και ήταν οι θρησκευτικοί συμβουλάτορές τους κι ακόμα οι οργανωτές των μυστικών λατρειών.
Στην Αττική πάλι οι Αλκμεωνίδες ─οι μεγαλύτεροι γαιοκτήμονες και η πιο αντιδραστική φάρα─ είχαν δικό τους «έπος», που λεγόταν Αλκμεωνίς, όπου, φαίνεται, περιγραφόταν η γέννηση, ο θάνατος και το ξαναγέννημα του Διόνυσου, καθώς και τ’ άλλα κατορθώματα του θεού. Σώθηκε μάλιστα κι ένας στίχος από το «έπος» αυτό, που δείχνει πως η γενιά των Αλκμεωνιδών λάτρευε τον Διόνυσο σαν τον υπέρτατο όλων των θεών: «Ζαγρεύ τε θεών πανυπέρτατε πάντων».
Μα και στην άλλη Ελλάδα ─έξω από λιγοστές περιοχές─ ο Διόνυσος ήταν ο πιο λατρευτός θεός των αριστοκρατών στα πριν τον 6ο αιώνα χρόνια. Οι τύραννοι, εκεί που οι αγρότες πήραν την εξουσία, είχαν την ιστορική αποστολή να καταργήσουν αυτά τα θρησκευτικά μεσότοιχα και, προπαντός, να δώσουν ιδεολογικά όπλα στη νέα τάξη που κυβερνούσε. Όμως τα ιδεολογικά αυτά όπλα έπρεπε να τα δανειστούν από τη θρησκεία, γιατί έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο. Ήταν η μόνη ιδεολογία που επηρέαζε φτωχούς και πλούσιους.
Αφού λοιπόν η αμπελουργία σε ορισμένες περιοχές, στα χρόνια εκείνα, ήταν ο βασικός παράγοντας της αγροτικής οικονομίας, γιατί γινόταν μεγάλο εμπόριο κρασιού, και η διονυσιακή λατρεία ήταν κυρίως η θρησκεία των αγροτών, οι τύραννοι προσπάθησαν να επιβάλουν τη λατρεία αυτή και να την κάνουν επίσημη θρησκεία του κράτους. Μα για να γίνει αυτό, πρώτο και κύριο έργο τους ήταν να την κάνουν λαϊκή, εκεί όπου ήταν μυστηριακή, και κρατική–επίσημη, εκεί όπου βρισκόταν σε διωγμό, όπως στη Σικυώνα.
Βέβαια, το έργο τους αυτό δεν ήταν και τόσο εύκολο, γιατί δεν είχαν δικούς τους ιερωμένους που να τους συντρέξουν. Για να γίνει λαϊκή από απόκρυφη που ήταν πριν η διονυσιακή λατρεία, έπρεπε πρώτ’ απ’ όλα, να βρεθούν ιερωμένοι για να εκτελούν την ιεροτελεστία που γινόταν προς τιμήν του Διόνυσου. Ξέρουμε όμως από την ιστορία όλων των λαών πως το ιερατείο ήταν η πιο συντηρητική κάστα. Στην εποχή μάλιστα εκείνη οι ιερείς έβγαιναν από την τάξη των ευγενών και γι’ αυτό ήταν πολύ δύσκολο να πάνε με το μέρος των ξεσηκωμένων αγροτών.
Οι ηγέτες λοιπόν των αγροτών βρέθηκαν σε αδιέξοδο γιατί, έπρεπε να δώσουν οπωσδήποτε μια λύση στο ζήτημα της λατρείας.
Περίανδρος ο Κορίνθιος Πρώτος βγήκε από το αδιέξοδο ο Περίανδρος, o τύραννος της Κορίνθου (627-585). Στην πόλη αυτή ήταν για πολλά χρόνια κυβερνήτες οι Βακχιάδες, οι αρχηγοί των ευγενών. («Koριvθίoισι γαρ ην πόλιος κατάστασις τοιτήδε. Ην ολιγαρχίη, και Βακχιάδας καλεόμενοι ένεμον την πόλιν, εδίδοσαν και ήγοντο εξ αλλήλων», Ηρόδ. V, 92 β). Ήρθε όμως η ώρα να πέσουν από την εξουσία και να χάσουν τα προνόμιά τους. (Άμα γκρεμίστηκαν από την εξουσία, έγιναν πρόσφυγες. Βλ. Ηροδ. V, 92 ε, Νικολ. Δαμασκ., F.H.G. ΙΙΙ, 391, Πλουτ., Λύσανδρος, 1). Οι αγρότες της Κορινθίας επαναστάτησαν κι ο αρχηγός τους Κύψελος έγινε τύραννος. Τον Κύψελο τον διαδέχτηκε ο Περίανδρος, που σημείωσε μεγάλη πολιτική κι εκπολιτιστική δράση. Χτύπησε κατακέφαλα τους ευγενείς, καθώς και το ιερατείο που αντιδρούσε στα σχέδιά του και που με κανένα τρόπο δεν ήθελε να τελέσει το διθύραμβο, δηλαδή τη διονυσιακή ιεροτελεστία. |
Ο ιερέας Αρίων
Φαίνεται ότι για πολύ καιρό στην Κόρινθο η διονυσιακή λατρεία ήταν μυστική κι απόκρυφη και οι αγρότες και κτηνοτρόφοι δεν μπορούσαν να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ο Περίανδρος όμως ήταν δραστήριος κι αποφασιστικός. Έφερε από τη Μήθυμνα της Λέσβου τον «αοιδό» Αρίονα, κι αυτός, καθώς μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, δίδαξε και τέλεσε στην Κόρινθο το διθύραμβο: «Και διθύραμβον πρώτον ανθρώπων των ημείς ίδμεν ποιήσαντά τε και ονομάσαντα και διδάξαντα εν Κορίνθω» (Ηροδ. Ι, 23) .
Αυτά γράφει με κατηγορηματικό τρόπο ο πατέρας της ιστορίας και η πληροφορία του αυτή είναι πολύτιμη, γιατί μαθαίνουμε πως ο Περίανδρος αναγκάστηκε να φέρει τον ξένο «κιθαρωδό» κι «αοιδό» Αρίονα, δηλαδή τον ιερέα Αρίονα, για να εκτελεί την ιεροτελεστία της διονυσιακής λατρείας, που το ιερατείο της Κορίνθου την κρατούσε ακόμα απόρρητη.
