Αυτά τα παλιά χρόνια ήταν τα καλύτερα!
Στα δύσκολα χρόνια μάθημα
Τις σημερινές μας μαρτυρίες τις πήραμε από τέσσερεις παλιούς δασκάλους, όμως και από έναν μαθητή που μαθήτευσε στο Δημοτικό Γαλιάς το 1935, και όλοι τους θα μας ταξιδέψουν σε μια σχολική τάξη πριν τη κατοχή, κάπου στη δεκαετίες του ’30 και ’40.
Ο δάσκαλος του δημοτικού της εποχής εκείνης, με τα πενιχρά χρήματα που του έδινε η πολιτεία, έκανε ότι μπορούσε για να εκπληρώσει το καθήκον του, που ήταν ασφαλώς καθαρό λειτούργημα. Όμως πρέπει να τονίσουμε πως για να ανταπεξέλθει ο δάσκαλος στις δύσκολες και αντίξοες συνθήκες που βίωνε η ταλαιπωρημένη Ελλάδα, πολλές φορές ξεπέρναγε τον ίδιο τον εαυτό του!
Κάποιες φορές τα προβλήματα ήταν τόσο τεράστια και δύσλυτα, που πολλοί δάσκαλου καλούντο να υπηρετήσουν σε χωριά τα οποία δεν υπήρχε καν σχολείο, και έπρεπε εκείνοι να μεριμνήσουν ώστε να φτιαχτεί το σχολείο του χωριού!
Πολλοί δάσκαλοι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν και έξω στην ύπαιθρο μάθημα ή να έχουν πρόχειρα αυτοσχέδια θρανία με σανίδια, αλλά η λαχτάρα για μάθηση ήταν τόσο μεγάλη που τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει, ούτε τους δασκάλους ούτε τα παιδιά!
Οι δάσκαλοι φυτοζωούσαν εκείνο τον καιρό, ειδικά εκείνοι που δεν είχαν άλλους πόρους ώστε να έχουν ένα επιπλέον εισόδημα.
Οι κοινότητες κατέθεταν κάποια χρήματα στο δημόσιο ταμείο της περιοχής, και από αυτά πληρώνονταν οι δάσκαλοι και οι ιερείς.
Τα χρήματα ίσα που έφταναν για ένα πιάτο φαί! Έπρεπε κι από πάνω να αντιμετωπίσουν και μια πιθανή αντιπάθεια του Επιθεωρητή, η οποία μπορεί να τους κόστιζε ποικιλοτρόπως. Μπορεί να μην τους είχε δοθεί η άδεια του καλοκαιριού, ή να τους εξορίσουν σε παραμεθόριες περιοχές, ή να του γίνει ακόμα και μείωση μισθού.
Πολλές φορές όλα αυτά ακόμα και χωρίς καν πραγματική αιτία!
Πολλές επίσης νεαρές δασκάλες με το θεσμό του Επιθεωρητή, είχαν πέσει θύματα, γιατί εκβιάστηκαν και ταλαιπωρήθηκαν από κάποιους ασυνείδητους Επιθεωρητές. ...
Πολλές ήταν ακόμα και οι πολιτικές διώξεις δασκάλων που και σε αυτές συντελούσαν και οι Επιθεωρητές, μέχρι το 1982, όπου πλέον καταργήθηκαν πλέον οριστικά σαν θεσμός από το ΠΑΣΟΚ, και αντικαταστάθηκαν από τα συμβούλια των καθηγητών.
Κάποιες φορές τα προβλήματα ήταν τόσο τεράστια και δύσλυτα, που πολλοί δάσκαλου καλούντο να υπηρετήσουν σε χωριά τα οποία δεν υπήρχε καν σχολείο, και έπρεπε εκείνοι να μεριμνήσουν ώστε να φτιαχτεί το σχολείο του χωριού!
Πολλοί δάσκαλοι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν και έξω στην ύπαιθρο μάθημα ή να έχουν πρόχειρα αυτοσχέδια θρανία με σανίδια, αλλά η λαχτάρα για μάθηση ήταν τόσο μεγάλη που τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει, ούτε τους δασκάλους ούτε τα παιδιά!
Οι δάσκαλοι φυτοζωούσαν εκείνο τον καιρό, ειδικά εκείνοι που δεν είχαν άλλους πόρους ώστε να έχουν ένα επιπλέον εισόδημα.
Οι κοινότητες κατέθεταν κάποια χρήματα στο δημόσιο ταμείο της περιοχής, και από αυτά πληρώνονταν οι δάσκαλοι και οι ιερείς.
Τα χρήματα ίσα που έφταναν για ένα πιάτο φαί! Έπρεπε κι από πάνω να αντιμετωπίσουν και μια πιθανή αντιπάθεια του Επιθεωρητή, η οποία μπορεί να τους κόστιζε ποικιλοτρόπως. Μπορεί να μην τους είχε δοθεί η άδεια του καλοκαιριού, ή να τους εξορίσουν σε παραμεθόριες περιοχές, ή να του γίνει ακόμα και μείωση μισθού.
Πολλές φορές όλα αυτά ακόμα και χωρίς καν πραγματική αιτία!
Πολλές επίσης νεαρές δασκάλες με το θεσμό του Επιθεωρητή, είχαν πέσει θύματα, γιατί εκβιάστηκαν και ταλαιπωρήθηκαν από κάποιους ασυνείδητους Επιθεωρητές. ...
Πολλές ήταν ακόμα και οι πολιτικές διώξεις δασκάλων που και σε αυτές συντελούσαν και οι Επιθεωρητές, μέχρι το 1982, όπου πλέον καταργήθηκαν πλέον οριστικά σαν θεσμός από το ΠΑΣΟΚ, και αντικαταστάθηκαν από τα συμβούλια των καθηγητών.
O δάσκαλος εν ώρα μαθήματος ...
Στην αίθουσα της τάξης, και όχι πάντα σε όλες, υπήρχε τότε το γνωστό «βάθρο», το οποίο ήταν στη πραγματικότητα ένα ξύλινο κασόνι 2 x 2, κατασκευασμένο με πλατιές σανίδες και μισό μέτρο ύψος. Φυσικά αν υπήρχε η δυνατότητα να υπάρχει και αυτό! Η κατασκευή του βάθρου ήταν γερή, γιατί έπρεπε αφενός να στηρίξει την έδρα με το δάσκαλο, αλλά παράλληλα να έχει και αρκετό ύψος, για να βλέπουν άνετα το δάσκαλο από κάτω όλοι οι μαθητές, ακόμα και εκείνοι στα τελευταία θρανία. Εκείνος φυσικά ήταν καθισμένος σε μία απλή ξύλινη καρέκλα πίσω από την «έδρα», και από εκεί παρέδιδε το μάθημά του. Η δε έδρα κι αυτή ήταν ένα πολύ απλό ξύλινο τραπεζάκι με τέσσερα πόδια, και ήταν ένα μέτρο επί 60 εκατοστά. Το τραπέζι – έδρα αυτό σε πολλές περιπτώσεις είχε και ένα συρτάρι προς τη μεριά που καθόταν ο δάσκαλος, με τα απαραίτητα αντικείμενα χρήσιμα του δασκάλου, τεφτέρια, μολύβια, το απουσιολόγιο, η γόμα ( κόλλα) λαστιχίδες (σβήστρες), εφεδρικές κιμωλίες κλπ. Έγχρωμες κιμωλίες δεν υπήρχαν ακόμα.
