Pedro Salinas - Τρία ερωτικά ποιήματα - Μτφρ. Virginia López Recio
Τη σκιά σου σμιλεύω. Της έχω ήδη αφαιρέσει τα χείλη, τα κόκκινα και σκληρά: έκαιγαν.
Θα σ' τα 'χα φιλήσει πολύ περισσότερο.
Θα σ' τα 'χα φιλήσει πολύ περισσότερο.
Ύστερα σταματάω τα μπράτσα σου, τα σβέλτα, τα μακριά, τα νευρώδη.
Μου πρόσφεραν τον δρόμο για να σ' αγκαλιάσω.
Μου πρόσφεραν τον δρόμο για να σ' αγκαλιάσω.
Σου αφαιρώ το χρώμα, τον όγκο. Σου κόβω το πέρασμα. Ερχόσουν κατευθείαν σ' εμένα. Εκείνο που πιότερο πόνο μου έδωσε, επειδή σώπασες, είναι η φωνή σου. Πυκνή, τόσο θερμή, περισσότερο χειροπιαστή απ' το σώμα σου. Αλλά ήδη ετοιμαζόταν να μας προδώσει.
Έτσι...
η αγάπη μου είναι ελεύθερη, λυτή
με την αποσαρκωμένη σκιά σου.
Και μπορώ να ζω μέσα σου
χωρίς να φοβάμαι
εκείνο που περισσότερο ποθώ,
το φιλί σου, την αγκαλιά σου.
Να υπάρχω με τη σκέψη πάντα
στα χείλη, στη φωνή,
στο σώμα
που εγώ ο ίδιος σου απέσπασα
για να μπορέσω, δίχως αυτά,
να σ' αγαπήσω.
η αγάπη μου είναι ελεύθερη, λυτή
με την αποσαρκωμένη σκιά σου.
Και μπορώ να ζω μέσα σου
χωρίς να φοβάμαι
εκείνο που περισσότερο ποθώ,
το φιλί σου, την αγκαλιά σου.
Να υπάρχω με τη σκέψη πάντα
στα χείλη, στη φωνή,
στο σώμα
που εγώ ο ίδιος σου απέσπασα
για να μπορέσω, δίχως αυτά,
να σ' αγαπήσω.
Εγώ, που τ' αγαπούσα τόσο!
Και ν' αγκαλιάσω ατέλειωτα, χωρίς λύπη
-καθώς φεύγει ασύλληπτη,
με τη μεγάλη μου αγάπη ξοπίσω της
η σάρκα στον δρόμο της-
το μόνο δυνατό σου σώμα:
το γλυκό, ιδεατό σου κορμί.
Και ν' αγκαλιάσω ατέλειωτα, χωρίς λύπη
-καθώς φεύγει ασύλληπτη,
με τη μεγάλη μου αγάπη ξοπίσω της
η σάρκα στον δρόμο της-
το μόνο δυνατό σου σώμα:
το γλυκό, ιδεατό σου κορμί.
(Η φωνή που οφείλεται σ' εσένα, 1933)
[Το να σε σκέφτομαι απόψε]
Το να σε σκέφτομαι απόψε
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.
Το μεγάλο ονειροπόλημα του κάμπου, τ' αστέρια,
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,
απ' τον Αλδεβαράν ως τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,
απ' τον Αλδεβαράν ως τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.
Πόσο ήρεμα
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! 'Ολα να προστρέχουν
πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.
Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.
Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.
Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! 'Ολα να προστρέχουν
πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.
Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.
Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.
Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.
(Αιτία αγάπης, 1936)
Μνήμη στα χέρια
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.
Ενθύμιο μιας πέτρας
που βρέθηκε δίπλα σ' ένα ρυάκι
και τη σηκώσαμε αφηρημένοι
χωρίς να καταλαβαίνουμε την ευτυχία μας.
Αλλά το τραχύ της βάρος
μας έκανε να αισθανθούμε πως επιτέλους κρατούσαμε
τον πιο ωραίο καρπό των καιρών.
Εύκολα γνωρίζει κανείς
το βάρος μιας πέτρας μέσα στα χέρια.
Σε μια πέτρα βρίσκεται
η υπομονή του κόσμου, που ωρίμασε αργά.
Αναρίθμητο άθροισμα
από μέρες και νύχτες, ήλιους και νερά
που της προσέδωσαν αυτή την αδέξια και σκληρή μορφή
που δεν ξέρει να συμπεριφέρεται τρυφερά και υπάρχει
αινιγματικά, μοναχά με το βάρος της.
