O Δημήτρης Λέντζος γράφει στον «Ημεροδρόμο» - Το παραμύθι «Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ»
Μια φορά κι έναν καιρό ένας πρίγκιπας θλιμμένος και μελαγχολικός έφυγε από το μεγάλο παλάτι προτού χαράξει η μέρα. Μαζί του δεν πήρε τίποτ’ άλλο εξόν από το λευκό άλογό του.
«Τον Άσπρο», έτσι το έλεγε το δυνατό σερνικό άλογό του. Δύο μερόνυχτα έτρεχε με το άλογό του για έναν άγνωστο προορισμό. Το μυαλό του δεν έβαζε πια τα πράγματα στη σειρά τους. Ο θλιμμένος πρίγκιπας δεν σκεπτόταν πια. Ούτε ζούσε. Ήταν ένας ζωντανός νεκρός. Η καρδιά του ήταν ένας άδειος σάκος στο στήθος του, σαν την άδεια τσέπη του μαύρου του πουκαμίσου. Ο Άσπρος έτρωγε τα χιλιόμετρα σαν τον χρυσό σανό του, λαίμαργα και δυνατά. Την τρίτη μέρα έφτασε στη μεγάλη λίμνη, εκεί στην άκρη του ορίζοντα. Έδεσε το άλογό του σε μια μικρή ιτιά και αυτό άρχισε να σκάβει με το πόδι του το ξερό χώμα και να ξεφυσάει από την κούραση και τη μεγάλη προσπάθεια.
Ο πρίγκιπας με σκυμμένο το κεφάλι κοιτούσε για ώρες τη λίμνη μπροστά στην ήρεμη ακτή και το σαγόνι του λες και είχε καρφωθεί βαθιά στο στήθος του. Η λίμνη είχε βαφτεί μ’ όλα τα χρώματα του ουρανού που καθρεφτίζονταν μέσα της, σαν μια αιώνια πολύχρωμη τραμπάλα. Οι σκιές των δέντρων έμοιαζαν με σκιάχτρα του βυθού που φύλαγαν τα ωραία περιβόλια της από τ’ αγρίμια και τους κλέφτες θεούς. Μέσα στη λίμνη χιλιάδες πουλιά, ψάρια, νούφαρα, έντομα και πεταλούδες δόξαζαν τη φύση για τούτη την απλοχεριά της.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έβλεπε ο πρίγκιπας από τη μεγάλη αυτή ζωγραφιά. Έβγαλε το μαύρο του πουκάμισο και το πέταξε πάνω στο ξερό χορτάρι, ύστερα πήρε το κοφτερό του μαχαίρι και χωρίς να σκεφτεί τίποτα το κάρφωσε στο στήθος του. Έβγαλε την καρδιά του, την έσφιξε στα χέρια του και ένα δυνατό «Αχ!» ακούστηκε ως πέρα, στην άλλη μεριά της ωραίας λίμνης. Ύστερα πέταξε την καρδιά με δύναμη μέσα στη γαλάζια λίμνη και έκανε μια ευχή:
«Να γίνεις πέτρα και να μείνεις έτσι στον βυθό για πάντα και να μη ξαναγαπήσεις ποτέ. Ποτέ». Αυτά είπε ο πρίγκιπας και κοίταξε ψηλά τον ουρανό. Ύστερα φύσηξε ένας δυνατός αγέρας και τον πήρε, όπως και το μαύρο του πουκάμισο, και έγινε ένα μαύρο σύννεφο στον ουρανό.
Σε λίγο η λίμνη έγινε κατακόκκινη και άρχισε να κτυπάει σαν μια καρδιά πέρα ως πέρα. Το άλογο του πρίγκιπα έβγαλε το καπίστρι που το κρατούσε δεμένο στην ιτιά και έφυγε τρέχοντας το πισάχναρο για το παλάτι. Το μαύρο σύννεφο έγινε στον ουρανό ένα μεγάλο μαύρο δάκρυ που έσταξε σαν μια μεγάλη στάλα βροχής μέσα στην κόκκινη λίμνη. Μετά από λίγο άνοιξε στα δυο και έγινε ένας όμορφος μαύρος Κύκνος που κολυμπούσε μέσα στα κόκκινα νερά.