Οι αοιδοί ήταν μέλη του ιερατείου, το ίδιο κι οι κιθαρωδοί. Δεν ήταν δηλαδή απλοί επαγγελματίες μουσικοί —αυτό έγινε πολύ αργότερα— αλλά ιερωμένοι. Σε πολλά από τα νησιά του Αιγαίου είχαν ξεσπάσει νωρίτερα επαναστατικά αγροτικά κινήματα και οι ευγενείς εξορίστηκαν ή αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν. Έτσι στα νησιά αυτά το ιερατείο έχασε τις κοινωνικές του βάσεις κι αναγκάστηκε να προσχωρήσει στην αγροτική τάξη.
Μα εξόν από τον Ηρόδοτο, κι άλλοι πριν και ύστερα απ’ αυτόν κάνουν λόγο για τον Αρίονα και για το ρόλο που έπαιξε στην Κόρινθο σχετικά με τη διδασκαλία του διθύραμβου. (Βλ. Πρόκλος, Χριστομ. 12, Σχολ. Ολυμ. Πινδάρου XIII, 19, Σχόλια στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, 1403, Λεξικό Σουίδα).
Ότι όμως ο Αρίων ηταν ιερωμένος και με την ιδιότητα αυτή πήγε στην Κόρινθο, γίνεται φανερό απ’ όσα γράφει γι’ αυτόν ο Ηρόδοτος και μάλιστα από το μύθο πως τάχα στο ταξίδι του γύρεψαν να τον ληστέψουν οι ναύτες. Τότε αυτός τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να παίξει με την κιθάρα του. Οι ναύτες τον άφησαν, κι αυτός, αφού φόρεσε την ιερατική του στολή, άρχισε να παίζει, οπότε φάνηκε ένα δελφίνι και τον πήρε στη ράχη του φέρνοντάς τον στην Κόρινθο. Ο μύθος αυτός δείχνει πως ο Αρίων ανήκε στο ιερατείο. Φαίνεται όμως πως στην πατρίδα του τη Λέσβο, όπου έγιναν μεγάλες ταξικές ανακατωσούρες και μεγάλοι διωγμοί, μερικοί από το εκεί ιερατείο, όπως κι αυτός, γρήγορα λύγισαν και πέρασαν με το μέρος της προοδευτικής τάξης. Τέτοιες άλλωστε αποστασίες παρουσιάζονταν πολλές μέσα στην κοινωνική ιστορία όλων των λαών από τα πολύ παλιά χρόνια ως τα σήμερα.
Για τον Αρίονα, σαν οργανωτή της διονυσιακής λατρείας στη Κόρινθο, υπάρχει και μια άλλη μαρτυρία. Ο Σόλων αντέδρασε σε παρόμοιους νεωτερισμούς του Πεισίστρατου. Σε μια ελεγεία του μνημόνευε τον Αρίονα σαν πρώτο εισηγητή του ιερού δράματος, δηλαδή του διθύραμβου. Βέβαια, ο Αρίων ούτε ανακάλυψε ούτε μορφοποίησε καλλιτεχνικά το διθύραμβο. Εκείνο που έκανε ήταν να μετατρέψει τη διονυσιακή λατρεία από μυστική σε κοινή, φανερή. Αυτό βγαίνει απ’ όσα λένε γι’ αυτόν οι αρχαίες πηγές.
Πρεπει όμως να προσέξουμε και κάτι άλλο. Όταν ο Ηρόδοτος γράφει «ποιήσαντα και διδάξαντα και ονομάσαντα τον διθύραμβον εν Κορίνθω» δε θέλει να πει πως δημιούργησε εξαρχής ένα δράμα (=παράσταση) και μάλιστα πως έφτιασε ένα λογοτέχνημα, αλλά πως αποκάλυψε τη διονυσιακή ιεροτελεστία (=διθύραμβο) και πως το τυπικό της, δηλαδή το λειτουργικό της μέρος, το έκανε φανερό στο λαό.
Ο Αρίων λοιπόν ούτε το χορικό τραγούδι στη λατρεία του Διόνυσου έμπασε ούτε μελοποίησε το διθύραμβο ούτε και στιχούργησε, όπως ισχυρίζονται μερικοί. Επίσης δεν υπάρχει κανείς λόγος να κάνουμε χρονολογική μετατόπιση της εποχής που έδρασαν o Περίανδρος κι ο Αρίων και ούτε, εξάλλου, είναι σωστή η γνώμη μερικών άλλων ερευνητών, πως τάχα η εκπολιτιστική δράση του Περιάνδρου και του Αρίονα είχε την επίδρασή της και στην Αθήνα. Αυτό θα ήταν σωστό άν η παράσταση του διθύραμβου στην Κόρινθο δεν ήταν ιεροτελεστία, αλλά έργο τέχνης. Αν ήταν έτσι, τότε, φυσικά, η επίδραση της εκπολιτιστικής δράσης του Περίανδρου θα έφτανε και στην Αττική, εφόσον βέβαια υπήρχαν εκεί οι ανάλογες αντικειμενικές συνθήκες, ώστε να γίνουν δεκτές οι επιδράσεις αυτές. Όπως είπαμε όμως, ο διθύραμβος ήταν ιεροτελεστία μυστική, που έγινε φανερή μ’ επαναστατικά μέσα.
Κλεισθένης ο Σικυώνιος
Ό,τι έγινε στην Κόρινθο στα χρόνια της δικτατορίας του Περίανδρου, έγινε λίγο πιο ύστερα και στη Σικυώνα, όταν, γύρω στα 600-590, έγινε τύραννος ο Κλεισθένης. Χτύπησε κι αυτός κατακέφαλα την αριστοκρατία. Μαθαίνουμε μάλιστα από τον Ηρόδοτο, πως κόλλησε στις τρεις παλιές αριστοκρατικές οικογένειες της Σικυώvας και κοροϊδευτικά ονόματα. Της μιανής της έδωσε το παρατσούκλι Υάται (=γουρουνάκια), της αλληνής το Ονεάται (=γαϊδούρια) και της τρίτης το Χοιρεάται (=γουρούνια), ενώ στα λαό έδωσε το τιμητικό όνομα Αρχέλαος (Ηροδ. V, 68).
Ο ίδιος ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι στη Σικυώνα τον καιρό που κυβερνούσαν οι ευγενείς, είχαν κηρύξει σε διωγμό τη διoνυσιακή λατρεία κι επιβάλανε σε όλους να λατρεύουν τον Άδραστο. Οι ευγενείς της Σικυώνας είχαν ξεπεράσει σε αντιδραστικότητα τους αθηναίους και τους κορίνθιους ομοίους τους. Με την ωμή βία προσπάθησαν ν’ αλλάξουν τη θρησκεία των αγροτών, νομίζοντας πως έτσι θα μπορούσαν να κρατήσουν την εξουσία (Ηροδ. V, 67).