'Ηταν πάντοτε ακίνητη,
χωρίς κάποιον να την αναζητά, περίκλειστη
σε μια βούληση πυκνή και σταθερή
για να μην πετάξει σαν πεταλούδα
για να μην είναι ωραία σαν τον κρίνο
για να περισώσει από ζήλιες την αγνότητά της.
Πόσοι ευλύγιστοι κρίνοι, πόσες εύθραυστες
λιβελούλες δεν έχουν πεθάνει, εκεί, στο πλάι της,
επειδή έτρεξαν τόσο προς την άνοιξη!
Εκείνη ήξερε να περιμένει χωρίς να ζητάει τίποτα
πέρα απ' την αιωνιότητα της καθαρής ύπαρξής της.
Επειδή αρνήθηκε τα πέταλα και την πτήση
είναι ζωντανή και μου μαθαίνει
πως μια αγάπη πρέπει ίσως να στέκει ακίνητη, πολύ ακίνητη,
ν' αφήνει τα ψεύτικα φτερά της βιασύνης
και να κατανικά έτσι τον δικό της τον θάνατο.
που βρέθηκε δίπλα σ' ένα ρυάκι
και τη σηκώσαμε αφηρημένοι
χωρίς να καταλαβαίνουμε την ευτυχία μας.
Αλλά το τραχύ της βάρος
μας έκανε να αισθανθούμε πως επιτέλους κρατούσαμε
τον πιο ωραίο καρπό των καιρών.
Εύκολα γνωρίζει κανείς
το βάρος μιας πέτρας μέσα στα χέρια.
Σε μια πέτρα βρίσκεται
η υπομονή του κόσμου, που ωρίμασε αργά.
Αναρίθμητο άθροισμα
από μέρες και νύχτες, ήλιους και νερά
που της προσέδωσαν αυτή την αδέξια και σκληρή μορφή
που δεν ξέρει να συμπεριφέρεται τρυφερά και υπάρχει
αινιγματικά, μοναχά με το βάρος της.
'Ηταν πάντοτε ακίνητη,
χωρίς κάποιον να την αναζητά, περίκλειστη
σε μια βούληση πυκνή και σταθερή
για να μην πετάξει σαν πεταλούδα
για να μην είναι ωραία σαν τον κρίνο
για να περισώσει από ζήλιες την αγνότητά της.
Πόσοι ευλύγιστοι κρίνοι, πόσες εύθραυστες
λιβελούλες δεν έχουν πεθάνει, εκεί, στο πλάι της,
επειδή έτρεξαν τόσο προς την άνοιξη!
Εκείνη ήξερε να περιμένει χωρίς να ζητάει τίποτα
πέρα απ' την αιωνιότητα της καθαρής ύπαρξής της.
Επειδή αρνήθηκε τα πέταλα και την πτήση
είναι ζωντανή και μου μαθαίνει
πως μια αγάπη πρέπει ίσως να στέκει ακίνητη, πολύ ακίνητη,
ν' αφήνει τα ψεύτικα φτερά της βιασύνης
και να κατανικά έτσι τον δικό της τον θάνατο.
Θυμούνται ακόμα εκείνα, τα χέρια μου,
πως κράτησαν ένα αγαπημένο κεφάλι στις παλάμες τους.
Τίποτα πιο μυστηριώδες σ' αυτόν τον κόσμο.
Τα δάχτυλα αναγνωρίζουν τις τρίχες των μαλλιών,
αργά, μία μία, σαν φύλλα
ημερολογίου: είναι ενθυμήματα
από άλλες τόσες, εξίσου αμέτρητες,
ευτυχισμένες μέρες
πειθήνιες στην αγάπη που τις αναζωογονεί.
'Ομως, ψαύοντας την αδυσώπητη μορφή
που πίσω απ' τη σάρκα μάς αντιστέκεται
οι παλάμες απομένουν τυφλές.
Δεν είναι χάδια, όχι, αυτό που επαναλαμβάνουν
περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω απ' τα κόκκαλα:
είναι ερωτήσεις δίχως τέλος, είναι αγωνίες
ατελείωτες που έγιναν φλογερές αφές.
Και τίποτα δεν τους αποκρίνεται: μια υποψία
πως όλα μας ξεγλιστρούν και μας διαφεύγουν
όταν ανάμεσα στα χέρια μας τα πιέζουμε
μεγεθύνοντάς τα στη ζέστη του μετώπου εκείνου.