Πάνω στην έδρα εκτός από το τετράδιο με τις σημειώσεις του δασκάλου και τα σχετικά βιβλία, ήταν ακουμπισμένη και η τσάντα του δασκάλου, όσοι διέθεταν ήταν αρχικά πάνινη σαν βούργια, και αργότερα δερμάτινη παρόμοια με εκείνη του ταχυδρόμου. Τσάντα δεν είχαν όλοι οι δάσκαλοι, και είχαν κυρίως όσοι πηγαινοέρχονταν από άλλα χωριά. Στη τσάντα του δασκάλου υπήρχε το καθημερινό του φαγητό. Bέβαια σε κάθε αίθουσα δέσποζε πάντα πάνω από την έδρα στον τοίχο σε περίοπτη θέση η εικόνα του Χριστού στο Μυστικό Δείπνο, ή της Παναγίας ή του Χριστού.
Πάνω στην έδρα εκτός από το τετράδιο με τις σημειώσεις του δασκάλου και τα σχετικά βιβλία, ήταν ακουμπισμένη και η τσάντα του δασκάλου, όσοι διέθεταν ήταν αρχικά πάνινη σαν βούργια, και αργότερα δερμάτινη παρόμοια με εκείνη του ταχυδρόμου. Τσάντα δεν είχαν όλοι οι δάσκαλοι, και είχαν κυρίως όσοι πηγαινοέρχονταν από άλλα χωριά. Στη τσάντα του δασκάλου υπήρχε το καθημερινό του φαγητό. Bέβαια σε κάθε αίθουσα δέσποζε πάντα πάνω από την έδρα στον τοίχο σε περίοπτη θέση η εικόνα του Χριστού στο Μυστικό Δείπνο, ή της Παναγίας ή του Χριστού.
Ο κοντυλοφόρος η πέννα και το μελανοδοχείο
Υπήρχε επίσης επάνω στην έδρα το «μελανοδοχείο» με τον «κοντυλοφόρο» που στην άκρη του είχε τη μεταλλική «πέννα» σαν ανταλλακτικό, το οποίο άλλαζε, όταν η πέννα στράβωνε. Αυτήν είχαν και οι μαθητές των μεγαλυτέρων τάξεων. Ο κοντυλοφόρος αρχικά ήταν ξύλινος, και αργότερα πλαστικός ή μεταλλικός. Παλιά μέχρι το ’62 περίπου, στα περισσότερα σχολεία της επαρχίας δεν υπήρχαν τα στυλό με την μπίλια στη μύτη. Στις μεγάλες πόλεις ίσως υπήρχαν από το ’60 και μετά. Το μελανοδοχείο περιείχε το μαύρο μελάνι , ήταν γυάλινο και τετράγωνο ή μακρόστενο, και το καπάκι του επίσης ήταν γυάλινο.
Τα παιδιά που είχαν μελανοδοχείο με την πέννα, σε κάθε γράμμα τη βουτούσαν στο μελάνι, την τίναζαν λίγο στο πλάι και έγραφαν. Ήταν επίπονη εργασία, ειδικά στα μικρότερα παιδιά μέχρι να συνηθίσουν. Συνήθως τα παιδιά το μελανοδοχείο το έβαζαν σε ειδικό τσαντάκι και το κρέμαγαν στη πλάτη. Πέννες τότε υπήρχαν διαφόρων ειδών. Εκείνες που έγραφαν χονδρά γράμματα, που λεγόταν και «χήνες», επειδή η μύτη τους κι αυτή ήταν πλατειά σαν τη μύτη της χήνας. Υπήρχαν και οι λεπτές πέννες που έγραφαν ψιλά γράμματα, και μια τέτοια πέννα λεγόταν «λεπτομυτάς». Υπήρχε επίσης η «πέννα του Χί», που είχε ένα Χ στη ράχη της, και «πέννα του πετεινού» που η μύτη της έμοιαζε με τη μύτη του πετεινού». Και αυτές είχαν να κάμουν με χονδρά ή ψιλά γράμματα.
Πολύ αργότερα βγήκε ένας πιο εξελιγμένος κοντυλοφόρος που είχε διαρκή χρήση στο γράψιμο χωρίς να πρέπει να τον βουτάνε συνεχώς στο μελάνι. Ήταν ο προκάτοχος του στυλού αφού έμοιαζε μεν με στυλό, καθώς είχε και αυτός ένα σωληνάκι που περιείχε το ίδιο μελάνι, όμως δεν έγραφε με την μπίλια αλλά έγραφε με ειδική σταθερή μύτη σαν της πένας, και το μελάνι σαν άδειαζε ξαναγέμιζε.
Τα παιδιά που είχαν μελανοδοχείο με την πέννα, σε κάθε γράμμα τη βουτούσαν στο μελάνι, την τίναζαν λίγο στο πλάι και έγραφαν. Ήταν επίπονη εργασία, ειδικά στα μικρότερα παιδιά μέχρι να συνηθίσουν. Συνήθως τα παιδιά το μελανοδοχείο το έβαζαν σε ειδικό τσαντάκι και το κρέμαγαν στη πλάτη. Πέννες τότε υπήρχαν διαφόρων ειδών. Εκείνες που έγραφαν χονδρά γράμματα, που λεγόταν και «χήνες», επειδή η μύτη τους κι αυτή ήταν πλατειά σαν τη μύτη της χήνας. Υπήρχαν και οι λεπτές πέννες που έγραφαν ψιλά γράμματα, και μια τέτοια πέννα λεγόταν «λεπτομυτάς». Υπήρχε επίσης η «πέννα του Χί», που είχε ένα Χ στη ράχη της, και «πέννα του πετεινού» που η μύτη της έμοιαζε με τη μύτη του πετεινού». Και αυτές είχαν να κάμουν με χονδρά ή ψιλά γράμματα.
Πολύ αργότερα βγήκε ένας πιο εξελιγμένος κοντυλοφόρος που είχε διαρκή χρήση στο γράψιμο χωρίς να πρέπει να τον βουτάνε συνεχώς στο μελάνι. Ήταν ο προκάτοχος του στυλού αφού έμοιαζε μεν με στυλό, καθώς είχε και αυτός ένα σωληνάκι που περιείχε το ίδιο μελάνι, όμως δεν έγραφε με την μπίλια αλλά έγραφε με ειδική σταθερή μύτη σαν της πένας, και το μελάνι σαν άδειαζε ξαναγέμιζε.