Ο Κλεισθένης λοιπόν όχι μόνο ξανάφερε τη διονυσιακή λατρεία στη νομιμότητα, αλλά και την έκανε επίσημη θρησκεία της πολιτείας του. Μερικοί ιστορικοί υποθέτουν πως στη Σικυώνα για πρώτη φορά τότε καθιερώθηκε η λατρεία του Διόνυσου. Η γνώμη αυτή δεν έχει κανένα ιστορικό στήριγμα. Δεν μπορούμε να παραδεχτούμε πως η λατρεία του Διόνυσου ως τότε ήταν άγνωστη και πως την επέβαλε πρώτος ο Κλεισθένης. Ότι λατρευόταν ο Διόνυσος στη Β. Πελοπόννησο βγαίνει κι απ’ όσα γράφει ο Παυσανίας (ΙΙ. 7,6).
Ο Κλεισθένης απαγόρεψε ακόμα στους ραψωδούς ν’ απαγγέλνουν τα ομηρικά έπη, γιατί εξυμνούσαν τους αχαιούς και τους θεούς του Ολύμπου (Ηροδ. V, 67).
Επίσης πρέπει να προσέξουμε και κάτι άλλο. Απ’ όσα γράφει ο Ηρόδοτος βγαίνει πως ο Κλεισθένης πρόσταξε να τελούνται και τα φαλλικά. Η φράση του Ηρόδοτου «χορούς μεν τω Διονύσω απέδωκε» έχει την έννοια διπλών χορών, δηλαδή ιεροτελεστιών. Κι όπως ξέρουμε, οι ιεροτελεστίες της διονυσιακής λατρείας ήταν ο διθύραμβος και τα φαλλικά. Οι φιλόλογοι και οι κριτικοί σκόνταψαν στην παραπάνω φράση του Ηρόδοτου, γιατί ο πληθυντικός χορούς τους φάνηκε ανεξήγητος. Δεν υπάρχει όμως κανένα μπέρδεμα, γιατί γράφοντας ο Ηρόδοτος χορούς είχε υπόψη του τις δυο ιεροτελεστίες της διονυσολατρείας.
Εξάλλου και μια αρχαία παράδοση λέει πως ο Διόνυσος στη Σικυώνα «εφεύρε την κωμωδία»:
«Μούσης νουθεσίην φιλοπαίγμονος εύρετο Βάκχος
ω Σικυών, εν σοι κώμον άγων Χαρίτων,
δη γαρ έλεγχον έχει γλυκερώτατον, έντε γέλωτι
κέντρον, χω μεθύων αστόν εσωφρόνησεν».
(Ονέστης, Παλατ. Ανθ., ΧΙ, 32) .
Ολιγαρχικοί
εναντίον Διονύσου
Δε θέλει ρώτημα πως η παράδοση αυτή στηρίζεται σε καπόια αρχαιότερη πηγή. Μια λοιπόν που η διονυσιακή λατρεία έγινε κρατική θρησκεία από τους λαϊκούς κυβερνήτες (τυράννους) της προσολωνικής εποχής, οι ολιγαρχικοί στα παραΰστερα χρόνια δε χώνεψαν τη θρησκευτική αυτή μεταρρύθμιση, γι’ αυτό και την αποδοκίμαζαν και τη χαρακτήριζαν σαν πραξικόπημα που έγινε από άθεους κι ασεβείς.
Τις τέτοιες αντιλήψεις τους τις εκφράζει έμμεσα ο Πλάτων, τονίζοντας πως στα περασμένα χρόνια οι τύραννοι ήταν άθεοι κι ασεβείς, δημαγωγοί, ψευτομάντηδες κι οργανωτές χωριστών–ιδιωτικών ιεροτελεστιών: «Εξ ων μάντεις τε κατασκευάζονται πολλοί και περί πάσαν μαγγανείαν κεκινημένοι, γίγνονται δ’ εξ αυτών (των ασεβών) έστω ότε και τύραννοι και δημηγόροι και στρατηγοί και τελεταίς δε ιδίαις επιβεβουλευκότες σοφιστών επικαλουμένων μηχαναί» (Νόμοι, X, 908 d). Ότι ο Πλάτων εδώ ανατρέχει κυρίως στην εποχή του Περίανδρου, του Κλεισθένη και του Πεισίστρατου είναι φανερό. Αυτούς εννοεί κι αυτούς κατακρίνει, γιατί οργάνωσαν «ιδίας τελετάς». Ο Πλάτων, από την κοινωνική του τοποθέτηση, μιλάει με περιφρόνηση για κάθε μεταρρύθμιση κι αλλαγή που είναι αποτέλεσμα λαϊκής πίεσης κι επιβολής.
Ύστερα από μερικά χρόνια οι ίδιες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές έγιναν στηνΑττική. Κι κεί οι αγρότες ξεσηκώθηκαν κι αφού χύθηκε πολύ αίμα στο τέλος επικράτησαν και η διονυσιακή λατρεία έγινε στα χρόνια που κυβέρνησε ο Πεισίστρατος επίσημη θρησκεία της Αθηναϊκής Πολιτείας.
|
Οι κοινωνικές τάξεις στην Αττική
Οι ίδιες σχεδόν κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που έγιναν στις πολιτείες της Β. Πελοποννήσου, τη Μεγαρίδα και στα νησιά του Αιγαίου έγιναν και στην Αττικήαπό τον 8ο αιώνα και δώθε. Όπως και στις άλλες ελληνικές περιοχές, όπου τα παλιά χρόνια οι κάτοικοι αποτελούσαν μικρές κοινότητες, έτσι και στην Αττική υπήρχαν τα γένη, οι φατρίες και οι φυλές.
Όμως, με τον καιρό, ο καταμερισμός της εργασίας, πρώτα, και το εμπόριο και το χρήμα, αργότερα, φέρανε μεταβολές στις κοινωνικές σχέσεις. Από τις αρχαίες πηγές ξέρουμε πως πριν σχηματιστούν οι κοινωνικές τάξεις στην Αττική οι κάτοικοι ήταν χωρισμένοι σε τέσσερις κατηγορίες: Στους πολεμιστές,τους καλλιεργητές και τεχνίτες, τους ιερείς και τους τσομπάνηδες. (Πλουτ., Σόλων, 23, Ηροδ. V, 66, και Ευριπ., Ίων, 1579-1581)
Όταν όμως σχηματίστηκαν οι τάξεις, οι ονομασίες αυτές ξεχάστηκαν. Όσοι είχανε πολλά κτήματα και χρηματικό πλούτο ονομάστηκαν ευγενείς, ευπατρίδες, άριστοι, γεωμόροι, ενώ οι φτωχοαγρότες ονομάστηκαν περιφρονητικά αγροιώται και οι ακτήμονες θήτες, εκτήμοροι, πελάται.
