Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

100 χρόνια από τη δολοφονία της «Κόκκινης Ρόζας»




Μιλώντας το 1907 σε συγκέντρωση στη Στουτγκάρδη. Αριστερά και δεξιά τα πορτρέτα των Φερντινάντ Λασσάλ και Καρλ Μαρξ  (AP Photo)
Στις 15 Ιανουαρίου 1919 δολοφονήθηκε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ηταν 48 ετών. Ηταν σπουδαία επαναστάτρια. Ηταν φιλόσοφος και μαρξίστρια πολιτική θεωρητικός.
Μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ είχαν δημιουργήσει τους Σπαρτακιστές («Λεγεώνα Σπάρτακος»), οι οποίοι μετεξελίχτηκαν στο Γερμανικό Κομουνιστικό Κόμμα, ως αποτέλεσμα της αντιπαράθεσής τους με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (στο οποίο ανήκαν έως τότε) που υποστήριζε την ένταξη της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στις 15 Ιανουαρίου 1919, με τη βοήθεια χαφιέ που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Καρλ, στο Βερολίνο από τα Φράικορπς (σ.σ. παραστρατιωτικές οργανώσεις που συγκροτήθηκαν στη Γερμανία μετά το τέλος του Α’ Π.Π.) και δολοφονήθηκαν την ίδια μέρα.
Σύμφωνα με τον Πάουλ Φρέλιχ, σύντροφο της Ρόζας: «Ο Λίμπκνεχτ δέχτηκε χτυπήματα με υποκόπανο όπλου. Κατόπιν τον ρίξανε σε ένα αυτοκίνητο, φτάσανε στο Νόιερ Σέε μέσα στο πάρκο Τιέργκαρντεν, τον βγάλανε από το αυτοκίνητο μισολιπόθυμο, τον τράβηξαν μερικά βήματα και τον δολοφόνησαν. Το πτώμα του το παρέδωσαν κατόπιν σε ένα σταθμό πρώτων βοηθειών με τη δήλωση ότι πρόκειται για το πτώμα αγνώστου… Με δυο χτυπήματα του υποκόπανου έσπασαν το κρανίο τη Ρόζας. Σχεδόν άπνους ρίχτηκε μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Μερικοί αξιωματικοί πηδήσανε στο όχημα. Ενας χτύπησε τη Ρόζα με τη λαβή του περιστρόφου του. Ο υπολοχαγός Φόγκελ την πυροβόλησε στο κεφάλι. Το πτώμα μεταφέρθηκε μέσω του Τιέργκαρντεν και από εκεί ρίχτηκε από ψηλά, από τη γέφυρα του Λιχτενστάιν, στο κανάλι Λάνβεχρ. Τον Μάη του 1919 το πτώμα βγήκε στην όχθη».
Η κηδεία του Καρλ Λίμπκνεχτ έγινε στις 25 Γενάρη και της Ρόζας Λούξεμπουργκ στις 13 Ιούνη του 1919. Και οι δύο μετατράπηκαν σε λαϊκές διαδηλώσεις. ...
Η αρχή
Η «Κόκκινη Ρόζα», όπως ονομάστηκε η Λούξεμπουργκ, από μαθήτρια ήδη συμμετείχε στο «Προλεταριάτο», έναν παράνομο σοσιαλιστικό κύκλο στη Βαρσοβία. Θέλοντας ν’ αγωνιστεί στους κόλπους του «κόμματος-οδηγού» της Διεθνούς, του SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας), έκανε ένα λευκό γάμο που της έδωσε τη γερμανική υπηκοότητα.
Μαχητική μαρξίστρια, θεμελίωσε τη θεωρία περί «αυθόρμητης επανάστασης». Σύμφωνα με αυτήν, ένα κοινωνικό κίνημα δεν γεννιέται κατά παραγγελία, ούτε θεσπίζεται με νόμο και ο βασικός ρόλος του εργατικού κόμματος συνίσταται στο να εκπαιδεύει τις μάζες αντίθετα προς το ρεύμα, δίνοντάς τους νόημα και προσανατολισμό.
Εναντιώθηκε στον Α’ Π.Π. και έκανε έντονη κριτική και στην Οκτωβριανή Επανάσταση, κατηγορώντας τους Μπολσεβίκους ότι αφαίρεσαν από τα Σοβιέτ το νόημά τους, αποκλείοντας από τους κόλπους τους όλους όσοι σκέφτονταν διαφορετικά.
Μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ, τους Κλάρα Τσέτνικ, Φραντς Μέρινγκ κ.ά. δημιούργησε τη Σπαρτακιστική Ομοσπονδία την 1η Ιανουαρίου 1916. Κυκλοφορούσαν παράνομα φυλλάδια με την υπογραφή «Σπάρτακος» (Spartacus) από το όνομα του επαναστάτη μονομάχου θρακικής καταγωγής.
Η ίδια πήρε το κωδικό όνομα «Junius» από τον Λούκιους Γιούνιους (Ιούνιο) Βρούτους, τον Ρωμαίο συγκλητικό με την οικογενειακή αντιμοναρχική παράδοση που λέγεται πως ίδρυσε τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία.
Το τέλος
Το 1916 η Λούξεμπουργκ καταδικάστηκε σε φυλάκιση δυόμισι ετών, όπως και ο Καρλ Λίμπκνεχτ. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη φυλακή μετατέθηκε δύο φορές, πρώτα στο Πόζναν και μετά στο Βρότσλαβ. Εκείνη την εποχή έγραψε επιστολές καθώς και αρκετά άρθρα ως «Γιούνιους», τα οποία περνούσαν λαθραία έξω οι φίλοι της και τα εξέδιδαν παρανόμως (σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονταν «Η Ρώσικη Επανάσταση», στην οποία κριτίκαρε τους Μπολσεβίκους για μια σειρά αιτιών.
Εκεί έγραψε επίσης το πολύ γνωστό «Η ελευθερία είναι πάντα και αποκλειστικά ελευθερία γι’ αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά»).
Μετά την παραίτηση του Κάιζερ (Νοέμβρης 1918) ανέβηκαν στην εξουσία το SPD και το USPD (ομάδα αντιπολεμικών πρώην μελών του SPD), ενώ οι Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ απελευθερώθηκαν από τους συντρόφους τους. Ενα μήνα αργότερα το USPD εγκατέλειψε τον συνασπισμό, κατηγορώντας τους σοσιαλιστές για καπιταλιστικούς συμβιβασμούς.
Την 1η Ιανουαρίου του 1919 ο Σπάρτακος μαζί με άλλες σοσιαλιστικές και κομουνιστικές ομάδες ίδρυσαν το Κομουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD). Λίγες μέρες αργότερα έγινε η εξέγερση των Σπαρτακιστών, στην οποία συμμετείχε και η Λούξεμπουργκ, αν και από την αρχή είχε ταχθεί εναντίον της, θεωρώντας πως ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.
Ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης, Φρίντριχ Εμπερτ, χρησιμοποίησε τις εθνικιστικές πολιτοφυλακές (Freikorps) για να καταστείλει την εξέγερση. Οι Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στις 15 Ιανουαρίου και λίγες ώρες αργότερα δολοφονήθηκαν.
Λίγες ώρες πριν η ίδια είχε γράψει: «Η ηγεσία απέτυχε. Ακόμα κι έτσι, η ηγεσία πρέπει να ξαναδημιουργηθεί από τις μάζες και μέσα από τις μάζες. Οι μάζες είναι ο αποφασιστικός συντελεστής, ο βράχος που πάνω του θα θεμελιωθεί της επανάστασης η τελική νίκη. Οι ιστορικές ήττες είναι η τιμή και η δύναμη του διεθνούς σοσιαλισμού. Και γι’ αυτό η μελλοντική νίκη θα ανθήσει μέσα από αυτή την ήττα. «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο!». Ηλίθιοι δήμιοι! Η «τάξη» σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Η επανάσταση αύριο «θα υψώσει τη βροντερή φωνή της ώς τους ουρανούς». Τρομαγμένοι θ’ ακούσετε το νικητήριό της σάλπισμα: – Ημουν, είμαι και θα είμαι».
