Ευχαριστώ πολύ τον tranzistorer και τον dustroad.
Χωρίς τη συμβολή τους, δεν.
Χωρίς τη συμβολή τους, δεν.
Το «Gloomy Sunday» είναι το αρχετυπικό goth τραγούδι – στη σύλληψη, στη μελωδία, στις εκτελέσεις και στη μυθολογία που το γέννησε. Δεν ανέβηκε ποτέ στα charts, έγινε τρομακτικό ταμπού και αργότερα απέκτησε μυθώδη αξία, μετά χρίστηκε επικίνδυνο και στη συνέχεια έγινε σύμβολο τόλμης και γενναιότητας. Το «Gloomy Sunday» διανύει το εξηκοστό πέμπτο έτος της ιστορίας του και αντί να φυραίνει μέσα στο χρόνο, ανθίζει ακόμα περισσότερο…
Αυτή είναι η ιστορία του «Gloomy Sunday«…
Η Γέννηση της Κατάρας
Το τραγούδι γράφτηκε το 1933 στο Παρίσι από τον αυτοδίδακτο ούγγρο συνθέτη και πιανίστα Rezso Serres και από τη στιγμή που οι νότες του μπήκαν στην παρτιτούρα, ξεκίνησε ένα μακελειό αυτοκτονιών, σαν να απελευθέρωσαν μια δύναμη που όπλισε τους απεγνωσμένους, με το απαραίτητο σθένος για να πάρουν την απόφαση να ξεφορτωθούν μια και καλή το μαρτύριό τους μαζί με τη ζωή τους. Τρία χρόνια μετά από την πρώτη έκδοσή της, η μελωδία ταξίδεψε στην Αμερική ντυμένη με την ανατριχιαστική φήμη του «ουγγρικού αυτοκτονικού τραγουδιού«. Πρωτόλειο μουσικό marketing ή απλή δεισιδαιμονία, το αποτέλεσμα αυτής της φήμης ήταν να υποβληθεί το κοινό και ο Τύπος της εποχής στην πεποίθηση ότι αυτό ευθύνεται για το κύμα αυτοκτονιών που παρατηρήθηκε σε όσες πόλεις του κόσμου είχε φτάσει η μελωδία. Οι στίχοι του Ladislav Javor μεταφράστηκαν στα αγγλικά σε δύο εκδοχές – μία σκληρή του Desmond Carter και μια λυρικότερη του Sam Lewis. Η δεύτερη εκδοχή ήταν αυτή που κατέκτησε τις προτιμήσεις της πλειονότητας των καλλιτεχνών που αποφάσισαν να το διασκευάσουν. Η πρώτη βρετανική ηχογράφηση του τραγουδιού, ωστόσο, από τον Paul Robeson το 1935 είχε τους στίχους του Carter, ζοφερούς και ανελέητους. Από τότε, εκατοντάδες καλλιτέχνες από Αμερική, Αγγλία αλλά και χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, έχουν ηχογραφήσει το τραγούδι σε εκτελέσεις καλές ή κακές, ιδιαίτερες ή τυπικές – πάνως όμως, όλες γενναίες…
…δεν μπορούσε να ησυχάσει στο Παρίσι των αρχών της 30’s. Οι publishers δεν έπαιρναν τα τραγούδια του για να τα δώσουν σε μπάντες, έτσι ώστε να αρχίσει η μουσική του να παίρνει ζωή καταμεσής της belle epoque. Το πείσμα του ήταν τεράστιο – δεν δεχόταν να πιάσει πρωινή δουλειά, επέμενε στη μουσική του, τσακωνόταν με την ερωμένη του και σε έναν από αυτούς τους τσακωμούς, η κοπέλα τον εγκατέλειψε και έφυγε. Ο Serress την επόμενη μέρα, Κυριακή, χάζευε τα σύννεφα που πύκνωναν έξω από το παράθυρό του, μέχρι που έγιναν μια πυκνή, επίμονη βροχή. Αυτή ήταν η αφετηρία για το τραγούδι. Η άρνηση των publishers να «εκδώσουν» το τραγούδι, κάποια στιγμή κάμφθηκε όταν ένας από αυτούς, αποφάσισε να το κάνει. Ο εκστατικός Rezso μια εβδομάδα αργότερα, αναζήτησε την κοπέλα του… Αυτή βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της, με την παρτιτούρα του «Gloomy Sunday«… ΄Ηταν η πρώτη από τις πολλές αυτοκτονίες που θα σχετίζονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το «καταραμένο» τραγούδι… Μια νεαρή βερολινέζα υπάλληλος σε εμπορικό κατάστημα που βρέθηκε νεκρή στο δωμάτιό της με μια παρτιτούρα στο χέρι… Ένας τύπος που ζήτησε από την μπάντα στο club να παίξει το τραγούδι και αφού τέλειωσε, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα… Ο 82χρονος Νεοϋορκέζος που πήδηξε από τον έβδομο όροφο αφού πρώτα είχε παίξει τη μελωδία στο πιάνο… Η κοπέλα από την ίδια πόλη που αυτοκτόνησε με γκάζι ζητώντας σε σημείωμά της να παίξουν το τραγούδι στην κηδεία της… Η λονδρέζα νοικοκυρά που βρέθηκε στον καναπέ της νεκρή, από την αστυνομία η οποία αναγκάστηκε να παραβιάσει την πόρτα του σπιτιού της μέσα από παράπονα των γειτόνων ότι τους ενοχλεί η ένταση του γραμμοφώνου με τη βελόνα του να έχει «κολλήσει» μάλιστα στο ίδιο σημείο του δίσκου… Ο νεαρός στη Ρώμη που πάρκαρε τη μοτοσυκλέτα του, έδωσε όλα τα χρήματά του σε ένα ζητιάνο και πήδηξε από μια γέφυρα… Πάνω από διακόσιες αυτοκτονίες συνδέθηκαν από υπερβολικό σκανδαλοθηρικό ζήλο, ίσως, από τον Τύπο της εποχής με το δημιούργημα του Serres. Η φήμη του τραγουδιού απλώθηκε στην υδρόγειο, μέσα σε πέντε χρόνια…
Στέκομαι κατηγορούμενος
Η υστερία στην ειδησεογραφία της εποχής δεν άφησε ανεπηρέαστο τον ίδιο τον Serres: «Στέκομαι στη μέση όλης αυτής της θανατερής επιτυχίας ως κατηγορούμενος«, δήλωσε ο ίδιος όταν ρωτήθηκε για το τι είχε στο μυαλό του όταν έγραφε το τραγούδι. «Αυτή η μοιραία δόξα με πληγώνει. Ξόρκισα όλες τις απογοητεύσεις της καρδιάς μου σε αυτό το τραγούδι και φαίνεται ότι και άλλοι με αισθήματα όπως τα δικά μου έχουν βρει τα δικά τους τραύματα σε αυτό.» Πραγματικά, ο Serres δεν ένιωθε βολικά με όλο το hype που πήρε διαστάσεις αστυνομικού ρεπορτάζ. Ο πραγματικός λόγος, όμως, της δυστυχίας του ήταν ότι αυτή η κατάρα τον εμπόδιζε στην ουσία να συνεχίσει την καριέρα του, να «εκδώσει» και άλλες μελωδίες του, να δει τη μουσική του να ανθίζει. Ο Serres αυτοκτόνησε στη Βουδαπέστη, στις 12 Ιανουαρίου 1968, απογοητευμένος από την πορεία της καριέρας του, πηδώντας από το παράθυρο του διαμερίσματός του στο κενό, λίγο μετά από τα 69α γενέθλιά του, ενισχύοντας την στατιστική αλήθεια που θέλει την Ουγγαρία, ως μια από τις χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό κατάθλιψης και αυτοκτονιών.