Μέσα σε λίγα χρόνια, η καλλιεργημένη γη συγκεντρώθηκε σε λιγοστά χέρια. Έτσι πολλοί αθηναίοι κι αγρότες ήταν καταχρεωμένοι, ενώ άλλοι έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και κατάντησαν σκλάβοι. (Αριστ., Αθ. Πολ. 1, 2).
Οι ευγενείς λάτρευαν
τους ολύμπιους θεούς
Η κοινωνική ανισότητα δημιούργησε, όπως μας πληροφορούν οι αρχαίες πηγές, μεγάλες ταραχές. Εκείνο όμως που πρέπει να προσέξουμε, γιατί έχει άμεση σχέση με το θέμα μας, είναι ότι κατά την ανώμαλη και ταραχώδη αυτή περίοδο, οι κάτοικοι της Αττικής που ήταν χωρισμένοι σε αντιμαχόμενες τάξεις, χρησιμοποιούσαν θρησκευτικά συνθήματα στους πολιτικούς τους αγώνες.
Οι ευγενείς δε μισούσαν μόνο τους αγρότες, αλλά και τον Διόνυσο που ήταν ο λατρευτός τους θεός. Αντίθετα, λάτρευαν επιδεικτικά τους θεούς του Ολύμπου, αναγνώριζαν σα θεά της γεωργίας τη Δήμητρα κι άρχισαν να κηρύχνουν ότι ο Διόνυσος ήταν ξένος θεός. Ωστόσο, οι θεοί του Ολύμπου δεν τους βοήθησαν για να κρατήσουν την εξουσία. Χρόνο με το χρόνο η κατάσταση χειροτέρευε, γι’ αυτό και ξέσπασαν μεγάλες ταραχές και σε λίγο στάσεις.
Οι νόμοι του Δράκοντα
Γύρω στα 630 οι αγρότες, με αρχηγό τον Κύλωνα, επαναστάτησαν, αλλά μολονότι στην αρχή επικράτησαν, προδόθηκαν και πλήρωσαν πολύ ακριβά την εξέγερσή τους. Οι ευγενείς τότε ─στα 621─ αναθέσανε σε κάποιον δικό τους, που λεγόταν Δράκων, να κυβερνήσει την Αττική και να εφαρμόσει νόμους τέτοιους, που δε θ’ άφηναν τους αγρότες να σηκώσουν κεφάλι.
Ο Δράκων πραγματικά σύνταξε τους πιο αυστηρούς νόμους που γνώρισε η ελληνική αρχαιότητα. Φυσικό ήταν να κάνει και ορισμένες μεταβολές στις ιεροτελεστίες. Σύμφωνα λοιπόν με την ιδεολογία της τάξης του, ο Δράκων κανόνισε, όπως μας πληροφορεί ο Πορφύριος, και τα ζητήματα της θρησκείας:
«Επεί και Δράκοντος νόμος μνημονεύεται τοιούτος, θεσμός, αιώνιος τοις Ατθίδα νεμομένοις, (κύριος τον άπαντα χρόνον), θεούς τιμάν και ήρωας εγχωρίους εν κοινώ επομένοις νόμοις πατρίοις, ιδία κατά δύναμιν συν ευφημία και απαρχαίς καρπών πελάνους επετείους» (Περί αποχής εμψύχων, 4, 22).
Δηλαδή: «Μνημονεύεται (στις αρχαίες ελληνικές πηγές) κι ενας τέτοιος νόμος του Δράκοντα: νόμος αιώνιος, όσοι κατέχουν και καρπούνται την Αττική γη (οι γαιοκτήμονες) να τιμούν αιώνια τους ντόπιους θεούς και ήρωες, όλοι μαζί (σε κοινό ιερό), ακολουθώντας τους πατροπαράδοτους νόμους, και ξεχωριστά, όπως μπορεί ο καθένας, με κατάνυξη (χωρίς φωνές και παρεκτροπές) προσφέροντας και τους πρωτόφαντους καρπούς και τις (καθιερωμένες) χρονιάτικες πίττες (από μέλι κι αλεύρι)».
Για να καταλάβουμε καλύτερα το νόημα της φράσης να λατρεύουν και τιμούν τους θεούς «συν ευφημία», αντιγράφω εδώ τι έγραφε ο Αθήναιος: «...Οι παλαιοί αιεί διθυραμβούσιν, αλλ’ όταν σπένδωσι, τον μεν Διόνυσον εν οίνω και μέθη, τον δε Απόλλωνα μεθ’ ησυχίας και τάξεως μέλποντες» (ΧΙV, 628a). Και ο Πολυδεύκης λέει πως, όταν γίνονταν θυσίες σε άλλους θεούς, όπως στον Απόλλωνα, οι χορευτές ήταν νηφάλιοι, γι’ αυτό λέγονταν «θυσίαι άοινοι», ενώ του Διόνυσου λέγονταν «οινόσπονδοι» (VI, 26).
Από το νόμο αυτόν είναι φανερό πως αποκλείστηκε η διονυσιακή λατρεία. Αυτό το νόημα έχει η φράση να τιμούν με κατάνυξη τους ντόπιους θεούς, δηλαδή του Ολύμπου, καθώς και τη Δήμητρα.
Επιμενίδης Επειδή όμως η κατάσταση πάλι χειροτέρεψε, οι ευγενείς έφεραν από την Κρήτη τον Επιμενίδη που φημιζόταν σα «θεοφιλής» και «σοφός» για τις μαντικές τελετουργικές του γνώσεις. Αυτός, λοιπόν, κατα πως λέει ο Πλούταρχος, «εποίησε τους αθηναίους ευσταλείς ταις ιερουργίαις», και «ιλασμοίς τισί και καθαρμοίς και ιδρύσεσι κατοργιάσας και καθοσιώσας την πόλιν υπήκοον του δικαιου... κατέστησε» (Πλουτ., Σόλων 12). Ευσταλείς εδώ σημαίνει ευπρεπείς. Όπως είδαμε όμως, οι ιεροτελεστίες για τον Διόνυσο γίνονταν με φωνές, ψαλμωδίες και πηδηχτούς και φουργιόζικους χορούς. |
Κι ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει: «Ιδρύσατο (ο Επιμενίδης) και παρ’ αθηναίοις το ιερόν των σεμνών θεών, ως φησί Λόβων ο Αργείος εν τω περί ποιητών» (Ι, 3, 3, βλ. και Αριστοτέλη, Αθην. Πολιτ., 1, 1). Ότι υπήρχαν ιδιωτικά ιερά μας το πληροφορεί και ο Πλάτων: «Επακολουθεί δ’ αυτοίς ιδρύματα ίδια πατρώων θεών κατά νόμον οργιαζόμενα» (Νόμοι, 717 b) .