Στη μέση της λίμνης ο ήλιος φαινόταν κι αυτός σαν μια μεγάλη σταγόνα αίμα μέσα στη λίμνη που ανάσαινε σαν καρδιά, και αυτός ο κτύπος ακουγόταν δυνατά σ’ όλη τη γη και στον ουρανό. Τα δέντρα γύρω-γύρω κοιτούσαν το πρόσωπό τους μέσα στη λίμνη, στην κόκκινη λίμνη, και δεν μπορούσαν να το αναγνωρίσουν. Το ίδιο συνέβαινε και στα πουλιά και στις πεταλούδες τις πολύχρωμες. Αυτό το κόκκινο είχε κοκκινίσει γύρω του και μέσα του τα πάντα. Μόνον ο μαύρος Κύκνος κολυμπούσε στα κόκκινα νερά σαν μια μαύρη μολυβιά χαραγμένη στο κόκκινο χαρτί. Ο μαύρος Κύκνος. Ο μεταμορφωμένος εκείνος θλιμμένος πρίγκιπας.
Έτσι περνούσε ο καιρός στη λίμνη. Η καρδιά του πρίγκιπα είχε γίνει πλέον μια κόκκινη πέτρα και η λίμνη ολόκληρη μια μεγάλη κόκκινη, πέτρινη καρδιά. Όλοι πια στον κόσμο λέγανε για κείνη την κόκκινη λίμνη. Κι όλοι την είχαν ερωτευθεί με πάθος. Τα αστέρια, το φεγγάρι, τα πουλιά και τα δέντρα. Όλοι. Τι τραγούδια της έλεγαν, τι άνθη κι αρώματα της έστελναν από όλο τον κόσμο. Μα εκείνη δεν έχανε ποτέ τον ρυθμό στο σφυγμό της. Κτυπούσε πάντα το ίδιο χωρίς καμμιά συγκίνηση, χωρίς καμμιά επιθυμία. Μια μέρα, μια παρέα από νέα όμορφα παιδιά περνούσαν από τη λίμνη και κουβέντιαζαν για έρωτες, αγάπες και πάθη, όταν ξαφνικά είδαν την κόκκινη λίμνη μπροστά τους σαν μια θεόρατη καρδιά. Αμέσως την ερωτεύτηκαν όλοι με μεγάλη ένταση και πάθος. Κάθε μέρα έρχονταν γεμάτοι δώρα, ποιήματα και τραγούδια για το ποιος την αγαπάει πιο πολύ, πιο δυνατά και πιο απελπισμένα. Και ύστερα όλοι μεθυσμένοι στις ταβέρνες και στα γύρω μπαρ έρχονταν στα χέρια και πάλευαν για τούτη την καρδιά. Πόσες φιλίες χάλασαν στο όνομα τούτου του έρωτα, αλλά η πέτρινη καρδιά σε κανέναν δεν ανταποκρινόταν κι όλα τούτα τα αγόρια μαράζωσαν και γέρασαν με τούτο τον καημό στις όχθες της.
Στον ουρανό τα ίδια. Το Φεγγάρι αρπάχτηκε με τον Αυγερινό για χάρη της. Όλοι λέγανε στον ουρανό πως από τότε που έγινε η λίμνη καρδιά άρχισαν να βαράνε αλλιώς τα όργανα στον ουρανό και χάλασε εκείνη η μαθηματική τους ισορροπία. Έτσι, ξενυχτούσαν κ’ οι δυο τους με τις ώρες μέσα στα νερά της και έβγαιναν κατακόκκινοι, βαμμένοι από το χρώμα του νερού και από την κάψα τους. Αλλά μάταια, ούτε σ’ αυτά τα ουράνια πάθη σκίρτησε τούτη η καρδιά. Ούτε στα δέντρα, ούτε στα πουλιά, ούτε στα νούφαρα και στα μεγάλα ψάρια. Κι όλοι ψιθύριζαν στη λίμνη πως η καρδιά της είναι σαν πέτρα. Σαν… Πού να ήξεραν ότι όντως τούτη η μεγάλη κατακόκκινη καρδιά ήταν μια πέτρα και μόνο πέτρα.
Αφού πέρασαν πολλά χρόνια και όλοι ακόμη καρτερούσαν μάταια ένα νεύμα της, μαζεύτηκαν όλοι μαζί μπροστά και της ζήτησαν επιτέλους πως αν νιώθει κάτι για κάποιον, επιτέλους ας το πει, και ας τον διαλέξει, και αυτοί όσο κι αν λυπηθούν θα το δεχτούν, γιατί πρέπει επιτέλους να τελειώσει τούτο το μεγάλο τους μαρτύριο. Η πέτρινη καρδιά έκπληκτη τους είπε ότι δεν νιώθει τίποτα για κανέναν και αν ήταν η αιτία να στεναχωρηθούν, αυτή ούτε το σχεδίασε, ούτε το οργάνωσε ποτέ αυτό, και μάλιστα εξέφρασε και τη μεγάλη της λύπη.