Η απόλυτη gothic ιστορία
Το «Gloomy Sunday» ενέπνευσε περσσότερο εκείνους τους δυτικούς καλλιτέχνες που φλέρταραν με την απαισιοδοξία, αυτούς που θέλουν να προσδιορίζονται ως «παρακμιακοί», παρά τους φιλόδοξους διεκδικητές των charts. To τραγούδι και η αύρα που το περιβάλλει τα έχει όλα: θάνατο, απώλεια, εγκατάλειψη, αυτοχειρίες, ανατολή, μεσοπόλεμος, χαμένα όνειρα και παράτολμες ελπίδες, φλερτ με το σκοτάδι, άφθονος ρομαντισμός – ολόκληρο δηλαδή, το μωσαϊκό με τα μοτίβα που δημιούργησαν το δράμα στη μερίδα εκείνη της κοινωνίας του rock ‘n’ roll που είχε το ένα πόδι στην άβυσσο και το άλλο στην αυτοκαταστροφή.
Εκτελέσεις κατά ριπάς
Το τραγούδι έχει γνωρίσει εκατοντάδες εκτελέσεις από τα 30’s μέχρι σήμερα, από καλλιτέχνες που κατάγονται από τα τέσσερα μέρη του ορίζοντα Σε αυτή την αναδρομή-αφιέρωμα, συμπεριέλαβα εκτελέσεις με κριτήριο την σημαντικότητά τους στην ιστορία και την πρωτοτυπία τους. ‘Αφησα λοιπόν απ’ έξω, τις περισσότερες από τις jazz εκτελέσεις του τραγουδιού, πολλές από τις οποίες αξιόλογες (Jimmy Smith, Billy Eckstine, Creed Taylor, Dorothy Ashby, Cleveland Watkiss κ.λπ.) και όλες τις versions των ανατολικών χωρών λόγω ιδιαιτερότητας της γλώσσας που δεν βοηθάει στην κατανόηση του περιεχομένου, παρότι πολλές από αυτές είναι επίσης πολύ καλές (Boulanger Orchestra, Hernandi Judit, Raduly Mihaly κ.λπ.)
Για να είμαι ειλικρινής, το κριτήριό μου στις φωνητικές εκτελέσεις είναι ο τρόπος που ο κάθε ερμηνευτής ή ερμηνεύτρια επιλέγει να τονίσει – αποδώσει – εκφέρει τη ρίμα slumberless -numberless στην πρώτη στροφή του τραγουδιού. Σας προτείνω να κάνετε το ίδιο: τσεκάρετε το πάθος, την απόγνωση, τη λαχτάρα που ο καθένας τους εκφράζει με αυτές τις συγκεκριμένες δύο λέξεις… Η σειρά των τραγουδιών έχει φυσικά, χρονολογική ακολουθία. Με ένα κλικ πάνω στα κόκκινα ονόματα των καλλιτεχνών στους μεσότιτλους κατεβάζετε τα τραγούδια…
Βαθιά ανάσα…
Sunday is gloomy, my hours are slumberless…
Dearest, the shadows i live with are numberless…
Dearest, the shadows i live with are numberless…
Οι πρώτες εκτελέσεις σε Αμερική απο την ορχήστρα του Hal Kemp, και Αγγλία από τον Paul Robeson έγιναν το 1936.
O Hal Kemp στην Αμερική, ίδρωσε να καταφέρει να παίξει με την ορχήστρα του τη μελωδία ώστε να βγει ένα αποτέλεσμα που δεν θα ήταν καταθλιπτικό. Χρειάστηκαν είκοσι φορές να παίξουν το τραγούδι και μόλις στην εικοστή πρώτη, βρήκαν τη σωστή διάθεση και το τέμπο που κρίθηκε άξιο να ηχογραφηθεί. Η εκτέλεση του Hal Kemp έχει μια νυχτερινή υφή και ένα μπούζι πάνω της, παρότι ο ίδιος είχε αποκτήσει τη φήμη του για τον «γλυκό», χορευτικό ήχο του. Ο Kemp πέθανε το 1940 σε ηλικία 35 χρόνων.