Σύμφωνα μ’ αυτά που γράφει ο Πλούταρχος, έχοντας υπόψη του αρχαίες πηγές, οι αθηναίοι ευγενείς έφεραν τον Επιμενίδη, στα πριν τον Σόλωνα χρόνια, κι αυτός ίδρυσε νέα ιερά και θέσπισε να είναι μυστική η λατρεία. Ακόμα φαίνεται πως απαγόρευσε τη λατρεία του Διόνυσου, γιατί αυτό το νόημα έχει η φράση του Πλούταρχου «και γαρ ευσταλείς εποίησε ταις ιερουργίαις», αφού μονάχα οι διονυσιακές ιερουργίες θεωρούντανε πως δεν ήταν «ευσταλείς».
Η Αττική όμως δεν ησύχασε γιατί οι αιτίες ήταν βαθύτερες. (Βλ. Πλούτ., Σόλων 13 και πέρα και Αριστ., Αθην. Πολιτ. VI και πέρα). Στα χρόνια αυτά είχαν σχηματιστεί τρεις τάξεις (Πλούτ., Σόλων 14). Οι λεγόμενοι ακρινοί(βουνίσιοι), δηλαδή οι μικροαγρότες, οι ακτήμονες και οι κτηνοτρόφοι που ήταν και οι πιο αδιάλλακτοι. Οι καμπίσιοι (μεγαλοκτηματίες) που ήταν αντιδραστικοί και οι παραθαλάσσιοι (έμποροι και ναυτικοί) που ήταν συμβιβαστικοί – το κέντρο.
Σόλων Όταν λοιπόν η πολιτική και οικανομική κρίση οξύνθηκαν, συμμάχησαν οι εμποραναυτικοί και οι γαιοκτήμονες κι ανάθεσαν στον Σόλωνα να συντάξει νέα νομοθεσία. Όμως ούτε οι νόμοι του Σόλωνα μπόρεσαν να καλμάρουν τις ταξικές αντιθέσεις, όπως ο ίδιος ομολογεί στις ελεγείες του. Οι αγρότες και κτηνοτρόφοι, ύστερα από λίγο καιρό, άρχισαν σφοδρή αντπολίτευση εναντίον του Σόλωνα και της νομοθεσίας του, κυρίως όμως εναντίον των γαιοκτημόνων. Η κατάσταση σε λίγα χρόνια χειροτέρεψε πιο πολύ. Ο επαναστατικός πυρετός σημείωσε άνοδο, και στα 561 ο αρχηγός των μικροαγροτών και των κτηνοτρόφων Πεισίστρατος κατέλαβε την εξουσία. |
Οι θρησκευτικές
καινοτομίες του Πεισίστρατου
Ο νέος κυβερνήτης της Αττικής άρχισε τότε να εφαρμόζει το πρόγραμμα του κόμματός του και σαν πρώτο μέτρο θέσπισε να πάρει η λατρεία του Διόνυσου παλλαϊκό μέσα στο Άστυ χαρακτήρα και παναγροτικό σε όλη την Αττική. Οργάνωσε λοιπόν τα Μεγάλα Διονύσια ή τα Διονύσια κατ’ άστει και ξανάφερε τα Μικρά Διονύσια ή τα Διονύσια κατ’ αγρούς, που είχαν καταργηθεί από τους ευγενείς.
Ακόμα οργάνωσε, με την κρατική ενίσχυση, άλλες δυο μεγάλες γιορτές, τα Λήναια και τ’ Ανθεστήρια. Προτού όμως καθιερώσει κι οργανώσει τις γιορτές αυτές, πήρε όσα μέτρα χρειάζονταν για να εξουδετερώσει τη θρησκευτική επιρροή των αριστοκρατικών οικογενειών που, όπως είδαμε πιο πάνω, θρησκεύονταν μόνες τους και δεν επιτρέπανε στις λαϊκές μάζες να παίρνουν μέρος στις ιεροτελεστίες, αφού και τα ιερά ήταν δικά τους και το ιερατείο προερχόταν από την τάξη τους.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Όταν η θεά Αθηνά μπήκε πάνοπλη στην Αθήνα. |
Θίασοι
Όμως, επειδή οι ευγενείς είχαν το δικό τους ιερατείο ─τους οργεώνες─ ο Πεισίστρατος αναγκάστηκε να οργανώσει νέο ιερατείο για την τέλεση της διονυσιακής λατρείας. Το διονυσιακό ιερατείο λεγόταν, καθώς μας πληροφορούν οι λεξικογράφοι κι άλλες πηγές, θίασος και τα μέλη του θιασώται.
Οι θίασοι λοιπόν ήταν, από ταξική άποψη, οι αντίπαλοι των οργεώνων. Οι τέτοιες διακρίσεις φυσικά από το 500 και δώθε ατόνησαν κι έχασαν την αρχική τους σημασία. (Στα ύστερα του 5ου αιώνα χρόνια υπήρχαν και θίασοι της λατρείας κι άλλων θεών, όπως μας πληροφορούν οι επιγραφές που βρέθηκαν, βλ. CIG: 3199, 3972, IG: 4, 2, 626 b και 620 b, 623 b, 623 e, 624 b, και 517 b, 623 d, 630 b). Μα στην αρχή, ταξικοί λόγοι επιβάλανε την οργάνωση των χορευτών-θιασωτων.
Νέα ιερά του Διόνυσου
Στην αρχαϊκή περίοδο, που δεν υπήρχαν τάξεις, οι ιερείς-χορευτές στις τελετές και στις γιορτές εκτελούσαν το διθύραμβο μπροστά σε όλη την πατριά. Εξόν όμως από τους θιάσους παρουσιάστηκε η ανάγκη να ιδρυθούν στο Άστυ και στους δήμους (περίχωρα) νέα ιερά του Διόνυσου, αφού τα παλιά τα κατείχαν οι ευγενείς.
Όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης (ΙΙ, 15, 4), μέσα στο Άστυ και στη θέση «Λίμναι» (βάλτοι), κοντά στην Ακρόπολη, υπήρχε το αρχαιότατο ιερό του Διόνυσου, όπου λατρευόταν από τους αθηναίους που κατάγονταν από την ιωνική φυλή.
Άλλο ιερό του Διόνυσου υπήρχε στο δήμο Ικαρίας, στις δυτικές πλαγιές της Πεντέλης, όπου οι ανασκαφές της Αρχαιολογικής Αμερικανικής Σχολής έφεραν στο φώς σημαντικά ευρήματα. Το μέρος αυτό σήμερα λέγεται «Διόνυσος».
Ένα τρίτο ιερό του Διόνυσου βρισκόταν στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, κοντά στον Κιθαιρώνα, στο χωριό που λεγόταν Ελευθεραί. Σήμερα λέγεται Γυφτόκαστρο. Είναι πολύ πιθανό να ιδρύθηκαν τέτοια ιερά του Διόνυσου όχι μόνο στο Άστυ ─ίσως κοντά στη θέση, που αργότερα οικοδομήθηκε το διονυσιακό θέατρο─ αλλά και στα περίχωρα, για να μπορούν οι οπαδοί του να τον λατρεύουν.
Οι ολιγαρχικοί όμως κατείχαν τα ιερά και των άλλων θεών, του Απόλλωνα, του Δία κ.λπ.. Γι’ αυτό ο Πεισίστρατος ίδρυσε και για τους θεούς αυτούς νέα ιερά, γιατί πολλοί οπαδοί του που ανήκανε στα λαϊκά στρώματα και δεν κατάγονταν από την ιωνική φυλή λάτρευαν κι άλλους θεούς.
|
Αντιδράσεις
στους θρησκευτικούς νεωτερισμούς
Ο Σόλων αντέδρασε όσο μπορούσε, για να μην παρασταίνεται ο διθύραμβος και δικαιολογούνταν πως η ιεροτελεστία αυτή δεν ήταν αληθινή, δεν τελούντανε δηλαδή από το ιερατείο που ήταν ο νόμιμος φύλακας και το στήριγμα των παλιών θρησκευτικών παραδόσεων. Έχοντας τέτοια γνώμη κι εφαρμόζοντας τέτοια πολιτική ο Σόλων είναι φανερό πως απηχούσε τις γνώμες και τις αντιλήψεις της τάξης του, δηλαδή των εμπόρων και των ναυτικών.
Εξόν όμως από τον Σόλωνα και την τάξη του που αντιδρούσαν στους θρησκευτικούς νεωτερισμούς του Πεισίστρατου, και οι γαιοκτήμονες όχι μόνο αντιπολιτεύονταν τον Πεισίστρατο, αλλά και συνωμοτικά κινήματα οργάνωναν εναντίον του.
Έχουμε μάλιστα μια αρχαία μαρτυρία που είναι πολύ χαρακτηριστική του μίσους και της εχθρότητας των αθηναίων ευγενών εναντίον του Πεισίστρατου. Λέει λοιπόν η μαρτυρία αυτή, ότι όχι μόνο δεν έδειχναν τον απαιτούμενο σεβασμό στό ιερό του Πύθιου Απόλλωνα (κοντά στις στήλες του Ολυμπίου Διός, βλ. Παυσ. I, 19, 1 και Στρ. IX, 404), που το οικοδόμησε ο Πεισίστρατος, αλλά και για να εκδηλώσουν, και με χυδαίους ακόμα τρόπους, την αποδοκιμασία τους, φτάσανε στο σημείο ν’ αποπατούν στο ιερό αυτό (Ησύχιος, Θουκ. V, 54, 6).
Άλλη πάλι αρχαία παράδοση, που αποθησαυρίστηχε στο Λεξικό Σουίδα, μας πληροφορεί πως ο Πεισίστρατος ονομαζόταν και Βάκις, δηλαδή θεόπνευστος, προφήτης. (Το Βάκις ετυμολογικά συγγενεύει με το βακχεύειν. Στις Σάρδεις της Μ. Ασίας βρέθηκε σ’ επιγραφή όνομα Βάκιβας=Διονυσιοκλής). Δύο πράγματα μπορούμε να υποθέσουμε για την παράδοση αυτή: ή πως οι εχθροί του χλευαστικά τον λέγανε έτσι, γιατί έκανε το νεωτεριστή στη θρησκεία και φανέρωνε τις απόκρυφες και μυστικές ιεροτελεστίες ή πως οι φίλοι του, του δώσανε αυτό το τιμητικό παρανόμι για να τον παρουσιάσουν στο λαό σα θεόπνευστο και να δικαιολογήσουν έτσι τις πράξεις του, ότι τάχα γίνονταν μ’ εντολή του Διόνυσου.
Τραγωδία:
Ένα χλευαστικό όνομα
Όπως και να ’ναι, οι αντιδραστικοί, αποδοκιμάζοντας τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του Πεισίστρατου μιλούσαν γι’ αυτή περιφρονητικά. Έτσι το διθύραμβο τον ονομάσανε κοροϊδευτικά τραγωδία, που σημαίνει τράγων ωδή. Τράγους εννοούσαν τους εκτελεστές του διθύραμβου που κατά την παράστασή του φορούσαν τραγοτόμαρα.
Φαίνεται πως οι Πεισιστρατικοί χρησιμοποιούσαν την ονομασία ιερό δράμα ή απλά δράμα που τα χρόνια εκείνα ήταν καθιερωμένος όρος για τις ιεροτελεστίες. (Βλ. και Αριστοτέλη, Ποιητική, ΙΙ, 1448a, 30-35 και 1448b, 1).
Ο όρος όμως δράμα δεν κατόρθωσε να επιβληθεί και να επικρατήσει γιατί οι ευγενείς και στα ύστερα από τον Πεισίστρατο χρόνια, ασκούσαν στους διανοούμενους και συγγραφείς μεγάλη επιρροή κι έτσι το χλευαστικό όνομα που έδωσαν στην ιεροτελεστία του διθύραμβου επικράτησε.
Πλάτων
εναντίον Διόνυσου
Το πως οι ολιγαρχικοί, προπαντός της Αθήνας, δεν κρύβανε την περιφρόνησή τους για τις γιορτές και τις τελετές πρός τιμήν του Διόνυσου, το μαθαίνουμε απο τον ίδιο τον αριστοκράτη Πλάτωνα που αποδοκιμάζει τους θρησκευτικούς νεωτερισμούς και μιλάει περιφρονητικά για τα «Διονύσια». Στις γιορτές αυτές, γράφει, μεθοκοπούν οι αθηναίοι (Νόμοι, 637a-b).