Το κεφάλι παραδίδεται. Είναι η παράδοσή του απόλυτη;
Το βάρος στα χέρια μας αυτό υπαινίσσεται,
τα δάχτυλα το πιστεύουν
και θέλουν να πειστούν: ψαύουν, ψαύουν.
Αλλά μια σκοτεινή φωνή πίσω απ' το μέτωπο
-το μέτωπό μας ή το δικό της;-
μας λέει πως το πιο μακρινό μυστήριο,
επειδή βρίσκεται τόσο κοντά μας, είναι ανέγγιχτο
απ' αυτό το θνησιμαίο σαρκίο με το οποίο ψάχνουμε,
εκεί, στην άκρη των δαχτύλων μας,
την αόρατη παρουσία.
Έτσι κρατώντας στα χέρια ένα κεφάλι
τίποτα δεν γνωρίζεις, τίποτα,
μόνο πως είναι το μέλλον που αποφασίζει
είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατό μας
πίσω από τούτα τα δύστυνα χέρια, τα ξεγελασμένα
από την ομορφιά που κράτησαν.
Μέσα σε χέρια τυφλά
που δεν μπορούν να ξέρουν. Που μόνη τους πίστη είναι
να 'ναι καλοσυνάτα, να δίνουν χάδια
χωρίς να παντρεύονται, μονάχα για να δουν αν έτσι κερδίζουν
-όταν το αγαπημένο κεφάλι θα έχει ξαναβρεθεί
στους ώμους του επάνω
και θα μοιάζει να μην έχει μείνει τίποτα μες στις παλάμες-
τον θρίαμβο να μην είναι ποτέ πια άδεια.
πως κράτησαν ένα αγαπημένο κεφάλι στις παλάμες τους.
Τίποτα πιο μυστηριώδες σ' αυτόν τον κόσμο.
Τα δάχτυλα αναγνωρίζουν τις τρίχες των μαλλιών,
αργά, μία μία, σαν φύλλα
ημερολογίου: είναι ενθυμήματα
από άλλες τόσες, εξίσου αμέτρητες,
ευτυχισμένες μέρες
πειθήνιες στην αγάπη που τις αναζωογονεί.
'Ομως, ψαύοντας την αδυσώπητη μορφή
που πίσω απ' τη σάρκα μάς αντιστέκεται
οι παλάμες απομένουν τυφλές.
Δεν είναι χάδια, όχι, αυτό που επαναλαμβάνουν
περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω απ' τα κόκκαλα:
είναι ερωτήσεις δίχως τέλος, είναι αγωνίες
ατελείωτες που έγιναν φλογερές αφές.
Και τίποτα δεν τους αποκρίνεται: μια υποψία
πως όλα μας ξεγλιστρούν και μας διαφεύγουν
όταν ανάμεσα στα χέρια μας τα πιέζουμε
μεγεθύνοντάς τα στη ζέστη του μετώπου εκείνου.
Το κεφάλι παραδίδεται. Είναι η παράδοσή του απόλυτη;
Το βάρος στα χέρια μας αυτό υπαινίσσεται,
τα δάχτυλα το πιστεύουν
και θέλουν να πειστούν: ψαύουν, ψαύουν.
Αλλά μια σκοτεινή φωνή πίσω απ' το μέτωπο
-το μέτωπό μας ή το δικό της;-
μας λέει πως το πιο μακρινό μυστήριο,
επειδή βρίσκεται τόσο κοντά μας, είναι ανέγγιχτο
απ' αυτό το θνησιμαίο σαρκίο με το οποίο ψάχνουμε,
εκεί, στην άκρη των δαχτύλων μας,
την αόρατη παρουσία.
Έτσι κρατώντας στα χέρια ένα κεφάλι
τίποτα δεν γνωρίζεις, τίποτα,
μόνο πως είναι το μέλλον που αποφασίζει
είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατό μας
πίσω από τούτα τα δύστυνα χέρια, τα ξεγελασμένα
από την ομορφιά που κράτησαν.
Μέσα σε χέρια τυφλά
που δεν μπορούν να ξέρουν. Που μόνη τους πίστη είναι
να 'ναι καλοσυνάτα, να δίνουν χάδια
χωρίς να παντρεύονται, μονάχα για να δουν αν έτσι κερδίζουν
-όταν το αγαπημένο κεφάλι θα έχει ξαναβρεθεί
στους ώμους του επάνω
και θα μοιάζει να μην έχει μείνει τίποτα μες στις παλάμες-
τον θρίαμβο να μην είναι ποτέ πια άδεια.