Ο βαρύτονος, πρώην ποδοσφαιριστής και αριστερός πολιτικός ακτιβιστής Paul Robeson ερμήνευσε βαριά το τραγούδι για την His Master’s Voice, κατά πώς απαιτούσε η εποχή του, με στόμφο και απόλυτα αυστηρή ακρίβεια. Η εκδοχή των στίχων του Carter προτιμήθηκε από τον Robeson σε αντίθεση από τους ηπιότερους του Lewis που προτίμησε η συντριπτική πλειοψηφία των καλλιτεχνών για να ερμηνεύσουν. Η ερμηνεία του Robeson σήμερα ίσως ακούγεται παρωχημένη αλλά αξίζει να την ακούσει κανείς με την αίσθηση εκείνης της εποχής για να νιώσει το εκτόπισμα του.
Ο Robeson πέθανε το 1976 σε ηλικία 78 χρόνων.
O «βασιλιάς της jazz» των 20’s, Paul Whiteman και το music hall του Artie Shaw.
Ο Whiteman αποδίδει με την μπάντα του, για την εταιρία Victor, το 1936, μια εξαιρετικά αρχοντική εκτέλεση, μέσα στο πλαίσιο της εποχής του, βασισμένος πολύ στην ακρίβεια του τραγουδιστή του Johnny Hauser. Ο Whiteman πέθανε 77 χρόνων το 1967.
Το 1940, ο ανήσυχος κλαρινετίστας Artie Shaw που άλλαξε πέντε μπάντες στην καριέρα του, ηχογράφησε το τραγούδι στο ep «Don’t Fall Asleep«, με την Pauline Byrne στη βασική φωνή, πολύ στιλιζαρισμένη και «σωστή». H ορχήστρα του παίζει με τη διάθεση του πολυτελούς music hall και παιανίζει προς τη δόξα. Η εποχή των 78 στροφών ηχογραφούσε τη μελαγχολία σαν χλιδή. Ο Artie Shaw πέθανε σε ηλικία 94 χρόνων το 2004.
Η χιονοστιβάδα ξεκινάει με την Billie Holiday και ο τολμηρός εκατομμυριούχος playboy Charlie Barnet ανταποκρίνεται στην πρόκληση.
Η εκτέλεση που πυροδότησε όλο το ντόμινο του «αστικού μύθου» που κουβαλάει το τραγούδι κυκλοφόρησε και αυτή όπως και οι προηγούμενες, σε δίσκο 78 στροφών το 1941 για την Columbia με τον υπότιτλο «Το Δημοφιλές Ουγγρικό Αυτοκτονικό Τραγούδι«. H περιβόητη γοητεία της ερμηνείας της Billie, παραμένει μυστήριο για μένα. Μου διαφεύγει. Αντιπαθώ γενικά το γουργουρητό φωνητικό στιλ της αλλά πέραν τούτου, δεν μπορώ να κατανοήσω για το συγκεκριμένο τραγούδι, πώς είναι δυνατόν πολλοί να αντιλαμβάνονται αυτή την ερμηνεία ως «φονικό χάδι»… Στα δικά μου αυτιά ακούγεται σαν καπριτσιόζικο ερωτκό τσαλίμι, άρα καμία σχέση με τον «χαρακτήρα» του τραγουδιού… H Holiday πέθανε το 1959 σε ηλικία 44 χρόνων.
Ο Charlie Barnet πάλι, εκατομμυριούχος από καταγωγή, έξαλλος playboy (τα ανέκδοτα για τις ερωτικές περιπέτειές του ακομα κάνουν το γύρο…) και σπεσιαλίστας στο τενόρο σαξόφωνο, ήταν από τους πρώτους που τόλμησαν να φτιάξουν μικτές φυλετικά, ορχήστρες με μαύρους και λευκούς μουσικούς. Η εκτέλεση του Barnet και της Hard Bop Orchestra για την Capitol το 1949, αποδίδει με σασπένς και μυστήριο το κομμάτι με τα γυναικεία φωνητικά να προσθέτουν κομψότητα και περιπέτεια… Ο Charlie Barnet πέθανε το 1991 σε ηλικία 78 χρόνων.
H «βελούδινη ομίχλη» του Mel Torme και η κλαίουσα κιθάρα του Mickey Baker.
Δίκαια βαφτίστηκε «velvet fog» ο Mel Torme – ο υπέροχος αυτός cool crooner των 50’s- και δίκαια, πέρασε στην ιστορία του τραγουδιού η εκτέλεσή του, ως μια από τις καλύτερες. Το 1958 το συμπεριέλαβε στο album του «Torme» (Sound Products) δίνοντάς του μια ώχρα που κάθεται άψογα πάνω στην στιβαρή, βαθιά φωνή του. Ο Mel Torme πέθανε το 1999 σε ηλικία 74 χρόνων.
Ο Mickey Baker από το ντουέτο Mickey & Sylvia (το ρετρό classic τους»Love Is Strange» ακούγεται σαν κολοσός νοσταλγίας σήμερα) θεωρείται ένας από τους πιο επιδραστικούς κιθαρίστες των 50’s και 60’s στο blues και το roots rock. Στο album του «The Wildest Guitar» για την Atlantic, το 1959, έκανε μια blues εκτέλεση – ορισμό αυτού που λέμε «κλαίει με τις χορδές στο τάστο». Εξαιρετικά εκφραστική απόδοση.
Tα κορίτσια σε αντεπίθεση: η Miss Toni Fisher χαίρεται και η Bev Kelly μελαγχολεί με φινέτσα.
Εξαίρετη η δεσποινίδα Toni Fisher μέσα στην χορευτική swing pop φρενίτιδά της τραγουδάει με μπρίο, ευθύτητα και μια παράδοξη τόλμη που υπαγορεύεται προφανώς από την παραζάλη των στίχων, για το album της «The Big Hurt» στην Signet, το 1959. Απολαυστική και διαφορετική: δηλαδή αν ήταν χαρούμενο το τραγούδι, πόσο πιο uptempo θα το έλεγε; Η Toni Fisher πέθανε 68 ετών το 1999.
Η boheme Beverly Kelly έκανε μια υπόκωφα δραματική ερμηνεία, χαμηλών τόνων αλλά θεατρική. Δεν το «κλαίει» το τραγούδι, το υποδύεται με φινέτσα και γούστο. Ωστόσο η ξανθιά, καλοχτενισμένη jazz που περιλάμβανε το album της «Love Locked Out» στην Riverside το 1959 δε «ρισκάρει» πουθενά. Ίσως γι’ αυτό η καριέρα της Kelly ήταν βραχύβια παρά τα προσόντα της.