Το στυπόχαρτο και το ντυπόν
Πάνω στην έδρα υπήρχε και το «στυπόχαρτο» που το αγόραζαν από ειδικό κατάστημα στη πόλη μαζί και τα μελάνια, και μαθητές το είχαν στην σάκα τους. Οι δάσκαλοι ή και τα πιο πλούσια παιδιά στο σπίτι τους το στυπόχαρτο το τοποθετούσαν σε ειδική μεταλλική βάση η οποία λεγόταν «ντυπόν». Εκείνοι που πουλάγανε στυπόχαρτα τα έκοβαν από μεγάλα φύλλα, και τα πούλαγαν σε κομμάτια 8 x13 ή 8 x 20 μήκος, και τα κομμάτια αυτά τα τοποθετούσαν οι δάσκαλοι ή οι μαθητές πάνω στα ντυπόν. Σαν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν στυπόχαρτο, έκοβαν απλά ένα ανάλογο κομμάτι, και το τοποθετούσαν πάνω στο μελάνι μέχρι να το απορροφήσει.
Δεν μπορούσαν να κλείσουν το τετράδιο αν το μελάνι δεν είχε στεγνώσει καλά, γιατί θα έκανε μουτζούρες. Τα φτωχά παιδιά που δεν είχαν τη δυνατότητα να διαθέτουν ντυπόν αλλά ούτε καν στυπόχαρτο, έκαναν το εξής: Έπαιρναν λίγη στεγνή και λευκή στάχτη από τη παραστιά, την έριχναν πάνω στο χυμένο μελάνι, εκείνη αμέσως το απορροφούσε, οπότε στη συνέχεια τίναζαν τη στάχτη και έπεφτε κάτω η σκόνη! Στη πραγματικότητα γινόταν η ίδια ακριβώς δουλειά με το στυπόχαρτο!
Τα παιδιά πολλές φορές έκαναν το ίδιο λάθος, ξεχνούσαν και δεν τίναζαν τη πένα στο πλάι του μελανοδοχείου αφότου τη βούταγαν μέσα για να γράψουν, και έτσι ή θα τους έσταζε στο τετράδιο, ή θα έκανε πιο χονδρά τα γράμματα, οπότε και δεν θα στέγνωναν εύκολα.
Από την έδρα δεν έλειπαν μία ή δύο βέργες του δασκάλου, μια ψιλή και μια χονδρή, τις οποίες επέτρεπε το παιδαγωγικό σύστημα τότε να χρησιμοποιεί ελεύθερα ο κάθε δάσκαλος, αφ’ ενός μεν για να επιβάλει ει την τάξη, αφετέρου δε και να επιβάλει ώστε να εφαρμοστεί διδασκαλική του ύλη. Δηλαδή η ύλη του να παρακολουθείται και να μαθαίνεται υποχρεωτικά από όλους τους μαθητές.
Δεν μπορούσαν να κλείσουν το τετράδιο αν το μελάνι δεν είχε στεγνώσει καλά, γιατί θα έκανε μουτζούρες. Τα φτωχά παιδιά που δεν είχαν τη δυνατότητα να διαθέτουν ντυπόν αλλά ούτε καν στυπόχαρτο, έκαναν το εξής: Έπαιρναν λίγη στεγνή και λευκή στάχτη από τη παραστιά, την έριχναν πάνω στο χυμένο μελάνι, εκείνη αμέσως το απορροφούσε, οπότε στη συνέχεια τίναζαν τη στάχτη και έπεφτε κάτω η σκόνη! Στη πραγματικότητα γινόταν η ίδια ακριβώς δουλειά με το στυπόχαρτο!
Τα παιδιά πολλές φορές έκαναν το ίδιο λάθος, ξεχνούσαν και δεν τίναζαν τη πένα στο πλάι του μελανοδοχείου αφότου τη βούταγαν μέσα για να γράψουν, και έτσι ή θα τους έσταζε στο τετράδιο, ή θα έκανε πιο χονδρά τα γράμματα, οπότε και δεν θα στέγνωναν εύκολα.
Από την έδρα δεν έλειπαν μία ή δύο βέργες του δασκάλου, μια ψιλή και μια χονδρή, τις οποίες επέτρεπε το παιδαγωγικό σύστημα τότε να χρησιμοποιεί ελεύθερα ο κάθε δάσκαλος, αφ’ ενός μεν για να επιβάλει ει την τάξη, αφετέρου δε και να επιβάλει ώστε να εφαρμοστεί διδασκαλική του ύλη. Δηλαδή η ύλη του να παρακολουθείται και να μαθαίνεται υποχρεωτικά από όλους τους μαθητές.
Η σάκα του μαθητή
Σε κάθε παλιού τύπου θρανίο, καθόταν συνήθως τρείς μαθητές, ανάλογα τον αριθμό των παιδιών ίσως και περισσότερα. Χωριστά σε άλλες σειρές τα αγόρια σε άλλες τα κορίτσια. Πάνω το θρανίο είχε τρείς ειδικές θέσεις για να στηρίζεται το μελανοδοχείο, μια και η επιφάνεια του ήταν λοξή. Ήταν δε ενιαία η επιφάνεια που ακουμπούσαν τα βιβλία με το κάθισμα όπου καθόταν οι μαθητές. Στο θρανίο του ο μαθητής είχε τη πάνινη τσάντα του, όμοια με ταγάρι, που την έφτιαχνε η μητέρα. Σε κάποια μέρη της Κρήτης όπως στη Μεσαρά τη σάκα αυτή την έλεγαν «ντάσκα». Η ντάσκα κρεμόταν από τον ώμο με μακριά πάνινη λεπτή λουρίδα. Η ντάσκα ήταν πάνινη ή υφαντή δεξιμάτη, ή από ύφασμα σρίλι ή με πανί αγοραστό ή υφασμένο στον αργαλειό. Αγοραστές πλέον σχολικές τσάντες στην επαρχία είχαν τα παιδιά στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Στη πάνινη αυτή ντάσκα του ο μαθητής της πρώτης και δευτέρας τάξης, συν τοις άλλοις υπήρχε η περιβόητη «πλάκα», που ήταν σαν πίνακας σε μικρογραφία. Η πλάκα αυτή ήταν ξύλινη στο μέγεθος ενός τετραδίου, ήταν μαύρη με πλαίσιο γύρω – γύρω, και στη πλάκα αυτή έγραφε ο μαθητής με ένα ειδικό «κοντύλι», το οποίο ήταν στενόμακρο σαν μακαρόνι γύρω στα 15 εκατοστά, και όσο έγραφε εκείνο φαγωνόταν. Τα ειδικά αυτά είδη γραφής τα έφτιαχνε τότε μια εταιρία στον Πειραιά με πρώτη ύλη το τάλκ. Στο πλαίσιο της πλάκας στην άκρη υπήρχε τρύπα 5 με 6 χιλιοστά, όπου έδενε ο σπάγκος που συγκρατούσε το κοντύλι, το ποίο στο πάνω του μέρος είχε χαρακιά για να συγκρατείται ο σπάγκος, που έδενε με αλετρόδεμα. Επίσης στη τρύπα της πλάκας υπήρχε και άλλος σπάγκος, που συγκρατούσε ένα μικρό σφουγγαράκι θαλάσσης για να σβήνει τα γράμματα. Κι αυτό με το να τα δένουν δεν τα έχαναν τα παιδιά. Αν δεν υπήρχε το ειδικό σφουγγαράκι έδεναν ένα απλό μικρό πανάκι για να σβήνουν τα γράμματα. Στη σάκα υπήρχε ένα τετράδιο της γραφής, το οποίο είχε γραμμές για γραφή κειμένου, «αυλακές», όπως τις έλεγαν οι αγρότες στα παιδιά τους, και το τετράδιο της αριθμητικής, που είχε τετραγωνάκια «σπιτάκια». Η προτροπή των γονέων ήταν όταν γράφουν τα παιδιά, να γράφουν ίσια και να μην ξεφεύγουν ποτέ τα γράμματα από την «αυλακιά» και οι αριθμοί «όξω από τα σπιτάκια»!