Έφυγαν όλοι λυπημένοι με σφιγμένη την καρδιά τους και όλοι το ομολογούσαν ότι όντως καμμιά πραγματική υπόσχεση δεν τους έδωσε και όλα ήταν δικές τους επιθυμίες και όνειρα, αλλά το μαράζι και η λύπη έμειναν μέσα τους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωί, την ώρα που ο μαύρος Κύκνος κολυμπούσε μόνος του στα κόκκινα νερά, η πέτρινη καρδιά ένιωσε κάτι να σπάει μέσα της όπως τότε στο στήθος του πρίγκιπα. Ο μαύρος Κύκνος ένιωσε έναν γλυκό αγέρα να χαϊδεύει τα φτερά του και ένα ρίγος διαπέρασε σαν φωτιά το κορμί του. Τότε ένα μεγάλο «Αχ» ακούστηκε μέσα στη λίμνη και μια φωνή να λέει: «Κύκνε μου όμορφε, εσένα θέλω. Τώρα το ξέρω καλά. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό το βαθύ πράγμα που νιώθω μέσα μου για σένα» συνέχισε να λέει η φωνή η μεγάλη.
«Ποια είσαι;» είπε ο Κύκνος. «Πού είσαι; Έβγα να σε δω».
«Στην αγκαλιά μου είσαι. Στα χέρια μου μέσα είσαι. Η καρδιά είμαι, η λίμνη».
Ο Κύκνος γύρισε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά και ύστερα το βούτηξε βαθιά μέσα στο κόκκινο νερό και τότε αισθάνθηκε το κορμί του να καίει ολόκληρο, μάζεψε τα φτερά του σφιχτά πάνω του και μια ντροπή πέρασε στο πρόσωπό του λες και όλοι εκείνοι τη στιγμή στη λίμνη έβλεπαν μόνον αυτόν.
«Σ’ αγαπώ» ακούστηκε η φωνή δυνατά στη λίμνη. «Αν κι εσύ με θέλεις, αν κι εσύ με αγαπάς, θέλω να μου τραγουδήσεις απόψε τα μεσάνυχτα το τραγούδι σου. Θέλω να τραγουδήσεις μόνο για μένα το πιο γλυκό τραγούδι του κόσμου».
«Μα εγώ δεν ξέρω να τραγουδάω» είπε ο Κύκνος.
«Ξέρεις», του είπε η φωνή, «θα το δεις».
Τα μεσάνυχτα στη λίμνη είχε πέσει μια νεκρική σιγαλιά. Μόνον οι ανάσες των δέντρων ακούγονταν στις όχθες. Το φεγγάρι είχε βουλιάξει στο κέντρο της λίμνης σαν ένα μεγάλο κουβάρι κατακόκκινο στημόνι.
Σε λίγο ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του μαύρου Κύκνου σ’ όλη τη λίμνη. Ο μαύρος Κύκνος τραγουδούσε τόσο όμορφα, τόσο ωραία, και τόσο απόκοσμα.
Όταν τέλειωσε αυτό το λυπημένο τραγούδι του ο Κύκνος άρχισε να γίνεται σιγά-σιγά μια μπάλα μαύρο χιόνι που έλειωνε πάνω στα κόκκινα νερά.
Το πρωί στη λίμνη μετά από μια τέτοια νύχτα είχε μείνει μόνο μια μαύρη γραμμή πάνω στο κόκκινο νερό που έφτιαχνε μια μεγάλη καρδιά, πάνω στην άλλη, την πέτρινη κατακόκκινη καρδιά. Στην όχθη της λίμνης στέκονταν μια παρέα από παιδιά και άκουγαν με προσοχή τα λόγια που τους έλεγε ένας γέρος σοφός, ψηλός και όμορφος, που φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο ολόιδιο με εκείνο του πρίγκιπα. Στο πρόσωπό του ήταν περασμένη στα μαύρα του μάτια μια ωραία λύπη και στο τέλος τελείωσε λέγοντάς τους δυνατά τούτο το τετράστιχο:
«Κι εγώ που ζω στη λήθη
στα μαύρα τα νερά
αυτό το παραμύθι
σας είπα μια φορά».