Ο Πλάτων, έχοντας υπόψη του το τι έγινε στα παλιά χρόνια που ο Όμηρος κι ο Ησίοδος μεταγράψανε από την ιερατική γραφή στη δημοτική τους ιερούς ύμνους, τη Θεογονία και την ιστορία του τρωικού πολέμου, καθώς και τη θρησκευτική μεταρρύθμιση που έγινε στα χρόνια του Περίανδρου, του Κλεισθένη και του Πεισίστρατου, για να προλάβει καινούργιες τέτοιες μεταρρυθμίσεις, προτείνει να καθιερωθούν με νόμο η επίσημη όρχηση και η ψαλμωδία, καθώς και όλες οι γιορτές της χρονιάς. Επίσης με νόμο να καθοριστεί με ποια ωδή και με ποιο χορό θα λατρεύεται στις θυσίες ο κάθε θεός. Έτσι, αν κανείς παραβιάζοντας το νόμο ήθελε να χορέψει άλλους χορούς και να ψάλλει άλλες ώδες, να έχουν το δικαίωμα οι ιερείς και οι ιέρειες να τον εμποδίσουν. Κι αν ο παραβάτης του νόμου δε συμμορφωνόταν, τότε, να μπορεί ο καθένας να τον καταγγέλνει γι’ ασέβεια (Νόμοι, 799a-c).
Ο φιλόσοφος επιμένει πολύ στη γνώμη του αυτή και θέλει να κατοχυρώσει με νόμο τους ύμνους και τους χορούς κάθε ιεροτελεστίας και να τους καταστήσει απαραβίαστους κι αμετάβλητους. Γι’ αυτό και υποστηρίζει πως στο νέο πολίτευμα πρέπει να παρθεί ένα τέτοιο νομοθετικό μέτρο που να μην μπορεί ο καθένας ν’ αλλάζει και να νοθεύει τους χορούς και τις ψαλμωδίες που είναι καθιερωμένοι για την κάθε ιεροτελεστία. Και για να κατορθωθεί αυτό πρέπει, κατά τη γνώμη του, οι ωδές να πάρουν την ισχύ νόμων, όπως είχε γίνει παλιότερα (Νόμοι, 799e-800a).
Τόσο πολύ επιμένει στο ζήτημα αυτό, ώστε πολλές φορές τονίζει πως εξόν από τους ιερείς και τις ιέρειες και οι νομοφύλακες πρέπει να επιστατούν για να μην αλλάζουν οι καθιερωμένες ωδές και οι χοροί της κάθε ιεροτελεστίας, κι ακόμα ν’ απαγορεύεται κάθε μεταρρύθμιση του καθεστώτος της ιερατικής όρχησης και ψαλμωδίας (Νόμοι, 816c-d).
Υποστηρίζει ακόμα, ότι το καθιερωμένο και το νόμιμο καθεστώς της μουσικής καταλύθηκε κι έτσι η παλιά μουσική νοθεύτηκε, γιατί ανακατώθηκαν θρήνοι με ύμνους, παιάνες με διθύραμβους κι αυλωδίες με κιθαρωδίες. Γι’ αυτό, λέει, ύστερα απ’ αυτές τις νοθείες και το τέτοιο ανακάτεμα, η παλιά μουσική δεν υπάρχει πια.
Ο ίδιος θαυμάζει την Αίγυπτο και το αιγυπτιακό ιερατείο που μέσα σε δέκα χιλιάδες χρόνια δεν κάνανε καμιά μεταρρύθμιση στους παλιούς (ιερατικούς) χορούς και γενικά στην όρχηση (Νόμοι, 656d-657b).
Όλες αυτές οι επικρίσεις και γνώμες του Πλάτωνα δείχνουν πως είχε υπόψη του όλα όσα έγιναν στον καιρό του Πεισίστρατου και λίγο αργότερα.
Η τέτοια επιμονή του Πλάτωνα για την καθιέρωση απαγορευτικών διατάξεων που να μην επιτρέπουν καμιά αλλαγή στις ψαλμωδίες και στους χορούς των ιεροτελεστιών, αποδείχνει πως όχι μόνο έγιναν στα περασμένα τέτοιες αλλαγές, αλλά και πως έβλαψαν την τάξη του. Γι’ αυτό και τονίζει (Νόμοι, 700a-d) πως στα παλιά χρόνια, τον καιρό που ο δήμος δεν είχε δύναμη, η μουσική της τοτινής εποχής δεν άλλαζε κάθε τόσο, δηλαδή δεν επιτρεπόταν σε κανένα να εφαρμόσει τη μελωδία ενός ορισμένου είδους ψαλμωδίας σε άλλο είδος λ.χ. με τη μελωδία του παιάνα να ψέλνει το διθύραμβο. Εκείνους που παραβαίνανε τη συνήθεια αυτή τους τιμωρούσαν και δεν τους αποδοκιμάζαν μονάχα, όπως στα νεώτερα χρόνια.
|
Και οι κωμωδιογράφοι
εναντίον του Διόνυσου
Αφού ο Πλάτων ήταν φανατικός αριστοκράτης κι εχθρός του δήμου, καταλαβαίνουμε καλά γιατί τα έγραφε αυτά και ποιους υπονοούσε σα νοθευτές και πλαστογράφους της αρχαίας ιερατικής θρησκευτικής παράδοσης. Από την αντίδραση λοιπόν των ευγενών προς κάθε νεωτερισμό που εξυπηρετούσε τις λαϊκές μάζες, οι πνευματικοί ηγέτες τους κάθε φορά που τους παρουσιαζόταν ευκαιρία, μιλούσαν περιφρονητικά για την προϊστορία της τραγωδίας.
Στην Αθήνα π.χ., όταν οι ολιγαρχικοί θέλανε να χαρακτηρίσουν κανένα σαν ηλίθιο του λέγανε: «Διθύραμβον νουν έχεις ελάττονα», που σημαίνει: «Είσαι πιο ανόητος από το διθύραμβο».
Οι κωμωδιογράφοι, εξάλλου, που τον 5ο αιώνα ήταν όλοι σχεδόν αντιδραστικοί —πρώτος και καλύτερος ανάμεσά τους ο Αριστοφάνης— δε σέβονταν ούτε τον ίδιο τον Διόνυσο, γι’ αυτό και στις κωμωδίες τους τον σατίριζαν, όπως ο Αριστοφάνης στους Βατράχους του.