Σε κάποια παιδιά οι γονείς τους, πολύ πριν βγει το αριθμητήριο εκείνοι τους έφτιαχναν αυτοσχέδια αριθμητήρια με ξυλάκια ή τέλια αφού πέρναγαν μπίλιες από πηλό αποξηραμένες στον ήλιο. Φαγητό απέφευγαν οι γονείς να βάζουν στη σάκα όπως τυρί αυγά βραστά και ελιές, γιατί λέρωναν τα τετράδια. Έβαζαν όμως τα παιδιά από μόνα τους δυό –τρία χαρούπια φουρνισμένα που φύλασσαν οι γονείς τους σε ένα πιθαράκι, και τα έτρωγαν αν τα έπιανε λιγούρα.
Σε κάποια παιδιά οι γονείς τους, πολύ πριν βγει το αριθμητήριο εκείνοι τους έφτιαχναν αυτοσχέδια αριθμητήρια με ξυλάκια ή τέλια αφού πέρναγαν μπίλιες από πηλό αποξηραμένες στον ήλιο. Φαγητό απέφευγαν οι γονείς να βάζουν στη σάκα όπως τυρί αυγά βραστά και ελιές, γιατί λέρωναν τα τετράδια. Έβαζαν όμως τα παιδιά από μόνα τους δυό –τρία χαρούπια φουρνισμένα που φύλασσαν οι γονείς τους σε ένα πιθαράκι, και τα έτρωγαν αν τα έπιανε λιγούρα.
Ο πολύγραφος
Πρέπει να αναφέρουμε πως πριν τη κατοχή δεν υπήρχε στα σχολεία ο σχολικός πολύγραφος.
Οι πρώτοι πολύγραφοι στη Μεσαρά, ήταν δυό ή τρείς, που είχαν ρίξει οι Εγγλέζοι με αλεξίπτωτα για λογαριασμό των ανταρτών, που εκείνοι τους χρησιμοποιούσαν για τις σχετικές προκηρύξεις τους. Είναι γνωστόν ότι στη κατοχή δεν υπήρχαν εφημερίδες. Οι αντάρτες λοιπόν τύπωναν κρυφά τα νέα κατορθώματά τους ή ήττες των Γερμανών, και τα νέα αυτά τα έστελναν με τα ταχυδρομεία δυό τρία φύλλα σε κάθε χωριό, που τα μοίραζε στα καφενεία. Έτσι ο κόσμος μάθαινε τα νέα του μετώπου. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι πολύγραφοι αυτοί κατέληξαν σε κάποια δημοτικά σχολεία, όπως είχε και το δημοτικό Γαλιάς. Σήμερα βέβαια όλοι οι πολύγραφοι έπρεπε να βρίσκονται σε μουσεία, όπως και πολλά άλλα παλιά σχολικά είδη , μαυροπίνακες θρανία, το κουδούνι κλπ.
Οι πρώτοι πολύγραφοι στη Μεσαρά, ήταν δυό ή τρείς, που είχαν ρίξει οι Εγγλέζοι με αλεξίπτωτα για λογαριασμό των ανταρτών, που εκείνοι τους χρησιμοποιούσαν για τις σχετικές προκηρύξεις τους. Είναι γνωστόν ότι στη κατοχή δεν υπήρχαν εφημερίδες. Οι αντάρτες λοιπόν τύπωναν κρυφά τα νέα κατορθώματά τους ή ήττες των Γερμανών, και τα νέα αυτά τα έστελναν με τα ταχυδρομεία δυό τρία φύλλα σε κάθε χωριό, που τα μοίραζε στα καφενεία. Έτσι ο κόσμος μάθαινε τα νέα του μετώπου. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι πολύγραφοι αυτοί κατέληξαν σε κάποια δημοτικά σχολεία, όπως είχε και το δημοτικό Γαλιάς. Σήμερα βέβαια όλοι οι πολύγραφοι έπρεπε να βρίσκονται σε μουσεία, όπως και πολλά άλλα παλιά σχολικά είδη , μαυροπίνακες θρανία, το κουδούνι κλπ.
Ο μαυροπίνακας της τάξης και τα αυγά
Ο πίνακας της τάξης που ήταν ή σε μια γωνιά ή δίπλα από την έδρα ήταν ξύλινος ή από κόντρα πλακέ 1, 5 x 1 μέτρο, στηριζόμενος πάνω σε ένα τρίποδα, και είχε μαύρο χρώμα. Πολύ αργότερα επεκράτησε το πράσινο και ο επίτοιχος πίνακας. Στο κάτω μέρος του είχε μια σανίδα καρφωμένη κάθετα 7 έως 10 εκατοστά που στερεώνονταν οι κιμωλίες, και κάτω σε μια άκρη υπήρχε και θήκη ειδική για τις κιμωλίες. Οι κιμωλίες ερχόταν από το εμπόριο σε κουτιά χάρτινα 15 X 8 εκ. και 10εκ ύψος, που μέσα ήταν τοποθετημένες όρθιες, και τις φύλαγε ο δάσκαλος στο συρτάρι του. Στο πλάι ο πίνακας είχε ένα καρφί όπου κρεμόταν ένα μακρύ ξύλινο πηχάκι η ρίγα ή χάρακας, ο οποίος ήταν χρήσιμος στη γεωμετρία για να τραβούν ίσιες γραμμές. Κάποιες φορές η ρίγα αυτή βρισκόταν επίτηδες και στην έδρα, γιατί χρησίμευε και ως βέργα! Ο δάσκαλος ενίοτε έδερνε τα παιδιά στα χέρια με το χάρακα, όταν δεν υπήρχε βέργα! Ας μη ξεχνάμε πως ήταν εποχές που έπεφτε ξύλο, γενικά πολύ ξύλο, και από τους δασκάλους αλλά και από τους ίδιους τους γονείς!
Ο πίνακας που αρχικά ήταν μαύρος, δεν ήταν βαμμένος με λαδομπογιά, αλλά με ένα διάλυμα μαύρης ώχρας και νερού. Αρχικά βαφόταν με αραιή βαφή, για να την απορροφούσε ο πίνακας σα νερομπογιά, και μετά με πιο πυκνή βαφή. Το χρώμα ήταν ματ, και όταν στέγνωνε δε μουτζούρωνε.