(Μακρύς θρήνος, 1975)
ME ESTOY LABRANDO TU SOMBRA
Me estoy labrando tu sombra.
La tengo ya sin los labios,
rojos y duros: ardían.
Te los habría besado
aun mucho más.
La tengo ya sin los labios,
rojos y duros: ardían.
Te los habría besado
aun mucho más.
Luego te paro los brazos,
rápidos, largos, nerviosos.
Me ofrecían el camino
para que yo te estrechara.
rápidos, largos, nerviosos.
Me ofrecían el camino
para que yo te estrechara.
Te arranco el color, el bulto.
Te mato el paso. Venías
derecha a mí. Lo que más
pena me ha dado, al callártela,
e tu voz. Densa, tan cálida,
más palpable que tu cuerpo.
Pero ya iba a traicionarnos.
Te mato el paso. Venías
derecha a mí. Lo que más
pena me ha dado, al callártela,
e tu voz. Densa, tan cálida,
más palpable que tu cuerpo.
Pero ya iba a traicionarnos.
Así
mi amor está libre, suelto,
con tu sombra descarnada.
Y puedo vivir en ti
sin temor
a lo que yo más deseo,
con tu sombra descarnada.
Y puedo vivir en ti
sin temor
a lo que yo mas deseo,
a tu beso, a tus abrazos.
Estar ya siempre pensando
en los labios, en la voz,
en el cuerpo,
que yo mismo te arranqué
para poder, ya sin ellos,
quererte.
mi amor está libre, suelto,
con tu sombra descarnada.
Y puedo vivir en ti
sin temor
a lo que yo más deseo,
con tu sombra descarnada.
Y puedo vivir en ti
sin temor
a lo que yo mas deseo,
a tu beso, a tus abrazos.
Estar ya siempre pensando
en los labios, en la voz,
en el cuerpo,
que yo mismo te arranqué
para poder, ya sin ellos,
quererte.
¡Yo, que los quería tanto!
Y estrechar sin fin, sin pena
-mientras se va inasidera,
con mi gran amor dentrás,
la carne por su camino-
tu solo cuerpo posible:
tu dulce cuerpo pensado.
Y estrechar sin fin, sin pena
-mientras se va inasidera,
con mi gran amor dentrás,
la carne por su camino-
tu solo cuerpo posible:
tu dulce cuerpo pensado.
(La voz a ti debida, 1933)
PENSAR EN TI ESTA NOCHE
Pensar en ti esta noche
no era pensarte con mi pensamiento,
yo solo, desde mí. Te iba pensando
conmigo extensamente, el ancho mundo.
no era pensarte con mi pensamiento,
yo solo, desde mí. Te iba pensando
conmigo extensamente, el ancho mundo.
El gran sueño del campo, las estrellas,
callado el mar, las hierbas invisibles,
solo presentes en perfumes secos,
todo,
de Aldebarán al grillo te pensaba.
callado el mar, las hierbas invisibles,
solo presentes en perfumes secos,
todo,
de Aldebarán al grillo te pensaba.
¡qué sosegadamente
se hacía la concordia
entre las piedras, los luceros,
el agua muda, la arboleda tremula,
todo lo inanimado,
y el alma mía
dedicándolo a ti! Todo acudia
dócil a mi Ilamada, a tu servicio,
ascendido a intención y a fuerza amante.
se hacía la concordia
entre las piedras, los luceros,
el agua muda, la arboleda tremula,
todo lo inanimado,
y el alma mía
dedicándolo a ti! Todo acudia
dócil a mi Ilamada, a tu servicio,
ascendido a intención y a fuerza amante.
Concurrían las luces y las sombras
a la luz de quererte; concurrian
el gran silencio, por la tierra, plano,
suaves voces de nube, por el cielo,
al cántico hacia ti que en mi cantaba.
Una conformidad de mundo y ser,
de afán y tiempo, inverosímil tregua,
se entraba en mí, como la dicha entra
cuando llega sin prisa, beso a beso.
Y casi
dejé de amarte por amarte más,
en más que en mí, confiando inmensamente
ese empleo de amar a la gran noche
errante por el tiempo y ya cargaga
de misión, misionera
de un amor vuelto estrellas, calma, mundo,
salvado ya del miedo
al cadáver que queda si se olvida.
a la luz de quererte; concurrian
el gran silencio, por la tierra, plano,
suaves voces de nube, por el cielo,
al cántico hacia ti que en mi cantaba.