Οι ντίβες της εποχής, Sarah Vaughan και Ketty Lester, δίνουν τους καλύτερους εαυτούς τους για την περίσταση
Η Sarah Vaughan δεν υπήρχε περίπτωση να μην ερμηνεύσει το κομμάτι… Πλήρως εναρμονισμένη με την εποχή της αφήνεται στο νυχτερινό jazzy πλαίσιο με άνεση, προσφέροντας μια ελαφρώς εξωραϊσμένη εκτέλεση που συμπεριέλαβε στο album της «Divine One» στην Roulette το 1961. Πέθαν 66 χρόνων το 1990.
Ένα χρόνο μετά, το 1962, η Revonda Frierson, όπως βαφτίστηκε η τραγουδίστρια του «Love Letters«, αφήνει την βαθιά μελαγχολία της φωνής της να «δέσει» στο τραγούδι. Εύθραυστη, διακριτική και πραγματικά όμορφη, η εκτέλεσή της συμπεριλαμβάνεται στο album «Love Letters» στην εταιρία Era.
O Lou Rawls ως ανερχόμενος αστέρας και η Carmen McCrae ως αγέλαστη λαίδη
Στο τρίτο album του «Black And Blue» στην Capitol, το 1962, ο σπουδαίος soul jazz ερμηνευτής άφησε γενναία να φανεί μια συναισθηματική «κούραση» στην ερμηνεία του, αποδίδοντας το κομμάτι με το μεγαλείο ενός ανθρώπου που κατεχει πλήρως το στίχο που ξεστομίζει. Εξαιρετική χροια και άπιστευτη άνεση. Ο Lou Rawls πέθανε 71 χρόνων το 2006.
Η νεοϋορκέζα κυρία Carmen McCrae, με την πολύ διαφορετική φωνή από τη μέσα jazz ερμηνεύτρια θέλησε να αποδώσει το τραγούδι με μια δωρική αυστηρότητα και ένα ειρωνικό, δραματικό στοιχείο που δεν ξεσπάει ποτέ. Το συμπεριέλαβε στο album της «The Sound Of Silence» στην Bainbridge το 1967. Η McCrae πέθανε 74 χρόνων το 1994.
Ο καιρός της ψυχεδέλειας: πιο folky η Anna Black, πιο μοντέρνοι οι «άλλοι» Genesis, οι αμερικανοί.
Καθόλου γνωστή στο ευρύ κοινό, η Anna Black ήταν μια πολύ χαρισματική καλλιτέχνιδα από την Oklahoma με ινδιάνικο αίμα στις φλέβες της (από τη φυλή Chickasaw) που απέδιδε καλύτερα στο δικό της υλικό παρά στα standards. Καλή η φωνή της, με τσαγανό και μαγκιά χειραφέτησης αλλα απούσα η «ψυχή» της: την Anna δεν φαίνεται να την πολυνοιάζουν οι ζοφεροί στίχοι. Αυτό που τη νοιάζει μάλλον είναι το cool psych των 60’s και η αποδοχή από ένα κοινό που η ίδια ευχόταν να την εξυμνήσει για την τόλμη της να ερμηνεύσει το «ουγγρικό εκείνο» τραγούδι. Περιέχεται στο δεύτερο και τελευταίο album της «Meet Anna Black» στην Epic το 1968.
Οι Genesis από την άλλη, έβγαλαν ένα αριστουργηματικό album, το «In The Beginning» του 1968 στην Mercury αλλά έμελλε να μείνουν για πάντα στην αφάνεια, επειδή όλη τη δόξα την πήραν κάτι art school τύποι από την Αγγλία, με το ίδιο όνομα, που είχαν βάλει σκοπό τους να τυραννήσουν τα 70’s με το progressive στιλάκι τους. Η απόδοση των Genesis από το Los Angeles είναι ένα πραγματικό ψυχεδελικό, κομψοτέχνημα, υπόδειγμα έντεχνου rock, με φοβερή αίσθηση ρυθμού, την χίπικη εποχή να μοσχομυρίζει από το flower power και τη φωνή της Sue Richardson να ακολουθεί εκείνη της Grace Slick χωρίς να αντιγράφει όμως την επαναστατική φρενίτιδά της. Εξαίρετο, περιμένει απεγνωσμένα να ανακαλυφθεί.
Οι φωνές των βετεράνων με τα σωθικά που βράζουν: πιο soul ο Ray Charles και πιο bluesy ο Jimmy Witherspoon.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Ray Charles είχε στην κατοχή του την ετικέτα Tangerine στην οποία βγήκε το album του «I’m All Yours Baby!» του 1969 σε διανομή της ABC. Εκεί ο Charles ερμήνευσε το καταραμένο τραγούδι σε ύφος ρετρό ακόμα και για την εποχή του αλλά με εντυπωσιακά guts που ακούγονταν σαν να είχαν «καταπιεί» τα μονόστηλα των εφημερίδων των 30’s για τις αυτοκτονίες που ενέπνευσε. Ο Charles πέθαν 74 χρόνων το 2004.
Η εκτέλεση του βαρύ bluesman Jimmy Witherspoon το 1975 στο album «Spoonful» στην Avenue Jazz, έχει κάτι από την funk διάθεση που κατέκλυζε την εποχή του. Αργόσυρτος ο χαρακτήρας της ερμηνείας του εμπλουτίζετα με ένα έμμεσο groovy σασπένς. Η εγκατάλειψη και η απώλεια παίρνει βάθος από την ερμηνεία του… Ο Witherspoon πέθανε 77 χρόνων το 1997.
H κατάρα μολύνει τους νεοκυματικούς: η Lydia Lunch το υποδέχεται ως ντοπαρισμένη βασίλισσα του Σιάμ και ο Elvis Costello ως ερμηνευτής αναφοράς.