To αυγό εκείνα τα χρόνια, έπαιζε διπλό ρόλο. Τουλάχιστον τρείς φορές το χρόνο, και φυσικά πάντα στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, ο δάσκαλος έδινε εντολή στα παιδιά:
-Παιδιά αύριο όλοι σας να φέρετε από ένα αυγό στη τάξη, για τις ανάγκες του σχολείου μας. Το αυγό τότε έπαιζε ρόλο χρήματος και κόστιζε ένα πενηνταράκι. Μέχρι και τέλη του 1960 τα παιδιά ακόμη πήγαιναν το αυγό στο σχολείο αντί χρήματος, και ο δάσκαλος αντάλλασε και εκείνος με τη σειρά του στον μπακάλη ή τον έμπορα τα αυγά με ότι χρειαζόταν το σχολείο . Κάποια παιδιά με ευκατάστατους γονείς, αντί αυγού πήγαιναν χρήματα έως και μια δραχμή. Με τα χρήματα αυτά και τα αυγά οι δάσκαλοι αγόραζαν κόλες χαρτί, μολύβια κιμωλίες, ασβέστωναν το σχολείο, έπαιρναν όμως και τα υλικά για να βαφτεί ο πίνακας , οι πόρτες τα παράθυρα κλπ. Όμως το αυγό δεν έπαιζε ρόλο μονάχα χρήματος, κάποια από τα αυγά τα χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι και σαν στερεωτική ουσία για τη βαφή του μαυροπίνακα. Αφού ήδη είχαν βάψει τον πίνακα και στέγνωνε, έπρεπε κάτι να κάνουν για να μην ξεβάφει, και το χρώμα να είναι σταθερό χωρίς πόρους. Έβαζαν λοιπόν σε ένα μπώλ το ασπράδι από μερικά αυγά με ίση ποσότητα ξυδιού. Τα χτυπούσαν καλά και πέρναγαν ξανά ένα χέρι όλο τον πίνακα, οπότε έφραζαν πλέον όλοι οι πόροι, και έ τσι πετύχαιναν το χρώμα να γίνει πιο συμπαγές και πιο στέρεα η επιφάνεια του πίνακα, ώστε να μην είναι απορροφητικός, να μην ξεβάφει, και να μην κατακρατεί το χρώμα την κιμωλίας.
Έτσι λοιπόν με τα αυγά «κινιόταν» γενικά το σχολείο εκείνα τα χρόνια!
Ο πίνακας που αρχικά ήταν μαύρος, δεν ήταν βαμμένος με λαδομπογιά, αλλά με ένα διάλυμα μαύρης ώχρας και νερού. Αρχικά βαφόταν με αραιή βαφή, για να την απορροφούσε ο πίνακας σα νερομπογιά, και μετά με πιο πυκνή βαφή. Το χρώμα ήταν ματ, και όταν στέγνωνε δε μουτζούρωνε.
To αυγό εκείνα τα χρόνια, έπαιζε διπλό ρόλο. Τουλάχιστον τρείς φορές το χρόνο, και φυσικά πάντα στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, ο δάσκαλος έδινε εντολή στα παιδιά:
-Παιδιά αύριο όλοι σας να φέρετε από ένα αυγό στη τάξη, για τις ανάγκες του σχολείου μας. Το αυγό τότε έπαιζε ρόλο χρήματος και κόστιζε ένα πενηνταράκι. Μέχρι και τέλη του 1960 τα παιδιά ακόμη πήγαιναν το αυγό στο σχολείο αντί χρήματος, και ο δάσκαλος αντάλλασε και εκείνος με τη σειρά του στον μπακάλη ή τον έμπορα τα αυγά με ότι χρειαζόταν το σχολείο . Κάποια παιδιά με ευκατάστατους γονείς, αντί αυγού πήγαιναν χρήματα έως και μια δραχμή. Με τα χρήματα αυτά και τα αυγά οι δάσκαλοι αγόραζαν κόλες χαρτί, μολύβια κιμωλίες, ασβέστωναν το σχολείο, έπαιρναν όμως και τα υλικά για να βαφτεί ο πίνακας , οι πόρτες τα παράθυρα κλπ. Όμως το αυγό δεν έπαιζε ρόλο μονάχα χρήματος, κάποια από τα αυγά τα χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι και σαν στερεωτική ουσία για τη βαφή του μαυροπίνακα. Αφού ήδη είχαν βάψει τον πίνακα και στέγνωνε, έπρεπε κάτι να κάνουν για να μην ξεβάφει, και το χρώμα να είναι σταθερό χωρίς πόρους. Έβαζαν λοιπόν σε ένα μπώλ το ασπράδι από μερικά αυγά με ίση ποσότητα ξυδιού. Τα χτυπούσαν καλά και πέρναγαν ξανά ένα χέρι όλο τον πίνακα, οπότε έφραζαν πλέον όλοι οι πόροι, και έ τσι πετύχαιναν το χρώμα να γίνει πιο συμπαγές και πιο στέρεα η επιφάνεια του πίνακα, ώστε να μην είναι απορροφητικός, να μην ξεβάφει, και να μην κατακρατεί το χρώμα την κιμωλίας.
Έτσι λοιπόν με τα αυγά «κινιόταν» γενικά το σχολείο εκείνα τα χρόνια!
Η καθαριότητα του σχολείου
Τον καθαρισμό ολόκληρου του σχολείου με σκούπισμα μέσα έξω, τον έκαναν τα ίδια τα παιδιά, αλλά συνήθως των δύο τελευταίων τάξεων. Τα Σάββατα και τις Τετάρτες δεν έκαναν αν μάθημα τα απογεύματα. Ο διευθυντής του σχολείου ή ο δάσκαλος, κυρίως τη Τετάρτη, αν ήθελαν να έχουν ελεύθερο το Σαββ-κο τους, έστελνε τέσσερα παιδιά να κόψουν θυμάρια, αστυβίδες, να φτιάξουν πρόχειρες σκούπες, τις πατούσαν με μια πέτρα να γίνουν πλατιές, και με αυτές να σκουπίσουν το σχολείο. Ο δάσκαλος έδινε οδηγίες στους τέσσερις μαθητές δύο αγόρια και δύο κορίτσια, να φροντίσουν και να καθαρίσουν κάτω από τα θρανία σε όλο το σχολείο. Έλεγε ο δάσκαλος:
-Παιδιά θέλω να κάνετε καλή δουλειά, και θέλω το σχολείο μας να το κάνετε να λάμπει!
Τη Δευτέρα θα επιθεωρήσω όλες τις τάξεις, και άμα δε σκουπίσατε καλά καήκατε!