Γράμμα από τη φυλακή
«Το μαγικό μυστικό είναι απλώς η ίδια η ζωή»
Η Σόνια Λίμπκνεχτ, σύζυγος του Καρλ Λίμπκνεχτ, ήταν στενή φίλη της Ρόζας. Η τελευταία συνήθιζε να της γράφει συχνά από τη φυλακή. Η κάτωθι επιστολή εστάλη από το Βρότσλαβ της Πολωνίας, μέσα του Δεκέμβρη 1917, σχεδόν ένα χρόνο πριν από τη δολοφονία της. Εμπεριέχει ουσιαστικά με γλαφυρό, καίριο, αλλά κυρίως βαθιά ανθρώπινο τρόπο όλη τη φιλοσοφία της μεγάλης επαναστάτριας για την ίδια τη ζωή.
«Ο Καρλ βρίσκεται στη φυλακή Λουκάου ένα χρόνο τώρα. Αναλογίζομαι αυτό το γεγονός τόσο συχνά αυτόν τον μήνα όπως και το γεγονός ότι είναι μόλις ένας χρόνος από τότε που ήρθε να με δει στο Βρόνκε και μου έδωσε εκείνο το υπέροχο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αυτή τη φορά κανόνισα να πάρω ένα εδώ, αλλά μου έφεραν ένα τόσο άθλιο δεντράκι, με κάποια από τα κλαδιά του σπασμένα –δεν υπάρχει καμία σύγκριση μεταξύ αυτού και του δικού σας. Σίγουρα δεν ξέρω πώς θα καταφέρω να στερεώσω και τα οκτώ κεριά που έχω πάρει γι’ αυτό. Αυτά είναι τα τρίτα μου Χριστούγεννα στη φυλακή, αλλά δεν χρειάζεται να το πάρεις κατάκαρδα. Είμαι τόσο ήρεμη και χαρούμενη όσο ποτέ. Χθες το βράδυ ξαγρύπνησα πολύ. Πρέπει να πηγαίνω για ύπνο στις δέκα, αλλά ποτέ δεν με παίρνει ο ύπνος πριν από τη μία το πρωί, γι’ αυτό ξαπλώνω στο σκοτάδι κι αναλογίζομαι πολλά πράγματα. Χθες το βράδυ οι σκέψεις μου ταξίδευαν τόσο μακριά: πόσο περίεργο είναι ότι βρίσκομαι πάντα σε ένα είδος χαρούμενης μέθης, αν και χωρίς φανερό λόγο.
Είμαι εδώ ξαπλωμένη σε ένα σκοτεινό κελί πάνω σε ένα στρώμα σκληρό σαν πέτρα· το κτίριο έχει τη συνηθισμένη του σιγή νεκροταφείου, τόσο που κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να είναι ήδη στον τάφο· από το παράθυρο πέφτει κατά μήκος του κρεβατιού μια λάμψη φωτός από τη λάμπα που καίει όλη τη νύχτα μπροστά από τη φυλακή. Κατά διαστήματα ακούω αχνά στο βάθος τον θόρυβο ενός διερχόμενου τρένου ή κοντά μου τον ξερόβηχα του δεσμοφύλακα, που φορώντας τις βαριές μπότες του κάνει μερικά αργά βήματα για να ξεπιαστεί. Το τρίξιμο του χαλικιού κάτω από τα πόδια του έχει έναν τόσο απελπιστικό ήχο που εκπέμπει στο νωπό και ζοφερό βράδυ όλη την κούραση και τη ματαιότητα της ύπαρξης.
Είμαι ξαπλωμένη εδώ μόνη και σιωπηλή, περιτριγυρισμένη από τις πολλές μαύρες πλευρές του σκότους, της ανίας, της ανελευθερίας και του χειμώνα –και όμως η καρδιά μου χτυπάει με ανυπολόγιστη και ακατανόητη εσωτερική χαρά, ακριβώς σαν να διέσχιζα ένα ανθισμένο λιβάδι στη λαμπρή λιακάδα. Και μέσα στο σκοτάδι χαμογελώ στη ζωή, σαν να ξέρω το μαγικό μυστικό που μου επιτρέπει να μετατρέπω όλη την κακία και την ψευτιά σε γαλήνη και ευτυχία. Αλλά όταν τριβελίζω τον νου μου για την αιτία αυτής της χαράς, ανακαλύπτω πως δεν υπάρχει καμιά αιτία και γελάω με μένα.