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Μια φορά κι έναν καιρό ένας πρίγκιπας θλιμμένος και μελαγχολικός έφυγε από το μεγάλο παλάτι προτού χαράξει η μέρα. Μαζί του δεν πήρε τίποτ’ άλλο εξόν από το λευκό άλογό του.
«Τον Άσπρο», έτσι το έλεγε το δυνατό σερνικό άλογό του. Δύο μερόνυχτα έτρεχε με το άλογό του για έναν άγνωστο προορισμό. Το μυαλό του δεν έβαζε πια τα πράγματα στη σειρά τους. Ο θλιμμένος πρίγκιπας δεν σκεπτόταν πια. Ούτε ζούσε. Ήταν ένας ζωντανός νεκρός. Η καρδιά του ήταν ένας άδειος σάκος στο στήθος του, σαν την άδεια τσέπη του μαύρου του πουκαμίσου. Ο Άσπρος έτρωγε τα χιλιόμετρα σαν τον χρυσό σανό του, λαίμαργα και δυνατά. Την τρίτη μέρα έφτασε στη μεγάλη λίμνη, εκεί στην άκρη του ορίζοντα. Έδεσε το άλογό του σε μια μικρή ιτιά και αυτό άρχισε να σκάβει με το πόδι του το ξερό χώμα και να ξεφυσάει από την κούραση και τη μεγάλη προσπάθεια.
Ο πρίγκιπας με σκυμμένο το κεφάλι κοιτούσε για ώρες τη λίμνη μπροστά στην ήρεμη ακτή και το σαγόνι του λες και είχε καρφωθεί βαθιά στο στήθος του. Η λίμνη είχε βαφτεί μ’ όλα τα χρώματα του ουρανού που καθρεφτίζονταν μέσα της, σαν μια αιώνια πολύχρωμη τραμπάλα. Οι σκιές των δέντρων έμοιαζαν με σκιάχτρα του βυθού που φύλαγαν τα ωραία περιβόλια της από τ’ αγρίμια και τους κλέφτες θεούς. Μέσα στη λίμνη χιλιάδες πουλιά, ψάρια, νούφαρα, έντομα και πεταλούδες δόξαζαν τη φύση για τούτη την απλοχεριά της.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έβλεπε ο πρίγκιπας από τη μεγάλη αυτή ζωγραφιά. Έβγαλε το μαύρο του πουκάμισο και το πέταξε πάνω στο ξερό χορτάρι, ύστερα πήρε το κοφτερό του μαχαίρι και χωρίς να σκεφτεί τίποτα το κάρφωσε στο στήθος του. Έβγαλε την καρδιά του, την έσφιξε στα χέρια του και ένα δυνατό «Αχ!» ακούστηκε ως πέρα, στην άλλη μεριά της ωραίας λίμνης. Ύστερα πέταξε την καρδιά με δύναμη μέσα στη γαλάζια λίμνη και έκανε μια ευχή:
«Να γίνεις πέτρα και να μείνεις έτσι στον βυθό για πάντα και να μη ξαναγαπήσεις ποτέ. Ποτέ». Αυτά είπε ο πρίγκιπας και κοίταξε ψηλά τον ουρανό. Ύστερα φύσηξε ένας δυνατός αγέρας και τον πήρε, όπως και το μαύρο του πουκάμισο, και έγινε ένα μαύρο σύννεφο στον ουρανό.
Σε λίγο η λίμνη έγινε κατακόκκινη και άρχισε να κτυπάει σαν μια καρδιά πέρα ως πέρα. Το άλογο του πρίγκιπα έβγαλε το καπίστρι που το κρατούσε δεμένο στην ιτιά και έφυγε τρέχοντας το πισάχναρο για το παλάτι. Το μαύρο σύννεφο έγινε στον ουρανό ένα μεγάλο μαύρο δάκρυ που έσταξε σαν μια μεγάλη στάλα βροχής μέσα στην κόκκινη λίμνη. Μετά από λίγο άνοιξε στα δυο και έγινε ένας όμορφος μαύρος Κύκνος που κολυμπούσε μέσα στα κόκκινα νερά.