Ανά δύο αγόρια λοιπόν τα παιδιά μετακινούσαν τα θρανία, τα πήγαιναν πιο πέρα, και τα κορίτσια σκούπιζαν από κάτω. Όταν τα κορίτσια σκούπιζαν τα αγόρια ξανάβαζαν τα θρανία στις θέσεις τους. Μάζευαν επίσης τα χαρτάκια μέσα και έξω από το σχολείο, γιατί καλαθάκια δεν υπήρχαν. Τα παιδιά – καθαριστές αναλάμβαναν να καθαρίσουν καλά πάνω τα θρανία, να τα τρίψουν με σφουγγάρι από τα χυμένα μελάνια ή τα γράμματα από μολύβια κλπ. Πολλές φορές το μελανοδοχείο που είχαν στην ειδική θέση στο θρανίο, γλίστραγε και χυνόταν το μελάνι και πότιζε το ξύλο. Τα χυμένα αυτά μελάνια δεν έβγαιναν εύκολα με σφουγγάρι και σαπουνόνερο, έτσι τα έξυναν με μαχαιράκι που έφερναν από το σπίτι, ή και με ξυραφάκι. Αν και ο δάσκαλος το απαγόρευε αυτό γιατί μαζί με το μελάνι έφευγε και το χρώμα του θρανίου! Οι κιμωλίες όσο έγραφαν στον πίνακα έριχναν κάτω σκόνη, μέχρι σε σημείο που γινόταν σαν το νύχι και πια δεν πιανόταν και την άφηναν. Καθάριζαν λοιπόν τα παιδιά το κάτω μέρος του πίνακα τη σκόνη όλη από τις κιμωλίες, την έσπρωχναν σε μια άκρη, τη μάζευαν και τη πέταγαν. Κάθε μέρα έφερναν σε ένα ντενεκάκι ή ποτήρι νερό φρέσκο και καθαρό του δασκάλου, όταν ακόμα δεν υπήρχαν βρύσες στα σχολεία, και το κουβαλούσαν από τη μοναδική βρύση του χωριού. Εκεί πήγαινε και κάποιο παιδί που δίψαγε. Άλλαζαν το νερό στο ντενεκάκι του δασκάλου καθώς και στο δοχείο με τα λουλούδια που υπήρχαν πάλι σε κάποιο άλλο ντενεκάκι «του γαλάτου» (του γάλακτος) ή από κονσέρβα. Οι μανάδες που είχαν κήπο ή γλάστρες με λουλούδια, έκοβαν το πρωί ένα ματσάκι και με το παιδί τους το πήγαινε στο δάσκαλο ή δασκάλα, προφανώς για να κερδίσουν την εύνοιά του.
Αν ήταν χειμώνας, καθάριζαν επίσης τη μαντεμένια σόμπα μέσα και έξω από τις στάχτες που δούλευε με ξύλα κάποιες πολύ κρύες μέρες του Χειμώνα. Από την προηγούμενη έλεγε ο δάσκαλος:
-Παιδιά, αύριο κάθε παιδί να φέρει από ένα ξύλαράκι να ανάψουμε τη σόμπα να ζεσταθούμε!
-Παιδιά θέλω να κάνετε καλή δουλειά, και θέλω το σχολείο μας να το κάνετε να λάμπει!
Τη Δευτέρα θα επιθεωρήσω όλες τις τάξεις, και άμα δε σκουπίσατε καλά καήκατε!
Ανά δύο αγόρια λοιπόν τα παιδιά μετακινούσαν τα θρανία, τα πήγαιναν πιο πέρα, και τα κορίτσια σκούπιζαν από κάτω. Όταν τα κορίτσια σκούπιζαν τα αγόρια ξανάβαζαν τα θρανία στις θέσεις τους. Μάζευαν επίσης τα χαρτάκια μέσα και έξω από το σχολείο, γιατί καλαθάκια δεν υπήρχαν. Τα παιδιά – καθαριστές αναλάμβαναν να καθαρίσουν καλά πάνω τα θρανία, να τα τρίψουν με σφουγγάρι από τα χυμένα μελάνια ή τα γράμματα από μολύβια κλπ. Πολλές φορές το μελανοδοχείο που είχαν στην ειδική θέση στο θρανίο, γλίστραγε και χυνόταν το μελάνι και πότιζε το ξύλο. Τα χυμένα αυτά μελάνια δεν έβγαιναν εύκολα με σφουγγάρι και σαπουνόνερο, έτσι τα έξυναν με μαχαιράκι που έφερναν από το σπίτι, ή και με ξυραφάκι. Αν και ο δάσκαλος το απαγόρευε αυτό γιατί μαζί με το μελάνι έφευγε και το χρώμα του θρανίου! Οι κιμωλίες όσο έγραφαν στον πίνακα έριχναν κάτω σκόνη, μέχρι σε σημείο που γινόταν σαν το νύχι και πια δεν πιανόταν και την άφηναν. Καθάριζαν λοιπόν τα παιδιά το κάτω μέρος του πίνακα τη σκόνη όλη από τις κιμωλίες, την έσπρωχναν σε μια άκρη, τη μάζευαν και τη πέταγαν. Κάθε μέρα έφερναν σε ένα ντενεκάκι ή ποτήρι νερό φρέσκο και καθαρό του δασκάλου, όταν ακόμα δεν υπήρχαν βρύσες στα σχολεία, και το κουβαλούσαν από τη μοναδική βρύση του χωριού. Εκεί πήγαινε και κάποιο παιδί που δίψαγε. Άλλαζαν το νερό στο ντενεκάκι του δασκάλου καθώς και στο δοχείο με τα λουλούδια που υπήρχαν πάλι σε κάποιο άλλο ντενεκάκι «του γαλάτου» (του γάλακτος) ή από κονσέρβα. Οι μανάδες που είχαν κήπο ή γλάστρες με λουλούδια, έκοβαν το πρωί ένα ματσάκι και με το παιδί τους το πήγαινε στο δάσκαλο ή δασκάλα, προφανώς για να κερδίσουν την εύνοιά του.
Αν ήταν χειμώνας, καθάριζαν επίσης τη μαντεμένια σόμπα μέσα και έξω από τις στάχτες που δούλευε με ξύλα κάποιες πολύ κρύες μέρες του Χειμώνα. Από την προηγούμενη έλεγε ο δάσκαλος:
-Παιδιά, αύριο κάθε παιδί να φέρει από ένα ξύλαράκι να ανάψουμε τη σόμπα να ζεσταθούμε!
Η εμφάνιση του μαθητή
Ο μαθητές σχεδόν όλοι ήταν ξυπόλυτοι και μάλιστα με μπαλωμένα ρούχα. Πολλά παιδιά έβαζαν 18 χρονώ πρώτη φορά παπούτσια! Δυό τρία μονάχα παιδιά μπορεί να φόραγαν παπούτσια. Μονάχα όσα είχαν πολύ πλούσιους γονείς μεγαλέμπορους, καθώς και τα παιδιά του προέδρου, του γραμματικού και του παπά. Κάποια παιδιά μπορεί να είχαν και πέντε μπαλώματα πάνω σ’ άλλο στα ρούχα τους! Μπαλώματα είχε και ακόμα και η πάνινη σάκα τους.
Τα αγόρια κυρίως τα πιο πλούσια φορούσαν κοντά φαρδιά παντελόνια με τιράντες , ενώ πιο παλιά πριν το ‘30 φορούσαν ένα ρούχο χειμώνα καλοκαίρι, το λεγόμενο «ρασιδάκι». Ήταν ριχτό σα πουκαμίσα στα αγόρια και στα κορίτσια ήταν σα φουστάνι και το έραβαν οι ίδιες οι μανάδες, αφού ύφαιναν το ύφασμα στον αργαλειό. Τα αγόρια ήταν κουρεμένα όλα γουλί με το ψαλίδι. Κουρείς δεν υπήρχαν, και οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να κουρεύουν τα παιδιά τους. Τα κούρευε η μητέρα με το ψαλίδι της, ή ο πατέρας τα αγόρια του με το «κουροψάλιδο» που έκανε τις κουρές των προβάτων ή το «γαϊδουροψάλιδο» που κούρευε τα γαϊδούρια. Φυσικά όλα τα κεφάλια ήταν «μια κοψιά» και τουλάχιστο για πέντε δέκα μέρες γεμάτα ψαλιδιές, μετά βέβαια έστρωναν! Έπρεπε όμως υποχρεωτικά να είναι καθαρά και χωρίς νύχια, γιατί κάθε πρωί μετά τη προσευχή γινόταν λεπτομερής ατομικός έλεγχος καθαριότητας σε πόδια γόνατα λαιμό νύχια κλπ..