Η επισοδειακή Lydia Lunch είχε ήδη δημιουργήσει σάλο για την ακραία της παρουσία στους εμβληματικούς εκπρόσωπους του no wave, Teenage Jesus & The Jerks όταν κυκλοφόρησε το πρώτο album της «Queen Of Siam» το 1979 στην Triple X. Σε αυτό, θεώρησε καλό να συμπεριλάβει μια ψιθυριστή, μαστουρωμένη και δήθεν επικίνδυνη εκτέλεση του κομματιού αλλά η ίδια ακούγεται περισσότερο καβλωμένη σε ένα αγουροξυπνημένο κυριακάτικο πρωινό, παρά απεγνωσμένη… Θεωρώ, ότι την εκτέλεση της Billie ζήλεψε περισσότερο παρά οποιουδήποτε άλλου…
Ο Elvis Costello και οι Attractions, το 1981 περνούσαν μέρες εξαιρετικής παραγωγικότητας και στο πέμπτο θαυμάσιο album τους «Trust» στην F-Beat συμπεριέλαβαν μια απόδοσή τους στο κομμάτι, με διαύγεια, ανοιχτότητα, ειλικρίνεια και απλότητα δημιουργώντας μια από τις καλύτερες διασκευές που γνώρισε μέσα στα χρόνια η μελοποιημένη κατάρα του Serres. Θεωρώ ότι η ερμηνεία του Costello είναι μια από τις σημαντικότερες για να κατανοήσει κανείς την απεγνωσμένη αύρα του τραγουδιού.
Συντετριμμένοι ερμηνευτές μπροστά στο δέος του θέματος, οι Associates σε νεορομαντικό οίστρο και οι Swansway σε παραλήρημα αποδόμησης των πάντων.
Ο Billy McKenzie τραγούδησε στο καλύτερο και πιο «νεορομαντικό» album των Associates, «Sulk» (Wea) το 1982 το «Gloomy Sunday«, ως νάρκισος -φυσικά- που σαγηνεύεται από το είδωλό του στον καθρέφτη. Είναι ίσως η μόνη απόδοση του τραγουδιού στην οποία οι στίχοι ακούγονται αυτοαναφορικοί… Τραγουδάει σαν πετσικαρισμένο βινύλιο που σκοντάφτει σε αυλάκια που πατινάρουν την φωνή του, σαν μεθυσμένος εκπεσώντας άγγελος. Ο Billy ακούγεται σπουδαίος, εν πολλοίς επειδή ένοιωθε τέτοιος, ακούγεται «τελειωτικός» έπειδή φόρτιζε κάθε στιγμή του με την ύστατη ένταση. Η ίδια ένταση θα τον οδηγούσε στην αυτοκτονία στα 42 του χρόνια το 1997, συμβάλλοντας άθελά του (;) στην καταραμένη μυθολογία του τραγουδιού…
Οι βραχύβιοι ρομαντικοί 80’s boppers Swansway, συμπεριέλαβαν την εκτέλεσή τους στο «Gloomy Sunday«, ηχογραφημένη live ως b-side στο single «Soul Train» (το άλλο b-side ήταν μια live απόδση του «Summertime«) από το album τους «The Fugitive Kind» το 1983, στην Mercury. H εκδοχή τους δεν έχει μεγάλη αισθητική αξία, έχει όμως εκφραστική ευγλωτία: αποδομούν το τραγούδι στα εξ ων συνετέθη, με κατεστραμμένη ενορχήστρωση και με τον τραγουδιστή Rickie Jones σε μια ρεαλιστική αναπαράσταση προσωπικής διάλυσης.
O Μarc Almond βρίσκει την ιδανική δίοδο για το τέλειο δράμα και ο Peter Wolf δείχνει ένα άλλο πρόσωπο από αυτό του ξέσαλου rocker.
Ο Marc Almond επιφύλαξε στο τραγούδι την απόλυτα θεατρική ερμηνεία: μαζί με την κολλεκτίβα των Mambas (που συμπεριλάμβανε από Genesis P. Orridge μέχρι Lydia Lunch σε διάφορους σχηματισμούς) συμπεριέλαβε την ερμηνεία του σε ένα medley μαζί με τα «Narcissus» και «Vision» στο δεύτερο album των Mambas, «Torment And Torreros» του 1982. Η ίδια κολλεκτίβα ονομάστηκε Raoul & The Ruined για τις ανάγκες της κυκλοφορίας του live album «Bite, Black And Blues» το 1984 στην Gutterhearts – ως ένα περιορισμένης έκδοσης, «δώρο» του fan club του στους διψασμένους λάτρεις του. Υπερβολικός, μεγαλειώδης, βουτηγμένος στην παρακμή, αλλά και με το κεφάλι ψηλά αγκαλιάζει τη θλίψη του με γενναιότητα και στοργή…
O τραγουδιστής των J. Geils Band, Peter Wolf στο solo ντεμπούτο του το 1985, «Lights Out» για την EMI, ακούγεται ως νόστιμος κονφερασιέ του music hall παρά σαν δοκιμασμένος rocker που τιμάει ένα κλασικό τραγούδι. Στη διασκευή του, προσθέτει ένα oriental μοτίβο, μετά το δεύτερο μισό του τραγουδιού που ενισχύει την αύρα της Ανατολικής Ευρώπης, έτσι όπως την έχουν στο νου τους οι περισσότεροι Αμερικανοί. Μια εξωτική vintage βαριετέ εκτέλεση για το ευρύ κοινό των 80’s.
Οι Christian Death το εντάσουν στις «Φρικαλεότητές τους» και ο Serge Gainsbourg στο κύκνειο άσμα του.