Una conformidad de mundo y ser,
de afán y tiempo, inverosímil tregua,
se entraba en mí, como la dicha entra
cuando llega sin prisa, beso a beso.
Y casi
dejé de amarte por amarte más,
en más que en mí, confiando inmensamente
ese empleo de amar a la gran noche
errante por el tiempo y ya cargaga
de misión, misionera
de un amor vuelto estrellas, calma, mundo,
salvado ya del miedo
al cadáver que queda si se olvida.
(Razón de amor, 1936)
LA MEMORIA EN LAS MANOS
Hoy son las manos la memoria.
El alma no se acuerda, está dolida
de tanto recordar. Pero en las manos
queda el recuerdo de lo que han tenido.
El alma no se acuerda, está dolida
de tanto recordar. Pero en las manos
queda el recuerdo de lo que han tenido.
Recuerdo de un piedra
que hubo junto a un arroyo
y que cogimos distraídamente
sin darnos cuenta de nuestra ventura.
Pero su peso áspero,
sentir nos hace que por fin cogimos
el fruto más hermoso de los tiempos.
A tiempo sabe
el peso de una piedra entre las manos.
En una piedra está
la paciencia del mundo, madurada despacio.
Incalculable suma
de dias y de noches, sol y agua
la que costó esta forma torpe y dura
que acariciar no sabe y acompaña
tan sólo con su peso, oscuramente.
Se estuvo siempre quieta,
sin buscar, encerrada,
en una voluntad densa y constante
de no volar como la mariposa,
de no ser bella, como el lirio,
para salvar de envidias su pureza.
Cuántos esbeltos lirios, cuántas gráciles
libélulas se han muerto, allí, a su lado
por correr tanto hacia la primavera!
Ella supo esperar sin pedir nada
más que la eternidad de su ser puro.
Por renunciar al pétalo, y al vuelo,
está viva y me enseña
que un amor debe estarse quizá quieto, muy quieto,
soltar la falsas alas de la prisa,
y derrotar así su propria muerte.
que hubo junto a un arroyo
y que cogimos distraídamente
sin darnos cuenta de nuestra ventura.
Pero su peso áspero,
sentir nos hace que por fin cogimos
el fruto más hermoso de los tiempos.
A tiempo sabe
el peso de una piedra entre las manos.
En una piedra está
la paciencia del mundo, madurada despacio.
Incalculable suma
de dias y de noches, sol y agua
la que costó esta forma torpe y dura
que acariciar no sabe y acompaña
tan sólo con su peso, oscuramente.
Se estuvo siempre quieta,
sin buscar, encerrada,
en una voluntad densa y constante
de no volar como la mariposa,
de no ser bella, como el lirio,
para salvar de envidias su pureza.
Cuántos esbeltos lirios, cuántas gráciles
libélulas se han muerto, allí, a su lado
por correr tanto hacia la primavera!
Ella supo esperar sin pedir nada
más que la eternidad de su ser puro.
Por renunciar al pétalo, y al vuelo,
está viva y me enseña
que un amor debe estarse quizá quieto, muy quieto,
soltar la falsas alas de la prisa,
y derrotar así su propria muerte.
También recuerdan ellas, mis manos,
Haber tenido un cabeza amada entre sus palmas.
Nada más misterioso en este mundo.
Los dedos reconocen los cabellos
lentamente, uno a uno, como hojas
de calendario: son recuerdos
de otros tantos, también innumerables
días felices,
dóciles al amor que los revive.
Pero al palpar la forma inexorable
que detrás de la carne nos resiste
las palmas ya se quedan ciegas.
No son caricias, no, lo que repiten
pasando y repasando sobre el hueso:
son preguntas sin fin, son infinitas
angustias hechas tactos ardorosos.
Y nada les contesta: una sospecha
de que todo se escapa y se nos huye
cuando entre nuestras manos lo oprimimos
nos sube del calor de aquella frente.
La cabeza se entrega. įEs la entrega absoluta?
El peso en nuestras manos lo insinúa,
los dedos se lo creen,
y quieren convencerse: palpan, palpan.
Pero una voz oscura tras la frente,
-įnuestra frente o la suya?-
nos dice que el misterio más lejano,
porque está allí tan cerca, no se toca
con la carne mortal con que buscamos
allí, en la punta de los dedos,
la presencia invisible.