Τα αγόρια κυρίως τα πιο πλούσια φορούσαν κοντά φαρδιά παντελόνια με τιράντες , ενώ πιο παλιά πριν το ‘30 φορούσαν ένα ρούχο χειμώνα καλοκαίρι, το λεγόμενο «ρασιδάκι». Ήταν ριχτό σα πουκαμίσα στα αγόρια και στα κορίτσια ήταν σα φουστάνι και το έραβαν οι ίδιες οι μανάδες, αφού ύφαιναν το ύφασμα στον αργαλειό. Τα αγόρια ήταν κουρεμένα όλα γουλί με το ψαλίδι. Κουρείς δεν υπήρχαν, και οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να κουρεύουν τα παιδιά τους. Τα κούρευε η μητέρα με το ψαλίδι της, ή ο πατέρας τα αγόρια του με το «κουροψάλιδο» που έκανε τις κουρές των προβάτων ή το «γαϊδουροψάλιδο» που κούρευε τα γαϊδούρια. Φυσικά όλα τα κεφάλια ήταν «μια κοψιά» και τουλάχιστο για πέντε δέκα μέρες γεμάτα ψαλιδιές, μετά βέβαια έστρωναν! Έπρεπε όμως υποχρεωτικά να είναι καθαρά και χωρίς νύχια, γιατί κάθε πρωί μετά τη προσευχή γινόταν λεπτομερής ατομικός έλεγχος καθαριότητας σε πόδια γόνατα λαιμό νύχια κλπ..
Ο μαθητής στη τάξη
Τα παιδιά της πρώτης τάξης πριν τη κατοχή έγραφαν και ζωγράφιζαν, μονάχα σε πλάκα με το κοντύλι .
Τα παιδιά της δευτέρας και τρίτης με μολύβι μόνο, και της πέμπτης και έχτης με πέννα και μελάνι.
Τα μικρότερα παιδιά είχαν τη πλάκα για τετράδιο και το αναγνωστικό, ενώ της δευτέρας είχαν δύο τετράδια, ένα της αριθμητικής και ένα των ελληνικών, λίγα βιβλία και το αναγνωστικό. Τα παιδιά της πρώτης έγραφαν πάνω στη πλάκα εν ώρα μαθήματος, και ο δάσκαλος τα παρακολουθούσε επιτόπου περνώντας από το κάθε θρανίο. Τα ίδιο και της δευτέρας μόνο αντί πλάκας χρησιμοποιούσαν τετράδιο, και ό τι εργασία ήταν να τους δώσει για το σπίτι ήταν πλέον στο τετράδιο.
Τα παιδιά της τρίτης έγραφαν κι αυτά μόνο με μολύβι και σε κανονικά τετράδια, αλλά ποτέ στη πλάκα ή με μελάνι.
Τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων πέμπτης και έχτης, έγραφαν πια με πέννα και μελάνι όλα τα επίσημα γραφτά τους. Οι μαθητές είχαν περισσότερα βιβλία. Το μολύβι υπήρχε μεν αλλά μονάχα για γράψιμο στο πρόχειρο τετράδιο, ή για την ιχνογραφία και για πρόχειρες πράξεις αριθμητικής. Ο δάσκαλος έδινε εργασίες για το σπίτι για να γραφτεί στο «καθαρό» τετράδιο από τον μαθητή. Έλεγε ας πούμε να αντιγράψουν ένα κείμενο του βιβλίου από τη σειρά τάδε, μέχρι τη σειρά τάδε. Στα επίσημα κείμενα του μαθητή με πέννα, έπρεπε το πρώτο της γράμμα κάθε λέξης να είναι γραμμένο καλλιγραφικό. Κάθε μαθητής έπρεπε να ξεκινήσει αρχικά το κείμενο πάντα με κεφαλαίο γράμμα, και φυσικά καλλιγραφικό κι αυτό και αρκετά μεγαλύτερο από τα άλλα. Με τον ίδιο τρόπο τους έλεγε να γράψουν και την έκθεση. Κάθε μαθητής το πρωί άφηνε πάνω στο θρανίο το τετράδιο του ανοιχτό, και περνούσε ο δάσκαλος για επιτόπιο έλεγχο.
Ο δάσκαλος εκτός από ορθογραφικά ή συντακτικά λάθη, κοίταζε αν ήταν στρογγυλά γραμμένα τα γράμματα και καλλιγραφικά τα πρώτα των λέξεων. Τα ορθογραφικά λάθη δεν τα διόρθωνε ποτέ τα σωστά, απλά τα υπογράμμιζε αποκάτω με μολύβι, έκανε δηλαδή ένα μικρό γραμμηδάκι, και ο μαθητής ήταν υποχρεωμένος μόνος του να ψάξει μετά στο σπίτι του και να βρει τη σωστή γραφή, ή αν ήταν αριθμητική τη σωστή λύση. Έκρινε το κείμενο ο δάσκαλος και έβαζε τον ανάλογο βαθμό, που ήταν συνήθως από 4 έως 10, και δίπλα έβαζε την μονογραφή του. Αν ήταν πολλά τα λάθη, υποχρέωνε τον μαθητή να τα ξαναγράψει όλα από την αρχή! Βέβαια αν ο μαθητής δεν είχε μορφωμένους γονείς είχε πρόβλημα στο σπίτι να βρει μόνος του την σωστή ορθογραφία ή λύση στο μαθηματικό του πρόβλημα. Αν τα μεγαλύτερα αδέρφια βοηθούσαν έχει καλώς, διαφορετικά αν βαριόταν και έδειχναν απροθυμία, ο μαθητής μπορούσε να αφιέρωνε δυό και τρείς ώρες να ψάξει στα βιβλία μόνος του και να βρει τις σωστές λύσεις. Κάποια παιδιά βέβαια «φωτογράφιζαν» με το μυαλό τους κάθε λέξη και έκαναν λιγότερα ορθογραφικά λάθη.
Τα παιδιά της δευτέρας και τρίτης με μολύβι μόνο, και της πέμπτης και έχτης με πέννα και μελάνι.
Τα μικρότερα παιδιά είχαν τη πλάκα για τετράδιο και το αναγνωστικό, ενώ της δευτέρας είχαν δύο τετράδια, ένα της αριθμητικής και ένα των ελληνικών, λίγα βιβλία και το αναγνωστικό. Τα παιδιά της πρώτης έγραφαν πάνω στη πλάκα εν ώρα μαθήματος, και ο δάσκαλος τα παρακολουθούσε επιτόπου περνώντας από το κάθε θρανίο. Τα ίδιο και της δευτέρας μόνο αντί πλάκας χρησιμοποιούσαν τετράδιο, και ό τι εργασία ήταν να τους δώσει για το σπίτι ήταν πλέον στο τετράδιο.