Στη μέση της λίμνης ο ήλιος φαινόταν κι αυτός σαν μια μεγάλη σταγόνα αίμα μέσα στη λίμνη που ανάσαινε σαν καρδιά, και αυτός ο κτύπος ακουγόταν δυνατά σ’ όλη τη γη και στον ουρανό. Τα δέντρα γύρω-γύρω κοιτούσαν το πρόσωπό τους μέσα στη λίμνη, στην κόκκινη λίμνη, και δεν μπορούσαν να το αναγνωρίσουν. Το ίδιο συνέβαινε και στα πουλιά και στις πεταλούδες τις πολύχρωμες. Αυτό το κόκκινο είχε κοκκινίσει γύρω του και μέσα του τα πάντα. Μόνον ο μαύρος Κύκνος κολυμπούσε στα κόκκινα νερά σαν μια μαύρη μολυβιά χαραγμένη στο κόκκινο χαρτί. Ο μαύρος Κύκνος. Ο μεταμορφωμένος εκείνος θλιμμένος πρίγκιπας.
Έτσι περνούσε ο καιρός στη λίμνη. Η καρδιά του πρίγκιπα είχε γίνει πλέον μια κόκκινη πέτρα και η λίμνη ολόκληρη μια μεγάλη κόκκινη, πέτρινη καρδιά. Όλοι πια στον κόσμο λέγανε για κείνη την κόκκινη λίμνη. Κι όλοι την είχαν ερωτευθεί με πάθος. Τα αστέρια, το φεγγάρι, τα πουλιά και τα δέντρα. Όλοι. Τι τραγούδια της έλεγαν, τι άνθη κι αρώματα της έστελναν από όλο τον κόσμο. Μα εκείνη δεν έχανε ποτέ τον ρυθμό στο σφυγμό της. Κτυπούσε πάντα το ίδιο χωρίς καμμιά συγκίνηση, χωρίς καμμιά επιθυμία. Μια μέρα, μια παρέα από νέα όμορφα παιδιά περνούσαν από τη λίμνη και κουβέντιαζαν για έρωτες, αγάπες και πάθη, όταν ξαφνικά είδαν την κόκκινη λίμνη μπροστά τους σαν μια θεόρατη καρδιά. Αμέσως την ερωτεύτηκαν όλοι με μεγάλη ένταση και πάθος. Κάθε μέρα έρχονταν γεμάτοι δώρα, ποιήματα και τραγούδια για το ποιος την αγαπάει πιο πολύ, πιο δυνατά και πιο απελπισμένα. Και ύστερα όλοι μεθυσμένοι στις ταβέρνες και στα γύρω μπαρ έρχονταν στα χέρια και πάλευαν για τούτη την καρδιά. Πόσες φιλίες χάλασαν στο όνομα τούτου του έρωτα, αλλά η πέτρινη καρδιά σε κανέναν δεν ανταποκρινόταν κι όλα τούτα τα αγόρια μαράζωσαν και γέρασαν με τούτο τον καημό στις όχθες της.
Στον ουρανό τα ίδια. Το Φεγγάρι αρπάχτηκε με τον Αυγερινό για χάρη της. Όλοι λέγανε στον ουρανό πως από τότε που έγινε η λίμνη καρδιά άρχισαν να βαράνε αλλιώς τα όργανα στον ουρανό και χάλασε εκείνη η μαθηματική τους ισορροπία. Έτσι, ξενυχτούσαν κ’ οι δυο τους με τις ώρες μέσα στα νερά της και έβγαιναν κατακόκκινοι, βαμμένοι από το χρώμα του νερού και από την κάψα τους. Αλλά μάταια, ούτε σ’ αυτά τα ουράνια πάθη σκίρτησε τούτη η καρδιά. Ούτε στα δέντρα, ούτε στα πουλιά, ούτε στα νούφαρα και στα μεγάλα ψάρια. Κι όλοι ψιθύριζαν στη λίμνη πως η καρδιά της είναι σαν πέτρα. Σαν… Πού να ήξεραν ότι όντως τούτη η μεγάλη κατακόκκινη καρδιά ήταν μια πέτρα και μόνο πέτρα.
Αφού πέρασαν πολλά χρόνια και όλοι ακόμη καρτερούσαν μάταια ένα νεύμα της, μαζεύτηκαν όλοι μαζί μπροστά και της ζήτησαν επιτέλους πως αν νιώθει κάτι για κάποιον, επιτέλους ας το πει, και ας τον διαλέξει, και αυτοί όσο κι αν λυπηθούν θα το δεχτούν, γιατί πρέπει επιτέλους να τελειώσει τούτο το μεγάλο τους μαρτύριο. Η πέτρινη καρδιά έκπληκτη τους είπε ότι δεν νιώθει τίποτα για κανέναν και αν ήταν η αιτία να στεναχωρηθούν, αυτή ούτε το σχεδίασε, ούτε το οργάνωσε ποτέ αυτό, και μάλιστα εξέφρασε και τη μεγάλη της λύπη.