Το 1986, οι Christian Death από το Los Angeles, μετρούσαν τον έβδομο χρόνο ύπαρξής τους και ήδη είχαν συμπεριλάβει την Gitane Demone στο θέατρο του μακάβριου παραλόγου που είχαν στήσει εκεί με τον Rozz Williams, αρχιτελετάρχη της καταχνιάς και του τρόμου. Στην εκτέλεσή τους, όμως από το album «Atrocities» στην Cleopatra το 1986 λείπει εντελώς ο τρόμος και μένει το μυστήριο. Η Gitane Demone μάλλον υποδύεται παρά ερμηνεύει…
Ο γάλλος μέντορας των ηδονών έμελλε να ηχογραφήσει το τελευταίο album της καριέρας του το 1987, το «You’re Under Arrest» στην Philips. Η εκτέλεσή του, προζαριστή και μέθυση φέρει τη χαρακτηριστική boheme φινέτσα του δεν καταφέρνει όμως να αναχθεί σε σπουδαία, γιατί να φτάσει αυτός στο τραγούδι, σύρει τη μελωδία στα μέτρα του για να χωρέσει την πληθωρική, πιπεράτη ατμόσφαιρα που δημιουργεί, χωρίς όμως να υπάρχει πραγματικά ανάγκη. Ο Gainsbourg πέθανε 63 χρόνων το 1998, περνώντας στην αιώνια μυθολογία των ευρωπαίων εκκεντρικών.
Πίσω στην jazz: γρέζι από την Abbey Lincoln, κρύσταλλο από την Carol Kidd.
Η Abbey Lincoln έχει ξεκάθαρα οδηγό στην καριέρα της το πνεύμα της Billie Holiday και δεν θα μπορούσε να το δηλώσει πιο ξεκάθαρα απότι στον τίτλο του album της «Abbie Sings Billie Vol. 1«, το 1987 στην Enja. Δίνει λοιπόν μια συναισθηματική ερμηνεία με τραβηγμένες τις συλλαβές και το υγρό γρέζι της να αναβλύζει γάργαρο από το λαιμό της. Πονεμένο και αλύτρωτο με ένα καημό που παραπέμπει ευθέως στην Holiday αλλά και που την ξεπερνάει κιόλας (…) τονίζεται από τα κρουστά και το σαξόφωνο που παραπαίουν σαν να κάνουν απονενοημένα βήματα προς το τέλος…
Η Carol Kidd πάλι, από την Γλασκώβη της Σκοτίας έχει μια φωνή σχεδόν βουκολικής καθαρότητας. Στο album της «The Night We Called It A Day» του 1990 στην Linn προσφέρει μια υποδειγματική acapella εκτέλεση που διαπνέεται από όλο τον πόνο και την τρυφερότητα του ουσιαστικού περιεχόμενου του τραγουδιού. Θυμίστε μου μόνο, γιατί δεν «έσκισε» εμπορικά…
Αρχαία τραγωδία από την Diamanda Galas και τυπική διεκπαιρέωση από την Sinead O’ Connor
H Diamanda Galas βγάζει τα σωθικά της με οδύνη και απελπισία στη μυσταγωγική ερμηνεία της χωρίς να αφήνει περιθώρια στον ακροατή να μην πάρει μια συναισθηματική θέση απέναντί της. Η έντασή της είναι κατακλυσμιαία. Συμπεριέλαβε τη διασκευή της στο album «The Singer» στην Muteτο 1992 αλλά και σε μια ελαφρώς διαφορετική εκτέλεση στο live album της «Malediction And Prayer«. Η ίδια η Galas έχει δηλώσει με στόμφο πως είναι η εκτέλεση του Paul Robeson αυτή που τη μάγεψε, με τους στίχους του Desmond Carter και όχι του Sam Lewis τον οποίο προτιμούν οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Φυσικά και η ίδια προτίμησε να ερμηνεύσει τα σκληρότερα λόγια του Desmond Carter. Η αίσθηση που αποπνέει είναι αρχετυπικά gothic με τη φωνή να τρέμει στον αέρα και με τη δύναμη της γυναικείας φύσης της να επιδεικνύει σαν λάφυρα τα δυνητικά κατορθώματά της.
Η «φαλακρή τραγουδίστρια» Sinead O’ Connor ερμήνευσε το κομμάτι στο album με διακευές «Am I Not Your Girl?» το 1992 στην Ensign. Η Sinead τραγουδάει σαν να βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου λίγο πριν τη βρει το μοιραίο γεγονός, σχεδόν σε καταστολή, παρότι κάποια έστω ψήγματα συναισθηματικής ερμηνείας αφήνονται να βγουν στην επιφάνεια. Χαμηλότονη και «σιωπηλή», η απόδοσή της δεν συγκαταλέγεται ούτε στις καλύτερες στιγμές της ίδιας, ούτε σίγουρα, στις θρυλικές διασκευές του τραγουδιού.
Η Gitane Demone επανορθώνει και ο Charles Brown ανοίγει την blues καρδιά του με τόλμη.
Η Demone μετά την εκτέλεσή της με τους Christian Death, ένιωσε την ανάγκη να το ξαναπεί στη solo πορεία της στο live album της «With Love And Dementia» το 1994 στην Cleopatra. H αινιγματική ερμηνεύτρια, ήπια και σιγοκαίουσα ακούγεται σαν Κασσάνδρα που δεν έχει αποκαλύψει ακόμη τον δυσοίωνο χρησμό της. Την επόμενη χρονιά, άρχισε να συνεργάζεται ξανά με τον Rozz Williams των Christian Death.
O βετεράνος του blues, Charles Brown στο album του «Just A Lucky So And So» στην Bullseye το 1994, παντρεύει ένα jazzy υπόβαθρο με την στιβαρή αλλά βαθύτατα μελαγχολική, «μαύρη» ερμηνεία του. Είναι συγκινητικό το πόσο «ανοιχτός» ακούγεται με τα αισθήματά του, πόσο δεν τα φοβάται, πόσο αγέρωχα θλιμένα ατενίζει κατάματα το μοιραίο ενδεχόμενο…
Το rock της ερήμου καταθέτει στεφάνι μέσω Louis Tillet και η Sarah McLachlan προσπαθεί να εξωραϊσει κάπως το βάρος του τραγουδιού.
Η απόλυτη εγκατάλειψη χαρακτηρίζει την ερμηνεία του Louis Tillet με τη συνοδεία της κιθάρας του Charlie Owen, χωρίς χυμούς, χωρίς καμία επλίδα, χωρίς κανένα φως. Το δράμα στο κομμάτι υπονοείται: ενώ όλα κυλούν μακάρια, νιώθεις υπόγεια τη «φρίκη» της φωνής του Tillet. Το συμπεριέλαβε στο album «Midnight Rain» το 1995 στην Red Eye.