Τα παιδιά της τρίτης έγραφαν κι αυτά μόνο με μολύβι και σε κανονικά τετράδια, αλλά ποτέ στη πλάκα ή με μελάνι.
Τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων πέμπτης και έχτης, έγραφαν πια με πέννα και μελάνι όλα τα επίσημα γραφτά τους. Οι μαθητές είχαν περισσότερα βιβλία. Το μολύβι υπήρχε μεν αλλά μονάχα για γράψιμο στο πρόχειρο τετράδιο, ή για την ιχνογραφία και για πρόχειρες πράξεις αριθμητικής. Ο δάσκαλος έδινε εργασίες για το σπίτι για να γραφτεί στο «καθαρό» τετράδιο από τον μαθητή. Έλεγε ας πούμε να αντιγράψουν ένα κείμενο του βιβλίου από τη σειρά τάδε, μέχρι τη σειρά τάδε. Στα επίσημα κείμενα του μαθητή με πέννα, έπρεπε το πρώτο της γράμμα κάθε λέξης να είναι γραμμένο καλλιγραφικό. Κάθε μαθητής έπρεπε να ξεκινήσει αρχικά το κείμενο πάντα με κεφαλαίο γράμμα, και φυσικά καλλιγραφικό κι αυτό και αρκετά μεγαλύτερο από τα άλλα. Με τον ίδιο τρόπο τους έλεγε να γράψουν και την έκθεση. Κάθε μαθητής το πρωί άφηνε πάνω στο θρανίο το τετράδιο του ανοιχτό, και περνούσε ο δάσκαλος για επιτόπιο έλεγχο.
Ο δάσκαλος εκτός από ορθογραφικά ή συντακτικά λάθη, κοίταζε αν ήταν στρογγυλά γραμμένα τα γράμματα και καλλιγραφικά τα πρώτα των λέξεων. Τα ορθογραφικά λάθη δεν τα διόρθωνε ποτέ τα σωστά, απλά τα υπογράμμιζε αποκάτω με μολύβι, έκανε δηλαδή ένα μικρό γραμμηδάκι, και ο μαθητής ήταν υποχρεωμένος μόνος του να ψάξει μετά στο σπίτι του και να βρει τη σωστή γραφή, ή αν ήταν αριθμητική τη σωστή λύση. Έκρινε το κείμενο ο δάσκαλος και έβαζε τον ανάλογο βαθμό, που ήταν συνήθως από 4 έως 10, και δίπλα έβαζε την μονογραφή του. Αν ήταν πολλά τα λάθη, υποχρέωνε τον μαθητή να τα ξαναγράψει όλα από την αρχή! Βέβαια αν ο μαθητής δεν είχε μορφωμένους γονείς είχε πρόβλημα στο σπίτι να βρει μόνος του την σωστή ορθογραφία ή λύση στο μαθηματικό του πρόβλημα. Αν τα μεγαλύτερα αδέρφια βοηθούσαν έχει καλώς, διαφορετικά αν βαριόταν και έδειχναν απροθυμία, ο μαθητής μπορούσε να αφιέρωνε δυό και τρείς ώρες να ψάξει στα βιβλία μόνος του και να βρει τις σωστές λύσεις. Κάποια παιδιά βέβαια «φωτογράφιζαν» με το μυαλό τους κάθε λέξη και έκαναν λιγότερα ορθογραφικά λάθη.
Τα παιγνίδια στα διαλείμματα
Παιγνίδια τα παιδιά παίζανε είτε στην αυλή του σχολείου εν ώρα διαλείμματος, είτε στην ώρα της γυμναστικής με εποπτεία του δασκάλου. Στα χωριά της Κρήτης, τα πιο συνηθισμένα παιγνίδια για τα διαλείμματα ήταν το κλοτσοσκούφι (ποδόσφαιρο) με πάνινη μπάλα όπου το παίζανε ξυπόλυτα με αποτέλεσμα να χτυπάνε συνέχεια τα δάχτυλα τους στο χώμα και να τρέχει αίμα. Τη μπάλα την έφτιαχναν μόνα τους με πανιά που έφερναν από τα από το σπίτι, και τα έραβαν με κλωστή για να μη διαλύει η μπάλα. Μπορούσε βέβαια μια δύο μπάλες να διαθέτει και το σχολείο , αλλά σύντομα σκιζόταν ή χανόταν. Μπορούσαν όμως μπάλα να την αποκτήσουν και κάποια παιδιά, που τους έδιναν από ένα αυγό στα κάλαντα, και έτσι τα έδιναν στον μπακάλη και τους έδινε μια λαστιχένια μπάλα! Άλλα παιγνίδια εποχής ήταν η σκλαβιά (αμπάριζα), το μπιζμπώλ, το χωστό (κρυφό), ο ντελιμάς (ξυλίκι), οι ψείρες, κι αυτές με πάνινο τόπι, η ξυλογαϊδάρα (μακριά γαϊδάρα ή κάτω – πά), το μπίζ, η γουρούνα, τα χωράφια, οι αμάδες, παρόμοιο με τις αμάδες ήταν και ο μούτσος, αλλά οι αμάδες ήταν σε κύκλο). Άλλα παιγνίδια ήταν τυφλόμυγα, ο σβούρος ο βεζύρης, οι μπίλιες είτε από στρογγυλά πετραδάκια της θάλασσας, είτε μεταλλικές από ρουλεμάν, είτε φτιαγμένες με πλαστικά που έλιωναν, όπως τσατσάρες παγούρια κλπ και τις έπλαθαν με τις παλάμες τους όσο ήταν μαλακό το πλαστικό. Για δε τα κορίτσια ήταν το «δε περνάς κυρά Μαρία», «περνά- περνά η μέλισσα», το «Λύκε λύκε είσαι εδώ?», «η μικρή Ελένη», η κολοκυθιά, το κουτσό ή καλόγερος, το κίσκιντο,το ενιάπετρο και δεκάπετρο τριώδι, το σκοινάκι και άλλα. Το κίσκιντο βέβαια άρεσε και στα αγόρια, αλλά πολλές φορές κι αυτά έπαιζαν και κουτσό ή καλόγερο. Με εποπτεία του δασκάλου έπαιζαν επίσης πολλά παιγνίδια όπως είναι το τεντωμένο σχοινί, το σπάσιμο της αλυσίδας, τα σακιά, σκυταλοδρομία και πολλά άλλα παιγνίδια εποχής, που ίσως κάποια στιγμή βρούμε το χρόνο να ασχοληθούμε εκτενέστερα για το κάθε ένα!
Κείμενο – φώτο (ντάσκα): Γεώργιος Χουστουλάκης====================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To μπλόκ " Στοχσμός-Πολιτική" είναι υπεύθυνο μόνο για τα δικά του σχόλια κι όχι για αυτά των αναγνωστών του...Eπίσης δεν υιοθετεί απόψεις από καταγγελίες και σχόλια αναγνωστών καθώς και άρθρα που το περιεχόμενο τους προέρχεται από άλλες σελίδες και αναδημοσιεύονται στον παρόντα ιστότοπο και ως εκ τούτου δεν φέρει οποιασδήποτε φύσεως ευθύνη.