Κοντά στο νου, λοιπόν, αφού περιφρονούσαν τον Διόνυσο το θεό των αγροτών —μιλούσαν περιφρονητικά και για την τραγωδία (=θεατρικό έργο). Έτσι ο Αριστοφάνης, ακολουθώντας ίσως αρχαιότερη ολιγαρχική παράδοση, ονόμαζε, καλαμπουρίζοντας, την τραγωδία: τρυγωδία. Με το καλαμπούρι του αυτό εννοούσε πως η παλιά τραγωδία (=διθύραμβος) ήταν τραγούδι και χορός των μεθυσμένων.
Ιερή μετάληψη
Είναι αλήθεια πως και παλιότερα ο ποιητής Αρχίλοχος, σε κάποιο του ποίημα, λέει πως ξέρει να ψέλνει το διθύραμβο «οίνω συγκεραυνωθείς φρένας». Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε πως το κρασί το θεωρούσαν τότε σαν ιερό ποτό του Διόνυσου. Ίσως να το θεωρούσαν ότι συμβόλιζε το αίμα του θεού. Γι’ αυτό, τόσο οι χορευτές ιερείς όσο κι ο λαός στις γιορτές του Διόνυσου πίνανε πολύ κρασί, όμως σκοπός τους δεν ήταν να μεθύσουν, αλλά ν’ αποκτήσουν κι αυτοί τις γονιμικές κι αναγεννητικές ιδιότητες του θεού που λατρεύανε.
Με λίγα λόγια, «η μέθη των εξαρχόντων και χορευτών του διβυράμβου» θεωρούνταν σαν «ιερή μετάληψη».
Σημείωση: Ο Γιάννης Κορδάτος (Ζαγορά Πηλίου, 1891–1961) ήταν νομικός, κοινωνιολόγος, πολιτικός και ιστορικός. Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος, προκατόχου του Κ.Κ.Ε., διετέλεσε γενικός γραμματέας του (1920-1924) και διευθυντής του Ριζοσπάστη (1922-1924). Το 1927 αποχώρησε από το Κ.Κ.Ε., συνέχισε ωστόσο να είναι κοντά του και γι’ αυτό φυλακίστηκε στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Αν και αυτοδίδακτος ιστορικός, εν τούτοις ήταν πολυγραφότατος. Το βιβλίο του «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1924, προκάλεσε ποικίλες και έντονες αντιδράσεις. Παρόμοιες αντιδράσεις προκάλεσε και το βιβλίο του «Ιησούς Χριστός και χριστιανισμός», το οποίο, αν και αποτέλεσμα μόχθου είκοσι ετών, δεν κυκλοφόρησε παρά μόνο μετά τον θάνατό του, καθώς κανένας εκδότης δεν τολμούσε να αναλάβει την έκδοσή του. |
Ο Γ. Κορδάτος ήταν επίσης μεγάλος γνώστης της ελληνικής Γραμματείας, αρχαίας και νέας και ασχολήθηκε επαγγελματικά ως επιμελητής των εκδόσεων της κλασικής ελληνικής Γραμματείας, που κυκλοφόρησαν από τον οίκο του Ι. Χ. Ζαχαρόπουλου.
«Το συγγραφικό ιστορικό έργο του Γ. Κορδάτου εκτείνεται σε μεγάλο θεματολογικό και χρονολογικό εύρος: από την αρχαία Ελλάδα και τη Σαπφώ έως την αγροτική εξέγερση του 1910 στο Κιλελέρ και από την αρχαία τραγωδία έως την ελληνική κεφαλαιοκρατία και το δημοτικισμό. Ένα ογκώδες και επιβλητικό έργο, με αναθεωρήσεις και επανεκδόσεις, το οποίο ακολούθησε την πνευματική πορεία του δημιουργού του, εκκινώντας από τη μαρξιστική θεωρία σε ιδιότυπους και μοναχικούς δρόμους.
»Ο Κορδάτος είχε την τύχη να δει τα βιβλία του να γνωρίζουν πολύ σημαντική εκδοτική επιτυχία, που βρισκόταν σε αναντιστοιχία με τη σκληρή κριτική, με την οποία τα υποδέχθηκαν οι διανοούμενοι της εποχής του. Η κριτική δεν αφορούσε μόνο τα λάθη, τις απλουστεύσεις και τα θεωρητικά σχήματα χωρίς επαρκή τεκμηρίωση, που εύκολα θα αναγνώριζε κανείς στις σελίδες των βιβλίων του, αλλά συνδεόταν, κυρίως, με την εκάστοτε πολιτική του τοποθέτηση, με τη διαφωνία προς τις απόψεις του, είτε από αριστερά είτε από δεξιά. Η νεώτερη ιστοριογραφία αγνόησε, σε μεγάλο βαθμό, το έργο του Κορδάτου, με κύρια εξαίρεση τις μελέτες του για το εργατικό και αγροτικό κίνημα στη χώρα μας, μοναδικά σημεία αναφοράς για τα σχετικά ζητήματα επί πολλές δεκαετίες». (Β. Καραμανωλάκης, enet.gr). Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα από το έργο του Γ. Κορδάτου: «Η αρχαία τραγωδία και κωμωδία. Ποιες είναι οι κοινωνικές ρίζες του αρχαίου ελληνικού θεάτρου», έκδ. «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1974. Ο τίτλος, η εικονογράφηση και οι υπότιτλοι έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας». |
Διαβάστε ακόμα
στην«Ελεύθερη Έρευνα»:
Ο μεσαιωνισμός της κλασικής εποχής
Η «πατρώα» ανοησία
Η αρχαία επιστήμη στην υπηρεσία του 12θεϊστικού ιερατείου
Κάτω Κόσμος: Μια προσοδοφόρα επιχείρηση του 12θεϊστικού ιερατείου
Παραισθησιογόνα σε αρχαία πιθάρια
Ανθρωποθυσίες στην αρχαία Ελλάδα
Ο μεσαιωνισμός της κλασικής εποχής
Η «πατρώα» ανοησία
Η αρχαία επιστήμη στην υπηρεσία του 12θεϊστικού ιερατείου
Κάτω Κόσμος: Μια προσοδοφόρα επιχείρηση του 12θεϊστικού ιερατείου
Παραισθησιογόνα σε αρχαία πιθάρια
Ανθρωποθυσίες στην αρχαία Ελλάδα
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.