Η φωνή της McLachlan έχει από τη φύση της έτοιμο ένα λυγμό και μια οδύνη που τη βοηθάει να αποδώσει όχι μόνο το συγκεκριμένο τραγούδι αλλά και οποιοδήποτε άλλο απαιτεί μοναχικότητα. Ειλικρινής και όμορφη, καταφέρνει να συγκινήσει με τη ζωντανή, «έντεχνη» εκτέλεσή της από το album «Rarities, B-Sides And Other Stuff» το 1996 στην Nettwerk.
Οι ιταλοί Lil Darling Hot Club αναπάντεχα καλοί και η Marianne Faithfull σε καθυστερημένο tribute.
H Liliana Di Marco -εκρηκτική από κάθε άποψη- με την μπάντα των ιταλών νεο-swingers Hot Club αποδίδουν στο δεύτερο album τους «All That Swing» στην La Citta Del Jazz το 1997, μια εξαίρετη διασκευή του τραγουδιού. Σε ήπιο jazzy μοτίβο αφήνουν τη φωνή της Di Marco να κεντήσει λαμβάνοντας σχεδόν τρισδιάστατη υπόσταση.
Το 1998, η Marianne Faithfull ενίσχυσε την ανθολογία της «A Perfect Stranger» στην Island, με τη διασκευή της στο κλασικό κομμάτι της κυριακίλας (copyright: dustroad) που ακούγεται στα αυτιά μου, εξαιρετικά αντιπαθής. Αυτό που με ενοχλούσε πάντα στην Faithfull είναι ότι προσέγγιζε όλα τα δραματικά θέματα των τραγουδιών της, υποδυόμενη την χαροκαμένη. Ποτέ δε με έπεισε ότι ένιωθε minimum αυτά που τραγουδoύσε – περισσότερο μιμούνταν το περιεχόμενο των τραγουδιών και υποδυόταν ρόλους που όλοι μα όλοι είχαν κάτι από αυτήν την γυναικεία καρτερικότητα που υποδηλώνει η βραχνάδα της . Στο πλαίσιο αυτό, η δική της διασκευή ακούγεται μίζερη και «λίγη».
H Heather Nova προσθέτει ένα ground beat για τα lifestyle ραδιόφωνα και η Bjork στις τελευταίες εμπνευσμένες στιγμές της το αποδίδει live.
Η Heather Nova στο album της «Storm» στην V2 το 1998, προτίμησε να προσθέσει ένα ground beat στο υπόβαθρο του τραγουδιού για να το κάνει «φιλικό». Δεν είναι όμως η τόλμη αυτό που χαρακτηρίζει την ερμηνεία της, είναι όμως η θηλυκή πλευρά της. Η Nova δε θυσιάζει τον αισθησιασμό της στη μελαγχολία αλλά καταφέρνει τελικά, να δημιουργήσει ένα καθαρά δικό της, διακριτό στιλ.
Η Bjork στη συναυλία που έδωσε στις 6 Ιανουαρίου 1999 στο National Theater του Reykjavik συμπεριέλαβε το τραγούδι στο set της, από το οποίο βγήκε και το bootleg «No Place Like Home«. Η ερμηνεία της είναι ιδιοσυγκρασιακή αλλά νιώθεις το δέος, το πάθος, την φυσικά έλξη της στο θέμα. Στο υπόβαθρο, μια υποβλητική music hall μαγεία με jazzy περίβλημα και πλάτες από έγχορδα δημιουργούν μια «υδάτινη» ξεχωριστή εκτέλεση.
Downtempo νεοκυματική αμερικανική μελαγχολία από τους Smithereens και Μουσική Δωματίου από τους Kronos Quartet.
Από τα πιο συνεπή και τίμια αμερικανικά συγκροτήματα του ανανεωτικού κολλεγειακού rock με ένα πρόσθετο «επαρχιώτικο» αίσθημα, οι Smithereens συμπεριέλαβαν το τραγούδι στο album τους «God Save The Smithereens» στην Koch το 1999. Ο Pat DiNizio τραγουδάει ιδανικά και συγκινητικά στο ρόλο ενός ευγενούς rocker και παραδίδει μια πράγματι όμορφη, χωρίς καμία μιζέρια εκτέλεση.
Έγχορδα σε μουσική δωματίου από ένα κουαρτέτο που έκανε crossover τη δύσκολη φόρμα που υπηρετεί, προς άλλα ακροατήρια. Εδώ η σύνθεση ακούγεται με ένα μαγικό τρόπο, ως απόηχος της απονενοημένης πράξης και όχι ως προάγγελος… Ένα επιμύθιο της εκτέλεσης μιας δραματικής απόφασης. Οι Kronos Quartet το συμπεριέλαβαν στο album «Caravan» στην Nonesuch το 2000.
Ο Ricky Nelson σε ρεσιτάλ και η Sarah Brightman σε αστοχία.
Ό,τι και να πεις θα είναι λίγο για την έξοχη εκτέλεση του Ricky Nelson, του αρχετυπικού pin-up των 50’s. Η διασκευή του συμπεριλήφθηκε αργά, μόλις το 2000 στο cd-box set «Legacy» στην Columbia το 2000. Βελούδινος, πραγματικά στενοχωρημένος αλλά καθόλου δυσοίωνος, ο Nelson αποδίδει μια από τις πιο αγαπημένες μου εκτελέσεις στο τραγούδι. Ο Ricky πέθανε 45 ετών το 1985.
Η φωνή της νίβας σοπράνο Sarah Brightman παραείναι αραχνοϋφαντη και αισθησιακή για να αποδώσει με πειστικότητα ένα τόσο βαρύ συναισθηματικά κομμάτι. Ωστόσο, στο album της «La Luna» στην Angel το 2000, το συμπεριέλαβε χωρίς να το φορτώσει με το λαμπερό στιλάκι της εμπορικής popera στην οποία επιδίδεται. Θα περίμενε κάποιος ότι θα το έχει ευνουχίσει. Δεν το κάνει, προς μεγάλη έκπληξη, αλλά δεν το αναδεικνύει κιόλας.