Πιστεύω ότι το μαγικό μυστικό είναι απλώς η ίδια η ζωή. Αυτό το βαθύ σκοτάδι της νύχτας είναι απαλό και υπέροχο σαν βελούδο –αρκεί να το δει κανείς με το σωστό τρόπο. Το τρίξιμο του βρεγμένου χαλικιού κάτω από το αργό και βαρύ πάτημα του δεσμοφύλακα είναι κι αυτό ένα υπέροχο μικρό τραγούδι της ζωής –για κάποιον που έχει αυτιά να ακούσει. Κάτι τέτοιες στιγμές σε σκέφτομαι και αυτό για να μπορούσα να δώσω και σε σένα αυτό το μαγικό κλειδί. Τότε θα ήσουν ανά πάσα στιγμή σε θέση να δεις την ομορφιά και τη χαρά της ζωής· τότε επίσης θα μπορούσες να βιώσεις αυτή τη γλυκιά μέθη και ν’ ανοίξεις τον δρόμo σου σε ένα ανθισμένο λιβάδι.
Μη νομίσεις πως σε εξαπατώ με απολαύσεις της φαντασίας μου ή ότι κηρύσσω τον ασκητισμό. Θέλω να γευτείς όλες τις πραγματικές απολαύσεις των αισθήσεων. Η μόνη μου λαχτάρα είναι να σου προσφέρω την ανεξάντλητη εσωτερική μου γαλήνη. Ετσι θα είμαι ήσυχη ότι στο πέρασμά σου από τη ζωή θα είσαι ντυμένη μ’ έναν αστροστολισμένο μανδύα που θα σε προστατεύει από κάθε μικροπρεπές, ασήμαντο ή ενοχλητικό.
Ενδιαφέρομαι να ακούσω για αυτά τα υπέροχα τσαμπιά μούρων, τα μαύρα και τα βιολετί που μάζεψες στο Πάρκο Στέγκλιτζ. Τα μαύρα μούρα μπορεί να ήταν αφροξυλιάς –ξέρεις φυσικά τα μούρα αφροξυλιάς που κρέμονται σε παχιές και βαριές συστάδες ανάμεσα σε φύλλα σε σχήμα βεντάλιας. Μάλλον όμως ήταν αγριομυρτιάς· με λυγερές και κομψές, στητές κορφές μούρων ανάμεσα σε στενά μακρουλά πράσινα φύλλα. Τα κοκκινωπά βιολετί μούρα, σχεδόν κρυμμένα από μικρά φύλλα, πρέπει να ήταν εκείνα της μουσμουλιάς-νάνου· το κανονικό τους χρώμα είναι το κόκκινο, αλλά αυτήν την εποχή που είναι υπερώριμα και αρχίζουν να σαπίζουν, παίρνουν συχνά μια βιολετί απόχρωση. Τα φύλλα της είναι σαν αυτά της μυρτιάς, μικρά, αιχμηρά, σκούρα πράσινα, σαν δέρμα από τη μια πλευρά αλλά τραχιά από κάτω.
Σονιούσα, γνωρίζεις το «Verhängnisvolle Gabel» (σ.σ. η σατιρική κωμωδία «Το μοιραίο πιρούνι») του Πλάτεν (σ.σ. Γερμανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας);Θα μπορούσες να μου το στείλεις ή να μου το φέρεις όταν θα έρθεις; Ο Καρλ μού είπε ότι το είχε διαβάσει στο σπίτι. Τα ποιήματα του Τζορτζ είναι υπέροχα. Τώρα ξέρω από πού πήρες τον στίχο «Και ανάμεσα στο θρόισμα των ροδοκόκκινων σιτηρών», το οποίο λάτρευες να αναφέρεις όταν περπατούσαμε στην εξοχή.
Ελπίζω να μου αντιγράψεις το «neuen Amadis» (σ.σ. ποίημα του Γκέτε) όταν έχεις χρόνο. Μου αρέσει τόσο πολύ αυτό το ποίημα (φυσικά χάρη στη σύνθεση του Ούγκο Βολφ) αλλά δεν το έχω εδώ.
Ξαναδιάβασα το «Η Ιστορία του Υλισμού» του Λάνγκε (σ.σ. σοσιαλιστής, που ενδιαφέρθηκε αρκετά για την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς), το οποίο έβρισκα πάντα εμψυχωτικό και αναζωογονητικό. Ελπίζω λοιπόν ότι θα το διαβάσεις κάποια μέρα.