Έφυγαν όλοι λυπημένοι με σφιγμένη την καρδιά τους και όλοι το ομολογούσαν ότι όντως καμμιά πραγματική υπόσχεση δεν τους έδωσε και όλα ήταν δικές τους επιθυμίες και όνειρα, αλλά το μαράζι και η λύπη έμειναν μέσα τους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωί, την ώρα που ο μαύρος Κύκνος κολυμπούσε μόνος του στα κόκκινα νερά, η πέτρινη καρδιά ένιωσε κάτι να σπάει μέσα της όπως τότε στο στήθος του πρίγκιπα. Ο μαύρος Κύκνος ένιωσε έναν γλυκό αγέρα να χαϊδεύει τα φτερά του και ένα ρίγος διαπέρασε σαν φωτιά το κορμί του. Τότε ένα μεγάλο «Αχ» ακούστηκε μέσα στη λίμνη και μια φωνή να λέει: «Κύκνε μου όμορφε, εσένα θέλω. Τώρα το ξέρω καλά. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό το βαθύ πράγμα που νιώθω μέσα μου για σένα» συνέχισε να λέει η φωνή η μεγάλη.
«Ποια είσαι;» είπε ο Κύκνος. «Πού είσαι; Έβγα να σε δω».
«Στην αγκαλιά μου είσαι. Στα χέρια μου μέσα είσαι. Η καρδιά είμαι, η λίμνη».
Ο Κύκνος γύρισε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά και ύστερα το βούτηξε βαθιά μέσα στο κόκκινο νερό και τότε αισθάνθηκε το κορμί του να καίει ολόκληρο, μάζεψε τα φτερά του σφιχτά πάνω του και μια ντροπή πέρασε στο πρόσωπό του λες και όλοι εκείνοι τη στιγμή στη λίμνη έβλεπαν μόνον αυτόν.
«Σ’ αγαπώ» ακούστηκε η φωνή δυνατά στη λίμνη. «Αν κι εσύ με θέλεις, αν κι εσύ με αγαπάς, θέλω να μου τραγουδήσεις απόψε τα μεσάνυχτα το τραγούδι σου. Θέλω να τραγουδήσεις μόνο για μένα το πιο γλυκό τραγούδι του κόσμου».
«Μα εγώ δεν ξέρω να τραγουδάω» είπε ο Κύκνος.
«Ξέρεις», του είπε η φωνή, «θα το δεις».
Τα μεσάνυχτα στη λίμνη είχε πέσει μια νεκρική σιγαλιά. Μόνον οι ανάσες των δέντρων ακούγονταν στις όχθες. Το φεγγάρι είχε βουλιάξει στο κέντρο της λίμνης σαν ένα μεγάλο κουβάρι κατακόκκινο στημόνι.
Σε λίγο ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του μαύρου Κύκνου σ’ όλη τη λίμνη. Ο μαύρος Κύκνος τραγουδούσε τόσο όμορφα, τόσο ωραία, και τόσο απόκοσμα.
Όταν τέλειωσε αυτό το λυπημένο τραγούδι του ο Κύκνος άρχισε να γίνεται σιγά-σιγά μια μπάλα μαύρο χιόνι που έλειωνε πάνω στα κόκκινα νερά.
Το πρωί στη λίμνη μετά από μια τέτοια νύχτα είχε μείνει μόνο μια μαύρη γραμμή πάνω στο κόκκινο νερό που έφτιαχνε μια μεγάλη καρδιά, πάνω στην άλλη, την πέτρινη κατακόκκινη καρδιά. Στην όχθη της λίμνης στέκονταν μια παρέα από παιδιά και άκουγαν με προσοχή τα λόγια που τους έλεγε ένας γέρος σοφός, ψηλός και όμορφος, που φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο ολόιδιο με εκείνο του πρίγκιπα. Στο πρόσωπό του ήταν περασμένη στα μαύρα του μάτια μια ωραία λύπη και στο τέλος τελείωσε λέγοντάς τους δυνατά τούτο το τετράστιχο:
«Κι εγώ που ζω στη λήθη
στα μαύρα τα νερά
αυτό το παραμύθι
σας είπα μια φορά».
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.