Το βιολί του ούγγρου Edvin Morton εκσυγχρονίζει την εθνική κληρονομιά του και η βροντώδης σκανδιναβή Karin Krog λιώνει της πέτρες στα φιόρδ της Νορβηγίας.
Ο ούγγρος βιολιστής Edvin Morton κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα εκτέλεση της μελωδίας στο album του «Strings And Beats» στην Ariola το 2003 κρατώντας την παραδοσιακή, σχεδόν τουριστική για τη χώρα του, αύρα του τραγουδιού, ντύνοντάς το παράλληλα με μια ambient ρυθμολογία για να το περάσει σε πιο μοντέρνα ακροατήρια.
Η Karin Krog είναι πράγματι μια σπουδαία Νορβηγίδα τραγουδίστρια της jazz που το 2003, με τη συνοδεία του πιανίστα Steve Kuhn, έκανε μια απολαυστική εκτέλεση στο κομμάτι και την συμπεριέλαβε στο album «Where You At» στην Enja. Η πληθωρική γοητεία της φωνής της είναι σπάνια σε αυτό το χώρο όπως και η σκανδιναβική δύναμή της που κάποια στιγμή λυγίζει κάτω από τα τραύματα της θλιβερής Κυριακής.
Εναλλακτικό street folk από τους Singing Loins και απλωμένος αυτοσχεδιασμός από τον Branford Marsalis
Οι Singing Loins είναι ένα εναλλακτικό τρίο μουσικών του δρόμου που από το 1990 παλεύουν να «επικοινωνήσουν» τη μουσική τους στο indie κοινό αυτού του κόσμου που δεν συγκινείται ιδιαίτερα μόνο από το αγγλοσαξωνικό folk. Η εκτέλεση των Αυστραλών στο album τους «The Complete And Utter» στην Damaged Goods το 2004, είναι μοναχική κι όμορφη χωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας ή δόξας. Απλά στέκεται σαν μια δήλωσή τους ότι επιθυμούν να ανήκουν στη λέσχη των καταραμένων που τόλμησαν.
Το 2004 επίσης, ο Branford Marsalis στο album «Eternal» στην Rounder, άπλωσε το κομμάτι σε έναν εκτεταμένο αυτοσχεδιασμό με το σαξόφωνό του να θυμίζει πολύ τον Coltrane. Η δωδεκάλεπτη εκτέλεσή του, αργή, υποβλητική, αισθησιακή και ανοικονόμητη περιστρέφεται γύρω από το μοτίβο της μελωδίας ελλειπτικά…
Σουηδική electronica από τους Dipper και λιβερπουλιανή, κοριτσίστικη αθωότητα από την Candie Payne.
Με στιλ από τη Σουηδία, το σχήμα των Dipper στο album «Sleepless Nights» το 2004 στην Real Estate, κάνουν μια εστέτ εκτέλεση με γερή παραγωγή και προζάτο μέρος στη μέση του τραγυδιού, ως μια μεταμοντέρνα άσκηση ύφους χωρίς την συναισθηματική ουσία μεν του περιεχομένου, αλλά με άφθονο phat beat που το κάνει υπολογίσιμο στο μοντέρνο maistream clubbing.
Η κομψή Candie από το Liverpool, τραγούδησε το κομμάτι για να το συμπεριάβει ως b-side στο ομώνυμο single του ντεμπούτου album της «I Wish I Could Have Loved You More» το 2007 στην Deltasonic. Με φόντο ένα πιάνο που στοιχειώνει, η Payne ερμηνεύει με στιλ και αθωότητα το τραγούδι και η ταπιενότητα ενός φρέσκου κοριτσιού υποκλίνεται και αποχωρεί.
Bonus Νο.1: το 1990 στην ισπανική ταινία «The Kovak Box» του Daniel Monzon, ένας συγγραφέας (Timothy Hutton) είναι παγιδευμένος στη Μαγιόρκα μαζί με ανθρώπους που φέρουν ένα microchip μέσα τους, το οποίο ενεργοποιείται όταν ακούνε το «Gloomy Sunday» και αυτοκτονούν. Στην ταινία το τραγούδι ερμηνεύεται από την πρωταγωνίστρια Lucia Jimenez, σε trip hop ύφος, εντελώς συμβατό με το πλαίσιο της εποχής. To motto της ταινίας είναι «Είσαι παγιδευμένος και δεν το ξέρεις καν»…
Bonus No.2: η εκτέλεση της Loreena McKennitt είναι μυστήριο για μένα. Δεν μπορώ να βρω πού και πότε το είπε. Το είπε όμως ως αραχνοϋφαντη ντίβα…
Bonus No.3: κυκλοφορεί μια εκτέλεση στο net, η οποία είναι βαφτισμένη ως των Portishead. Θεωρώ, ότι δεν είναι δική τους, αν και το ύφος του κομματιού μπορεί να ξεγελάσει με το αρκετά πειστικό trip hop υφάκι της. Αν ξέρετε τι είναι, please let me know.
https://tinyurl.com/mb2j34h
http://lyricsplayground.com/alpha/songs/g/gloomysunday.html
Sunday is gloomy, my hours are slumberless
Dearest the shadows I live with are numberless
Little white flowers will never awaken you
Not where the black coach of sorrow has taken you
Angels have no thought of ever returning you
Would they be angry if I thought of joining you?
Gloomy Sunday
Gloomy is Sunday, with shadows I spend it all
My heart and I have decided to end it all
Soon there'll be candles and prayers that are sad I know
Let them not weep let them know that I'm glad to go
Death is no dream for in death I'm caressing you
With the last breath of my soul I'll be blessing you
Gloomy Sunday
Dreaming, I was only dreaming
I wake and I find you asleep in the deep of my heart, here
Darling, I hope that my dream never haunted you
My heart is telling you how much I wanted you
Gloomy Sunday
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.