Αχ, Σονίτσκα καλή μου, πρόσφατα σφίχτηκε η καρδιά μου. Στον προαύλιο χώρο που περπατώ, φτάνουν συχνά κάρα του στρατού, φορτωμένα τσουβάλια παλιά χιτώνια και πουκάμισα από το μέτωπο· μερικές φορές λεκιασμένα με αίμα. Στέλνονται στα κελιά των γυναικών για να μπαλωθούν και μετά πάνε πίσω για να χρησιμοποιηθούν ξανά από τον στρατό.
Τις προάλλες, ένα από αυτά τα κάρα το έσερναν βούβαλοι αντί για άλογα. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ από τόσο κοντά αυτά τα πλάσματα. Είναι πολύ πιο γεροδεμένα από τα δικά μας βόδια, με επίπεδα κεφάλια και κέρατα έντονα κυρτά προς τα κάτω, κι έτσι τα κρανία τους μάλλον μοιάζουν με των προβάτων. Είναι μαύρα με μεγάλα ήρεμα μάτια. Ερχονται από τη Ρουμανία, είναι τρόπαια του πολέμου…
Οι στρατιωτικοί οδηγοί είπαν πως ήταν πολύ δύσκολο να πιάσεις αυτά τα ζώα, που έτρεχαν διαρκώς άγρια κι ακόμη πιο δύσκολο να τα χαλιναγωγήσεις. Τα είχαν ξυλοκοπήσει χωρίς οίκτο –σύμφωνα με την αρχή του «vae victis» (σ.σ. ουαί τοίς ηττημένοις). Υπάρχουν καμιά εκατοσταριά στο Βρότσλαβ και μόνο. Είναι συνηθισμένα στα πλούσια ρουμανικά λιβάδια και εδώ πρέπει να τα βγάλουν πέρα με λιγοστή άπαχη ζωοτροφή. Τα εκμεταλλεύονται αδίστακτα, να κουβαλάνε βαριά φορτία, να δουλεύουν μέχρι πραγματικά να πεθάνουν. Πριν από λίγες μέρες ήρθε ένα κάρο με τσουβάλια, τόσο υπερφορτωμένο που τα βουβάλια δεν κατάφερναν να το σύρουν από κατώφλι της πόρτας.
Ο στρατιωτικός επόπτης, ένας κτηνώδης τύπος, άρχισε να χτυπάει τα φτωχά θηρία με τη σκληρή λαβή του μαστιγίου του, τόσο βάρβαρα που ο επιστάτης της πύλης τον ρώτησε αγανακτισμένος αν νιώθει έστω κάποια συμπόνια για τα ζώα. «Οχι περισσότερο απ’ όση νιώθει κάποιος για μας τους ανθρώπους» απάντησε με ένα σατανικό γέλιο και υπερδιπλασίασε τις βουρδουλιές. Στο μεταξύ τα βουβάλια κατάφεραν να σύρουν το φορτίο πάνω από το εμπόδιο, αλλά ένα από αυτά αιμορραγούσε. Ξέρεις πως το δέρμα τους φημίζεται για το πάχος και την ανθεκτικότητά του κι όμως είχε κατακοπεί.
Την ώρα της εκφόρτωσης τα θηρία, απόλυτα εξαντλημένα, στέκονταν εντελώς ακίνητα. Εκείνο που αιμορραγούσε κοιτούσε μπροστά κι είχε μια έκφραση στο μαύρο του πρόσωπο και στα ήρεμα μαύρα μάτια του, ακριβώς σαν κλαμένο παιδί –ένα παιδί που έχει τιμωρηθεί άγρια και δεν ξέρει γιατί κι ούτε ξέρει πώς να ξεφύγει από αυτό το μαρτύριο της ωμής βίας. Στάθηκα μπροστά στο κοπάδι· το θηρίο με κοίταξε: δάκρυα ανέβλυζαν από τα μάτια μου –ήταν τα δικά του δάκρυα. Τα βάσανα ενός πολυαγαπημένου μου αδερφού δεν θα μπορούσαν να με συγκινήσουν πιο βαθιά από όσο η ανικανότητά μου μπροστά σε αυτή τη βουβή οδύνη.