Teniendo una cabeza asi cogida
nada se sabe, nada,
sino que está el futuro decidiendo
o nuestra vida o nuestra muerte,
tras esas pobres manos engañadas
por la hermosura de lo que sostienen.
Entre unas manos ciegas
que no pueden saber. Cuya fe única
está en ser buenas, en hacer caricias
sin casarse, por ver si así se ganan
cuando ya la cabeza amada vuelva
a vivir otra vez sobre sus hombros,
y parezca que nada les queda entre las palmas
el triunfo de no estar nunca vacías.
Haber tenido un cabeza amada entre sus palmas.
Nada más misterioso en este mundo.
Los dedos reconocen los cabellos
lentamente, uno a uno, como hojas
de calendario: son recuerdos
de otros tantos, también innumerables
días felices,
dóciles al amor que los revive.
Pero al palpar la forma inexorable
que detrás de la carne nos resiste
las palmas ya se quedan ciegas.
No son caricias, no, lo que repiten
pasando y repasando sobre el hueso:
son preguntas sin fin, son infinitas
angustias hechas tactos ardorosos.
Y nada les contesta: una sospecha
de que todo se escapa y se nos huye
cuando entre nuestras manos lo oprimimos
nos sube del calor de aquella frente.
La cabeza se entrega. įEs la entrega absoluta?
El peso en nuestras manos lo insinúa,
los dedos se lo creen,
y quieren convencerse: palpan, palpan.
Pero una voz oscura tras la frente,
-įnuestra frente o la suya?-
nos dice que el misterio más lejano,
porque está allí tan cerca, no se toca
con la carne mortal con que buscamos
allí, en la punta de los dedos,
la presencia invisible.
Teniendo una cabeza asi cogida
nada se sabe, nada,
sino que está el futuro decidiendo
o nuestra vida o nuestra muerte,
tras esas pobres manos engañadas
por la hermosura de lo que sostienen.
Entre unas manos ciegas
que no pueden saber. Cuya fe única
está en ser buenas, en hacer caricias
sin casarse, por ver si así se ganan
cuando ya la cabeza amada vuelva
a vivir otra vez sobre sus hombros,
y parezca que nada les queda entre las palmas
el triunfo de no estar nunca vacías.
Ο Πέδρο Σαλίνας, ο πιο μεγάλος σε ηλικία ποιητής από τη Γενιά του '27, γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1891 και πέθανε έξι δεκαετίες αργότερα στην αμερικανική Βοστώνη. Έχοντας ήδη εργαστεί ως λέκτορας στη Σορβόννη και, στη συνέχεια, ως τακτικός καθηγητής στη Σεβίλλη, βρήκε καταφύγιο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου στην Αμερική, συνεχίζοντας την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στο Wellesley College, και ακολούθως στα πανεπιστήμια της Βαλτιμόρης και του Πουέρτο Ρίκο. Παρ' όλη την αγάπη του στη θάλασσα και το μεσογειακό φως, στην ισπανική γλώσσα που ποτέ δεν εγκατέλειψε και παρά την αδυναμία πλήρους ένταξής του στον αμερικάνικο τρόπο ζωής, ο Σαλίνας δεν επέστρεψε ποτέ πια στην πατρίδα του.
Μολονότι η λογοτεχνική του παραγωγή καλύπτει όλα τα είδη του λόγου, αφοσιώθηκε περισσότερο στην ποίηση, της οποίας ο «αληθινός κύκλος», κατά τον φίλο του ποιητή Χόρχε Γκιγιέν (Jorge Guillén), βρίσκεται στα έργα Η φωνή που οφείλεται σ' εσένα (Μαδρίτη, 1933), Αιτία αγάπης(Μαδρίτη, 1936) και Μακρύς θρήνος (Μεξικό, 1946, πλήρης έκδοση 1975). Αυτή η τριλογία ανέδειξε τον Σαλίνας σ' έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους της ισπανικής ερωτικής ποίησης, καθώς μονίμως η θεματική του περιλαμβάνει μια ερωτική ιστορία που ξεκινάει από τη σωματική πληρότητα και την εκστατική κορύφωση ώστε να καταλήγει, με παθητικότητα, σε διάρρηξη της σχέσης. Σε αντίθεση με τα δύο πρώτα βιβλία, στο τελευταίο, που γράφτηκε στην Αμερική, κυριαρχεί το αίσθημα της εξορίας και της μοναξιάς.
(Largo lamento, 1975)
Πηγή: www.e-poema.eu=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.