Πόσο μακριά, πόσο άπιαστα, πόσο χαμένα ήταν τα πλούσια πράσινα λιβάδια της Ρουμανίας! Πόσο διαφορετικά έλαμπε εκεί ο ήλιος, φυσούσε ο άνεμος· πόσο διαφορετικά ήταν εκεί με το τραγούδι των πουλιών και το μελωδικό κάλεσμα του βοσκού. Αντ’ αυτού ο φριχτός δρόμος, ο αποπνικτικός στάβλος, το βρομερό σανό ανακατεμένο με σάπιο άχυρο, οι παράξενοι και απαίσιοι άνθρωποι. Χτύπημα στο χτύπημα και το αίμα να τρέχει από ανοιχτές πληγές. Φτωχέ μου φουκαρά, είμαι τόσο ανίσχυρη, τόσο άφωνη όσο εσύ. Είμαι ένα με σένα στον πόνο μου, στην αδυναμία μου και στη λαχτάρα μου.
Στο μεταξύ οι κρατούμενες συνωστίζονταν η μια πάνω στην άλλη καθώς ξεφόρτωναν γρήγορα το κάρο και κουβαλούσαν τα βαριά σακιά μέσα στο κτίριο. Ο οδηγός με τα χέρια στις τσέπες βημάτιζε πάνω-κάτω στο προαύλιο χαμογελώντας μόνος του ενώ σφύριζε ένα γνωστό σκοπό. Ολο το μεγαλείο του πολέμου πέρασε μπροστά από τα μάτια μου!…
Γράψε μου σύντομα Σονίτσκα, σε φιλώ.
Η Ρόζα σου
Μη σε νοιάζει, Σονιούτσκα μου· πρέπει εν τούτοις να είσαι ήρεμη και ευτυχισμένη. Αυτή είναι η ζωή και πρέπει να τη ζήσουμε όπως είναι, θαρραλέα, ανυποχώρητα, χαμογελαστά –παρ’ όλα αυτά».
Η ανυποχώρητη θαρραλέα
Από πολύ μικρή φάνηκε πως η παθιασμένη με την επανάσταση Ρόζα ήξερε τι ήθελε. Και αυτό δεν ήταν άλλο παρά η ίδια η ζωή.
«Από πολύ νεαρή ηλικία, η Ρόζα θεωρούσε ότι η πολιτική ήταν μεγάλο κομμάτι της ζωής της» έχουν γράψει βιογράφοι της. «Ηθελε τα πάντα: γάμο και παιδιά, βιβλία και μουσική, περιπάτους τα καλοκαιρινά βράδια και επανάσταση».
Παντρεύτηκε μεν, αλλά μόνο για να αποκτήσει γερμανικά πολιτικά δικαιώματα – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έζησε και σφοδρούς έρωτες.
Ηταν ακόμα φοιτήτρια στην Πολωνία, συνδέθηκε με τον Leo Jogiches, έναν Λιθουανό Εβραίο τρία χρόνια μεγαλύτερό της με επαναστατική φήμη, με τον οποίο ερωτεύτηκαν και εξέδωσαν μαζί την εφημερίδα Sprawa Robotnicza (Εργατική Υπόθεση), σε αντιπολίτευση των εθνικιστικών πολιτικών του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Παιδιά δεν έκανε. Εκανε όμως αγώνες και δεν απαρνήθηκε ποτέ τη γυναικεία της φύση. Ισα ίσα που όλη της τη ζωή (που δεν ήταν και πολύ μεγάλη) αγωνίστηκε για την ελευθερία, την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη για όλους ανεξαιρέτως:
● «Η προσωπική ευτυχία και ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη», είχε πει, «έπρεπε να συνυπάρχουν». «Αν οι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει το σεξ και την τέχνη όταν έκαναν επανάσταση θα δημιουργούσαν έναν κόσμο πιο άκαρδο από αυτόν που πάλευαν ν’ αλλάξουν».
● «Ελευθερία μόνο για τα μέλη της κυβέρνησης, μόνο για τα μέλη του Κόμματος –αν και είναι πολυάριθμα– δεν είναι καθόλου ελευθερία. Η ελευθερία είναι ελευθερία γι’ αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά»
Γράφει: Νόρα Ράλλη
efsyn.gr
=====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.